Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Νεοπαγανισμός εναντίον Επικουρισμού και Σκεπτικισμού.

57. «Θεοί που έχουν πλασθεί από ανοήτους επικουρείους και ευημεριστές, είναι πεπλασμένοι κατά το μέτρο της δικής τους ανθρώπινης μικρότητος. (..) Το μόνο που καταφέρνουν να αμφισβητούν οι σκεπτικιστές είναι η ίδια η ύπαρξή τους.»
 
Απάντηση: Μα καλά, αφού οι Νεοπαγανιστές λένε ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός και η Φιλοσοφία είναι αποτέλεσμα της Ελληνικής Θρησκείας, γιατί τώρα βρίζουν τους επικούρειους και τους σκεπτικούς και τους κυνικούς και τις γνώμες των; Δεν είναι αυτοί και οι φιλοσοφία τους προϊόν της θρησκείας των Νεοπαγανιστών; Αντιφάσκουν για μια ακόμη φορά: από τη μια τους θεωρούν δικούς τους, από την άλλη τους θεωρούν «ανόητους»;
 
Γι' αυτό, οι Νεοπαγανιστές «Μύστες» και «Ιεροφάντες», ας μην καπηλεύονται τους Κυνικούς, τους Επικούρειους, τους Σκεπτικούς, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, διότι όλοι αυτοί είπαν διάφορα πράγματα που αντιτίθενται στις θρησκευτικές απόψεις τους και στην αβάσιμη άποψή τους ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι και η ελληνική σκέψη είναι προϊόν της θρησκείας τους.
 
Οι Χριστιανοί ευθύς εξαρχής τόνισαν ότι δεν εγκρίνουν παρά μόνο ό,τι καλό έχουν πει οι φιλόσοφοι και με τα υπόλοιπα δόγματά τους δεν σχετίζονται. Οι Νεοπαγανιστές τούς καπηλεύονται, παρουσιάζοντάς τους ως δικούς τους, ενώ ταυτόχρονα τους βρίζουν, όταν δεν συμφωνούν μαζί τους. Αυτή η στάση τους είναι παράλογη κι εν τέλει ανθελληνική, αφού, ενώ παριστάνουν τους ultra αυθεντικούς Έλληνες, βρίζουν όποιους Έλληνες φιλοσόφους δεν έχουν τις απόψεις τους.
 
Αντί όλων αυτών των άπειρων ανόητων δογμάτων που οι νεοεμφανιζόμενοι το 1991 Νεοπαγανιστές σερβίρουν ως αυθεντικά αρχαία ελληνικά θρησκευτικά δόγματα, είμαστε υποχρεωμένοι να δείξουμε ότι οι αρχαίοι Ειδωλολάτρες της Κλασσικής Αρχαιότητας ούτε είχαν θεολογικά δόγματα και γνώμες ούτε έψαχναν στα έργα των αρχαϊκών ποιητών ή στους μύθους για μεταφυσικές δοξασίες, οι οποίες ουδέποτε έγιναν σύστημα αρχών ή πεποίθηση συνειδητή και θεολογική, αλλά η θρησκεία τους ήταν ένα ασυνάρτητο σύνολο από μαγικές τελετές, τελούμενες με απόλυτη ακρίβεια, επειδή, όντας ειδωλολάτρες, πίστευαν ότι ο θεός είναι κάποιο αδύναμο όν που μπορεί να εξουσιάζεται, αν η θυσία και η τελετή γίνει με συγκεκριμένο τρόπο. Ούτε καν η θέρμη της καρδιάς είχε σημασία, σημασία περισσότερη είχε το τυπικό. Η αρχαία θρησκεία ήταν κενή μεταφυσικού νοήματος. Όσο κι αν δανείζονται τις ιδέες των φιλοσόφων, προκειμένου να τις παρουσιάσουν ως «αρχαία αυθεντικά παγανιστικά δόγματα» (δείγμα πως είναι νεοεποχίτες), οι Ν/Π δεν αποδεικνύουν τίποτε. Οι φιλόσοφοι διατύπωναν μεταφυσικές δοξασίες. Η αρχαία θρησκεία, κάθε πόλεως και ξεχωριστά, ουδέποτε νοιάστηκε για μεταφυσικές ή θεολογικές γνώμες.
 
Ο F. De Coulanges γράφει για τη σημασία της θρησκείας στην Κλασσική Αρχαιότητα, τί εννοούσαν με τη θρησκεία: «Ο χαρακτήρας της θρησκείας των Αρχαίων δεν είχε το χάρισμα να εξυψωνει την ανθρώπινη νοημοσύνη ώς τη σύλληψη του απολύτου, να ανοίξει λαμπρό δρόμο στο άπληστο πνεύμα και να το οδηγήσει στην αντίληψη του θείου. Αυτή η θρησκεία ήταν ένα κακοσυναρμολογημένο σύνολο από μικροδοξασίες, από μικροσυνήθειες, από λεπτομερή προσήλωση στις τελετουργίες. Δε χρειαζόταν να αναζητήσει κανείς την έννοια˙ δε χρειαζόταν να σκεφθεί, να εννοήσει. Η λέξη θρησκεία δε σήμαινε αυτό που σημαίνει για εμάς˙ με αυτήν τη λέξη εμείς εννοούμε ένα σύνολο δογμάτων, μια θεωρία για το θεό, ένα σύμβολο πίστης πάνω στα μυστήρια που βρίσκονται μέσα μας και ολόγυρά μας˙ αυτή η ίδια λέξη, στους Αρχαίους, σήμαινε τελετουργίες, τελετές, πράξεις μιας εξωτερικής λατρείας. Η θεωρία δε σήμαινε πολλά˙ αυτό που είχε σημασία ήταν οι πράξεις˙ αυτές ήταν υποχρεωτικές και επιβεβλημένες. Η θρησκεία ήταν ένας υλικός δεσμός, μια αλυσίδα που κρατούσε σκλάβο τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος την είχε επινοήσει και εκείνη τον κυβερνούσε. Τη φοβόταν και δεν τολμούσε ούτε να λογικευτεί ούτε να συζητήσει ούτε να την κοιτάξει κατά πρόσωπο. Οι θεοί, οι ήρωες, οι νεκροί, ζητούσαν από αυτόν μια υλική λατρεία˙ και τους πλήρωνε την οφειλή του, για να γίνουν φίλοι του, και πιο πολύ, για να μη γίνουν εχθροί του (....)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 259). «Είναι εύκολο να επαναλάβει κανείς τις στερεότυπες (και απολύτως σωστές) απόψεις που βρίσκει σε σύγχρονα βιβλία: ο παγανισμός ήταν ουσιαστικά θέμα λατρευτικών πράξεων και όχι πεποιθήσεων· ελάχιστα συνδεόταν με την ηθική και διέθετε μηδαμινές δυνατότητες πνευματικές εξέλιξης· ήταν, κατά βάση (ιδίως στη ρωμαϊκή του μορφή), ένα συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο οι θεοί σε προσέχουν, μάλλον σε περιορισμένο βαθμό, με την προϋπόθεση ότι εσύ τους φροντίζεις, αποδίδοντάς τους την οφειλόμενη λατρεία» (De Ste. Croix G.E.M., Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, ΜΙΕΤ, σ. 1). Φαίνεται λοιπόν πόσο λάθος κάνουν όσοι Νεοπαγανιστές ψάχνουν σε συγγράμματα λογίων Παγανιστών της Ύστερης Αρχαιότητας, για να βρούν στοιχεία παγανιστικής θεολογίας ανώτερου επιπέδου: οι απόψεις αυτών των λόγιων της εποχής εκείνης ήταν προσωπικές, δεν ήταν κοινές.
 
«Η πιο μεγάλη του έννοια ήταν μήπως προκαλέσει το θυμό αυτών των αόρατων όντων. Πώς όμως να τους ευχαριστήσει; Και ειδικά, πώς να βεβαιωθεί ότι τους ευχαριστούσε και ότι τους είχε κερδίσει; Πίστεψαν ότι το βρήκαν, χρησιμοποιώντας ορισμένες συνταγές. Μια ορισμένη προσευχή, αποτελούμενη από ορισμένα λόγια, είχε φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα˙ χωρίς λοιπόν αμφιβολία είχε εισακουστεί από το θεό, τον είχε επηρεάσει, είχε αποδειχθεί ισχυρή, πιο ισχυρή από το θεό, εφόσον δεν μπόρεσε να της αντισταθεί. Διατήρησαν λοιπόν τα μυστηριώδη και ιερά λόγια αυτής της προσευχής. Πέρασαν από πατέρα σε γιο. Μόλις έμαθαν τη γραφή, τα έγραψαν. Κάθε οικογένεια απέκτησε βιβλίο, όπου ήταν γραμμένες οι συνταγές που είχαν χρησιμοποιήσει οι πρόγονοι και στις οποίες είχαν υποχωρήσει οι θεοί. Δεν έπρεπε να αλλάξουν ούτε μια λέξη ούτε μια συλλαβή ούτε προπαντός το ρυθμό, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να απαγγελθεί. Γιατί τότε η προσευχή θα έχανε τη δύναμή της και οι θεοί θα έμεναν ελεύθεροι» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 260).
 
Ομοίως: «Αλλά η συνταγή της προσευχής δεν αρκούσε. Υπήρχαν ακόμη οι εξωτερικές πράξεις, των οποίων οι λεπτομέρειες ήταν καθορισμένες με ακρίβεια και αμετάβλητες. Και η παραμικρή κίνηση του θύτη και η παραμικρή λεπτομέρεια της αμφίεσής του ήταν προκαθορισμένες. Απευθυνόμενοι σ' έναν θεό έπρεπε να έχουν καλυμμένο το κεφάλι˙ σε άλλον, ακάλυπτο το κεφάλι˙ σε έναν τρίτο, την άκρη της τηβέννου, ριγμένη στον ώμο. Σε ορισμένες τελετές έπρεπε να είναι ξυπόλητοι. Υπήρχαν προσευχές που, για να έχουν αποτέλεσμα, ο άνθρωπος που τις έλεγε, έπρεπε ευθύς αμέσως να στριφογυρίσει από τα αριστερά προς τα δεξιά. Η πιο θερμή προσευχή, η πιο ευλαβική επίκληση της πιο θερμής καρδιάς δεν είχε καμμιά αξία, αν είχε παραλειφθεί έστω και μια από τις αναρίθμητες τελετουργίες της θυσίας˙ η θυσία τότε πήγαινε χαμένη. Η παραμικρή παράλειψη μετέτρεπε μια ιερή πράξη σε πράξη ασέβειας» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 260-261).
 
Οι Νεοπαγανιστές που θα αναφέρουν τα λόγια του Ιάμβλιχου, ότι ο θεός δεν δεσμεύεται αλλά ελεύθερα συγκαταβαίνει να δώσει τη χάρη του, αφενός αντιγράφουν τα χριστιανικά πρότυπα που κι οι ίδιοι οι Νεοπλατωνικοί αντέγραφαν, αφετέρου επαναλαμβάνουν το εσκεμμένο λάθος να ταυτίζουν την προσωπική άποψη ενός ή μερικών φιλοσόφων με την μόνη πραγματική αρχαιοελληνική θρησκεία, τη λαϊκή. Εξάλλου, όπως είπαμε, οι χριστιανικές ευχές προς τον Υπερούσιο, Άκτιστο Θεό, είναι δοσμένες από το Θεό και δεν συνιστούν μαγεία, διότι τίποτε δεν μπορεί, άνευ της συγκατάβασης του ιδίου, να αναγκάσει έναν Άκτιστο, Υπερούσιο, Παντοδύναμο Θεό˙ αντίθετα, τα πολυθεϊστικά μάγια είναι: α) ασυνάρτητες-ακατανόητες φράσεις β) βασίζονται ακριβώς στο ότι ο θεός/θεοί δεν είναι Παντοδύναμοι, οπότε μια μυστική ευχή τούς εξαναγκάζει να πράξουν ό,τι ζητά ο άνθρωπος.
 
Φυσιολογικά όλα αυτά˙ γιατί οι Παγανιστές είναι τυπολάτρες: η θερμή προσευχή και η θερμή καρδιά δεν ενδιαφέρουν το θεό. Όλα είναι μαγικά και τελούνται έτσι, ώστε τάχα ο "θεός" να νικηθεί από τα μαγικά λόγια. Ο Φόβος ήταν το κυριότερο χαρακτηριστικό της αρχαίας ειδωλολατρίας και οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να εξευμενίσουν με μαγικά λόγια, λες και είναι κανένα αυτόματο μηχάνημα, τους «θεούς». Ο De Coulanges λέει το αυτονόητο: η αρχαία θρησκεία δεν είχε θεολογικά δόγματα, σαν κι αυτά που αναλύθηκαν στις παραπάνω παραγράφους. Ήταν ένα σκέτο τελετουργικό, προκειμένου να εξευμενιστεί με μαγικά λόγια και φράσεις ειπωμένες με συγκεκριμένο ρυθμό, η θεότητα. Οι απόψεις, τις οποίες οι Παγανιστές παρουσιάζουν ως θεολογία της «αρχαίας ελληνικής θρησκείας» είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από απόψεις της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Είναι απλώς απόψεις διάφορων φιλοσόφων, οι οποίοι δογμάτιζαν (αυθαίρετα, βάσει, ο καθένας, του δικού του «αυτονόητου»), όταν η αρχαία ελληνική θρησκεία άρχισε να μην επαρκεί για τις πνευματικές ανάγκες των Ελλήνων. Αυτό κι αν δεν είναι παράδοξο. Οι Νεοπαγανιστές αποκαλούν κλοπή τη χρήση απ' τους Χριστιανούς των φιλοσοφικών εννοιών, ενώ οι ίδιοι, για να παρουσιάσουν ως θρησκεία με πνευματικό βάθος τον παγανισμό, κατακλέβουν όχι απλώς τις φιλοσοφικές έννοιες, αλλά τις φιλοσοφικές απόψεις των δύστυχων φιλοσόφων, οι οποίοι σίγουρα δε φαντάζονταν πως θα κατέληγαν στα κάτεργα του Δωδεκάθεου. Η ανεπάρκεια τέτοιας θρησκείας φαίνεται όχι απλώς από την απουσία θεολογικών δογμάτων/απόψεων και σε μια ξερή τυπολατρεία, αλλά στην ειδωλολατρική πεποίθηση ότι ο θεός είναι αδύναμος και συνεπώς μπορεί να υποχωρήσει στο άκουσμα συγκεκριμένων φράσεων και τύπων. Είναι σκέτη ειδωλολατρία. Αντίθετα ο Χριστιανισμός δεν έχει ιδέα περί ατελούς θεού που υποχωρεί αδυνατώντας να αντισταθεί στην τελετουργία και στα λόγια των ιερέων˙ ο χριστιανικός θεός συγκαταβαίνει.
 
Είναι κοινότοπο στις μέρες μας να εξυμνείται, ακόμη κι από μη Νεοπαγανιστές, η ελευθεριότητα του πολυθεϊσμού, η «απουσία οποιουδήποτε αισθήματος ενοχής ή τύψης», «η ανυπαρξία αμαρτίας» κ.ο.κ., σε αντίθεση με τα διδάγματα του μονοθεϊσμού. Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι πλάθουν μια φανταστική αρχαία θρησκευτικότητα, σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής μας και σύμφωνα με τα προσωπικά τους γούστα κι έπειτα με ένα κωμικό ύφος κατήγορου του Χριστιανισμού, του αποδίδουν τη δημιουργία κάθε είδους θρησκευτικού κόμπλεξ.
 
Ο Πλάτων, όμως, μας δίνει μια εντελώς διαφορετική και διόλου ειδυλλιακή εικόνα της θρησκευτικότητας των Αρχαίων, αναφορικά με την ύπαρξη αμαρτίας, ενοχών, τύψεων και φόβου. Να τι αναφέρει ο Πλάτων, για το πώς οι σύγχρονοί του Πολυθεϊστές σκεπτόντουσαν: «Γνώριζε, Σωκράτη, πως όταν κανείς βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής του, τον πιάνει ένας φόβος και μια συλλογή για τα πράγματα, που ούτε τά 'βαζε πριν στο νου του˙ γιατί όλα εκείνα που διηγούνται για τον Άδη και για τις τιμωρίες που περιμένουν εκεί κάτω όσους έκαμαν αδικίες σ' αυτόν τον κόσμο, ενώ ώς τώρα τα περιέπαιζε, τότε δα αρχίζουν και ανησυχούν την ψυχή του, μήπως τάχα είναι αληθινά (..). Ανησυχία και τρόμος γεμίζουν την ψυχή του και αρχίζει να εξετάζη και ν' αναθεωρή τις πράξεις του μήπως έκαμε καμιά αδικία˙ και κείνος που βρίσκει στη ζωή του πολλά αδικήματα, ο Φόβος [δική μας η έμφαση] τον κάνει και μέσα στον ύπνο του να πηδά επάνω, σαν τα παιδιά, και να ζη πάντα σε απελπισία» (Πολιτεία 330d-e).
 
Για να γλιτώσουν από τη φρίκη των βασανιστηρίων του Άδη οι Αρχαίοι Πολυθεϊστές, που σύμφωνα με τους μεταμοντέρνους ελευθερόφρονες ζούσαν σε μια Αρχαιότητα δίχως τύψεις και φόβο, έκαναν τα πάντα: «Αγύρτες και μάντεις μπαινοβγαίνουν από τα σπίτια των πλουσίων και τους πείθουν, πως έχουν από θεία παραχώρηση τη δύναμη, αν έπεσαν σε κανένα αμάρτημα, ή οι ίδιοι ή κανείς από τους προγόνους των, να το εξιλεώνουν με χαρές και πανηγύρια» (Πολιτεία 364b). Κι όχι μόνο αυτά, αλλά κι αυτά: «Κι ένα σωρό ακόμη βιβλία παρουσιάζουν του Μουσαίου και του Ορφέως, που κατάγονται, λέγουν, από τη Σελήνη και τις Μούσες, και που περιέχουν τις ιεροτελεστίες αυτών των θυσιών, και πείθουν όχι μόνο τους ιδιώτες, αλλά και ολόκληρες πόλεις ακόμη, πως με τις θυσίες των και με κάτι τέτοια ξεφαντώματα μπορούν να επιτύχουν και για ζωντανούς και για πεθαμένους τον εξαγνισμό και την άφεση των αμαρτιών τους˙ και ονομάζουν τελετές όλα αυτά τα μέσα, που μας λυτρώνουν από τα βασανιστήρια του κάτω κόσμου, που δε θα ξεφύγουν όσοι τις παραμελούν» (Πολιτεία 364e). Βασανιστήρια, τύψεις, αμαρτία, άφεση αμαρτιών... «Για όλα φταίει ο Χριστιανισμός».
 
Φυσικά, έναν τέτοιον Άδη τον τρέμαν ακόμη κι οι θεοί, τρομερή αίσθηση «ελευθερίας από κάθε εξουσία»: Και φανή του Άδη η κατοικία σε θνητούς κι αθανάτους, η μουχλιασμένη κι άραχλη που ώς κι οι θεοί την τρέμουν (Ιλιάδας Υ 64-65)˙ ενώ τις ανθρώπινες ψυχές τις περιμένει μια πολύ καλή πολυθεϊστική μοίρα: «[οι ψυχές ακολουθούν τον Ερμή] σαν νυχτερίδες, που πετούν μες στης σπηλιάς τα βάθη τρίζοντας, αν απ' το σωρό καμμιά τους ξεκολλήση και πέση καταγής, κι η μια κρατιέται από την άλλη, έτσι και κείνες τρίζοντας όλες μαζί πετούσαν» (Οδύσσειας ω 6-9).
 
Τέλος, να πούμε ότι οι Νεοδωδεκαθεϊστές πιστεύουν, ότι «όπως δεν μπορούμε να λάβουμε στα σοβαρά έναν μωαμεθανό που μιλάει για τον Χριστιανισμό, έτσι και δεν μπορούμε να λάβουμε στα σοβαρά έναν μη Εθνικό που μιλάει για την Εθνική Ελληνική Θρησκεία και την ερμηνεύει αναλόγως». Βέβαια, ούτε εμείς μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά αξιώσεις ανθρώπων που ξαφνικά έγιναν Εθνικοί και αναβιώνουν κατά το γούστο τους, δηλαδή εντελώς αυθαίρετα, κάτι από αιώνες νεκρό, βασισμένοι σε αγγεία και αποσπάσματα κειμένων. Μόνο εάν μας κρύβουν οι «Εθνικοί» κάποιο μυστικό, θα μπορούσαν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο. Όμως, ό,τι αναμασάνε είναι ορισμένα αρχαία κείμενα προσβάσιμα σε όλους (εκτός κι αν μπήκαν στο κεφάλι του Ησίοδου, του Ομήρου, του Πλάτωνα κ.ά., οπότε τους ερμηνεύουν σωστά) καθώς και νεοεποχίτικες ιδέες. Εάν αληθεύει η αξίωσή τους, είναι αντιστοίχως αντιφατικό, οι ίδιοι να (παρ)ερμηνεύουν τη Χριστιανική Ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας, για τον απλό λόγο ότι, αφού δεν είναι Χριστιανοί, δεν πρέπει να μιλούν για Χριστιανισμό.
 
Πηγή: Ενάντια στην αρχαιοπληξία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου