ε') "Πώς είστε τόσο σίγουροι ότι η προφητεία στο Ησαΐας Z', 14 μιλάει για «παρθένο»; Το αρχικό εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί την λέξη almah, που σημαίνει «νεαρή γυναίκα» κι όχι την λέξη bethulah, που σημαίνει παρθένος. Ο Ησαΐας σε άλλα τμήματα του βιβλίου του χρησιμοποιεί και τη λέξη bethulah, αλλά όχι στο Z', 14. Επομένως ξεκάθαρα δεν αναφέρεται σε κάποια παρθένο που θα γεννήσει γιο, αλλά απλώς οι O', όταν μετέφρασαν το almah λανθασμένα χρησιμοποίησαν τη λέξη «παρθένος». Έπειτα ο Ματθαίος (1, 23) και ο Λουκάς (1, 26 κ.ε.), προκειμένου να αποδείξουν ότι ο Ιησούς ήταν όντως ο Χριστός, γράφουν ότι γεννήθηκε από παρθένα, ώστε δήθεν να επαληθευτεί η προφητεία του Ησαΐα. Αλλά ο Ησαΐας δεν εννοούσε αυτό το πράγμα".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: το ζήτημα αυτό το έθεσε κι ο παμπόνηρος Πορφύριος κατά τον 3ο αιώνα. Κατ' αρχήν ας δούμε τι λέει ο Ησαΐας.
ΗΣΑΐΑΣ Z' 14 διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ·
Υπάρχουν 51 εδάφια της Π.Δ. στα οποία χρησιμοποιείται η λέξη bethulah. Εμείς ισχυριζόμαστε πρώτον, ότι η bethulah δεν σημαίνει πάντα την παρθένο˙ δεύτερον ότι η almah σημαίνει ενίοτε την παρθένο, και μάλιστα βάσει των δεδομένων της εποχής, την σημαίνει πάντα˙ τρίτον ότι ακόμη κι αν αντί για «παρθένος» η μετάφραση έγραφε «νεανίς» ή ο Ησαΐας εννοεί «νεανίδα», πάλι αυτή η νεανίδα θα πρέπει να είναι παρθένος.
Ότι η bethulah δεν σημαίνει πάντα την παρθένο φαίνεται από διάφορα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Στη Γένεση διαβάζουμε,
ΓΕΝΕΣΙΣ, ΚΔ' 15 καὶ ἐγένετο πρὸ τοῦ συντελέσαι αὐτὸν λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ρεβέκκα ἐξεπορεύετο ἡ τεχθεῖσα Βαθουήλ, υἱῷ Μελχὰς τῆς γυναικὸς Ναχώρ, ἀδελφοῦ δὲ ῾Αβραάμ, ἔχουσα τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς. 16 ἡ δὲ παρθένος ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα· παρθένος (bethulah) ἦν, ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν. καταβᾶσα δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς καὶ ἀνέβη. 43 ἰδοὺ ἐγὼ ἐφέστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, καὶ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως ἐκπορεύονται ἀντλῆσαι ὕδωρ, καὶ ἔσται ἡ παρθένος (almah), ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, πότισόν με ἐκ τῆς ὑδρίας σου μικρὸν ὕδωρ,
Στον στίχο 16, χαρακτηρίζεται η Ρεβέκκα ως bethulah, αλλά αυτό δεν αρκεί για να γνωρίζουμε αν είναι και παρθένος, γι' αυτό ο συγγραφέας προσθέτει ότι η Ρεβέκκα δεν είχε σεξουαλική επαφή έως τότε. Αντίθετα, στο στίχο 43 η Ρεβέκκα χαρακτηρίζεται ως almah και αυτό αρκεί στον συγγραφέα της Γένεσης, για να δείξει ότι η Ρεβέκκα είναι παρθένος. Δεν διευκρινίζει, ο συγγραφέας της Γένεσης, μετά τη λέξη almah, ότι η Ρεβέκκα «δεν είχε σχέσεις», προφανώς διότι η almah συνεπάγεται την απουσία σεξουαλικών σχέσεων. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου η χρήση της bethulah συνοδεύεται από την επεξήγηση «δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις». Στο Ιωήλ Α', 8 διαβάζουμε:
ΙΩΗΛ, Α' 8 θρήνησον πρός με ὑπὲρ νύμφην (bethulah) περιεζωσμένην σάκκον ἐπὶ τὸν ἄνδρα (baal) αὐτῆς τὸν παρθενικόν.
Βλέπουμε ότι μια νύφη, δηλαδή που έχει ήδη σεξουαλικές σχέσεις, χαρακτηρίζεται ως bethulah. Κανονικά, αν η bethulah σήμαινε «παρθένος», δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για μια νύφη, η οποία θρηνεί για τον άντρα της, τον «παρθενικόν», δηλαδή για έναν άντρα που εδώ και πολύ καιρό (από τότε που ήταν παρθένα) ήταν παντρεμένη μαζί του. Το τελευταίο έχει σημασία, γιατί ορισμένοι ισχυρίζονται ότι απλώς η «νύμφη» του παραπάνω εδαφίου είναι απλώς αρραβωνιασμένη (όχι σύζυγος), δίχως ακόμη να έχει σεξουαλικές σχέσεις. Ωστόσο αυτός είναι ο τρόπος έκφρασης για την μεγάλη διάρκεια (οπότε δεν πρόκειται για αρραβωνιασμένη), όπως φαίνεται και απ' τις Παροιμίες Ε', 18 «συνευφραίνου μετὰ γυναικὸς τῆς ἐκ νεότητός σου». Επιπλέον ο μνηστήρας μιας αρραβωνιασμένης λέγεται ish κι όχι baal, το οποίο χρησιμοποιείται πάντα για παντρεμένο κι όχι αρραβωνιασμένο. Η bethulah δεν σημαίνει κυρίως την παρθένα, αλλά την κοπέλα που μένει στο σπίτι του πατέρα της.
Υπάρχουν 51 εδάφια της Π.Δ. στα οποία χρησιμοποιείται η λέξη bethulah. Εμείς ισχυριζόμαστε πρώτον, ότι η bethulah δεν σημαίνει πάντα την παρθένο˙ δεύτερον ότι η almah σημαίνει ενίοτε την παρθένο, και μάλιστα βάσει των δεδομένων της εποχής, την σημαίνει πάντα˙ τρίτον ότι ακόμη κι αν αντί για «παρθένος» η μετάφραση έγραφε «νεανίς» ή ο Ησαΐας εννοεί «νεανίδα», πάλι αυτή η νεανίδα θα πρέπει να είναι παρθένος.
Ότι η bethulah δεν σημαίνει πάντα την παρθένο φαίνεται από διάφορα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Στη Γένεση διαβάζουμε,
ΓΕΝΕΣΙΣ, ΚΔ' 15 καὶ ἐγένετο πρὸ τοῦ συντελέσαι αὐτὸν λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ρεβέκκα ἐξεπορεύετο ἡ τεχθεῖσα Βαθουήλ, υἱῷ Μελχὰς τῆς γυναικὸς Ναχώρ, ἀδελφοῦ δὲ ῾Αβραάμ, ἔχουσα τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς. 16 ἡ δὲ παρθένος ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα· παρθένος (bethulah) ἦν, ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν. καταβᾶσα δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς καὶ ἀνέβη. 43 ἰδοὺ ἐγὼ ἐφέστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, καὶ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως ἐκπορεύονται ἀντλῆσαι ὕδωρ, καὶ ἔσται ἡ παρθένος (almah), ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, πότισόν με ἐκ τῆς ὑδρίας σου μικρὸν ὕδωρ,
Στον στίχο 16, χαρακτηρίζεται η Ρεβέκκα ως bethulah, αλλά αυτό δεν αρκεί για να γνωρίζουμε αν είναι και παρθένος, γι' αυτό ο συγγραφέας προσθέτει ότι η Ρεβέκκα δεν είχε σεξουαλική επαφή έως τότε. Αντίθετα, στο στίχο 43 η Ρεβέκκα χαρακτηρίζεται ως almah και αυτό αρκεί στον συγγραφέα της Γένεσης, για να δείξει ότι η Ρεβέκκα είναι παρθένος. Δεν διευκρινίζει, ο συγγραφέας της Γένεσης, μετά τη λέξη almah, ότι η Ρεβέκκα «δεν είχε σχέσεις», προφανώς διότι η almah συνεπάγεται την απουσία σεξουαλικών σχέσεων. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου η χρήση της bethulah συνοδεύεται από την επεξήγηση «δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις». Στο Ιωήλ Α', 8 διαβάζουμε:
ΙΩΗΛ, Α' 8 θρήνησον πρός με ὑπὲρ νύμφην (bethulah) περιεζωσμένην σάκκον ἐπὶ τὸν ἄνδρα (baal) αὐτῆς τὸν παρθενικόν.
Βλέπουμε ότι μια νύφη, δηλαδή που έχει ήδη σεξουαλικές σχέσεις, χαρακτηρίζεται ως bethulah. Κανονικά, αν η bethulah σήμαινε «παρθένος», δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για μια νύφη, η οποία θρηνεί για τον άντρα της, τον «παρθενικόν», δηλαδή για έναν άντρα που εδώ και πολύ καιρό (από τότε που ήταν παρθένα) ήταν παντρεμένη μαζί του. Το τελευταίο έχει σημασία, γιατί ορισμένοι ισχυρίζονται ότι απλώς η «νύμφη» του παραπάνω εδαφίου είναι απλώς αρραβωνιασμένη (όχι σύζυγος), δίχως ακόμη να έχει σεξουαλικές σχέσεις. Ωστόσο αυτός είναι ο τρόπος έκφρασης για την μεγάλη διάρκεια (οπότε δεν πρόκειται για αρραβωνιασμένη), όπως φαίνεται και απ' τις Παροιμίες Ε', 18 «συνευφραίνου μετὰ γυναικὸς τῆς ἐκ νεότητός σου». Επιπλέον ο μνηστήρας μιας αρραβωνιασμένης λέγεται ish κι όχι baal, το οποίο χρησιμοποιείται πάντα για παντρεμένο κι όχι αρραβωνιασμένο. Η bethulah δεν σημαίνει κυρίως την παρθένα, αλλά την κοπέλα που μένει στο σπίτι του πατέρα της.
Η λέξη almah χρησιμοποιείται 6 φορές στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεσις κδ, 43˙ Έξοδος β, 8˙ Άσμα Ασμάτων α, 3 και στ, 8˙ Ησαΐας ζ, 14˙ Ψαλμοί ξη, 26) και σε καμμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν εννοείται ως «παντρεμένη (δηλαδή μή παρθένα) γυναίκα».
Αλλά και στις γλώσσες των άλλων λαών της Μ. Ανατολής η αντίστοιχη της bethulah δεν σημαίνει απαραίτητα την (με την βιολογική σημασία) παρθένα. Για παράδειγμα, στα Ακκαδικά η λέξη batultu σημαίνει κυρίως μια ηλικιακή ομάδα. Μόνο σε συγκεκριμένα πλαίσια σημαίνει την παρθένα. Στα κείμενα της Ουγκαρίτ, η λέξη btlt είναι συνήθης χαρακτηρισμός για την Anat, την γυναίκα του Βάαλ. Σε αραμαϊκά κείμενα διαβάζουμε για γυναίκα, btwlt, η οποία είναι επίτοκος (σε τοκετό).
Στο κάτω κάτω, εάν ο Ησαΐας προφήτευε ότι «μια (μη παρθένα) γυναίκα θα γεννήσει έναν γιο», αυτό δεν θα ήταν «σημείον» που «θα έδινε ο Κύριος». Διότι, το να γεννήσει μια (μη παρθένα) γυναίκα ένα γιο, δεν είναι κάτι το θαυμαστό ή ασυνήθιστο ούτε θαύμα εκ Θεού μπορεί να το πει κανείς, αφού όλες οι γυναίκες που γεννούν δεν είναι παρθένες. Με άλλα λόγια, δεν στέκεται, ο Ησαΐας να έκανε λόγο για (μή παρθένο) που θα γεννούσε παιδί, ως θαύμα. Ακόμη κι αν η almah δεν σημαίνει ακριβώς «παρθένα», αλλά «νεανίδα», νεαρή κοπέλα που δεν παντρεύτηκε ακόμη, ο Ησαΐας δεν θα ανέφερε ως θαύμα το να γεννήσει μια μη παρθένα ένα γιο. Άλλωστε εκείνη την εποχή οι νεανίδες ήταν παρθένες.
Γράφει ο Μέγας Βασίλειος (Ερμηνεία εις τον Ησαΐαν, 464) για τους ισχυρισμούς των Ιουδαίων (και του Πορφύριου): «Ἀνθίστανται οἱ Ἰουδαῖοι τῇ ἐκδόσει τῶν Ἑβδομήκοντα, λέγοντες μὴ κεῖσθαι παρὰ τῷ Ἑβραίῳ τό, «Ἡ Παρθένος», ἀλλ «ἡ Νεᾶνις», ὡς δυναμένης νεανίδος ὀνομάζεσθαι τῆς ἀκμαζούσης καθ' ἡλικίαν, οὐχὶ δὲ τῆς ἀπειρογάμου γυναικός˙» και απαντά ο Μ. Βασίλειος: «Εἰ γὰρ σημεῖόν ἐστι τεραστίου τινὸς καὶ περηλλαγμένου τὴν κοινὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων ἐπίδειξις, τί θαυμαστὸν ἦν, μίαν τῶν πολλῶν γυναῖκα, ἀνδρὶ συνοικοῦσαν, μητέρα γενέσθαι παιδίου; Πῶς δ' ἂν καὶ τὸ ἀπὸ θελήματος σαρκὸς γεννηθὲν Ἐμμανουὴλ προσηγορεύετο; Ὥστε εἰ μὲν σημεῖόν ἐστι τὸ διδόμενον, παράδοξος ἔστω καὶ ἡ γέννησις. Εἰ δὲ κοινὸς ὁ τρόπος τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου, μήτε σημεῖον λεγέσθω, μήτε Ἐμμανουὴλ προσαγορευέσθω. Ὥστε εἰ μὴ παρθένος ἡ τεκοῦσα, ποῖον τοῦτο τὸ σημεῖον; Καὶ εἰ μὴ θειοτέρα ἢ κατὰ τοὺς πολλοὺς ἡ γέννησις, πῶς ἡ τοῦ Ἐμμανουὴλ παρουσία;» Λέει ο Μ. Βασίλειος «πού θα ήταν το θαύμα, αν μια παντρεμένη γυναίκα γινόταν μητέρα παιδιού; Ώστε εάν αυτό είναι «σημείο», δηλαδή θαύμα, τότε πρέπει να είναι παράδοξος ο τρόπος της γέννησης. Εάν είναι συνήθης ο τρόπος της γέννησης, τότε δεν λέγεται θαύμα αυτό. Αν δεν είναι παρθένα αυτή που θα γεννήσει, πού βρίσκεται το θαύμα;» Αναφέρει και παραδείγματα, ο Μ. Βασίλειος, το Δευτερονόμιο, κβ, 27 και το Γ Βασιλειών, α, 3-4, στα οποία παρθένες ονομάζονται «νεάνιδες».
Αλλά και στις γλώσσες των άλλων λαών της Μ. Ανατολής η αντίστοιχη της bethulah δεν σημαίνει απαραίτητα την (με την βιολογική σημασία) παρθένα. Για παράδειγμα, στα Ακκαδικά η λέξη batultu σημαίνει κυρίως μια ηλικιακή ομάδα. Μόνο σε συγκεκριμένα πλαίσια σημαίνει την παρθένα. Στα κείμενα της Ουγκαρίτ, η λέξη btlt είναι συνήθης χαρακτηρισμός για την Anat, την γυναίκα του Βάαλ. Σε αραμαϊκά κείμενα διαβάζουμε για γυναίκα, btwlt, η οποία είναι επίτοκος (σε τοκετό).
Στο κάτω κάτω, εάν ο Ησαΐας προφήτευε ότι «μια (μη παρθένα) γυναίκα θα γεννήσει έναν γιο», αυτό δεν θα ήταν «σημείον» που «θα έδινε ο Κύριος». Διότι, το να γεννήσει μια (μη παρθένα) γυναίκα ένα γιο, δεν είναι κάτι το θαυμαστό ή ασυνήθιστο ούτε θαύμα εκ Θεού μπορεί να το πει κανείς, αφού όλες οι γυναίκες που γεννούν δεν είναι παρθένες. Με άλλα λόγια, δεν στέκεται, ο Ησαΐας να έκανε λόγο για (μή παρθένο) που θα γεννούσε παιδί, ως θαύμα. Ακόμη κι αν η almah δεν σημαίνει ακριβώς «παρθένα», αλλά «νεανίδα», νεαρή κοπέλα που δεν παντρεύτηκε ακόμη, ο Ησαΐας δεν θα ανέφερε ως θαύμα το να γεννήσει μια μη παρθένα ένα γιο. Άλλωστε εκείνη την εποχή οι νεανίδες ήταν παρθένες.
Γράφει ο Μέγας Βασίλειος (Ερμηνεία εις τον Ησαΐαν, 464) για τους ισχυρισμούς των Ιουδαίων (και του Πορφύριου): «Ἀνθίστανται οἱ Ἰουδαῖοι τῇ ἐκδόσει τῶν Ἑβδομήκοντα, λέγοντες μὴ κεῖσθαι παρὰ τῷ Ἑβραίῳ τό, «Ἡ Παρθένος», ἀλλ «ἡ Νεᾶνις», ὡς δυναμένης νεανίδος ὀνομάζεσθαι τῆς ἀκμαζούσης καθ' ἡλικίαν, οὐχὶ δὲ τῆς ἀπειρογάμου γυναικός˙» και απαντά ο Μ. Βασίλειος: «Εἰ γὰρ σημεῖόν ἐστι τεραστίου τινὸς καὶ περηλλαγμένου τὴν κοινὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων ἐπίδειξις, τί θαυμαστὸν ἦν, μίαν τῶν πολλῶν γυναῖκα, ἀνδρὶ συνοικοῦσαν, μητέρα γενέσθαι παιδίου; Πῶς δ' ἂν καὶ τὸ ἀπὸ θελήματος σαρκὸς γεννηθὲν Ἐμμανουὴλ προσηγορεύετο; Ὥστε εἰ μὲν σημεῖόν ἐστι τὸ διδόμενον, παράδοξος ἔστω καὶ ἡ γέννησις. Εἰ δὲ κοινὸς ὁ τρόπος τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου, μήτε σημεῖον λεγέσθω, μήτε Ἐμμανουὴλ προσαγορευέσθω. Ὥστε εἰ μὴ παρθένος ἡ τεκοῦσα, ποῖον τοῦτο τὸ σημεῖον; Καὶ εἰ μὴ θειοτέρα ἢ κατὰ τοὺς πολλοὺς ἡ γέννησις, πῶς ἡ τοῦ Ἐμμανουὴλ παρουσία;» Λέει ο Μ. Βασίλειος «πού θα ήταν το θαύμα, αν μια παντρεμένη γυναίκα γινόταν μητέρα παιδιού; Ώστε εάν αυτό είναι «σημείο», δηλαδή θαύμα, τότε πρέπει να είναι παράδοξος ο τρόπος της γέννησης. Εάν είναι συνήθης ο τρόπος της γέννησης, τότε δεν λέγεται θαύμα αυτό. Αν δεν είναι παρθένα αυτή που θα γεννήσει, πού βρίσκεται το θαύμα;» Αναφέρει και παραδείγματα, ο Μ. Βασίλειος, το Δευτερονόμιο, κβ, 27 και το Γ Βασιλειών, α, 3-4, στα οποία παρθένες ονομάζονται «νεάνιδες».
«Και αν μετά την αποστόμωσίν των εις το ζήτημα αυτό αναζητούν άλλο, αυτό π.χ. που λέγεται περί της παρθενίας, και παρουσιάζουν προς υποστήριξιν του ισχυρισμού των άλλους ερμηνευτάς, και μας λέγουν ότι αυτοί δεν ομιλούν δια παρθένου, αλλά δια νεαράν κόρην, θα απαντήσωμεν πρώτον ότι είναι ορθόν να είναι περισσότερον αξιόπιστοι από όλους τους άλλους οι Εβδομήκοντα. Διότι οι ιδικοί των ερμηνευταί ηρμήνευσαν μετά την ενανθρώπισιν του Χριστού και επί πλέον παρέμειναν πιστοί εις την Ιουδαϊκή θρησκείαν. Δικαίως λοιπόν πρέπει να θεωρούνται αναξιόπιστοι, επειδή ωμίλησαν μάλλον με μίσος και επειδή παραποιούν σκοπίμως τας προφητείας. Οι Εβδομήκοντα αντιθέτως εσυγκεντρώθησαν εκατό ή και περισσότερα χρόνια πριν από την γέννησιν του Χριστού τόσοι πολλοί άνθρωποι, και επομένως είναι απηλλαγμένοι από κάθε υποψίαν και είναι δίκαιον να τους εμπιστευώμεθα περισσότερον και ένεκα του χρόνου της συγκεντρώσεως και ένεκα του πλήθους και της ομοφωνίας των συγκεντρωθέντων.
Αλλά η νίκη είναι οπωσδήποτε ιδική μας, έστω και αν επιμένουν να παρουσιάζουν την μαρτυρίαν των ιδικών των. Διότι και η λέξις "νεάνις" χρησιμοποιείται με την έννοιαν της παρθένου. Η Αγία Γραφή την χρησιμοποιεί συχνά όχι μόνον δια τας γυναίκας, αλλά και δια τους άνδρας. Λέγει π.χ. "νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων" (Ψαλμ. 148, 12). Και όταν ομιλή εις άλλον σημείον δια μίαν κοπέλαν, που εζήτησε κάποιος να την βιάση, και λέγει˙ "Εάν φωνήση η νεάνις" (Δευτ. 22, 27), δηλαδή η παρθένος. (...) Αν λοιπόν δεν ήτο παρθένος εκείνη που επρόκειτο να μείνη έγκυος, αλλά θα συνέβαινεν αυτό με την μεσολάβησιν ανδρός, ποίον θα ήτο τότε το σημείον;» (άγιου Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία Ε' εις το Κατά Ματθαίον, 2 και 3).
Ακόμη κι αν χρησιμοποίησε ο Ησαΐας τη λέξη almah αντί της λέξης bethulah, το ίδιο πράγμα εννοούσε, ότι μια παρθένος θα γεννήσει ένα γιο. Διαφορετικά δεν στέκει νοηματικά η προφητεία του θαύματος («σημείου») αυτού. Και σωστά μετέφρασαν το almah ως «παρθένος» οι Εβδομήκοντα, διότι αυτό ήθελε να πει ο Ησαΐας: μια γυναίκα, που δε θα είχε σεξουαλικές σχέσεις, θα γεννούσε ένα γιο. Αυτό συνιστά θαύμα και «σημείο».
Ορισμένοι θα ισχυριστούν ότι η προφητεία του Ησαΐα λέει ότι το παιδί θα λεγόταν Εμμανουήλ, αλλά ο Ιησούς δεν ονομάστηκε Εμμανουήλ, άρα δεν εκπλήρωσε την προφητεία, άρα αυτή δεν αναφερόταν σε αυτόν. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέει (Ομιλία Ε' εις το Κατά Ματθαίον, 2): «Δεν είπε "θα ονομάσης", αλλά "θα ονομάσουν", οι απλοί άνθρωποι, δηλαδή η απλή πραγματικότης. Εδώ δηλαδή δίδει ως όνομα το αποτέλεσμα. Η Αγία Γραφή έχει αυτήν την συνήθειαν, να δίδη ως όνομα εκείνα που θα συμβούν εις την πραγματικότητα. Το "καλέσουσιν Εμμανουήλ" δεν σημαίνει λοιπόν τίποτε άλλο παρά ότι θα ιδούν τον Θεόν μεταξύ των ανθρώπων. Πάντοτε βεβαίως ευρίσκετο μεταξύ των ανθρώπων ουδέποτε όμως τόσον φανερά. Αν αυθαδειάζουν οι Ιουδαίοι, θα τους ερωτήσωμεν˙ Πότε ωνομάσθη το παιδί "ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον"; Και ασφαλώς δεν θα ημπορέσουν να δώσουν απάντησιν. Αλλά τότε διατί ο προφήτης έλεγε "κάλεσον το όνομα αυτού, Ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον" (Ησ. Η', 3); Διότι η γέννησίς του επροκάλεσεν αρπαγήν και διανομήν λαφύρων. Δια τούτο τού δίδει ως όνομα εκείνο που συνέβη εις την πραγματικότηταν (Ησ. Η', 4)»
στ') "Ο Ιησούς ήταν Εσσαίος και οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν Εσσαίοι του Κουμράν. Οι ομοιότητες Εσσαίων-Χριστιανισμού είναι πάρα πολλές. Με τον καιρό ο Χριστιανισμός μετεξελίχθηκε σ αυτό που ξέρουμε ως Χριστιανισμό των Ευαγγελίων".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αρκετοί από αυτούς που θέλουν να αποδείξουν ότι ο Χριστιανισμός δεν έχει θεϊκή προέλευση, τονίζουν τις ομοιότητες του κινήματος των Εσσαίων και παραγνωρίζουν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ Ιησού-Χριστιανισμού και Εσσαίων. Δεκαπέντε επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι ο Ιησούς δεν γίνεται να είναι Εσσαίος, και ότι οι «πρωτοχριστιανοί» δεν ήταν Εσσαίοι ούτε προερχόμενοι από τις κοινότητες των σπηλαίων του Κουμράν, βάσει των γραπτών πηγών που αναφέρονται σε αυτούς (Φίλωνας Περί του πάντα σπουδαίον ελεύθερον είναι, 2, 457-459. Ιώσηπος, Ιουδαϊκός πόλεμος, 2, 8, 2-13˙ Αρχαιολογία, 13, 2, 2˙ 15, 10, 4˙ 18, 1, 5. Πλίνιος, Hist. Naturalis, 5, 17. Ιππόλυτος) και των δικών τους συγγραμμάτων, παρατίθενται εδώ:
1. Οι Εσσαίοι, τηρούσαν αυστηρά τον Μωσαϊκό νόμο (βλασφημία κατά του Μωυσή συνεπαγόταν σε αυτούς τον θάνατο). Αντίθετα, ο Ιησούς διδάσκει ότι ναι μεν δεν καταργείται ο μωσαϊκός νόμος, αλλά ξεπερνιέται και ισχύει η Καινή Διαθήκη. Για παράδειγμα, ο Ιησούς έκανε θαύματα και θεραπείες κατά την ημέρα του Σαββάτου και ήρθε σε σκληρή αντιπαράθεση με τους Φαρισαίους και το ιερατείο για το ζήτημα αυτό. Αντίθετα οι Εσσαίοι, απ' όσο γνωρίζουμε τηρούσαν αυστηρά το Σάββατο, όχι λ.χ. μόνο αναφορικά με θεραπευτικούς σκοπούς (δεν θεράπευαν τα Σάββατα) αλλά ακόμη και για τις φυσικές τους ανάγκες, τις οποίες καταπίεζαν για χάρη της τήρησης του Σαββάτου. Οι Εσσαίοι ήταν πολύ πιο φανατικοί υποστηρικτές της τήρησης του Σαββάτου, απ' ό,τι οι Φαρισαίοι, τους οποίους καυτηρίαζε για τον λόγο αυτόν ο Ιησούς. Επίσης οι Εσσαίοι ήταν φανατικά υπέρ της περιτομής.
2. Οι Εσσαίοι του Κουμράν ερμήνευαν το κίνημά τους ως εκπλήρωση της Π.Δ., ενώ αντίθετα ο Χριστιανισμός των Ευαγγελίων, πιστεύει ότι ο Χριστός εκπλήρωσε τις προφητείες της Π.Δ. Για παράδειγμα, το Ησαΐας Μ' 3, οι Εσσαίοι πίστευαν ότι αναφέρεται στον εαυτό τους (Εγχειρίδιο Πειθαρχίας, V, 20˙ VIII, 12-14), ενώ τα Ευαγγέλια ότι αναφέρεται στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
3. Οι Εσσαίοι του Κουμράν ανέμεναν την αναβίωση της λατρείας του Ναού, ενώ αντίθετα οι Χριστιανοί στα Ευαγγέλια την καταστροφή του Ναού, όπως ο (δήθεν Εσσαίος) Ιησούς προείπε.
Αλλά η νίκη είναι οπωσδήποτε ιδική μας, έστω και αν επιμένουν να παρουσιάζουν την μαρτυρίαν των ιδικών των. Διότι και η λέξις "νεάνις" χρησιμοποιείται με την έννοιαν της παρθένου. Η Αγία Γραφή την χρησιμοποιεί συχνά όχι μόνον δια τας γυναίκας, αλλά και δια τους άνδρας. Λέγει π.χ. "νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων" (Ψαλμ. 148, 12). Και όταν ομιλή εις άλλον σημείον δια μίαν κοπέλαν, που εζήτησε κάποιος να την βιάση, και λέγει˙ "Εάν φωνήση η νεάνις" (Δευτ. 22, 27), δηλαδή η παρθένος. (...) Αν λοιπόν δεν ήτο παρθένος εκείνη που επρόκειτο να μείνη έγκυος, αλλά θα συνέβαινεν αυτό με την μεσολάβησιν ανδρός, ποίον θα ήτο τότε το σημείον;» (άγιου Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία Ε' εις το Κατά Ματθαίον, 2 και 3).
Ακόμη κι αν χρησιμοποίησε ο Ησαΐας τη λέξη almah αντί της λέξης bethulah, το ίδιο πράγμα εννοούσε, ότι μια παρθένος θα γεννήσει ένα γιο. Διαφορετικά δεν στέκει νοηματικά η προφητεία του θαύματος («σημείου») αυτού. Και σωστά μετέφρασαν το almah ως «παρθένος» οι Εβδομήκοντα, διότι αυτό ήθελε να πει ο Ησαΐας: μια γυναίκα, που δε θα είχε σεξουαλικές σχέσεις, θα γεννούσε ένα γιο. Αυτό συνιστά θαύμα και «σημείο».
Ορισμένοι θα ισχυριστούν ότι η προφητεία του Ησαΐα λέει ότι το παιδί θα λεγόταν Εμμανουήλ, αλλά ο Ιησούς δεν ονομάστηκε Εμμανουήλ, άρα δεν εκπλήρωσε την προφητεία, άρα αυτή δεν αναφερόταν σε αυτόν. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέει (Ομιλία Ε' εις το Κατά Ματθαίον, 2): «Δεν είπε "θα ονομάσης", αλλά "θα ονομάσουν", οι απλοί άνθρωποι, δηλαδή η απλή πραγματικότης. Εδώ δηλαδή δίδει ως όνομα το αποτέλεσμα. Η Αγία Γραφή έχει αυτήν την συνήθειαν, να δίδη ως όνομα εκείνα που θα συμβούν εις την πραγματικότητα. Το "καλέσουσιν Εμμανουήλ" δεν σημαίνει λοιπόν τίποτε άλλο παρά ότι θα ιδούν τον Θεόν μεταξύ των ανθρώπων. Πάντοτε βεβαίως ευρίσκετο μεταξύ των ανθρώπων ουδέποτε όμως τόσον φανερά. Αν αυθαδειάζουν οι Ιουδαίοι, θα τους ερωτήσωμεν˙ Πότε ωνομάσθη το παιδί "ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον"; Και ασφαλώς δεν θα ημπορέσουν να δώσουν απάντησιν. Αλλά τότε διατί ο προφήτης έλεγε "κάλεσον το όνομα αυτού, Ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον" (Ησ. Η', 3); Διότι η γέννησίς του επροκάλεσεν αρπαγήν και διανομήν λαφύρων. Δια τούτο τού δίδει ως όνομα εκείνο που συνέβη εις την πραγματικότηταν (Ησ. Η', 4)»
στ') "Ο Ιησούς ήταν Εσσαίος και οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν Εσσαίοι του Κουμράν. Οι ομοιότητες Εσσαίων-Χριστιανισμού είναι πάρα πολλές. Με τον καιρό ο Χριστιανισμός μετεξελίχθηκε σ αυτό που ξέρουμε ως Χριστιανισμό των Ευαγγελίων".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αρκετοί από αυτούς που θέλουν να αποδείξουν ότι ο Χριστιανισμός δεν έχει θεϊκή προέλευση, τονίζουν τις ομοιότητες του κινήματος των Εσσαίων και παραγνωρίζουν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ Ιησού-Χριστιανισμού και Εσσαίων. Δεκαπέντε επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι ο Ιησούς δεν γίνεται να είναι Εσσαίος, και ότι οι «πρωτοχριστιανοί» δεν ήταν Εσσαίοι ούτε προερχόμενοι από τις κοινότητες των σπηλαίων του Κουμράν, βάσει των γραπτών πηγών που αναφέρονται σε αυτούς (Φίλωνας Περί του πάντα σπουδαίον ελεύθερον είναι, 2, 457-459. Ιώσηπος, Ιουδαϊκός πόλεμος, 2, 8, 2-13˙ Αρχαιολογία, 13, 2, 2˙ 15, 10, 4˙ 18, 1, 5. Πλίνιος, Hist. Naturalis, 5, 17. Ιππόλυτος) και των δικών τους συγγραμμάτων, παρατίθενται εδώ:
1. Οι Εσσαίοι, τηρούσαν αυστηρά τον Μωσαϊκό νόμο (βλασφημία κατά του Μωυσή συνεπαγόταν σε αυτούς τον θάνατο). Αντίθετα, ο Ιησούς διδάσκει ότι ναι μεν δεν καταργείται ο μωσαϊκός νόμος, αλλά ξεπερνιέται και ισχύει η Καινή Διαθήκη. Για παράδειγμα, ο Ιησούς έκανε θαύματα και θεραπείες κατά την ημέρα του Σαββάτου και ήρθε σε σκληρή αντιπαράθεση με τους Φαρισαίους και το ιερατείο για το ζήτημα αυτό. Αντίθετα οι Εσσαίοι, απ' όσο γνωρίζουμε τηρούσαν αυστηρά το Σάββατο, όχι λ.χ. μόνο αναφορικά με θεραπευτικούς σκοπούς (δεν θεράπευαν τα Σάββατα) αλλά ακόμη και για τις φυσικές τους ανάγκες, τις οποίες καταπίεζαν για χάρη της τήρησης του Σαββάτου. Οι Εσσαίοι ήταν πολύ πιο φανατικοί υποστηρικτές της τήρησης του Σαββάτου, απ' ό,τι οι Φαρισαίοι, τους οποίους καυτηρίαζε για τον λόγο αυτόν ο Ιησούς. Επίσης οι Εσσαίοι ήταν φανατικά υπέρ της περιτομής.
2. Οι Εσσαίοι του Κουμράν ερμήνευαν το κίνημά τους ως εκπλήρωση της Π.Δ., ενώ αντίθετα ο Χριστιανισμός των Ευαγγελίων, πιστεύει ότι ο Χριστός εκπλήρωσε τις προφητείες της Π.Δ. Για παράδειγμα, το Ησαΐας Μ' 3, οι Εσσαίοι πίστευαν ότι αναφέρεται στον εαυτό τους (Εγχειρίδιο Πειθαρχίας, V, 20˙ VIII, 12-14), ενώ τα Ευαγγέλια ότι αναφέρεται στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
3. Οι Εσσαίοι του Κουμράν ανέμεναν την αναβίωση της λατρείας του Ναού, ενώ αντίθετα οι Χριστιανοί στα Ευαγγέλια την καταστροφή του Ναού, όπως ο (δήθεν Εσσαίος) Ιησούς προείπε.
4. Οι περισσότεροι Εσσαίοι δεν παντρεύονταν (υιοθετούσαν παιδιά ή δέχονταν ενήλικες, ώστε να συνεχιστεί το κίνημα) από δυσπιστία προς το γυναικείο φύλο, ενώ αντίθετα οι περισσότεροι Χριστιανοί παντρεύονταν και ο Ιησούς μόνο μισογύνης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Για τον Ιησού η αγαμία είναι ένας σκοπός που δεν είναι εφικτός για όλους. «Από τις τάξεις των Εσσαίων αποκλείονταν οι γυναίκες» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι).
5. Οι Εσσαίοι δεν ήθελαν σχέσεις με τους εκτός κοινότητας, ενώ ο Χριστιανισμός εξ αρχής είχε προσηλυτιστικούς σκοπούς. Ο ίδιος ο Ιησούς ζήτησε απ' τους αποστόλους να κηρύττουν.
6. Οι Χριστιανοί των Πράξεων βαπτίζονταν μία φορά, ενώ οι Εσσαίοι του Κουμράν πολλές φορές.
7. Οι Εσσαίοι πίστευαν στην έλευση δύο Μεσσιών, ενός ιερατικού κι ενός δαυιδικού (βασιλιά) (Ευλογίες, κύλινδρος 1Q5β). Επίσης πίστευαν ότι ο Μεσσίας θα αποκαλυπτόταν στις ερημιές, ενώ ο Ιησούς (Μτθ 24, 23-24) προειδοποιεί να μην πιστεύουμε όσους λένε ότι ξέρουν πού είναι ο Χριστός.
8. Οι ερημίτες του Κουμράν πίστευαν ότι ο πόλεμος θα φέρει την αναμενόμενη Βασιλεία, με τους άγγελους να πολεμούν στο μέρος τους, ενώ ο Ιησούς αποκηρύσσει την βία. «Οι Εσσαίοι μετείχαν στον πόλεμο κατά της Ρώμης, ένας μάλιστα από τους στρατηγούς της επανάστασης, ο Ιωάννης, ήταν Εσσαίος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι). Εφόσον το 66 μ.Χ., όταν έγινε η επανάσταση των Ιουδαίων κατά της Ρώμης, υπήρχαν Εσσαίοι, κι εφόσον οι Χριστιανοί δεν επαναστάτησαν κατά της Ρώμης, είναι προφανές ότι οι δύο θρησκευτικές ομάδες ήταν διαχωρισμένες, τουλάχιστον από το 66 μ.Χ. (Ιστορικώς ποτέ δεν ήταν ενωμένες ή σχετιζόμενες διότι είχαν ριζικές διαφορές, όπως η κοινωνική επαφή με γυναίκες την οποίαν είχαν οι μαθητές του Κυρίου, αφού ανδρες και γυναίκες μαζί ακολουθούσαν τον Χριστό, ο Κύριος είχε σχέσεις κοινωνικές με γυναίκες, γεγονός παράξενο για έναν διδάσκαλο όπως τον θεωρούσαν οι εβραίοι της εποχής του, είχαν και συζυγικές σχέσεις οι Χριστιανοί, ο Ακύλας και η Πρίσκιλα ιεραπόστολοι και συνεργάτες του αποστόλου Παύλου ήταν σύζυγοι νόμιμοι, έγγαμοι, ο Κύριος ευλόγησε τον γάμο στην Κανά, ενώ οι Εσσαίοι απαγόρευαν οποιαδήποτε επαφή με γυναίκες, κοινωνική, γάμο κλπ. Άλλη διαφορά, η τυπολατρική τήρηση του Σαββάτου υπό των Εσσαίων και οι δύο μεσσίες που ανέμεναν οι Εσσαίοι, ενώ ήδη είχε έρθει ο Μεσσίας Ιησούς, τον οποίον δεν αποδέχθηκαν. Η περιτομή την οποίαν κατήργησε ο Χριστός, ενώ οι Εσσαίοι τηρούσαν με φανατισμό)
9. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Περί του ιουδαϊκού πολέμου, 1, 2, 8) οι απόψεις τους περί θανάτου και σώματος έμοιαζαν με τις παγανιστικές και διέφεραν από τις ιουδαϊκές. Πίστευαν ότι «οι ψυχές είναι αθάνατες, και απορρέουσες από τον πιο λεπτό αιθέρα έχουν μπει στα σώματα όπως σε φυλακές, από κάποια φυσική επιθυμία. Αλλά όταν απελευθερώνονται από τα δεσμά της σάρκας, χαίρονται που απαλλάχτηκαν από μια μακρά δουλεία και ανεβαίνουν προς τα πάνω. Και συμφωνώντας με την γνώμη των Ελλήνων, διακηρύσσουν ότι οι καλοί κατοικούν πέρα από τον ωκεανό, (...), ενώ στους κακούς επιφυλάσσεται μια σκοτεινή, θυελλώδης σπηλιά γεμάτη βασανιστήρια που ποτέ δεν έχουν τελειωμό». Απ' το τελευταίο φαίνεται πως οι Εσσαίοι μάλλον δεν πίστευαν στην ανάσταση. Όπως και οι Σαδδουκαίοι, στους οποίους ο δήθεν Εσσαίος Ιησούς έδειξε ότι πλανώνται. Μάλιστα, φαίνεται ότι οι Εσσαίοι πίστευαν σε προΰπαρξη της ψυχής, απαράδεκτη για το Χριστιανισμό διδασκαλία.
10. «Οι Εσσαίοι διαιρούνταν σε τέσσερις τάξεις (μοίρες)˙ αυτοί που ανήκαν στην ανώτερη τάξη δεν έρχονταν σε επαφή με αυτούς που ανήκαν σε κατώτερη, για να μη μολυνθούν» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι). Δεν υπάρχει τέτοιος αυστηρός διαχωρισμός στο Χριστιανισμό των Ευαγγελίων.
11. Έχει αναφερθεί η κοινοκτημοσύνη μεταξύ Εσσαίων και πρωτοχριστιανών ως απόδειξη της προέλευσης των δεύτερων από τους πρώτους. Ωστόσο α) η κοινοκτημοσύνη ήταν συχνό χαρακτηριστικό (π.χ. Πυθαγόρειοι) για τέτοιου είδους ομάδες, β) στο Χριστιανισμό η κοινοκτημοσύνη ίσχυε για κάποιον αμέσως μόλις αυτός βαφτιζόταν, ενώ στους Εσσαίους υπήρχαν δύο έτη δοκιμασίας, κατά τα οποία στο πρώτο έτος το δόκιμο μέλος δεν μοιραζόταν τα αγαθά της κοινότητας, ενώ στο δεύτερο έτος, του κατακρατούνταν τα αγαθά.
5. Οι Εσσαίοι δεν ήθελαν σχέσεις με τους εκτός κοινότητας, ενώ ο Χριστιανισμός εξ αρχής είχε προσηλυτιστικούς σκοπούς. Ο ίδιος ο Ιησούς ζήτησε απ' τους αποστόλους να κηρύττουν.
6. Οι Χριστιανοί των Πράξεων βαπτίζονταν μία φορά, ενώ οι Εσσαίοι του Κουμράν πολλές φορές.
7. Οι Εσσαίοι πίστευαν στην έλευση δύο Μεσσιών, ενός ιερατικού κι ενός δαυιδικού (βασιλιά) (Ευλογίες, κύλινδρος 1Q5β). Επίσης πίστευαν ότι ο Μεσσίας θα αποκαλυπτόταν στις ερημιές, ενώ ο Ιησούς (Μτθ 24, 23-24) προειδοποιεί να μην πιστεύουμε όσους λένε ότι ξέρουν πού είναι ο Χριστός.
8. Οι ερημίτες του Κουμράν πίστευαν ότι ο πόλεμος θα φέρει την αναμενόμενη Βασιλεία, με τους άγγελους να πολεμούν στο μέρος τους, ενώ ο Ιησούς αποκηρύσσει την βία. «Οι Εσσαίοι μετείχαν στον πόλεμο κατά της Ρώμης, ένας μάλιστα από τους στρατηγούς της επανάστασης, ο Ιωάννης, ήταν Εσσαίος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι). Εφόσον το 66 μ.Χ., όταν έγινε η επανάσταση των Ιουδαίων κατά της Ρώμης, υπήρχαν Εσσαίοι, κι εφόσον οι Χριστιανοί δεν επαναστάτησαν κατά της Ρώμης, είναι προφανές ότι οι δύο θρησκευτικές ομάδες ήταν διαχωρισμένες, τουλάχιστον από το 66 μ.Χ. (Ιστορικώς ποτέ δεν ήταν ενωμένες ή σχετιζόμενες διότι είχαν ριζικές διαφορές, όπως η κοινωνική επαφή με γυναίκες την οποίαν είχαν οι μαθητές του Κυρίου, αφού ανδρες και γυναίκες μαζί ακολουθούσαν τον Χριστό, ο Κύριος είχε σχέσεις κοινωνικές με γυναίκες, γεγονός παράξενο για έναν διδάσκαλο όπως τον θεωρούσαν οι εβραίοι της εποχής του, είχαν και συζυγικές σχέσεις οι Χριστιανοί, ο Ακύλας και η Πρίσκιλα ιεραπόστολοι και συνεργάτες του αποστόλου Παύλου ήταν σύζυγοι νόμιμοι, έγγαμοι, ο Κύριος ευλόγησε τον γάμο στην Κανά, ενώ οι Εσσαίοι απαγόρευαν οποιαδήποτε επαφή με γυναίκες, κοινωνική, γάμο κλπ. Άλλη διαφορά, η τυπολατρική τήρηση του Σαββάτου υπό των Εσσαίων και οι δύο μεσσίες που ανέμεναν οι Εσσαίοι, ενώ ήδη είχε έρθει ο Μεσσίας Ιησούς, τον οποίον δεν αποδέχθηκαν. Η περιτομή την οποίαν κατήργησε ο Χριστός, ενώ οι Εσσαίοι τηρούσαν με φανατισμό)
9. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Περί του ιουδαϊκού πολέμου, 1, 2, 8) οι απόψεις τους περί θανάτου και σώματος έμοιαζαν με τις παγανιστικές και διέφεραν από τις ιουδαϊκές. Πίστευαν ότι «οι ψυχές είναι αθάνατες, και απορρέουσες από τον πιο λεπτό αιθέρα έχουν μπει στα σώματα όπως σε φυλακές, από κάποια φυσική επιθυμία. Αλλά όταν απελευθερώνονται από τα δεσμά της σάρκας, χαίρονται που απαλλάχτηκαν από μια μακρά δουλεία και ανεβαίνουν προς τα πάνω. Και συμφωνώντας με την γνώμη των Ελλήνων, διακηρύσσουν ότι οι καλοί κατοικούν πέρα από τον ωκεανό, (...), ενώ στους κακούς επιφυλάσσεται μια σκοτεινή, θυελλώδης σπηλιά γεμάτη βασανιστήρια που ποτέ δεν έχουν τελειωμό». Απ' το τελευταίο φαίνεται πως οι Εσσαίοι μάλλον δεν πίστευαν στην ανάσταση. Όπως και οι Σαδδουκαίοι, στους οποίους ο δήθεν Εσσαίος Ιησούς έδειξε ότι πλανώνται. Μάλιστα, φαίνεται ότι οι Εσσαίοι πίστευαν σε προΰπαρξη της ψυχής, απαράδεκτη για το Χριστιανισμό διδασκαλία.
10. «Οι Εσσαίοι διαιρούνταν σε τέσσερις τάξεις (μοίρες)˙ αυτοί που ανήκαν στην ανώτερη τάξη δεν έρχονταν σε επαφή με αυτούς που ανήκαν σε κατώτερη, για να μη μολυνθούν» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι). Δεν υπάρχει τέτοιος αυστηρός διαχωρισμός στο Χριστιανισμό των Ευαγγελίων.
11. Έχει αναφερθεί η κοινοκτημοσύνη μεταξύ Εσσαίων και πρωτοχριστιανών ως απόδειξη της προέλευσης των δεύτερων από τους πρώτους. Ωστόσο α) η κοινοκτημοσύνη ήταν συχνό χαρακτηριστικό (π.χ. Πυθαγόρειοι) για τέτοιου είδους ομάδες, β) στο Χριστιανισμό η κοινοκτημοσύνη ίσχυε για κάποιον αμέσως μόλις αυτός βαφτιζόταν, ενώ στους Εσσαίους υπήρχαν δύο έτη δοκιμασίας, κατά τα οποία στο πρώτο έτος το δόκιμο μέλος δεν μοιραζόταν τα αγαθά της κοινότητας, ενώ στο δεύτερο έτος, του κατακρατούνταν τα αγαθά.
12. Άλλη υποτιθέμενη ομοιότητα, η κοινή τράπεζα και η βρώση και πόση άρτου και οίνου. Στους Εσσαίους, το νέο μέλος δεν μπορούσε να συμμετέχει στην κοινή τράπεζα, παρά μόνο μετά την πάροδο ενός έτους (βρώση) και δύο ετών (πόση).
13. Η απουσία αναφοράς των Εσσαίων από τους Ευαγγελιστές δεν οφείλεται σε «χριστιανική συνωμοσία αποσιώπησης των ιδρυτών του Χριστιανισμού»˙ κανείς δεν μπορεί χωρίς αποδείξεις να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Γιατί άραγε οι Εσσαίοι δεν αναφέρονται ούτε στην μετέπειτα ραββινική φιλολογία; Δεν υπάρχει συνωμοσία.
14. Οι ομοιότητες Εσσαίων-Χριστιανισμού οφείλονται στην κοινή ιουδαϊκή καταγωγή. Εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια, με αυτά που εφαρμόζουν οι οπαδοί της θεωρίας της καταγωγής του Χριστιανισμού από τους Εσσαίους, θα έπρεπε να ισχυριστούμε λ.χ. ότι οι Εσσαίοι επηρεάστηκαν από τους Φαρισαίους, αφού και οι δυο ήταν φανατικοί τηρητές του μωσαϊκού νόμου!
15. Ο ισχυρισμός ότι «οι άνωθεν διαφορές ήταν μεν υπαρκτές, αλλά απλώς εξελίχθηκε απ' τους Εσσαίους ο Χριστιανισμός και μόνο τότε προέκυψαν αυτές» δεν ευσταθεί δίχως αποδείξεις. Οι διαφορές είναι τόσο ριζικές (π.χ. για τον μωσαϊκό νόμο, την περιτομή, το Σάββατο, την γυναίκα κ.ά.), ώστε η πιο απλή εξήγηση (Εσσαίοι και Χριστιανοί έχουν μεν κοινές ιουδαϊκές ρίζες, αλλά δεν προέρχονται οι Χριστιανοί από τους Εσσαίους) υπερτερεί της πολυπλοκότερης εξήγησης (ο Χριστιανισμός προέρχεται απ' τους Εσσαίους), η οποία πρέπει να κάνει κι άλλες επιπρόσθετες υποθέσεις (περιττές, αν δεχτούμε την πρώτη εξήγηση) για τον τρόπο μετεξέλιξης από τους Εσσαίους στο Χριστιανισμό. Και σε αυτήν την περίπτωση το «ξυράφι του Όκκαμ» ευνοεί την πρώτη εξήγηση.
ζ') "Πώς γίνεται ο Ιησούς να μη καταργεί το μωσαϊκό νόμο (Κατά Ματθαίον, 5, 17 κ.ε.);"
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «"Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι". Αυτό δεν εξουδετερώνει μόνον την αναίδειαν των Ιουδαίων, αλλά κλειδώνει και τα στόματα των αιρετικών εκείνων, που λέγουν ότι της Παλαιάς Διαθήκης συντάκτης είναι ο διάβολος. (...) Αλλά πώς δεν την κατήργησε; λέγει. Πώς εσυμπλήρωσε τον νόμον ή τους προφήτας; Τους προφήτας, διότι επεβεβαίωσεν εμπράκτως όλα όσα είπαν δι' αυτόν. Δια τούτο έλεγεν εις κάθε περίπτωσιν ο ευαγγελιστής˙ "Ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ προφήτου» (...) Τον νόμον εξ άλλου τον ετελειοποίησεν όχι μόνον με ένα τρόπο, αλλά και με δεύτερον και με τρίτον. Ο πρώτος είναι ότι δεν παρέβη καμμίαν διάταξίν του. (...) Άλλος είναι το ότι τον εσυμπλήρωσε και δια μέσου ημών. Το σπουδαίον δηλαδή είναι ότι όχι μόνο ο ίδιος τον εφήρμοσεν, αλλά εζήτησε να κάμωμεν κι εμείς το ίδιον. (...) Διότι η διδασκαλία του δεν εκαταργούσε τα προηγούμενα, αλλά τα επεξέτεινε και τα συνεπλήρωνε. Διότι η εντολή να μην οργιζώμεθα δεν καταργεί την εντολήν να μη φονεύωμεν, αλλά την συμπληρώνει και την τελειοποιεί. Το ίδιον συμβαίνει και με όλας τας άλλας (...). Η Παλαιά Διαθήκη δεν εισάγει εις τον παράδεισον όχι διότι είναι άχρηστη και επιζήμια, αλλά διότι είναι καιρός δια να εκτελούμεν ηθικωτέρας εντολάς. Το ότι είναι αληθεστέρα της Καινής, δεν σημαίνει ότι είναι επιζημία. Διότι και η Καινή θα έχη την ιδίαν τύχην εις την εξής περίπτωσιν. Η διδασκαλία της, αν συγκριθή με την μέλλουσαν, είναι ελλιπής και ατελής και θα καταργηθή μόλις τεθή εις εφαρμογήν εκείνη. «Ὅταν γὰρ ἔλθῃ τὸ τέλειον», λέγει, «τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α' Κορ. 13, 10). Αυτό έπαθεν η Παλαιά από την Καινήν. (...) αρχίζει εν συνεχεία να διατυπώνη τας εντολάς όχι απολύτως, αλλά συγκριτικώς προς τας παλαιάς, διότι θέλει να αποδείξη δύο πράγματα, και ότι δεν καταπολεμεί την Παλαιάν Διαθήκην, αλλά η Καινή συμφωνεί πολύ προς αυτήν, και ότι ορθώς και εις πολύ κατάλληλον χρόνον προσθέτει τα νέα εις τα παλαιά» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία ιστ' εις το Κατά Ματθαίον, 2, 3, 5). Φαινομενικά μόνο, οι εξής εντολές, της Παλαιάς Διαθήκη με την Καινή Διαθήκη, αντιφάσκουν:
ΕΞΟΔΟΣ ΚΑ' 24 ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός,
Κατά Ματθαίον Ε' 38 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· 39 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·
Φαινομενικά η εντολή της Π.Δ. λέει «μάτι αντί ματιού» έρχεται σε αντίθεση με τον Χριστό (Κ.Δ.), ο οποίος δίνει την εντολή να μην αντιστεκόμαστε και να μην εκδικούμαστε. Αυτό εξηγείται με βάση δύο κανόνες. Ο πρώτος είναι ότι ασφαλώς τα ήθη του 1200 π.Χ. ήταν πολύ πιο άγρια από ότι τα ήθη του 1ου μ.Χ. αι. Συνεπώς ο Θεός έπρεπε να δώσει στους ανθρώπους του 1200 π.Χ. εντολές οι οποίες θα δίνονταν βάσει των ηθών του 1200 π.Χ. και όχι των καλύτερων ηθών του 1ου μ.Χ. αι. Δεν μπορούσε, ξαφνικά, ο Θεός, να δώσει την ηθικά ανώτερη εντολή (της Καινής Διαθήκης) στους ανθρώπους του 1200 π.Χ. και να περιμένει να την εφαρμόσουν εύκολα. Έπρεπε η αρετή να περάσει από στάδια. Πρώτα είναι το στάδιο της δικαιοσύνης (να ανταποδίδεις τα ίσα κι όχι μεγαλύτερα δεινά) και δεύτερο είναι το στάδιο της Κ. Διαθήκης (να μην ανταποδίδεις καθόλου την κακία του άλλου). Δεν μπορεί κατευθείαν να δινόταν η ανώτερη εντολή. Ο δεύτερος κανόνας είναι ότι και οι προαναφερθείσες εντολές είναι συνέπειες μιας εκ των δύο εντολών, στις οποίες συμπυκνώνεται η Παλαιά Διαθήκη, της εντολής της αγάπης προς τον πλησίον. Όταν οι Φαρισαίοι ρώτησαν το Χριστό ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή στο μωσαϊκό νόμο, απάντησε:
Κατά Ματθαίον 22, 37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40 Από αυτάς τας δύο εντολάς εξαρτώνται όλος ο νόμος και οι προφήται.
Κατά Μάρκον 12, 31: «δεν υπάρχει εντολή μεγαλύτερη από αυτές».
Συνεπώς, στον μωσαϊκό νόμο της Π.Δ. η αγάπη προς τον πλησίον συνίσταται (και) στην δικαιοσύνη, δηλαδή την ανταπόδοση ίσων δεινών (οφθαλμός αντί οφθαλμού) αντί την εκδίκηση (δύο οφθαλμοί αντί ενός), διότι τα ήθη του 1000 π.Χ. ήταν όχι απλώς η ανταπόδοση της αδικίας, αλλά η υπερβολική ανταπόδοση. Δηλαδή η Π.Δ. κάνει ένα βήμα πέρα από τα ήθη της εποχής της. Στην Κ.Δ. η αγάπη προς τον πλησίον συνίσταται (και) όχι πια μόνο στην δικαιοσύνη αλλά και στην αποφυγή ανταπόδοσης του κακού, διότι τα ήθη είχαν κάπως εξημερωθεί συγκριτικά με το 1200 π.Χ. Ο Θεός δεν βάζει κάποια απόλυτη Ηθική, διότι γνωρίζει ότι άλλα τα ήθη του 1000 π.Χ. κι άλλα αυτά του 1ου μ.Χ. αι. Ωστόσο, όσο κι αν η εντολή της αγάπης εκφράζεται διαφορετικά, το νόημα των εντολών της ΕΞΟΔΟΥ ΚΑ', 24 και Κατά Ματθαίον Ε', 39 είναι το ίδιο. Η ουσία της εντολής του Θεού παραμένει η ίδια, και διευρύνεται το εύρος της ισχύος της. Φυσικά οι διατάξεις περί θυσιών κλπ, παραλείφθηκαν από το Χριστιανισμό, διότι με τη Σταύρωσή του ο Μεσσίας-Χριστός κατάργησε τις αιματηρές θυσίες.
Η ενάρκωση του Θεού Λόγου και η σύναψη Καινής (=καινούργιας) Διαθήκης από τον Θεό (με συνέπεια τον παραμερισμό της Παλαιάς Διαθήκης), δεν ήταν κάτι που σκαρφίστηκαν οι απόστολοι κι ο Παύλος, αλλά είναι αντιλήψεις τις οποίες οι Προφητες διακήρυξαν, ως απεσταλμένοι του Θεού (βλ. Ησαΐας μβ, 6˙ μθ, 6˙ νθ, 21˙ ξα, 8. Ιερεμίας λθ, 40. Ιεζεκιήλ ιστ, 60˙ λδ, 25˙ λζ, 26), ήδη από τον 8ο (Ησαΐας), τον 7ο (Ιερεμίας) και τον 6ο (Ιεζεκιήλ) αιώνα. Από τότε υπήρχε η αναγγελία και η προσδοκία του «ξεπεράσματος» της Παλαιάς Διαθήκης:
ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΛΗ 31 ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ καὶ τῷ οἴκῳ ᾿Ιούδα διαθήκην καινήν, 32 οὐ κατὰ τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καὶ ἐγὼ ἠμέλησα αὐτῶν, φησὶ Κύριος. 33 ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη μου, ἣν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, φησὶ Κύριος· διδοὺς δώσω νόμους εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς· καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν.
(Μτφ. Βιβλικής Εταιρίας: «31 "Έρχονται μέρες", λέει ο Κύριος, "που θα κάνω καινούργια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα. 32 Δε θα έχει καμιά σχέση με τη διαθήκη που είχα κάνει με τους προγόνους τους την ημέρα που τους πήρα από το χέρι και τους οδήγησα έξω από την Αίγυπτο. Εκείνοι δεν τήρησαν τη διαθήκη μου κι εγώ τους παραμέλησα. Και να ποια θα είναι η νέα διαθήκη που θα κάνω με το λαό του Ισραήλ: Μετά τις μέρες εκείνες, θα βάλω το νόμο μου μέσα στη συνείδησή τους και θα τον γράψω στις καρδιές τους˙ θα είμαι Θεός τους κι αυτοί θα είναι λαός μου"».
13. Η απουσία αναφοράς των Εσσαίων από τους Ευαγγελιστές δεν οφείλεται σε «χριστιανική συνωμοσία αποσιώπησης των ιδρυτών του Χριστιανισμού»˙ κανείς δεν μπορεί χωρίς αποδείξεις να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Γιατί άραγε οι Εσσαίοι δεν αναφέρονται ούτε στην μετέπειτα ραββινική φιλολογία; Δεν υπάρχει συνωμοσία.
14. Οι ομοιότητες Εσσαίων-Χριστιανισμού οφείλονται στην κοινή ιουδαϊκή καταγωγή. Εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια, με αυτά που εφαρμόζουν οι οπαδοί της θεωρίας της καταγωγής του Χριστιανισμού από τους Εσσαίους, θα έπρεπε να ισχυριστούμε λ.χ. ότι οι Εσσαίοι επηρεάστηκαν από τους Φαρισαίους, αφού και οι δυο ήταν φανατικοί τηρητές του μωσαϊκού νόμου!
15. Ο ισχυρισμός ότι «οι άνωθεν διαφορές ήταν μεν υπαρκτές, αλλά απλώς εξελίχθηκε απ' τους Εσσαίους ο Χριστιανισμός και μόνο τότε προέκυψαν αυτές» δεν ευσταθεί δίχως αποδείξεις. Οι διαφορές είναι τόσο ριζικές (π.χ. για τον μωσαϊκό νόμο, την περιτομή, το Σάββατο, την γυναίκα κ.ά.), ώστε η πιο απλή εξήγηση (Εσσαίοι και Χριστιανοί έχουν μεν κοινές ιουδαϊκές ρίζες, αλλά δεν προέρχονται οι Χριστιανοί από τους Εσσαίους) υπερτερεί της πολυπλοκότερης εξήγησης (ο Χριστιανισμός προέρχεται απ' τους Εσσαίους), η οποία πρέπει να κάνει κι άλλες επιπρόσθετες υποθέσεις (περιττές, αν δεχτούμε την πρώτη εξήγηση) για τον τρόπο μετεξέλιξης από τους Εσσαίους στο Χριστιανισμό. Και σε αυτήν την περίπτωση το «ξυράφι του Όκκαμ» ευνοεί την πρώτη εξήγηση.
ζ') "Πώς γίνεται ο Ιησούς να μη καταργεί το μωσαϊκό νόμο (Κατά Ματθαίον, 5, 17 κ.ε.);"
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «"Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι". Αυτό δεν εξουδετερώνει μόνον την αναίδειαν των Ιουδαίων, αλλά κλειδώνει και τα στόματα των αιρετικών εκείνων, που λέγουν ότι της Παλαιάς Διαθήκης συντάκτης είναι ο διάβολος. (...) Αλλά πώς δεν την κατήργησε; λέγει. Πώς εσυμπλήρωσε τον νόμον ή τους προφήτας; Τους προφήτας, διότι επεβεβαίωσεν εμπράκτως όλα όσα είπαν δι' αυτόν. Δια τούτο έλεγεν εις κάθε περίπτωσιν ο ευαγγελιστής˙ "Ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ προφήτου» (...) Τον νόμον εξ άλλου τον ετελειοποίησεν όχι μόνον με ένα τρόπο, αλλά και με δεύτερον και με τρίτον. Ο πρώτος είναι ότι δεν παρέβη καμμίαν διάταξίν του. (...) Άλλος είναι το ότι τον εσυμπλήρωσε και δια μέσου ημών. Το σπουδαίον δηλαδή είναι ότι όχι μόνο ο ίδιος τον εφήρμοσεν, αλλά εζήτησε να κάμωμεν κι εμείς το ίδιον. (...) Διότι η διδασκαλία του δεν εκαταργούσε τα προηγούμενα, αλλά τα επεξέτεινε και τα συνεπλήρωνε. Διότι η εντολή να μην οργιζώμεθα δεν καταργεί την εντολήν να μη φονεύωμεν, αλλά την συμπληρώνει και την τελειοποιεί. Το ίδιον συμβαίνει και με όλας τας άλλας (...). Η Παλαιά Διαθήκη δεν εισάγει εις τον παράδεισον όχι διότι είναι άχρηστη και επιζήμια, αλλά διότι είναι καιρός δια να εκτελούμεν ηθικωτέρας εντολάς. Το ότι είναι αληθεστέρα της Καινής, δεν σημαίνει ότι είναι επιζημία. Διότι και η Καινή θα έχη την ιδίαν τύχην εις την εξής περίπτωσιν. Η διδασκαλία της, αν συγκριθή με την μέλλουσαν, είναι ελλιπής και ατελής και θα καταργηθή μόλις τεθή εις εφαρμογήν εκείνη. «Ὅταν γὰρ ἔλθῃ τὸ τέλειον», λέγει, «τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α' Κορ. 13, 10). Αυτό έπαθεν η Παλαιά από την Καινήν. (...) αρχίζει εν συνεχεία να διατυπώνη τας εντολάς όχι απολύτως, αλλά συγκριτικώς προς τας παλαιάς, διότι θέλει να αποδείξη δύο πράγματα, και ότι δεν καταπολεμεί την Παλαιάν Διαθήκην, αλλά η Καινή συμφωνεί πολύ προς αυτήν, και ότι ορθώς και εις πολύ κατάλληλον χρόνον προσθέτει τα νέα εις τα παλαιά» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία ιστ' εις το Κατά Ματθαίον, 2, 3, 5). Φαινομενικά μόνο, οι εξής εντολές, της Παλαιάς Διαθήκη με την Καινή Διαθήκη, αντιφάσκουν:
ΕΞΟΔΟΣ ΚΑ' 24 ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός,
Κατά Ματθαίον Ε' 38 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· 39 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·
Φαινομενικά η εντολή της Π.Δ. λέει «μάτι αντί ματιού» έρχεται σε αντίθεση με τον Χριστό (Κ.Δ.), ο οποίος δίνει την εντολή να μην αντιστεκόμαστε και να μην εκδικούμαστε. Αυτό εξηγείται με βάση δύο κανόνες. Ο πρώτος είναι ότι ασφαλώς τα ήθη του 1200 π.Χ. ήταν πολύ πιο άγρια από ότι τα ήθη του 1ου μ.Χ. αι. Συνεπώς ο Θεός έπρεπε να δώσει στους ανθρώπους του 1200 π.Χ. εντολές οι οποίες θα δίνονταν βάσει των ηθών του 1200 π.Χ. και όχι των καλύτερων ηθών του 1ου μ.Χ. αι. Δεν μπορούσε, ξαφνικά, ο Θεός, να δώσει την ηθικά ανώτερη εντολή (της Καινής Διαθήκης) στους ανθρώπους του 1200 π.Χ. και να περιμένει να την εφαρμόσουν εύκολα. Έπρεπε η αρετή να περάσει από στάδια. Πρώτα είναι το στάδιο της δικαιοσύνης (να ανταποδίδεις τα ίσα κι όχι μεγαλύτερα δεινά) και δεύτερο είναι το στάδιο της Κ. Διαθήκης (να μην ανταποδίδεις καθόλου την κακία του άλλου). Δεν μπορεί κατευθείαν να δινόταν η ανώτερη εντολή. Ο δεύτερος κανόνας είναι ότι και οι προαναφερθείσες εντολές είναι συνέπειες μιας εκ των δύο εντολών, στις οποίες συμπυκνώνεται η Παλαιά Διαθήκη, της εντολής της αγάπης προς τον πλησίον. Όταν οι Φαρισαίοι ρώτησαν το Χριστό ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή στο μωσαϊκό νόμο, απάντησε:
Κατά Ματθαίον 22, 37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40 Από αυτάς τας δύο εντολάς εξαρτώνται όλος ο νόμος και οι προφήται.
Κατά Μάρκον 12, 31: «δεν υπάρχει εντολή μεγαλύτερη από αυτές».
Συνεπώς, στον μωσαϊκό νόμο της Π.Δ. η αγάπη προς τον πλησίον συνίσταται (και) στην δικαιοσύνη, δηλαδή την ανταπόδοση ίσων δεινών (οφθαλμός αντί οφθαλμού) αντί την εκδίκηση (δύο οφθαλμοί αντί ενός), διότι τα ήθη του 1000 π.Χ. ήταν όχι απλώς η ανταπόδοση της αδικίας, αλλά η υπερβολική ανταπόδοση. Δηλαδή η Π.Δ. κάνει ένα βήμα πέρα από τα ήθη της εποχής της. Στην Κ.Δ. η αγάπη προς τον πλησίον συνίσταται (και) όχι πια μόνο στην δικαιοσύνη αλλά και στην αποφυγή ανταπόδοσης του κακού, διότι τα ήθη είχαν κάπως εξημερωθεί συγκριτικά με το 1200 π.Χ. Ο Θεός δεν βάζει κάποια απόλυτη Ηθική, διότι γνωρίζει ότι άλλα τα ήθη του 1000 π.Χ. κι άλλα αυτά του 1ου μ.Χ. αι. Ωστόσο, όσο κι αν η εντολή της αγάπης εκφράζεται διαφορετικά, το νόημα των εντολών της ΕΞΟΔΟΥ ΚΑ', 24 και Κατά Ματθαίον Ε', 39 είναι το ίδιο. Η ουσία της εντολής του Θεού παραμένει η ίδια, και διευρύνεται το εύρος της ισχύος της. Φυσικά οι διατάξεις περί θυσιών κλπ, παραλείφθηκαν από το Χριστιανισμό, διότι με τη Σταύρωσή του ο Μεσσίας-Χριστός κατάργησε τις αιματηρές θυσίες.
Η ενάρκωση του Θεού Λόγου και η σύναψη Καινής (=καινούργιας) Διαθήκης από τον Θεό (με συνέπεια τον παραμερισμό της Παλαιάς Διαθήκης), δεν ήταν κάτι που σκαρφίστηκαν οι απόστολοι κι ο Παύλος, αλλά είναι αντιλήψεις τις οποίες οι Προφητες διακήρυξαν, ως απεσταλμένοι του Θεού (βλ. Ησαΐας μβ, 6˙ μθ, 6˙ νθ, 21˙ ξα, 8. Ιερεμίας λθ, 40. Ιεζεκιήλ ιστ, 60˙ λδ, 25˙ λζ, 26), ήδη από τον 8ο (Ησαΐας), τον 7ο (Ιερεμίας) και τον 6ο (Ιεζεκιήλ) αιώνα. Από τότε υπήρχε η αναγγελία και η προσδοκία του «ξεπεράσματος» της Παλαιάς Διαθήκης:
ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΛΗ 31 ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ καὶ τῷ οἴκῳ ᾿Ιούδα διαθήκην καινήν, 32 οὐ κατὰ τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καὶ ἐγὼ ἠμέλησα αὐτῶν, φησὶ Κύριος. 33 ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη μου, ἣν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, φησὶ Κύριος· διδοὺς δώσω νόμους εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς· καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν.
(Μτφ. Βιβλικής Εταιρίας: «31 "Έρχονται μέρες", λέει ο Κύριος, "που θα κάνω καινούργια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα. 32 Δε θα έχει καμιά σχέση με τη διαθήκη που είχα κάνει με τους προγόνους τους την ημέρα που τους πήρα από το χέρι και τους οδήγησα έξω από την Αίγυπτο. Εκείνοι δεν τήρησαν τη διαθήκη μου κι εγώ τους παραμέλησα. Και να ποια θα είναι η νέα διαθήκη που θα κάνω με το λαό του Ισραήλ: Μετά τις μέρες εκείνες, θα βάλω το νόμο μου μέσα στη συνείδησή τους και θα τον γράψω στις καρδιές τους˙ θα είμαι Θεός τους κι αυτοί θα είναι λαός μου"».
Μτφ. Κολιτσάρα: 31 Ιδού, έρχονται ευτυχείς ημέραι, λέγει ο Κύριος, και θα συνάψω με τους Ισραηλίτας και τους Ιουδαίους νέαν Διαθήκην. 32 Αυτή δεν θα είναι ομοία με την Διαθήκην, την οποίαν συνήψα με τους προγόνους των κατά την εποχήν εκείνην, που εν τη στοργή μου και τη παντοδυναμία μου τους επήρα από τα χέρια και τους έβγαλα ελεύθερους από την Αίγυπτον, διότι εκείνοι δεν έμειναν πιστοί και δεν ετήρησαν την Διαθήκην μου, και εγώ τους παρημέλησα εξ αιτίας των παρανομιών των, λέγει ο Κύριος. 33 Αυτή είναι η Διαθήκη μου, την οποίαν εγώ θα συνάψω με τον ισραηλιτικόν λαόν έπειτα από τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Κύριος. Θα δώσω ασφαλώς και βεβαίως Νόμους κατανοητούς και δεκτούς εις την διάνοιάν των˙ θα γράψω αυτούς εις την καρδίαν των. Θα είμαι δι' αυτούς ο Θεός των και αυτοί θα είναι δι' εμέ ο λαός μου.).
Ο ισχυρισμός ότι η «καινή διαθήκη» αφορούσε μόνο τους Εβραίους καταρρίπτεται, τόσο απ τους διάφορους στίχους της Παλαιάς Διαθήκης (βλέπε κεφ. 6) όσο και της Καινής (Κατά Ματθαίον, 21, 42-43).
Πηγή: ierosolymitissa.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου