Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Διάφορες αντιρρήσεις των επικριτών της Παλαιάς Διαθήκης, 19ο.

13. "Η ιστορία της Εξόδου έπειτα από δουλεία 400 χρόνων είναι ένα παραμύθι της Π.Δ. Οι Εβραίοι ήταν οι Υξώς που αρχικά λεηλάτησαν και έπειτα διακυβέρνησαν την Αίγυπτο επί δυο περίπου αιώνες, μέχρις ότου οι Αιγύπτιοι τους έδιωξαν ηρωικά περί το –1580. Αυτή είναι η αιγυπτιακή εκδοχή της ιστορίας της εξόδου των Εβραίων. Επιπλέον η ιστορία της Εξόδου και της κατάκτησης της Χαναάν δεν επιβεβαιώνονται αρχαιολογικά. Δεν υπάρχουν ίχνη από την παραμονή των Ισραηλιτών στη χερσόνησο του Σινά, ενώ ακόμη και μικρές ομάδες νομάδων αφήνουν αρχαιολογικά ίχνη. Όσον αφορά την Χαναάν και την αναφερόμενη στα βιβλία των Αριθμών και του Ιησού του Ναυή κατάκτησή της, περίπου κατά τον 13ο αι. στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (ΥΕΧ: 1550-1200): δεν υπάρχει αναφορά των αιγυπτιακών χρονικών σε μια τέτοια βίαιη και αστραπιαία κατάληψη. Περιοχές όπως η Hormah, η Αράδ, η Ιεριχώ, η Γαι, και η Jarmuth όντως υπέστησαν καταστροφή, αλλά αυτό έγινε στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (ΠΕΧ: 3300-2000) ή στο τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού (ΜΕΧ: 2000-1550)˙ κατά την ΥΕΧ ήταν ακατοίκητες. Άλλοι τόποι, όπως η Kadesh Barnea (όπου έχουμε στοιχεία για κατοίκηση μόνο κατά τον 10ο αι.), η Γαβαών, η κοιλάδα της Βέερ-Σεβά (οι τύμβοι του Tel Malhata και του Tel Masos) και της Αράδ (η Αράδ καταστράφηκε κατά την ΠΕΧ II (3000-2800) και κατοικήθηκε από Ισραηλίτες μόνο κατά τον 10ο αι.) ήταν ακατοίκητοι ώς την Εποχή του Σιδήρου (ΕΣ: 1200-539) και συνεπώς δεν γίνεται να είναι σωστή η Βιβλική περιγραφή της κατάκτησής τους και της ήττας κάποιου «βασιλιά της Αράδ». Για όσα μέρη φαίνεται να έχουν υποστεί καταστροφή κατά τη μετάβαση από την Εποχή του Χαλκού (ΕΧ) στην ΕΣ, δηλαδή περί το 1200 π.Χ., αυτή μπορεί να αποδοθεί στους «Λαούς της Θάλασσας» κι όχι απαραίτητα στους Ισραηλίτες. Οι περιοχές της Εδώμ και της Μωάβ, οι οποίες στους ΑΡΙΘΜΟΥΣ παριστάνονται ως κράτη, είχαν λίγες μόνο πόλεις, κατά την ΥΕΧ, προς το βορρά. Τα βασίλεια της Εδώμ και της Μωάβ για τα οποία κάνει λόγο το βιβλίο των ΑΡΙΘΜΩΝ δεν εμφανίζονται ως βασίλεια παρά μόνο στον 9ο αι. π.Χ. Αντίθετα από την ιστορία της κατάληψης της Εσεβών (Heshban) ύστερα από τη μάχη με τον Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων (ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΑ’, 21 κ.ε.) οι ανασκαφές στον Tell Hesban έδειξαν ότι ο τόπος κατοικήθηκε μόνο στην ΕΣ I (1200-930). Δεν έχει βρεθεί πόλη «Γαι», όπως αναφέρεται στο ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ Θ’, η κατάκτησή-καταστροφή της, για την β’ χιλιετηρίδα π.Χ. Αναφορικά με τη Χεβρών (στον Tell Rumeidech) δεν φαίνεται να υπήρξε κατοίκηση κατά την ΥΕΧ και φαίνεται να υπάρχει κενό μεταξύ των οικοισμών της ΜΕΧ και της ΕΣ I. Στην Τανάχ υπάρχουν ενδείξεις καταστροφής-διακοπής της συνέχειας κατά την ΥΕΧ, αντίθετα με τη Βιβλική διήγηση. Η συνολική αρχαιολογική εικόνα είναι ότι κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της β’ χιλιετίας π.Χ. δεν υπήρξε κάποια στιγμιαία – ή μέσα σε μια δυο δεκαετίες καταστροφή της Χαναάν, αλλά σταδιακή εγκατάσταση νομάδων (η οποία ολοκληρώθηκε τον 10ο αι. π.Χ.) πρώτα στις λοφώδεις περιοχές και ύστερα στις πεδιάδες. Πώς μπορεί κανείς να πιστέψει στην αλήθεια των περιγραφών της Π.Δ. και να μην δεχτεί ότι τα πρώτα βιβλία της Π.Δ. είναι προϊόν συρραφής των τελευταίων βασιλιάδων του Ιούδα, τον 7ο αι., όταν ήθελαν να κατασκευαστεί ένα λαμπρό παρελθόν;".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μια δυναστεία ξένων κυρίαρχων γνωστή ως οι Υξώς πήραν τον έλεγχο όχι μόνο της Συρίας και της Παλαιστίνης αλλά και της Αιγύπτου περίπου κατά τα έτη 1650-1542 π.Χ. Το όνομα Υξώς (Υκ-σώς) σημαίνει (υκ=βασιλιάς˙ σως=ποιμένας) «βασιλείς ποιμένες». Ήταν πιθανόν δυνατοί σημίτες Αμορραίοι ή Χαναναίοι. «Οι Υξώς εκυβέρνησαν την χώραν του Νείλου επί 150 χρόνια περίπου και έδωσαν εις την Αίγυπτον την 15ην και 16ην Δυναστείαν. Ταυτόχρονα υπήρχαν Αιγύπτιοι ηγεμόνες εις τις Θήβες, όμως αυτοί ήσαν υπό την εξουσίαν των Υξώς. Οι Υξώς είχαν ως πρωτεύουσαν την πόλην Άβαρι εις την περιοχήν του Δέλτα του Νείλου. (...) Η Αρχαιολογία κατέχει σήμερα πολλά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία βεβαιώνουν ότι περί το 1700 π.Χ. η Αίγυπτος επλημμύρισε από ένα κύμα εισβολέων. Μερικοί απ' αυτούς έκαμαν ειρηνικήν διείσδυσιν˙ άλλοι όμως εγκατεστάθησαν ύστερα από επιδρομήν, την οποίαν επραγματοποίησαν με ταχύτατα άρματα, κατά τα χρόνια των αδυνάτων ηγεμόνων της 13ης Δυναστείας. Όπου και όταν έχωμεν ονόματα χαραγμένα εις σκαραβαίους της περιόδου των Υξώς, τα περισσότερα είναι Σημιτικά. (...) Η Γένεσις γράφει ότι κάθε βοσκός προβάτων ήταν «βδέλυγμα» εις τους Αιγυπτίους (ΓΕΝ. ΜΓ’ 31˙ ΜΣΤ’ 34), ενώ ο Ιωσήφ, ο πατέρας και οι αδερφοί του, οι οποίοι ήσαν ποιμένες, έγιναν ευπρόσδεκτοι από τον Φαραώ της Αιγύπτου. Τούτο, λέγουν οι Αιγυπτιολόγοι, πιστοποιεί ότι η εγκατάστασις του Ιακώβ εις την Αίγυπτον έγινε εις τα χρόνια των Σημιτών Υξώς. Ως Σημίτες, οι Υξώς ήταν φυσικόν να δείχνουν προτίμησιν εις τους ομοφύλους τους, με το να τους προωθούν εις θέσεις κλειδιά. (...) Μόλις κατώρθωσαν οι Αιγύπτιοι να ελευθερωθούν από την Δυναστείαν των Υξώς, εξηφάνισαν συστηματικά κάθε ίχνος οποιουδήποτε στοιχείου, το οποίον είχε σχέσιν με το πέρασμα των ξένων βασιλέων από την χώραν τους. Η 18η Δυναστεία κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια δια την εξαφάνισιν των στοιχείων αυτών είτε αυτά ήσαν γραπτά κείμενα είτε κτίσματα και άλλα μνημεία. (..) Σήμερα, είναι δεκτόν ότι οι Υξώς έφεραν εις την Αίγυπτον το άλογον, το άρμα, νέους τύπους σπαθιών και μαχαιριών, το ισχυρόν ασιατικόν τόξον και νέους τύπους οχυρώσεως» (Ν. Π. Βασιλειάδη, Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, εκδ. Αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», σ. 88-90).

Οι Εβραίοι δεν μπορεί να είναι οι Υξώς, για πέντε λόγους: διότι α’) παρέμειναν 400 και όχι 150-200 χρόνια στην Αίγυπτο, β’) δεν έγιναν Φαραώ οι ίδιοι, αλλά απλώς υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι των Φαραώ, γ’) ήταν δούλοι των Αιγυπτίων επί αρκετό, καθώς φαίνεται, διάστημα, αντίθετα με τους Υξώς, οι οποίοι ύστερα από επανάσταση των Αιγυπτίων εξεδιώχτηκαν κι έχασαν την εξουσία, δ’) ήρθαν ειρηνικά, ως ποιμένες και γενικά ήταν πρωτόγονος λαός˙ συνεπώς δεν είχαν την προηγμένη τεχνολογία (άρματα, τόξα κ.ά.) που είχαν οι Υξώς, ε’) τη στιγμή της εκδίωξής τους, οι Εβραίοι, υπάκουαν σε Αιγύπτιο Φαραώ, ενώ οι Υξώς θα είχαν έναν άλλον Φαραώ, μέλος της φυλής τους. Συνεπώς η ταύτιση των δύο λαών είναι μάλλον λανθασμένη. Άρα, όταν οι πολεμοχαρείς Υξώς διώχτηκαν δια της βίας, οι Εβραίοι παρέμειναν ως δούλοι και καταπιέστηκαν επειδή ήταν φυλετικά συγγενείς των Υξώς (σημίτες), αλλά και ευνοοούμενοι τους.

Η παραμονή των Εβραίων στην Αίγυπτο και η Έξοδος δεν πρέπει να θεωρείται παραμύθι. Η Αίγυπτος ήταν σύνηθες καταφύγιο των λαών της Μ. Ανατολής σε περιόδους πείνας ή αναταραχής. Το βιβλίο της ΕΞΟΔΟΥ και γενικά όλα τα βιβλία που γράφτηκαν από τον Μωϋσή (Πεντάτευχος) περιέχουν πολλές σημαντικές και λεπτομερείς πληροφορίες για τον αιγυπτιακό πολιτισμό και το εθιμοτυπικό της αυλής των Φαραώ, τα οποία θα ήταν αδύνατον να συλλεχθούν από το εβραϊκό ιερατείο στα κατοπινά χρόνια του Δαυίδ ή στα χρόνια της αιχμαλωσίας στην Βαβυλώνα. Για παράδειγμα, οι τίτλοι «Αρχιοινοχόος» και «Αρχισιτοποποιός» (Γέν. Μ’ 2) είναι τίτλοι που πράγματι είχαν κάποιοι αιγύπτιοι αυλικοί. Το αξίωμα που έδωσε ο Πετεφρής στον Ιωσήφ (Γέν. ΛΘ’ 4) είναι τίτλος που όντως δινόταν εκείνη την εποχή στα σπίτια των αιγύπτιων ευγενών. Η περιγραφή της προαγωγής του Ιωσήφ σε πρωθυπουργό του Φαραώ, όπου ο Φαραώ, αφού έβγαλε το δακτυλίδι με την προσωπκή του σφραγίδα από το χέρι του, το φόρεσε στον Ιωσήφ, κι ύστερα τον έντυσε με βύσσινη στολή και του κρέμασε στο λαιμό χρυσή ασπίδα κ.λπ. (Γέν. ΜΑ’ 42-43) δεν θα μπορούσαν να είναι φαντασία του εβραϊκού ιερατείου της Ιερουσαλήμ. Θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος που ζούσε από κοντά αυτές τις τελετές, ώστε να τις καταγράψει. Αυτός ήταν ο Μωυσής. Οι Αιγύπτιοι καλλιτέχνες έχουν απεικονίσει αυτή την τελετή με τοιχογραφίες κι ανάγλυφα. Τέτοιος θαυμάσιος πίνακας, που δείχνει τον Φαραώ να τιμά έναν άνδρα μ' αυτόν τον τρόπο χρονολογείται στις ημέρες του Φαραώ Σέτι του Α’' (1308-1290 π.Χ.). Η πληροφορία της Γραφής, ότι ο Ιωσήφ ανέβηκε στην «δεύτερη άμαξα», την δεύτερη μετά αυτή του Φαραώ, φανερώνει ότι ο Φαραώ ήταν των Υξώς, αφού αυτοί έφεραν τα γρήγορα πολεμικά άρματα στη χώρα. Ενώ πριν από αυτούς δεν υπήρχε τέτοια συνήθεια στις τελετές αυτές (J.A. Thompson, The Bible and Archaeology, The Paternoster Press Ltd, 1973, σ. 45). Υπάρχουν και ονόματα πολλών άλλων ξένων (Σημιτών) που έχει βρεθεί πως κατέλαβαν υψηλές θέσεις σε αιγυπτιακές κυβερνήσεις της εποχής εκείνης. Οι αιγυπτιακές λέξεις και ονόματα (Πετεφρής, Ασενίθ) στα βιβλία της Γένεσης και της Εξόδου, οι οποίες δεν συναντώνται σε άλλα βιβλία, επιβεβαιώνουν ότι αυτός που τις κατέγραψε, τις γνώριζε καλά, δηλαδή έζησε εκεί. Κανένας γραμματέας της εποχής του Έσδρα, που να έζησε στη Βαβυλώνα ή στην Ιουδαία δε θα μπορούσε να καταγράψει με τόση λεπτομέρεια όλα αυτά και όλα όσα αναφέρονται για την Αίγυπτο και τους Φαραώ.
 
Άλλη αντίρρηση για το συμβάν της Εξόδου είναι ότι οι Φαραώ φρουρούσαν καλά τη χώρα στα ανατολικά, ώστε να μην ξαναέρθουν πολεμικοί λαοί σαν τους Υξώς από την Μ. Ανατολή. Συνεπώς, λένε κάποιοι, οι Εβραίοι δε θα μπορούσαν να διαφύγουν τόσο εύκολα απ'’ τα ανατολικά. Όμως, πριν συμβεί η Έξοδος, είχαν προηγηθεί οι «Δέκα Πληγές», οι οποίες αποδυνάμωσαν τόσο την υλική δύναμη των Αιγυπτίων, όσο και την αποφασιστικότητα τους να πολεμήσουν. Πράγματι, θα υπήρχαν και οχυρά και φρούρια κατά μήκος των ανατολικών συνόρων. Αλλά ύστερα από την καταστροφή της Αιγύπτου, ύστερα από επιδημίες, χαλάζι, επιδρομές ακρίδων, θάνατο των πρωτότοκων παιδιών, ποιος Αιγύπτιος θα είχε το κουράγιο να φέρει εμπόδιο (άλλωστε ο Φαραώ είχε κατ'’ αρχήν επιτρέψει την έξοδο των Εβραίων). Παρακάτω αναφερόμαστε στην αρχαιολογική πλευρά του ζητήματος.

Κατ' αρχήν οι μέθοδοι χρονολόγησης δεν είναι τόσο ακριβείς, όσο κι αν τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι πιο αξιόπιστα από τα γραπτά. Ακόμη και η μέθοδος με τον άνθρακα-14 δεν πετυχαίνει τέτοιου υψηλού βαθμού ακρίβεια, ώστε τα πορίσματά της να γίνονται αποδεκτά δίχως κάποιες αντιρρήσεις. Μεταξύ μιας περιόδου και της επόμενης είναι δύσκολο τις περισσότερες φορές να τραβηχτεί μια γραμμή οριοθετώντας τη μία από την άλλη. Δεν είναι σπάνιο οι μέθοδοι ραδιοχρονολόγησης να δίνουν διαφορετικές χρονολογήσεις για το ίδιο μέρος. Η χρονολόγηση αγγείων υπόκειται σε πολλές δυσκολίες, μια απ'’ τις οποίες είναι η «διάχυση», όταν ένας γειτονικός πολιτισμός υιοθετεί το στυλ ενός άλλου γειτονικού (Walter E. Rast, Through the Ages in Palestinian Archeology, Trinity Press, 1992, p. 39). Έτσι είναι δύσκολο να αποφανθούμε αν ένα αγγείο είναι του τέλους του 11ου αι. ή των αρχών του 10ου αι. (Israel Finkelstein, Living on the Fringe-The Archeology and History of the Negev, Sinai and Neighboring Regions in the Bronze and Iron Ages, Sheffield Academic, 1995, p. 109). Αυτή η έλλειψη ακρίβειας δεν είναι λεπτομέρεια, όταν πρόκειται για το θέμα που εξετάζουμε: «Η καταστροφή της πόλης της Ασώρ χρονολογήθηκε νωρίτερα από το 1225 π.Χ. περίπου, από τον Yadin. Αν το όριο της καταστροφής μετατεθεί στο 1250, είναι λιγότερο πιθανό αυτή να συνδέεται με την ισραηλινή εγκατάσταση» (E.S. Frerichs-L.H. Lesko, Exodus: The Egyptian Evidence, Eisenbrauns, 1997, p. 77). Αν δεν διαθέτουμε την τεχνολογία ώστε να αποφασίσουμε αν ένα εύρημα είναι των αρχών του 10ου ή του τέλους του 11ου αι., τότε πώς είμαστε τόσο σίγουροι για τα αποτελέσματα των χρονολογήσεων, όταν αυτά κρίνουν ένα γεγονός όπως η κατάκτηση της Χαναάν;

Μερικές φορές μια μεταγενέστερη εποχή δανείζεται το στυλ μιας προηγούμενης εποχής λ.χ. μια φυλή της ΥΕΧ υιοθετεί στυλ της ΜΕΧ (The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East, λήμμα "Palestine in the Late Bronze Age", p. 216) κι αυτή η υιοθεσία λαμβάνει χώρα και αναφορικά με οικοδομήματα. Αν μια φυλή της ΥΕΧ έπραττε κάτι τέτοιο κι άφηνε μόνο υπολείμματα που θα ταίριαζαν στη ΜΕΧ, θα φαινόταν (αλλά δε θα ήταν έτσι) ότι δεν υπήρξε, στον τόπο εκείνο, πολιτισμός της ΥΕΧ, αλλά μόνο της ΜΕΧ. Για παράδειγμα στο λήμμα Arad του ''The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East'', αναφέρεται ότι ένας οικισμός της ΕΧ I κατοικούσε σε σπίτια της ΠΕΧ κι ωστόσο υποτίθεται ότι δεν υπήρξε οικισμός της ΜΕΧ ή ΥΕΧ. Επιπλέον, όχι μόνο το στυλ μιας προηγούμενης εποχής, αλλά και τα οικοδομικά υλικά της επαναχρησιμοποιούνται, με αποτέλεσμα τα διάφορα χρονολογικά στρώματα σε έναν τόπο να αναμιγνύονται με αποτέλεσμα αντί μιας περιόδου να ανιχνεύονται δύο.

Συμβαίνει όμως και το αντίθετο, ειδικά στα υψίπεδα της Χαναάν, κι αυτό είναι ακόμη πιο παραπλανητικό: η απομάκρυνση των ερειπίων από τους μεταγενέστερους κατοίκους: «δυτικά του Ιορδάνη, η εντατική οικοδομική δραστηριότητα μεταγενέστερων περιόδων απομάκρυνε όλα τα ίχνη αρχιτεκτονικής των προηγούμενων εγκαταστάσεων» (Israel Finkelstein, Living on the Fringe--The Archeology and History of the Negev, Sinai and Neighboring Regions in the Bronze and Iron Ages, Sheffield Academic, 1995, p. 133). Αυτό συνέβη, όπως λέει ο Finkelstein στην Ιερουσαλήμ, στο Khirbet Rabud (Δαβείρ), στον Tell en-Nasbeh, στο Khirbet ed-Dawwara, στο Giloh, στη Συχέμ και στη Βαιθήλ. Αν αυτό συνέβαινε, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι «επειδή δε βρέθηκαν ίχνη της ΥΕΧ, δεν υπήρξε οικισμός της ΥΕΧ». Υπάρχει ακόμη και η περίπτωση νέες πόλεις να παίρνουν οικοδομικό υλικό από εγκατελειμένες παλιές, κι έτσι οι παλιές να φαίνονται ως ασήμαντοι οικισμοί ενώ δεν ήταν τέτοιοι.

Υπάρχει η άποψη ότι επειδή δεν βρέθηκαν (ώς τώρα!) ίχνη της παρουσίας των Ισραηλιτών στη χερσόνησο του Σινά, η Έξοδος δεν έγινε ή ότι πολλές περιοχές ήταν «ακατοίκητες ώς την ΕΣ». Κι όμως το αξίωμα «δεν υπάρχουν ίχνη, άρα δεν υπήρξαν οικισμοί» (ή εγκαταστάσεις) δεν ισχύει. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις νομαδικών (ή μη) πληθυσμών, στις οποίες φαίνεται ότι ενώ δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ίχνη, υπάρχουν πολλές αναφορές, με αποτέλεσμα να αποδεχόμαστε ότι η απουσία αρχαιολογικών ιχνών δεν συνεπάγεται απαραίτητα ανυπαρξία οικισμών. Για παράδειγμα (ύπαρξης εγγράφων αλλά ανυπαρξίας αρχαιολογικών ιχνών): Η Εδώμ στην ΥΕΧ αναφέρεται σε πολλά Αιγυπτιακά αρχεία. Οι Άραβες αναφέρονται στα αρχεία των βασιλιάδων Tiglath-Pileser II, Sargon II, Esarhaddon, κ.ά. Οι Ναβαταίοι αναφέρονται από τον Διόδωρο Σικελιώτη. Οι Σαρακηνοί του Σινά κατά την πρώιμη Βυζαντινή εποχή (από τον Αμμιανό, τον Προκόπιο κ.ά.). Οι Βεδουίνοι του μεσαίωνα. Όλοι αυτοί δεν άφησαν ίχνη αρχαιολογικά της ύπαρξής τους, αλλά αναφέρονται από κείμενα και δεν μπορεί κανείς να βασιστεί στις ανασκαφές για να ισχυριστεί ότι δεν υπήρξαν: είναι βεβαιωμένο ότι υπήρξαν (Israel Finkelstein, Living on the Fringe-The Archeology and History of the Negev, Sinai and Neighboring Regions in the Bronze and Iron Ages, Sheffield Academic, 1995, p. 27-30).

Ένα άλλο πρόβλημα, αναφορικά με τις λοφώδεις περιοχές (τους Tell) είναι η διάβρωσή τους, που παρασύρει τα ανώτερα στρώματα: «Επειδή, όπως τόσες λοφώδεις περιοχές, το μεγαλύτερο μέρος του Khirbet Rabud έχει διαβρωθεί ώς το πέτρωμά του, τα υπολείμματα αρχαίας εγκατάστασης διακρίνονται μόνο σε μια στενή λωρίδα δίπλα στα τείχη της πόλης» (The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East, λήμμα Khirbet Rabud). Ακόμη και θεωρητικά όμως, είναι δύσκολο να αποδειχτεί ότι ένας τόπος δεν κατοικήθηκε.

Υπάρχει η άποψη πως «Δεν καταστράφηκαν πολλές πόλεις κατά την ΥΕΧ» γι' αυτό και η εξιστόρηση του Ιησού του Ναυή για την κατάκτηση της Χαναάν είναι ψευδής. Η άποψη αυτή δείχνει άγνοια της ίδιας της Π.Δ.: ούτε φαίνεται στην Π.Δ. ότι ο Θεός διέταξε τους Ισραηλίτες να καταστρέψουν εξ ολοκλήρου τις πόλεις της Χαναάν (διότι κάπου έπρεπε να μείνουν κι ο σκοπός ήταν η διατήρηση της Χαναάν σε καλή κατάσταση, όχι η ερήμωση της) αλλά ούτε και διαβάζουμε να υπήρξαν πολλές περιπτώσεις στις οποίες οι Ισραηλίτες κατέστρεψαν ολοκληρωτικά πολλές πόλεις. Εξαιρέσεις όπως η Ασώρ, η Γαι, η Ιεριχώ επιβεβαιώνουν τον κανόνα και όλα αυτά δεν αποτελούν σοβαρό επιχείρημα ότι «δεν έγινε Κατάκτηση», διότι τόσο η Π.Δ. όσο και η αρχαιολογία συμφωνούν ότι οι καταστροφές πόλεων ήταν λίγες. Δεν ήταν απαραίτητη η καταστροφή όλων των πόλεων, ώστε να καταλάβουν τη Χαναάν οι Ισραηλίτες. Αρκούσε η εκδίωξη-ήττα των Χαναναίων. Άλλωστε κι άλλες κατακτήσεις (π.χ. της Παλαιστίνης από το Ισλάμ) δεν συνοδεύτηκαν από ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας. 
 
Τώρα αναφορικά με καθ' εαυτά τα στοιχεία για ύπαρξη ή ανυπαρξία της κατάκτησης της Γης της Επαγγελίας. Έχουμε μαρτυρίες των Χαναναίων για τους apiru, οι οποίοι τρομοκρατούν την Παλαιστίνη κατά τον 13ο αι. (ΥΕΧ), ακριβώς την εποχή που συνήθως χρονολογείται η είσοδος του Ισραήλ στη Χαναάν. Έτσι, έχουν βρεθεί στα αιγυπτιακά παλάτια οι λεγόμενες πινακίδες της Amarna (1375-1350) με επιστολές διάφορων λαών προς τον Φαραώ. Οι περισσότερες από αυτές προέρχονται από υποτελείς βασιλείς κρατών-πόλεων της Χαναάν (Ιερουσαλήμ, Χεβρών, Συχέμ, Ασώρ, Μεγιδδώ κ.ά.) και της Συρίας. Σύμφωνα με αυτές (και μεταξύ άλλων) ο Ακενατών παραμελούσε τη χώρα στην οποία επέδραμαν οι Habiru. Ο Abdi-Heba, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ παρακαλεί για άμεση βοήθεια γιατί οι Apiru όχι μόνο λεηλατούν τη χώρα αλλά απειλούν και να την καταλάβουν. Ο Rib-Addi, βασιλιάς της Βύβλου, έστειλε πάνω από πενήντα επιστολές και λέει στον Φαραώ ότι περιοχές του χάθηκαν προς όφελος των Apiru και ζητά βοήθεια. «Οι συνεχείς εκκλήσεις και η απουσία οποιασδήποτε πληροφορίας ότι δόθηκε βοήθεια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ακενατών δεν απάντησε» (Lamoine DeVries, Cities of the Biblical World: An Introduction to the Archaeology, Geography, and History of Biblical Sites, Hendrickson, 1997, p. 114-115). Σε αιγυπτιακά κείμενα υπάρχει συγκεκριμένη ερμηνεία της λέξης apiru, αφού με αυτήν εννοούνται οι σκλάβοι που μεταφέρουν πέτρες στον πυλώνα της (πόλης) Ραμεσσή, τί σύμπτωση με το ΕΞΟΔΟΣ Α’ 11, – (πάπυρος Leiden 348) ή ασχολούνται με κατασκευαστικά έργα σε άλλη πόλη (E.S. Frerichs and L.H. Lesko (eds), Exodus: The Egyptian Evidence, Eisenbrauns, 1997, p. 18). Αν και αληθεύει ότι η λέξη apiru χρησιμοποιείται γενικότερα στη Μ. Ανατολή, ωστόσο είναι ενδιαφέρουσα η χρήση της στα παραπάνω κείμενα. Επίσης είναι άξιο απορίας γιατί μόνο από όλους τους apiru οι Ισραηλίτες διατήρησαν το όνομα αυτό.

Η βιβλική περιγραφή της καταστροφής των πόλεων της ΥΕΧ Ασώρ, Βαιθήλ, Λάχις κι άλλων, επιβεβαιώνεται ανασκαφικώς (Amnon ben-Tor (ed.), The Archeology of Ancient Israel, Yale, 1992, p. 284, 285). Το ίδιο και της Δεβείρ. «Ανασκαφές που έγιναν στο χωριό Beitin, δίπλα στη Βαιθήλ αποκάλυψαν ένα Χαναανιτικό οχυρό της ΥΕΧ που καταστράφηκε στο τέλος της περιόδου αυτής και επανακατοικήθηκε στην ΕΣ I ως ισραηλιτικός οικισμός» (Amnon ben-Tor (ed.), The Archeology of Ancient Israel, Yale, 1992).

Η ύπαρξη οικισμών του Ισραήλ στις λοφώδεις περιοχές ανάμεσα στο 1200 και 1000 π.Χ. είναι επίσης επιβεβαιωμένη ανασκαφικά (Walter E. Rast, Through the Ages in Palestinian Archeology, Trinity Press: 1992, p. 110).

Λαοί όπως οι Αμμωνίτες, των οποίων την καταστροφή είχε απαγορεύσει ο Θεός στον Ισραήλ (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ Β’, 19) ή όπως οι Κεναίοι που διαφυλάχτηκαν (ΚΡΙΤΑΙ Α’, 16) φαίνεται πως δεν έπαθαν – οι πόλεις τους – τίποτε, αλλά ο πολιτισμός των πρώτων συνεχίστηκε ώς την Περσική Αυτοκρατορία (The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East, λήμμα Ammon, p. 103˙ E.S. Frerichs and L.H. Lesko, Exodus: The Egyptian Evidence, Eisenbrauns, 1997, p. 42). Κι εδώ η Π.Δ. αποδεικνύεται αξιόπιστη.

Υπήρξε καταστροφή πόλεων κατά την ΜΕΧ III (1650-1550), αλλά οι περισσότερες από αυτές ξανακατοικήθηκαν ώς το 1450 π.Χ. Συνεπώς η δράση των «Λαών της Θάλασσας» δεν λέει τίποτε κατά της Βιβλικής εκδοχής.

Κάτι που δεν θα έκαναν οι «Λαοί της Θάλασσας» ούτε οι Χαναναίοι στους εμφύλιους πολέμους τους, το δείχνει ένα ανασκαφικό χαρακτηριστικό της καταστροφής της Ασώρ κατά την ΥΕΧ (τελευταίο τέταρτο του 13ου αι.): τα αντικείμενα λατρείας φαίνεται να είναι επίτηδες ακρωτηριασμένα και βεβηλωμένα (The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East, λήμμα. Hazor, p. 3). Αυτό, επειδή οι Χαναναίοι είχαν πάνω κάτω τους ίδιους θεούς και είναι λιγότερο πιθανό να ασεβούσαν έτσι προς τους θεούς των γειτόνων τους, – φαίνεται να το έχει πράξει κάποιος λαός του οποίου η λατρεία δεν είχε καμμία σχέση με τη θρησκεία των Χαναναίων. Οι Ισραηλίτες ήταν ένας τέτοιος λαός˙ κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχαν διαταχθεί να καταστρέψουν τα λατρευτικά αντικείμενα ώστε να μην τα λατρέψουν. Ταιριάζει λοιπόν ο τρόπος της καταστροφής αυτής με ό,τι λέει για τους Ισραηλίτες η Π.Δ. Επιπλέον το αμέσως επόμενο στρώμα, του 12ου αι, δείχνει ισραηλιτική εγκατάσταση κι όχι άλλων. Θα κατέστρεφαν με τέτοια μανία οι «Λαοί της Θάλασσας» μια πόλη ώστε να την παραδόσουν λίγο αργότερα στο «μικρό κι ασήμαντο» (σύμφωνα με όσους δεν παραδέχονται τη βιβλική διήγηση) Ισραήλ; Είναι γνωστό ότι οι Λαοί της Θάλασσας, όταν κατέστρεφαν μια πόλη, την εποίκιζαν (The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East, λήμμα Philistines, Late Philistines, p. 310). Δεν το έπραξαν όμως. Η εγκατάλειψη μιας πόλης αμέσως μετά την καταστροφή και ο μεταγενέστερος ισραηλιτικός εποικισμός ταιριάζει περισσότερο με την υπόθεση ότι οι Ισραηλίτες κατέστρεψαν την Ασώρ. Τα ίδια έγιναν και με τη Λαχίς. Απ' την άλλη οι Φιλισταίοι ενδιαφέρονταν περισσότερο να κατακτούν τις πόλεις μετατρέποντάς τες σε υποτελείς, παρά να τις καταστρέφουν.

Επίσης μια τέτοιου είδους καταστροφή υποδηλώνει όχι «σταδιακή εγκατάσταση στη Χαναάν» των Ισραηλιτών ούτε (εξαρχής διότι μετά, επί Κριτών, κι αυτό συνέβη) «συνύπαρξη» Χαναναίων-Ισραηλιτών, όπως λένε μερικοί, αλλά κατάκτηση.

Η συνεχής δίχως καταστροφή κατοίκηση πολλών πόλεων κατά την ΥΕΧ δεν δείχνει την απουσία εισβολής του Ισραήλ, ο οποίος θα τις κατέστρεφε, αλλά επιβεβαιώνει αυτό που είπαμε σε άλλο κεφάλαιο, ότι επιθυμούσε ο Θεός και έπραξαν οι Ισραηλίτες: την εκδίωξη των Χαναναίων από τη Χαναάν κι όχι την ολοκληρωτική εξόντωσή τους ή την ερήμωση-καταστροφή της Χαναάν. Παρατηρείται στην ΥΕΧ μαζική εγκατάλειψη των υψίπεδων, απ' όπου ξεκίνησε ο Ισραήλ (G.W. Ahlstrom, The History of Ancient Palestine, Fortress, 1993, p. 218).

Υπάρχει η αντίρρηση ότι η Αίγυπτος ήταν πανίσχυρη κατά τον 13ο αι. και δε θα επέτρεπε στους Ισραηλίτες να εισβάλουν στη Χαναάν. Ωστόσο ο Israel Finkelstein αναφέρεται στην «κατάρρευση του αιγυπτιακού συστήματος στη Χαναάν και την παρακμή των κρατών-πόλεων της ΥΕΧ» (Israel Finkelstein, Living on the Fringe--The Archeology and History of the Negev, Sinai and Neighboring Regions in the Bronze and Iron Ages, Sheffield Academic, 1995, p. 136). Κατά το 1200 η Αίγυπτος αποσύρεται στα ασιατικά σύνορά της. Η Αίγυπτος δεν μπορούσε να βοηθήσει τους Χαναναίους, είχε υποστεί πλήγματα από τους Λαούς της Θάλασσας.

Ας εξετάσουμε τώρα μία μία μερικές πόλεις, για τις οποίες υπάρχει η άποψη ότι η βιβλική διήγηση δεν είναι ακριβής αναφορικά με την ύπαρξή τους.

i) Ιεριχώ. «Στην περίπτωση της Ιεριχώς, δεν υπήρχε ίχνος εγκατάστασης οποιουδήποτε είδους κατά τον 13ο π.Χ. αι., ενώ ο πρωιμότερος οικισμός της ΥΕΧ, που χρονολογείται από τον 14ο π.Χ. αι. ήταν μικρός και φτωχικός, σχεδόν ασήμαντος» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 115). Ωστόσο: «Η Ιεριχώ καταστράφηκε στην ΥΕΧ II [σημ: 1400-1200]. (...) Η συνακόλουθη διακοπή της εγκατάστασης αποδεικνύεται από την αρχαιολογία. Υπήρξε μια περίοδος εγκατάλειψης, κατά την οποία η διάβρωση απομάκρυνε τα περισσότερα υπολείμματα της πόλης της ΥΕΧ και αρκετά από τα υπολείμματα των αρχαιότερων πόλεων» (The New Encyclopedia of Archaeological Excavations in the Holy Land, λήμμα Jericho, p. 680). Άρα η Ιεριχώ υπήρχε κατά την ΥΕΧ. Υπάρχουν ευρήματα νεκρών θαμμένων κατά την ΥΕΧ I (1550-1400), στους τύμβους 4 και 5 της νεκρόπολης. Άρα υπήρχαν κάτοικοι στην Ιεριχώ. Κι αν προσθέσουμε ότι οι οχυρώσεις της ΜΕΧ ήταν αρκετά καλοδιατηρημένες (όπως οι οχυρώσεις της ΜΕΧ της Χεβρώνας που διατηρήθηκαν σε χρήση και κατά την ΕΣ, (The New Encyclopedia of Archaeological Excavations in the Holy Land, λήμμα Hebron, p. 608), τότε ποιος ο λόγος να μην δεχτούμε την βιβλική διήγηση του Ιησού του Ναυή, ότι η Ιεριχώ καταστράφηκε και τα τείχη της υπήρχαν, αλλά απλώς δεν ήταν τόσο ισχυρά όσο παλιότερα;

ii) Χεβρών: η αντίθετη άποψη είναι ότι κατά την ΥΕΧ δεν κατοικείτο, ώστε να κατακτηθεί από τον Ιησού του Ναυή. Υπάρχουν ανασκαφικά ευρήματα που αποκάλυψαν υπολείματα «τη Χαλκολιθικής εποχής, ΠΕΧ, ΜΕΧ, ΥΕΧ, ελληνιστικής εποχής, βυζαντινής και ισλαμικής» (The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East, λήμμα Hebron). Επίσης ανακαλύφθηκε συνέχεια στην ταφή σε μια σπηλιά από την ΜΕΧ ώς την ΥΕΧ και ίσως την ΕΣ I, (The New Encyclopedia of Archaeological Excavations in the Holy Land, λήμμα Hebron, p. 608).

iii) Τανάχ: Εδώ η αντίθετη άποψη είναι ότι η Τανάχ καταστράφηκε κατά την ΥΕΧ, ενάντια σ' όσα λέει η Π.Δ. Ωστόσο υπάρχουν υπολείμματα του: μια Χαναανιτική πινακίδα με σφηνοειδή γραφή, των αρχών του 12ου αι., ένα χαναανιτικού στυλ λατρευτικό κατασκεύασμα του 11ου-10ου αι., ένα βάθρο με διάφορες θεότητες του 11ου-10ου αι., καθώς κι άλλα ευρήματα του 15ου και 14ου αι. (μυκηναϊκό αγγείο IIA: 2), (The New Encyclopedia of Archaeological Excavations in the Holy Land, λήμμα Taanach, p. 1432).

iv) Εδώμ, για την οποία υπάρχει η άποψη ότι ήταν ακατοίκητη κατά την ΥΕΧ: «τα περισσότερα μέρη αυτής της περιοχής (Υπεριορδανίας), συμπεριλαμβανομένου και του Εδώμ που αναφέρεται στη βιβλική αφήγηση ως κράτος που το κυβερνούσε βασιλιάς, ούτε και κατοικούνται από μόνιμο πληθυσμό εκείνο τον καιρό» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 94). Κατά την ΥΕΧ η περιοχή ήταν προφανώς κατοικημένη από νομάδες, οι οποίοι αναφέρονται, με τα κοπάδια και τις σκηνές τους, σε αιγυπτιακές πηγές ως οι Shosu της Εδώμ ή του Seir: «οι αιγυπτιακές εκστρατείες τους εναντίον τους έγιναν προφανώς για να προστατευτούν τα συμφέροντα στην χαλκοπαραγωγό περιοχή της Timna» (Israel Finkelstein, Living on the Fringe-The Archeology and History of the Negev, Sinai and Neighboring Regions in the Bronze and Iron Ages, Sheffield Academic, 1995, p. 135). «Ο Αιγύπτιος γραφέας περιγράφει τη λεία από τις "κατασκηνώσεις των ανθρώπων και από τα υπάρχοντά τους και τα κοπάδια τους επίσης, που είναι αναρίθμητα". Οι Σόσου αποτελούσαν προφανώς προβληματικό και ανεξέλεγκτο στοιχείο με ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία στις παραμεθόριες και ορεινές περιοχές» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 142-143). Δηλαδή οι κάτοικοι της Εδώμ ήταν τόσο επικίνδυνοι, ώστε αναγκάστηκε το ισχυρότερο κράτος, η Αίγυπτος, να τους πολεμήσει,– κατά τα άλλα δεν κατοικείτο ή ήταν αραιοκατοικημένη η Εδώμ! Επίσης υπάρχουν ενδείξεις – καθώς και αγγεία –ότι στην ΥΕΧ (και στην ΜΕΧ II) σε διάφορες περιοχές (Feinan) της Εδώμ υπήρχαν χυτήρια χαλκού (The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East, λήμμα Edom, p. 190). Άρα και η Εδώμ κατοικείτο. Ελάττωση πληθυσμού υπήρξε κατά την ΜΕΧ, το αντίθετο από την ΥΕΧ.

iv) Αράδ: «Στο Τελλ Αράντ ... κανένα υπόλειμμα της ΥΕΧ, εποχή κατά την οποία το μέρος είχε εγκαταλειφθεί» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 94). Η Αράδ ήταν τμήμα της Εδώμ κι άρα κατοικούνταν. Το ζήτημα είναι αν υπήρξε πόλη Αράδ. Σε κατάλογο κατεκτημένων πόλεων έχουν αναφερθεί δύο πόλεις arad. Στην Π.Δ. δεν αναφέρεται αν η Αράδ ήταν πόλη ή περιοχή (ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΑ’, 1). Όντας περιοχή κι όχι πόλη, αλλά κατοικημένη περιοχή, θα μπορούσε να κατοικείται από νομάδες, οι οποίοι θα είχαν κάποιον αρχηγό-βασιλιά.

v) Η Εσεβών (στη Μωάβ) θεωρείται ακατοίκητη για την περίοδο που μας ενδιαφέρει: «Οι ανασκαφές στο Τελλ Εσμπόν, νότια του Αμάν, στην τοποθεσία της αρχαίας Εσβώνας έδειξαν πως κατά την ΥΕΧ δεν υπήρχε όχι πόλη, αλλά ούτε καν χωριουδάκι» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 94). Ωστόσο έχουν βρεθεί θραύσματα αγγείων της ΥΕΧ εκεί (The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East, λήμμα Hesbon, p. 20). Ο πληθυσμός της Μωάβ κατά την ΥΕΧ ήταν λιγότερος από αυτόν της ΕΣ, αλλά ωστόσο αυτή κατοικείτο και υπάρχουν υπολείμματα της ΥΕΧ και της ΕΣ στα μέρη Khirbet el-Al, Hesban, Dhiban (Dibon), Lehun, Arair, Balu, and Khirbet el-Medeineh (The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East, λήμμα Moab, p. 38). Επανειλημμένα οι Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν διαψεύδονται στα ζητήματα ύπαρξης ιχνών της ΥΕΧ στις αμφιλεγόμενες περιοχές. Επίσης το όνομα Μωάβ αναφέρεται από τους Αιγύπτιους κατά τη βασιλεία του Ραμσή Β'’, περί το 1200, (Peoples of the Old Testament World; Hoerth, Mattingly, Yamauchi (eds.), Baker, 1994, p. 324).

vi) Η Κάδης, στην έρημο Σιν (ΑΡΙΘΜΟΙ ΛΓ’, 37) μπορεί να ήταν απλώς μια όαση. Στο ΑΡΙΘΜΟΙ ΙΓ’ περιγράφεται σαν πόλη, αλλά όχι οχυρωμένη. «Πόλη» στην Π.Δ. μπορεί να σημαίνει και χωριουδάκι. Άλλωστε ήταν στη μέση της ερήμου, κι όπως είπαμε, πολλοί νομαδικοί λαοί απλώς δεν άφησαν κανένα ίχνος.

vii) Ασώρ: «Τα είδη αγγείων της ΥΕΧ που βρέθηκαν στα χαλάσματα της Ασώρ δεν έχουν πλέον τα χαρακτηριστικά σχήματα των τελών του 13ου αι., συνεπώς η καταστροφή πρέπει να είχε προηγηθεί» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 126). Όχι απαραίτητα. Μπορεί απλώς να διατηρήθηκε το παλαιότερο στυλ αγγείων, όπως προαναφέραμε. Για την καταστροφή των λατρευτικών αντικειμένων, κάτι που θα έκανε το Ισραήλ, κάναμε λόγω παραπάνω.

viii) Αφέκ: «Το εκεί αιγυπτιακό οχυρό πρέπει να καταστράφηκε κάποια στιγμή μέσα στις επόμενες δύο ή τρεις δεκαετίες [σημ.: μετά το 1230 π.Χ.]» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 126). Αυτό δεν συνιστά πρόβλημα.

ix) Λαχίς: «Οι ανασκαφές στη Λαχίς βρήκαν στο στρώμα της καταστροφής ένα μεταλλικό θραύσμα που έφερε το όνομα του Φαραώ Ραμσή Γ’'. Το εύρημα αυτό μας λέει ότι η Λαχίς δεν μπορεί να καταστράφηκε πριν από τη βασιλεία του εν λόγω μονάρχη (1187-1156)» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 126). Αυτό είναι σωστό, αλλά δεν αποκλείει την πιθανότητα να καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ραμσή Γ'– και μάλιστα κατά τις πρώτες δεκαετίες της –κι όχι απαραίτητα μετά τη βασιλεία του (1156 μ.Χ.).

x) Μαγεδδώς: «η μεταλλική βάση αγάλματος που έφερε το όνομα του Ραμσή Δ'’ (1156-1150) βρέθηκε στα ερείπια της Μαγεδδώς, πράγμα που δείχνει ότι το μεγάλο χαναναϊκό κέντρο της κοιλάδας Ιεζραέλ καταστράφηκε μάλλον το β'’ μισό του 12ου π.Χ. αι.» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 126). Συνοψίζοντας τα συμπεράσματα αναφορικά με τις τρεις τελευταίες πόλεις, οι Φινκελστάιν και Σίλμπερμαν ισχυρίζονται: «Οι βασιλιάδες των τεσσάρων αυτών πόλεων Ασώρ, Αφέκ, Λαχίς και Μαγεδδώ – φέρονται ότι νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες υπό την ηγεσία του Ιησού του Ναυή. Τα αρχαιολογικά στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι η καταστροφή των πόλεων αυτών συντελέστηκε σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός αιώνα» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 126). Οι πόλεις καταστράφηκαν: Ασώρ (1225), Αφέκ (1210-1200), Λαχίς (1187-1156), Μαγεδδώς (β’' μισό 12ου αι.). Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ο ισχυρισμός των Φινκελστάιν-Σίλμπερμαν ισχύει. Ωστόσο το ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ ΙΒ’ 11-21, μας λέει ότι ο Ιησούς του Ναυή απλώς νίκησε τους βασιλείς των παραπάνω πόλεων, ενώ το ΚΡΙΤΑΙ Α’ 27, μας πληροφορεί ότι η Μαγεδδώς δεν καταλήφθηκε από τους Ισραηλίτες όσο ζούσε ο Ιησούς του Ναυή. Ο συνδυασμός των δύο εδαφίων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μεν ήττα του βασιλιά της Μαγεδδώς, αλλά όχι ταυτόχρονη καταστροφή της πόλης του (το απόσπασμα του ΙΗΣΟΥ του ΝΑΥΗ δεν κάνει λόγο για καταστροφή των πόλεων των συνασπισμένων βασιλέων). Η Μαγεδδώς λοιπόν καταστράφηκε αργότερα, επί Ιησού του Ναυή δεν είχε καταστραφεί. Συνεπώς η Π.Δ. έχει δίκαιο και είναι δυνατόν οι Ισραηλίτες υπό τον Ιησού του Ναυή να κατέστρεψαν τις τρεις πρώτες πόλεις, –δεν συντελέστηκε η καταστροφή τους σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός αιώνα. Κι επιπλέον, ας μη ξεχνάμε ότι η ραδιοχρονολόγηση δεν είναι τέτοιου βαθμού ακριβείας, ώστε να γνωρίζουμε τον ακριβή χρόνο.

Αναφορικά με την Έξοδο οι Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν ισχυρίζονται ότι: «Η ιστορική ασάφεια της Εξόδου εντείνεται από το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ονομαστικά κανένας Αιγύπτιος μονάρχης του Νέου Βασιλείου (ενώ μεταγενέστερο βιβλικό υλικό αναφέρει τους Φαραώ με το όνομά τους, όπως παραδείγματος χάρη τον Σισάκ και τον Νεκώς» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 95). Όπως αναφέραμε στο ζήτημα της αυθεντικότητας της Πεντατεύχου, η μη ονομαστική αναφορά των Φαραώ ήταν ο παραδοσιακός αιγυπτιακός κανόνας της εποχής του Νέου Βασιλείου και αντίθετα η ονομαστική αναφορά των Φαραώ του 7ου αι. από την Αγία Γραφή αντικατοπτρίζει επίσης την αιγυπτιακή πρακτική της εποχής. Άρα η ασάφεια στην πραγματικότητα συνηγορεί υπέρ της αυθεντικότητας της Πεντατεύχου.

Υπάρχει η αντίρρηση ότι οι Αιγύπτιοι δεν αναφέρουν τίποτε για Έξοδο, για διαφυγή σκλάβων Ισραηλιτών από τη χώρα τους. Από ψυχολογικής άποψης αυτό θα ήταν και το αναμενόμενο: το πλέον ισχυρό κράτος της εποχής δύσκολα θα μπορούσε να χωνέψει πώς διέφυγαν οι δούλοι του. Προτίμησε να μην κηλιδώσει την έως τότε ένδοξη ιστορία του καταγράφοντας ένα μελανό σημείο. Ωστόσο υπάρχει αιγυπτιακή αναφορά στο Ισραήλ, πριν αυτό εγκατασταθεί στη Χαναάν.

Η μοναδική αιγυπτιακή αναφορά στο Ισραήλ υπάρχει στη στήλη που ανήγειρε ο Φαραώ Μερνεφθά (1213-1204) και η οποία είναι γνωστή ως «στήλη του Μερνεφθά». Σε αυτήν ο Φαραώ κομπάζει για τις νίκες του επί διάφορων χαναανιτικών φυλών. Δίπλα σ' αυτές συγκαταλέγεται και το Ισραήλ. Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι «η στήλη του Μερνεφθά αναφέρεται [σημ.: στο Ισραήλ] ως μια ομάδα ανθρώπων που ζούσαν ήδη στη Χαναάν» (Ίσραελ Φινκελστάιν-Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 89). Οι δύο συγγραφείς ισχυρίζονται αυτό ώστε να αποδείξουν ότι δεν συνέβη Έξοδος από την Αίγυπτο, αλλά οι Ισραηλίτες ζούσαν ανέκαθεν στην Χαναάν. Ωστόσο υπάρχει μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια, η οποία αποδεικνύει το αντίθετο: το αιγυπτιακό σύστημα γραφής «όχι μόνο ορθογραφούσε τις λέξεις φωνολογικά, αλλά επίσης περιελάμβανε προσδιοριστικά, για να επιτρέψει στον αναγνώστη την καλύτερη κατανόηση. Όταν η στήλη του Μερνεφθά αναφέρει άλλους λαούς και τόπους, χρησιμοποιεί το προσδιοριστικό για την "ξένη χώρα" για να τους καθορίσει. Έτσι γίνεται, για παράδειγμα, με μεγάλες οντότητες όπως η Χαναάν και για πόλεις όπως η Γεζέρ και η Ασκαλών. Αλλά όταν αναφέρεται το Ισραήλ, χρησιμοποιείται το προσδιοριστικό του "λαού" (π.χ. ένας άντρας, μια γυναίκα, και ένας δείκτης πληθυντικού). Ερμηνεύουμε την ορθογραφία αυτή ότι αναφέρει τους Ισραηλίτες ως ένα λαό δίχως χώρα, μια κατάσταση που ταιριάζει με την κατάστασή τους ως σκλάβων στην Αίγυπτο. Ο αιγύπτιος γραφέας ήξερε ότι κατάγονταν από την Χαναάν, γι' αυτό τους συμπεριέλαβε στη λίστα των εχθρών του Μερναφθά από την περιοχή εκείνη, αλλά διαχώρισε τους Ισραηλίτες σημειώνοντάς τους ως λαό, όχι ως ξένη χώρα» (Cyrus Gordon and Gary Rendsburg, The Bible and the Ancient Near East, Norton, 1997, p. 150). Με άλλα λόγια οι Ισραηλίτες δεν είναι ακόμη – την εποχή που στήνεται η στήλη – «χώρα», αλλά «λαός», δηλαδή έχουν ξεφύγει από την Αίγυπτο αλλά δεν έχουν εγκατασταθεί ακόμη στη Χαναάν αν και κατάγονται από εκεί. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλές επιγραφές του Μερνεφθά είναι «γραμμένες σε ένα ασυνήθιστο φιλολογικό ύφος», ότι βασίλεψε πολύ λίγο (εννιά χρόνια) κι ότι μετά το θάνατό του ξέσπασε αναρχία. Δύο βασιλιάδες υπάρχουν στα επόμενα πέντε χρόνια, και μάλιστα συμβασιλεύουν (Ο Αμωνμνές, 1203-1199, και ο Σέθος Β'’, 1204-1198). Δεν αποδεικνύει, λοιπόν, η στήλη του Μερνεφθά, ότι οι Ισραηλίτες ζούσαν στην Χαναάν.

Οι Αιγύπτιοι είχαν διατηρήσει την ανάμνηση της Εξόδου, έστω και διαστρεβλωμένα: «Λένε επίσης [οι Αιγύπτιοι ιερείς] πως οι λαοί (...) και των Ιουδαίων μεταξύ Αραβίας και Συρίας ιδρύθηκαν ως αποικίες από ανθρώπους που έφυγαν από εκεί» (Διόδωρος Σικελιώτης, 1, 28, 2). Προφανώς οι Αιγύπτιοι είτε δεν ήθελαν να παραδεχτούν τα αληθινά αίτια της φυγής των Ιουδαίων από την Αίγυπτο είτε τα είχαν ξεχάσει. Πάντως θυμόντουσαν ότι οι Ιουδαίοι κάποτε έφυγαν από την Αίγυπτο κι εγκαταστάθηκαν στη Χαναάν. Οι Ιουδαίοι και όχι οι Σύριοι ή οι Φιλισταίοι ή οι Υξώς.

Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι η Έξοδος δεν έγινε ποτέ, αλλά οι Χαναναίοι που εκδιώχτηκαν από την Αίγυπτο (είτε οι Υξώς είτε άλλοι) εμπότισαν με τις αναμνήσεις τους την εθνική μνήμη του Ισραήλ! «Οι ιστορίες αυτές, για Χαναναίους που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο κι έπειτα αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως εστία αλληλεγγύης και αντίστασης με τη σταδιακή αφομοίωση πολλών χαναναϊκών κοινοτήτων στην αποκρυστάλλωση του έθνους του Ισραήλ, αυτή η έντονη εικόνα ελευθερίας μπορεί και να απευθύνεται σε όλο και μια διευρυμένη κοινότητα. Κατά την περίοδο των βασιλείων του Ισραήλ και του Ιούδα, η ιστορία της Εξόδου μπορεί να είχε ενδυναμωθει και να μετατραπεί σε εθνική σάγκα, έκκληση σε εθνική ενότητα εν όψει αδιάκοπων απειλών από μεγάλες αυτοκρατορίες» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 100). Υπάρχουν όμως πολλές αντιρρήσεις που κάνουν αδύνατη αυτή την εκδοχή: Πρώτον, οι Χαναναίοι-Υξώς εκδιώχτηκαν από την Αίγυπτο παρά τη θέλησή τους, ενώ στην ΕΞΟΔΟ βλέπουμε ότι στους Ισραηλίτες δεν επιτρεπόταν να φύγουν από την Αίγυπτο. Το παρελθόν των δύο λαών ήταν εντελώς αντίθετο: οι μέν ήθελαν να μείνουν στην Αίγυπτο, αλλά εκδιώχτηκαν, οι δε ήθελαν να φύγουν από την Αίγυπτο, αλλά οι Αιγύπτιοι δεν ήθελαν. Πώς έγινε αυτή η ανάμειξη; Αν οι Ισραηλίτες «έκλεβαν» ή «απορροφούσαν» τις εθνικές παραδόσεις των εκδιωχθέντων από την Αίγυπτο Χαναναίων, τότε η Βίβλος θα έπρεπε να κάνει λόγο για Ισραηλίτες Φαραώ της Αιγύπτου κι όχι για σκλάβους. Δεύτερον, δεν υπήρξε καμμία αφομοίωση χαναανιτικών κοινοτήτων στο έθνος του Ισραήλ: το αντίθετο γινόταν. Είτε με την αρχική εκδίωξη των Χαναναίων από τους τόπους όπου θα εγκαθίσταντο οι Ισραηλίτες, οπότε δεν τίθεται θέμα αφομοίωσης πολλών Χαναναίων από το Ισραήλ, είτε με τη μορφή του θρησκευτικού προσηλυτισμού στη χαναανιτική θρησκεία ορισμένων Ισραηλιτών, οι οποίοι αποκόπτονταν από το Ισραήλ, είτε με τη μορφή εκδίωξης των ξένων γυναικών από το Ισραήλ, επί Ιωσία, οι ξένοι Χαναναίοι αποκόπτονταν από το Ισραήλ, δεν συνδημιουργούσαν ένα κοινό έθνος. Τρίτο, οι «εκκλήσεις για ενότητα ενάντια στις μεγάλες αυτοκρατορίες» τις οποίες απηύθυνε η Αγία Γραφή (Π.Δ.) δεν αφορούσαν τους αλλοεθνείς Χαναναίους, αλλά αποκλειστικά μόνο τους Ισραηλίτες. Μπορούμε να είμαστε μάλλον βέβαιοι γι' αυτό.

Υπάρχει η αντίρρηση για το πώς οι Ισραηλίτες έγιναν αμέσως γεωργοί κατακτώντας την Χαναάν, ενώ ουδέποτε ώς τότε ήταν: «Μετά από αιώνες που έμειναν εργάτες στην Αίγυπτο και τα σαράντα χρόνια περιπλάνησης στην έρημο του Σινά (...) πώς έμαθαν λοιπόν να είναι αγρότες και πώς προσαρμόστηκαν τόσο γρήγορα στο ρυθμό και τον μόχθο της αγροτικής ζωής;» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 140). Η απάντηση δίνεται στο ίδιο βιβλίο (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 160): «Στη Μέση Ανατολή, οι άνθρωποι είχαν πάντοτε τον τρόπο να αλλάξουν ριζικά από γεωργοί σε κτηνοτρόφους, ή από κτηνοτρόφοι ξανά σε εγκατεστημένους καλλιεργητές, ανάλογα με τις εξελίξεις, πολιτικές, οικονομικές ή και κλιματικές, των συνθηκών».

Στο σημείο αυτό θα ασχοληθούμε με τον κ. Καλόπουλο και τις συνωμοσίες του. Σύμφωνα με αυτές, οι Ισραηλίτες πέρασαν όχι μέσω της Ερυθράς Θάλασσας, αλλά μέσω μιας τάφρου που οι Αιγύπτιοι Φαραώ είχαν σκάψει προκειμένου να ενώσουν την Ερυθρά με τις βορειότερες λίμνες κι αυτές με τη Μεσόγειο (να φτιάξουν διώρυγα). Ο «αρχιμηχανικός» Μωυσής γνώριζε για τα κατασκευαστικά αυτά έργα και, πριν λάβουν χώρα οι «πληγές» κατά του Φαραώ, είχε στείλει τον συμπέθερό του, τον Ιοθόρ, μαζί με πολλούς Μαδιανίτες, για να υπονομεύσουν τα στηρίγματα της τάφρου. Έτσι, αφού πέρασαν οι Ισραηλίτες μέσω της τάφρου, ο Μωυσής έκανε νόημα και οι άνθρωποί του έριξαν τα στηρίγματά της, οπότε η θάλασσα εισήλθε στην τάφρο κι έπνιξε τους Αιγύπτιους. Το σενάριο αυτό είναι απίθανο έως αδύνατο διότι: 1) πριν λάβουν χώρα οι πληγές και πριν ολοκληρωθούν οι περισσότερες, είναι πιθανόν ότι η τάφρος φυλασσόταν καλά από αιγυπτιακές φρουρές που δεν θα άφηναν να την πλησιάσει κανείς. Η υπονόμευση των στηριγμάτων δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά, ειδικά την εποχή εκείνη. 2) η ΕΞΟΔΟΣ κάνει λόγο για θάλασσα, όχι για φράγμα (ΕΞΟΔΟΣ ΙΔ’, 21). Η θάλασσα άνοιξε στα δύο λόγω ισχυρού ανέμου, σύμφωνα με την Π.Δ. 3) η διεύθυνση μιας πιθανής τάφρου-διώρυγας που συνέδεε λίμνες και Ερυθρά θα ήταν από νότο προς βορρά κι όχι από δύση προς ανατολή. Δηλαδή θα ήταν άχρηστη κι επιβλαβής (θα προκαλούσε καθυστέρηση) για την διαφυγή των Αιγυπτίων το να φτάσουν νότια, ώς το Σουέζ κι έπειτα να συνεχίσουν κατά μήκος της υποτιθέμενης τάφρου. 4) πιθανότερο είναι πως η διάβαση έγινε μέσω λίμνης, αρκετά βαθειάς, ώστε να πνιγούν οι αρματηλάτες, όταν θα έπαψε ο άνεμος. Διαφορετικά έγινε σε τμήμα της Ερυθράς, το οποίο πλέον έχει αποξηραθεί και γίνει στεριά.

Πότε λοιπόν εμφανίστηκαν οι Ισραηλίτες στη Χαναάν; «Η ανακάλυψη των υπολειμμάτων ενός πυκνού δικτύου ορεινών χωριών τα οποία φαίνεται ότι ιδρύθηκαν όλα μέσα σε διάστημα λίγων γενεών φανέρωνε πως ένας ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός είχε λάβει χώρα στην κεντρική λοφώδη περιοχή της Χαναάν περί το 1200 π.Χ. Δεν υπήρχαν ίχνη βίαιης εισβολής ούτε διείσδυσης κάποιας διαφορετικής εθνικής ομάδας. Στα μέχρι τότε αραιοκατοικημένα υψίπεδα, από τους λόφους της Ιουδαίας στο νότο μέχρι τους λόφους της Σαμάρειας στον βορρά, μακριά από τις χαναναϊκές πόλεις που βρίσκονταν σε παρακμιακή και πτωτική πορεία, εμφανίστηκαν ξαφνικά περί τις 250 ορεινές κοινότητες. Ήταν οι πρώτοι Ισραηλίτες. (...) Σε αντίθεση με τον πολιτισμό των χαναναϊκών πόλεων και χωριών στα πεδινά, τα ορεινά χωριά δεν είχαν δημόσια κτίρια, ανάκτορα, αποθήκες ή ναούς. Τα σπίτια του χωριού μάλιστα είχαν όλα το ίδιο περίπου μέγεθος, πράγμα που υποδηλώνει ότι ο πλούτος ήταν μοιρασμένος με σχετική ισομέρεια σε όλες τις οικογένειες» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 148 και 149). Παρατηρούμε τα εξής: 1) Εφόσον, σύμφωνα με τους ίδιους συγγραφείς οι τριγύρω περιοχές της Χαναάν ήταν αραιοκατοικημένες κι εφόσον υπάρχει διαφορά στον πολιτισμό των πεδιάδων και των ορεινών περιοχών (δηλαδή δεν ήταν κάποιοι πεδινοί που μετανάστευσαν στα ορεινά), από πού προήλθαν «ξαφνικά» 250 κοινότητες; Από τις αραιοκατοικημένες ερήμους ή από τις πεδιάδες; Οι κάτοικοι των πεδιάδων δεν ίδρυσαν τους οικισμούς αυτούς. 2) Το κατώτερο επίπεδο πολιτισμού αντανακλά ακριβώς τον υποδεέστερο Ισραηλιτικό πολιτισμό των νεοεισελθόντων στην Χαναάν. Αλλιώς θα είχαν τον ίδιο πάνω κάτω πολιτισμό, τουλάχιστον τα χωριά των πεδινών και των ορεινών περιοχών. 3) Η απουσία ναών, σε αντίθεση με τα πεδινά, είναι ενδεικτική του μονοθεϊσμού: σε καμμιά περίπτωση δεν θα υπήρχε έλλειψη ναών και θεών, αν οι κάτοικοι ήταν μη Ισραηλίτες, έστω και νομάδες. 4) Η οικονομική ισότητα επίσης ήταν στοιχείο ενός πολιτισμού που δεν είχε σχέση με τον χαναανιτικό.

«Αξίζει να σημειωθεί – σε αντίθεση με τις βιβλικές αφηγήσεις περί αδιάκοπων σχεδόν εχθροπραξιών ανάμεσα στους Ισραηλίτες και τους γείτονές τους – ότι τα χωριά δεν ήταν οχυρωμένα» είτε γιατί ένοιωθαν ασφάλεια είτε γιατί «δεν είχαν τα μέσα ή την κατάλληλη οργάνωση για να αναλάβουν τέτοια έργα» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 150). Οι βιβλικές διηγήσεις αλλά και το σχέδιο του Θεού ήταν να εκδιωχθούν οι Χαναναίοι έπειτα από μερικές ήττες των βασιλιάδων τους. Άπαξ και οι νίκες του Ισραήλ ήταν γεγονός, οι Ισραηλίτες άρχισαν να εγκαθίστανται στη χώρα ειρηνικά και πυκνά (εκδιώκοντας τους Χαναναίους από τα μέρη που επί Ιησού του Ναυή δεν το είχαν κατορθώσει), όπως ακριβώς δείχνει η «ξαφνική» εμφάνιση 250 ορεινών κοινοτήτων (από 25 που υπήρχαν την προηγούμενη περίοδο). Οι πολέμιοι της βιβλικής αφήγησης της Κατάκτησης νομίζουν ότι είτε υπήρξε μόνο βία είτε μόνο ειρηνική εγκατάσταση˙ κι ότι αν υπήρξε η δεύτερη αυτό συνεπάγεται πως δεν υπήρξε η πρώτη! Αντίθετα η Π.Δ. περιγράφει ότι η αρχική είσοδος στη Χαναάν έγινε δια της βίας (και ενίοτε αυτή η βία συνεχίστηκε), ωστόσο με την εκδίωξη των περισσότερων Χαναναίων, η εγκατάσταση έγινε ειρηνικά. Το «ειρηνικά» της τελευταίας φράσης δε σημαίνει ότι η συνολική εγκατάσταση ήταν ειρηνική και βαθμιαία όμως.

Σύμφωνα με τους Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν οι νομαδικοί πληθυσμοί της τριγύρω της Χαναάν περιοχής, αρχικά αντάλλασαν κτηνοτροφικά προϊόντα με γεωργικά προϊόντα των γεωργών των πεδιάδων της Χαναάν και γι'’ αυτό οι νομάδες δεν ήταν υποχρεωμένοι να εγκατασταθούν κάπου μόνιμα. Όταν το πολιτικό σύστημα της Χαναάν κατέρρευσε συμπαρασύροντας στην κατάρρευση το οικονομικό δίκτυο της, και οι γεωργοί της Χαναάν μετά βίας παρήγαγαν προϊόντα μόνο για τους εαυτούς τους, οι νομάδες αναγκάστηκαν να αυτοτροφοδοτηθούν με γεωργικά προϊόντα, οπότε έπρεπε να πάψουν να είναι νομάδες και να εγκατασταθούν μόνιμα στα ορεινά. Η μόνιμη εγκατάστασή τους, οδήγησε στους 250 οικισμούς. Το συμπέρασμα των συγγραφέων; «Η πορεία που μόλις περιγράψαμε είναι στην ουσία το αντίθετο από αυτό που περιγράφει η Βίβλος: η εμφάνιση του πρώιμου Ισραήλ ήταν το αποτέλεσμα της κατάρρευσης του χαναναϊκού πολιτισμού και όχι η αιτία της. Επίσης οι περισότεροι Ισραηλίτες δεν ήρθαν στη Χαναάν από έξω, αλλά εμφανίστηκαν εντός αυτής. Δεν υπήρξε βίαιη κατάληψη της Χαναάν. Δεν υπήρξε μαζική Έξοδος από την Αίγυπτο. Οι περισσότεροι από εκείνους που σχημάτισαν το πρώιμο Ισραήλ ήταν ντόπιοι, οι ίδιοι που απαντούν στα υψίπεδα της ΕΧ και του Σιδήρου. Οι πρώτοι Ισραηλίτες ήταν τί ειρωνία (!) –Χαναναίοι» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 162). Ωστόσο η αλήθεια είναι πως:

i) Η Έξοδος είναι γεγονός διότι 1) οι apiru των αιγυπτιακών κατασκευαστικών έργων ήταν οι απόγονοι «του Άβραμ του Εβραίου (=apiru)» (ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΔ’, 13), οι οποίοι έκτιζαν την πόλη Ραμεσσή (ΕΞΟΔΟΣ Α’, 11), όπως το επιβεβαιώνουν και τα αιγυπτιακά αρχεία. 2) Ο Φαραώ Μερνεφθά αναφέρει το Ισραήλ στη στήλη των εχθρών του, πράγμα που σημαίνει α’) ότι οι Ισραηλίτες είχαν γίνει εχθρός άξιος λόγου (προφανώς επειδή διέφυγαν από την Αίγυπτο ταπεινώνοντας την τελευταία) και β’) ότι οι Ισραηλίτες δεν είχαν ακόμη εγκατασταθεί στη Χαναάν, αλλά ήταν ακόμη περιπλανώμενοι. 3) Δεν υπάρχει καμμία σχέση ανάμεσα στην εκδίωξη των Υξώς-Χαναναίων από την Αίγυπτο και στην διαφυγή-Έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο˙ ούτε και στην ιστορία των λαών αυτών στην Αίγυπτο. 4) Οι Αιγύπτιοι θυμούνταν την φυγή των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο δίχως να την ταυτίζουν με τη φυγή άλλων Σημιτών.

ii) η κατάκτηση της Χαναάν, τόσο βίαια όσο και ειρηνικά, επίσης είναι γεγονός, διότι αντίθετα από τους διάφορους ισχυρισμούς, οι περιοχές των οποίων τους κατοίκους αναφέρει η Π.Δ. ότι κατανίκησαν οι Ισραηλίτες, κατοικούνταν από κόσμο στην ΥΕΧ. Δεν ήταν ακατοίκητες.

Ο λόγος, για τον οποίο, κατά την άποψή μας, οι πρώιμοι Ισραηλίτες (αυτοί που εμφανίζονται περί το 1200 π.Χ. στη Χαναάν) δεν μπορεί να ήταν οι Χαναναίοι δίνεται από τους ίδιους συγγραφείς: «Τα οστά που βρέθηκαν στις ανασκαφές των πρώιμων ισραηλιτικών χωριών στα υψίπεδα διαφέρουν από εκείνα των οικισμών σε άλλα σημεία της χώρας σε ένα σημείο: δεν υπάρχουν οστά χοίρων. Οστά που συλλέχτηκαν από προγενέστερους οικισμούς στα υψίπεδα περιείχαν και οστά χοίρων, ενώ το ίδιο ισχύει και για τους μεταγενέστερους (μετά την ΕΣ) οικισμούς στην ίδια περιοχή. Ολόκληρη όμως την Εποχή του Σιδήρου, περίοδο των ισραηλιτικών μοναρχιών, δεν μαγειρεύονταν ούτε καταναλώνονταν τα χοιρινά, ούτε καν εκτρέφονταν στα υψίπεδα. Τα συγκριτικά στοιχεία από τους παράκτιους φιλισταϊκούς οικισμούς τον ίδιο καιρό, την Εποχή του Σιδήρου I, δίνουν ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό χοιρινών στα οστά που αποκάλυψαν οι ανασκαφές. Μολονότι, λοιπόν, οι πρώιμοι Ισραηλίτες δεν έτρωγαν χοιρινό, οι Φιλισταίοι έτρωγαν, όπως έτρωγαν (όσο μπορούμε να συμπεράνουμε από τα ελλιπέστερα στοιχεία) οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες, ανατολικά του Ιορδάνη. Η απαγόρευση του χοιρινού δεν μπορεί να έχει μόνο περιβαλλοντικές ή οικονομικές αιτίες. Είναι δυνατόν, μάλιστα, να είναι και η μοναδική ένδειξη που έχουμε για την ύπαρξη μια ιδιαίτερης, κοινής ταυτότητας, μεταξύ των χωρικών στα υψίπεδα δυτικά του Ιορδάνη. Ίσως οι πρώιμοι Ισραηλίτες να έπαψαν να καταναλώνουν χοιρινό, απλώς και μόνο επειδή το κανατάλωναν (sic) οι γύρω ομάδες – οι αντίπαλοί τους–, ενώ οι ίδιοι είχαν αρχίσει να αισθάνονται διαφορετικοί. Οι ιδιαίτερες μαγειρικές πρακτικές και οι διατροφικές συνήθειες αποτελούν δύο από τους τρόπους σχηματισμού διακριτών εθνοτήτων. Ο μονοθεϊσμός και οι παραδόσεις της Εξόδου και της διαθήκης εμφανίστηκαν, προφανώς, πολύ αργότερα. Μισή χιλιετία πριν από τη σύνταξη του βιβλικού κειμένου, με τους λεπτομερείς νόμους και διατροφικούς κανόνες, οι Ισραηλίτες αποφάσισαν, για λόγους που δεν είναι εντελώς ξεκάθαροι, να μην καταναλώνουν χοιρινό» (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 163-164). Να προσθέσουμε – πριν σχολιάσουμε τα παραπάνω αποκαλυπτικά τεκμήρια – ότι τόσο οι δύο συγγραφείς όσο και άλλοι παραδέχονται ότι το φαινόμενο του πυκνού εποικισμού των υψιπέδων είχε ξανασυμβεί άλλες δύο φορές, σε εποχές που απείχαν χρονικά πολύ από το 1200 π.Χ. Οι Ισραηλίτες ήταν το τρίτο μεγάλο κύμα (Ίσραελ Φινκελστάιν και Νιλ Άσερ Σίλμπερμαν, Βίβλος. Η αλήθεια μέσα από τις ανασκαφές, εκδ. Κάκτος, σ. 157). Συνεπώς:

1) Στις ορεινές περιοχές, πριν έρθουν σε’ αυτές οι «πρώιμοι Ισραηλίτες», καταναλώνονταν χοιρινό. Άρα οι Ισραηλίτες που εγκαταστάθηκαν στις ορεινές περιοχές το 1200 π.Χ. δεν ήταν εθνικά συγγενείς των προηγούμενων κατοίκων τους. Αν οι πρώιμοι Ισραηλίτες ήταν τέτοιοι (αν ήταν συνέχεια των προηγούμενων κατοίκων των βουνών), τότε οι Ισραηλίτες θα έτρωγαν κι αυτοί χοιρινό.

2) Στις ορεινές περιοχές, μετά την εκδίωξη των Ισραηλιτών από αυτές (Βαβυλώνια Αιχμαλωσία), οι κάτοικοί τους κατανάλωναν χοιρινό. Άρα οι Ισραηλίτες δεν συγγένευαν εθνικά με τους μετέπειτα κατοίκους των ορεινών περιοχών (διαφορετικά οι τελευταίοι θα συνέχιζαν να μην τρώνε χοιρινό).

3) Οι πρώιμοι Ισραηλίτες των ορεινών περιοχών δεν έτρωγαν χοιρινό, ενώ οι κάτοικοι των πεδινών περιοχών τις ίδιας εποχής έτρωγαν χοιρινό. Άρα ορεινοί Ισραηλίτες και πεδινοί Χαναναίοι δεν συγγένευαν εθνικά.

4) Ενώ, ώς το (χονδρικά) 1200 π.Χ. οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών έτρωγαν χοιρινό (όπως και οι κάτοικοι των πεδιάδων) ξαφνικά, μετά το 1200 π.Χ. οι ορεινοί κάτοικοι παύουν να τρώνε χοιρινό, ενώ υποτίθεται –σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς ήταν Χαναναίοι, ακριβώς όπως και οι πεδινοί.

5) Συνεπώς, σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς, περί το 1200 π.Χ. συμβαίνουν δύο (κατά την άποψή μας) παράξενα πράγματα: i) ενώ ώς τότε οι ορεινοί κάτοικοι έτρωγαν χοιρινό, ξαφνικά έπαψαν να τρώνε. ii) η ξαφνική διακοπή κατανάλωσης χοιρινού συνδυάζεται με την ξαφνική γιγαντιαία αύξηση του αριθμού των ορεινών οικισμών, λόγω (σύμφωνα με τους συγγραφείς) της μόνιμης εγκατάστασης των νομάδων των παραπλήσιων της Χαναάν περιοχών, οι οποίες (σύμφωνα με τους συγγραφείς) ήταν αραιοκατοικημένες ή ακατοίκητες. Ώστε, λοιπόν, οι πληθυσμοί από αυτές τις αραιοκατοικημένες ή ακατοίκητες περιοχές οδήγησαν σε πληθυσμιακή έκρηξη στα ορεινά!

6) Και το κυριότερο: παρ' όλο που η αλματώδης αύξηση του αριθμού των ορεινών οικισμών είχε συμβεί στο παρελθόν ήδη δύο φορές,– δηλαδή δυο φορές είχε καταρρεύσει το οικονομικό σύστημα, με αποτέλεσμα οι νομάδες να εγκατασταθούν μόνιμα στις ορεινές περιοχές της Χαναάν, ωστόσο κατά τις δύο αυτές προηγούμενες φορές (κατά τους δύο προηγούμενους εποικισμούς των ορεινών περιοχών) οι ορεινοί νέοι κάτοικοι έτρωγαν χοιρινό, όπως ακριβώς οι υπόλοιποι Χαναναίοι, ενώ αυτήν την φορά (στα 1200 π.Χ.) οι νέοι κάτοικοι έπαψαν να τρώνε χοιρινό. Είναι αυτονόητο ότι οι νομάδες της τρίτης εγκατάστασης δεν ήταν απόγονοι, ούτε εθνικά συγγενείς των νομάδων των δύο πρώτων εγκαταστάσεων.

7) Οι Φινκελστάιν και Σίλμπερμαν αδυνατούν να εξηγήσουν τον συνδυασμό του α’) ξαφνικά παύει η βρώση χοιρινού και β’) παύει ΜΟΝΟ εκεί που αυξάνουν οι οικισμοί, γ’) οι μη τρώγοντες χοιρινό ήταν Χαναναίοι όπως και οι λοιποί. Λένε ότι οι πρώιμοι Ισραηλίτες έπαψαν να τρώνε χοιρινό ίσως επειδή έβλεπαν τους αντιπάλους τους (άραγε ποιους αντιπάλους, αφού οι ίδιοι συγγραφείς – βλέπε σελ. 150 – ισχυρίζονται ότι οι νέοι κάτοικοι των ορεινών περιοχών δεν είχαν αντιπάλους;) να τρώνε χοιρινό. Σαν να λέμε ότι οι Έλληνες της Τουρκοκρατίας (ειδικά οι Μικρασιάτες) βλέποντας τους νεοεισελθόντες στην Μ. Ασία Τούρκους να τρώνε κεμπάπ έπαψαν να τρώνε κεμπάπ. Ας σημειώσουμε ότι οι «πρώιμοι Ισραηλίτες», οι νέοι κάτοικοι των ορεινών περιοχών ήταν – σύμφωνα με τους Φινκελστάιν και Σίλμπερμαν – πρώην νομάδες, ενώ οι «αντίπαλοί» τους, στα πεδινά, ήταν γεωργοί. Αποκλείεται να έπαψαν οι νομάδες να τρώνε χοιρινό δίχως σοβαρή αιτία, αλλά όλες οι αιτίες πλην της θρησκευτικής απαγόρευσης είναι πραγματικά παράλογες. Είδαν μήπως οι Ισραηλίτες να τρώνε χοιρινό οι Χαναναίοι γεωργοί, οι οποίοι σύμφωνα με τα στοιχεία – με το ζόρι παρήγαγαν γεωργικά προϊόντα για τον εαυτό τους (πόσο μάλλον κτηνοτροφικά), και σκέφτηκαν – οι Ισραηλίτες – «λόγω αυτού του πράγματος ας πάψουμε να τρώμε χοιρινό» και μόλις το σκέφτηκαν έγιναν Ισραηλίτες; Οι προηγούμενοι νομάδες, των δύο προηγούμενων εποικισμών, άραγε δεν έβλεπαν κι αυτοί τους «αντιπάλους» τους, γεωργούς, να τρώνε χοιρινό, ώστε να πάψουν κι αυτοί να το τρώνε, όπως οι Ισραηλίτες;

8) Το γεγονός συγχέεται με την αιτία του. Ουσιαστικά η αντίρρηση προς την άποψη της Π.Δ. είναι ένα κυκλικό, κι έτσι σαθρό, επιχείρημα τύπου, «Οι Ισραηλίτες έγιναν Ισραηλίτες παύοντας να τρώνε χοιρινό και επειδή ήταν Ισραηλίτες έπαψαν να τρώνε χοιρινό» ή «Οι Ισραηλίτες ήταν μεν Χαναναίοι, αλλά διαφοροποιήθηκαν από τους Χαναναίους παύοντας να τρώνε χοιρινό, και αυτή η διακοπή βρώσης χοιρινού οδήγησε στο να γίνουν Ισραηλίτες δηλαδή διαφορετικοί από τους Χαναναίους».

9) Η όλη αιτιολόγηση, αφού οι Φινκελστάιν και Σίλμπερμαν αποδίδουν στην μαγειρική ρόλο διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας και ανάδειξης της εθνικής διαφοροποίησης, δεν είναι λογική: «Μερικοί Χαναναίοι διαφοροποιήθηκαν εθνικά από τους Χαναναίους επειδή οι Χαναναίοι έτρωγαν χοιρινό». Δε νομίζουμε ότι βγαίνει νόημα από μια τέτοια αιτιολόγηση για την εμφάνιση της ισραηλιτικής ταυτότητας.

10) Να τονίσουμε ότι ΟΛΟΙ οι λαοί τριγύρω από τη Χαναάν (Αμμωνίτες, Μωαβίτες κ.ά.) έτρωγαν χοιρινό, άρα είχαν τις ίδιες διατροφικές συνήθειες με τους Χαναναίους. Άρα οι Ισραηλίτες δεν μπορεί να είναι ούτε Χαναναίοι ούτε εκ των τριγύρω περιοχών.

11) «Ή ο γιαλός είναι στραβός ή εμείς στραβά αρμενίζουμε». ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ ΙΑ’, 7-8: «Το γουρούνι (...) για σας είναι ακάθαρτο. Δε θα τρώτε το κρέας τους, ούτε θα αγγίζετε το πτώμα τους˙ για σας είναι ακάθαρτα». Το γεγονός της αυστηρής τήρησης της απαγόρευσης αυτής από τους πρώιμους Ισραηλίτες δικαιολογείται ευκολότερα, αν υποθέσουμε ότι η απαγόρευση αυτή ήταν πρόσφατη, δηλαδή αντηχούσε ακόμη «στα αυτιά τους», δηλαδή αν το ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ και τα άλλα βιβλία είχαν γραφτεί εκείνη την εποχή – περί το 1200 π.Χ. Η μη βρώση χοιρινού στην περίπτωση αυτή μόνο θρησκευτικά εξηγείται. Αλλιώς πώς εξηγείται ότι πριν και μετά την ύπαρξη Ισραηλιτών στη Χαναάν τρωγόταν χοιρινό; Αλλά ας μας επιτρέψουν όλοι, οι παρ'’ όλη την αδιαμφισβήτητη επιστημοσύνη ορισμένων εξ αυτών συνωμοσιολόγοι, οι οποίοι πιστεύουν στα σοβαρά ότι ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη είναι μια συνωμοσία παραπληροφόρησης για έναν ευτελή σκοπό, μια συρραφή κειμένων με σκοπό την εξύμνηση ενός βασιλιά, του Ιωσία (πραγματοποιημένη από τους αυλοκόλακές του), να υποθέσουμε κι εμείς, συνωμοσιολογικά, ότι, μπροστά στην αμηχανία τους, όταν η ισχύς και των πιο απλών απαγορεύσεων της Πεντάτευχου επαληθεύεται, πεντακόσια χρόνια πριν την υποτιθέμενη συρραφή της Π.Δ., παρασύρονται σε τερατολογίες και είναι ικανοί να αντιπροτείνουν ο,τιδήποτε παράλογο και αντιφατικό, προκειμένου να μην αποδειχτεί έγκυρη η Αγία Γραφή.

Η θεωρία ότι οι Ισραηλίτες κατέκτησαν τη γη και δεν εισχώρησαν σταδιακά στη Χαναάν είναι πιθανότερη από την θεωρία ότι σταδιακά εισήλθαν, εξαρχής ειρηνικά και ότι μόνο αργότερα συνέβησαν διαμάχες για την εξασφάλιση βοσκότοπων και τροφής, κατά την άποψή μας.

i) Εξηγεί καλύτερα την μεγάλη αύξηση του πληθυσμού κατά την ΕΣ, ειδικά στις νότιες περιοχές. Και πράγματι κατά την ΕΣ υπήρξε μεγάλη αύξηση του πληθυσμού. Οι νίκες του Ιησού του Ναυή σκόρπισαν το φόβο στους Χαναναίους, τους έκαναν να φύγουν κι έπειτα οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στη γη. Φυσικά δεν εγκαταστάθηκαν όλοι σε μια μέρα, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν ήταν κύματα ειρηνικά εισερχόμενων (από πού άλλωστε; Όλοι οι Ισραηλίτες έρχονταν από την Αίγυπτο και ταξίδευαν μαζί: γιατί να φτάσουν αργότερα κάποιοι από αυτούς;). Το σενάριο «πρώτα μάχες, ύστερα ειρηνική εγκατάσταση» εξηγεί καλύτερα την κατάσταση, παρά το σενάριο «πρώτα ειρηνική διείσδυση, ύστερα σποραδικές μάχες».

ii) Εξηγεί καλύτερα την (αλλιώς ανεξήγητη) θρησκευτική αδιαλλαξία των καταστροφέων της Λάχις, της Ασώρ, της Ιεριχώ: αν η εγκατάσταση ήταν «κατά κύματα», δεν θα υπήρχε η εξολόθρευση της αντίπαλης λατρείας (ο μετέπειτα συγκρητισμός, επί Κριτών είναι άλλο πράγμα και δεν σχετίζεται με την στιγμή της κατάκτησης της Χαναάν κι αμέσως μετά από αυτήν). Ούτε η εναλλακτική θεωρία ότι ξαφνικά (γιατί άραγε; Δεν εξηγείται, και άλλωστε η χαναανιτική λατρεία συνεχίστηκε εν μέρει) αποφάσισαν να ενωθούν θρησκευτικά οι Χαναναίοι, λατρεύοντας ένα μόνο θεό, είναι πιθανή.

iii) Μια άλλη ακαριαία αλλαγή που παρουσιάζεται είναι η εμφάνιση της Εβραϊκής στην Χαναάν μετά τον 11ο αι. Εφόσον υπήρχε ενότητα, η Χαναάν ήταν πολιτισμικά ενιαία, δε θα μπορούσε ξαφνικά να προκύψει μια νέα γλώσσα. Αντίθετα η εισβολή των Ισραηλιτών στην Χαναάν δικαιολογεί καλύτερα την εμφάνιση της εβραϊκής εκεί. Συνήθως οι γλωσσικές διαφορές δημιουργούνται όταν υπάρχει απόσταση μεταξύ δύο συγγενών εθνών, όχι όταν αυτά ζουν στην ίδια γη.

iv) Η άποψη ότι η ανάμνηση της Εξόδου δεν οφείλεται σε κάποια έξοδο από την Αίγυπτο των ίδιων των Ισραηλιτών, αλλά των Υξώς δεν εξηγεί πώς γίνεται ένας λαός να αφομοιώνει τις αναμνήσεις ενός άλλου τη στιγμή που οι Υξώς ήταν βασιλείς στην Αίγυπτο ενώ οι Ισραηλίτες σκλάβοι. Επομένως, αν ο Ισραήλ αφομοίωνε τις εθνικές μνήμες των Υξώς, θα έπρεπε να καταγράψει στην «μυθολογία» του ότι οι Ισραηλίτες βασίλευαν (και ΔΕΝ ήταν σκλάβοι!) στην Αίγυπτο.

v) Εξηγεί καλύτερα ορισμένες ανασκαφικές αντιφάσεις, όπως τη μερική συνέχεια του πολιτισμού εξαιρουμένης της λατρείας, τη συνέχεια του χαναανιτικού πολιτισμού στα μέρη που δεν κατέλαβαν οι Ισραηλίτες, όπως αυτά περιγράφονται στο ΚΡΙΤΑΙ Α’ 27-35, (The Archeology of Ancient Israel, Yale, 1992), την συνέχεια του πολιτισμού στους Αμμωνίτες, την απουσία εποικισμού των κατεστραμμένων πόλεων από τους υποτιθέμενους καταστροφείς τους, τους Λαούς της Θάλασσας, την εξασθένιση της Αιγύπτου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου