Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 7ο. Κατηγορίες ανυπόστατες κατά του Βυζαντίου.

67m ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΡΩΜΑΝΙΑΣ

Για να καταγράψει κανείς τα απίστευτα ψέμματα που έχουν ειπωθεί κατά της Ρωμανίας χρειάζονται εκατοντάδες τόμοι.

-Έχουν πει ότι την εποχή της Άλωσης οι Βυζαντινοί φιλονικούσαν για το φύλο των αγγέλων. Απίστευτη ανακρίβεια που πρωτοειπώθηκε από τον Σκαρίμπα, που βέβαια ήταν λογοτέχνης κι όχι ιστορικός˙ αλλά επαναλαμβάνεται ειρωνικά από τον καθένα, χωρίς φυσικά καμμιά απόδειξη.

Αποδίδουν οι «Έλληνες Εθνικοί» τέσσερεις ειδεχθείς «πρωτιές» βαρβαρότητας στο Βυζάντιο (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 46):

- «πρώτη στην ιστορία θανάτωσης αλλοθρήσκων στην πυρά (το 370, επί Βάλεντος, έκαψαν ζωντανό τον φιλόσοφο Σιμωνίδη)». Δεν έχουν ακούσει οι «Έλληνες Εθνικοί» για κάποιον Ρωμαίο εθνικό Τάκιτο, που αφού βρίζει τους Χριστιανούς (Annales, XV, 44), προσθέτει ότι οι Χριστιανοί καίγονταν ως... φωτιστικές λαμπάδες στους ανακτορικούς κήπους του Νέρωνα;

- «τα πρώτα στην ιστορία στρατόπεδα συγκεντρώσεως (στη Σκυθόπολη, επί Βάλεντος, Θεοδοσίου και Αρκαδίου)». Το γνωστό ψέμμα. Πώς να μετονομάσετε τις «δίκες» σε «στρατόπεδο συγκέντρωσης».

- «πρώτη δημόσια καύση βιβλίων (το έτος 370, επί Βάλεντος, στην Αντιόχεια).» Η πρώτη δημόσια καύση βιβλίων έγινε 800 χρόνια πριν, στην Αθήνα του 5ου αιώνα. Τότε, όπως έχουμε γράψει, κάηκαν τα βιβλία του Έλληνα φιλοσόφου Πρωταγόρα από τα πολυθεϊστικά φιλοσοφοφάγα κτήνη, των οποίων την θρησκευτική παράδοση θέλουν να αναβιώσουν οι νεοπαγανιστές. Επί βασιλείας Δομιτιανού «τα βιβλία του Σενεκίωνος και του Ρούστικου (σημ: στωικών φιλόσοφων) διατάχτηκε να καούν στην αγορά. Φαινόταν, ότι με τις φλόγες αυτές αφανιζόταν η φωνή του λαού, η ελευθερία της Συγκλήτου, η συνείδηση της ανθρωπότητας˙ ειδικά αφού οι διδάσκαλοι της φιλοσοφίας εξορίστηκαν» (Τάκιτου, Αγρικόλας, 2). Άλλες δημόσιες καύσεις βιβλίων μετά από αυτό του Πρωταγόρα, επί Αυγούστου και επί Διοκλητιανού, που άρπαζε και έκαιγε τις Γραφές.

- «πρώτο στην ιστορία μάθημα ανατομίας πάνω σε ζωντανό κρατούμενο ως ποινή (όπως διασώζει ο Θεοφάνης επί Βασιλείου Β'’)». Η χρονογραφία του Θεοφάνη καλύπτει τα έτη από Διοκλητιανό (284) ώς Μιχαήλ Β'’ (813), ενώ η λεγόμενη «Συνέχεια του Θεοφάνη» καλύπτει τα έτη από 813 έως 961 (Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα Θεοφάνης). Η βασιλεία του Βασίλειου Β'’ δεν υπάρχει στο Θεοφάνη. Αντιγράφοντας άκριτα και δίχως έρευνα ό,τι διαβάσουν οι «Έλληνες Εθνικοί» απλώς επαναλαμβάνουν τις ανακρίβειες άλλων, πράγμα που τους αδικεί κατάφορα. Όσο για το πρώτο μάθημα ανατομίας πάνω σε ζωντανό κρατούμενο, αυτό έγινε μια χιλιετία νωρίτερα: ο Celsus βεβαιώνει ότι οι Πτολεμαίοι ευχαρίστως παραχωρούσαν στους ιατρούς τους κοινούς εγκληματίες, για να επιχειρούν τομές στο ζωντανό τους σώμα (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ε’, σ. 341).

Φυσικά, ούτε η «Ιερά Εξέταση» δεν πρωτοεμφανίστηκε στη Ρωμανία. Αυτή έγινε πράξη και θεωρητικοποιήθηκε τον 5ο π.Χ. και τον 4ο π.Χ. αιώνα αντίστοιχα, με τις δίκες αθεΐας των φιλοσόφων και τις ιδανικές Πολιτείες του Πλάτωνα.

Όσοι νεοέλληνες κατακρίνουν το Βυζάντιο ως παρακμιακό, απλώς παπαγαλίζουν άκριτα την προκατάληψη του Γίββωνα, του Βολταίρου και του Μοντεσκιέ, οι οποίοι άλλωστε στην εποχή τους δεν είχαν αρκετά βυζαντινά κείμενα στη διάθεσή τους, ώστε να μελετήσουν αντικειμενικά την Αυτοκρατορία, διότι δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί η βυζαντινολογία επαρκώς. Λίγο τον ένοιαζε τον άγγλο Γίββωνα, αν σώθηκε το ελληνικό γένος από τις βαρβαρικές επιδρομές του μεσαίωνα, χάρη στην Αυτοκρατορία, η οποία απέτρεψε τον εκγερμανισμό ή τον εξαραβισμό του ελλαδικού χώρου. Κι άλλο τόσο τον έμελλε τον Μοντεσκιέ. Δεκάρα δεν έδινε ο ουμανιστής Βολταίρος που έβριζε το Βυζάντιο και επαινούσε την «ανεκτική Οθωμανική αυτοκρατορία», αν στον καιρό του εξακολουθούσε να μιλιέται η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια. Αυτό όμως έγινε χάρη στην Ρωμαίικη Αυτοκρατορία. Όλοι αυτοί, δεκάρα δεν έδιναν για τους πραγματικούς Έλληνες, τους παππούδες μας˙ τους ενδιέφερε μόνο η κλασσική εποχή. Δεν μπορεί, άνθρωποι ουσιαστικώς ημιμαθείς, διότι δεν είχαν μελετήσει ακόμη όλες τις ρωμαίικες πηγές τον 17ο αιώνα, άνθρωποι που αντικειμενικά δεν έδιναν δεκάρα για την ύπαρξη του νεοελληνικού έθνους, άνθρωποι που προέρχονταν από έθνη τα οποία επί δέκα αιώνες δέχονταν την παπική προπαγάνδα περί «αιρετικών σιχαμερών Γραικών», αυτοί οι άνθρωποι να αποτελούν για τους Νεοέλληνες «ουμανιστές» μας, την πηγή των αντιλήψεών τους για την ένδοξη Ρωμανία.

Ένα τρομερό ενοχοποιητικό στοιχείο – σύμφωνα με τους αρχαιολάτρες – κατά του «Βυζαντίου» είναι πως ό,τι απέμεινε από αυτό έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με την θρησκεία. Έτσι, πολλοί νομίζουν πως το Βυζάντιο ήταν θεοκρατικό και παπαδοκρατούμενο επειδή το μόνο πράγμα σήμερα φαίνεται να έχει καταγωγή Βυζαντινή είναι η Εκκλησία. Αυτό όμως είναι λάθος. Η αλήθεια είναι ότι το μόνο πράγμα που επιβίωσε από το «επίσημο» Βυζάντιο ήταν η Εκκλησία˙ όλα τα άλλα καταστράφηκαν από τους Τούρκους. Όταν χάθηκε το κράτος, καταστράφηκαν τα παλάτια, καταστράφηκαν τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια˙ καταστράφηκε όλη η διοικητική δομή του Βυζαντίου και το ανθρώπινο δυναμικό της είτε εξοντώθηκε είτε εξισλαμίστηκε και εκτουρκίστηκε. Μόνο η Εκκλησία κατόρθωσε να διατηρήσει την συνέχεια (ίσως και οι θεσμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά αυτοί δεν είναι το «επίσημο» Βυζάντιο της Κωνσταντινούπολης), και τα μόνα «βυζαντινά» πράγματα που βλέπουμε σήμερα είναι οι εκκλησίες και τα άμφια και οι εικόνες. Αυτό κάνει τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς, λανθασμένα να ταυτίζουν το Βυζάντιο με την Εκκλησία. Το Βυζάντιο όμως ήταν ένα κοσμικό κράτος με ρωμαϊκή πολιτική παράδοση 500 ετών και ελληνική πολιτιστική παράδοση 1500 ετών, όταν δέχθηκε το Χριστιανισμό. Ήταν ατυχία για το Βυζάντιο πως ό,τι απέμεινε από αυτό ήταν θρησκευτικό. Δεν απέμεινε κανένα παλάτι, αν και το Ιερόν Παλάτιο ήταν τεράστιο και γεμάτο πλούτο. Δεν απέμεινε κανένα δημόσιο κτίριο μια και όλα γκρεμίστηκαν ή έπεσαν από μόνα τους, αφού με την Άλωση δεν υπήρχε κανείς να τα συντηρήσει. Δεν απέμεινε κανένα βυζαντινό σπίτι στην Κων/πολη, ώστε να ξέρουμε ακριβώς πώς ήταν η αστική αρχιτεκτονική. Έμειναν μόνο οι εκκλησίες που φυσικά δίνουν πολλές πληροφορίες. Γενικά, χάθηκε το επίσημο, δημόσιο, κοσμικό Βυζάντιο, λόγω της τουρκικής κατάκτησης, και επειδή έμεινε μόνο η Εκκλησία, πολλοί δέχονται ως αληθείς τους γελοίους ισχυρισμούς ότι ο κόσμος τότε δεν διασκέδαζε, δεν τραγουδούσε και μόνο προσευχόταν και συνωμοτούσε. Αφού κατηγορούν τους βυζαντινούς πως δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να προσεύχονται και να συνωμοτούν, γιατί δεν ενδιαφέρονται για την γνώμη των Ρωμηών λογίων της Ρωμανίας του ενδέκατου αιώνα, που κατηγορούσαν το λαό ότι «τὸν βίον ἅπαντα ἑορτή ἄγουσι μίαν»;

Πόσοι γνωρίζουν πως «Το βυζάντιο είχε το Βοκκάκιο του με τη μορφή του Συντίπα (V. Jernstedt, Michaelis Andreopoli liber Syntipae, Πετρούπολη 1912), μιας ανθολογίας από ερωτικές ιστορίες που μερικές φορές είναι πολύ πιπεράτες και δεν υστερούν καθόλου σε τολμηρότητα από το Δεκαήμερο, το αντίθετο μάλιστα, γιατί οι γαργαλιστικές σκηνές περιγράφονται αμεσότερα και χωρίς υπονοούμενα» (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 198); «Είναι συνηθισμένο να θεωρούμε τον «Βυζαντινό» έναν άνθρωπο φανατικά προσηλωμένο σε δογματικές λεπτολογίες και σχολαστικότητες. Μια στατιστική για το εύρος της ενασχόλησης με τη θεολογία δείχνει πως, με χονδρικούς υπολογισμούς, η αναλογία των συγγραφέων που ασχολήθηκαν με την θεολογία στο σύνολο των βυζαντινών λογίων δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 2/5 περίπου» (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 237). Ο μέσος Βυζαντινός ήταν πολύ πιο «εγκόσμιος» απ' όσο νομίζουμε.

Πόσοι γνωρίζουν πως εκτός της εκκλησιαστικής βυζαντινής ελληνικής μουσικής, στο Βυζάντιο υπήρχε «κλασσική» κοσμική, λόγια μουσική, που σώζεται αυτούσια σε χειρόγραφα; Κανείς «λάτρης του πολιτισμού» δεν ευδόκησε στο αρχαιόπληκτο κράτος μας να ασχοληθεί μαζί της και μόνο μετά από 170 χρόνια χάρη στον Χ. Χάλαρη και τον Π. Ταμπούρη βγήκαν στην επιφάνεια τα θαυμάσια μουσικά έργα των προγόνων μας.

Τελικά, ο όρος «παρακμή» για το Βυζάντιο είναι αδύνατο να αντικρουστεί διότι τον χαρακτηρίζει τέτοια αυθαιρεσία που δεν μπορεί να την καταπολεμήσει κανείς με λογικά επιχειρήματα. Πρόκειται για τέτοιας έκτασης παραλογισμό να αποκαλούμε «περίοδο παρακμής» μια ολόκληρη χιλιετία, που στο τέλος η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά και η «ταμπέλα» μένει. Φυσικά και υπήρξαν συγκεκριμένες περίοδοι πολιτικής (13ος, –15ος αι.) και πολιτισμικής (7ος, –8ος αι.) παρακμής. Αλλά κανείς από τους αρχαιολάτρες δεν σκέφτεται τουλάχιστον, με τι ρυθμό πρέπει να παρακμάζει μια κοινωνία 11 αιώνων, ώστε να μην καταρρεύσει αυτοστιγμεί.

Κατηγορούν, όπως είδαμε, τον Μεγαλέξανδρο οι νεοπαγανιστές ότι εισήγαγε την θεοποίηση του ηγεμόνα στον ελληνικό κόσμο. Και δεν βγάζουν μιλιά για τον αγώνα των Χριστιανών απολογητών κατά της ιδέας του «θεϊκού ηγεμόνα». Δεν αναφέρουν το γεγονός ότι οι Χριστιανοί ήταν οι μόνοι που με συνέπεια (μέχρι και σε μαρτύριο υποβλήθηκαν γι' αυτό) αρνήθηκαν να δεχτούν ότι ένας αυτοκράτορας είναι... θεός. Αντίθετα, με όλους τους εθνικούς της εποχής εκείνης. Ο παγανισμός τους (πλατωνικός ή ασιατικός), η Φιλοσοφία (όλες) κατάφεραν ή απέτυχαν να απαγορεύσουν στον ηγεμόνα να αποκαλείται «θεός» και να ζητά τιμές θεού; Φυσικά και απέτυχαν, αλλά οι νεοπαγανιστές δεν το παραδέχονται. Ούτε φυσικά παραδέχονται ότι ο Χριστιανισμός ήταν αυτός που πέτυχε να αναγνωριστεί από τους βασιλιάδες ότι κανένας ηγεμόνας δεν είναι «θεός». Χάρη στην Ορθόδοξη Ρωμανία, η ασιατική αντίληψη περί βασιλιά-θεού έπαψε να είναι κρατική ιδεολογία των ευρωπαϊκών κρατών.

67n ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΡΩΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΤΗΣ ΚΡΑΤΩΝ

Σκοπός δεν είναι να εξιδανικευτεί το Βυζάντιο. Κανείς δεν είπε πως η ποιότητα της σύγχρονης ζωής είναι κατώτερη της βυζαντινής ή της αρχαίας ή της ελληνιστικής. Είναι αφελές να πιστεύουμε, ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στο Βυζάντιο ή στην Αρχαιότητα σε άλλη παλιά εποχή αποκτώντας τις αντιλήψεις της˙ επιπλέον είναι ανόητο να νομίζουμε ότι υπήρξε κάποια παραδεισένια παλαιότερη ιστορική περίοδος, ειδικά αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή το επίπεδο διαβίωσης. Κανείς δεν είπε, ότι δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις, εκμετάλλευση, φιλολαϊκοί και καταπιεστικοί ηγέτες, ευγενικές και σκοτεινές μορφές˙ κανείς δεν λέει ότι υπήρχε μια αρμονική χαρμολύπη, η οποία δημιουργούσε κάτι «συμπαγές» και απολιθωμένο˙ έντεκα ολόκληροι ελληνικοί αιώνες είναι αυτοί. Αλλά πρέπει να πάψει αυτή η παραληρηματική επίθεση από ανιστόρητους «διαφωτιστές» και αρχαιολάτρες. Η Ρωμανία μόνο με σύγχρονά της ή με παλαιότερα αυτής κράτη μπορεί να συγκριθεί. Να συγκρίνουμε το σημερινό επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων με το βυζαντινό είναι το ίδιο παράλογο, όσο να συγκρίνουμε τα σημερινά ήθη βάσει των ηθών του 1900. Έτσι λοιπόν:

- Σε αντίθεση με την μεσαιωνική Δύση που εκλατίνιζε γλωσσικώς τους πληθυσμούς της (μέσω π.χ. της λειτουργίας που γινόταν στα λατινικά κι όχι στις εθνικές γλώσσες των λαών της Δ. Ευρώπης ή μέσω της χρήσης της λατινικής ως lingua franca ή ως επίσημης γλώσσας κρατών) και σε αντίθεση με το Ισλάμ που εξαράβιζε γλωσσικώς τους κατεκτημένους λαούς αρνούμενο το δικαίωμα να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, επειδή δήθεν τα αραβικά ήταν «θεϊκή γλώσσα» (το ίδιο πίστευαν και στην Δύση για τα λατινικά), οι Ρωμηοί έφτιαξαν αλφάβητο για τους Σλάβους και δεν τους εξελλήνισαν, αν και θα μπορούσαν εύκολα να το πράξουν. Ακόμα και μετά την νίκη του Βασίλειου Β' και την καταστροφή των Βουλγάρων, αυτός δεν επέβαλε στην βουλγαρική εκκλησία την ελληνική γλώσσα. Στην Ρωμαίικη νοοτροπία του Βυζαντίου κάθε γλώσσα ήταν σεβαστή. Στη Δύση, μέχρι να το καταλάβουν αυτό άργησαν έως τον 16ο αιώνα.

- Σε αντίθεση με τον δυτικό μεσαιωνικό κόσμο που πίστευε στον Ιερό Πόλεμο, και έκανε 8 Σταυροφορίες, προκειμένου να τιμωρήσει το Ισλάμ και τους «αιρετικούς» Ρωμηούς, καθως και σε αντίθεση με το Ισλάμ που επίσης είχε την πρακτική του Ιερού Πολέμου (Τζιχάντ), το Βυζάντιο ποτέ δεν σκέφτηκε ή εφάρμοσε τέτοιες μεθόδους. Όταν πολεμούσε τους Άραβες, τους πολεμούσε ως κράτος εναντίον κράτους, ποτέ με την νοοτροπία του πολέμου για την καταστροφή των απίστων ή για να τους εκχριστιανίσει. Νοοτροπία Ιερού Πολέμου δεν υπήρχε στην Ρωμανία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όταν ένας αυτοκράτορας (ο Νικηφόρος Φωκάς) ζήτησε από τον πατριάρχη να ανακηρύξει αγίους όσους στρατιώτες σκοτώνονταν στον πόλεμο κατά των Αράβων, αυτός του απάντησε πως κανένας πόλεμος δεν είναι Ιερός, για να αγιοποιηθούν οι στρατιώτες. Στη Δύση όμως, και στο Ισλάμ, οι άνθρωποι έκαναν πόλεμο πιστεύοντας πως τον ευλογεί ο Θεός προκειμένου να υπερισχύσει δια των όπλων η θρησκευτική τους πίστη. Όταν οι Ρωμηοί πρωτοείδαν στις Σταυροφορίες τους Λατίνους ιερείς να αρπάζουν το σπαθί και να συμμετέχουν στις μάχες, μάλλον έπαθαν σοκ.

- Σε αντίθεση με την γενικότερη έλλειψη ανεκτικότητας της Δύσης, στη Ρωμανία οι «μισαλλόδοξοι βυζαντινοί» είχαν κτίσει ήδη απο τις αρχές του 8ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη τζαμί, για να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι που περνούσαν από εκεί (π.χ. έμποροι), κι αργότερα έχτισαν και άλλα δύο. Ας μας πει κανείς Νεοέλληνας «ουμανιστής», πότε πρωτοχτίστηκε ισλαμικό τέμενος σε κράτος της Δυτικής Ευρώπης; Από τον 8ο αιώνα, οι Ρωμηοί δεν είχαν πρόβλημα να υπάρχει τζαμί στην πρωτεύουσα ενός χριστιανικού κράτους, το οποίο αντιμαχόταν τους Μουσουλμάνους και ήταν σε πόλεμο με αυτούς. Αν αυτό δε σημαίνει ανεκτικότητα, τότε τί σημαίνει, σε μια εποχή όπου οι Δυτικοί έκαναν Σταυροφορίες και το Ισλάμ έκανε Τζιχάντ;

- Επίσης, ενώ το έτος 999 μ.Χ. στην Δύση όλοι περίμεναν το τέλος του κόσμου, την έλευση του Αντιχρίστου και την Δευτέρα Παρουσία, και είχαν κυριευτεί από παραλήρημα εσχατολογικό, πουλούσαν τα υπάρχοντά τους στα μοναστήρια, έκαναν μετάνοιες και λιτανείες, κ.λ.π., στο «μισαλλόδοξο σκοτεινό Βυζάντιο» τέτοια φαινόμενα δεν συνέβησαν καθόλου, διότι η κοσμοαντίληψη των Ρωμηών δεν τους επέτρεπε να πιστέψουν τέτοια πράγματα.

- Σε αντίθεση με την Δύση όπου μόνο οι «γαλαζοαίματοι» είχαν δικαίωμα στο θρόνο και την εξουσία, και το Ισλάμ όπου οι Χαλίφηδες έπρεπε να προέρχονται από την οικογένεια του Μωάμεθ, στην Ρωμανία ο καθένας, αγρότης, αγροίκος, ευγενής, ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής, είτε από τη Συρία, είτε από τη Μακεδονία, κ.λπ., είχε το «ελεύθερο» – με την έννοια πως δεν αποκλείονταν από το θρόνο κοινωνικές ομάδες – να δοκιμάσει να πάρει τον θρόνο αρκεί να ήταν έξυπνος, προικισμένος και φυσικά ριψοκίνδυνος. Αυτό δεν είναι δημοκρατία φυσικά, αλλά τουλάχιστον ήταν ένα είδος πραγματικής, δημοκρατικά δημιουργημένης, «αριστοκρατίας» όπου ο φυσικώς «καλύτερος» – κατά τη γνώμη του Μεγάλου Αλέξανδρου έπαιρνε την εξουσία, και ήταν πολύ δημοκρατικότερο ή μάλλον πολύ λιγότερο αυταρχικό από τις πρακτικές της εποχής.

- Ποτέ εξάλλου οι γυναίκες της Ρωμανίας δεν θεωρήθηκαν ανάξιες να κατέχουν το ύψιστο αξίωμα επειδή ήταν γυναίκες. Τέσσερεις Ρωμηές αυτοκράτειρες κυβέρνησαν μόνες τους – δίχως να έχουν σύζυγο,– χωρίς να φέρει κανείς αντίρρηση λόγω του φύλου τους. Η Ζωή (914-919), η Ειρήνη (797-802), Θεοδώρα και Ζωή (1042), Θεοδώρα (1054-1056). «Συνταγματικός φραγμός δεν υπήρχε. Και στο τέλος αιτία της πτώσης της Ειρήνης ήταν περισσότερο η κακή της υγεία παρά το φύλο της. Ποτέ οι βασιλείες αυτές των γυναικών δεν θεωρήθηκαν παράνομες (Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 78). Αυτά στη Δυτική Ευρώπη έγιναν μόνο μετά από 500 χρόνια, οπότε από τότε και μετά μόνον βρίσκει κανείς γυναίκες βασίλισσες. Σύμφωνα με τους αρχαιολάτρες, θα έπρεπε να μην συμβαίνει αυτό, αφού ο Χριστιανισμός δήθεν θεωρούσε την γυναίκα ζώο.

- Είναι κοινός τόπος για όσους είναι προκατειλημμένοι ενάντια στο Βυζάντιο, να πιστεύουν ότι κατά την βυζαντινή εποχή επικρατούσε ασφυκτικό κλίμα πνευματικής ανελευθερίας στους διανοούμενους και τον κόσμο γενικότερα κι ότι η Ορθοδοξία δεν επέτρεπε καμμιά διαφορετική φωνή, αναγκάζοντας όλους να συμφωνούν μαζί της. Ωστόσο, οι λόγιοι μπορούσαν να ξεπεράσουν εμμέσως τους ιδεολογικούς φραγμούς που μια επίσημη ιδεολογία μπορεί έμμεσα ή άμεσα να επιβάλει. «Η μια διέξοδος είναι να τηρεί ο συγγραφέας μεγάλη απόσταση από τις κυρίαρχες αξίες, δηλαδή, για να το πούμε ωμά, να κάνει σαν να μην υπήρχε καθόλου ο χριστιανισμός. Αυτή περίπου την τακτική ακολουθούσαν οι μυθιστοριογράφοι. Αν στα έργα τους υπάρχουν σκηνές όπως π.χ. ο γάμος των δύο ερωτευμένων σε μια εκκλησία, οι σκηνές αυτές είναι περιθωριακές. Το ήθος αυτών των μυθιστορημάτων είναι α-χριστιανικό, και ίσως σκόπιμα, εκτός αν θέσουμε το επικίνδυνο ερώτημα σε ποιο βαθμό ρίζωσε στο Βυζάντιο η χριστιανική πίστη, όχι φυσικά από την άποψη του τελετουργικού και της τυπικής ομολογίας, αλλά ως καθοριστικός παράγοντας για την διαμόρφωση της κοσμοαντίληψης των Βυζαντινών. (...) Μια δεύτερη λύση είναι η εξής: ο κριτικός (ακόμα και ο καλοπροαίρετος κριτικός) π.χ. των καταστάσεων που επικρατούν στην Εκκλησία δεν στρέφεται τόσο εναντίον των θεσμών και των προτύπων συμπεριφοράς όσο εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, εκπροσώπων του συστήματος. (...) Αν η ίδια η ορθοδοξία παραμένει ταμπού, οι εκπρόσωποι της δεν απολαμβάνουν αυτή την προστασία. Ίσως ο βυζαντινός λόγιος είχε και τρίτη λύση για να ξεφύγει από τα ταμπού της Ορθοδοξίας, και ίσως μπορούμε να ονομάσουμε αυτή τη λύση «αλλοτρίωση». Όταν ένας λόγιος κληρικός του 12ου αιώνα γράφει ένα προγύμνασμα, και μάλιστα μια «ηθοποιία», για να απαντήσει στο ερώτημα «Τί είπε η Πασιφάη, όταν την ερωτεύτηκε ο Μινώταυρος;», πρέπει να διάλεξε σκόπιμα αυτό το θέμα (θα μπορούσε να θέσει εκατό άλλα ερωτήματα). Αυτό που βγαίνει από την «ηθοποιία» είναι ένα αισχρό παραμιλητό, χωρίς ο συγγραφέας να δείχνει την παραμικρή συστολή˙ και όχι μόνο αυτό, παρά αποφεύγει συνειδητά κάθε κριτική, κλείνοντας το κείμενο με τα λόγια: «ό,τι θα γίνει έπειτα, αυτό είναι δουλειά δική μου και του Έρωτα!» Μόνο το προγύμνασμα, η ακαδημαϊκή άσκηση, μπορεί να προστατέψει ένα τέτοιο κείμενο στο Βυζάντιο – και το γεγονός ότι το προστατεύει λέει πολλά». (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 200-201). Αλλά, όπως και να ‘χει, πώς μπορούν να κατηγορούν την Ορθοδοξία για επιβολή πνευματικής δικτατορίας; Έχοντας τί ως πρότυπο; Την Αρχαιότητα; Δε γνωρίζουν ότι οι διανοούμενοι καταδιώχτηκαν, όταν τόλμησαν να θίξουν τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα την πολυθεϊστική θρησκεία; Ποιος πολιτισμός είναι πιο ανεκτικός; Αυτός που ανέχεται την συγγραφή έργων όπως η Ακολουθία του ανόσιου Σπανού (παρωδία της Ακολουθίας της Μ. Παρασκευής) αντιγράφοντάς τα επί αιώνες˙ ή αυτός που καταδικάζει σε θάνατο δια λιθοβολισμού τον Αισχύλο, επειδή αποκάλυψε τα τρομερά μυστήρια των πολυθεϊστών; Γιατί, λοιπόν, κατηγορούν το Βυζάντιο, για κάτι στο οποίο οι προγενέστεροι πολιτισμοί δεν ήταν καθόλου ανώτεροί του; Πρόκειται για εντελώς υποκριτική και παράλογη αντιβυζαντινή κατηγορία.

Οι άνθρωποι που συκοφαντούν το Βυζάντιο, και που προέρχονται από το αρχαιολατρικό ιδεολογικό ρεύμα (στρατευμένοι άθεοι, νεοπαγανιστές, εθνικιστές) είναι εξαρχής προκατελλειμένοι εναντίον του και δεν βλέπουν τίποτε καλό σε αυτό. Είναι σαν ένας Εβραίος να απορρίπτει και να θεωρεί ανόητο ο,τιδήποτε δημιούργησε το Ισλάμ, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει η αντιπαλότητα μεταξύ Ισραήλ και Αράβων. Είναι προκατάληψη.

Πηγή: ierosolymitissa.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου