Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Διάφορες αντιρρήσεις των επικριτών της Παλαιάς Διαθήκης, 16ο.

9. "Ο μύθος του κατακλυσμού είναι αντιγραφή προηγούμενων, παλαιότερων παγανιστικών αφηγήσεων περί κατακλυσμών, π.χ. του Ατραχάση. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αφηγήσεις για τη γένεση του κόσμου. Η Π.Δ. αντιγράφει παλαιότερες αφηγήσεις παγανιστικών θρησκειών".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Συγκρίνονται ο κατακλυσμός της Π.Δ. και της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, και οι Νεοπαγανιστές προτιμούν τον δεύτερο, λέγοντας μάλιστα ότι ο πρώτος είναι αντιγραφή του αρχαιοελληνικού (ή άλλου παγανιστικού) μύθου. Ποιος είναι όμως περισσότερο λογικός; Να δημιουργούνται άνθρωποι από άλλους ανθρώπους ή από λίθους όπως στον Δευκαλίωνα; Το λογικό είναι, ότι ο κανόνας είναι ο ακόλουθος: κάποιες απλές διηγήσεις ή παραδόσεις δίνουν τροφή (με εξωραϊσμούς και επαυξήσεις) για δημιουργία πολύπλοκων μύθων˙ όχι το αντίθετο. Ακριβώς δηλαδή ό,τι γίνεται και με τα παραμύθια: υπάρχει ένα αρχικό γεγονός ή μύθος, τον οποίο σιγά σιγά εμπλουτίζει με φανταστικές ιστορίες κάθε γενιά. Δηλαδή, η Παλαιά Διαθήκη έχει την απλούστερη παράδοση περί Δημιουργίας, δίχως τέρατα, θεομαχίες, πατροκτονίες, παιδοκτονίες: Ενας Θεός δημιουργεί. Αυτό και μόνον αυτό. Έπειτα έρχονται οι άλλοι και τα εξωραΐζουν, βάζουν τέρατα, βάζουν τον ουρανό να μαλώνει με τη γή και άλλα τέτοια αστεία πράγματα, και αυτό καλείται «αρχική» παράδοση; Το αντίθετο ισχύει: όσες ιστορίες έχουν φανταστικά και τερατώδη στοιχεία, αυτές έπονται χρονικά της απλούστερης, δίχως τέρατα και θεομαχίες, αφήγησης. Και για τον Κατακλυσμό, πάλι το ίδιο ισχύει. Είναι φυσιολογικότερο να έχουμε την αφήγηση του Νώε, όπου μόνον άνθρωποι υπάρχουν και δρουν (πλην του Θεού), παρά την μυθολογική αφήγηση του Δευκαλίωνα όπου οι πέτρες μετασχηματίζονται (θαύμα;) σε ανθρώπους. Το πρώτο δείχνει φυσικότητα και είναι μια απλή περιγραφή. Το δεύτερο δείχνει επεξεργασία και μετατροπή σε παραμύθι. Το απλούστερο, δίχως τερατολογίες, είναι το αληθέστερο.

Επιπλέον είναι αδύνατο να θεωρηθεί λογικότερη από την διήγηση της Π.Δ. η παγανιστική διήγηση περί δημιουργίας του ανθρώπου, για τον απλό λόγο, ότι δεν υπάρχει μία διήγηση παγανιστική. Ας πάρουμε για παράδειγμα την αρχαιοελληνική μυθολογία. Υπάρχουν περισσότερες της μίας διηγήσεις τόσο του τρόπου με τον οποίο δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, όσο και του ποιος ήταν ο δημιουργός του.

Ο Ησίοδος στα ''Έργα και ημέραι'', λέει ότι το Χρυσό γένος το έπλασαν από κοινού οι θεοί (στ. 109-110), το Αργυρό γένος πάλι από κοινού οι θεοί (στ. 127-128), το Χάλκινο γένος το έπλασε μόνο ο Δίας (στ. 143-144), το γένος των Ηρώων πάλι ο Δίας μόνος του (στ. 158-159), ενώ για το Σιδερένιο γένος ο Ησίοδος δεν μας λέει ποιος το έπλασε. Τι συμβαίνει λοιπόν;

Παράλληλα με τα πέντε είδη ανθρώπων του Ησίοδου και τις πέντε διαφορετικές δημιουργίες τους, υπάρχουν άλλες διηγήσεις. Αλλού η Γαία γεννά τον άνθρωπο, για να υπάρχει ένας γένος θνητών (Παυσανίας, 8,1,2). Άλλη διήγηση, στην Οδύσσεια τ. 162, λέει ότι γεννήθηκαν από δρυ ή από πέτρες. Υπάρχει άλλη διήγηση, για τις πέτρες του Δευκαλίωνα και της Πύρρας (Απολλόδωρος I, 7,2). Τέλος, η διήγηση για τον Προμηθέα ως πλάστη: στην Πανοπέα της Φωκίδας, λέγεται, υπήρχαν ακόμη στα χρόνια του Παυσανία κομμάτια από τον πηλό που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του ανθρώπου (Παυσανίας, 10, 4, 3). Αντί όλων αυτών, η διήγηση της Π.Δ. είναι μία, σαφής για τον πλάστη και για το υλικό (ύλη).

Δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι, επειδή οι Εβραίοι είχαν μεσοποταμιακή καταγωγή, ο Αβραάμ καταγόταν από την Ουρ. Έτσι, ακόμη κι αν υπάρχουν μεσοποταμιακές διηγήσεις, παλαιότερες της συγγραφής της Γενέσεως, οι οποίες ωστόσο μοιάζουν με αυτήν, δεν σημαίνει αντιγραφή εκ μέρους της Π.Δ. Σημαίνει ότι υπήρχε κοινή κοιτίδα. Η Μεσοποταμία.

Είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς, πως είναι αδύνατον η «κοιτίδα» των υποτιθέμενων κοινών μύθων, η Μεσοποταμία σταδιακά να άρχισε να παραμορφώνει-παραλλάσει τους μύθους αυτούς, ενώ οι απόγονοι του Αβραάμ, που έφυγαν από την κοιτίδα τους, να κράτησαν ανόθευτο το περιεχόμενο. Όμως αυτό είναι το λογικότερο: Στην Μεσοποταμία σταδιακά λόγω επιρροών από αλλού, αλλά και λόγω ανάπτυξης του πολιτισμού, οι αρχικές διηγήσεις μετετράπησαν σε ωραία λογοτεχνικά έργα, όπου φαίνεται έντονα το παράλογο στοιχείο (βλ. παρακάτω, για τις μεσοποταμιακές διηγήσεις σχετικά με τη δημιουργία του ανθρώπου και για την αιτία του κατακλυσμού). Αντίθετα, οι Εβραίοι, φεύγοντας από την Μεσοποταμία, προκειμένου να κρατήσουν την πολιτισμική ταυτότητά τους, κράτησαν τις αρχικές διηγήσεις, συναισθανόμενοι ότι αυτές ήταν που τους διαφοροποιούσαν από τους τριγύρω ξένους λαούς της Χαναάν ή της Αιγύπτου. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους ομογενείς Έλληνες, οι οποίοι στις εθνικές γιορτές ντύνουν τα παιδιά τους τσολιάδες (τουλάχιστον τα παλιότερα χρόνια) πολύ μαζικότερα συγκριτικά με ό,τι γίνεται στην Ελλάδα. Έτσι, νοιώθουν πως κρατούν την καταγωγή τους. Γενικά, κάθε ξενητεμένος κρατιέται με περισσότερη επιμονή, εφόσον φυσικά θέλει να θυμάται την καταγωγή του, σε αυτό που θεωρεί ανάμνηση της αρχικής του ταυτότητας. Έτσι συνέβη και με τους Εβραίους του Αβραάμ, και γι' αυτό, παρ' όλο που η εβραϊκή διήγηση της Π.Δ. έχει κοινά στοιχεία με τις αρχαιότερες ή νεώτερες αυτής μεσοποταμιακές, είναι ακριβέστερη.

Με βάσει τα παραπάνω, για μύθους που είναι χρονικά μεταγενέστεροι της Γενέσεως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αντιγραφή. Ας δούμε συγκριτικά τη διήγηση του Ατραχάση (Α.) και της Γενέσεως (Π.Δ.), στα διάφορα στάδια:

1) Στο μύθο του Α. οι θεοί δημιουργούν τον άνθρωπο, στην Π.Δ. ο ένας Θεός. 2) Στον μύθο του Α. η ανθρωπότητα αυξάνεται πληθυσμιακά και υπάρχει πανούκλα που προκαλείται από τους θεούς. Στην Π.Δ. περιγράφεται η έξωση των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο. 3) Στον μύθο του Α. η ανθρωπότητα αυξάνεται και υπάρχει ξηρασία εκ των θεών, ενώ στην Π.Δ. περιγράφεται ο φόνος του Κάιν. 4) Στον μύθο του Α. αυξάνεται ξανά ο πληθυσμός, γίνεται κατακλυσμός και σώζεται ο ήρωας του μύθου με μια βάρκα. Στην Π.Δ. περιγράφεται η γενεαλογία μέχρι τον Νώε, έπειτα ο κατακλυσμός και σωτηρία με την κιβωτό.

Συνοπτικά, βλέπουμε ότι στον βαβυλωνιακό μύθο του Ατραχάση, το κύριο πρόβλημα για τους θεούς, οι οποίοι στέλνουν τις πλημμύρες ή τις αρρώστειες και την ξηρασία, είναι... ο υπερπληθυσμός του ανθρώπου! Οι «θεοί» προκαλούν τον κατακλυσμό, επειδή οι άνθρωποι έχουν πληθύνει υπερβολικά πολύ! Ειδικότερα, στον βαβυλωνιακό μύθο ο Κατακλυσμός προκλήθηκε, επειδή ο θόρυβος των ανθρώπων που ήταν υπερβολικά πολλοί – ενοχλούσε τους «θεούς»! Στους Σουμέριους ο Ζιουζούντρα (το αντίστοιχο του Νώε) μετά τον Κατακλυσμό γίνεται αθάνατος, ενώ στους Βαβυλώνιους ο Ουτναπιστίμ (το αντίστοιχο του Νώε) και η γυναίκα του γίνονται αθάνατοι και θεοποιούνται. Αντίθετα, στην ιστορία της Γενέσεως, η αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού θεωρείται ως ευλογία και προτροπή εκ του Θεού (ΓΕΝ. Α’, 28). Οι «θεοί» των βαβυλωνιακών μύθων θέλουν ακριβώς το αντίθετο. Η «κινητήρια» δύναμη και αιτία των δύο αφηγήσεων διαφέρει ριζικά.

Υπάρχουν, επιπλέον και λεπτομέρειες, που φανερώνουν την φαντασία των συγγραφέων των επών σ' αντίθεση με τον Μωυσή. Ο βαβυλωνιακός κατακλυσμός διαρκεί 14 μέρες (πολύ λίγο, ώστε να αφανιστούν οι πάντες στη Μεσοποταμία) ενώ στην Γένεση βρέχει 40 μερόνυχτα, χρόνος αρκετός για τον αφανισμό ζώων και ανθρώπων. Το πλοίο του Ουτναπιστίμ έχει απίθανες διαστάσεις: το σχήμα του ήταν ένας τέλειος κύβος (140x140x140 πήχεις,– ένας αρχαίος πήχης είναι περίπου 42 εκ.), πράγμα που το καθιστούσε ανίκανο να επιπλεύσει. Αντίθετα, η κιβωτός του Νώε είχε σχεδιαστεί για να επιπλέει και να χωρά πολλών ειδών ζώα. Ο ισχυρισμός ότι η κιβωτός ήταν εξίσου πολύ μεγάλη για να επιπλέει, παραγνωρίζει το γεγονός ότι δεν ήταν σκοπός της να ταξιδεύει σε ανοικτούς ωκεανούς, αλλά απλώς να επιπλέει σε γλυκά νερά, επί επτά μήνες (ΓΕΝΕΣΙΣ Η’, 4). Ο Μ. Καλόπουλος ισχυρίζεται ότι η αγιογραφική διήγηση του Κατακλυσμού «αποφεύγει επιμελώς κάθε ναυτική ορολογία απ' το φόβο της λαθεμένης χρήσης του» Μ. Καλόπουλου, Βιβλική θρησκεία. Το μεγάλο ψέμα, σ. 43). Στο ΓΕΝΕΣΙΣ ΣΤ’ 16, ο Θεός λέει στον Νώε: «θα της βάλεις στέγη, αφήνοντας ανάμεσα σ' αυτήν και στην κουπαστή απόσταση ενός πήχεως». Όπως και να 'χει, η κιβωτός δεν ήταν ποντοπόρο πλοίο. Ήταν κάτι που έπρεπε να επιπλέει, να χωρά ζώα κι ανθρώπους και να έχει σκεπασμένο το κατάστρωμα, κι όλα αυτά για διάστημα εφτά μηνών. Δεν χρειαζόταν πανιά ή πηδάλιο ή κουπιά. «Η επιστημονική ακρίβεια της κατασκευής της κιβωτού του Νώε πιστοποιείται απ' τα πλοία που ναυπηγούνται στην εποχή μας: το μήκος είναι έξι φορές περισσότερο από το πλάτος» (Robert T. Boyd, Tells, Tombs and Treasure, Bonanza Books - New York 1969, p. 74). Ακριβώς όπως της κιβωτού (300 πήχεις μήκος, 50 πήχεις πλάτος). Κάπως παράξενο, ο Μωυσής που συναναστρεφόταν Μεσοποτάμιους και Αιγύπτιους (ο Μ. Καλόπουλος παραδέχεται ότι ούτε κι αυτοί ήταν καλοί θαλασσοπόροι), να γνώριζε το σωστό λόγο μήκους-πλάτους, ενώ ο αρχαίος ελληνικός μύθος να τον αγνοούσε. Ο όγκος της κιβωτού ήταν ακριβώς όσος επαρκούσε για ένα ζεύγος από κάθε ζώο.

Ο Μ. Καλόπουλος (Μ. Καλόπουλου, Βιβλική θρησκεία. Το μεγάλο ψέμα) ισχυρίζεται ότι όλοι οι μύθοι περί κατακλυσμού, ειδικότερα οι Μεσοποταμιακοί (μεταξύ αυτών κι η βιβλική αφήγηση του Κατακλυσμού) είναι αντιγραφή του Κατακλυσμού του Δευκαλίωνα,

1) επειδή δεν αναφέρουν ναυτικούς όρους. Το αιτιολογήσαμε παραπάνω δείχνοντας επιπλέον ότι το μήκος και το πλάτος του κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ναυπήγησης.

2) επειδή οι διαστάσεις του – 450 πόδια (150 μ.) μήκος και 75 πόδια (25 μ.) πλάτος – ήταν εξαιρετικά μεγάλες και «η υπερβολή είναι δείγμα μεταγενέστερης επεξεργασίας». Το μεγάλο μέγεθος ήταν αναγκαίο, για να χωρέσουν άνθρωποι και πολλά ζώα, δεν ήταν υπερβολικό. Επιπλέον «A Graecian account makes the ark 3.000 feet [σημ.: 1000 μ.] long and 12.000 feet [σημ.: 4.000 μ.] long» (Robert T. Boyd, Tells, Tombs and Treasure, Bonanza Books - New York 1969, p. 74), δηλαδή μία από τις αρχαιοελληνικές μυθολογικές εκδοχές αναφέρει την κιβωτό να έχει 1000 μέτρα μήκος και 4000 μέτρα πλάτος. Πού βρίσκεται η υπερβολή, είναι προφανές.

3) επειδή στη διήγηση του Δευκαλίωνα το περιστέρι χρησιμεύει στην πρόβλεψη του καιρού, ενώ ο Νώε το χρησιμοποιεί όπως τον κόρακα, στέλνοντάς το μόνο για να δει αν υποχώρησαν τα νερά, πράγμα που διαπιστώνεται και με γυμνό μάτι. Αρχικά, το ότι ο Νώε δεν ήταν ναυτικός δεν συνεπάγεται ότι δε θα μπορούσε να φτιάξει μια μεγάλη μαούνα, με τις οδηγίες του Θεού. Επιπλέον, το ότι συνέβη κατακλυσμός στην Μεσοποταμία είναι κάτι αποδεδειγμένο από τις ανασκαφές και τα μεγάλα στρώματα λάσπης που έχουν βρεθεί. Εκτός αυτών διαβάζοντας την Γένεση βλέπουμε ότι: Α) ο Νώε στέλνει τον κόρακα (ΓΕΝΕΣΙΣ Η’, 6-7), ο οποίος δεν επιστρέφει πλέον, διότι απλούστατα πήγε να φάει τα πτώματα ή να βρει να φάει. Β) Ο Νώε στέλνει το περιστέρι, το οποίο επιστρέφει (ΓΕΝΕΣΙΣ Η’, 9) [ας μη ξεχνάμε ότι ο κόρακας ήταν ακάθαρτο πτηνό (ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ ΙΑ’, 13-19), ο Νώε μόνο δύο είχε πάρει μαζί του (ΓΕΝΕΣΙΣ Ζ’, 3), και συνεπώς δεν ήθελε να χαθεί και ο άλλος κόρακας στέλνοντάς τον έξω]. Γ) το ξαναστέλνει ο Νώε κι αυτό επιστρέφει με ένα κλάδο ελιάς (ΓΕΝΕΣΙΣ Η’, 10-11), σημάδι ότι είχε αποσυρθεί το νερό. Δ) Ο Νώε το ξαναστέλνει περιμένοντας την επιστροφή του έπειτα από επτά μέρες, αλλά αυτό δεν γυρνά (ΓΕΝΕΣΙΣ Η’, 12). Ε) Ο Νώε σκέφτεται ότι αποσύρθηκαν πλήρως τα νερά (διότι το περιστέρι δεν ήταν πτωματοφάγο) και τότε ανοίγει τη σκεπή της κιβωτού και βλέπει ότι καλώς σκέφτηκε έτσι (ΓΕΝΕΣΙΣ Η’, 13).

4) επειδή ο μύθος του Δευκαλίωνα αποτελεί ανάμνηση του καταποντισμού της Αιγαιίδας, η οποία πράγματι καταποντίστηκε, όταν ανέβηκε η στάθμη των νερών, αφανίζοντας τον πολιτισμό των κατοίκων της. Εξαιτίας του καταποντισμού, οι διασωθέντες κάτοικοι έπλασαν το μύθο της σωτηρίας ενός ζεύγους μέσα σε μια λάρνακα-πλοίο, ισχυρίζεται ο Μ. Καλόπουλος. Οι ενστάσεις ωστόσο είναι πολλές. Α) Στους αρχαιοελληνικούς μύθους δεν αναφέρεται πουθενά ότι καταβυθίστηκε το Αιγαίο (ακόμη και η Ατλαντίδα δεν ήταν στο Αιγαίο, για τον Πλάτωνα), δεν υπάρχει τέτοια ανάμνηση, όσο κι αν υπάρχει ανάμνηση ότι «τότε είναι που χώρισαν τα βουνά της Θεσσαλίας» (Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Α’, VII, 2). Η ύπαρξη της ανάμνησης για τη Θεσσαλία σημαίνει ότι θα ‘έπρεπε να θυμούνται και την καταπόντιση της Αιγαιίδας (ένα ακόμη πιο μεγάλο γεγονός). Άλλο η άνοδος της στάθμης της θάλασσας κι άλλο η νεροποντή. Β) Στο μύθο του Δευκαλίωνα επιζούν κι άλλοι, στο Νώε όχι. Γ) Στο μύθο του Δευκαλίωνα οι πέτρες μετατρέπονται θαυματουργικά (;) σε άνδρες και γυναίκες, έπειτα από επιθυμία του Νώε και πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας από το Δία. Κανονικά, οι υπόλοιποι διασωθέντες θα αρκούσαν από μόνοι τους (μαζί με την οικογένεια του Δευκαλίωνα) για τη «φυσιολογική» αύξηση του πληθυσμού, και δε θα χρειαζόταν θαύματα. Δ) Ο Δευκαλίων «μέσα στην κιβωτό θαλασσοδερνόταν εννιά μέρες και εννιά νύχτες», αλλά για να χαθεί όλος ο κόσμος «εκτός από λίγους που σκαρφάλωσαν στα κοντινά βουνά» (Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Α’, VII, 2), θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερης διάρκειας νεροποντή κι όχι μόνο εννιά μερονύχτων. Ε) Η κιβωτός του Δευκαλίωνα ακουμπά στον Παρνασσό. Δεν έχουν βρεθεί ίχνη της κιβωτού εκεί, κι οπωσδήποτε δε θα ήταν μια μικρή βαρκούλα. Αντίθετα, για την κιβωτό του Νώε έχουν γίνει πολλές έρευνες στο Αραράτ.

Κλείνοντας το ζήτημα του κατακλυσμού παραθέτουμε έναν άλλο μύθο, παράλληλο με τη διήγηση για τον Νώε (Noah)˙ το μύθο των κατοίκων της Πολυνησίας για τον κατακλυσμό. «Υπακούοντας στις διαταγές του θεού Kane, ο Nuu (!!) έχτισε μια μεγάλη βάρκα με ένα σπίτι πάνω της. Μαζί με τη γυναίκα του και έξι άλλους ανθρώπους, βγήκαν σώοι από τον κατακλυσμό. Όταν τα νερά του κατακλυσμού υποχώρησαν, το σκάφος ήταν στην κορυφή του βουνού Maunu Kea στο νησί της Χαβάι. Ο Nuu διατάχτηκε να εγκαταλείψει την κιβωτό (σημ.: όπως και στη Γένεση, η’, 16), και να κατοικήσει σε μια σπηλιά την οποία ονόμασε απ' τη σύζυγό του, Lilli-Noe. Αυτή η σπηλιά υπάρχει ώς σήμερα. Φεύγοντας απ' την κιβωτό, ο Nuu πρόσφερε θυσία ζώου και φρούτων στο θεό του. Κοιτώντας στο φεγγάρι, ο Nuu νόμισε ότι ήταν το πρόσωπο του Kane, και πρόσφερε τη θυσία του στο φεγγάρι. Αυτό εξόργισε τον Kane (!!), και κατέβηκε στη γη να τιμωρήσει τον Nuu. Το μονοπάτι μέσω του οποίου κατέβηκε ήταν ένα ουράνιο τόξο. Όταν ο Nuu τού εξήγησε το λάθος του, ο Kane γύρισε πίσω στον ουρανό μέσω του ουράνιου τόξου, αφήνοντάς το ως σημάδι συγχώρεσης» (Robert T. Boyd, Tells, Tombs and Treasure, Bonanza Books - New York 1969, p. 72). Τώρα γιατί ο κατακλυσμός αυτός των Πολυνήσιων (οι οποίοι είναι απόγονοι προϊστορικών Ελλήνων ποντοπόρων, σύμφωνα με τους αρχαιολάτρες!!!) είναι σχεδόν παρόμοιος με τον βιβλικό, γιατί ο θεός Kane εξοργίζεται με την προσφορά θυσίας σε ουράνια σώματα (δηλαδή ειδωλολατρία˙ με άλλα λόγια, οι Πολυνήσιοι θυμόντουσαν ότι η λατρεία κτιστών τμημάτων του σύμπαντος ήταν αρχικά απαγορευμένη, όσο κι αν αργότερα εξετράπηκαν), αυτό θα μας το πουν οι αρχαιολάτρες σε κάποιο από τα χιλιάδες βιβλία που γράφουν.

Όσο γι' αυτούς που λένε πως απλά οι διάφοροι κατακλυσμοί (μεταξύ αυτών κι ένας κατακλυσμός στην Μεσοποταμία) συνέβησαν κατά την εποχή του λιωσίματος των πάγων, οπότε όχι μόνο δεν υπήρχε «θεϊκή παρέμβαση», αλλά επιπλέον η Γένεση προσέδωσε ηθικό περιεχόμενο (αμαρτωλότητα-τιμωρία) σε ένα φυσικό φαινόμενο, η αλήθεια είναι πως αυτό το «ηθικό περιεχόμενο», δηλαδή η κατανόηση του «κατακλυσμού» ως τιμωρίας εκ μέρους του θεού/θεών για την αμαρτωλότητα των ανθρώπων, υπάρχει και στο μύθο του Δευκαλίωνα. Υπάρχουν κι άλλες ριζικές διαφορές μεταξύ των μύθων των άλλων λαών και της ιστορίας της Γενέσεως:

1) Οι «θεοί» ταυτίζονται με τη φύση και τις φυσικές δυνάμεις, ενώ ο Θεός ποτέ δεν ταυτίζεται με τη φύση.

2) Η δημιουργία του κόσμου επιτυγχάνεται μέσω σεξουαλικής τεκνοποίησης μεταξύ των «θεών», ενώ η Δημιουργία στην Π.Δ. δεν έχει να κάνει σε τίποτα με ερωτικές πράξεις του Θεού.

3) Το αρχέγονο σκοτάδι στις μυθολογίες έχει όνομα, προσωπικότητα και συχνά είναι αυτό καθ' εαυτό ένας «θεός», ενώ στην αφήγηση της Π.Δ. το σκοτάδι είναι, απλά, σκοτάδι.

4) Η θάλασσα, η άβυσσος, παρομοίως είναι «θεοί» στις μυθολογίες, ενώ στην Γένεση είναι απλώς στοιχεία της φύσης και τίποτε άλλο.

5) Ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα έχουν ονόματα και μαγικές δυνάμεις, ενώ στην διήγηση της Γενέσεως ο ήλιος δεν είναι παρά μια... λάμπα, δίχως θεϊκές ή μαγικές ιδιότητες.

6) «Σε κανένα από τους αρχαίους μύθους της δημιουργίας δε βρίσκουμε την αντίληψη ότι "τα πάντα γεννιούνται από το τίποτε"» (Samuel Henry Hook, Μυθολογία της Μέσης Ανατολής, εκδ. Αρίων, σ. 21). Αντίθετα, στην Π.Δ. ο Θεός δημιουργεί το παν εκ του μη όντος.

7) Στις μυθολογίες το Shabbatu είναι ημέρα τρόμου, ενώ στην Γένεση το Σάββατο, η έβδομη ημέρα ήταν ημέρα ευλογίας και ξεκούρασης.

8) Στις μυθολογίες ο άνθρωπος δημιουργείται, για να είναι σκλάβος που θα ταΐζει τους «θεούς», ενώ στη Γένεση δημιουργείται, για να γίνει καθ' ομοίωση του Θεού, δηλαδή Θεός κατά χάρη. «Ανάμεσα στους Σουμεριακούς μύθους και το αντίστοιχο Βαβυλωνιακό έπος της δημιουργίας υπάρχουν αρκετές διαφορές. Παρ' όλα αυτά έχουν ένα κοινό σημείο που είναι ο σκοπός της δημιουργίας [σημ: του ανθρώπου]. Ο άνθρωπος δηλαδή πλάστηκε για να υπηρετεί τους θεούς, να καλλιεργεί τα χωράφια και έτσι αυτοί να μην έχουν καμία έγνοια για την τροφή και γενικά την επιβίωσή τους. Στο σουμεριακό μύθο οι θεοί παραπονιούνται γιατί δε βρίσκουν να φάνε» (Samuel Henry Hook, Μυθολογία της Μέσης Ανατολής, εκδ. Αρίων, σ. 27). Σε ένα άλλο μύθο βλέπουμε ότι δύο θεοί «ο Λαχάρ και η Ασχνάν άρχισαν να πίνουν κρασί, να μεθάνε και να τσακώνονται, έτσι που οι θεοί δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα αναγκαία. Και για να θεραπεύσουν το κακό, δημιούργησαν τον άνθρωπο (Samuel Henry Hook, Μυθολογία της Μέσης Ανατολής, εκδ. Αρίων, σ. 24).

9) Στο σουμεριακό μύθο «ο Ενκί δημιουργεί ένα ανθρώπινο ον αδύνατο στο μυαλό και το σώμα. Δεν του άρεσε και ζήτησε τη βοήθεια της Νινμάχ για να το διορθώσει. Αυτή όμως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε και καταράστηκε τον Ενκί γι' αυτό το άθλιο κατασκεύασμα» (Samuel Henry Hook, Μυθολογία της Μέσης Ανατολής, εκδ. Αρίων, σ. 27-28). Αντίθετα ο Θεός κρίνει όλη τη δημιουργία του «πολύ καλή» και ευλογεί τον άνθρωπο.

10) Στις μυθολογίες υπάρχουν πάρα πολλοί θεοί με πολύ περίπλοκες και ταραχώδεις σχέσεις, ενώ στη Γένεση υπάρχει ένας Θεός, σταθερός και παντοδύναμος. Στη βαβυλωνιακή μυθολογία «η πρωταρχική κατάσταση του σύμπαντος, τότε που δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από τον Απσού, τον ωκεανό των γλυκών νερών και την Τιαμάτ, τον ωκεανό των αρμυρών νερών. Από την ένωσή τους γεννήθηκαν οι θεοί» (Samuel Henry Hook, Μυθολογία της Μέσης Ανατολής, εκδ. Αρίων, σ. 41). Στη Χαναανιτική μυθολογία «ο Γιάμ Μαχάρ έστειλε απεσταλμένους στο συμβούλιο των θεών για να απαιτήσουν να παραδοθεί σ' αυτόν ο Βάαλ. Οι θεοί έσκυψαν από φόβο το κεφάλι, ενώ ο Έλ [σημ: ο πατέρας του Βάαλ] υποσχέθηκε να κάνει αυτό που του ζητούσαν» (Samuel Henry Hook, Μυθολογία της Μέσης Ανατολής, εκδ. Αρίων, σ. 82). Στους Χετταίους «ο Ανούς, που είναι ο Ακκαδικός Ανού, ο θεός του ουρανού, έδιωξε τον πατέρα του Αλαχού από το θρόνο και του πήρε τη θέση, μα κι αυτός με τη σειρά του εκθρονίστηκε από το γιό του Κουμαρμπίς» (Samuel Henry Hook, Μυθολογία της Μέσης Ανατολής, εκδ. Αρίων, σ. 98). 
 
Τέλος, 11) στις μυθολογίες των άλλων λαών ο άνθρωπος δημιουργείται από κάποιο τμήμα των «θεών» ή ενός από αυτούς, π.χ. το αίμα του(ς) αναμεμιγμένο με πηλό. Αντίθετα, στην Γένεση ο άνθρωπος πλάθεται με πηλό, κατ' εικόνα του Θεού. «Ο Μαρδούκ δηλώνει την πρόθεσή του να δημιουργήσει τον άνθρωπο για να υπηρετεί τους θεούς. Με πρόταση του Εά πάρθηκε η απόφαση να θανατωθεί ο Κινγκού, για να δημιουργηθεί το ανθρώπινο γένος. Έτσι λοιπόν ο Κινγκού φονεύτηκε και από το αίμα του έπλασαν τον άνθρωπο στην υπηρεσία των θεών "για να τους ξεκουράζει"» (Samuel Henry Hook, Μυθολογία της Μέσης Ανατολής, εκδ. Αρίων, σ. 44). Με άλλα λόγια, η αρχαιοελληνική ορφική διήγηση είναι αυτή που αντιγράφει τις διηγήσεις της Μεσοποταμίας (αφού απ' το αίμα του επαναστάτη Κινγκού και των Τιτάνων πλάθεται ο άνθρωπος) κι όχι η βιβλική διήγηση της Γένεσης.

Συνεπώς, δεδομένων των τόσων διαφορών και κυρίως, του γεγονότος ότι στην Γένεση τα σχετιζόμενα με την δημιουργία είναι απλά, λογικά και δίχως μυθολογικά στολίδια, και δεχόμενοι ότι η απλούστερη διήγηση προηγείται της πολυπλοκότερης, η Γένεση, αν και έχει κοινά στοιχεία με τις μυθολογίες περί δημιουργίας των γειτονικών λαών, είναι η πλέον αξιόπιστη από αυτές. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου