Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 5ο. Τέχνη και επιστήμονες στο Βυζάντιο.

67i Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ

Να τι είπε για τη βυζαντινή τέχνη ο Runciman σε συνέντευξή του στον σταθμό Φλας: «Δημοσιογράφος: -Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο δεν είχε τέχνη. Runciman:-Τότε αυτοί δεν πρέπει να ξέρουν τίποτε από τέχνη. Η βυζαντινή τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως. Κανένας αρχαίος Ελληνας δε θα μπορούσε να χτίσει την Αγία Σοφία, αυτό απαιτούσε πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Δημοσιογράφος:-Κάποιοι, ξέρετε, υποστηρίζουν, ότι η βυζαντινή τέχνη είναι στατική. Runciman:-Δεν ήταν καθόλου στατική, αλλά ήταν μια σχολή τέχνης από τις σημαντικότερες στον κόσμο, που όσο περνά ο καιρός εκτιμάται όλο και περισσότερο, κι όσοι Έλληνες διανοούμενοι σας λένε ότι το Βυζάντιο δεν δημιούργησε τίποτε, είναι τυφλοί».

Οι Ρωμηοί Έλληνες αρχιτέκτονες πρόγονοι μας είναι εφευρέτες του ρυθμού της βασιλικής με τρούλο. Είναι εφευρέτες του «Θεοδοσιανού κιονόκρανου», που είναι σύνθεση ιωνικού και κορινθιακού. Οι νεοπαγανιστές έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι «οι Βυζαντινοί ουτε μαρμάρινες κολώνες δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν». Είναι πραγματικά γελοιότητα ένας τέτοιος ισχυρισμός, την στιγμή που ο Ιουστινιανός έχτισε μια υπόγεια δεξαμενή με χίλιους όμοιους κίονες. Όμως όλες οι περιγραφές των κτιρίων του Μεγάλου Παλατιού (Χρυσοτρίκλινος, Μαγναύρα, Νέον κ.ά), κάνουν λόγο για πολλές κολώνες, μεγάλες αίθουσες, πανύψηλους θόλους. Κι αν ορισμένες κολώνες κάποιων αρχαίων ναών χρησιμοποιήθηκαν τους πρώτους αιώνες σε μεγάλες εκκλησίες, δεν θα υπήρχε τον 9ο και τον 10ο αι. υλικό για τόσα πολλά κτίρια που συνεχώς κτίζονταν στη μεγαλύτερη και λαμπρότερη πόλη του κόσμου της εποχής εκείνης. Πάντως, αναφορικά με ορισμένες κολώνες της Αγίας Σοφίας που πάρθηκαν απ' τον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, πρέπει να πούμε ότι ο ναός αυτός είχε καταστραφεί τρεις αιώνες νωρίτερα και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα καταστροφής του προκειμένου να χτιστεί η Αγία Σοφία.

Η άγνοια των αρχαιόπληκτων για την Ρωμαίικη μουσική είναι τεράστια. Ο αρχαιολάτρης Σταύρος Βασδέκης έγραψε στο Δαυλό (τ. 197) πως η βυζαντινή μουσική ήταν «άρρυθμος» και ζήτησε από τον επιστήμονα Κοσμά Σκαβάτζο, με τον οποίο συζητούσαν για την βυζαντινή μουσική, να του δώσει βιβλιογραφία. Στο τ. 200-201 ο Στ. Βασδέκης έλαβε μια διεθνή κι ελληνική βιβλιογραφία μισής σελίδας κατεβατό, η οποία μιλούσε περί ρυθμών της βυζαντινής μουσικής, οπότε στο τ. 203 του ίδιου περιοδικού δεν ξαναϊσχυρίστηκε πως η βυζαντινή μουσική είναι δίχως ρυθμούς, μόνο ρώτησε αν η παράδοση ξεβοτανίζεται. Ποια παράδοση εννοούσε, δεν το διευκρίνησε. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα η κηπουρική κι άλλο πράγμα η βυζαντινολογία. Αρκούμαστε στο εξής τμήμα της απάντησης του κ. Σκαβάτζου προς τον Στ. Βασδέκη και την άποψη του δεύτερου ότι η βυζαντινή μουσική είναι άρρυθμος: «Είσθε ο πρώτος που το λέγει παγκοσμίως και, το χειρότερον, που δεν το στηρίζει πουθενά».

Και τι δεν έχουν πει κατά της εκκλησιαστικής μας μουσικής. Απίστευτα πράγματα. Την κατηγόρησαν ως «τουρκική», έχοντας πλήρη άγνοια του ότι η εκκλησιαστική μουσική συνεχίζει τους αρχαίους ελληνικούς «τρόπους» και την μουσική θεωρία. Την κατηγόρησαν ως «άρρυθμο». Έχοντας εκτοξεύσει τέτοιες κατηγορίες, θα πρέπει να περιμένουμε πως η επόμενη κατηγορία των αρχαιολατρών εναντίον της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής είναι ότι αυτή είναι «άηχος». Μπορεί και «ανύπαρκτος».

Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Γ. Τσαρούχης έχει πει: «Δυο μεγάλα ψέμματα έχουν ειπωθεί σχετικά με την βυζαντινή ζωγραφική. Πρώτον ότι έμεινε αναλλοίωτη επί αιώνες και δεύτερον ότι εμίσησε την ζωή και την ηδονή, προσπαθώντας να αποδώσει την ανυπαρξία» (Γ. Τσαρούχη, «Αγαθόν το εξομολογείσθαι»).

«Πάνω σε αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας την μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστικτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέρριτη εκκλησιαστική υμνωδία» (Μάνου Χατζιδάκι, «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι»).

Στο λόγο του, όταν πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας στα 1979, ο Ελύτης ανέφερε πως ακολούθησε την μέθοδο του Ρωμανού του Μελωδού, που δημιουργεί σε καθεμιά από τις ωδές ή τα κοντάκιά του μια νέα μορφή.

«Η βυζαντινή ιστοριογραφία βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και ξεπερνάει κατά πολύ τη δυτική ιστοριογραφία της εποχής. Χαρακτηρίζεται επίσης από μια αξιοθαύμαστη συνέχεια. (...) Είναι ολοφάνερο, πως οι μεγάλοι πρωτοπόροι της ιστοριογραφίας, ο Ηρόδοτος και ο Θουκιδίδης αποτέλεσαν τα πρότυπά του [του Προκόπου]» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 79-81).

«Η βυζαντινή αυτοκρατορία παρέμεινε το θεμέλιο του πολιτισμού δια μέσου των δυσχερέστερων χρόνων του βαρβαρισμού στη δυτική Ευρώπη», γράφει (A History of Science, Cambridge 1946, p. 47) ο άγγλος ιστορικός W. Dampier.

Ακόμη κι ο Marx, που έζησε σε μια εποχή, κατά την οποία οι βυζαντινές σπουδές δεν είχαν αναπτυχθεί πολύ, παραδέχεται ότι «Στην εποχή των παλαιών Ελλήνων αυτοκρατόρων ο δυτικός πολιτισμός αναμίχθηκε εδώ (στην Κωνσταντινούπολη) με τον ανατολικό σε τέτοια έκταση, ενώ στην εποχή των Τούρκων η ανατολική βαρβαρότητα αναμίχθηκε με το δυτικό πολιτισμό τόσο έντονα, ώστε αυτό το κέντρο μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας έγινε πραγματικός φραγμός ενάντια στην ευρωπαϊκή πρόοδο» (Άρθρο του K. Marx, New York Daily Tribune 12/8/1853,– Λονδίνο 29/7/1853).

Οι Ελληνοπαγανιστές φτάνουν στο σημείο να εκμηδενίζουν την πολιτισμική προσφορά του Βυζαντίου. Την θεωρούν ανύπαρκτη επειδή (όση διεσώθη) είναι κυρίως θρησκευτικής υφής. Δεν την θεωρούν καν "πολιτισμό"! «Όλα όσα μας λέτε για την πολιτισμική κληρονομιά του Βυζαντίου», λένε, «αφορούν την Αγιογραφία και την βιογραφία αγίων, άρα δεν συνιστούν συνολικά πολιτιστικό εποικοδόμημα». Αλήθεια, δεν είναι θρησκευτική τέχνη ο Παρθενώνας; Τα αγάλματα των «θεών»; Οι θρησκευτικοί αρχαιοελληνικοί ύμνοι των διάφορων ποιητών; Άν είναι όλα αυτά «πολιτισμός», τότε γιατί να μην είναι οι εκκλησίες και οι ύμνοι του Βυζαντίου; Όποτε τούς συμφέρει η τέχνη της θρησκείας (τους) συνιστά πολιτισμό, ενώ η τέχνη της ορθόδοξης θρησκείας δεν συνιστά πολιτισμό;

«Η ελληνική κουλτούρα που γνωρίζουμε είναι η ελληνική κουλτούρα που δεν σταμάτησε ποτέ να κεντρίζει το ενδιαφέρον της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στο κλασικό τους παρελθόν με τέτοια φυσικότητα ώστε το μεσαιωνικό Βυζάντιο ποτέ δε γνώρισε μια Αναγέννηση. Οι Βυζαντινοί ποτέ δεν θεώρησαν ότι το κλασσικό τους παρελθόν είχε πεθάνει, γι' αυτό και σπάνια επιχείρησαν συνειδητά να το αναστήσουν. Το συντηρούσαν κάθε τόσο με μια ανακάθαρση, κάπως σαν τα δημόσια μνημεία που όντας διαρκώς παρόντα ανακαινίζονται κατά καιρούς σε εξάρσεις ζήλου» (Π. Μπράουν, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας, 150-750 μ.Χ., εκδ. Αλεξάνδρεια).

«Η Κωνσταντίνου πόλις καταλήγει να αποκαλείται Δεύτεραι Ἀθῆναι από τον Ιω. Χορτασμένο (Ιω. Χορτασμένου, Επιστ. 44, (εκδ. H. Hunger, Wien 1969, σ. 200): τὰς δευτέρας Ἀθήνας), δάσκαλο του Μάρκου Ευγενικού, του Βησσαρίωνα, του Γενναδίου Σχολαρίου, Χρυσαῖ Ἀθῆναι από τον ιστορικό της Αλώσεως Δούκα (Δούκας, XXXVIII 8: 339,13: τὰς χρυςᾶς ὄντως Ἀθήνας τὰς κοσμούσας τὸν κόσμον)» (Α. Βασιλακοπούλου, «Η ελληνική παιδεία στο Βυζάντιο», Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας, εκδ. Θεοδρομία, σ. 280).

Η Κωνσταντινούπολη, δηλαδή, είναι παγκοσμίως η μόνη πόλη σε όλη την ιστορία, που απεκλήθη Νέα Ρώμη, και Νέα Ιερουσαλήμ, και Νέαι (Δεύτεραι) Αθήναι. Καμμία άλλη πόλη δεν απεκλήθη ποτέ έτσι. Πράγμα απολύτως φυσιολογικό. Διότι, η Ρωμανία είναι το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος, όπως εννοούμε την Ευρώπη: Ελληνική, Χριστιανική, Ρωμαϊκή. Πρώτη φορά οι τρεις αυτές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό συγκεντρώθηκαν σε ένα κράτος. «Στη συμβολική της Κωνσταντινουπόλεως περικλείεται ό,τι υψηλότερο συνέθεσαν οι τρεις μεγάλοι πολιτισμικοί κύκλοι, των Αθηνών, της Ιερουσαλήμ και της Ρώμης» (Κ. Χατζηαντωνίου, Εθνικισμός και Ελληνικότητα, εκδ. Πελασγός, σ. 57).

Ο νεοπαγανιστής Τρύφων Κωστόπουλος-«Ολύμπιος» ισχυρίζεται, στο βιβλίο του ''Έλλην ή ποίμνιο'', ότι από τον εκχριστιανισμό του και μετά ο Ελληνισμός παρήγαγε μόνο συναξάρια. Η πραγματικότητα βοά για το αντίθετο. Δεν είναι ακριβώς συναξάρια τα εξαιρετικά κοσμικά επιγράμματα και ποιήματα του Γρηγόριου Νανζιανζηνού, ούτε του Συνέσιου, ούτε του Χριστόδωρου Κοπτίτη, ούτε του Αγαθία, ούτε του Παύλου Σιλεντιάριου, ούτε του Μακεδόνιου Υπάτιου, ούτε του Λέοντα Φιλοσόφου, ούτε του Ιωάννη Γεωμέτρη, ούτε του Χριστόφορου Μυτιληναίου, ούτε του Ιωάννη Μαυρόποδα, ούτε του Μιχαήλ Γλυκά, ούτε οι Χιλιάδες, του Ιωάννη Τζέτζη, ούτε ο Θρήνος των Αθηνών, του Μιχαήλ Χωνιάτη, ούτε τα ποιήματα του Χούμνου, ούτε του Κεφαλά, ούτε του Κωνσταντίνου Ρόδιου, ούτε το Εις τον έρωταν, του Μάρκου Άγγελου, ούτε τα ποιήματα του Μανουήλ Φιλή, ούτε τα δεκάδες επιγράμματα προς τους αρματοδρόμους του Ιπποδρόμου, ούτε η Γαδάρου, ''λύκου και αλουπούς διήγησις ωραία'', ούτε τα Πτωχοπροδρομικά, του Προδρόμου, ούτε η Διήγησης του υπερτίμου κρασοπατέρος Πέτρου του Ζυφομούστου, ούτε η Ακολουθία του ανοσίου σπανού του τραγογένη, ούτε η Διήγησις παιδιόφραστος περί τετραπόδων, ούτε ο Πουλολόγος, ούτε ο Πωρικολόγος, ούτε ο Οψαρολόγος, ούτε Η ομιλία του νεκρού βασιλιά. Δεν είναι ακριβώς συναξάρια τα ερωτικά ποιήματα Αχιλληΐς, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα. Δεν είναι συναξάρια τα μυθιστορήματα Τα κατ Αρίστανδρον κα Καλλιθέαν, του Μανασσή, ούτε το Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα, του Θεόδωρου Προδρόμου, ούτε το Τα κατ' Ισμήνην και Υσθμηνίαν, του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη, ούτε ο Τιμαρίων ούτε ο Πόλεμος της Τρωάδας, ούτε η Διήγησις του Αλεξάνδρου, ούτε η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, ούτε ο Φυσιολόγος, ούτε Τα κατά Στεφανίτην και Ιχνηλάτην, ούτε η Βίβλος του Συντίπα, ούτε ο Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας, ούτε το Εις την Εξαήμερον, του Γεώργιου Πισίδη. Δεν είναι συναξάρια οι ανθολογίες, όπως η Μυριόβιβλος, ποιητικές συλλογές, όπως η Παλατινή ανθολογία, λεξικά, όπως η Σούδα. Δεν είναι συναξάρια οι ιστοριογραφίες του Προκόπιου, του Κεδρηνού, του Ζωναρά, του Αγαθία, του Ψελλού, της Άννας Κομνηνής, του Ν. Χωνιάτη, του Νικηφόρου Γρηγορά, του Μ. Δούκα, του Μαλάλα, του Μιχαήλ Ατταλειάτη, του Γεώργιου Ακροπολίτη, του Ιωάννη Νικίου, ούτε οι Ιστορίαι, του Πέτρου Πατρίκιου, του Θεοφάνη και του Συνεχιστή του Θεοφάνους, του Νικηφόρου Κάλλιστου, του Κίνναμου, του Ιωάννη Καντακουζηνού, το Ιστορία βυζαντιακή και το Τα κατ' Αττίλαν, του Πρίσκου, του Κεδρηνού, του Ιωάννη Σκυλίτζη, του Φραντζή. Δεν είναι συναξάρια τα επικά ποιήματα Αβαρικός πόλεμος, Ηρακλειάδα, του Γεώργιου Πισίδη, το Διήγησις ωραιοτάτη του θαυμαστού εκείνου του λεγομένου Βελισσαρίου, ούτε το επικό Άσμα του Αρμούρη, ούτε το επικό Ο Υιός του Ανδρονίκου, ούτε Το τραγούδι του Θεοφυλάκτου, ούτε το Τραγούδι του Πορφύρη, ούτε ο Διγενής Ακρίτας. Δεν είναι συναξάρια η εξάτομη Λογιστική, του Βαρλαάμ, ούτε τα Αρμονικά, του Βρυενού, ούτε η Στοιχείωσις Αστρονομική, του Θεόδωρου Μετοχίτη, ούτε τα Περί κατασκευής κοίλων κατόπτρων και το Περί παραδόξων μηχανημάτων, του Ανθέμιου, ούτε το Περί της μαθηματικής τέχνης, του Στέφανου Αλεξανδρέα, ούτε το Περί αριθμών, του Μ. Ψελλού, ούτε το Σχόλιον στα ψηφία κατ' Ινδούς, του Νεόφυτου Μοναχού, ούτε η περίφημη Τετράβιβλος, 500 σελίδων του Παχυμέρη, ούτε τα Σχόλια εις τον Πτολεμαίων και τον Ευκλείδην, το Περί ευρέσεως των τετραγωνικών πλευρών των μη ρητών τετραγώνων αριθμών, το Μέθοδος κατασκευής αστρολαβικού οργάνου, του μοναχού Ισαάκ Αργυρού, ούτε η Παράδοσις σύντομος και σαφεστάτη της ψηφοφορικής επιστήμης, του Νικόλαου Αρτάβασδου, η οποία ασχολείται με τα κλάσματα και τους δεκαδικούς αριθμούς, ούτε η Παράδοσις εις την εύρεσιν των τετραγώνων αριθμών, του Μιχαήλ Μοσχόπουλου, ούτε τα Υπόμνημα εις την μεγάλην του Πτολεμαίου σύνταξιν και το Περί κατασκευής σφαίρας του Αράτου, του Αυτοκράτορα Ηράκλειου, ούτε το Υπόμνημα εις την αριθμητικήν εισαγωγήν και το Περί μετρήσεως, του Ήρωνα Βυζαντινού, ούτε το Μαθημάτων αστρονομίας, του Θ. Προδρόμου, ούτε το Σφαιρικά τινα και εποπτικά, του Μανουήλ Βρυένιου, ούτε το μαθηματικό-γεωδαιτικό Σύνοψις περί μετρήσεως και μερισμού γης, του Πεδιάσιμου. Δεν είναι συναξάρια τα αστρονομικά έργα Περί μεγάλου ενιαυτού και Περί της κινήσεως του χρόνου, ούτε η Διδασκαλία Παντοδαπή, του Ψελλού, που περιέχει θέματα αστρονομίας, μετεωρολογίας, βοτανικής, φυσικής, ούτε το Περί της αστρολάβου χρήσεως, του Ιωάννη Καματερού, ούτε το Περί της ηλίου εκλείψεως, του Μανουήλ Ολόβολου, ούτε τα Διορθωθέν Πασχάλιον, Περί της εν επιπέδω καταγραφής του αστρολάβου του Γρηγορά, οι Πίνακες αστρονομικοί του Χιονιάδη, ούτε η μνημειώδης Αστρονομική Τρίβιβλος, του Μελιτηνιώτη. Δεν είναι συναξάρια το Περί γεωδαισίας, του Ήρωνα του Βυζαντίνου, η Σύνοψις φυσικής, το Σύνταγμα κατά στοιχείον περί τροφών δυνάμεων, το Περί Φουκάς (ζύθου) του Συμεών Σηθ, ούτε η Επιτομή φυσικής, το Περί ουρανού και γης, ηλίου, σελήνης, χρόνου και ημερών, το Ιστορία περί της Γης εν συνόψει (στο οποίο πραγματεύεται το μέγεθος και η στρογγυλότητα της Γης) του Βλεμμύδη, ούτε τα Περί φυσικής κοινωνίας, Κοσμική δήλωσις, του Αυτοκράτορα Θεόδωρου του Β' του Λάσκαρη, ούτε το Επιλύσεις φυσικών ζητημάτων, του Μ. Ψελλού, ούτε το Δια τα των μηχανικών έργα, του Θ. Μετοχίτη, ούτε η Περιήγησις, του Λιβαδηνού. Δεν είναι συναξάρια ούτε η ζωολογική πραγματεία Περί τετραπόδων θηρίων των Ινδιών, του Τιμόθεου Γαζαίου, ούτε η Περί ζώων επιτομή, του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, ούτε τα Περί της των ιεράκων ανατροφής και θεραπείας, Κυνοσόφιον και Ορνεοσόφιον, του πτηνολόγου και ιατρού Δημήτριου Πεπαγωμένου, ούτε τα Περί ζώων ιδιότητος και Περί φυτών, του Μανουήλ Φιλή, ούτε τα Ό,τι η φύσις βουλεύεται και Εγκώμιον κυνός, του Θεόδωρου Γαζή. Δεν είναι συναξάρια τα νομικά συγγράμματα του Ξιφιλνού, του Ατταλειάτου, του Αρμενόπουλου, οι νομοθεσίες των Ισαύρων και των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων, τα Βασιλικά, το Επαρχιακόν βιβλίον, οι Πανδέκται, οι Νόμοι στρατιωτικοί, το Περί πολιτικής καταστάσεως, του Πέτρου Πατρίκου, η Εκλογή, τα Τακτικά και οι Νεαραί του Λέοντος του ΣΤ'’, το Περί Βασιλείας, του Συνέσιου, το Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, το Περί θεμάτων, το Προς ιδίον υιόν Ρωμανόν, του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Δεν είναι συναξάρια το Στρατηγικόν, του Κεκαυμένου, ούτε το Στρατηγικόν, του Μαυρίκιου, ούτε τα Πολιορκητικά, του Ήρωνα Βυζαντίου. Δεν είναι συναξάρι το γεωγραφικό έργο του Γεώργιου του Κύπριου. Δεν είναι συναξάρια το Περί της ανθρώπου κατασκευής του ιατρού Θεόφιλου, η δωδεκάτομη Παθολογία του εκ Τράλλεων Αλεξάνδρου (ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο ως εσωτερικό φάρμακο), η Ιατρική εγκυκλοπαίδεια του Θεόφιλου Νόννου, το Περί ανατομικής του ανθρώπου του μοναχού Μελέτιου, το Υπόμνημα του Παύλου Αιγινήτη, η Σύνοψις ιατρική του Λέοντα Μαθηματικού, το Δυναμικό του Νικόλαου Μυρεψού, το οποίο περιλαμβάνει 2656 φαρμακευτικές συνταγές κι ώς τον 15ο αι. αποτελούσε το επίσημο φαρμακολογικό σύγγραμμα της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου του Παρισίου, η Ιατρική μέθοδος, η Θεραπευτική μέθοδος και το Περί ούρων του Ιωάννη Ακτουάριου, τα Ιατρικά εκκαίδεκα, του Αέτιου, 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις), η Σύνοψη της Ιατρικής των Νικήτα και Λέοντα, που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία. Δεν είναι συναξάρι τα Γεωπονικά, 26 τόμων, του Βάσσου Κασσιανού, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία περιγράφεται η χρήση χημικού λιπάσματος. Δεν είναι συναξάρι τα σχόλια του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης στον Όμηρο. Αλλά αυτά τα ελάχιστα ας είναι αρκετά. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Ρωμηοί πρόγονοί μας, επειδή έτρεφαν τόσο μεγάλο σεβασμό προς την αττική διάλεκτο και τα αρχαία κείμενα προτιμούσαν, εκτός απ' την αντιγραφή αρχαίων συγγραφέων, να συγγράφουν σε αττική διάλεκτο. Επίσης οι Ρωμηοί αντιγραφείς προτιμούσαν να αντιγράφουν αρχαία συγγράμματα παρά τα συγγράμματα των συγχρόνων τους Βυζαντινών. Αν συνυπολογίσουμε στην αιτία αυτή και τις ποικίλλες καταστροφές της Ρωμανίας, εξηγείται εύκολα η σχετικά μικρή λογοτεχνική παραγωγή που διασώθηκε ώς τις μέρες μας. Αμφιβάλλουμε, πάντως, αν ο μέγας βυζαντιογνώστης Τρύφων Ολύμπιος έχει διαβάσει όλα τα παραπάνω ρωμαίικα συγγράμματα, ώστε να κρίνει ότι δεν αξίζουν. 

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 4ο.

67g Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ

Ήταν δεσποτικό το Βυζάντιο; Στην Ρωμαϊκή νομοθεσία υπήρχε ένας νόμος που καταγόταν από την εποχή της ρωμαϊκής δημοκρατίας, και έλεγε πως το κράτος είναι ιδιοκτησία του λαού, και ο λαός ήταν η πηγή της εξουσίας. Ο νόμος αυτός διατηρήθηκε για αρκετό καιρό, κι ακόμα και αφού καταργήθηκε, έμεινε η ανάμνησή του. Μπορεί ο αυτοκράτορας να ήταν η μόνη εξουσία, ωστόσο, αν δεν κυβερνούσε καλά, πολύ σύντομα εκθρονιζόταν από τον δυσαρεστημένο λαό. Οι Ρωμηοί του μεσαίωνα δεν έβλεπαν τον αυτοκράτορα ως επίγειο θεό, αλλά ως άνθρωπο που για μια στιγμή έπαιρνε από το Θεό το βασιλικό αξίωμα, και γι' αυτό έπρεπε να τον σέβονται, όμως αν με οποιονδήποτε τρόπο ο αυτοκράτορας έκανε πράγματα που έδειχναν πως έχανε την εύνοια του Θεού, έπαυε να αξίζει του σεβασμού, και εκθρονιζόταν δια της βίας. Ενώ, όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν παγανιστική ο αυτοκράτορας θεωρούνταν θεός, μόλις έγινε χριστιανική έπαψε αυτή η ασιατική αντίληψη (οι Ασιάτες, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Κινέζοι, Ιάπωνες κ.ά. θεωρούσαν θεούς τους ηγεμόνες τους), και ο αυτοκράτορας ξαναθεωρήθηκε ως ένας απλός άνθρωπος που έτυχε της εύνοιας του Θεού.

Υποστηρίζεται πως η Ρωμανία ήταν θεοκρατική. Άλλοι υποστηρίζουν πως υπήρξε και «καισαροπαπισμός». Η Ελένη Αρβελέρ απαντά σε αυτό: «Η σχεδόν γενική πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον "καισαροπαπισμό" δεν μου φαίνεται ικανή να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη στις σχέσεις ανάμεσα στην κοσμική και στην πνευματική εξουσία. (...) Ο αυτοκράτορας , ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει τον απόλυτο διαχωρισμό, την σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι η πλατιά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει το βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα, δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές. (...) Το διάβημα του Θεοδόσιου του Α' απέτυχε και το προνόμο του αυτοκράτορα να μένει στο εσωτερικό του ιερού καταργήθηκε ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη. (...) Ο διαχωρισμός της αυτοκρατορικής από την εκκλησιατική εξουσία είναι ένα γεγονός που καθιερώθηκε από το βυζαντινό νόμο. Η βυζαντινή ιστορία αναφέρει πολλές απόπειρες πατριαρχών ή αυτοκρατόρων να διαταράξουν την ισορροπία αυτή. Αλλά, ας το επαναλάβουμε για ακόμα μια φορά, πρόκεται για εξαιρετικές περιπτώσεις κι όχι για διαρκείς καταστάσεις. (...) Αλληλεγγύη και συνενοχή ακόμα είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος στο Βυζάντιο, πολύ περισσότερο από ότι ο "καισαροπαπισμός" ή ο "παποκαισαρισμός"» (Ε. Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, σ. 149, 150, 151).

Στην Ρωμανία εκλέκτορες του αυτοκράτορα ήταν η σύγκλητος, ο στρατός κι ο λαός, κι όχι η Εκκλησία. Έπρεπε πρώτα να επευφημηθεί ο αυτοκράτωρ από τα τρία αυτά σώματα και ύστερα ακολουθούσε η στέψη. Ήταν απόλυτος μονάρχης, για όσο καιρό η διοίκησή του ήταν ικανοποιητική (Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 71). Το αν όμως η διοίκησή του ήταν ικανοποιητική, κρινόταν φυσικά όχι από τον μονάρχη, αλλά από τους εκλέκτορες του, δηλαδή δεν ήταν ανεξέλεγκτος. Αν αποδεικνυόταν ανίκανος, οποιοσδήποτε εκ των εκλεκτόρων είχε το δικαίωμα να ανακηρύξει άλλο αυτοκράτορα.

Ήταν το Βυζάντιο θεοκρατικό; Υπήρχαν κοσμικοί νόμοι και η ρωμαϊκη νομοθεσία, σε αντίθεση με π.χ. το Ισλάμ όπου ο κοσμικός και ο θρησκευτικός νόμος συμπίπτουν. Μπορεί ο αυτοκράτορας να επενέβαινε κάποτε στα εκκλησιαστικά όμως υπήρχαν όρια που ήταν σεβαστά (είτε με το καλό είτε με το ζόρι) και από την εκκλησία, και από την κοσμική εξουσία. Όταν π.χ. οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να επιβάλουν την κατάργηση των εικόνων στις εκκλησίες, ή την ένωση των εκκλησιών, απέτυχαν. Όταν πάλι η εκκλησία προσπάθησε να απαγορεύσει τον τρίτο γάμο, απέτυχε, μια και στο Βυζάντιο το ζήτημα αυτό καθοριζόταν από την κοσμική κρατική νομοθεσία. Υπήρχε μια τάση συνεργασίας μεταξύ θρησκείας και κράτους, και όχι θεοκρατίας. Αντίθετα, στην αρχαία πόλη, όπου οι φιλόσοφοι διώκονταν ανηλεώς από τους μάντεις και τους ιεροφάντες, κι όπου η θρησκεία ήταν όργανο κρατικής πολιτικής, είχαμε εκτός από Ιερά Εξέταση, και Καισαροπαπισμό.

67h ΡΩΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΡΧΑΙΩΝ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Το Βυζάντιο σίγουρα δεν ήταν εποχή δίχως διανόηση. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήταν υπό την κρατική φροντίδα (σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια της Δύσης που άρχισαν ως εκκλησιαστικά ιδρύματα), σε αυτό δεν διδάχθηκε ποτέ θεολογία, και ως την τελευταία στιγμή του Βυζαντίου ήταν ξακουστό, και πολλοί δυτικοευρωπαίοι πήγαιναν εκεί για να σπουδάσουν. «Γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτό – κι αυτό χάρη στις εργασίες του Zacharias von Lingenthal – ότι η Σχολή του Δικαίου της Κωνσταντινούπολης, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της Σχολής Δικαίου της Bologna. Το καταστατικό αυτής της Σχολής παρουσιάζει χτυπητές ομοιότητες με το αντίστοιχο της Σχολής της Κωνσταντινούπολης· και το σημαντικότερο, οι Ιταλοί καθηγητές οικειοποιήθηκαν τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι καθηγητές της Κων/πολης. Η επίδραση της Σχολής αυτής έγινε ακόμα περισσότερο αισθητή στις νομικές σπουδές και στη νομοθεσία της μεσημβρινής Ιταλίας και της Σικελίας» (Β. Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 177).

Γνωρίζουμε ότι στο Πανεπιστήμιο της Πόλης «εδιδάσκετο ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος και οι Στωικοί, ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, έπειτα ο Δημοσθένης, ο Ισοκράτης, ο Λυσίας, ο Πίνδαρος, ο Όμηρος, ο Αρχίλοχος, ο Επίχαρμος, ο Νίκανδρος, η Σαπφώ, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. 6ος’, σ. 119). Βλέπουμε, ότι ενώ ο Ιουλιανός ήθελε να μην διδάσκεται ο Επίκουρος κι ο Αρχίλοχος, ενώ ο Πλάτων κι ο Πρόκλος ήθελαν να αφανίσουν τα έργα αντιπάλων φιλοσόφων, οι Ρωμηοί (Χριστιανοί) Έλληνες δίδασκαν και Επίκουρο και Πλάτωνα˙ και Αισχύλο και Αρχίλοχο˙ και Σαπφώ και Σοφοκλή. Δηλαδή, συνένωσαν ό,τι ώς τότε ήταν διεσπασμένο.

«Ἔκτισε δ' ὁ Κωνσταντῖνος καθ'’ ἃ λέγεται, ἐν τῇ πρωτευούσῃ αὑτοῦ [την Κωνσταντινούπολη] μακρὰν στοὰν, ἐν ᾗ συνεζήτουν φιλόσοφοι ἐκ Θηβῶν, Ἀθηνῶν καὶ τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος μετὰ τῶν λογίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, σ. 92).

Λέγεται, πως οι Βυζαντινοί δεν έδιναν σημασία στην αρχαία παιδεία και πως λίγοι ασχολούνταν με αυτήν˙ οι πιο πολλοί αδιαφορούσαν. Ενώ σήμερα, όλος ο κόσμος ξέρει απ' έξω κι ανακατωτά τον Όμηρο και στις πλατείες και τα τηλεοπτικά «παράθυρα» συζητάνε για τον Επίκουρο! Οι σημερινοί δημόσιοι υπάλληλοι κι αξιωματούχοι γνωρίζουν την αρχαία γραμματεία όπως την γνώριζαν οι βυζαντινοί δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο, για να προσληφθούν και οι συγγενείς των νεοελλήνων πρωθυπουργών αναφέρουν στα λογοτεχνικά τους έργα 70 φορές τον Όμηρο, πληρώνοντας μεγάλα ποσά για τα έργα των αρχαίων. Είναι ανακριβές, ότι τάχα σε όλη την Κωνσταντινούπολη «άρα και στην Αυτοκρατορία όλη», μόνο 200-300 σπούδαζαν. Και σε άλλες πόλεις υπήρχαν προϋποθέσεις (ύπαρξη χειρογράφων, δάσκαλοι, πλούσιοι που ήθελαν να μορφωθούν ή να μορφώσουν τα παιδιά τους) για να υπάρξουν μορφωμένοι. Π.χ. ο Λέων ο Μαθηματικός σπούδασε στην Άνδρο˙ ο Βλεμμύδης στην Τρωάδα, στη Σμύρνη και τη Νίκαια. Άλλωστε, δεν ηταν μόνο 200-300 οι ανώτεροι υπάλληλοι. Όπως και να ‘χει: δεν είναι μικρό κατόρθωμα – όπως νομίζεται σήμερα – να αντιγράφεις και να μελετάς Αρχαίους τη στιγμή που έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και άλλων ελληνικών πόλεων παρελαύνει, ανά τους αιώνες, ό,τι βαρβαρικότερο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα (Ούννοι, Γότθοι, Άβαροι, Βούλγαροι, Πέρσες, Σκύθες, Ρως, (παπικοί) Σταυροφόροι).

Στην «εγκύκλιο παίδευση», δηλαδή την αμέσως μετά την κατώτερη εκπαίδευση βαθμίδα της εκπαίδευσης διδάσκονταν τα έπη του Ομήρου, ο Επίχαρμος, ο Αρχίλοχος, ο Νίκανδρος, ο Πίνδαρος, ο Ησίοδος, ο Ξενοφώντας, ο Ηρόδοτος, ο Θουκιδίδης, ο Πλούταρχος, ο Δημοσθένης, ο Λιβάνιος, ο Διόφαντος (άλγεβρα), ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (αστρονομία), ο Αιλιανός (ζωολογία), ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης (βοτανική), ο Ήρωνας και ο Αρχιμήδης (οπτική) κ.ά. όπως φυσική, μουσική-αρμονική, ακόμη και στοιχεία ιατρικής. «Εν τοις σχολείοις της εγκυκλίου παιδεύσεως εδιδάσκετο και η ιστορία, ήτις, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, ήτο "πολλῶν νόος" (P.G. τ. 37, σελ. 1510, 1580), κατά δε τον Μ. Βασίλειον γυμνάζει τον νουν εξ ολίγων αφορμών επιτρέπουσα να υπολογίζη τις τα λειπόμενα και καθ' ήν "ἐκ παλαιᾶς συνηθείας" εδιδάσκοντο, πλην άλλων, αι νίκαι των προγόνων εν Μαραθώνι και Σαλαμίνι (Γρηγόριος Θεολόγος, P.G. τ. 37, σελ. 377)» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. 1ος’, σ. 117). Στην εγκύκλιο εκπαίδευση διδασκόταν «η λογική, (...) και εκ των φιλοσόφων πάλιν τα Αριστοτελικά συγγράμματα και τα του Πλάτωνος μετά των εξηγητών αυτών Πρόκλου, Ιαμβλίχου, Αλέξανδρου Αφροδισιέως, Αμμωνίου και Πορφυρίου, ίσως δε και η Στωϊκή και Νεοπλατωνική φιλοσοφία» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. 1ος, σ. 124). Επίσης διδασκόταν η γεωμετρία κατά τον Ευκλείδη καθώς και η «σφαιρική γεωμετρία». «Σημειωτέον δ' ότι η Άννα η Κομνηνή αναφέρει περί διδασκαλίας γεωμετρικών σχημάτων και θεωρημάτων προς τυφλόν δια της αφής απλώς γενομένην. Περί διδασκαλίας κωφαλάλων ομιλεί ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. Α’, σ. 128). «Εν τοις σχολείοις της εγκυκλίου παιδεύσεως εδιδάσκοντο οία και εν τω Πανεπιστημίω μαθήματα, με μόνην την διαφοράν ότι εν τω ανωτάτω πανδιδακτηρίω η διδσκαλία ήτο ουχί συνοπτική και στοιχειώδης» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. Α’', σ. 135). Έχουμε ειδήσεις για κορίτσια που διδάσκονταν τα μαθήματα είτε κατ' οίκον (Βίος και πολιτεία της οσίας Ευφροσύνης) είτε σε σχολείο θηλέων όπου αυτά στέλνονταν (ο Μιχαήλ Ψελλός κάνει λόγο για τις συμμαθήτριες της κόρης του) είτε ότι στέλνονταν σε μεικτό σχολείο, στις κατώτερες τάξεις (π.χ. Στο Φλώριος και Πλάτζια Φλώρα λέγεται ότι τα δύο παιδιά προεύτηκαν στο σχολείο αντάμα).

Πάντως, «ο J. B. Bury αναμφίβολα είχε δίκαιο, όταν έλεγε ότι στην ανατολική αυτοκρατορία «κάθε αγόρι και κορίτσι, του οποίου οι γονείς του μπορούσαν να πληρώνουν, εκπαιδεύονταν, αντίθετα προς τη Δύση, όπου στους σκοτεινούς αιώνες η μελέτη των βιβλίων περιορίζονταν μόνο στα μοναστήρια. (...) Αλλά ακόμη και παιδιά της μεσαίας τάξεως, όπως ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (9ος αι.) ή ο Ψελλός, μπορούσαν να μορφωθούν καλά. (...) Μπορεί, πράγματι, να συναχθή το συμπέρασμα ότι αγόρια όλων των τάξεων μπορούσαν , και συχνά το έκαναν, να σπουδάζουν από τη νηπιακή τους ηλικία μέχρι της ηλικίας των είκοσι έως τριάντα ετών. Οι γονείς του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου ήλπιζαν ότι «η επιστήμη και τα γράμματα» θα του έδιναν την δυνατότητα να καταλάβη καλή θέση, και σε όλους τους κύκλους της συναλλαγής και του εμπορίου πιθανώς επικρατούσε η ίδια γνώμη και η ίδια πρακτική» (Georgina Buckler στο H. Baynes-H.St.L.B. Moss, Βυζάντιο˙ εισαγωγή στον Βυζαντινό πολιτισμό, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας, σ. 289, 299). 
 

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 3ο.

67d ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κατά τον ιστορικό Aug. Heisenberg «Βυζαντινό είναι το εκχριστιανισθέν ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους» (Staat und Gesselschaft des byz. Reiches, Die Kultur der Gegenwart, s. 364).

Ο ιστορικός D. Talbot Rice γράφει ότι «Το Βυζάντιο πρέπει πραγματικά να μελετηθεί σαν ένα κεφάλαιο της μακρόχρονης ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού στοχασμού» (Byzantines, 26).

Ο διάσημος ιστορικός Arnold Toynbee μιλά για «βυζαντινούς Έλληνες» και για «βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό», και καταλήγει: «Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ' όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική» (A. Τoynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδ. Καρδαμίτσα, σ.187).

Ο ιστορικός H. G. Beck γράφει: «Η αυτοκρατορία έγινε «βυζαντινή» επειδή η κατακτημένη Ελλάδα είχε για μια ακόμη φορά νικήσει στο πνευματικό πεδίο και μπορούσε πια να θεωρήσει την κρατική εξουσία και την κρατική οργάνωση, που αρχικά της ήταν τόσο ξένες, ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε κανείς να σταδιοδρομήσει, και να διαπρέψει χωρίς να είναι πια ανάγκη να αφήνει τα κοινά στους Λατίνους» (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 38).

Ο πιο μεγάλος βυζαντινολόγος του 20ού αιώνα, ο Sir Steven Ranciman, απαντώντας στην άποψη ότι οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες, είπε: «Δε νομίζω ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι περισσότερο Έλληνες από τους βυζαντινούς».

Ο ιστορικός L. Brιhier γράφει «Το Βυζαντινό κράτος είναι η οργανική ανάπτυξις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά έγινεν ελληνικόν και χριστιανικόν και ευρίσκομεν εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμελιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τον Ελληνισμόν, το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και τον Χριστιανισμόν» (Le dιvelopement des ιtudes d’ historie Byzantine, Reveu d’ Auvergne, τ. 18, σ. 34).

Ο ιστορικός Diehl επίσης θεωρεί τους Βυζαντινούς Έλληνες.

Ο ιστορικός J. B. Bury γράφει: «Ο πολιτισμός του Βυζαντινού κράτους έχοντας βαθειές ρίζες στο παρελθόν, ήταν η τελευταία φάση του ελληνικού πολιτισμού» (History of the later roman empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian).

Βέβαια, τί σημασία έχουν οι γνώμες τόσων ιστορικών, όταν οι νεοπαγανιστές έχουν αντίθετη γνώμη; Καμμία απολύτως. Οι νεοπαγανιστές τα ξέρουν όλα και καλύτερα.

Ακόμη κι ο Ρ. Αποστολίδης (που κι αυτόν τον καπηλεύονται οι νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ) κάνει λόγο (στον πρόλογο της ιστορίας του Droysen) για «την λεγόμενη Ανατολική μετά, την Βυζαντινή μας Αυτοκρατορία την μεστή ελληνισμού».

«Λαός κατακτημένος, μεταξύ άλλων λαών, αν και κατέχει προεξέχουσα θέση στην Ανατολή και ευνοείται από τους κατακτητές, γίνεται ο κυρίαρχος λαός ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με θέληση να συνεχίσει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο ελληνικός όμως χαρακτήρας της οποίας εδραιώνεται όλο και περισσότερο», γράφει ο Ν. Σβορώνος.

67e ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Ο Ιωάννης Βατάτζης, Ρωμηός αυτοκράτορας της Νίκαιας (στο διάστημα κατά το οποίο η Κωνσταντινούπολη ήταν υπόδουλη στους Φράγγους), γράφει στην απαντητική του επιστολή προς τον πάπα Γρηγόριο μεταξύ άλλων τα εξής:

«Και ότι μεν από του ημετέρου γένους (= ελληνικού) η σοφία και το εκ ταύτης αγαθόν ήνθησε και εις άλλους διεδόθη, καλώς είρηται. (...) Οι γενάρχαι της βασιλείας μου, οι από του γένους των Δουκών και Κομνηνών, ίνα μη τους άλλους λέγω, τους από γενών ελληνικών άρξαντας επί πολλάς εκατοστύας ετών την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως, ούς και η της Ρώμης εκκλησία και οι ιεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αυτοκράτορας» (πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αθηναίος, τομ' Α', σ. 469, υπό Ιωάν. Σακελλίωνα) (Αντ. Μηλιαράκη, Ιστορία του βασιλείου της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, 1898, ανετύπωσαν οι βιβλιοπώλαι Δ. Ν. Καραβιάς, Ε. Κ. Λάζος, Αθήναι 1994, σ. 276, 277). Με άλλα λόγια, ο Ρωμηός αυτός Αυτοκράτορας του 13ου αι. δεν θεωρεί ότι ο τίτλος «αυτοκράτορας Ρωμαίων» υποδηλώνει μη ελληνική καταγωγή.

Ο Θεόδωρος ο Β' της Νίκαιας θεωρούσε τους υπηκόους του απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, ονόμαζε την Μ. Ασία «Ελλάδα» και το κράτος του «Ελληνίδα επικράτειαν» κι έγραφε επιγραμματικά «Ελλήνων χριστωνυμούμενον κλέος ού σβέννυται» (Κ. Μ. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος και πολιτισμός των Βυζαντινών, εκδ. οίκος Κυρομάνος, σ. 157). Το κράτος επίσης λέγεται «ελληνικόν».

Η Άννα Κομνηνή υπερηφανεύεται ότι δεν είναι άμοιρη του «ελληνίζειν». Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος σε ομιλία του υπογραμμίζει την «δόξα της Ελληνικής παραδόσεως». Αλλά και οι λόγιοι έχουν πάντα γνώση του παρελθόντος μας. Ο Αγαθίας αναφέρει τον Όμηρο και τον Πλάτωνα. Ο Πισίδης προκειμένου να πληροφορήσει τους αναγνώστες των επών του για το μέγεθος της νίκης του Ηράκλειου κατά των Περσών, την συγκρίνει με τα κατορθώματα Αρχαίων Ελλήνων, του Αλεξάνδρου, του Φιλίππου, του Ξενοφώντα κ.ά. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης θρηνεί για την χαμένη δόξα της Αρχαίας Αθήνας.

Ο Νικήτας Χωνιάτης, σταματά την Ιστορία του με την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους, θεωρεί τους Ρωμαίους Έλληνες, και ως αιτία του τερματισμού της διήγησής του έχει: «Πῶς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ’ Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος». Οι βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων, που γράφει ο Χωνιάτης, δεν είναι άλλες από τις πράξεις των σταυροφόρων κατά των Ρωμηών. Ρωμηός και Έλλην ταυτίζονται. Ο Μάρκος Ευγενικός λέει «κορυφὴ μὲν γὰρ τῆς καθ’ ἡμᾶς οἰκουμένης ἡ Ἑλλάς, ὀφθαλμὸς δὲ ἡ τοῦ Πέλοπος».

67f ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΡΩΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ;

«Βασικό αλλά και πολύ δύσκολο πρόβλημα παραμένει η διάκριση των ανατολικών στοιχείων του βυζαντινού πολιτισμού, γιατί ο Ελληνισμός, σε μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά και ο Χριστιανισμός, ήδη κατά τις αρχές της βυζαντινής περιόδου, έφερναν μαζί τους μακρά παράδοση ανατολισμού, πράγμα που σημαίνει ότι ο λεγόμενος βυζαντινός ανατολισμός είναι, τις περισσότερες φορές, πολύ αρχαιότερος. Οπωσδήποτε, αποτελεί λάθος το να υπερτιμάται η σπουδαιότητα των ανατολικών ή άλλων στοιχείων στο βυζαντινό πολιτισμό», γράφει ο Τατάκης στο ''Η Βυζαντινή Φιλοσοφία'' (σ. 36), δείχνοντας με τα παραπάνω το προφανές: ότι ο Ελληνισμός ήταν ήδη προ αιώνων (από τον Αλέξανδρο) αναμεμιγμένος με την Ανατολή και έντονα επηρεασμένος από τον ανατολισμό, και δεν περίμενε το Βυζάντιο, για να «εξανατολιστεί» και να χάσει την «κλασσικότητά» του, όπως ισχυρίζονται οι καθαρολόγοι.

«Οι επιδράσεις της Ανατολής (επί του Βυζαντίου) εκδηλώθηκαν κυρίως σε εξωτερικά στοιχεία, σε θέματα ενδύσεως πρωτοκόλλου και αυλικής εθιμοτυπίας κι όχι στις πολιτικές ιδέες που ήταν όλες αποδεδειγμένα ελληνικής προέλευσης. Ακόμα και εκείνα τα στοιχεία της αυτοκρατορικής πρακτικής που φαίνονται εμπνευσμένα από την εγγύς Ανατολή, μεταδόθηκαν στο Βυζάντιο, όπως απέδειξε ο ιστορικός Alfldi μέσω της [προπορευόμενης χρονικά] ελληνορωμαϊκής παραδόσεως. Συνειδητά ή άμεσα δάνεια από την Ανατολή δεν υπήρξαν. Η καθιερωμένη «προσκύνησις» π.χ. του βυζαντινού αυτοκράτορος προερχόταν από την ελληνιστική βασιλεία μέσω του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού θεσμού. Την ίδια εποχή, ακόμα και στην Ελλάδα δεν ήταν ασύνηθες να γονατίζουν οι πιστοί, και να προσκυνούν τους θεούς ή να προσπίπτουν ικέτες κ.ά. στα πόδια των ευεργετών τους και των ηγεμόνων τους, ως εκδήλωση υποταγής, ευγνωμοσύνης ή ικεσίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α. Ε., τ. Ζ', σ. 312-313).

«Το άμεσο πρότυπο του μεσαιωνικού μονάρχη πρέπει χωρίς αμφιβολία να αζητηθεί στην ελληνορρωμαϊκή παράδοση, όπως κυρίως εξελίχθηκε στην θεωρία και την πράξη από την εποχή του Πλάτωνα, των ελληνιστικών βασιλείων και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 313).

«Ακόμα και οι ερευνητές που αρνούνται την ιδέα μιας απόλυτης συνέχειας στο Βυζάντιο, θα πρέπει να πιστοποιήσουν ότι στην Ανατολή υπήρχαν περισσότερα στοιχεία της αρχαιότητας απ’ ό,τι στη Δύση» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβόστη, σ. 124).

«Είναι αδύνατον να προβληθή αντίρρηση για τη συνέχεια του βυζαντινού πολιτισμού. Μέσα στην αυτοκρατορία η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια τω διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν την ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων. Εκείνοι που θα ζητούσαν να επιβάλλουν την γνώμη ότι σε κάποια εποχή στην ιστορία του Βυζαντίου υπάρχει κάποιο ρήγμα στη συνέχεια, ότι κάτι το εντελώς νέο εμφανίστηκε, οφείλουν τουλάχιστο να παραδεχτούν ότι ο πολιτισμός της αυτοκρατορίας δεν εγνώρισε τέτοια διακοπή. Διατηρήθηκε επίμονα ώς το τέλος της αυτοκρατορίας» (H. Baynes-H.St.L.B. Moss, Βυζάντιο˙ εισαγωγή στον Βυζαντινό πολιτισμό, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας, σ. 23).

Έχουμε πει παραπάνω, ότι η απόρριψη του ονόματος Έλληνας ως δηλωτικού της εθνικής καταγωγής περισσότερο σχετίζεται με την ίδια την προέλευση της αυτοκρατορίας, η οποία δημιουργήθηκε από τους Ρωμαίους κι όχι από τους Ελλαδικούς Έλληνες, παρά με το Χριστιανισμό. Θεωρείται ότι ο Χριστιανισμός έπαιξε τον κυρίαρχο ρόλο στο συνειδησιακό διχασμό των Ελλήνων. Όμως, εκείνη την εποχή το δίλημμα ήταν συγκεκριμένο: αν ο Ελληνισμός προσχωρούσε στον Μιθραϊσμό και την θεουργία, την οποία προωθούσαν οι Νεοπλατωνικοί κι ο Ιουλιανός, δεν θα έμενε ούτε ίχνος ελληνικότητας μπροστά στον «περσισμό» και τον χαλδαϊσμό της νεοπλατωνικής-ιουλιανικής κοσμοθεωρίας (να υπενθυμίσουμε, πως κυρίαρχη τάση του Νεοπλατωνισμού ήταν η θεουργική του Σύριου Ιάμβλιχου κι όχι εκείνη του Πορφύριου). Ο Παγανισμός (ως το αντίθετο του Χριστιανισμού) εκείνης της εποχής ήταν ασιατικός, περσικός και βαβυλωνιακός. Ήταν απείρως αν-ελληνικότερος του Χριστιανισμού. Είναι απίθανο οι Πέρσες λόγιοι με τη θρησκεία τους να διέσωζαν τον ελληνισμό, τη στιγμή που η ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Περσία ήταν σε συνεχείς διαμάχες. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε, ότι στον 4ο αι. δεν υπήρχε ως σκέψη, στο παγανιστικό στρατόπεδο, μόνο πρόγραμμα «εξελληνισμού». Υπήρχε και πρόγραμμα εκλατινισμού, ο οποίος παράλληλα με τον εκπερσισμό και τη θεουργία, θα απέφεραν το οριστικό πλήγμα στη συνέχεια του ελληνισμού. Στο επιτελείο, δηλαδή, του Ιουλιανού, υπήρχαν και ελληνιστές, αλλά υπήρχαν και αυτοί που επιθυμούσαν τον εκλατινισμό της Ανατολής. Ο Χριστιανισμός με τη χρήση της ελληνικής και την γνώση της φιλοσοφίας απέτρεψε αυτήν την εξέλιξη. Απέναντι στους γίγαντες λάτρεις της ελληνικής γλώσσας και σκέψεις, Άγιο Γρηγόριο Νανζιανζηνό και Άγιο Βασίλειο Μέγα, τί Έλληνες είχε να επιδείξει η Ιουλιανική θρησκεία; Τον αγύρτη αστρολόγο Μάξιμο; Το ρήγμα, λοιπόν, οφείλεται απλώς στην ίδια την ρωμαϊκή κατάκτηση του 2ο π.Χ. αι., για την οποία, στο κάτω-κάτω, φταίει ο παγανιστικός ελληνισμός˙ αλλά χάρη στο Χριστιανισμό, ο οποίος απέτρεψε τόσο τον εκλατινισμό, αφού οι περισσότεροι Πατέρες περιφρονούσαν τα λατινικ, όσο και τον περσισμό-χαλδαϊσμό (μιθραϊσμός-βαβυλωνιακή θεουργία), το μόνο «ρήγμα» ήταν η αλλαγή του εθνικού ονόματος. Κι αυτό, όμως, το καινούργιο όνομα, κατέληξε αποκλειστικά ελληνικό. Καλύτερα, λοιπόν, «Ρωμαίος» ελληνόφωνος, με ελληνική παιδεία, ελληνικό πολιτισμό κι έναν Χριστιανισμό εξηγημένο με ελληνικές κατηγορίες, εν τέλει Έλληνας δίχως ζυγό Ιταλών, παρά «Ρωμαίος», με λατινική γλώσσα Ιρανική θρησκεία και βαβυλωνιακή θεουργία.

Υπάρχει, βέβαια, και το επιχείρημα, ότι ναι μεν διάβαζαν τα αρχαία κείμενα οι ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι, ναι μεν τα συντηρούσαν, τα αντέγραφαν, αλλά δεν τα έβλεπαν ως δικά τους˙ τα έβλεπαν ως «θύραθεν», ως κάτι ξένο, που το θεωρούν καλό και το συντηρούν και μόνο μετά τον 11ο αι. τα θεωρούν δικά τους. Αυτό το επιχείρημα δεν είναι σωστό. Ήδη ο Ιουστίνος τον 2ο αι. λέγοντας «όσα καλά είπε ο Πλάτωνας είναι δικά μας», απορρίπτει μια τέτοια θεώρηση. Ειδικότερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αντιτάχθηκε σφόδρα στον Ιουλιανό, αναφορικά με την μονοπώληση της ελληνικότητας από τον δεύτερο. «Δικό σου είναι το ελληνίζειν;», τον ρωτάει. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας «ελληνορθόδοξης» συνείδησης ήδη από τον 4ο αι. Άλλο πράγμα, λέει ο Γρηγόριος, ο ελληνικός λόγος κι άλλο πράγμα η ειδωλολατρία. Κι εφόσον ο Γρηγόριος θεωρεί δικό του τον ελληνικό λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί μη Έλληνας, απλώς επειδή είναι Χριστιανός. Η θέση ότι δεν είναι ανάγκη ούτε το όνομα Έλλην να υπάρχει ως εθνικό ούτε η ειδωλολατρία, δεν είναι ούτε προϊόν κάποιας γερμανικής αντικειμενικής-«ρομαντικής» αντίληψης περί έθνους ούτε προσπάθεια οικειοποίησης ξένου αγαθού ούτε πρωτοδιατυπωμένη από εμάς άποψη. Είναι θέση ιστορικά διατυπωμένη και πραγματωμένη από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Φώτιο, τον Παλαιολόγο, τις εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης του 1821. Δεν ήρθε κανένας «ελληνοχριστιανισμός» ως κρατική ιδεολογία του ελλαδικού κράτους να τα δημιουργήσει αυτά (το αντίθετο έγινε: τα διέστρεψε). Ας αφαιρέσουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία από το Βυζάντιο όσοι λένε πως δεν ήταν ελληνικό. Μπορούν να φανταστούν πώς θα ήταν, τί θα ήταν; Μετά από όλα αυτά, είναι φανερό πως δεν πρόκειται για ένα ασιατικό κράτος. Ήταν ένα κράτος όπου η ρωμαϊκή κρατική κουλτούρα, ο χριστιανισμός, και η ελληνική παιδεία και πολιτισμός, ενώθηκαν για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία. 
 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 2ο.

67b ΓΙΑΤΙ ΥΠΟΤΙΜΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ;

Ο ιστορικός Otto Mazal γράφει (Byzanz und das Abendland, Wien 1981, s. 8,11): «οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum, ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως «βασίλειο των Γραικών» (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας. Για πρώτη φορά η Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου και δίνει ώθηση για μια αναθεώρηση» (Θ. Ν. Ζήση, Επομένοι τοις θείοις πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, εκδ. Βρυέννιος, σ. 88).

«Στην ονομασία της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια να επικαλείται μια νεφελώδη «ελληνορωμαϊκή» κληρονομιά σαν υψηλή αποστολή της Δύσης. Η ύπαρξη της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ αποκαλύπτει την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» ως φάρσα και αποδείχνει ότι η Αναγέννηση τίποτα άλλο δεν αναγέννησε παρά ένα φάντασμα, που ούτε καν υπήρχε. Έτσι, η ύπαρξη της Ρωμιοσύνης βεβαιώνει ότι κάθε επίκληση της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίας Ρώμης, της Αυτοκρατορίας, του πολιτισμού, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η ιδεολογική συγκάλυψης κατακτητικών, αποικιοκρατικών δυναστικών προσπαθειών» (Lorenz Gyfmfrey, Η δύση της Δύσης, εκδ. Παπαζήση).

«Ο πολιτισμός μας δεν αναγνώρισε ποτέ επαρκώς το χρέος του στην Ανατολική Αυτοκρατορία. Αν δεν υπήρχε αυτό το μεγάλο ανατολικό οχυρό της χριστιανοσύνης, ποια τύχη θα είχε η Ευρώπη ενάντια στις στρατιές του βασιλιά της Περσίας τον 7ο αιώνα ή ενάντια σε αυτές του χαλίφη της Βαγδάτης τον 8ο; Ποια γλώσσα θα μιλούσαμε σήμερα και ποιο Θεό θα λατρεύαμε; Στο πολιτισμικό επίπεδο, επίσης, το χρέος μας είναι μεγάλο. Μετά τις βαρβαρικές εισβολές και την πτώση του Αυτοκράτορα της Ρώμης, τα φώτα της μάθησης είχαν σχεδόν σβήσει στην Δυτική Ευρώπη, εκτός από μερικά μοναστηριακά καντηλάκια που τρεμόσβηναν. Στις όχθες όμως του Βοσπόρου αυτά τα φώτα εξακολουθούσαν να λάμπουν και η παλαιά κλασσική κληρονομιά διατηρούνταν. Πολλά από αυτά που ξέρουμε για την αρχαιότητα ειδικά για την ελληνική και την ρωμαϊκή φιλολογία και τη ρωμαϊκή νομοθεσία θα είχαν χαθεί παντοτινά αν δεν υπήρχαν οι λόγιοι και οι αντιγραφείς της Κωνσταντινούπολης» (J. J. Norwich, Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου, εκδ Γκοβόστη, Δ'’ εκδοση, 1997, σ. 43).

67c ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Τα ελληνικά έγιναν γλώσσα επίσημη ήδη από τον 5ο μ.Χ. αιώνα και ήταν εξαρχής η κύρια γλώσσα της Εκκλησίας (στην Ανατολή η μοναδική) και η μόνη γλώσσα όλων των Οικουμενικών Συνόδων ήδη από την 1η Οικουμενική (325 μ.Χ.). Ο βασιλιάς-αρχέτυπο για τους Ρωμηούς στο Βυζάντιο δεν ήταν κανένας Αρχαίος Ρωμαίος αυτοκράτορας (π.χ. Μάρκος Αυρήλιος του οποίου τα γενέθλια τιμούν οι νεοπαγανιστές), αλλά ο Αρχαίος Έλληνας Μέγαλέξανδρος. Αλλά ο Μεγαλέξανδρος είναι «αλαζόνας», «υπέρφρων», άρα «ντροπή» για το έθνος μας, αφού ήταν κι η αιτία της καταστροφής της «Πατρώας Λατρείας», σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές.

Όσο για το γνωστό επιχείρημα, πως το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό επειδή οι πολίτες του λεγόντουσαν «Ρωμαίοι» κι όχι «Έλληνες», αυτό είναι επιχείρημα για κλάματα. Αφού και οι πρόσφατοι, άμεσοι πρόγονοι μας, της τουρκοκρατίας, ούτε κι αυτοί αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες». Λεγόντουσαν Ρωμηοί, δηλαδή Ρωμαίοι. Μήπως οι νεοπαγανιστές και λοιποί «αρχαιολάτρες» θα αρνηθούν και στους Ρωμηούς, στους άμεσους μεταβυζαντινούς προγόνους όλων μας (1453-1821), την ελληνική ιδιότητα, επειδή δεν αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες», αλλά «Ρωμηοί»; Διότι άμα οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες επειδή δεν αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες», με τη ίδια συλλογιστική δεν είναι Έλληνες ούτε οι πρόγονοι μας ώς το 1821, διότι ουδέποτε ο λαός αυτοαπεκλήθη Έλληνας.

Είναι αβάσιμο να πιστεύει κανείς ότι υπήρξε ελληνικό έθνος εντός της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ταυτόχρονα ότι αυτοί οι παράξενοι, οι εκ του μηδενός υπάρξαντες από το 330 μ.Χ. και μετά, «Βυζαντινοί» δεν ήταν Έλληνες. Ελληνόφωνοι και μη πληθυσμοί μετακινήθηκαν από Βαλκάνια σε Μικρά Ασία κι αντίστροφα, δεκάδες φορές τόσο πριν όσο και μετά το 1453, κι εξελληνίστηκαν (οι μη Έλληνες). Μπορεί να ήταν πολυεθνική η Ρωμανία, ωστόσο λόγω της ελληνορωμαϊκής κουλτούρας της οι πληθυσμοί που ήταν στα νότια Βαλκάνια και την Μικρασία, είτε ήταν εξαρχής Έλληνες είτε εξελληνίστηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο που εξελληνίστηκαν οι κάτοικοι της ενδότερης Μικράς Ασίας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Και η βρετανική αυτοκρατορία πολυεθνική ήταν (Άγγλοι, Ουαλλοί, Σκωτσέζοι, Ινδοί, κ.ά.), αλλά το αγγλικό στοιχείο κυριαρχούσε πολιτισμικά και πολιτικά. Και οι ΗΠΑ είναι πολυφυλετικές, αλλά όλοι όσοι εγκαθίστανται εκεί αμερικανοποιούνται, παύουν να είναι ελληνικής, τουρκικής, γαλλικής, ιταλικής, πολωνικής συνείδησης. Το να πει κανείς ότι οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες ισοδυναμεί με το να χαρακτηρίζονται οι Μικρασιάτες, οι Πόντιοι και οι Ανατολικοθρακιώτες του 1922 ως μη Έλληνες. Διότι όλοι αυτοί είναι (όπως και οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ελλάδας) απόγονοι των Βυζαντινών.

«Τονίζουν μερικοί συχνά ότι οι Αρμένιοι ή οι εκπρόσωποι άλλων εθνικοτήτων έφτασαν στα υψηλότερα κρατικά αξιώματα ή ότι ανέβηκαν ακόμα και στον αυτοκρατορικό θρόνο. Και θέλουν με αυτόν τον τρόπο να διατρανώσουν την συμβολή της μιας ή της άλλης εθνικότητας στη ζωή και τη διαμόρφωση του βυζαντινού κράτους. Ασφαλώς δεν πρέπει να παραβλέπουμε ή να υποτιμούμε το ρόλο που έπαιξαν άλλες εθνότητες στη ζωή του κράτους. Δεν πρέπει, όμως, και να παραβλέψουμε το γεγονός ότι πρέπει να ιεραρχηθεί η προσφορά τους. Και στην ιεράρχηση αυτήν προβάλλει επιβλητικά η προσφορά του ελληνισμού και της ελληνικής παιδείας. Εκτός, όμως, απ' αυτό πρέπει να αναγνωριστεί ένα γεγονός που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί: όσο οι διάφοροι λαοί αποκτούσαν συνείδηση του εαυτού τους, τόσο αποχωρίζονταν λίγο λίγο από το κράτος. Η ενίσχυση της εθνικής συνείδησης, λέει ο H. Bengtson (Geschichte, 547) μιλώντας για τις Ν.Α. και τις αιγυπτιακές περιοχές του πρωτοβυζαντινού κράτους, συνοδευόταν από οπισθοδρόμηση του ελληνισμού και κυριότερα της ελληνικής παιδείας στις περιοχές αυτές» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, εκδ. Βάνιας, σ. 57).

«Αλλά οι Αρμένιοι, οι σημαντικότεροι από τους «ξένους» που ανήλθαν στον βυζαντινό θρόνο, αν και σε ποικίλλοντα βαθμό προσηλωμένοι στους εθνικούς τους χαρακτήρες, έδρασαν ως Βυζαντινοί και όχι ως Αρμένιοι και στις κυριότερες εκφάνσεις του έργου τους θα ήταν αδύνατον να απομονωθούν σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία, αρμενικής μάλλον παρά βυζαντινής προελεύσεως. Με τον ίδιο τρόπο, όταν βυζαντινοί τεχνίτες υιοθετούσαν διακοσμητικά στοιχεία αρμενικής, αραβικής ή περσικής προέλευσης, το τελικό έργο τέχνης δεν αποκτούσε εξ αιτίας αυτού αρμενικό, αραβικό ή περσικό χαρακτήρα, αλλά παρέμενε βυζαντινό ως προς το πνεύμα και την εκτέλεση» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ’, σ. 309).

Αμφισβητείται η ελληνικότητα της Ρωμανίας λόγω της μη ελληνικής καταγωγής αρκετών αυτοκρατόρων. Αυτή η αμφισβήτηση είναι αβάσιμη. Πρώτον, αν το Ελληνικό Βασίλειο επί Γερμανού Όθωνα (1833-1864), που ήταν ενίοτε και δίγλωσσο (γερμανικά και ελληνικά) ή το ελληνικό βασίλειο επί της δανέζικης δυναστείας των Γλύξμπουργκ (1864-1924 και 1935-1974) θεωρείται ελληνικό, τότε πώς πάντοτε ελληνόφωνη Ρωμανία ήταν μη ελληνική; Δεύτερον, αυτή η αμφισβήτηση βασίζεται σε μια αρρωστημένη νοοτροπία: «δεν είναι ελληνικό ό,τι είναι πέραν των σημερινών συνόρων της Ελλάδας». Τρίτον, η καταγωγή δεν παίζει ρόλο. Όλοι σχεδόν (εκτός από τους πρώτους λατινόφωνους) οι αυτοκράτορες ελληνοφωνούσαν (πριν ενθρονιστούν), κανείς δεν ενήργησε ως Ισπανός ή ως Αρμένιος ή ως... Ρουμάνος. Όπως κι οι διαφορετικής φυλετικής καταγωγής πρόεδροι, υπουργοί, βουλευτές των ΗΠΑ δεν παύουν να δρουν υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων (και δεν δρουν π.χ. οι αφροαμερικάνοι υπέρ της Αφρικής ούτε οι κινεζοαμερικάνοι υπέρ της Κίνας ούτε οι δανοαμερικάνοι υπέρ της Δανίας), έτσι και οι αυτοκράτορες κατείχαν (και το γνώριζαν αυτό) το θρόνο της ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας, όχι της... Αρμενίας ή της Ισπανίας, και δρούσαν υπέρ των συμφερόντων της κι όχι υπέρ του... δακικού έθνους (Δακοί, πρόγονοι των Ρουμάνων, Δακία ή Dacia). Άλλωστε, τότε υπήρχαν μόνο «Ρωμαίοι». Και οι Ρωμαίοι ήταν εξελληνισμένοι. Τέταρτον, η πολιτιστική συνεισφορά Δακών, Ιβήρων κλπ, είναι ανύπαρκτη. Μόνο εκλατινισμένοι (και αργότερα εξελληνισμένοι) καταλάμβαναν τον θρόνο. Κι αυτό διότι λ.χ. ένας αμαθής βάρβαρος που δεν είχε ενταχθεί στην πολιτικο-στρατιωτική ιεραρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και κατά συνέπεια δεν είχε εκλατινιστεί-εξελληνιστεί) δεν γινόταν με κανέναν τρόπο αποδεκτός ως υπερασπιστής της αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα του αν καταγόταν από τόπο που όντως ανήκε στην αυτοκρατορία. Οι αρχαιολάτρες έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι «στο Βυζάντιο υπήρξε ιδιαίτερη μέριμνα να μην υπάρξη ποτέ ελληνικής καταγωγής αυτοκράτωρ» (Π. Κουβαλάκης, Δαυλός, τ. 236-237, σ. 15246). Φυσικά, πρόκειται περί ανυπόστατων ισχυρισμών, που αποδεικνύουν την μισαλλοδοξία των αρχαιολατρών. Τί υπονοούν άραγε οι αρχαιολάτρες, με το «ιδιαίτερη μέριμνα»; Ότι υπήρξε κάποιος συγκεκριμένος νόμος του βυζαντινού κράτους που απαγόρευε την ενθρόνιση Ελλήνων; Μήπως κανένας θεσμός; Κάποια άγραφη παράδοση; Τίποτα έκτακτα μέτρα (π.χ. επέμβαση του στρατού), κάθε φορά που επρόκειτο να αναρριχηθεί Έλληνας στον θρόνο; Απολύτως τίποτε από όλα αυτά δεν υπήρξε. Παραμύθια κατασκευασμένα από ανθρώπους που αγνοούν την βυζαντινή ιστορία. Η γνωστή τακτική των αρχαιολατρών ξεσκεπάζεται: πετούν μια ατεκμηρίωτη κουβέντα, μια αντιβυζαντινή κατηγορία, κι αφήνουν να αιωρείται και να διαδίδεται η συκοφαντία. Ο Τιβέριος (578-582) αποκαλείται από τον Άραβα Αμπούλ Φαράγκ «πρώτος Έλληνας βασιλιάς». Ο Μαυρίκιος (582-602) αποκαλείται από τον Λατίνο Παύλο Διάκονο «Έλληνας βασιλιάς». Η Θεοδώρα, η σύζυγος του Ιουστινιανού, ήταν Κύπρια.

«Στο σύνολο των διάφορων λαών που αποτελούν το Βυζάντιο πρέπει να ξεχωρίσουμε εκείνους που το διαποτίζουν πολιτιστικά από εκείνους που γεωγραφικά μονάχα ανήκουν σε αυτό. Να βάζουμε σε ίση μοίρα τους Έλληνες και τους άξεστους χωριάτες της Ισαυρίας ή τους φελάχους της ερήμου ή ακόμη τους Σύρους και τους Αρμένιους και να λέμε πως Βυζάντιο είναι η συνισταμένη των λαών αυτών, είναι ισχυρισμός πλανεμένος και αστήριχτος» (Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Πανεπιστημίου Καίμπριτζ, ελλ. εκδ. Μέλισσα, σ. 1, 2). Άρα τα επιχειρήματα ότι επειδή στο βυζαντινό κράτος ζούσαν κι άλλοι λαοί, αυτό ήταν μια... μακεδονική σαλάτα, είναι αβάσιμα. Από μόνη της η ύπαρξη πολλών λαών, ειδικά μικρότερων λαών και κατοικούντων στην περιφέρεια ενός κράτους, όπως οι Αρμένιοι στα Β.Α. του Βυζαντίου, οι Σύριοι στα Ν.Α., οι Σλαβο-Βούλγαροι στα Βόρεια – δεν λέει τίποτε κατά της κεντρικής εθνικής και διακρινόμενης από τις άλλες πολιτισμικής κι εθνικής ταυτότητας του κράτους. Μόνο αν ήταν ίση σε επιρροή, η αρμενική ή η σλαβική κουλτούρα με την ελληνορθόδοξη, και μόνο αν οι Αρμένιοι ή οι Σύριοι ή οι Σλάβοι ήταν ίσοι πληθυσμιακά με τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ελλάδας και της Μ. Ασίας, θα μπορούσαμε να μιλάμε για μη ελληνικό, πολυεθνικό Βυζάντιο. Όπως υπάρχουν εθνικές μειονότητες (μετανάστες κ.ά.) σε χώρες όπως η Γαλλία, η Αγγλία, οι ΗΠΑ, αυτό δε σημαίνει ότι αυτές είναι δίχως εθνική συνείδηση πολυεθνικές χώρες, ένας χυλός δίχως «εθνική» και πολιτισμική συνείδηση. Ερχόμενος ο καθένας στο Βυζάντιο εξελληνιζόταν˙ πηγαίνοντας κανείς στις ΗΠΑ εξαμερικανίζεται˙ στην Γαλλία εκγαλλίζεται. Το ότι ένας λαός αλλάζει θρησκεία ή πολιτικό σύστημα δεν σημαίνει ασφαλώς ότι δεν είναι πλέον ο ίδιος λαός, ή ότι έχει εκφυλιστεί.

Γιατί να μην είναι το Βυζάντιο ελληνικό λοιπόν; Αφού: 1) Έχει την ίδια γλώσσα με μας τους Νεοέλληνες, 2) την ίδια θρησκεία με εμάς τους Νεοέλληνες, 3) βρίσκεται στην ίδια τοποθεσία με εμάς τους Νεοέλληνες. 4) Είναι οι βιολογικοί πρόγονοί μας. 5) Έχουμε, οι Νεοέλληνες, την συνείδηση ότι από αυτούς καταγόμαστε, όσο κι αν ελάχιστοι δεν την έχουν. Θα αντιπούν οι νεοπαγανιστές «δεν είχε ελληνική συνείδηση, δεν ήταν Ελλάδα». Γιατί, υπήρχε μήπως κράτος με το όνομα Ελλάδα στην αρχαιότητα; Όχι βέβαια. Άρα δεν υπήρχαν κι Έλληνες; Και οι Ρωμηοί ώς το 1821 πρόγονοί μας που δεν είχαν (ο λαός) συνείδηση ελληνική δεν ήταν Έλληνες; (Εδώ ο συγγραφεύς του παρόντος έργου κάνει μεγάλο λάθος, οι Έλληνες επί τουρκοκρατίας είχαν απολύτως ελληνική συνείδηση συνυφασμένη με την ορθόδοξη πίστη τους, γι' αυτό όποιος Έλληνας γινόταν δια της βίας συνήθως ή και εκουσίως μουσουλμάνος, τον έλεγαν Τούρκο και ότι ''τούρκεψε'', δεν τον έλεγαν Έλληνα μουσουλμάνο. Υπάρχουν πολλά γράμματα αιχμαλώτων, στα οθωμανικά καράβια, Ελλήνων προς τις συζύγους τους τα οποία αποδεικνύουν ότι οι Έλληνες απ' το 1453 μέχρι το 1821 είχαν απολύτως ελληνική συνείδηση). Φυσικά και ήταν. Άρα γιατί οι Ρωμηοί του Βυζαντίου να μην είναι Έλληνες ενώ αυτοί που έζησαν λίγο πριν το 1821 (π.χ. το 1700) να είναι; Αφού τα έθιμα των πριν το 1821 κατάγονται και είναι τα ίδια με αυτά των Βυζαντινών. Αφού οι Έλληνες Ρωμηοί του 1700 κατάγονται από τους Βυζαντινούς Ρωμηούς. Γιατί οι πρώτοι να είναι Έλληνες και οι δεύτεροι να μην είναι; Θα πουν το επιχείρημα πως οι Βυζαντινοί δεν είχαν την ίδια θρησκεία με τους αρχαίους Έλληνες. Δηλαδή οι άθρησκοι Γερμανοί δεν είναι πλέον Γερμανοί; Οι Βουδιστές Ιρλανδοί δεν είναι Ιρλανδοί; Οι άθεοι Αμερικάνοι δεν είναι Αμερικάνοι; Τί τερατώδη θεοκρατική σκέψη έχουν τελικά ακριβώς αυτοί που οδύρονται για την Ορθοδοξία του Βυζαντίου.

Ένα άλλο επιχείρημα κατά του Βυζάντιου είναι ότι οι εθνικά Έλληνες ήταν υπόδουλοι στους Βυζαντινούς. Με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζεται τεχνητά ο «υπόδουλος» λαός του κράτους (Έλληνες) από την ηγεσία του κράτους (Βυζαντινοί). Αυτό το επιχείρημα είναι αβάσιμο: Η ηγεσία του Βυζαντίου προέρχονταν από το λαό διότι δεν υπήρχε φράγμα που να εμπόδιζε κανέναν να γίνει αυτοκράτωρ. Πάμπολλοι βασιλείς προέρχονταν από αγροτικές οικογένειες, λαϊκές. Άρα λαός και ηγεσία στο Βυζάντιο είναι κοινής εθνικής καταγωγής, και η άποψη ότι «Βυζαντινός» σημαίνει μόνο τον άρχοντα του Βυζαντινου κράτους ενώ ο λαός ήταν «υπόδουλος» είναι παραμύθι. Όλοι Ρωμηοί αισθάνονταν στο Βυζάντιο, λαός και ηγέτες. Τί θα μας πουν οι νεοπαγανιστές, ότι το 1453 πολεμούσε η ηγεσία των «Βυζαντινών» ενώ οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, που δήθεν ήταν υπόδουλοι Έλληνες στους Βυζαντινούς, δεν πολεμούσαν; Τί θα πούνε οι νεοπαγανιστές, ότι οι κάτοικοι (ο απλός λαός) της Κωνσταντινούπολης στα 1460 ήταν πλέον Έλληνες, ενώ στα 1360 ο λαός της ίδιας πόλης ήταν «Βυζαντινοί» μη Έλληνες;

Οι νεοειδωλολάτρες υποστηρίζουν πως κατά τη βυζαντινή εποχή ελληνικότητα δεν θα έβρισκε κανείς στο Παλάτι ή το Πατριαρχείο ή την Αυλή και το επίσημο Βυζάντιο, αλλά μόνο στους διάσπαρτους ελληνικούς πληθυσμούς που διατηρούσαν ασυνείδητα κάποια κλασσικά και παγανιστικά στοιχεία, και μόνο ως λαογραφικός κι όχι ως εθνολογικός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος βυζαντινός ελληνισμός. Όμως αυτή η άποψη αποδεικνύεται αστήρικτη. Κατ' αρχήν, όπως έχει αποδειχθεί και λεχθεί παραπάνω, δεν υπήρχε κάποιος διαχωρισμός μεταξύ των ελληνικών πληθυσμών πόλεων και χωριών και των ανθρώπων του Παλατιού ή του πατριαρχείου. Οποιοσδήποτε ήθελε και είχε τα προσόντα, μπορούσε να γίνει, όπως είπαμε, αυτοκράτορας ή πατριάρχης, να ανέβει όλην την κλίμακα των κρατικών ή των εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Συνεπώς, ίδιοι ήταν οι άνθρωποι που ήταν εκτός Παλατιού, ίδιας εθνικότητας με αυτούς που ήταν κι εντός του Παλατιού. Τί γινόταν λοιπόν, ώστε να ισχύει η άποψη των Ν/Π, ότι στο «επίσημο Βυζάντιο» (Παλάτι και στο Πατριαρχείο-Εκκλησία και αλλού) δεν υπήρχε ελληνικότητα-ελληνισμός-ελληνικό έθνος; Μόλις οι ίδιοι άνθρωποι (Έλληνες) περνούσαν την πύλη του Παλατιού ή του Πατριαρχείου, έχαναν την ελληνικότητά τους (με οποιαδήποτε μορφή κι αν την είχαν αυτήν, προ της εισόδου τους στο Παλάτι) και γινόντουσαν «Βυζαντινοί»; Μυστηριώδη πράγματα, λοιπόν, πάθαινε κάθε Έλληνας μόλις περνούσε τις πύλες του επίσημου Βυζαντίου και γινόταν τμήμα του! Το «επίσημο Βυζάντιο» ήταν στα χέρια, ήταν το ίδιο ταυτισμένο με αυτούς που ξεκινούσαν άσημοι και έφταναν στη δόξα καταλαμβάνοντας θέσεις κι αξιώματα. Θα μιλήσουν οι νεοπαγανιστές περί «γενίτσαρων» παρομοιάζοντας την κατάσταση με τους εξισλαμισμένους που γίνονταν Οθωμανοί αξιωματούχοι. Πάλι ανιστόρητο λάθος είναι κι αυτό. Οι άνθρωποι που αποκτούσαν τα αξιώματα του Βυζαντίου, στο Παλάτι και στην Εκκλησία, δεν άλλαζαν τίποτε (γλώσσα, θρησκεία, συνείδηση, έθιμα κ.ά.) από την (προ της εισόδου τους στο π.χ. Παλάτι) ταυτότητά τους, όπως άλλαζαν αυτοί που εξισλαμίζονταν (θρησκεία, έθιμα και εθνική ταύτιση). Παρέμεναν οι ίδιοι, όμοιοι με τους υπόλοιπους του «μη επίσημου Βυζαντίου». Ομοεθνείς τους. Γι' αυτό και όση ελληνικότητα υπήρχε στους ελληνικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας, η ίδια υπήρχε και στο επίσημο Βυζάντιο.

Πάντως, αντίθετα από τους νεοειδωλολάτρες, οι ειδωλολάτρες ελληνικής ή άλλης καταγωγής του 3ου, 4ου και 5ου αιώνα ουδέποτε θεώρησαν το «Βυζάντιο» ως κάτι ξένο, ως ξένη εξουσία. «Πατρίδα» αποκαλεί την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο Κέλσος. Κανένας Λιβάνιος, κανένας υπερ-Έλλην Ιουλιανός δεν έκανε λόγο για «υποδουλωμένο ελληνικό έθνος στους Ρωμαίους». Αυτά είχαν ξεχαστεί, 600 χρόνια μετά. Άρα οι νεοπαγανιστές έχουν διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων από τους Εθνικούς ακόμη και σε αυτό το σημείο.

Όσο κι αν οι εθνικιστές αρχαιολάτρες και οι νεοπαγανιστές το αρνούνται, σε όλη αυτήν την καθαρολαγνεία που τους διακρίνει βρίσκεται ο ρατσισμός, με την έννοια ότι υπάρχει κάτι το καθαρό, το οποίο με την πάροδο του χρόνου εκφυλίζεται και στο οποίο πρέπει να επιστρέψουμε για να σωθούμε.

Μία άλλη ιστορική πλάνη των Ν/Π είναι, πως ώς το 1453 υπήρχαν νωθροί Βυζαντινοί, ενώ μετά το 1453 που πέθανε το Βυζάντιο ξαναγεννήθηκαν ρωμαλέοι κι ακμαίοι Έλληνες και Ελληνισμός. Η άποψη αυτή στοχεύει να «αποδείξει» ότι οι Βυζαντινοί δεν είχαν ελληνικότητα. Όμως, ο ιστορικός Α. Βακαλόπουλος (Η πορεία του Γένους, σ. 12) γράφει: «Η πιο αφελής ασφαλώς αντίληψη είναι ότι με την άλωση της Κωνσταντινούπολης λήγει ο μεσαιωνικός ελληνικός κόσμος και ότι από την επαύριο, δηλαδή από τις 30 Μαΐου 1453, αρχίζει ο νέος ελληνισμός». Ο Ν. Σβορώνος λέει «Δεν μπόρεσα να κάνω ποτέ μου το διαχωρισμό ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον νέο ελληνισμό» (Κ. Θ. Δημαρά και Νίκου Σβορώνου, Η μέθοδος της ιστορίας, εκδ. Άγρα, σ. 104).

Συνεπώς οι κύριοι λόγοι που οι «Βυζαντινοί» ήταν Έλληνες είναι:

1) η κοινότητα γλώσσας, θρησκείας, τόπου και καταγωγής μεταξύ Νεοελλήνων και «Βυζαντινών»,

2) η κοινή συνείδηση τόσο των Αγωνιστών του 1821, όσο και των σημερινών Νεοελλήνων ότι οι «Βυζαντινοί» είναι οι «αείμνηστοι πρόγονοι τους»,

3) η απουσία διαχωριστικής γραμμής μεταξύ λαού και αρχόντων στο Βυζάντιο, δηλαδή το ελεύθερο να παίρνει οποιοσδήποτε άνθρωπος του λαού οποιαδήποτε κρατικά αξιώματα, πράγμα που καταρρίπτει την αστεία θεωρία πως μόνον οι άρχοντες ήταν Βυζαντινοί ενώ ο λαός ήταν υπόδουλος, Έλληνες, και διαφορετικής εθνικότητας από τους «Βυζαντινούς άρχοντες», και πως υπήρχε τάχα κλειστή κάστα κάποιων ξένων «Βυζαντινών». 
 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 1ο.

67. "Το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό. Ήταν ένα ασιατικό κράτος, δεσποτικό, μια θεοκρατία , δίχως καμμιά φιλοσοφία και διανόηση, μισαλλόδοξο, και με έλλειψη ανοχής σε ο,τιδήποτε διαφορετικό".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τί είναι «ελληνικό»; Είναι μόνο η κλασσική εποχή; Γιατί η αντίληψη για την ελληνικότητα να είναι στατική; Αυτό που κάνουν, είναι να ορίζουν μια εποχή ως πραγματικά ελληνική και με βάση αυτήν να απορρίπτουν ή να παραδέχονται και τις υπόλοιπες που έρχονται. Ένας οργανισμός, ένα έθνος, μετεξελίσσεται, δεν παραμένει το ίδιο. Με την ίδια λογική, θα έπρεπε οι Έλληνες του 5ου π.Χ. αιώνα να ορίσουν ως πραγματικά ελληνικό την Μυκηναϊκή εποχή και να μη θεωρούν ελληνικό ό,τι δεν κατάγεται από αυτήν ή ό,τι δεν μοιάζει να έχει ρίζες στα Μυκηναϊκά χρόνια, ή πάλι θα έπρεπε οι Έλληνες της ελληνορωμαϊκής εποχής να ορίσουν την ελληνικότητα ως «όσα γίνονταν στους ελληνιστικούς χρόνους» και να απορρίπτουν ό,τι δεν ταίριαζε με αυτούς ή δεν είχε τις ρίζες του σ' αυτούς. Η λογική αυτή μοιάζει με τη αντίληψη για την ελληνικότητα που είχαν οι Γερμανοί ρατσιστές του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, που έβλεπαν λ.χ. την ελληνιστική εποχή ως εποχή παρακμής, και παραδεχόντουσαν μόνο την κλασσική εποχή. Η ελληνικότητα μετεξελίσσεται.

Αν αφαιρέσει κανείς την θρησκεία, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί η ελληνικότητα του πολιτισμού των βυζαντινών. Η μουσική τους είναι ελληνικότατη (π.χ. οι αρχαίες μουσικές κλίμακες, οι «τρόποι», είναι πανομοιότυποι με τις βυζαντινές μουσικές κλίμακες, τους «ήχους», μια και αυτό που έγινε ήταν η μετονομασία των τρόπων σε ήχους: ο Δώριος τρόπος μετονομάσθηκε Τέταρτος Ήχος, ο Λύδιος τρόπος Δέυτερος ήχος, ο Φρύγιος Τρίτος ήχος, κ.λ.π.), η ζωγραφική τους είναι ελληνιστικής άρα ελληνικής προέλευσης (οι ελληνιστικές ζωγραφιές του Φαγιούμ θεωρούνται ο πρόγονος της βυζαντινής εικονογραφίας, όσο για την κοσμική ζωγραφική ένα δείγμα της φαίνεται στα μωσαϊκά του Μεγάλου Παλατιού στην Κωνσταντινούπολη, όπου έχουμε ελληνιστικά μοτίβα και εικόνες) η γλυπτική τους ελληνική (λ.χ. τα τέσσερα άλογα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, που άλλοτε ήταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης), ήταν ο μόνος λαός που αδιάλειπτα μιλούσε ελληνικά και μελετούσε τα αρχαία κείμενα.

67a 1821 ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Οι επαναστάτες του 1821, στους οποίους όλοι οφείλουμε την ελευθερία μας, έλεγαν «οι ευσεβέστατοι ΗΜΩΝ αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως», και τέλος ο ορισμός του Έλληνα, από τους ίδιους, στα επαναστατικά συντάγματα: «Έλληνες είναι οι χριστιανοί κάτοικοι της Ελλάδας». Αν αυτό δεν είναι βυζαντινό, τότε τί άλλο είναι; Ιδού η απόδειξη πως οι Ελληνες του 1821 συνέχιζαν το Βυζάντιο και θεωρούσαν τους βυζαντινούς ως προγόνους τους:

- Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος της 4/11/1821: «Οἱ κοινωνικοὶ νόμοι τῶν ἀειμνήστων χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδας μόνοι ἰσχύουσι κατὰ τὸ παρὸν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Χέρσον Ἑλλάδαν».

- Προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος, 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέγεται: «Ἄχρι της κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων κωδήκων, αἱ πολιτικαὶ καὶ ἐγκληματικαὶ διαδικασίαι βάσιν ἔχουσι τοὺς Νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἠμῶν αὐτοκρατόρων».

- Νόμος της Επιδαύρου, ήτοι Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, κατά την εν Άστρει Β' Εθνικήν Συνέλευσιν, 1823: «Ἄχρι δὲ τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων Κωδήκων, κατὰ μὲν τὰ Ἐγκληματικὰ καὶ Πολιτικὰ ἰσχύουσιν οἱ Νόμοι τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως».

- Αρ. ΙΑ’ των Πρακτικών της Εθνικής Συνελεύσεως, εν Άστρει, 1 Απριλίου 1823: «[Διορίζεται επιτροπή για] νὰ ἐκθέσῃ τὰ κυριώτερα τῶν ἐγκληματικῶν ἐκ τοῦ προχείρου, ἐρανιζομένη ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Βυζαντινῶν Αυτοκρατόρων».

- Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, 1827, όπου γράφεται: «Ἕως ὅτου δημοσιευθῶσι Κώδικες [...] οἱ Βυζαντινοὶ Νόμοι [...] καὶ οἱ παρὰ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δημοσιευομένοι νόμοι ἔχουν ἰσχύν» (Φώτη Δημητρακόπουλου, Βυζάντιο και Νεοελληνική διανόηση στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, σ. 144, 145, 146).

Στα 1824, εκδίδεται στη Βενετία η Κωνσταντινιάς, παλαιά τε και νεωτέρα˙ ήτοι περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως, συνταχθείσα «παρά ανδρός φιλολόγου και φιλαρχαιολόγου». Στον πρόλογο της ο συγγραφέας γράφει «λείψανα και ερείπια ταύτης της θαυμασίας πόλεως, εις την οποίαν ίσταντο ποτέ τα σκήπτρα της Ανατολικής ημών Αυτοκρατορίας (...) Αυτά λοιπόν τα σεβαστά λείψανα, τα οποία η φιλότιμος χειρ των ημετέρων Αυτοκρατόρων ανήγειρε μεγαλοπρεπώς κατά διάφορας εποχάς». Βλέπουμε πως όχι μόνο οι Εθνοσυνελεύεις του 1821, αλλά και οι απανταχού Έλληνες είχαν, δίχως κανέναν κρατικό ελληνοχριστιανισμό να τους το επιβάλλει, συνείδηση ότι οι Βυζαντινοί είναι οι πρόγονοι τους, δεκαετίες πριν την δήθεν επιβολή της εθνοκρατικής ιδεολογίας του ελληνοχριστιανισμού.

Επομένως η άποψη ότι το Βυζάντιο ήταν, ώς τον Παπαρηγόπουλο, ξένο για τους Έλληνες του 19ου αιώνα, κι ότι μόνο μετά το 1850 απετέλεσε τμήμα της ελληνικής ιδεολογίας, είναι προϊόν άγνοιας. Από την πρώτη εθνοσυνέλευση, από το πρώτο έτος της Επανάστασης οι Έλληνες γνώριζαν και ήταν περήφανοι («αείμνηστοι») ότι οι Βυζαντινοί ήταν οι πρόγονοι τους. Ο ισχυρισμός των Ν/Π ότι τάχα «το Βυζάντιο το εισήγαγε στην Ελλάδα ο Παπαρηγόπουλος» κι ότι δήθεν «αρχικά δεν υπήρχε καμμία σχέση των (απλών και μη) Ελλήνων με το Βυζάντιο, αλλά τάχα μετά παρεισέφρυσε και άλωσε το νεοελληνικό κράτος ο βυζαντινισμός», καθώς και η παχυλή άγνοια ορισμένων άλλων, δεν επαρκούν, για να να καταρρίψουν ή να αποκρύψουν την ιστορική αλήθεια. Είναι αλήθεια ότι το οθωνικό κράτος από το 1833- ώς τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρηγόπουλο, επηρεασμένο από την Δύση αγνοούσε ή απέρριπτε το Βυζάντιο˙ όμως το ελληνικό κράτος προ του 1833, δίχως ξένες «Προστάτιδες Δυνάμεις», καθώς και οι Έλληνες από την πρώτη στιγμή της Ελευθερίας τους, αναφέρθηκαν μέσα από επίσημα κείμενα του Ελληνικού κράτους στη σχέση τους με τους βυζαντινούς προγόνους τους.

Όπως και να έχει η θεωρία του «ελληνοχριστιανισμού» ή «ελληνορθοδοξίας» δεν είναι κρατικό κατασκεύασμα ούτε εκκλησιαστικό. Ούτε ο Ζαμπέλιος, ο οποίος την πρωτοδιατύπωσε, ούτε ο Παπαρρηγόπουλος, που την ανέπτυξε και τεκμηρίωσε, είχαν ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία. Ειδικότερα ο δεύτερος διατυπώνει κατηγορίες εναντίον της Εκκλησίας ότι δεν επεδίωξε τον πλήρη εξελληνισμό των Σλάβων και αλλού εκφράζεται με αρκετή συμπάθεια υπέρ των Εικονομάχων.

Αλλά, αιώνες πριν το 1821, οι θρήνοι των απλών Ελλήνων για την Άλωση είναι απόδειξη. Άραγε θρηνούσαν την καταστροφή ενός κράτους, που σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές, τους κατέστρεφε; Ψεύτικοι ήταν οι θρήνοι; Φτιαχτοί από τους παπάδες μήπως; Τί άλλο παραλογισμό μπορεί κανείς να σκεφτεί; Το Βυζάντιο, για το οποίο έφτιαξαν τόσους θρήνους οι επώνυμοι κι ανώνυμοι Έλληνες της Τουρκοκρατίας, δεν είναι ελληνικό, ενώ η αρχαία Ελλάδα, για την υποταγή της οποίας στους Λατίνους δεν γνωρίζουμε κανέναν θρήνο που να έχει διασωθεί ή να έχει γραφτεί, είναι ελληνική. Ορισμένοι, είτε λόγω θρησκευτικού είτε λόγω ιδεολογικού φανατισμού, θέλουν να αρνηθούν το αυτονόητο, αυτό που δέχονταν οι Έλληνες.

Έγραψε ένας ανώνυμος κρητικός καλόγερος, στο περιθώριο ενός λειτουργικού βιβλίου, την ημέρα που μαθεύτηκε στην Κρήτη η Άλωση της Πόλης: «εις αυνγ’ (1453) Ιουνίου κθ’ (29) ημέρα Σαββάτω ήλθον από Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία κρητικά, του Σγούρου, Υαλινά και του Φιλομάτου λέγοντες ότι εις την κθ’ Μαΐου μηνός της αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη ώρα γ’ της ημέρας εισέβησαν οι αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν το φοσάτον του τούρκου Τζαλαλή Μεεμέτη. Και είπαν ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάτσιν και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθεν ότι χείρον ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς και λυτρώσεται ημάς από της φοβεράς αυτού απειλής».

Και πιο πριν, τα δεκάδες ακριτικά τραγούδια που έπλασε ο ελληνικός λαός για τους δοξασμένους υπερασπιστές των συνόρων της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας, τους Ακρίτες, τους Απελάτες, τους Μεγάλους Δομέστικους, τους Καπετάνω, τί δείχνουν; Άραγε θα τραγουδούσε ώς τις μέρες μας ο ελληνικός λαός, από την Ήπειρο ώς τον Πόντο και απ' τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη ώς τη Θράκη, τα κατορθώματα των υπερασπιστών της Ρωμανίας, εάν ο ελληνικός λαός ένοιωθε πως η Ρωμανία ήταν ξένο κράτος κι ο ίδιος βρισκόταν υπό μακραίωνη κατοχή; Γιατί δεν έπλασσε και αντίστοιχα εξυμνητικά έπη για τους Οθωμανούς ο ελληνικός λαός, αφού σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές Βυζάντιο και Οθωμανική αυτοκρατορία ταυτίζονται (!);

Αμφισβητείται η ελληνικότητα της Ρωμανίας, επειδή το κέντρο της δεν ήταν στην Ελλάδα. Αυτό το επιχείρημα, είτε δείχνει άγνοια του μετασχηματισμού της ελληνιστικής εποχής είτε απλώς συγχέει τα σημερινά όρια του ελληνισμού με τα όρια του ελληνισμού της εποχής εκείνης: η «πραγματική Ελλάδα» εκείνων των εποχών δεν ήταν πλέον μόνο το πιο νότιο τμήμα της Βαλκανικής, αλλά η Μικρά Ασία, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Συρία, η Θράκη. Γι' αυτό και το κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν ήταν κάπου εκτός ελληνικού κόσμου, αλλά στο κέντρο του, μεταξύ ευρωπαϊκού και μικρασιατικού ελληνισμού. Οι νεοπαγανιστές ισχυρίζονται το επιχείρημα ότι ο όρος «Βυζάντιο» χρησιμοποιήθηκε στην χώρα μας εξ επίτηδες, με σκοπό να δημιουργηθεί μια ανύπαρκτη συνείδηση συγγένειας των Νεοελλήνων με τους Ρωμαίους της Νέας Ρώμης. Το επιχείρημα καθ' εαυτό είναι εντελώς αβάσιμο. Σε μια εποχή (19ος αι.) κατά την οποία ο απλός λαός χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του το «Ρωμηός» (λαϊκός όρος του «Ρωμαίος») εξίσου αν όχι συχνότερα από το «Έλληνας», η χρήση του «Βυζαντινός» προκειμένου να χαρακτηριστούν οι Ρωμηοί των Μέσων Χρόνων θα είχε ως αποτέλεσμα (και άρα θα επιβάλλονταν από τους εχθρούς του «Βυζαντίου») όχι την δημιουργία συνείδησης στον ρωμαίικο λαό του 19ου αι. ότι καταγόταν από τους Ρωμηούς της Νέας Ρώμης, αλλά αντίθετα: ότι υπήρξαν κάποιοι αλλόκοτοι «Βυζαντινοί», οι οποίοι δεν είχαν σχέση με αυτόν. Συνεπώς, αν κάποιοι και κάποια «κέντρα εξουσίας» είχαν συμφέρον να καλλιεργήσουν την συνείδηση συγγένειας μεταξύ των Ρωμαίων Νέας Ρώμης και των Ρωμηών του 19ου αι. δεν θα χρησιμοποιούσαν τον όρο «Βυζαντινός», αλλά τους αυθεντικούς όρους «Ρωμηός» και «Ρωμανία» που αποδεικνύουν αυτομάτως στην ύπαρξη καταγωγής των Νεοελλήνων του 19ου αι. από το «Βυζάντιο». Αντίθετα, οι αρχαιόπληκτοι διανοούμενοι του 19ου αι. στο οθωνικό ελληνοβαυαρικό κράτος επέλεξαν συνειδητά τον όρο «Βυζαντινός», ώστε να αποτρέψουν τον λαό να αντιληφθεί την πραγματική καταγωγή του και να ταυτιστεί με τους προγόνους του. Διότι, είναι προφανές ότι, άμα ο λαός – που αυτοαποκαλούνταν Ρωμηός – μάθαινε ότι υπήρξε κράτος των Ρωμηών ονόματι Ρωμανία κι όχι κάποιο αλλόκοτο «Βυζάντιο», αυτομάτως – από το όνομα και μόνο – θα συναισθανόταν απόγονος αυτών. Κι άμα αισθανόταν απόγονός τους, το κρατίδιο θα ζήταγε από τις Μεγάλες Δυνάμεις μια Αυτοκρατορία αντί της “Proper Greece”, δηλαδή της περιοχής της αρχαίας Ελλάδας.