Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Διάφορες αντιρρήσεις των επικριτών της Παλαιάς Διαθήκης, 1ο.

α') "Το όνομα Elohim που αναφέρεται στο στίχο ΓΕΝΕΣΙΣ Α’, 1, ως όνομα του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.) είναι πληθυντικός του ονόματος Eloach. Δηλαδή οι ίδια η εβραϊκή βίβλος παραδέχεται, αντί για ένα Θεό πολλούς – που συμπεριφέρονται ως ένας. Οι Elohim δεν ήταν ένας, ήταν αναρίθμητα πνεύματα, ανώνυμα και αόρατα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο πληθυντικός δεν συνεπάγεται ύπαρξη πολλών θεών, ενός πανθέου. Η Π.Δ. χρησιμοποιεί το πληθυντικός Elohim πάντα με ρήματα ενικού προσώπου (χρησιμοποιεί ρήματα στον πληθυντικό, μόνο όταν αναφέρεται στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας που συνομιλούν μεταξύ τους). «Το περίεργο της χρησιμοποίησης ενός ονόματος σε πληθυντικό για αν προσδιορίσει το μοναδικό Θεό του Ισραήλ, εξηγείται με διαφόρους τρόπους. Ορισμένοι ερευνητές το θεωρούν κατάλοιπο του πολυθεϊσμού των προγόνων του Αβραάμ ή το εκλαμβάνουν ως πληθυντικό, που εκφράζει μια περιεκτική αφηρημένη έννοια, όπως λ.χ. η νεότης (ne’urim), το γήρας (zequinim). Άλλοι αναζητούν σ’ αυτό έναν πληθυντικό μεγαλοπρεπείας ή υπεροχής ή μεγέθους (pluralis majestalis ή excellentiae ή amplitudinis). Διατυπώνεται επίσης η άποψη ότι το Elohim δεν είναι πληθυντικός αλλά ενικός, η οποία βασίζεται στη δυνατότητα που παρέχει η εβραϊκή γραμματική να το εκλάβουμε ως υπερθετικό βαθμό του Eloach, το οποίο ως ομόρριζο της λ. ayil (δυνατός, ισχυρός) αποκτά τη μεταφορική σημασία της «δύναμης». Έτσι η μετάφραση του Elohim ως «ισχυρότατος, παντοδύναμος» αντί του «Θεός» αποδίδει πλήρως αυτό που θέλει να τονίσει ο ιερός συγγραφέας, δηλ. το ιδίωμα του Θεού ως δυνατού σ’ ένα έργο κατ’ εξοχήν δυνάμεως, όπως η Δημιουργία. Πιθανότερη ωστόσο φαίνεται η εκδοχή ότι το Elohim εισέρχεται και καθιερώνεται στην αρχαία εβραϊκή κατ’ επίδραση προϊσραηλιτικής χρήσης του ως ενικού, στη Βαβυλώνα και τη Χαναάν, για τον προσδιορισμό ενός συγκεκριμένου θεού αντιπροσωπευτικού του ειδωλολατρικού πανθέου (Ο B. W. Anderson αναφέρει συναφώς ότι οι βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν τον πληθ. «ilanu» (θεοί) για το θεό Sin της σελήνης εκφράζοντας έτσι την πίστη τους ότι είναι ο υπεράνω όλων θεός, στον οποίο αντιπροσωπεύεται το βαβυλωνιακό πάνθεο. Επίσης οι χαναναίοι ως υποτελείς των αιγυπτίων αποκαλούσαν το θεοποιημένο Φαραώ «ilania» (θεοί μου), με τη σκέψη ότι η θεότητα συγκεντρώνεται στο πρόσωπό του). Οι αρχαίοι εβραίοι υιοθέτησαν αυτόν τον όρο, όταν, μετά την εγκατάσταση του Αβραάμ και των οικογενών του στην Παλαιστίνη, αντάλλαξαν την αραμαϊκή γλώσσα, που μιλούσαν, με την «χαναανίτιδα γλώσσαν» (sephath kena’an, Ησ. 19, 18) – την άλλως γνωστή εβραϊκή–, η οποία τον εμπεριείχε. Τον προσάρμοσαν όμως στο πνεύμα της μονοθεϊστικής τους πίστης. Έτσι, στην Π. Διαθήκη, ενώ διατηρεί το σχήμα του πληθυντικού, χρησιμοποιείται ως ενικός – όταν βεβαίως δεν αναφέρεται σε εθνικούς θεούς – υπό την έννοια ότι ο Θεός του Ισραήλ, λόγω της μοναδικότητας και της υπεροχής του, εμπερικλείει εν Εαυτώ όλους τους θεούς αλλά και διακρίνεται απ'’ όλους. Είναι ο απολύτως Εις και όχι ένας μεταξύ των πολλών. Ως εκ της ερμηνείας του αυτής το Elohim σημαίνει την πληρότητα της θεότητας, το Θεό με την απόλυτη έννοια, ως πολλαπλότητα και πληρότητα δυνάμεων (...). Η αναφορά εδώ του Elohim υπαινίσσεται το Δημιουργό Θεό ως απόλυτο κύριο της κτίσης και κυρίαρχο της ιστορίας. (...). Η κατάθεση του ονόματός του είναι σαφώς δηλωτική της μονοθεΐας της Π. Διαθήκης, η οποία εκφράζει την πίστη σ’' έναν και μόνον υπερβατικό και προσωπικό Θεό, με ρητή άρνηση κάθε άλλου θεού, που την αντιδιαστέλλει από την ενοθεΐα και την πολυθεΐα, τον αθεϊσμό και τον πανθεϊσμό» (Στ. Ε. Καλαντζάκη, Δρ. Θ., «Εν Αρχή εποίησεν ο Θεός». Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, σ. 63-68).

Όπως λέει κι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, (Περί κατασκευής ανθρώπου, 7, 3), αν οι φύσεις (ουσίες) των προσώπων που συνολικά ονομάζονται «Elohim» ήταν μεταξύ τους ανόμοιες (δηλαδή εάν υπήρχαν τρεις θεοί κι όχι ένας), τότε δεν θα έλεγε η Γένεση (Α’, 26): «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την δική μας εικόνα», αλλά θα έλεγε «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τις δικές μας εικόνες». Αν το Elohim της Γένεσης σήμαινε πολυθεϊσμό, τότε αυτό θα έγραφε το κείμενο˙ για (τρεις) «εικόνες» (τριών διαφορετικών θεών που περικλείονται στον όρο Elohim) κι όχι για (μία) «εικόνα» (ενός Θεού με τρεις υποστάσεις). Γιατί δε θα ήταν δυνατό εκείνα που δεν ομοιάζουν μεταξύ τους, να αναδειχθούν σε ένα ομοίωμα.

β') "Ο μύθος του Αδάμ και της Εύας είναι δανεισμένος από αντίστοιχους Βαβυλωνιακούς και Σουμεριακούς μύθους για τον Αδάπα (Adapa), το μύθο για το φυτό της ζωής κ.ά."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: καταρχήν, αυτό που προκύπτει, ανεξάρτητα από τις ομοιότητες ή διαφορές μεταξύ της βιβλικής και της βαβυλωνιακής διήγησης, είναι ότι αυτά που ο Μωυσής και οι Βαβυλώνιοι πραγματεύονται προέρχονται από μια πανάρχαια κοινή παράδοση. Η κοινή αυτή παράδοση συνεπάγεται την ύπαρξη κάποιας αλήθειας στους βαβυλωνιακούς μύθους και στη διήγηση της Βίβλου. Αν υπάρχει κάποια απ’ τις δύο διηγήσεις που είναι πιο κοντά στην αλήθεια, αυτή είναι της Βίβλου. Ενώ η βαβυλωνιακή εκδοχή είναι γεμάτη εξωτικά θεϊκά φαντάσματα αναδυόμενα απ’ το χάος, τα οποία πολεμούν μεταξύ τους για να υπερισχύσουν το ένα του άλλου, τέρατα, αταξία, κλοπές, φόνοι κι άλλες «θεϊκές» πράξεις των δεκάδων «θεών». Στην Αγία Γραφή έχουμε εξαιρετική απλότητα και λαμπρότητα, ομαλή και θαυμαστή δημιουργία, η οποία αρχίζει απ’ τα ατελέστερα και προχωρεί στα πολυπλοκότερα δημιουργήματα. Στην αρχαία Εγγύς Ανατολή ο κανόνας είναι ο εξωραϊσμός κι ο εμπλουτισμός των αρχικών απλών ιστοριών και παραδόσεων, κι όχι η ιστορικοποίηση και το πλάσιμο ψευδο-ιστορίας (απλούστευσης των πολύπλοκων αρχικών μύθων). Αυτό παρατηρούμε στη Μεσοποταμία σχετικά με την εξέλιξη μύθων και παραδόσεων γύρω από το πρόσωπο του μυθικού βασιλιά Γιλγαμές (Gilgamesh) καθώς και στον αιγυπτιακό μύθο του Σέσωστρι ή τις παραδόσεις για τους Υξώς (K. A. Kitchen, Ancient Orient and Old Testament, The Tyndale Press, London 1966, p. 89). Είναι δύσκολο να φανταστούμε, αν η εξέλιξη των αρχικών παραδόσεων γινόταν αντίθετα από τον τρόπο που προαναφέραμε, τα εξής πράγματα: πρώτον πώς και γιατί η αρχική διήγηση ήταν πολύπλοκη και μυθική (κι όχι απλή, μεστή κι λογοτεχνικά ακατέργαστη, όπως στην Γένεση) και δεύτερον, αν ήταν η αρχική διήγηση πλούσια, με εξωραϊσμούς, μυθική και πλήρης θεομαχιών, τότε πώς κατάφερε ο Μωυσής να απομακρύνει από την αρχική διήγηση όλα τα μυθικά στοιχεία, όλες τις δεισιδαιμονίες, τον πολυθεϊσμό, τις διαμάχες μεταξύ των θεών, και να μας δώσει μια απολύτως μονοθεϊστική περιγραφή, εν μέσω τόσων πολυθεϊστικών θρησκειών της Μ. Ανατολής.

Εδώ θα απαντήσουν κάποιοι ότι η γραπτή περιγραφή που κάνουν τα βαβυλωνιακά έπη είναι αρχαιότερη της συγγραφής της Γένεσης. Η ιστορία του Αδάμ είναι αρχαιότερη από την εποχή της γραπτής καταγραφής των βαβυλωνιακών επών. Και πράγματι η Γένεση γράφτηκε μετά την καταγραφή των βαβυλωνιακών επών. Ωστόσο, ο χρόνος καταγραφής των μυθολογιών ή της βιβλικής εκδοχής δεν είναι ο σημαντικότερος παράγοντας, βάσει του οποίου θα κρίνουμε την ακριβέστερη περιγραφή εκ της μυθολογίας και της βιβλικής εκδοχής. Για παράδειγμα, τα ομηρικά έπη καταγράφηκαν γραπτώς μόνο τον 6ο αιώνα, στην Αθήνα, όταν ήταν τύραννός της ήταν ο Πεισίστρατος. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα (σε κάποια εκστρατεία Αχαιών κατά της Τροίας, εφτά αιώνες πριν, τον 13ο αι.) ούτε ότι πριν την καταγραφή τους, τα προφορικά ομηρικά έπη δεν υπήρχαν (δλδ δημιουργήθηκαν όταν καταγράφηκαν μόνο). Άλλο πράγμα η χρονολογία καταγραφής ενός έπους, και άλλο η (προφορική) προΰπαρξη και η χρονολογία δημιουργίας του έπους αυτού. Ο σημαντικότερος παράγοντας είναι το πόσο επεξεργασμένο είναι ένα κείμενο. Όσο πιο αρχαίο είναι ένα κείμενο και μια προφορική παράδοση, τόσο πιο «άχαρο» λογοτεχνικά είναι, πιο απλό (δίχως πολλή φαντασία και τέρατα και θεομαχίες), σαν ξερή καταγραφή γεγονότων. Αυτό που δείχνουν οι ομοιότητες μεταξύ βαβυλωνιακών επών και Γένεσης είναι ότι υπάρχει μια πανάρχαια κοινή παράδοση, η οποία αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, κι όχι ότι η Γένεση είναι αντιγραφή των επών.

γ') «Η προσταγή «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» αφορά αποκλειστικά τους Ισραηλίτες».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κι όμως, υπάρχουν επικριτές της Παλαιάς Διαθήκης που ισχυρίζονται τόσο αναληθή πράγματα! Η ευχή – και όχι «προσταγή» – αυτή δίνεται στη ΓΕΝΕΣΗ Α'’, 28, προς τους πρώτους ανθρώπους. Οι πρώτοι άνθρωποι δεν ήταν Ισραηλίτες. Από αυτούς κατάγεται όλη η ανθρωπότητα. Ισραήλ υπάρχει μετά τον Αβραάμ.

δ') «Δεν είναι αντιγραφή της βαβυλωνιακής μυθολογίας η αναφορά της Παλαιάς Διαθήκης περί δέντρου της ζωής; Δεν είναι, λοιπόν, σκέτη αντιγραφή των παγανιστικών θρησκειών η Π.Δ.;»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Βεβαίως η αντίληψη για ένα μαγικό φυτό, που πρσφέρει ζωή στον άνθρωπο ή προξενεί το θάνατο, ήταν ευρέως διαδεδομένη στην αρχαία Εγγύς Ανατολύ. Είναι εντούτοις σαφές ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ τού δέντρου της ζωής στη διήγηση της Γενέσεως και του μαγικού φυτού των μυθικών αφηγήσεων των πολυθεϊστών. Διότι το μεν πρώτο αντλεί την υπερφυσική του δύναμη από το Θεό, στην κατοχή του οποίου ανήκει, ενώ το δεύτερο κατέχει μαγική δύναμη αφ’ εαυτού˙ το πρώτο έχει να κάνει με την αθανασία του ανθρώπου και όχι με την επιμήκυνση της ζωής ή το θάνατό του, όπως το δεύτερο. Περί του μαγικού φυτού μάς πληροφορεί κυρίως το σχετικό με τη δημιουργία εκτενές έπος του Giglamesh, που βρέθηκε στα ερείπια των ανακτόρων του Ασσουρμπανιπάλ στη Νινευή ης Ασσυρίας. Εκεί περιγράφεται ως ακανθώδες φυτό, το οποίο ο μυθικός βασιλιάς της Ουρούκ της Μεσοποταμίας Γκιλγαμές καλείται να πιάσει με τα χέρια του, χωρίς να κεντηθεί από τα αγκάθια του, και να φάει τον καρπό του, προκειμένου έτσι να επιστρέψει στην κατάσταση της νεότητας και να διατηρηθεί στη ζωή. Αν αποτύγχανε στην προσπάθειά του, τότε θα τού αφύπνιζε τον τρόμο και τη φρίκη του επικειμένου θανάτου του. Παρόμοιες σκέψεις στο θέμα της απωλεσθείσας αθανασίας διατυπώνονται και στον Ακκαδικό μύθο του Adapa, στον οποίο προσφέρεται ο άρτος της ζωής. Οι μυθικές αυτές αντιλήψεις, ότι η ζωή αποκτάται δια μέσου ενός φυτου ή του άρτου, είναι τελείως μαγικές και ασφαλώς ξένες προς το ρόλο του βιβλικού δέντρου. Διότι το δέντρο της ζωής στην Π. Διαθήκη δεν προσφέρει αιώνια ζωή στον άνθρωπο αφ’ εαυτού. Αποτελεί απλώς το φορέα της, αφού στην πραγματικότητα ο Θεός είναι η πηγή της ζωής και αυτός την προμηθεύει μυστηριωδώς σ’ αυτό. Δια της θείας ενέργειας μεταδίδεται ουσιαστικά η υπερφυσική δύναμη της ζωής στους καρπούς του παραδείσιου δέντρου, που ανήκει στη φυτεία του Θεού. Ο δε θάνατος του ανθρώπου δεν οφείλεται ασφαλώς στην απώλεια του δέντρου αλλά στην αμαρτία που προξένησε η παρακοή του και τον εξώθησε από τον παράδεισο. Το γεγονός άλλωστε ότι ο στίχος Β’ 9, δίδει έμφαση όχι στο δέντρο της ζωής αλλά σ’ αυτόν που το φύτευσε, ενισχύει την ιδέα ότι η ζωή προέρχεται από το Θεό και όχι από το δέντρο» (Στ. Ε. Καλαντζάκη, Δρ. Θ., «Εν Αρχή εποίησεν ο Θεός». Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, σ. 384-385).

ε') «Το να μην επιτρέψει ο θεός στους ανθρώπους που έπλασε να μάθουν να διακρίνουν το καλό από το κακό, δεν είναι υπερβολικά παράλογο; Γιατί, τι πιο ηλίθιο από τον άνθρωπο που δεν μπορεί να διακρίνει το καλό από το κακό; Αφού είναι προφανές ότι τα μεν κακά δεν θα τα αποφύγει, τα δε καλά δεν θα τα επιδιώξει. Και το πιο σημαντικό: ο θεός δεν επέτρεψε στον άνθρωπο να γευθεί τη φρόνηση, από την οποία δεν υπάρχει τίποτα που να αξίζει γι' αυτόν περισσότερο. Επομένως το φίδι είναι ευεργέτης μάλλον, και όχι καταστροφέας του ανθρώπινου γένους. Με βάση αυτά, πρέπει να πούμε ότι ο θεός είναι φθονερός. Γιατί όταν είδε τον άνθρωπο να μετέχει στη φρόνηση, προκειμένου να μη γευτεί, λέει, από το δέντρο της ζωής, τον ξαπόστειλε από τον παράδεισο λέγοντας ξεκάθαρα: "Να, ο Αδάμ έφτασε, σαν ένας από εμάς, να γνωρίζει το καλό και το κακό. Τώρα λοιπόν, μη τυχόν και απλώσει το χέρι, και πάρει, και φάει από το δέντρο της ζωής, και ζήσει αιώνια." Γιατί (..) το να απαγορεύει τη γνώση του καλού και του κακού, που είναι το μόνο πράγμα που φαίνεται να δίνει συνοχή στον ανθρώπινο νου, και επιπλέον το να φθονεί, μήπως ο άνθρωπος πάρει από το δέντρο της ζωής και από θνητός γίνει αθάνατος, αυτά είναι χαρακτηριστικά υπερβολικά φθονερού και μνησίκακου όντος.»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: ο Θεός δεν επέτρεψε στον άνθρωπο να γευτεί το δέντρο της γνώσης – δηλαδή να μάθει το καλό και το κακό – όχι επειδή δεν ήθελε να γίνει ο Αδάμ «σαν κι εμάς», δηλ. αθάνατος – το να γίνει κατά χάριν θεός είναι το σχέδιο του Θεού αλλά επειδή ο Αδάμ πνευματικώς βρισκόταν σε νηπιακή/βρεφική ακόμα κατάσταση, η γνώση του καλού/κακού δεν θα τον οφελούσε, θα του έκανε κακό. «Ο χαρακτηρισμός από ορισμένους πατέρες των πρωτοπλάστων ως «νηπίων» δεν έχει να κάνει με τη γνώση του καλού και πονηρού, αλλά με την ανάπτυξη του «κατ’' εικόνα» της δημιουργίας τους και τη μεταβολή του στο «καθ'’ ομοίωσιν». Χρησιμοποιείται είτε για να τονίσει ότι ο πρώτος άνθρωπος δεν ήταν επαρκώς ώριμος για να δεχθεί την τέλεια γνώση είτε για να εξάρει την αθωότητά και απλότητά του» (Στ. Ε. Καλαντζάκη, Δρ. Θ., «Εν Αρχή εποίησεν ο Θεός». Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, σ. 409). Το κρέας π.χ. είναι ωφέλιμο, αλλά ένα βρέφος χωρίς δόντια, δεν μπορεί ακόμη να το φάει, κι αν δοκιμάσει να το φάει, θα βλαφτεί. Μη έχοντας την πνευματική ανάπτυξη που έπρεπε, η γνώση του καλού και του κακού εκείνη τη στιγμή θα έκανε κακό στον Αδάμ. Αυτό φοβήθηκε ο θεός κι όχι μή τυχόν το απείρως κατώτερό του δημιούργημα γίνει σαν κι αυτόν. Επομένως το φίδι διατάραξε την πνευματική πορεία του ανθρώπου, δίνοντάς του πράγματα που ακόμη – λόγω μη επαρκούς ανάπτυξης – δεν μπορούσε να διαχειριστεί, και δεν ήταν ο θεός φθονερός.

«Η ονομασία αυτή («της γνώσεως του καλού και του κακού») δεν υπαινίσσεται βεβαίως ότι ο πρωτόπλαστος πριν από τη βρώση του απαγορευμένου καρπού αγνοούσε το καλό και το κακό, αφού είναι γνωστό ότι, πέραν από την ανεπτυγμένη βούληση και νοημοσύνη του, «είχε λογισμόν δεκτικόν καλού τε και πονηρού (Προκοπίου Γαζαίου, Εις την Γένεσιν ερμηνεία, 161 D), αλλά’ υποδηλώνει ότι μετά τη βρώση του απέκτησε «της αμαρτίας την αίσθησιν» (Θεοδώρητου Κύρου, PG 80, 124 BC), με συνέπεια την απογύμνωσή του από τη θεία δόξα» (Στ. Ε. Καλαντζάκη, Δρ. Θ., «Εν Αρχή εποίησεν ο Θεός». Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, σ. 404). Δεν πρόκειται, λοιπόν, για την ηθική διάκριση/γνώση του καλού από το κακό. «Το γεγονός ότι ο Θεός τού έδωσε εντολή να μη φάγει από τον καρπό του, μαρτυρεί ότι αυτός γνώριζε πριν από την πτώση του πώς να διακρίνει το ορθό από το εσφαλμένο. Γνώριζε δηλ. ότι το καλό έγκειται στην υπακοή προς το Θεό και το κακό στην ανυπακοή προς Αυτόν. Και τούτο διότι με τη δημιουργία του είχε δεχθεί μέσα του αυτομάτως τον έμφυτο ηθικό νόμο. Από αυτόν άλλωστε το φυσικό νόμο εμφορούνται όλοι οι άνθρωποι, κατά τη μαρτυρία του αποστόλου Παύλου» (Στ. Ε. Καλαντζάκη, Δρ. Θ., «Εν Αρχή εποίησεν ο Θεός». Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, σ. 407). Ούτε πρόκειται για την αφύπνιση του λογικού. «Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι˙ πρώτον γνωρίζει τη φύση των ζώων, όταν καλείται να τους δώσει ονόματα, χωρίς να συγχέει το γένος και την τάξη τους˙ δεύτερον, αναγνωρίζει την υπεροχή του όχι μόνον έναντι των ζώων αλλά και της λοιπής ορατής κτίσεως˙ τρίτον, αντιλαμβάνεται, βλέποντας ενώπιόν του την Εύα ευθύς μετά τη δημιουργία της, ότι πρόκειται για ον όμοιο μ'’ αυτόν» (Στ. Ε. Καλαντζάκη, Δρ. Θ., «Εν Αρχή εποίησεν ο Θεός». Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, σ. 409). Η παγγνωσία, δηλαδή η δυνατότητα πραγματοποίησης των πάντων θεωρείται ότι «προσεγγίζει περισσότερο στο θεολογικό νόημα του «γιγνώσκειν καλόν και πονηρόν». Πρόκειται για τη γνώση των πάντων όχι στη θεωρητική της έννοια, αλλά στην πρακτική της δυνατότητα και εφαρμογή, που μεταφράζεται σε παντοδυναμία. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι στη βιβλική σκέψη η μεν «γνώση» (da’ath) έχει πρακτικό και όχι θεωρητικό χαρακτήρα, δυναμικό και όχι νοησιαρχικό, οι δε αντίθετες έννοιες «καλόν και πονηρόν» (tobh wara’) εκφράζουν την ολότητα. Πράγματι ως προς τη «γνώση» αυτή είναι για τον ισραηλίτη ολοκληρωτικά προσανατολισμένη στην πράξη˙ η πράξη είναι η εξωτερική εκδήλωση της σκέψης. Ως προς το «καλόν και πονηρόν», αυτά, ως ζεύγος αντίθετων εννοιών, χρησιμοποιούνται τόσο στην Αγ. Γραφή όσο και στη θύραθεν γραμματεία προς δήλωση της ολότητας (π.χ. «οὐ δυνησόμεθα οὖν σοι ἀντειπεῖν κακὸν ἢ καλόν.» = δεν έχουμε τίποτε να πούμε, Γεν. 24, 50˙ «καὶ οὐκ ἐλάλησεν ᾿Αβεσσαλὼμ μετὰ ᾿Αμνὼν ἀπὸ πονηροῦ ἕως ἀγαθοῦ» = δεν είπε απολύτως τίποτε, Β’ Βας. 13, 22 ή το αρχαιοελληνικό «οἵ τ’ ὄντες, οἵ τ’ ἀπόντες» = οι πάντες, Σοφοκλή Αντιγόνη στ. 1247 ή τα νεοελληνικά «για καλό και για κακό» = για παν ενδεχόμενο, και «λύνει και δένει» = είναι παντοδύναμος). Επομένως η γνώση του καλού και του κακού στο κείμενο της Γενέσεως δεν είναι η θεωρητική γνώς των πάντων (παγγνωσία), αλλά η δυνατότητα πραγματοποίησής τους, δηλ. η παντοδυναμία. Μια τέτοια δυνατότητα γνώσης και πραγματοποίησης των πάντων ανήκει μόνο στο Θεό. Στο Θεό αποκλειστικά ταιριάζουν οι ιδιότητες της παγγνωσίας και της παντοδυναμίας. Αυτός υπήρξε άλλωστε ο πειρασμός, στον οποίο υπέβαλε ο όφις τον άνθρωπο˙ «ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν» (Γεν. 3, 5)» (Στ. Ε. Καλαντζάκη, Δρ. Θ., «Εν Αρχή εποίησεν ο Θεός». Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, σ. 413).

Επομένως, δεν πρόκειται για κάποια ευεργετική πρόταση του όφι-διαβόλου προς τους πρωτόπλαστους, αλλά για την απατηλή υπόσχεση της παντοδυναμίας. Δηλαδή ότι το δημιούργημα τάχα θα μπορούσε να εκμηδενίσει την άπειρη απόσταση από το δημιουργό του, παρ’ όλες τις φυσικές και πνευματικές του ατέλειες. Η συμπεριφορά των πρωτοπλάστων της Αγ. Γραφής ουσιαστικά στην αρχαία Ελλάδα θα ονομαζόταν «ύβρις». ’λλωστε, οι αρχαιοκεντρικοί δεν μπορούν να κατακρίνουν το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τη στιγμή που ο Δίας τιμωρεί τον ευεργέτη των ανθρώπων, τον Προμηθέα, που δεν προσπάθησε καν να εξισώσει θεούς και ανθρώπους, αλλά απλώς να τους δώσει τη φωτιά, δηλαδή να τους βοηθήσει απλώς να επιβιώσουν.

στ') «Και το φίδι που μίλησε με την Εύα, ποια γλώσσα θα πούμε ότι χρησιμοποίησε; Μήπως την ανθρώπινη; Και σε τι διαφέρουν όλα αυτά από τους μύθους που έπλασαν οι Έλληνες»;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Διαφέρουν στο ότι, σε αντίθεση με τους συμβολισμούς της Παλαιάς Διαθήκης, δέν γίνεται να δοθεί «μυστικό» νόημα κι ερμηνεία σε όλους αυτούς τους χιλιάδες, μυριάδες αρχαιοελληνικούς μύθους που οι περισσότεροι είναι καθαρή φαντασία. Το φίδι μπορεί να μίλησε σε γλώσσα ανθρώπινη, κατά παραχώρηση, ή μπορεί να είναι συμβολισμός της παρουσίας του διαβόλου και της επικοινωνίας του με τον άνθρωπο.

«Όσον αφορά στο είδος και τη φύση της συνομιλίας του όφι με την Εύα, εκφράζεται η άποψη ότι η συνομιλία αυτή ήταν πνευματικής φύσεως, που έλαβε χώρα στη διάνοιά της. Προφανώς η Εύα, λόγω της πρωτόγονης κατάστασης που ζούσε στον παράδεισο, να είχε την αίσθηση ότι ανταλλάσσει σκέψεις με τον όφι – με τον οποίον άλλωστε ήταν εξοικειωμένη διαβιώνοντας στον ίδιο χώρο –, επικοινωνώντας μ’' αυτόν κατά τρόπο πνευματικό» (Στ. Ε. Καλαντζάκη, Δρ. Θ., «Εν Αρχή εποίησεν ο Θεός». Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, σ. 501). Η ίδια λέξη του εβραϊκού κειμένου, που μεταφράζεται στα ελληνικά ως «όφις», η λέξη nachash διαφορετικά φωνηεντισμένη σημαίνει τη μαντεία, η οποία στην αρχαία Εγγύς Ανατολή συνδέεται με διαδικασίες, όπου εμπλέκεται και ο όφις (Στ. Ε. Καλαντζάκη, Δρ. Θ., «Εν Αρχή εποίησεν ο Θεός». Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, σ. 486).

ζ') ΓΕΝΕΣΙΣ Γ’ 9 «καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ᾿Αδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ᾿Αδάμ, ποῦ εἶ;».«Ο «παντογνώστης» Θεός ρωτά τον κρυμμένο, μέσα στην βλάστησι του παραδείσου, Αδάμ πού είναι(!!!!)»

ΓΕΝΕΣΙΣ Δ’ 9 «καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Κάϊν· ποῦ ἔστιν ῎Αβελ ὁ ἀδελφός σου;». «Μετά την δολοφονία του ’βελ από τον Κάιν ο ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΤΗΣ υποτίθεται Γιαχβέ κάνει την απίστευτη ερώτησι στον Κάιν πού είναι»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Για να αρχίσει ο Θεός μια συζήτηση με τον Αδάμ, να τον κάνει να εκφραστεί και να ομολογήσει τί έκανε – δίνοντάς του την ευκαιρία να ζητήσει συγγνώμη – έπρεπε να τον ρωτήσει. Το ίδιο έκανε και με τον Κάιν: έπρεπε ο Θεός να ρωτήσει τον Κάιν, ώστε να τον αναγκάσει να απαντήσει, μήπως και ο Κάιν καταλάβει τί είχε μόλις κάνει και ζητήσει συγγνώμη. Ο Θεός φυσικά και ήξερε πού ήταν ο Άβελ και ο Αδάμ. Το ότι το ήξερε φαίνεται από τη συνέχεια της διήγησης, όπου και στους δύο λέει τί έκαναν, ώστε να αποδείξει την κουτοπονηριά τους, επειδή απέφευγαν να απαντήσουν αμέσως.

η') "Από πού βρήκε γυναίκα ο Κάιν, όταν έφυγε απ’ το μέρος όπου έμενε με τους γονείς του; Η Γένεση λέει ότι γνώρισε κάποια από την χώρα Ναίδ, απέναντι από την Εδέμ. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν κι άνθρωποι – απ'’ τη φυλή των οποίων έλαβε γυναίκα ο Κάιν που δεν τους έπλασε ο θεός της Βίβλου. Άρα ο Θεός έπλασε μόνο τους Εβραίους-απόγονους του Αβραάμ. Συνεπώς εμείς οι Έλληνες δεν πλαστήκαμε από τον Γιαχβέ και δεν οφείλουμε να τον λατρεύουμε."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κατά πρώτον, του αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου: «Ίσως όμως θα ημπορούσε να ερωτήση κανείς˙ πώς, ενώ η Αγία Γραφή δεν ανέφερεν άλλην γυναίκαν, ο Κάιν απέκτησε γυναίκα; Μη σε παραξενεύη αυτό, αγαπητέ. Διότι πουθενά μέχρι τώρα δεν κάνει κατάλογο των γυναικών με ακρίβεια, αλλά αποφεύγουσα η Αγία Γραφή το περιττόν αναφέρει μόνον τους άνδρας, και όχι αυτούς όλους, αλλά μας διηγείται συντομώτερα λέγουσα, ότι ο τάδε εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανε. Φυσικόν λοιπόν ήτο και τώρα η Εύα να εγέννησε θυγατέρα μετά τον Κάιν και τον Άβελ, την οποίαν έλαβεν ως σύζυγον ο Κάιν. Επειδή λοιπόν ήτο αρχή και έπρεπε να αυξηθή το ανθρώπινον γένος εις το μέλλον, επετρέπετο να συνέρχονται εις σαρκικήν μείξιν με τας αδελφάς των. Δια τούτο βεβαίως η Γραφή, αφού αφήση να γνωρίσωμεν ημείς τα επόμενα, διηγείται αυτό μόνον λέγουσα˙ "και συνευρέθη ο Κάιν με την γυναίκα του, η οποία αφού συνέλαβεν εγέννησε τον Ενώχ" (...) Αλλά όπως ακριβώς εις την περίπτωσιν του Κάιν είπεν, ότι "συνευρέθη με την γυναίκα του", χωρίς να μας διδάξη τίποτε, ούτε να μας ειπή από πού είχε την γυναίκα» (άγ. Ιω. Χρυσοστόμου, ομιλία κ’' εις την Γένεσιν, 1).

Η Γένεση γράφει (Δ’', 16-17): ἐξῆλθε δὲ Κάϊν ἀπὸ προςώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Ναὶδ κατέναντι Ἐδέμ. Καὶ ἔγνω Κάϊν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Ἐνώχ. Καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασε τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, Ἐνώχ». Ναίδ στα εβραϊκά σημαίνει «ταραχή». Δεν είναι το όνομα κάποιων ανθρώπων ούτε το όνομα που είχαν δώσει κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι προϋπήρχαν εκεί στην περιοχή τους. Τουλάχιστον η Αγία Γραφή δεν αναφέρει κάτι τέτοιο. Αργότερα ονομάστηκε γη «ταραχής», διότι ο Κάιν πήγε εκεί ταραγμένος και φοβισμένος. Η αντίρρηση, ότι ο Κάιν στο στίχο 14 φοβάται μην τον σκοτώσει κανείς, ενώ αυτός θα περιπλανιέται, δεν συνεπάγεται ότι υπήρχαν «άλλοι άνθρωποι». Εκείνη την εποχή, μια που δεν υπήρχε κράτος, νόμοι, στρατός κ.ο.κ., οι μόνοι που θα ενδιαφέρονταν να εκδικηθούν σκοτώνοντας κάποιον φονιά, θα ήταν οι συγγενείς αυτού που ο φονιάς είχε σκοτώσει. Δηλαδή, πάλι τα παιδιά του Αδάμ και της Εύας. Όσοι δεν ήταν συγγενείς του Άβελ, δεν θα κυνηγούσαν τον Κάιν. Ούτε στον στίχο 14 η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει (έστω από.. απροσεξία) την ύπαρξη άλλων ανθρώπων. Ας μην πιστεύουν οι κατήγοροι της Αγίας Γραφής ότι όσα δεν πρόσεξαν εδώ και 2000 χρόνια οι Χριστιανοί, τα πρόσεξαν εκείνοι.

Το ἔγνω τὴν γυναῖκαν αὐτοῦ του στίχου Δ’ 16, δεν σημαίνει «γνώρισε την γυναίκα του (ενώ πριν δεν την ήξερε) στη χώρα Ναίδ». Το ἔγνω σημαίνει «είχε σεξουαλική σχέση». Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται το ἔγνω και στο ΓΕΝΕΣΙΣ Δ', 1: ο Αδάμ γνώριζε την γυναίκα του, την Εύα, ήδη από το ΓΕΝΕΣΙΣ Β’, 23. Αλλά δεν είχε ακόμη σεξουαλικές σχέσεις μαζί της. Οι στίχοι 16-17 μάς λένε ότι ο Κάιν 1) έφυγε «από το πρόσωπο του Θεού», δηλαδή την Εδέμ, 2) έπειτα πήγε στη γη Ναίδ 3) και μετά είχε σεξουαλικές σχέσεις με τη γυναίκα του. Άλλο πράγμα αυτό που λέει η ΓΕΝΕΣΗ («ο Κάιν άρχισε να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του, αφού κατοίκησε την Ναίδ») κι άλλο αυτό που οι αρχαιολάτρες ισχυρίζονται πως η ΓΕΝΕΣΗ λέει (διαστρεβλώνοντάς την), ότι δήθεν «ο Κάιν βρήκε τη γυναίκα του στη Ναίδ» («άρα υπήρχαν άνθρωποι μη πλασμένοι από το Θεό της Π.Δ.»). Μπορεί φεύγοντας ή λίγο πριν φύγει από την Εδέμ να πήρε κάποια για γυναίκα του, κι αφού έφτασαν στη Ναίδ (η οποία ήταν «κατέναντι», δηλαδή πολύ κοντά στην Εδέμ) τότε να είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Επιπλέον πουθενά δεν αναφέρει ούτε υπονοεί η Γένεση ότι ανάμεσα στο διάστημα της γέννησης των Κάιν και Άβελ και της γέννησης του Σήθ, δεν γεννήθηκε κάποια γυναίκα. Όσο για τους Έλληνες, τουλάχιστον σύμφωνα με το ΓΕΝΕΣΙΣ Ε’ και Ι’, 2-4, οι Έλληνες είναι απόγονοι του Ιάφεθ (Ιαπετού), γιου του Νώε, γιού του Λάμεχ, γιου του Μαθουσάλα, γιου του Ενώχ, γιου του Ιάρεδ, γιου του Μαλελεήλ, γιου του Καϊνάν, γιου του Ενώς, γιου του Σηθ, γιου του Αδάμ και της Εύας, πλασμάτων του Θεού της Π.Δ. κι όχι του Δία και των λοιπών ψευδοθεϊκών οντοτήτων (στις οποίες δόθηκαν τα ονόματα Γαία, Κρόνος, Ουρανός κ.λπ.), οι οποίες άλλωστε – σύμφωνα με την ίδια την ελληνική μυθολογία του Ησίοδου – δεν έπλασαν το πέμπτο γένος, των σημερινών ανθρώπων.

Συνεπώς η Αγία Γραφή δεν αντιφάσκει με τον εαυτό της. Το ερώτημα «πώς γίνεται να μιλάμε για ανθρώπινο είδος ηλικίας μόνο 7500 ετών» δεν είναι σωστό, διότι τα 7500 έτη υπολογίζονται βάσει της γενεαλογίας˙ αλλά αυτή θα μπορούσε να είναι λανθασμένη, με την έννοια ότι μπορεί να της λείπουν ορισμένοι κρίκοι. Ο Μωυσής μπορεί να μην συμπεριέλαβε όλους τους προγόνους, διότι μπορεί να μην διασώθηκαν στην εποχή του όλες οι γραπτές γενεαλογίες (αν ήταν όλες γραπτές – που δε γίνεται να ήταν) ενώ οι προφορικές γενεαλογίες σταδιακά (από γεροντότερο σε νεότερο) ελάττωναν τον αριθμό των ενδιάμεσων κρίκων στο ΓΕΝΕΣΙΣ Ε’ από Σηθ έως Νώε. Το πράγμα αυτό δεν είναι απίθανο, αν δούμε ότι μεταξύ Σηθ και Νώε οι διαδοχικοί πρόγονοι κατονομάζονται μηχανικά, δίχως να αναφέρονται οι πράξεις τους, ενώ ο Νώε αναφέρεται να φτιάχνει την κιβωτό.

Mια μελέτη των βιολόγων, οπαδών της θεωρίας της Εξέλιξης, του Robert Dorit (Yale), του Hiroshi Akashi (University of Chicago) και του Walter Gilbert (Harvard) είναι σχετική με το θέμα μας. Σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν τα ίχνη της καταγωγής των ανθρώπων, οι παραπάνω ερευνητές έψαξαν για γενετικές διαφορές στο χρωμόσωμα Y τριάντα οκτώ ανδρών που ζούσαν σε διαφορετικά μέρη του κόσμου και είχαν διαφορετική φυλετική καταγωγή (Robert L. Dorit, Hiroshi Akashi and Walter Gilbert, "Absence of Polymorphism at the ZFY Locus on the Human Y Chromosome," Science, 268 (1995), pp. 1183-1185). Ο Dorit και οι βοηθοί του δεν βρήκαν διαφορές/εναλλαγές στα νουκλεοτιδία σε κανένα από τα μόνιμα τμήματα του Υ χρωμοσώματος των 38 ανδρών. Αυτή η έλλειψη διαφοροποίησης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν συνέβη εξέλιξη στην καταγωγή των ανδρών. Βάσει αυτής της ανάλυσης, συμπέραναν ότι ο προπάτορας των ανδρών ένα άτομο, όχι μια ομάδα ατόμων –έζησε όχι περισσότερο από 270 χιλιάδες χρόνια πριν. Περισσότερο πρόσφατες μελέτες έχουν συρρικνώσει τον αριθμό αυτό σημαντικά και φανερώνουν πόσο μικρότερος μπορεί να ‘είναι. Κάνοντας την ίδια υπόθεση με τους παραπάνω ερευνητές, ειδικά ότι οποιαδήποτε διαφοροποίηση στα χρωμοσώματα Y, η οποία θα βρισκόταν σε άνδρες που ζουν στις μέρες μας, θα πρέπει να υπήρξε μέσω φυσικής εξελικτικής διαδικασίας, ο αμερικανός μοριακός βιολόγος Michael Ηammer εξέτασε 2.600 τμήματα από ζεύγη νουκλεοτιδίων του χρωμοσώματος από δεκαέξι άνδρες διαφορετικής εθνικότητας. Οι υπολογισμοί του οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι δεκαέξι αυτοί άνδρες κατάγονταν από έναν άνδρα που έζησε μεταξύ 51 και 411 χιλιάδες χρόνια πριν (Michael F. Hammer, "A Recent Common Ancestry for Human Y Chromosomes," Nature, 378 (1995), pp. 376-378). Μια ομάδα Βρεταννών αποτελούμενη από τους γενετιστές Simon Whitfield, John Sulston, και Peter Goodfellow, εξέτασε ένα πολύ μεγαλύτερο τμήμα του ανθρώπινου χρωμοσώματος Y, ένα τμήμα που αποτελείται από 100 χιλιάδες ζεύγη νουκλεοτιδίων, από πέντε φυλετικά διαφορετικούς άνδρες. Η απόκλιση που παρατήρησαν ήταν τόσο μικρή, ώστε να ελαττώσει το χρονικό εύρος περίπου μεταξύ 37.000 και 49.000 ετών (L. Simon Whitfield, John E. Sulston, and Peter N. Goodfellow, "Sequence Variation of the Human Y Chromosome," Nature 378 (1995), pp. 379-380). Επιπλέον, η ανακοίνωση των Whitfield, Sulston και Goodfellow εξηγεί πως ο συνδυασμός των πληροφοριών για το χρωμόσωμα Y με μια πληροφορίες για άλλους παράγοντες όπως η μορφολογία των οστών και η γεωγραφική κατανομή, μεταξύ άλλων δείχνει ότι ο Homo sapiens δεν μπορεί να εξελίχτηκε με φυσικές διαδικασίες από τον Homo erectus. Παλιότερα, είχε γίνει μια παρόμοια έρευνα για την γενετική απόκλιση/μεταβολή στις γυναίκες. Επειδή οι διαφορές ήταν τόσο μικρές, οι επιστήμονες κατέληξαν ότι οι γυναίκες μπορεί να έχουν την καταγωγή τους μόνο 200.000 έτη πριν σε έναν πρόγονο, τον οποίο οι επιστήμονες αποκάλεσαν «Εύα». Πάντως τα αποτελέσματα και των δύο μελετών αποκλείουν τον Homo erectus ως πιθανό προπάτορα των σύγχρονων ανθρώπων.

Η πιθανή αντίρρηση, για τα εργαλεία που κατασκεύαζαν διάφορα πρωτεύοντα, δεν λέει τίποτε. Σήμερα, ακόμη και πουλιά, ακόμη και γορίλλες χρησιμοποιούν υποτυπώδη εργαλεία. Αυτό δε σημαίνει ότι... εξανθρωπίζονται τα πουλιά! Επίσης η εύρεση κρανίων άλλων ανθρωποειδών δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτοί είναι οι πρόγονοι του Homo Sapiens (υπάρχουν πολλά είδη άλλωστε) ή ότι έχει αποδειχτεί (π.χ. με την εύρεση όλων των (δήθεν) ενδιάμεσων εξελικτικών κρίκων) η εξέλιξη.

Αυτή η πιο πρόσφατη ημερομηνία για τον προπάτορα του άντρα βρίσκεται σχετικά κοντά στη βιβλική χρονολογία για τον Αδάμ, συγκριτικά με τα εκατομμύρια έτη που έδιναν άλλοι για τα ανθρωποειδή απ'’ τα οποία υποτίθεται ότι εξελίχθηκε ο άνθρωπος. Αν οι γενεαλογίες της Γενέσεως δεν είναι πλήρεις –αν για κάποιους πολύ πιθανούς λόγους (π.χ. χάθηκαν οι γραπτές γενεαλογίες ή οι προφορικές οδήγησαν στην ελάττωση του αριθμού των προγόνων) δεν συμπεριλήφθηκαν διάφοροι από τους πρόγονους στο τελικό κείμενο του Μωυσή, τότε δεν είναι καθόλου απίθανο όσο αρχικά φαίνεται, ο Αδάμ και η Εύα να έζησαν μεταξύ 7.500 και 60.000 ετών. Αλλά και πάλι, εάν από τα 51-411 χιλιάδες έτη υπήρξε μετακίνηση προς τα 37-49 χιλιάδες έτη, δεν είναι απίθανο, στο μέλλον, οι νεότερες έρευνες να «χαμηλώσουν» κι άλλο το χρονολογικό εύρος, μεταξύ του οποίου έζησαν ο πρώτος άντρας κι η πρώτη γυναίκα, φτάνοντάς το πολύ κοντά σε αυτό που δίνει η ΓΕΝΕΣΗ.

Αυτά όσον αφορά την επιστημονική πλευρά του ζητήματος. Οι αρχαιολάτρες όμως, που χλευάζουν το Χριστιανισμό για την πίστη του ότι από ένα μόνο ζευγάρι ξεκίνησε η ανθρωπότητα, και που ισχυρίζονται ότι οι ειδωλολατρικοί μύθοι είναι συμβατοί με την επιστήμη, τι έχουν να πουν για τα παρακάτω; Σύμφωνα με τους μύθους των αρχαίων Αργείων, πρώτος άνθρωπος επί γης ήταν ο Φορωνεύς. Σύμφωνα με τους μύθους των αρχαίων Βοιωτών πρώτος άνθρωπος επί γης ήταν ο Ώγυγος. Σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους των Αθηναίων πρώτος άνθρωπος ήταν ο Κέκροπας. Σύμφωνα με άλλους αρχαίους μύθους, κοινούς στη Βοιωτία και την Αττική, πρώτος άνθρωπος ήταν ο Αλαλκομενέας, που βγήκε απ’' τα νερά του ποταμού Κηφισού. Ας μας εξηγήσουν οι αρχαιολάτρες 1. γιατί υπάρχουν τόσες πολλές διαφορετικές εκδοχές; Δεν έχει μία άποψη η υποτιθέμενη ενιαία μυθολογία; 2. Πώς γίνεται να ξεπηδούν απ'’ το ποτάμι άνθρωποι; 3. Πώς πιστεύουν οι αρχαιολάτρες στην ύπαρξη ενός αρχικού ζευγαριού ανθρώπων, του πρώτου άνδρα και της γυναίκας του, αφού χλευάζουν την αντίστοιχη εκδοχή της Γένεσης; 4. Πώς τα καταφέρνουν οι αρχαιολάτρες να χλευάζουν την εκδοχή της Γένεσης, να ισχυρίζονται ότι οι μύθοι είναι επιστημονικές εξηγήσεις και ταυτόχρονα να ισχυρίζονται ότι δέχονται την εξέλιξη, ενώ οι μύθοι αυτοί αλλά και άλλοι (π.χ. Ησίοδου) όχι μόνο για Εξέλιξη δεν μιλάνε, αλλά κάνουν λόγο για άμεση δημιουργία των ανθρώπων από τους «θεούς»;

θ') «Η Παλαιά Διαθήκη μιλά για «γίγαντες» (Γένεσις Στ' 4). Δεν είναι αυτό απόδειξη ότι η Π.Δ. είναι αντιγραφή παγανιστικών μύθων, των αρχαιοελληνικών που μιλούν για γίγαντες;»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η φυλή τού Κάιν ήταν ασεβής και έκφυλης. Η φυλή τού Σηθ ήταν ευσεβής και καθαρή. Γι’' αυτό η φυλή τού Κάιν λέγονταν απλώς «άνθρωποι», ενώ η τού Σηθ «παιδιά τού Θεού», «υιοί τού Θεού». Κατόπιν έγινε η επιμιξία τους και προέκυψε η γενιά τών «γιγάντων». Δες ΓΕΝΕΣΙΣ ΣΤ’, 2-4. Οι «υιοί του Θεού» δεν είναι άγγελοι, όπως φαντάζονται ορισμένοι, κατηγορώντας την Παλαιά Διαθήκη ότι μας λέει πως (είναι δυνατόν να) έχουν άγγελοι και γυναίκες σεξουαλική επαφή, ως απόδειξη ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει επιρροές από παγανιστικές μυθολογίες. Να τι λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «Διότι ισχυρίζονται, ότι δεν έχει λεχθή αυτό [σημ.: το «υιοί του Θεού»] δια τους ανθρώπους, αλλά δια τους αγγέλους˙ αυτούς λοιπόν ωνόμασεν υιούς του Θεού. Κατά πρώτον μεν ας μας δείξουν, εις ποία χωρία οι άγγελοι ωνομάσθησαν υιοί του Θεού˙ αλλά δεν θα ημπορέσουν πουθενά να δείξουν αυτό. Διότι άνθρωποι μεν ωνομάσθησαν υιοί του Θεού, άγγελοι δε καθόλου» (Ομιλία κβ'’ εις την Γένεσιν, 2) και «Προηγουμένως σας διδάξαμεν, ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να ονομάζη και τους ανθρώπους υιούς του Θεού. Επειδή λοιπόν αυτοί κατήγοντο από την γενεάν του Σηθ, και από τον υιόν του, που ωνομάσθη Ενώς˙ "διότι αυτός, λέγει, ήλπισεν ότι θα προσεύχεται εις το όνομα Κυρίου του Θεού" [σημ. Γέν. Δ’, 26]˙ όσοι λοιπόν εγεννώντο εις το εξής από εκείνον ωνομάσθησαν από την Αγίαν Γραφή υιοί του Θεού, επειδή εμιμούντο την αρετήν των προγόνων τους μέχρις εκείνον˙ υιούς δε των ανθρώπων ωνόμασε τους γεννηθέντας πριν από τον Σηθ, τους γεννηθέντας από τον Κάιν και τους ανήκοντες εις την γενεάν του. (...) Και δια να μάθωμεν ότι δεν έκαμαν τούτο [σημ.: οι «υιοί του Θεού»] ούτε με νόμιμον γάμον, ούτε ένεκα της επιθυμίας να αποκτήσουν παιδιά, δια τούτο λέγει˙ "όταν είδαν ότι είναι ωραίαι, έλαβαν δια τον εαυτόν τους τας γυναίκας από εκείνας, που εξεχώρισαν" [σημ:. Γέν. ΣΤ’, 2]» (Ομιλία κβ’' εις την Γένεσιν, 3). Με άλλα λόγια, οι – έως τότε – ενάρετοι «υιοί του Θεού», άρπαξαν δια της βίας τις γυναίκες άλλης φυλής εξοργίζοντας το Θεό, που διαπιστώνει ότι είναι «σαρκικοί» στο φρόνημα. Πάντως, ούτε ο Χρυσόστομος θεωρεί πανύψηλους ανθρώπους τους «γίγαντες»: «Νομίζω ότι η Αγία Γραφή ονομάζει εδώ γίγαντας τους ισχυρούς κατά το σώμα» (Ομιλία κβ'’ εις την Γένεσιν, 4). Η Γραφή όταν γράφει για «γίγαντες», δεν εννοεί τούς τελευταίους ως γιγαντιαίους και κολοσσιαίους ανθρώπους, αφού στα χρόνια που η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε στα ελληνικά, η λέξης «γίγας» σήμαινε ένα από τα όπλα τού στρατού. Όπως δηλ. ο στρατός σήμερα έχει πέντε όπλα (πεζικό, τεθωρακισμένα, πυροβολικό, μηχανικό, διαβιβάσεις) έτσι και στα παλαιά χρόνια υπήρχαν οπλίτες (πεζικό), τοξότες, πελταστές, ιππικό, κλπ. Οι οπλίτες, δηλ. αυτοί που είχαν κράνος, θώρακα, περικνημίδες, ασπίδα, δόρυ, ξίφος, ακόντιο λέγονταν – στα αλεξανδρινά χρόνια – και «γίγαντες», χωρίς η λέξη να έχει την έννοια του μεγαλόσωμου ανθρώπου. Επειδή, όμως, στα χρόνια πριν από τον Κατακλυσμό, όταν πρωτοεμφανίστηκαν ένοπλοι, ασφαλώς δεν υπήρχε η διάκριση σε πολλά είδη όπλων, στο συγκεκριμένο εδάφιο της Π.Δ. η λέξη «γίγας» σημαίνει απλούστερα «πολεμιστής» ή ακόμη πιο απλά «ένοπλος άνθρωπος». Τότε δηλ. που αναμίχθηκαν οι δύο φυλές, τότε εμφανίσθηκαν και οι πρώτοι ένοπλοι άνθρωποι, οι οποίοι αντί να οποιανδήποτε δουλειά (γεωργία, κτηνοτροφία, οικοδομική μεταλλουργία) ασχολούνταν με το να επιβάλλουν την θέλησή τους στους άλλους – με την χρήση τών όπλων και να τούς εκμεταλεύονται. Κι έτσι έγιναν επίκεντρα συσπείρωσης φατριών, αρχηγοί κρατών, κλπ. Γι' αυτόν τον λόγο αναφέρονται ως «οι άνθρωποι οι ονομαστοί», κι όχι επειδή ήταν γιγαντόσωμοι. Στο ανάστημα δεν διέφεραν καθόλου από τούς άλλους.

Αντίστοιχες απαντήσεις δίνονται και για άλλες λέξεις ή φράσεις που φαινομενικά δίνουν την εντύπωση ότι έχουμε επιρροές από παγανιστικούς μύθους. Σ’' αυτές τις περιπτώσεις, προτού συμπεράνουμε ότι η Π.Δ. λέει ό,τι νά ‘'ναι, χρειάζεται να κοιτάμε το αντίστοιχο εβραϊκό κείμενο καθώς και να έχουμε υπόψη τις συνθήκες και τις χρησιμοποιούμενες ορολογίες της εποχής κατά την οποία μεταφράστηκε στα ελληνικά η Π.Δ. Για παράδειγμα, η λέξη «μονόκερος» στον Ιώβ ΛΘ’, 9 είναι η μετάφραση του εβραϊκού רים (ρεμ) η οποία στη λεξικογραφική της μορφή είναι ראם (ρεέμ). Η λέξη τούτη εταφράζεται από το Brown-Driver-Briggs Hebrew & English Lexicon (έκδοση 1906) ως “wild ox” (άγριο βόδι).

ι') "Πώς γίνεται ο Αδάμ να έζησε 930 χρόνια, ο Μααλαλεήλ 855, ο Νώε 950 χρόνια, ο Σαλάχ 333 χρόνια; Είναι δυνατόν έπειτα απ’ αυτές τις ηλικίες, να πιστέψουμε ότι έζησαν τέτοιοι άνθρωποι;"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: υπάρχουν δύο εκδοχές. Ποια είναι η σωστή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Η πρώτη είναι ότι, επειδή με τον καιρό ξεχάστηκαν διάφοροι πρόγονοι-κρίκοι στη γενεαλογία, είχαν καταρτιστεί γραπτές πινακίδες με γενεαλογίες˙ και αφού ήδη είχαν ξεχαστεί διάφοροι κρίκοι, οι συγγραφείς των γενεαλογικών θεώρησαν ότι έπρεπε οι εναπομείναντες κρίκοι να «φορτωθούν» με τα έτη ζωής των λησμονημένων κρίκων. Τις γραπτές αυτές «γενεαλογίες», που περιγράφονται στην Γένεση, τις χρησιμοποίησε ο Μωυσής παίρνοντάς αυτές ως είχαν.

Για την άλλη εκδοχή, πρέπει, τουλάχιστον να αναφέρουμε τρία πράγματα. Πρώτον ότι οι αριθμοί που η Γένεση δίνει είναι πολύ μετριοπαθείς συγκριτικά με τις δεκάδες χιλιάδων ετών, που αναφέρουν οι βαβυλωνιακοί μύθοι πως έζησαν οι προκατακλυσμιαίοι βασιλείς της Μεσοποταμίας. Για παράδειγμα, οι βασιλείς των πόλεων Εριντού, Λαράκ, Σιππάρ και Σουρουπάκ, σύμφωνα με βαβυλωνιακές πινακίδες, βασίλευσαν για διάστημα 30.000 μέχρι 40.000 χρόνων. Ο Εν-μεν-λου-άννα βασίλευσε – πάλι σύμφωνα με τις βαβυλωνιακές πινακίδες – 43.200 χρόνια και ο Ουμπαρατούτου 18.600 χρόνια. Ο Ντουμούζι διετηρήθη στο θρόνο για 18.000 χρόνια. Μετά τον κατακλυσμό και πριν τον Γιλγκαμές, η πιο μακρόχρονη βασιλεία ήταν αυτή του Ετάνα, βασιλιά της Κις, που βασίλευσε 1560 χρόνια, και η πιο μικρή αυτή του βασιλιά της Ουρούκ, Ντουμούζι, που βασίλευσε εκατό χρόνια. Αντιλαμβάνεται κανείς τη διαφορά μεγέθους ανάμεσα σε 969 χρόνια ζωής (Μαθουσάλας) και 43.000 χρόνια βασιλείας.

Δεύτερον, παρόλη την μυθική διάρκεια βασιλείας των παραπάνω βασιλέων, έχει αποδειχθεί ότι αυτή δεν επηρεάζει το ζήτημα της ύπαρξης ή ανυπαρξίας τους. Για παράδειγμα, «ημπορεί ν’ απορρίψωμεν ως μύθον το ότι ο Ενμεμπαραγκίσι, βασιλιάς της πόλεως Κις, εβασίλευσε 900 χρόνια, όμως παραμένει σταθερόν και αδιάσειστον το γεγονός, ότι ο βασιλιάς εκείνος υπήρξε πραγματικά˙ ότι μας αφήκε τις πρώτες επιγραφές εις την γραφήν των Σουμερίων. Επομένως ο βασιλιάς εκείνος είναι ιστορικόν πρόσωπον, ανεξάρτητα του πώς θα υπολογίση ή πώς θα εκλάβη κανείς τον αριθμόν 900, ο οποίος αναφέρεται εις τον κατάλογον των Σουμερίων Βασιλέων» (Ν. Π. Βασιλειάδη, Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, εκδ. Αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», σ. 50). Άρα και για τα πρόσωπα της Γένεσης θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί το ίδιο.

Τρίτον, ενώ στους Σουμέριους η διάρκεια βασιλείας (άρα και ζωής) πέφτει απότομα, από 30.000 έτη προ Κατακλυσμού σε 1500 μετά τον κατακλυσμό, στην Αγία Γραφή υπάρχει μια πολύ πιο ομαλή μετάβαση από μεγάλες ηλικίες σε φυσιολογικές: Προ κατακλυσμού: Αδάμ 930, Σηθ 912, Ενώς 905, Καϊνάν 910, Μααλαλεήλ 855, Ιάρεδ 962, Μαθουσάλα 969, Λάμεχ 777, Ενώχ 365, Νώε 950. Μετά τον Κατακλυσμό: Σημ 600, Αρφαξάδ 438, Σαλάχ 433, Εβέρ 464, Πελέγ 239, Ρεού 239, Σερούγ 230, Ναχώρ 148, Θάρα 205, Αβραάμ 175, Ισαάκ 180, Ιωσήφ 110 κ.ο.κ. Συνεπώς, υπάρχει και σ’' αυτήν την περίπτωση (έστω, παρά τις μεγάλες ηλικίες) διαφορά μεταξύ σουμεριακής και βιβλικής παράδοσης.

Τουλάχιστον από τους αρχαιολάτρες θα περίμενε κανείς περισσότερη μετριοπάθεια. Αλλιώς, πώς μπορούν να εξηγήσουν τη μακροβιότητα των ανθρώπων του «χρυσού γένους» ή ότι ο Φορωνέας ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος άνθρωπος και ο πρώτος βασιλιάς;
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου