Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 4ο.

67g Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ

Ήταν δεσποτικό το Βυζάντιο; Στην Ρωμαϊκή νομοθεσία υπήρχε ένας νόμος που καταγόταν από την εποχή της ρωμαϊκής δημοκρατίας, και έλεγε πως το κράτος είναι ιδιοκτησία του λαού, και ο λαός ήταν η πηγή της εξουσίας. Ο νόμος αυτός διατηρήθηκε για αρκετό καιρό, κι ακόμα και αφού καταργήθηκε, έμεινε η ανάμνησή του. Μπορεί ο αυτοκράτορας να ήταν η μόνη εξουσία, ωστόσο, αν δεν κυβερνούσε καλά, πολύ σύντομα εκθρονιζόταν από τον δυσαρεστημένο λαό. Οι Ρωμηοί του μεσαίωνα δεν έβλεπαν τον αυτοκράτορα ως επίγειο θεό, αλλά ως άνθρωπο που για μια στιγμή έπαιρνε από το Θεό το βασιλικό αξίωμα, και γι' αυτό έπρεπε να τον σέβονται, όμως αν με οποιονδήποτε τρόπο ο αυτοκράτορας έκανε πράγματα που έδειχναν πως έχανε την εύνοια του Θεού, έπαυε να αξίζει του σεβασμού, και εκθρονιζόταν δια της βίας. Ενώ, όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν παγανιστική ο αυτοκράτορας θεωρούνταν θεός, μόλις έγινε χριστιανική έπαψε αυτή η ασιατική αντίληψη (οι Ασιάτες, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Κινέζοι, Ιάπωνες κ.ά. θεωρούσαν θεούς τους ηγεμόνες τους), και ο αυτοκράτορας ξαναθεωρήθηκε ως ένας απλός άνθρωπος που έτυχε της εύνοιας του Θεού.

Υποστηρίζεται πως η Ρωμανία ήταν θεοκρατική. Άλλοι υποστηρίζουν πως υπήρξε και «καισαροπαπισμός». Η Ελένη Αρβελέρ απαντά σε αυτό: «Η σχεδόν γενική πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον "καισαροπαπισμό" δεν μου φαίνεται ικανή να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη στις σχέσεις ανάμεσα στην κοσμική και στην πνευματική εξουσία. (...) Ο αυτοκράτορας , ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει τον απόλυτο διαχωρισμό, την σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι η πλατιά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει το βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα, δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές. (...) Το διάβημα του Θεοδόσιου του Α' απέτυχε και το προνόμο του αυτοκράτορα να μένει στο εσωτερικό του ιερού καταργήθηκε ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη. (...) Ο διαχωρισμός της αυτοκρατορικής από την εκκλησιατική εξουσία είναι ένα γεγονός που καθιερώθηκε από το βυζαντινό νόμο. Η βυζαντινή ιστορία αναφέρει πολλές απόπειρες πατριαρχών ή αυτοκρατόρων να διαταράξουν την ισορροπία αυτή. Αλλά, ας το επαναλάβουμε για ακόμα μια φορά, πρόκεται για εξαιρετικές περιπτώσεις κι όχι για διαρκείς καταστάσεις. (...) Αλληλεγγύη και συνενοχή ακόμα είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος στο Βυζάντιο, πολύ περισσότερο από ότι ο "καισαροπαπισμός" ή ο "παποκαισαρισμός"» (Ε. Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, σ. 149, 150, 151).

Στην Ρωμανία εκλέκτορες του αυτοκράτορα ήταν η σύγκλητος, ο στρατός κι ο λαός, κι όχι η Εκκλησία. Έπρεπε πρώτα να επευφημηθεί ο αυτοκράτωρ από τα τρία αυτά σώματα και ύστερα ακολουθούσε η στέψη. Ήταν απόλυτος μονάρχης, για όσο καιρό η διοίκησή του ήταν ικανοποιητική (Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 71). Το αν όμως η διοίκησή του ήταν ικανοποιητική, κρινόταν φυσικά όχι από τον μονάρχη, αλλά από τους εκλέκτορες του, δηλαδή δεν ήταν ανεξέλεγκτος. Αν αποδεικνυόταν ανίκανος, οποιοσδήποτε εκ των εκλεκτόρων είχε το δικαίωμα να ανακηρύξει άλλο αυτοκράτορα.

Ήταν το Βυζάντιο θεοκρατικό; Υπήρχαν κοσμικοί νόμοι και η ρωμαϊκη νομοθεσία, σε αντίθεση με π.χ. το Ισλάμ όπου ο κοσμικός και ο θρησκευτικός νόμος συμπίπτουν. Μπορεί ο αυτοκράτορας να επενέβαινε κάποτε στα εκκλησιαστικά όμως υπήρχαν όρια που ήταν σεβαστά (είτε με το καλό είτε με το ζόρι) και από την εκκλησία, και από την κοσμική εξουσία. Όταν π.χ. οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να επιβάλουν την κατάργηση των εικόνων στις εκκλησίες, ή την ένωση των εκκλησιών, απέτυχαν. Όταν πάλι η εκκλησία προσπάθησε να απαγορεύσει τον τρίτο γάμο, απέτυχε, μια και στο Βυζάντιο το ζήτημα αυτό καθοριζόταν από την κοσμική κρατική νομοθεσία. Υπήρχε μια τάση συνεργασίας μεταξύ θρησκείας και κράτους, και όχι θεοκρατίας. Αντίθετα, στην αρχαία πόλη, όπου οι φιλόσοφοι διώκονταν ανηλεώς από τους μάντεις και τους ιεροφάντες, κι όπου η θρησκεία ήταν όργανο κρατικής πολιτικής, είχαμε εκτός από Ιερά Εξέταση, και Καισαροπαπισμό.

67h ΡΩΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΡΧΑΙΩΝ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Το Βυζάντιο σίγουρα δεν ήταν εποχή δίχως διανόηση. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήταν υπό την κρατική φροντίδα (σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια της Δύσης που άρχισαν ως εκκλησιαστικά ιδρύματα), σε αυτό δεν διδάχθηκε ποτέ θεολογία, και ως την τελευταία στιγμή του Βυζαντίου ήταν ξακουστό, και πολλοί δυτικοευρωπαίοι πήγαιναν εκεί για να σπουδάσουν. «Γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτό – κι αυτό χάρη στις εργασίες του Zacharias von Lingenthal – ότι η Σχολή του Δικαίου της Κωνσταντινούπολης, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της Σχολής Δικαίου της Bologna. Το καταστατικό αυτής της Σχολής παρουσιάζει χτυπητές ομοιότητες με το αντίστοιχο της Σχολής της Κωνσταντινούπολης· και το σημαντικότερο, οι Ιταλοί καθηγητές οικειοποιήθηκαν τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι καθηγητές της Κων/πολης. Η επίδραση της Σχολής αυτής έγινε ακόμα περισσότερο αισθητή στις νομικές σπουδές και στη νομοθεσία της μεσημβρινής Ιταλίας και της Σικελίας» (Β. Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 177).

Γνωρίζουμε ότι στο Πανεπιστήμιο της Πόλης «εδιδάσκετο ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος και οι Στωικοί, ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, έπειτα ο Δημοσθένης, ο Ισοκράτης, ο Λυσίας, ο Πίνδαρος, ο Όμηρος, ο Αρχίλοχος, ο Επίχαρμος, ο Νίκανδρος, η Σαπφώ, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. 6ος’, σ. 119). Βλέπουμε, ότι ενώ ο Ιουλιανός ήθελε να μην διδάσκεται ο Επίκουρος κι ο Αρχίλοχος, ενώ ο Πλάτων κι ο Πρόκλος ήθελαν να αφανίσουν τα έργα αντιπάλων φιλοσόφων, οι Ρωμηοί (Χριστιανοί) Έλληνες δίδασκαν και Επίκουρο και Πλάτωνα˙ και Αισχύλο και Αρχίλοχο˙ και Σαπφώ και Σοφοκλή. Δηλαδή, συνένωσαν ό,τι ώς τότε ήταν διεσπασμένο.

«Ἔκτισε δ' ὁ Κωνσταντῖνος καθ'’ ἃ λέγεται, ἐν τῇ πρωτευούσῃ αὑτοῦ [την Κωνσταντινούπολη] μακρὰν στοὰν, ἐν ᾗ συνεζήτουν φιλόσοφοι ἐκ Θηβῶν, Ἀθηνῶν καὶ τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος μετὰ τῶν λογίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, σ. 92).

Λέγεται, πως οι Βυζαντινοί δεν έδιναν σημασία στην αρχαία παιδεία και πως λίγοι ασχολούνταν με αυτήν˙ οι πιο πολλοί αδιαφορούσαν. Ενώ σήμερα, όλος ο κόσμος ξέρει απ' έξω κι ανακατωτά τον Όμηρο και στις πλατείες και τα τηλεοπτικά «παράθυρα» συζητάνε για τον Επίκουρο! Οι σημερινοί δημόσιοι υπάλληλοι κι αξιωματούχοι γνωρίζουν την αρχαία γραμματεία όπως την γνώριζαν οι βυζαντινοί δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο, για να προσληφθούν και οι συγγενείς των νεοελλήνων πρωθυπουργών αναφέρουν στα λογοτεχνικά τους έργα 70 φορές τον Όμηρο, πληρώνοντας μεγάλα ποσά για τα έργα των αρχαίων. Είναι ανακριβές, ότι τάχα σε όλη την Κωνσταντινούπολη «άρα και στην Αυτοκρατορία όλη», μόνο 200-300 σπούδαζαν. Και σε άλλες πόλεις υπήρχαν προϋποθέσεις (ύπαρξη χειρογράφων, δάσκαλοι, πλούσιοι που ήθελαν να μορφωθούν ή να μορφώσουν τα παιδιά τους) για να υπάρξουν μορφωμένοι. Π.χ. ο Λέων ο Μαθηματικός σπούδασε στην Άνδρο˙ ο Βλεμμύδης στην Τρωάδα, στη Σμύρνη και τη Νίκαια. Άλλωστε, δεν ηταν μόνο 200-300 οι ανώτεροι υπάλληλοι. Όπως και να ‘χει: δεν είναι μικρό κατόρθωμα – όπως νομίζεται σήμερα – να αντιγράφεις και να μελετάς Αρχαίους τη στιγμή που έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και άλλων ελληνικών πόλεων παρελαύνει, ανά τους αιώνες, ό,τι βαρβαρικότερο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα (Ούννοι, Γότθοι, Άβαροι, Βούλγαροι, Πέρσες, Σκύθες, Ρως, (παπικοί) Σταυροφόροι).

Στην «εγκύκλιο παίδευση», δηλαδή την αμέσως μετά την κατώτερη εκπαίδευση βαθμίδα της εκπαίδευσης διδάσκονταν τα έπη του Ομήρου, ο Επίχαρμος, ο Αρχίλοχος, ο Νίκανδρος, ο Πίνδαρος, ο Ησίοδος, ο Ξενοφώντας, ο Ηρόδοτος, ο Θουκιδίδης, ο Πλούταρχος, ο Δημοσθένης, ο Λιβάνιος, ο Διόφαντος (άλγεβρα), ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (αστρονομία), ο Αιλιανός (ζωολογία), ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης (βοτανική), ο Ήρωνας και ο Αρχιμήδης (οπτική) κ.ά. όπως φυσική, μουσική-αρμονική, ακόμη και στοιχεία ιατρικής. «Εν τοις σχολείοις της εγκυκλίου παιδεύσεως εδιδάσκετο και η ιστορία, ήτις, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, ήτο "πολλῶν νόος" (P.G. τ. 37, σελ. 1510, 1580), κατά δε τον Μ. Βασίλειον γυμνάζει τον νουν εξ ολίγων αφορμών επιτρέπουσα να υπολογίζη τις τα λειπόμενα και καθ' ήν "ἐκ παλαιᾶς συνηθείας" εδιδάσκοντο, πλην άλλων, αι νίκαι των προγόνων εν Μαραθώνι και Σαλαμίνι (Γρηγόριος Θεολόγος, P.G. τ. 37, σελ. 377)» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. 1ος’, σ. 117). Στην εγκύκλιο εκπαίδευση διδασκόταν «η λογική, (...) και εκ των φιλοσόφων πάλιν τα Αριστοτελικά συγγράμματα και τα του Πλάτωνος μετά των εξηγητών αυτών Πρόκλου, Ιαμβλίχου, Αλέξανδρου Αφροδισιέως, Αμμωνίου και Πορφυρίου, ίσως δε και η Στωϊκή και Νεοπλατωνική φιλοσοφία» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. 1ος, σ. 124). Επίσης διδασκόταν η γεωμετρία κατά τον Ευκλείδη καθώς και η «σφαιρική γεωμετρία». «Σημειωτέον δ' ότι η Άννα η Κομνηνή αναφέρει περί διδασκαλίας γεωμετρικών σχημάτων και θεωρημάτων προς τυφλόν δια της αφής απλώς γενομένην. Περί διδασκαλίας κωφαλάλων ομιλεί ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. Α’, σ. 128). «Εν τοις σχολείοις της εγκυκλίου παιδεύσεως εδιδάσκοντο οία και εν τω Πανεπιστημίω μαθήματα, με μόνην την διαφοράν ότι εν τω ανωτάτω πανδιδακτηρίω η διδσκαλία ήτο ουχί συνοπτική και στοιχειώδης» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. Α’', σ. 135). Έχουμε ειδήσεις για κορίτσια που διδάσκονταν τα μαθήματα είτε κατ' οίκον (Βίος και πολιτεία της οσίας Ευφροσύνης) είτε σε σχολείο θηλέων όπου αυτά στέλνονταν (ο Μιχαήλ Ψελλός κάνει λόγο για τις συμμαθήτριες της κόρης του) είτε ότι στέλνονταν σε μεικτό σχολείο, στις κατώτερες τάξεις (π.χ. Στο Φλώριος και Πλάτζια Φλώρα λέγεται ότι τα δύο παιδιά προεύτηκαν στο σχολείο αντάμα).

Πάντως, «ο J. B. Bury αναμφίβολα είχε δίκαιο, όταν έλεγε ότι στην ανατολική αυτοκρατορία «κάθε αγόρι και κορίτσι, του οποίου οι γονείς του μπορούσαν να πληρώνουν, εκπαιδεύονταν, αντίθετα προς τη Δύση, όπου στους σκοτεινούς αιώνες η μελέτη των βιβλίων περιορίζονταν μόνο στα μοναστήρια. (...) Αλλά ακόμη και παιδιά της μεσαίας τάξεως, όπως ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (9ος αι.) ή ο Ψελλός, μπορούσαν να μορφωθούν καλά. (...) Μπορεί, πράγματι, να συναχθή το συμπέρασμα ότι αγόρια όλων των τάξεων μπορούσαν , και συχνά το έκαναν, να σπουδάζουν από τη νηπιακή τους ηλικία μέχρι της ηλικίας των είκοσι έως τριάντα ετών. Οι γονείς του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου ήλπιζαν ότι «η επιστήμη και τα γράμματα» θα του έδιναν την δυνατότητα να καταλάβη καλή θέση, και σε όλους τους κύκλους της συναλλαγής και του εμπορίου πιθανώς επικρατούσε η ίδια γνώμη και η ίδια πρακτική» (Georgina Buckler στο H. Baynes-H.St.L.B. Moss, Βυζάντιο˙ εισαγωγή στον Βυζαντινό πολιτισμό, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας, σ. 289, 299). 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου