Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 6ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

77. Διάφορες αντιρρήσεις των νεοπαγανιστών αναφορικά με την Καινή Διαθήκη και σχετικά με τον Ιησού.

α') «Γνωρίζουμε πλέον ότι τα λεγόμενα "Ευαγγέλια", δεν αποτελούν ιστορικά κείμενα, αλλά κατά την ιουδαϊκή μέθοδο του "midrash" (αμφισήμαντου όρου που ταυτόχρονα σημαίνει "εξήγηση" αλλά και "παρέμβαση", μια μέθοδος συνεχούς αναπροσαρμογής παλαιότερων μύθων ώστε να ταιριάζουν με τα εκάστοτε νέα δεδομένα) (...)» (Βλ. Ρασσιά, Μια Ιστορία Αγάπης, β’ έκδοση, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, 2005, τ. Α’, σ. 56).


ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «(Οι συγγραφείς της Κ. Διαθήκης) έχουν ωρισμένας αρχάς τας οποίας τηρούν πάντοτε εις απόλυτον βαθμόν και αποκλειστικώς μόνον αυτοί μεταξύ όλων των συγγραφέων της γης και των αιώνων. Εντεύθεν αντιλαμβάνεται κανείς την παρουσίαν και ενέργειαν του ενός Αγίου Πνεύματος. Χρυσούς κανών των θεοπνεύστων ιστορικών είνε ότι γράφουν α) απαθώς, και β) όχι αποκαλυπτικώς˙ ενώ αντιθέτως κανών των διδασκάλων ή προφητών είνε ότι γράφουν α) συμπαθώς, και β) αποκαλυπτικώς.

Εξετάζοντες τους ιστορικούς (τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις) ερχόμεθα κατ' αρχήν εις το πρώτον γνώρισμά των. Ουδέποτε ουδαμού εις τα ιστορικά βιβλία θα εύρη κανείς μίαν έκφρασιν, ένα επίθετον, ή έστω ένα υπονοούμενον, εκ του οποίου να συνάγεται ότι ο ευαγγελιστής προσωπικώς διάκειται ευμενώς ή δυσμενώς προς το Α πρόσωπον, και επαινεί ή κατακρίνει την Α ενέργειαν. Άλλο θέμα αν τα ιστορούμενα πρόσωπα φαίνονται εκ των λόγων των τί φρονούν˙ ο ευαγγελιστής ιστορικός παραμένει απολύτως ψυχρός, απρόσωπος, αφανής, αν και εκθέτει τα γεγονότα με τόσην ζωηρότητα και σαφήνειαν, ώστε να συμπάσχωμεν ως αναγνώσται με τα πρόσωπα της ιστορίας. Βλέπει κανείς πολλάκις εις τα ιστορικά βιβλία, ότι ο Ιησούς αποκαλεί τους φαρισαίους υποκριτάς και τον Ηρώδην αλώπεκα, ο Παύλος τον Ελύμαν υιόν διαβόλου, ο Παύλος και ο Βαρνάβας να παροξύνωνται προς αλλήλους, ο Ιησούς να λέγη τα "ουαί" ή να επιπλήττη τους μαθητάς, αλλά ουδέποτε θα συλλάβη ευαγγελιστήν να χαρακτηρίζη αυτός ως ιστορικός ένα πρόσωπον ή μίαν κατάστασιν έστω και με ένα υπονοούμενον. Επίσης βλέπομεν πολλάκις τους ευαγγελιστάς να αποκαλύπτουν περιγραφικώς μίαν βαθυτέραν αιτίαν ενός γεγονότος, π.χ. το ότι ο Ιούδας ήτο κλέπτης του κοινού ταμείου των μαθητών, το ότι οι φαρισαίοι "διεπρίοντο" από φθόνον εναντίον του Χριστού και των μαθητών, το ότι ο Φήλιξ ήλπιζεν ότι θα δωροδοκηθή υπό του Παύλου, δια να τον απολύση, αλλά ουδέποτε θα εύρη κανείς ίχνος των συναισθημάτων του ιστορικού έναντι αυτών των καταστάσεων. Εκ των πολλών δειγμάτων της ιστορικής αυτής απαθείας αναφέρω ακόμη δύο πολύ χαρακτηριστικά. Οι απόστολοι επίστευον ακραδάντως ότι ο Ιησούς, ο από Ναζαρέτ, είνε ο Χριστός που αναμένει ο Ισραήλ και αυτός είνε ο Κύριος και ο Γιαχβέ. Και εδίδαξαν ότι αυτό είνε το μεγαλύτερον παράπτωμα, το να μη αναγνωρίση και ομολογήση κανείς τον Ιησούν ως Χριστόν και Κύριον. Εν τούτοις ως ιστορικοί, όταν αναφέρουν αφηγηματικώς τον Κύριον προ της αναστάσεως, τον ονομάζουν πάντοτε απλώς "ο Ιησούς", ουδέποτε ο Κύριος ή ο Χριστός, παρά μόνον όταν θέλουν να παρεμβληθούν αυτοί ως πρόσωπα δια να δώσουν μίαν επεξήγησιν, ή όταν αφηγούνται πώς τον απεκάλουν οι ίδιοι εις ευθύν λόγον. Π.χ. ο Ιωάννης γράφει˙ "Eὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ˙ Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν˙ ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός˙ καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς Ἰησοῦν˙ ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Σὺ εἶ Σίμων... Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν...» (Ιω. 1, 42-44). Ο Ματθαίος λέγει˙ "Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων˙ Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χείρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς λέγων˙ Θέλω, καθαρίσθητι" (Μτθ. 8, 2-3). Δηλαδή εις μεν τα διαλογικά και επεξηγηματικά μέρη τον λέγουν Χριστόν και Κύριον, δεικνύοντες τι είναι και τι επίστευον και αυτοί τότε και τώρα, εις δε τα αφηγηματικά τον λέγουν απλώς Ιησούν, όπως εφαίνετο, αποφεύγοντες να προκαταλάβουν τον αναγνώστην ή κατηχούμενον έστω και δι' αυτού του ανεπαισθήτου τρόπου. Το δεύτερον δείγμα ιστορικής απαθείας, που θέλω να αναφέρω, είνε ότι εις τα αφηγηματικά μέρη των ιστορικών βιβλίων ουδέποτε χρησιμοποιείται κοσμητικόν επίθετον, καλόν ή κακόν, αλλά μόνον χαρακτηριστικά και περιγραφικά. Αυτό το γνώρισμα της ιστορικής απαθείας λείπει όχι μόνον από τους σπουδαίους θύραθεν ιστορικούς, όπως ο Θουκιδίδης, αλλά και από τους πατέρας της Εκκλησίας και από τους αγιωτέρους ιστορικούς˙ λείπει δε πολύ περισσότερον από τους συγγραφείς των αποκρύφων, οι οποίοι και δι' αυτού του τρόπου συλλαμβάνονται ως κιβδηλοποιοί.

Το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών βιβλίων της Κ. Διαθήκης είνε, καθώς ελέχθη, ότι ουδέποτε ιστορούν κάτι που να εγνώσθη εις τον ιστορικόν εξ αποκαλύψεως. Ο ευαγγελιστής γνωρίζει τα πάντα ανθρωπίνως. Άλλο το αν αφηγείται σημεία και αποκαλύψεις˙ τα διηγείται ως τρίτον πρόσωπον που τα έμαθεν από τους δεξαμένους την αποκάλυψιν ανθρωπίνως ή τα είδεν ως απλούς θεατής όχι μόνον αυτός αλλά και πλήθος ανθρώπων. Ουδέποτε δηλαδή θα εύρη τις εις τα ιστορικά βιβλία μίαν πληροφορίαν, την οποίαν ο ευαγγελιστής δεν θα ήτο δυνατόν να την πληροφορηθή ανθρωπίνως και όχι υπερφυσικώς, ασχέτως αν η πληροφορία είνε μία αποκάλυψις προς τα ιστορούμενα πρόσωπα. Την αποκάλυψιν βλέπουν τα ιστορούμενα πρόσωπα και όχι τα ιστορίαν γράφοντα. Ο Ζαχαρίας και η Μαριάμ είδον τον ευαγγελιζόμενον άγγελον, ο Ιησούς επειράσθη από τον σατανάν εις μίαν σφαίραν υπερφυσικών γεγονότων, ο Παύλος είδε το όραμα προ της Δαμασκού, αλλά ο Ματθαίος και ο Λουκάς έμαθαν όλα αυτά τα γεγονότα ανθρωπίνως από την Μαριάμ, τον Ιησούν, τον Παύλον. Δεν υπάρχει γεγονός της ζωής του Κυρίου ή του Παύλου ή άλλου τινός, το οποίον αυτοί ουδέποτε διηγήθησαν εις τους μαθητάς των, αλλά ο Ματθαίος ή ο Λουκάς το επληροφορήθησαν δι' οράματος, και με μόνην πηγήν το όραμα το εξιστόρησαν. Και όσα σημεία διηγούνται ως αυτόπται, τα διηγούνται, διότι τα είδον ανθρωπίνως όπως και το πλήθος και οι άπιστοι φαρισαίοι˙ είδον τον τέως τυφλόν να βλέπη και τον τέως παράλυτον να περιπατή. Αυτό δεν είνε αποκάλυψις αλλά θέαμα ανθρωπίνως δυνατόν δια τον απλώς θεώμενον. Μία πλευρά αυτού του ιστορικού γνωρίσματος είνε και το ότι οι συγγραφείς όλοι της Κ. Διαθήκης ουδέποτε συμπληρώνουν την αρχαίαν ιεράν ιστορίαν. Ουδέποτε δηλαδή διηγούνται ή αναφέρουν ένα ιστορικόν γεγονός ή ένα όνομα της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίον δεν ανέφερεν ο Μωυσής ή οι λοιποί συγγραφείς της Π. Διαθήκης. Ας είνε θεόπνευστοι, ας δίδουν εις τα αρχαία γεγονότα αποκαλυπτικάς ερμηνείας˙ γεγονότα και ονόματα ακατάγραφα ουδέποτε αναφέρουν. (Άλλο θέμα αν αναφέρουν στοιχεία και όνόματα απολεσθέντων ή φθαρέντων χωρίων της Π. Διαθήκης). Και αυτό το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών της Βίβλου διέφυγε την προσοχήν των αποκρυπτογράφων, οι οποίοι έχουν πρωτεύουσαν πηγήν της ιστορίας των την προσωπικήν αποκάλυψιν, εφ' ώ και συλλαμβάνονται επ' αυτοφώρω ψευδόμενοι» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 92-95).

β') «Τα Ευαγγέλια (...) δεν είναι βέβαια τόσο αρχαία, όσο τα θέλουν οι θεολόγοι και οι θρήσκοι. Τα χειρόγραφά τους, τα πιο παλιά που σωθήκανε ώς τις μέρες μας φτάνουν ώς τα 350. Πάπυροι πιο αρχαιότεροι δεν υπάρχουν. Η δικαιολογία των θεολόγων ότι τάχατες οι αρχαιότεροι πάπυροι καταστραφήκανε από την πολυκαιρία δεν έχει επιστημονική αξία, γιατί είναι πασίγνωστο πως από εκατοντάδες πολλές χρόνια πριν από το χριστιανισμό σωθήκανε διατηρημένοι καλά πολλοί πάπυροι: αιγυπτιακοί, ρωμαϊκοί και ελληνικοί. Αν λοιπόν δεν υπάχουνε αρχαιότερα χειρόγραφα η αιτία είναι άλλη. Ο χριστιανισμός δεν αναπτύχθηκε κανονικά. Είχε τις εσωτερικές και εξωτερικές διαφωνίες και φαγωμάρες του» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 271-272).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι πάπυροι που διασωθήκανε πριν το 330 και περιέχουν τα Ευαγγέλια είναι λίγοι διότι: 1) οι Χριστιανοί ήταν λίγοι ώς το 330, άρα χρειάζονταν λίγα αντίγραφα των Γραφών συγκριτικά με τους πολυπληθείς μελετητές του Πλάτωνα, που χρειάζονταν πολλά αντίγραφα, 2) οι συνεχείς διωγμοί (π.χ. Δέκιου, Διοκλητιανού) εξαφανίζανε μεγάλο μέρος των χριστιανικών παπύρων, 3) οι Χριστιανοί δεν είχαν ο καθένας του κι από μια Καινή Διαθήκη στο σπίτι τους, εκείνο τον καιρό. Μαζεύονταν στην Εκκλησία. 4) Έχουμε εξηγήσει ότι οι πάπυροι των εξωχριστιανικών συγγραφέων στον καιρό του Κωνστάντιου κινδύνευαν με εξαφάνιση, αλλά πρόλαβε ο Κωνστάντιος και διέταξε την αντιγραφή τους. Αν αυτοί οι πάπυροι, με έργα τόσο διάσημα, κινδύνεψαν – και θα είχαν εξαφανιστεί, αν δεν αντιγράφονταν, το ίδιο και χειρότερο μπορεί να υποθέσει κανείς για τα χριστιανικά συγγράμματα.

Αντίθετα, οι αρχαίοι πάπυροι που διασώθηκαν οφείλουν τη διάσωσή τους στο ότι αντιγράφονταν πολλές φορές. Έτσι υπήρχε πολύ περισσότερη πιθανότητα να διασωθεί ένα από τα χιλιάδες ή εκατοντάδες αντίγραφα, παρά ένα από τα λίγες δεκάδες χριστιανικά αντίγραφα. Και φυσικά, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί – με τι στοιχεία θα το έκανε; – ότι οι Χριστιανοί κατέστρεψαν τους παλιούς παπύρους, μετά το 330. Απλώς, άρχισαν να αντιγράφουν σε νέους πάπυρους αφήνοντας να φθαρούν οι παλιοί, και διόλου δεν σκέφτηκαν μήπως κανείς θα τους κατηγορήσει για εσκεμμένη καταστροφή των παλιών. Κανένα συμπέρασμα ούτε «άλλη αιτία» δεν υποκρύπτεται πίσω από την ανυπαρξία πολλών παπύρων πριν το 330.

«Μαρτυρούν την Κ. Διαθήκη (...) διάφορα παπύρινα αποσπάσματα του Β' αιώνος εν οίς διασώζονται τεμάχια ή και βιβλία ολόκληρα της Κ. Διαθήκης. (...) Της Κ. Διαθήκης διεσώθησαν και αποσπάσματα και ένα βιβλίο ολόκληρον επί παπύρων του Β' αιώνος. Ο πάπυρος 46 περιέχει εκτεταμένα αποσπάσματα εκ των Επιστολών προς Ρωμαίους, Εβραίους, Α'’-Β'’ Θεσσαλονικείς, με την σειράν που τας αναφέρω. Προφανώς ο πάπυρος αυτός ήτο ο Γ' τόμος της Κ. Διαθήκης, δηλαδή αι Επιστολαί του Παύλου. Εκ του ότι μάλιστα περιέχει και την προς Εβραίους, φαίνεται ότι περιείχε και τας 14, και όχι μόνον 13, ούτε μόνο τας 10 που εδέχοντο ο Κέρδων και ο Μαρκίων. Ο πάπυρος είνε σύγχρονος ή και αρχαιότερος των δύο αιρετικών τούτων (σημ.: περί του 140). Επομένως είναι σαθρά η άποψις πολλών νεωτέρων προτεσταντών ότι ο Μαρκίων ήτο ο πρώτος όστις έκανε συλλογήν βιβλίων της Κ. Διαθήκης και δη των Επιστολών του Παύλου και ότι εξ αυτού έλαβε την αφορμήν και η Εκκλησία κατά τα τέλη του Β' αιώνος να συλλέξη και αυτή βιβλία και να καταρτίση Κανόνα.

Ο πάπυρος 52, των ετών 100-125 μ.Χ., διασώζει τεμάχιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, οι πάπυροι 64 και 77 τεμάχια του κατά Ματθαίον, ο δε πάπυρος 66 είνε ολόκληρον το κατά Ιωάννην, το αρχαιότερον ακέραιον χειρόγραφον της Κ. Διαθήκης. Αυτοί είνε οι πάπυροι του Β' αιώνος. Εκ των πολυαρίθμων του Γ' αιώνος αναφέρω μόνον τον 72 όστις περιέχει ακεραίας τας Επιστολάς Β' Πέτρου και Ιούδα και δύο ψαλμούς» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 17 και 27).

Παραθέσαμε τις παραπάνω πληροφορίες, ώστε να δείξουμε ότι τα αντιχριστιανικά επιχειρήματα της «αρνητικής κριτικής» όχι μόνο προέρχονται εκ της σιωπής, αλλά και συνεχώς καταρρίπτονται και είναι ανάξια προσοχής. Καταλαβαίνει κανείς ότι από τους αντιχριστιανούς λείπει η μετριοφροσύνη και περισσεύει ο φανατισμός.

γ') «Για το ζήτημα αν οι Ευαγγελιστές ήταν θεόπνευστοι δεν έχουμε να πούμε παρά μόνο τούτο: Αν αυτό ήταν σωστό, θα έπρεπε να υπάρχει μόνο ένα Ευαγγέλιο και να μην υπάρχουν τόσες διαφωνίες και αντιφάσεις στα γραφόμενά τους. (...) Ή οι Ευαγγελιστές ήταν θεόπνευστοι, και σαν τέτοιοι δεν έπρεπε να ιστορούν διαφορετικά τη ζωή και τη δράση του Ιησού, ή δεν ήταν, οπότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως από τη μια μεριά πήραν ο καθένας τις πληροφορίες του, και από την άλλη πως γύρω στην προσωπικότητα και την πολιτική δράση του Ναζωραίου υπήρχαν αντιφατικές παραδόσεις και γνώμες που συντελέσανε στον να δημιουργηθούν ένα σωρό θρύλοι και μύθοι» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνης, τ. α’, σ. 238).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θεόπνευστο δεν σημαίνει αλάθητο. Θεόπνευστο σημαίνει ότι στα θέματα (ιστορικά ή δογματικά) που άπτονται την θεϊκή αποστολή υπάρχει αλάθητο, ενώ στα άλλα μπορεί και να μην υπάρχει. Το έχουμε πει και για την Π.Δ., αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες για τους άσχετους. Επιπλέον κάθε Ευαγγελιστής παίρνει από αλλού τις πληροφορίες του. Ο Ματθαίος ήταν απόστολος άρα αυτόπτης μάρτυρας, ο Μάρκος από τον απόστολο Πέτρο, ο Λουκάς από την Παναγία, ο Ιωάννης ήταν επίσης απόστολος. Διαφορετικές πληροφορίες σε δευτερεύοντα θέματα δεν βλάπτουν την αξίωση για θεοπνευστία των Ευαγγελίων. Αλλιώς τα θυμόταν ορισμένα πράγματα ο Ματθαίος, αλλιώς ο Πέτρος, αλλιώς η Παναγία, αλλιώς ο Ιωάννης˙ μετά από 3-4 δεκαετίες, ήταν αναμενόμενο, επιπλέον, να διαφέρουν στα λόγια. Για παράδειγμα ο αυτόπτης μάρτυρας Ματθαίος γράφει «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» (Κατά Ματθαίον 5, 3), ενώ ο Λουκάς, που δεν ήταν αυτόπτης γράφει «μακάριοι οι πτωχοί» (Κατά Λουκάν 6, 20). Στα κύρια ζητήματα όμως, της θεότητας και της ανάστασης του Ιησού, έχουν την ίδια άποψη. Το αν ήταν καλύβα ή σπηλιά ο τόπος της γέννησης του Ιησού δεν έχει σημασία θεολογικώς. Το αν όμως γεννήθηκε από παρθένα (αν διαφωνούσαν μεταξύ τους στο ζήτημα αυτό οι Ευαγγελιστές) έχει θεολογική σημασία.

Όσο για την εξίσωση «θεόπνευστο=άρα έπρεπε να είναι ένα κι όχι πολλά», αυτή η τόσο παράλογη άποψη παραγνωρίζει ότι τα Ευαγγέλια δεν αντιγράφονταν (για τον λόγο ότι οι Χριστιανοί ήταν λίγοι τον 1ο αι.) τόσο πολύ, ώστε να κυκλοφορεί μόνο ένα σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όσο και το ότι το καθένα Ευαγγέλιο απευθυνόταν σε διαφορετικό κοινό, σε διαφορετικό έτος, σε διαφορετική περιοχή. Όταν π.χ. ο Λουκάς γράφει το Ευαγγέλιο, που είναι επιστολή προς έναν πρώην εθνικό, νυν Χριστιανό, που ζητούσε πληροφορίες για τον Ιησού, δε θα του έ‘λεγε «περίμενε να μου φέρουν την επιστολή του Ματθαίου»˙ δεν ήταν διδακτορική διατριβή, ώστε να απαιτούνται χρόνια για την συγγραφή.

δ') "Γιατί να απορριφθούν τα Γνωστικά ευαγγέλια ως μη αυθεντικώς χριστιανικά και να θεωρηθούν μόνο τα τέσσερα της Κ.Δ.;»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: διότι – πέρα απ' το ότι πολλά είναι μεταγενέστερα των τεσσάρων της Κ.Δ., που γράφτηκαν κατά τον 1ο μ.Χ. αι. – υπάρχουν, όπως διαφαίνεται πολλές διαφορές ανάμεσα στα γνωστικά και στα αυθεντικά ευαγγέλια της Κ.Δ., αναφορικά με τον τρόπο αντίληψης του Χριστιανισμού και του κόσμου. Ο Γνωστικισμός και τα Γνωστικά «ευαγγέλια» υποτιμούν την γυναίκα (θεωρούσαν την «διαίρεση» μεταξύ άντρα-γυναίκας ως κακό), θεωρούν τον κόσμο φυλακή, την ζωή ματαιότητα, απαξιώνουν το σώμα κι έχουν πανθεϊστικές τάσεις και μεγάλες θεολογικές διαφορές και έχουν πλήθος φανταστικών ψευδοϋπερφυσικών γεγονότων.

Έτσι, στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Θωμά, ο μικρός Ιησούς ξεραίνει το γιο του Γραμματέα Άννα (παρ. 3), θανατώνει ένα παιδί που σκόνταψε πάνω του (παρ. 4), τυφλώνει τους γονείς που διαμαρτύρονται στον Ιωσήφ (παρ. 5), και (στη συριακή παραλλαγή) λέει «όταν θα φτάσω στο αποκορύφωμα της δόξας, θα παραμερίσω ό,τι έχω από τη δική σας φύση». Εδώ βλέπουμε έναν Ιησού εκδικητικό κι έναν Ιησού που δηλώνει ότι «στο αποκορύφωμα» της δόξας του θα διώξει την ανθρώπινη φύση˙ δηλαδή ακριβώς τα αντίθετα από τα Ευαγγέλια που τονίζουν την ενσάρκωση του Λόγου και δεν εμφανίζουν έναν εκδικητικό Ιησού. Στο Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου, ο Ιησούς μιλά και περπατά τρεις μόλις μέρες μετά τη γέννησή του (παρ. 18), τον προσκυνούν τα λιοντάρια (παρ. 35) και χωρίζει τον Ιορδάνη ώστε να διαβεί αυτός μετά λιοντάρια (παρ. 36), στην ίδια ηλικία. Στο Γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά διαβάζουμε (1): «Και είπε (ο Ιησούς)˙ όποιος βρίσκει την ερμηνεία αυτών των λόγων δεν θα γευθεί το θάνατο», άποψη που είναι εντελώς αντίθετη με τη ρήση του Χριστού ότι μόνο όποιος κάνει το θέλημα του θα σωθεί, (14): «Ο Ιησούς τους είπε˙ Εάν νηστεύετε, διαπράττετε αμαρτία στον εαυτό σας˙ και εάν προσεύχεσθε, θα κατακριθείτε», πράγματα ενάντια στα όσα λέει η Κ.Δ., (22): «Ο Ιησούς είπε (...) κι όταν το αρσενικό και το θηλυκό τα κάνετε ένα, ώστε το αρσενικό να μην είναι αρσενικό και το θηλυκό να μην είναι θηλυκό, τότε θα εισέλθετε στη βασιλεία», αναίρεση της διήγησης της Γένεσης, (114): «Ο Σίμων Πέτρος είπε σε αυτόν˙ ας φύγει από μας η Μαριάμ, γιατί οι γυναίκες δεν είναι άξιες της ζωής. Ο Ιησούς είπε˙ Να, θα την ελκύσω, ώστε να την κάνω άνδρα, για να γίνει και αυτή πνεύμα ζωντανό όμοιο με εσάς τους άνδρες˙ γιατί κάθε γυναίκα που θα γίνει άνδρας θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών», πράγματα σαφέστατα υποτιμητικά – και διαφορετικά από τις διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης – για τις γυναίκες, αφού σημαίνουν ότι η γυναίκα πρέπει να αρνηθεί το φύλο της, δηλαδή τη φύση της, για να σωθεί.

Αντίθετα, ο αυθεντικός Χριστιανισμός των Ευαγγελίων της Κ.Δ. έχει τελείως διαφορετική άποψη: η γυναίκα είναι πλάσμα του Θεού, καλή, ο κόσμος δεν είναι φυλακή, η ζωή και η ύπαρξη δεν είναι ματαιότητα ούτε κακό, το σώμα είναι καλό και θα αναστηθεί˙ όλα αυτά συμβαδίζουν και με την Π.Δ. Είναι προφανές ότι δεν γίνεται ο αρχικός Χριστιανισμός, οι απόστολοι, να είχε ταυτόχρονα και τις δύο απόψεις. Είχε τις απόψεις της Καινής Διαθήκης, διότι ο Γνωστικισμός εμφανίστηκε αργότερα. Ότι τα λεγόμενα «Απόκρυφα» γράφτηκαν πολύ μετά από τα βιβλία που αναγνωρίζει η Εκκλησία, είναι παραδεκτό: «τα βιβλία αυτά συντάχθηκαν μεταξύ του 2ου και του 4ου μ.Χ αι. από Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς, οι οποίοι με απομίμηση του τίτλου, του ονόματος του συγγραφέα, της μορφής και του περιεχομένου επεδίωκαν να εξασφαλίσουν στα έργα τους κανονικό κύρος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Απόκρυφα). «Τα περισσότερα γράφτηκαν στον δεύτερο αιώνα και τα υπόλοιπα στους μετέπειτα αιώνες» (Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, λ. Απόκρυφα). 
 
Έτσι, για το γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά: «οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν προς το β' μισό του 2ου αιώνα, ενώ η σημερινή του μορφή ανάγεται στον 3ο αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 302). 
 
Για το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου: «η ημερομηνία εμφάνισης του Πρωτοευαγγελίου του Ιακώβου, τοποθετείται από το 150 και έπειτα, σίγουρα όμως μέσα στο δεύτερο μισό του δεύτερου αιώνα, καθώς τον 3ο αιώνα γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 47). 
 
Για το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Πέτρου: «οι πιο πρόσφατες χρονολογήσεις κυμαίνονται μεταξύ του α' μισού του Β' αιώνα, των μέσων του Β' αιώνα και του β' μισού του Β'’ αιώνα. (...) Νομίζουμε ότι η χριστιανική ορολογία του "Κύριος", "υιός του Θεού", "σωτήρ των ανθρώπων", σε αφηγηματική μορφή, γ' ενικού προσώπου, και όχι σε προσφωνήσεις, επίσης η ονομασία της πρώτης ημέρας μετά το Σάββατο ως Κυριακής (...) μας οδηγούν προς το α' μισό του Β' αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 123-124). «Η χρονική αφετηρία που θέσαμε για την ιστορία του Ευαγγελίου του Νικοδήμου δεν μετακινείται πέρα από τον 2ο-3ο μ.Χ. αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 143). 
 
Το Απόκρυφο Κήρυγμα Πέτρου «τοποθετείται από τους ερευνητές στις αρχές του Β' αιώνα, με πατρίδα πιθανώς την Αίγυπτο» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 14). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ιωάννη, «το σύνολο του έργου τοποθετείται από τους ερευνητές κατά τον 2ο αιώνα, μεταξύ των ετών 150 και 200. (...) Δεν έχει αναφορές στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 31-32). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, «χρονικά το έργο τοποθετείται στην περίοδο από το τελευταίο τρίτο του 2ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 3ου, πάντως στην αρχική μορφή του τοποθετείται στα τέλη του 2ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 91). 
 
Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ανδρέου, «ο εγκρατιτικός χαρακτήρας του το φέρει χρονικά στην εποχή των άλλων απόκρυφων Πράξεων, με πιθανότερη την προέλευση του από τα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 201). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Θωμά, «η συγγραφή του τοποθετείται από τη σύγχρονη έρευνα κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 236). 
 
«Η Αποκάλυψη Πέτρου – ένα κείμενο που προέρχεται από το πρώτο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα κατά την επικρατέστερη άποψη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 403). «Η απόκρυφη Αποκάλυψη Παύλου χρονολογείται στα μέσα του 3ου αι. ενώ μερικοί μελετητές την τοποθετούν στα τέλη του 2ου» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 427). 
 
Όπως βλέπουμε, τα Απόκρυφα γράφτηκαν μετά τον 2ο αι. ενώ τα βιβλία της Καινής Διαθήκης στη διάρκεια του 1ου αι. και αυτά μόνον εκφράζουν το αρχικό χριστιανικό κήρυγμα, ενώ τα Απόκρυφα είναι δογματικώς νοθευμένα. Και μόνη η σύγκριση των χρονολογιών συγγραφής της Καινής Διαθήκης και των διάφορων Απόκρυφων καταρρίπτει την άποψη ότι τα Απόκρυφα ήταν αρχικώς ίσης σημασίας και κύρους με τα γνωστά βιβλία της Καινής Διαθήκης, αλλά επειδή τα Απόκρυφα γράφτηκαν «βεβιασμένα και άτεχνα» αυτό είχε ως συνέπεια «πολλά να πεταχθούν αργότερα στην άκρη από την Εκκλησία ως αποτυχημένα (ο επίσημος χαρακτηρισμός πάντως είναι "απόκρυφα")» (Βλ. Ρασσιά, Μια ιστορία αγάπης, τ. Α', σ. 56)˙ άποψη η οποία, προερχόμενη από κάποιον πανάσχετο με το Χριστιανισμό, αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο έγινε κατ' ουσίαν ο κανόνας.
 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 5ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών.

76. "Τα Ευαγγέλια δεν είναι αξιόπιστα, εγράφησαν πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ιησού και επιπλέον σε κανένα από αυτά – εκτός από το υστερότερο Κατά Ιωάννην – δεν αναφέρεται ότι ο Ιησούς είναι θεός".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, επειδή μόνο από τότε και μετά τα μαρτυρούν εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συγγραφή των Ευαγγελίων σε μια εποχή, η οποία είναι προγενέστερη της εποχής στην οποία έζησαν οι πρώτοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που μαρτυρούν την ύπαρξη των Ευαγγελίων. Ο ισχυρισμός αυτός, εκτός από απόλυτος είναι παράλογος για τρεις λόγους: πρώτον, θα σήμαινε ότι ο τάδε ή ο δείνα εκκλησιαστικός συγγραφέας, αμέσως μόλις «βγαίνει στην κυκλοφορία» μεταξύ των Χριστιανών ένα σύγγραμμα, το αποδέχεται πάραυτα ως έργο ενός εκ των αποστόλων. Δηλαδή, δίχως δεύτερη σκέψη, δίχως να προϋπάρχει παλαιότερη παράδοση κάποιων δεκαετιών ότι λ.χ. είναι του αποστόλου Ιωάννη, και ενώ υποτίθεται ότι πιο πριν δεν είχαν ακούσει τίποτε γι' αυτό, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. το αποδέχτηκαν ως έγκυρο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολύ χαμηλό βαθμό νοημοσύνης. Τουλάχιστον για τους εγγράμματους Χριστιανούς, θα ήταν δύσκολο κάτι τέτοιο να συμβαίνει, διότι οι Χριστιανοί δέχονται την παράδοση. Δε θα γινόταν ξαφνικά να δεχτούν κάτι ως αυθεντικό, εάν δεν στηρίζονταν σε παλαιότερες μαρτυρίες του 1ου μ.Χ. αι. Δεύτερον, είναι άλλο πράγμα η ύπαρξη των Ευαγγελίων καθώς και η χρονολογία συγγραφής τους, κι άλλο πράγμα το πότε κάποιος μεταγενέστερος συγγραφέας τα αναφέρει. Η γενιά των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. ήταν ουσιαστικά οι πρώτοι Χριστιανοί που δεν είδαν τους αποστόλους και τους Ευαγγελιστές με τα μάτια τους. Οι προηγούμενοι Χριστιανοί, του τέλους του 1ου αι., έβλεπαν τους αποστόλους, συνεπώς θα ήξεραν εάν το τάδε σύγγραμμα είναι δικό τους. Επιπλέον έως τις αρχές του 2ου αι. δεν υπήρχαν εκκλησιαστικοί συγγραφείς (εκτός του Κλήμη, κι ούτε υπήρχε λόγος, αφού ζούσαν μεταξύ 50-80 μ.Χ. ... οι απόστολοι – να υπάρξουν άλλοι, πλην των αποστόλων, Χριστιανοί συγγραφείς). Τρίτον, εκείνη την εποχή οι Χριστιανοί, όπως και γενικότερα ο κόσμος, δεν ενδιαφέρονταν να αποδείξουν λ.χ. ότι «έχω δει το σύγγραμμα αυτό, είναι το Ευαγγέλιο του Μάρκου». Δεν υπήρχε τέτοια αμφισβήτηση και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος ανταπάντησης σε αμφισβήτηση και αμφισβητίες της εποχής. Ο Κλήμης Ρώμης (1ος αι.) παραθέτει, μεταξύ 92-94 μ.Χ., χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά Λουκάν, την Προς Ρωμαίους, την Α' Προς Κορινθίους, την Προς Εβραίους, την επιστολή Ιούδα, Ιακώβου, Α' και Β' Πέτρου. Ο ίδιος κατονομάζει την Α' Προς Κορινθίους. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας γράφοντας τις επτά Επιστολές του το 107 μ.Χ. παραθέτει χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά Λουκάν, το Κατά Ιωάννην, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α' Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Ιακώβου, την Α' Πέτρου και την Αποκάλυψη. Ο Πολύκαρπος Σμύρνης, γράφοντας στα 108 μ.Χ. παραθέτει χωρία από τα συνοπτικά Ευαγγέλια, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α' και Β' Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Προς Φιλιππησίους, την Α' και Β' Προς Θεσσαλονικείς, την Α' και Β' Τιμόθεου, την Α' Πέτρου, την Α' και Β' Πέτρου, την Ιούδα. Αυτοί είναι συγγραφείς που γεννήθηκαν και έδρασαν πριν το 100 μ.Χ. Αργότερα τα βιβλία της Κ. Δ. μαρτυρούνται και κατονομάζονται, από πολύ περισσότερους. Εάν επρόκειτο για μη εκκλησιαστικά συγγράμματα, οι οπαδοί της αρνητικής κριτικής θα δέχονταν αμέσως την μαρτυρία τόσων συγγραφέων. Ειδικά για τα βιβλία της Καινής Διαθήκης κάνουν αυτή την εξαίρεση. Ο λόγος; Από προκατάληψη. Επειδή είναι αθεϊστές, θέλουν με το στανιό να αποδείξουν κάτι, που ουδέποτε θα ζητούσαν να αποδείξουν για μη χριστιανικά βιβλία του 1ου μ.Χ. αι. Δεν υπαινισσόμαστε καμμιά «αντιχριστιανική συνωμοσία», αλλά οι προκαταλήψεις του καθενός παίζουν μεγάλο ρόλο στο να χρησιμοποιεί «δύο μέτρα και δύο σταθμά» για ζητήματα γνησιότητας βιβλίων. Γενικότερα για τα Ευαγγέλια

α') «Δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια τους συγγραφείς τους, κι όταν το κάνουν αυτό, απλώς θα πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη».

Απάντηση: Τα ευαγγέλια προορίζονταν για ανάγνωση από πολλούς, το πλήθος των πιστών, κι όχι από έναν ιδιώτη. Τα ανώνυμα έργα έπαιρναν κάποιον τίτλο και κάποιον φανταστικό συγγραφέα κατά την αντιγραφή τους και τοποθέτησή τους στις βιβλιοθήκες. Έτσι, βιβλία που δεν ανέφεραν το συγγραφέα τους συχνά κατέληγαν να έχουν πολλούς διαφορετικούς τίτλους και πολλούς συγγραφείς, που δίνονταν από τους διάφορους αντιγραφείς σε διαφορετικές βιβλιοθήκες. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα αντίγραφο π.χ. του ευαγγελίου του Μάρκου που να είναι ακριβώς το ίδιο με το Κατά Μάρκον, αλλά να φέρει τον τίτλο «το κατά Ανδρέαν ευαγγέλιο».

β') «Δεν μπορούσε η πρώτη εκκλησία να ελέγξει την φαντασία των πιστών και των προσήλυτων, και έτσι δημιουργούνταν φανταστικές ιστορίες και φανταστικά ευαγγέλια, αλλοιώνοντας την αρχική παράδοση για τον Ιησού».

Απάντηση: Φυσικά και μπορούσε να ελέγξει. Όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Σαμάρεια, η Εκκλησία έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη (Πράξεις Απ. 8, 14), προφανώς για να τους καθοδηγήσουν και να μην αρχίσουν να πιστεύουν ό,τι φαντάζονται. Το ίδιο έγινε και όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αντιόχεια˙ έστειλαν τον απόστολο Βαρνάβα (Πράξεις, 11, 22), για τον ίδιο λόγο. Δεν εκχριστιάνιζαν δηλαδή κάποιοι κάποιους και στη συνέχεια τους άφηναν να πιστεύουν ό,τι να 'ναι και συνεπώς να δημιουργήσουν μια διαφορετική παράδοση και μετά ένα διαφορετικό ευαγγέλιο.

Οι περισσότεροι φιλόλογοι αποδέχονται την ακρίβεια των κειμένων για άλλα αρχαία έργα, που βρίσκονται σε πολύ λιγότερα αντίγραφα, απ’ ό,τι η Καινή Διαθήκη. Αυτό είναι κάτι που το ξεχνούν, όσοι αμφιβάλλουν για την αυθεντικότητα των κειμένων της Κ.Δ. Όταν πρόκειται για άλλα αρχαία συγγράμματα της ίδιας ή παλαιότερης εποχής, που έχουν διασωθεί σε πολύ λίγα αντίτυπα (π.χ. η Ιλιάδα βρίσκεται σε 643 αντίγραφα, ενώ η Κ.Δ. σε περίπου 24.633, που όλα διαφέρουν καθόλου ή ελάχιστα, σε σημεία που δεν επηρεάζουν τη χριστιανική θεολογία) ορισμένοι είναι πολύ πιο ελαστικοί και εύκολα αποδέχονται ότι είναι αυθεντικά.

Παρατίθενται χωρία: του Ματθαίου από τον Κλήμη Ρώμης (1ος αι.), τον Ιγνάτιο (φονεύτηκε το 110 μ.Χ.), τον Πολύκαρπο Σμύρνης (περί τα 108 μ.Χ.), του Μάρκου από τον Κλήμη Ρώμης, τον Ιγνάτιο, τον Πολύκαρπο, του Κατά Λουκάν από τους ίδιους, του Κατά Ιωάννην από τον Ιγνάτιο, των Πράξεων από τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Στ. Ν. Σάκκου, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 23).

Για το Κατά Ματθαίον:

«Ο Παπίας και ο Ειρηναίος μαρτυρούν ότι επί των ημερών των υπήρχεν η αναντίρρητος παράδοσις ότι συγγραφεύς του Ευαγγελίου τούτου είναι ο Ματθαίος. Υπάρχουν αι εξής ενδείξεις: α) ο Ματθαίος ελέγετο πρώτα Λευίς και ήτο τελώνης, άνθρωπος άδικος και αμαρτωλός. Όταν αναφέρουν την μετάνοιαν του, οι μεν άλλοι ευαγγελισταί, Μάρκος και Λουκάς, τον αναφέρουν με το παλαιόν τούτο όνομα, προφανώς εκ λεπτότητος, ο ίδιος δε μόνον λέγει το όνομα του με το οποίον είνε γνωστός εις όλην την Χριστιανοσύνην. β) Εις την περίπτωσιν του Ματθαίου οι μεν Λουκάς και Μάρκος γράφουν «Ματθαίος και Θωμάς» (Μρκ. 3, 18˙ Λκ. 6, 15), ο ίδιος δε γράφει «Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης» (Μτθ. 10, 3)˙ θέτει τον εαυτόν του δεύτερον και μόνος αυτός προσθέτει το ότι ήτο τελώνης, πράγμα ταπεινωτικόν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 97).

Για το Κατά Μάρκον

«Ήδη ο Παπίας (110-130 μ.Χ.) και ο Ειρηναίος αποδίδουν το Ευαγγέλιον τούτο εις τον Μάρκον, τον μόνον όστις εν τη Κ. Διαθήκη φέρει το όνομα τούτο. Εσωτερικαί ενδείξεις περί του προσώπου του ευαγγελιστού είνε αι εξής. α) Εις την σύλληψιν του Ιησού εν Γεθσημανή (Μρκ. 14, 51-52) αναφέρεται ότι «Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν». Αν ο νεανίσκος αυτός είναι ο Μάρκος και αποκρύπτη εις το Ευαγγέλιόν του το όνομά του επειδή είνε ο ίδιος συγγραφεύς, όπως κάνει και ο Ιωάννης, τότε έχομεν υπαινιγμόν περί του συγγραφέως. β) Αν συνδυασθούν αι ιδιάζουσαι εις το Ευαγγέλιον τούτο λεπτομέρειαι περί του Πέτρου με το γεγονός ότι τούτο εγράφη όταν ο Μάρκος ήτο διάκονος του Πέτρου, και περιέχει το κήρυγμα εκείνου, πάλιν έχομεν ένδειξιν περί του συγγραφέως. Εφ' όσον δεν υπάρχει μαρτυρία αναιρετική της αρχαιοτάτης παραδόσεως, ότι το Ευαγγέλιον τούτο εγράφη υπό του Μάρκου, δεν υπάρχει λόγος αμφισβητήσεως». (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 105). Στο Κατά Μάρκον ο Πέτρος αναφέρεται περισσότερες φορές, σχετικά, απ' ό,τι στο Κατά Ματθαίον και στο Κατά Λουκάν, και του δίνεται μεγαλύτερη σημασία.

Το 1972, ο εξέχων Ισπανός παπυρολόγος Jose O'Callaghan ισχυρίστηκε ότι υπήρχε ένα μικρό απόσπασμα του Κατά Μάρκον (το ΣΤ’', 52-53) ανάμεσα στους παπύρους της Νεκράς Θάλασσας. Πέρα από το ερώτημα, πώς έφτασε αυτό στις σπηλιές των Εσσαίων, η πρόσφατη πιθανή χρονολόγηση του ελληνικού παπύρου 7Q5 ήταν εντυπωσιακή. Εφόσον οι οικισμοί και οι σπηλιές είχαν εγκαταληφθεί το 68 μ.Χ., όταν η ρωμαϊκή λεγεώνα Fratensis προέλασε στο Κουμράν, και μια που η ανάλυση έδειξε ότι ο πάπυρος ήταν του έτους 50 μ.Χ. (χρονολογία που οι επόμενες αναλύσεις επιβεβαίωσαν), φάνηκε ξαφνικά ένδειξη μέσω των παπύρων για την ύπαρξη αυτού του ευαγγελίου το έτος 50 μ.Χ.» (Carsten Peter Thiede, Rekindling the Word: In Search of Gospel Truth, Trinity Press: 1995, σ. 38-39).

Αντιρρήσεις:

α') «Ο Μάρκος κάνει γεωγραφικά λάθη, π.χ. στο 5, 1 γράφει «και ήρθαν στο απέναντι μέρος της λίμνης, στη χώρα των Γαδαρηνών». Δεν υπάρχει «χώρα», αλλά «πόλη». Αυτό δείχνει πως ο συγγραφέας δεν ήταν κάποιος που ζούσε στην Παλαιστίνη».

Απάντηση: και γι' αυτό, αλλά και για άλλα πιθανά λάθη, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι ο Μάρκος ήταν κάτοικος Ιερουσαλήμ (Πράξεις, 12, 12), δηλαδή αστός. Δεν θα πρεπε να περιμένουμε να γνωρίζει όλες τις ακριβείς ονομασίες τόσων και τόσων περιοχών της Παλαιστίνης! Μήπως κανείς Έλληνας, κάτοικος Αθηνών, γνωρίζει και τις λεπτομέρειες των τοπωνυμίων όλης της Ελλάδας; Ασφαλώς κι όχι. Ειδικότερα, το εν λόγω εδάφιο επιβεβαιώνει τα προηγούμενα. Ένας κάτοικος Ιερουσαλήμ, που δεν είχε ταξιδέψει και πολύ, θα αποκαλούσε την περιοχή γύρω από την πόλη των Γαδαρηνών ως «περιοχή των Γαδαρηνών». Δηλαδή, η αοριστία του συγκεκριμένου στίχου δεν συνεπάγεται ότι ένας μη Παλαιστίνιος το έγραψε. (Πόλη και χώρα ως λέξεις εννοούσαν το ίδιο πράγμα και στην Ελλάδα μέχρι και το 1970. Όλοι οι κάτοικοι της επαρχίας, στα γύρωθεν χωριά, όταν ήταν να μεταβούν στην κεντρική πόλη, πχ Βέροια, Χανιά, Πάτρα, Ιωάννινα, Αθήνα, Σπάρτη, έλεγαν ''πάω στη χώρα'')

β') «Ο Ειρηναίος γράφει ότι ο Μάρκος παρέδωσε στους Χριστιανούς γραπτώς ό,τι κηρύχθηκε από τον Πέτρο, αφού πέθαναν και ο Πέτρος και ο Παύλος. Δηλαδή μετά το 64 με 67 μ.Χ.»

Απάντηση: και πάλι, το 64 με 67 μ.Χ. είναι πριν το 70 μ.Χ. και δεν χρειαζόταν και τόσα πολλά χρόνια για τη συγγραφή σαράντα σελίδων. Επιπλέον, είναι άλλο πράγμα το «παρέδωσε», που μπορεί να σημαίνει ότι είχε κρατήσει τις σημειώσεις του πριν ο Πέτρος πεθάνει και έπειτα, αφού ο Πέτρος πέθανε, τις συνέταξε και τις έδωσε στους υπόλοιπους Χριστιανούς, κι άλλο πράγμα το να «έγραψε» μετά το θάνατό τους, ό,τι θυμόταν αυτός. Το «παρέδωσε» δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι τις έγραψε μετά. Επιπλέον ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει ότι ο Μάρκος έγραψε το ευαγγέλιό του στην Ρώμη, ενώ ο Πέτρος ήταν ακόμη ζωντανός. Δηλαδή, δεν υπάρχει μία παράδοση.

γ') «Το αυθεντικό ευαγγέλιο του Κατά Μάρκον δεν έχει τα εδάφια από 6, 45 έως 8, 26, τα οποία προστέθηκαν κάπου μετά το 70 μ.Χ. αλλά πριν την δημιουργία του Κανόνα τον 4ο αιώνα».

Απάντηση: Το απόσπασμα του Κατά Μάρκον που χρονολογείται το 50 μ.Χ. περιέχεται στα εδάφια αυτά, είναι το κεφ. 6, στίχοι 52-53, άρα φαίνεται η αλήθεια. Ο παλαιότερος πάπυρος που περιέχει ολόκληρο το Κατά Μάρκον (p45) χρονολογείται στο 150 με 200 μ.Χ. και περιέχει αυτά τα εδάφια. Αν εφαρμόζαμε τέτοιες απόψεις στα εξωεκκλησιαστικά κείμενα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα «ομηρικά έπη» που διαθέτουμε σήμερα, Οδύσσεια και Ιλιάδα, είναι διαφορετικά από αυτά που είχαν τον 1ο π.Χ. αι., απλώς επειδή δεν διαθέτουμε κάποιο αντίγραφο του 1ου π.Χ. αι. από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

δ') «Υπάρχει η κατακλείδα στο Κατά Μάρκον 16, 9-20), η οποία δεν βρίσκεται στα χειρόγραφα της αλεξανδρινής παράδοσης. Σε αυτήν παρουσιάζεται ο Ιησούς να εμφανίζεται στους μαθητές του και να τους λέει να κηρύξουν τον Χριστιανισμό».

Απάντηση: Η απουσία αυτής της κατακλείδας αναφέρεται από τους Ευσέβιο, Γρηγόριο Νύσσης, Βίκτωρα Αντιοχείας, Ιερώνυμο, και άλλους μεταγενέστερους. «Αλλά προ του Ιππολύτου οι Ιουστίνος, Τατιανός, και Ειρηναίος, και αυτός ο Ιππόλυτος γνωρίζουν και χρησιμοποιούν την κατακλείδα. Βεβαίως το παν οφείλεται απλούστατα εις την κακήν ποιότητα του κειμένου της αλεξανδρινής παραδόσεως» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 110).

Για το Κατά Λουκάν

«Η αρχαία εκκλησιαστική παράδοσις ομοφώνως αποδίδει το κατά Λουκάν επιγραφόμενον Ευαγγέλιον εις τον ιατρόν Λουκάν, μαθητήν του αποστόλου Παύλου» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 100). Υπάρχουν οι αναφορές του Μαρκίωνα, που έβαλε ως αυθεντικό εννοείται το ευαγγέλιο του Λουκά στον κανόνα του περί το 140 μ.Χ., του Ιουστίνου του μάρτυρα, ότι ο Λουκάς συνέγραψε αναμνήσεις των αποστόλων, περί το 150 μ.Χ. και του Ειρηναίου, κατά το 180 μ.Χ. Επίσης, τα ελληνικά του είναι πολύ καλά, δεν φαίνεται να έχει ιουδαϊκές ρίζες, αφού έχει περιορισμένη γνώση της αραμαϊκής και της εβραϊκής.

«Εσωτερικώς δεν φαίνεται τίποτε άλλο παρά αι εξής ενδείξεις: α) Ηυξημένον ιατρικόν λεξιλόγιον εν συγκρίσει προς τα άλλα βιβλία της Κ. Διαθήκης. β) Ηυξημένη σχέσις προς τας Επιστολάς του Παύλου, όσον αφορά εις τας λέξεις και τα λεπτά νοήματα. γ) Το Ευαγγέλιον τούτο μαζί με τας Πράξεις των αποστόλων παρουσιάζονται ως δύο συνεχή βιβλία μιας ιστορίας, αποστελλόμενα εις δύο αποστολάς προς τον Χριστιανόν Θεόφιλον, και χαρακτηριζόμενα ως «πρώτος λόγος» και «δεύτερος λόγος» υπό του ιδίου συγγραφέως. Ώστε το εσωτερικώς βεβαιούμενον είνε ότι ο συγγραφεύς και των δύο είνε ένα πρόσωπον˙ αλλά και το εξωτερικώς βεβαιούμενων, ότι αυτός είνε ο Λουκάς, είνε πληροφορία της αυτής αξιοπιστίας (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 100).

«Ο Λουκάς αναφέρεται ονομαστί εις τρεις Επιστολές του Παύλου (Κολ. 4, 4˙ Φλμ. 24˙ Β' Τιμ. 4, 10) και άνευ ονόματος εις τας υπ' αυτού γραφείσας Πράξεις» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 101). Οι Πράξεις σταματούν απότομα, με τον Παύλο να συλλαμβάνεται και να κρατείται φυλακισμένος από τους Ρωμαίους, το 66-68 μ.Χ. Εάν ο Λουκάς έγραφε μετά το 66-68 μ.Χ., δεν θα σταματούσε έτσι, αλλά θα συνέχιζε έως την εκτέλεση του Παύλου και λίγο μετά από αυτήν. Προκειμένου για το μαρτύριο του Στεφάνου ή του Ιακώβου, ο Λουκάς γράφει έως το τέλος και δεν σταματά, ενώ σταματά, χωρίς να πει για το τέλος του Παύλου. Αυτό σημαίνει ότι σταμάτησε να γράφει, άρα έγραφε πριν εκτελεστεί ο Παύλος. Επίσης, εάν είχε συγγραφεί μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, θα αναφερόταν η καταστροφή αυτή.

Αντιρρήσεις:

«Ο συγγραφέας του Κατά Λουκάν και των Πράξεων δεν έχει γνώση των επιστολών του Παύλου».

Απάντηση: αυτό δεν είναι παρά απόδειξη ότι το Κατά Λουκάν εγράφη ενόσω ο Παύλος ζούσε ακόμη και συνεπώς, γιατί να έχανε τον καιρό του ο Λουκάς αναφέροντας πράγματα που έλεγε στις ομιλίες του ο Παύλος; Επιπλέον, κάνοντας μια σύνοψη της ιστορίας, ο Λουκάς θα έκρινε ότι, αντί να συνοψίσει τα λεπτά επιχειρήματα που υπήρχαν στις επιστολές του Παύλου, με πιθανό αποτέλεσμα να τα διαστρεβλώσει, καλύτερα θα ήταν να αφήσει τις επιστολές, τις οποίες γνώριζε ότι υπήρχαν, να μιλήσουν μόνες τους.
 
Για το Κατά Ιωάννην

Ο Ειρηναίος έγραψε ότι, σύμφωνα με τον Πολύκαρπο «ο Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, έγραψε το ευαγγέλιο όταν κατοικούσε στην Έφεσσο της Ασίας». Για το χρόνο συγγραφής είναι κατατοπιστικό αυτό: στο 5, 2, για την θεραπεία του ασθενή από τον Χριστό, περιγράφει την δεξαμενή της Βηθεσδά στα Ιεροσόλυμα σε ενεστώτα χρόνο: «Υπάρχει δε εις τα Ιεροσόλυμα κοντά εις την πύλην των Προβάτων μια δεξαμενή, η οποία ονομάζεται Εβραϊστί Βηθεσδά και η οποία έχει πέντε στοές». Όμως η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ. Αν λοιπόν ο Ιωάννης έγραφε το Ευαγγέλιό του μετά το 70 μ.Χ. θα έγραφε «...υπήρχε μια δεξαμενή... είχε πέντε στοές». Ο ενεστώτας δηλώνει ότι τον χρόνο της συγγραφής υπήρχε ακόμη η δεξαμενή, άρα ο Ιωάννης γράφει πριν το 70 μ.Χ.

Η ίδια η ύπαρξη της κολυμβήθρας της Βηθεσδά (Beth’esh-dathain, «ο τόπος των δύο διαχύσεων») αποδείχθηκε μετά από ανασκαφές στο ΒΑ τετράγωνο της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, στην συνοικία που ονομαζόταν Bezetha τον 1ο αι. μ.Χ., κοντά στο ναό της Αγίας Άννας. Βρέθηκαν δύο κολυμβήθρες που βρισκόταν η μια βόρεια κι η άλλη νότια και χωριζόταν από έναν βράχο. Προστεγάσματα με στύλους βρισκόταν, όπως φαίνεται στις τέσσερεις πλευρές και στα χωρίσματα (J. Jeremias, The Rediscovery of Bethesda, 1966).

Εσωτερικές μαρτυρίες ότι ο συγγραφέας είναι απ’ τους δώδεκα μαθητές και λέγεται Ιωάννης υπάρχουν: α) τόσο στην Αποκάλυψη (1, 1-2˙ 1, 4˙ 22, 8), όσο στην Α' Ιωάννου (1, 1), όσο και στο Κατά Ιωάννην (1, 14), κάνει λόγο τόσο για το όνομά του αλλά και τονίζει ότι ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του Χριστού, δηλαδή δεν του ανέφερε κάποιος τις πληροφορίες που παραθέτει. β) Η γλώσσα τόσο του Κατά Ιωάννην, όσο και της Αποκάλυψης και των Α', Β'’, Γ' επιστολών Ιωάννου, είναι πολύ όμοια και ιδιάζει έναντι της γλώσσας των άλλων βιβλίων της Κ. Διαθήκης. γ) Δεν κατονομάζει τον εαυτό του στο Κατά Ιωάννην, λόγω μετριοφροσύνης, όπως και άλλοι Ευαγγελιστές. Στα τρία πρώτα (συνοπτικά) Ευαγγέλια αναφέρονται οι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης (αδέρφια οι δύο τελευταίοι) ως οι πλέον αγαπητοί του Χριστού. Ο Ιωάννης αναφέρει μόνο τον Πέτρο, και μια φορά τους «Ζεβεδαίους» (21, 2), δηλαδή τον εαυτό του και τον Ιάκωβο, αλλά αναφέρει και έναν τρίτο με φράσεις όπως «Ὁ μαθητὴς ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» (19, 26), στο 20, 2 επίσης το ίδιο. Δεν μπορεί να είναι ο Ιάκωβος αυτός «διότι εσφάγη εις την αρχήν σχεδόν του χριστιανικού κηρύγματος» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 111). Άρα είναι ο Ιωάννης. Επιπλέον, ομόφωνα όλη η αρχαία παράδοση αποδίδει το Ευαγγέλιο αυτό στον μαθητή του Χριστού, Ιωάννη.

Αντιρρήσεις:

α') «Ο Ιωάννης, αν και Ιουδαίος, δεν φαίνεται να ξέρει και πολλά για τον Ιουδαϊσμό, αφού στο 18, 13 γράφει «και τον έφεραν πρώτα στον Άννα, διότι ήταν πεθερός του Καϊάφα, αρχιερέως του έτους εκείνου», σαν να νομίζει ότι κάθε έτος εκλεγόταν νέος αρχιερέας. Ίσως αυτό δείχνει ότι το Κατά Ιωάννη συνεγράφη πολύ αργότερα, από κάποιο πρώην Εθνικό».

Απάντηση: Δηλαδή αν λέγαμε «ενώ χτυπήθηκαν οι δίδυμοι πύργοι, το έτος 2001, τότε που πρωθυπουργός ήταν ο Κ. Σημίτης...», θα σήμαινε ότι δεν γνωρίζουμε πως ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια; Όμως πάλι, με 28 αρχιερείς μεταξύ του 37 και 70 μ.Χ., δηλαδή για μέσο όρο 2,75 χρόνια για κάθε αρχιερέα, δεν φαίνεται και τόσο υπερβολικό το περιεχόμενο του κειμένου.

β') «Ο Ιωάννης μαρτύρησε πολύ νωρίς, για να γράψει ευαγγέλιο».

Απάντηση: υπάρχει μια παράδοση εκκλησιαστική ότι ο Ιωάννης και ο αδερφός του σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους. Πέραν του ότι οι κριτικοί διαλέγουν ό,τι τούς συμφέρει από την παράδοση, η ίδια αυτή η ιστορία λέει απλώς ότι ο Ιωάννης κι ο Ιάκωβος σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους, όχι φονεύτηκαν μαζί.

γ') «Στις Πράξεις 4, 13 αναφέρεται ότι ο Ιωάννης και ο Πέτρος ήταν αγράμματοι. Πώς έγραψε το ευαγγέλιο ο πρώτος;»

Απάντηση: απλώς σημαίνει ότι δεν έλαβαν εκπαίδευση από τους ραββίνους, ότι δεν είχαν υψηλή μόρφωση. Αλλά και πάλι, ο αναλφαβητισμός δεν είναι αθεράπευτη ασθένεια. Μπορεί αργότερα να έμαθαν. Ο Μακρυγιάννης, δηλαδή, που έμαθε γράμματα σε μεγάλη ηλικία, απλώς και μόνο για να γράψει τα απομνημονεύματά του, πώς τα κατάφερε;

δ') «Ο Ιωάννης αναφέρει εμφανίσεις του Ιησού και στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία, ενώ από τα συνοπτικά ευαγγέλια, ο Ματθαίος μόνο στην Γαλιλαία και οι Λουκάς και Μάρκος μόνο στην Ιουδαία. Δηλαδή, υπήρχαν δύο παραδόσεις, η ιουδαϊκή και η γαλιλαϊκή και ο Ιωάννης, που έγραψε τελευταίος είναι συμπιλητής».

Απάντηση: Δεν ήταν πανταχού παρόντες οι Ευαγγελιστές, κι ο Ιωάννης ανήκε στον στενότερο κύκλο των μαθητών του Ιησού. Ο Χριστός είχε πει στους αποστόλους, μόλις τον θάψουν, να πάνε στη Γαλιλαία και να τον αναμένουν εκεί, αλλά αυτοί δεν τον πίστεψαν ούτε τήρησαν την εντολή του, ούτε πίστεψαν τις γυναίκες που μίλησαν για ανάσταση. Η εντολή αυτή έχει το νόημα της δοκιμασίας της πίστης των μαθητών. Έτσι αναγκάζεται να φανερωθεί ο Χριστός στην Ιερουσαλήμ, στους μαθητές. Έπειτα αυτοί πήγαν μετά στη Γαλιλαία, εκεί τους ξαναφανερώνεται ο Χριστός, κι έπειτα επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό της Πεντηκοστής (είχαν και οι Ιουδαίοι τέτοια γιορτή) πάλι εκεί εμφανίζεται. «Δια τούτο έχομεν εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου πρώτα εν Ιερουσαλήμ, έπειτα εν Γαλιλαία, και τέλος πάλιν εν Ιερουσαλή. Εν Ιερουσαλήμ και Ιουδαία εμφανίζεται εις τας γυναίκας, τον Σίμωνα, τους προς Εμμαούς πορευομένους, τους δέκα (άνευ του Θωμά), τους ένδεκα (μετά του Θωμά)˙ εν Γαλιλαία εις την Τιβεριάδα, εις τους πεντακοσίους, κλπ.˙ εν Ιερουσαλήμ πάλιν όταν αναλαμβάνεται. Οι ευαγγελισταί εξ όλων αυτών των εμφανίσεων αναφέρουν όσας θέλουν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 130).

ε') «Οι Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς αναφέρουν ότι ο Ιησούς άρχισε το κήρυγμα του μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του Βαπτιστή, ενώ ο Ιωάννης αναφέρει παράλληλη δράση και των δύο, προτού δηλαδή συλληφθεί ο Βαπτιστής. Δηλαδή οι ευαγγελιστές διαφωνούν»

Απάντηση: δεν διαφωνούν. Ο Ματθαίος π.χ. λέει (4, 12-17) «Ακούσας δε (ο Ιησούς) ότι Ιωάννης παρεδόθη, ανεχώρησεν εις Γαλιλαίαν, και καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ... Από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν˙ Μετανοείτε». Ο Μάρκος (1, 14-15) «Μετά δε το παραδοθήναι Ιωάννην ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού». Ο Ιωάννης, δεν διαφωνεί, απλώς παραθέτει μια ενδιάμεση λεπτομέρεια: Λέει ότι (3, 22-25) «ύστερα από αυτά ήλθε ο Ιησούς και οι μαθηταί του εις την Ιουδαίαν και έμεινε εκεί μαζί τους και εβάπτιζε. Ο Ιωάννης επίσης βάπτιζε εις την Αινών πλησίον του Σαλείμ, διότι εκεί ήταν πολλά νερά και ήρχοντο και εβαπτίζοντο. Διότι ο Ιωάννης δεν είχε ακόμη ριφθή εις την φυλακήν.» και ύστερα γράφει (1, 1-3) «όταν ο Κύριος έμαθε ότι οι Φαρισαίοι είχαν ακούσει ότι ο Ιησούς κάνει και βαπτίζει περισσότερους μαθητάς παρά ο Ιωάννης – αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν εβάπτιζε αλλά οι μαθηταί του – άφησε την Ιουδαίαν και επήγε πάλιν εις την Γαλιλαίαν». Δηλαδή, ο Ιωάννης στο ευαγγέλιό του αναφέρει την μετάβαση του Χριστού από την Ιουδαία στη Γαλιλαία ως δημόσιο πρόσωπο πλέον, γιατί την προηγούμενη φορά που ήταν εκεί ήταν ως ιδιώτης. Δεν λένε τα Συνοπτικά Ευαγγέλια ότι ο Ιησούς κρυβόταν ή δεν έκανε θαύματα ή δεν φανέρωνε ότι είναι Θεός πριν ο Βαπτιστής συλληφθεί.

στ') «Ο Ιωάννης λέει ότι ο Ιησούς γιόρτασε στα Ιεροσόλυμα τρία τουλάχιστον πάσχα (Κατά Ιωάννη 1, 13˙ 6, 4˙ 12, 1), ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο το πάσχα κατά το οποίο σταυρώθηκε. Άρα υπάρχει μεγάλη διαφορά στο χρόνο που δίδαξε ο Ιησούς, ανάμεσα στους τρεις και στον Ιωάννη».

Απάντηση: Στο Κατά Λουκάν (13, 7), ο Χριστός λέει «ιδού τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τη συκήι ταύτηι, και ουχ ευρίσκω», καθαρή δήλωση ότι ο Χριστός, όταν φονεύτηκε, πραγματοποιούσε την τρίτη επίσημη πασχαλινή επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα.

ζ') «Διαφορετική ημερομηνία σταύρωσης του Ιησού δίνουν οι τρεις πρώτοι ευαγγελιστές και διαφορετική ο Ιωάννης»

Απάντηση: «Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί τοποθετούν το πάσχα, κατά το οποίον εφονεύθη ο Ιησούς, κατά μίαν ημέραν πρότερον ή ο Ιωάννης. Το ιουδαϊκόν πάσχα, εορτή ακίνητος, ήρχιζεν από την νύκτα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν και πρώτη αυτού ημέρα εθεωρείτο η 15, ήτις ελέγετο και πρώτη των αζύμων. Την διαφωνίαν αυτήν συμπεραίνει η αρνητική κριτική εκ των εξής στοιχείων. α) Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί λέγουν δια την πέμπτην, ημέραν του μυστικού δείπνου, ότι τότε ήτο «η πρώτη των αζύμων, ότε το πάσχα έθυον» (Μτθ. 26, 17˙ Μρκ. 14, 12) ή «η ημέρα των αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι το πάσχα» (Λκ. 22, 7). β) Οι μαθηταί κατά την πέμπτην ερωτούν τον Κύριον «Πού θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν το πάσχα;» και το ετοιμάζουν κατά τας οδηγίας του κατά την αυτήν ημέραν˙ «και ητοίμασαν το πάσχα» (Μτθ. 26, 19˙ Μρκ. 14, 16˙ Λκ. 22, 13). γ) Ο Κύριος, όταν κάθηνται να φάγουν το εσπέρας της αυτής ημέρας, λέγει˙ «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ’ υμών προ του με παθείν» (Λκ. 22, 15). δ) Ο Ιωάννης εξ ετέρου λέγει ότι «προ της εορτής του πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα... λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν κλπ.» (Ιω. 13, 1-5). ε) Κατά τον Ιωάννην, όταν ο Κύριος εν τω μυστικώ δείπνω απέστειλεν έξω τον προδότην Ιούδαν δια τελευταίαν φοράν, ωρισμένοι μαθηταί δεν ηννόησαν περί τίνος πρόκειται, αλλά’ ενόμισαν ότι εννοεί «Αγόρασον ών χρείαν έχομεν εις την εορτήν, ή τοις πτωχοίς ίνα τι δώ» (Ιω. 13, 29). ς) Ο ίδιος ο Ιωάννης γράφει˙ «Άγουσιν ουν τον Ιησούν από του Καϊάφα εις το πραιτώριον˙ ην δε πρωΐ˙ και αυτοί ουκ εισήλθον εις το πραιτώριον, ίνα μη μιανθώσιν, αλλ’ ίνα φάγωσι το πάσχα» (Ιω. 18, 28). ζ) Πάλιν ο ίδιος λέγει˙ «Οι ουν Ιουδαίοι, ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ήν˙ ήν γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνου του σαββάτου˙ ηρώτησαν τον Πιλάτον κλπ.» (Ιω. 19, 31). Επομένως τα πάθη του Χριστού και κατά τους τέσσερας έγιναν ως εξής˙ την πέμπτην δείπνος και σύλληψις, την νύκτα της πέμπτης δίκη παρά τοις αρχιερεύσι, την παρασκευήν δίκη παρά τω Πιλάτω, σταύρωσις, θάνατος, ταφή˙ αλλά το πάσχα κατά μεν τους τρεις πρώτους ήρχισεν από την νύκτα της πέμπτης προς παρασκευήν, οπότε η Παρασκευή ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα, κατά δε τον Ιωάννην από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον, οπότε, όπως και γράφει, το σάββατον ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα.

Εάν όμως παρατηρήση κανείς καλύτερον, και κατά τους τρεις πρώτους ευαγγελιστάς προϋποτίθεται ότι η νυξ της πέμπτης προς παρασκευήν και η Παρασκευή δεν ήσαν ούτε πάσχα, ούτε η μεγάλη ημέρα της πρώτης των αζύμων. Διότι την νύκτα της πέμπτης όλην μέχρι το πρωΐ οι αρχιερείς δικάζουν τον Ιησούν, το πρωΐ οδηγούν τον Ιησούν εις τον Πιλάτον, την μεσημβρίαν της παρασκευής σταυρώνουν τον Ιησούν, αγγαρεύουν τον Σίμωνα Κυρηναίον «ερχόμενον απ' αγρού», οι φαρισαίοι Ιωσήφ και Νικόδημος το εσπέρας σπεύδουν να θάψουν τον Ιησούν, πριν φθάση η ώρα του πάσχα. Επομένως όλα αυτά τα γεγονότα, αφ' ενός μεν τους αποδεικνύουν συμφώνως προς τον Ιωάννην, αφ'’ ετέρου δε δίδουν την ορθήν ερμηνείαν εις τας προεκταθείσας φράσει των, εκ των οποίων κακώς συνεπεράνθη ότι τοποθετούν το πάσχα την παρασκευήν. Έχει δε η ορθή ερμηνεία ως ακολούθως. Κατά τον μωσαϊκόν νόμον το πάσχα έχει πέντε ημέρας ετοιμασίας και επτά ημέρας εορτασμού. Αι ημέραι 10-14 Νισάν είνε ετοιμασία του προβάτου. Αι ημέραι 15-21 είνε το πάσχα˙ κατά τας επτά αυτάς οι Ιουδαίοι έτωγον άζυμα, πικρά χόρτα, και τον πασχάλιον αμνόν (Έξ 12,3 – 19˙ Β' Παρ. 35, 1-17). Η ακριβεστέρα ώρα ενάρξεως του πάσχα ήτο η έναρξις της νυκτός της 14 προς την 15 Νισάν. Κατά το έτος του θανάτου του Κυρίου ήτο η Πέμπτη 13 Νισάν, η Παρασκευή 14 Νισάν, το Σάββατον 15 Νισσάν και πρώτη ημέρα των αζύμων αρχομένη βεβαίως από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον. Οι τρεις ευαγγελισταί, όταν λέγουν «η πρώτη ημέρα των αζύμων, ότε το πάσχα (= τον αμνόν) έθυον», εννοούν γενικώς και αορίστως «όταν έφθασε το πάσχα» και όχι ότι η Πέμπτη ήτο η πρώτη των αζύμων˙ όπως και ημείς σήμερον, λέγοντες «το πάσχα συνέβη αυτό», εννοούμεν και τας ημέρας της εβδομάδος των παθών και τας ημέρας της διακινησίμου. Πρόκειται περί τυπικής εκφράσεως και γενικού καθορισμού, και όχι περί ακριβούς καθορισμού ημερομηνίας. Όταν πάλιν λέγουν ότι «ητοίμασαν το πάσχα», δεν εννοούν ότι «έστρωσαν την πασχάλιον τράπεζαν», αλλά ότι επεράτωσαν τας κυριωτέρας ετοιμασίας δια το μετά δύο ημέρας αγόμενον πάσχα. Όταν κάθηνται μετά του Κυρίου να φάγουν τον δείπνον εκείνον κατά τον οποίον ο Κύριος παρέδωκε το αίμα του και την σάρκα του, ο δείπνος δεν ήτο πασχάλιος, δεν έτρωγον τον αμνόν και τα άζυμα. Ήτο από ιουδαϊκής πλευράς συνήθης δείπνος˙ άλλο αν από χριστιανικής ήτο ο πνευματικός πασχάλιος δείπνος. Ο Χριστός δηλαδή ακυρώνει το εβραϊκόν πάσχα της Π. Διαθήκης μίαν ημέραν προ της τελέσεώς του και προλαμβάνει να θύση το καινόν και αιώνιον πάσχα. Όταν ο Κύριος, ο οποίος ουδέποτε ως φαίνεται έφαγε μετά των μαθητών του το ιουδαϊκόν πάσχα, εξέφρασε τον διακαή του πόθον λέγων «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ' ημών προ του με παθείν», οι ευαγγελισταί δεν εννούν, ότι απήλαυσε την νοσταλγικήν αυτήν ανθρώπινην επιθυμίαν του˙ διότι όταν ήλθε η ώρα να φαγωθή το πάσχα, αυτός ήτο νεκρός εν τω τάφω˙ αφήνουν όμως να εννοηθή ότι η επιθυμία αυτή η τόσον αγνή και αγία εύρεν ως ανταπόκρισιν αντάξιαν εαυτής ένα άλλο πάσχα πνευματικόν και αιώνιον, το σώμα και το αίμα του επιθυμήσαντος Κυρίου, το οποίον όντως συνέφαγε μετά των μαθητών του «προ του αυτόν παθείν». Ώστε δεν διαφωνούν οι τέσσαρες ευαγγελισταί ως προς την ημερομηνίαν και ημέραν του ιουδαϊκού πάσχα» ( Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 127-129).

Για τα τέσσερα Ευαγγέλια ο καθηγητής Στ. Σάκκος δίνει τις εξής χρονολογίες συγγραφής: Κατά Ματθαίον, 50-60 μ.Χ. (το αρχαιότερο των Ευαγγελίων). Κατά Λουκάν, 58-64 μ.Χ. Κατά Μάρκον 64-78 μ.Χ. Κατά Ιωάννην, 69-72 μ.Χ. Η αξιοπιστία των υπολοίπων βιβλίων της Κ.Δ. φαίνεται στη σύγκριση με μερικές απλές συγκρίσεις μεταξύ των εξωχριστιανικών πληροφοριών και των κειμένων των χριστιανικών κειμένων. Κάποια παραδείγματα:

- Στην πόλη της Εφέσου δίνεται ο τίτλος «Νεωκόρος», δηλαδή «φύλακας του ναού της Αρτέμιδας» (Πράξεις 19, 35). Έχει βρεθεί ελληνική επιγραφή που περιγράφει την πόλη ως «Νεώκορον της Αρτέμιδος».

- Οι δικαστές των Φιλίππων, ρωμαϊκής αποικίας, αποκαλούνται στις Πράξεις (16, 20 και 35) «στρατηγοί». Ο κανονικός τίτλος αυτών ήταν «άρχοντες», αλλά οι ίδιοι προτιμούσαν το «στρατηγοί», για λόγους μεγαλύτερης αίγλης. Πράγματι, για την λατινική αποικία της Κάπουα, ο Κικέρωνας γράφει «Παρόλο που ονομάζονται άρχοντες, στις άλλες αποικίες, αυτοί οι άνδρες θέλησαν να ονομάζονται στρατηγοί» (De Lege Agraria, 34).

- Ο ανώτερος Ρωμαίος άρχοντας της Μάλτας ονομάζεται πρώτος στις Πράξεις (28, 7), τίτλος που επιβεβαιώνεται τόσο σε ελληνικές όσο και σε λατινικές επιγραφές ως ακριβής τίτλος του Ρωμαίου κυβερνήτη της Μάλτας.

- Στις Πράξεις 21, 27-34, διαβάζουμε πως, ενώ ο Παύλος ήταν στην Ιερουσαλήμ, διαδόθηκε μια φήμη ότι είχε εισάγει (πρώην) εθνικούς στον Ναό, στην εσωτερική αυλή, πράξη που συνεπαγόταν θανάτωση. Ύστερα από λίγο καταφτάνουν οι Ρωμαίοι κι ο Παύλος συλλαμβάνεται. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια προειδοποιητική επιγραφή των Ρωμαίων, που βρέθηκε το 1871 από τον C.S. Clermont-Ganneau, και βρίσκεται τώρα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λέει τα εξής: «Κανένας ξένος δεν επιτρέπεται να περάσει τα όρια γύρω από το Ναό και την περίφραξή του. Όποιος συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο, ας είναι προετοιμασμένος για τον επακόλουθο θάνατό του».

- Γράφοντας την επιστολή Προς Ρωμαίους από την Κόρινθο, όπου βρισκόταν το χειμώνα του 56-57 μ.Χ., ο Παύλος, αφού στέλνει χαιρετισμούς, γράφει «Ασπάζεται υμάς Έραστος, ο οικονόμος της πόλεως» (Ρωμ. 16, 23). Στη διάρκεια των ανασκαφών στην Κόρινθο, το 1929, ο καθηγητής T.L. Shear βρήκε ένα πλακόστρωτο με την επιγραφή ERASTUS PRO: AED: S: P: STRAVIT («Ο Έραστος, έφορος δημοσίων κτιρίων, έφτιαξε αυτό το πλακόστρωτο με δικά του έξοδα»). Η μαρτυρία αυτή υποδηλώνει ότι το πλακόστρωτο υπήρχε στη διάρκεια του πρώτου αιώνα μ.Χ., και κατά πάσα πιθανότητα οι δύο Έραστοι είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.

- Αναφέρεται η εκδίωξη των Ιουδαίων της Ρώμης επί Καίσαρα Κλαυδίου (Πράξεις 18, 2). Ο Σουητώνιος (Κλαύδιος, 25, 4) αναφέρει την εκδίωξη των Ιουδαίων από τη Ρώμη, υπό του Κλαυδίου. Ο Ορόσιος (7, 6) αναφέρει ότι η εκδίωξη αυτή έγινε το ένατο έτος της βασιλείας του Κλαύδιου, δηλαδή το 49 μ.Χ.

- Αναφέρεται στις Πράξεις ο ανθύπατος Αχαΐας, Γαλλίων (Πράξεις 18, 12-17). «Τώ 1905 εις Δελφούς ευρέθησαν τέσσαρα εκ των τεμαχίων μιας μαρμαρίνης πλακός φερούσης ελληνιστί γεγραμμένην μίαν επιστολήν του Κλαυδίου προς τους Δελφούς˙ εις αυτήν αναφέρεται ο Ιούνιος Γαλλίων ως εν ενεργεία ανθύπατος της Αχαΐας. Η Αχαΐα ως συγκλητική επαρχία είχε ανθύπατον ενιαύσιον. (...) Εκ των τίτλων του Κλαυδίου, οι οποίοι ηυξάνοντο κατ' έτος, συνάγεται, ότι η επιστολή εγράφη τω 51 ή 52 μ.Χ.. Ο Παύλος εδικάσθη υπό του Γαλλίωνος εν Κορίνθω προς το τέλος της επί 3 εξάμηνα διαρκεσάσης εν τη πόλει ταύτη παραμονής του. Εξ αμφοτέρων των τεκμηρίων, της εκδιώξεως των Ιουδαίων από Ρώμης και της ηγεμονίας του Γαλλίωνος, φαίνεται ότι ο Παύλος ήτο εν Κορίνθω κατά τα έτη 49-51 ή 50-52 μ.Χ. Οπότε και αι προς Θεσσαλονικείς Επιστολαί εγράφησαν κατά τα έτη 49-50» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 78). Σύμφωνα με τον καθηγητή Στ. Σάκκο, τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης, μετά την Ανάσταση έχουν ως εξής:

Γεγονότα

Προαιτάτη χρονολογία

Βραδυτάτη χρονολογία

Θάνατος Στεφάνου

31-34
 
Επιστροφή Παύλου

32-35

Θάνατος Ιακώβου του Ζεβεδαίου

46-48

Πρώτη περιοδεία Παύλου-Βαρνάβα

46-48

48-49

Σύνοδος αποστόλων εν Ιεροσολύμοις

48-49

Δευτέρα περιοδεία Παύλου

48-51

49-52

Άφιξις Παύλου εις Κόρινθον

49-50

Τρίτη περιοδεία Παύλου

51-57

52-58

Σύλληψις Παύλου εν Ιεροσολύμοις

57-58
 
Άφιξις δεσμίου Παύλου εις Ρώμην

60-61

Θάνατος Ιακώβου αδελφού Κυρίου

62-64

Άφιξις Πέτρου εις Βαβυλώνα Αιγύπτου

62-65

Αποφυλάκισις Παύλου

62-64

Τέταρτη περιοδεία Παύλου

62-66

64-68

Θάνατος Παύλου και Πέτρου

66-68

Άφιξις Ιωάννου εις Πάτμον

67-70

Θάνατος Ιωάννου

72-80

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 4ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών.

II. Στο έργο του Τάκιτου (? -115/7 μ.Χ.) Χρονικά (Annales), 15, 44

«...[ο Νέρων] διοχετεύει ύπουλα την ιδέα, ότι αίτιοι (για τον εμπρησμό της Ρώμης) είναι αυτοί που ήταν μισητοί για τα αισχρά τους έργα και ο λαός τούς αποκαλούσε Χριστιανούς˙ και τους βασανίζει με σκληρότερα βασανιστήρια. Ο εισηγητής αυτής της ονομασίας, Χριστός, καταδικάστηκε σε θάνατο από τον προυκαράτορα Πόντιο Πιλάτο επί της βασιλείας του Τιβέριου... για την ώρα η ολέθρια αυτή δεισιδαιμονία στριμώχτηκε... θανατώθηκαν όχι πλέον με την κατηγορία του εμπρησμού, αλλά για το μίσος προς το ανθρώπινο γένος. Και όταν θανατώνονταν, επινοήθηκαν αστείοι τρόποι...»

Στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της απουσίας παραποίησης.

α') Το απόσπασμα αυτό περιέχεται σε όλα τα χειρόγραφα των Χρονικών που έχουμε.

β') Το ύφος είναι ακριβώς όπως αυτό στα υπόλοιπα κείμενα του Τάκιτου.

γ') Το βιβλίο που περιγράφει τα έτη 29-32 μ.Χ. έχει χαθεί (John P. Meier, A Marginal Jew: Rethinking the Historical Jesus. New York: Doubleday, 1991, σ. 89). Αν υπήρχε παραποίηση, το βιβλίο δεν θα χανόταν, αλλά θα υπήρχε, παραποιημένο, ώστε να παραθέτει τα κρίσημα χρόνια του κηρύγματος και της Ανάστασης του Ιησού.

δ') Υπάρχει σαφής αντιχριστιανική χροιά στο κείμενο. Για να το γράψει Χριστιανός, θα έπρεπε να καταπνίξει τα πιστεύω του, να χλευάσει και να βρίσει τους πρωτομάρτυρες και αγίους.

ε') Ο Τάκιτος κατά γενική ομολογία είναι πολύ αξιόπιστος. Ο Ronald Syme, που έχει θεωρηθεί ως ο καλύτερος από τους σχολιαστές του Τάκιτου, στο Tacitus (Oxford: Clarendon, 1958) γράφει ότι (σ. 398) «η κύρια αρετή του Τάκιτου είναι η δυσπιστία» και προσθέτει ότι (σ. 281, 282) στον Τάκιτο «δεν ήταν άγνωστη η επιμελής έρευνα» και «η επιμέλειά του ήταν παραδειγματική». Ο G.E.F. Chilver, στο A Historical Commentary on Tacitus' Histories I and II. (Oxford: Clarendon, 1979) γράφει ότι (σ. 24) «δεν πρέπει να αμφισβητείται, ότι για τον Τάκιτο ο σκεπτικισμός ήταν αναπόφευκτος». Ο Donald Martin, στο Tacitus (Berkeley: U. of California Press, 1981) γράφει ότι (σ. 211) «είναι φανερό ότι ο Τάκιτος διάβαζε πολλά και η ιδέα ότι πίστευε άκριτα μεμονωμένες πηγές δεν ευσταθεί». Ο Michael Grant, στα Greek and Roman Historians: Information and Misinformation (London: Routledge, 1995), σ. 40-43 και στο Tacitus: The Annals of Imperial Rome (Penguin Books, 1973), σ. 18 γράφει ότι «ο Τάκιτος ήταν προσεκτικός, ώστε να αντιπαραθέτει ό,τι είχε του παραδοθεί προφορικά με την γραπτή παράδοση» και αλλού λέει ότι (σ. 20) «είναι αναμφίβολο ότι ο Τάκιτος επιμελήθηκε πολύ το να συλλέξει το υλικό του». Ο Donald Dudley, στο The World of Tacitus (Boston: Little, Brown & Co., 1968) γράφει ότι (σ. 29) «μπορεί να υποστηριχθεί με μεγάλη σιγουριά ότι η άποψη πως ο Τάκιτος αντέγραφε αυθεντίες που δεν επιβεβαιώνονταν αλλού δεν ισχύει». Ο Ronald Mellor, στο Tacitus (New York: Routledge, 1993) γράφει ότι (σ. 20, 45) «ο Τάκιτος δεν ακολουθεί δουλικά, όπως μερικοί παλαιότεροι Ρωμαίοι ιστορικοί, τις αλλοπρόσαλλες ιδέες των πηγών του» και (σ. 32) «ο Τάκιτος συμβουλευόταν παράξενες καθώς και προφανείς πηγές και διακρίνει το γεγονός από τη φήμη με σχολαστικότητα σπάνια για αρχαίους συγγραφείς». Ο Herbert W. Benario, στο An Introduction to Tacitus (Athens: U. of Georgia Press, 1975) λέει ότι (σ. 87) «ο Τάκιτος διάλεγε με ακρίβεια τις πηγές του και δεν εξαρτόταν πλήρως από καμμιά, και συχνά, σε κρίσημα σημεία, αγνοούσε την άποψη των προηγούμενων για να κάνει τις δικές του κρίσεις». Ο Arnaldo Momligliano, στο The Classical Foundations of Modern Historiography (Berkeley: U. of California Press, 1990) γράφει ότι (σ. 111-112) «ο Τάκιτος ήταν ένας συγγραφέας του οποίου η αξιοπιστία δεν μπορεί στα σοβαρά να αμφισβητηθεί». Παραθέτει ένα μόνο πιθανό λάθος του Τάκιτου, αλλά το εξηγεί επειδή ο Τάκιτος εμπιστεύτηκε κάποιον προηγούμενο ιστορικό αντί να συμβουλευτεί τα επίσημα αρχεία.

Αξίζει να σημειωθεί, πως μερικοί ισχυρίζονται ότι μόνο ο Τάκιτος αναφέρει τέτοιον διωγμό. Βρίσκονται σε άγνοια, διότι ο Σουητώνιος (τέλη 1ου-μέσα 2ου μ.Χ. αι.) στο βίο του Νέρωνα (16, 2) αναφέρει ότι «Τσάκισε τους Χριστιανούς με θανατικές καταδίκες, μια ράτσα ανθρώπων που ανήκαν σε μια νέα και κακοποιό δεισιδαιμονία».

Αντιρρήσεις για το απόσπασμα:

α') «Κανείς Πατέρας της Εκκλησίας δεν το παραθέτει ως απόδειξη» 

Απάντηση: φυσικά, διότι κανείς δεν προτίθετο να μεταφέρει τόσο σκληρές εκφράσεις προς το Χριστιανισμό και προς τους βασανιζόμενους... «με αστείους τρόπους» (π.χ. καίγονταν σαν φωτιστικές λαμπάδες) Χριστιανούς. Ακόμη κι αν δεν το παραθέτει κανείς, είναι σίγουρα αυθεντικό και όχι χριστιανική προσθήκη-δημιουργία, γιατί κανείς Χριστιανός δεν θα έβριζε έτσι τη θρησκεία του και τους αγίους μάρτυρες, ώστε να προσθέσει μια "Απόδειξη".

β') «Ο Τάκιτος μπορεί να πήρε τις πληροφορίες του για τον Ιησού από τους Χριστιανούς ή από τον Πλίνιο τον νεώτερο ή από κάποια άλλη δευτερεύουσα πηγή, και έτσι να μην είναι αξιόπιστος».

Απάντηση: Η ίδια η αξιοπιστία του Τάκιτου θα ήταν ικανή απάντηση, για την κατηγορία ότι αντιγράφει άκριτα ό,τι άκουσε από τους Χριστιανούς ή άλλους. Επιπλέον, ο Τάκιτος έχει έντονο το αντιχριστιανικό ύφος. Πώς θα μπορούσε να ρωτήσει τους Χριστιανούς, τους οποίους κατηγορεί ως εχθρούς της ανθρωπότητας; Γίνεται να βασίζεται κανείς σε πληροφορίες τόσο «άθλιων ανθρώπων»;

Για την αντιγραφή από τον Πλίνιο, είναι αλήθεια ότι οι δύο άντρες ήταν φίλοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πίστευε ό,τι του έλεγε ο Πλίνιος. Τα ''Χρονικά'', 15, 53 δείχνουν ότι ο Τάκιτος πήρε κάποιες πληροφορίες από τον Πλίνιο, αλλά και ότι τις αμφισβήτησε και τις θεώρησε τελείως αφελείς! Για μια απόπειρα συνωμοσίας και δολοφονίας του Νέρωνα, ο Τάκιτος αναγνωρίζει την δυσκολία ανεύρεσης της αλήθειας, σημειώνει όταν οι πληροφορίες του είναι αβέβαιες, και δεν χρησιμοποιεί κανένα από τα συμπεράσματα του Πλίνιου ως απόδειξη, διότι τα θεωρεί «τελείως παράλογα» (Clarence W. Mendell, Tacitus: The Man and his Work. New Haven: Yale University Press, 1957., σ. 209). Στο έργο του Τάκιτου «υπάρχουν εξηνταοκτώ περιπτώσεις, στις οποίες ο Τάκιτος αναφέρει είτε μια κατεγραμένη δήλωση είτε μια πεποίθηση κάποιου, τις οποίες δεν δέχεται να δεχτεί ως αληθείς» (Clarence W. Mendell, Tacitus: The Man and his Work. New Haven: Yale University Press, 1957, σ. 201).

γ') «Ο Τάκιτος δεν ενδιαφερόταν να ερευνήσει τις πληροφορίες του για τον Ιησού. Μπορεί να δέχτηκε άκριτα τις πληροφορίες των Χριστιανών».

Απάντηση: Αυτή η μέθοδος σίγουρα θα ήταν εντελώς αντίθετη με τον χαρακτήρα και τη μέθοδο του Τάκιτου. Αλλά αυτό επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές του για τους Ιουδαίους, έθνος που μισούσε περισσότερο από τους Χριστιανούς. Είναι παραπάνω από προφανές ότι ο Τάκιτος δεν πήρε τις απαξιωτικές πληροφορίες για τους Ιουδαίους από τους ίδιους κι ούτε θα καταδεχόταν ποτέ. Σίγουρα κανείς Ιουδαίος δεν θα του έλεγε όσα καταλογίζει στο έργο του για τους Ιουδαίους.

Το 95 μ.Χ. η ανηψιά του Δομιτιανού η Domatilla και ο άντρας της κατηγορήθηκαν για «αθεΐα», ότι δηλ. «παρασύρθηκαν σε ιουδαϊκά έθιμα». Φυσικά ο Ιουδαϊσμός ήταν ανεγνωρισμένη θρησκεία κι όχι «αθεΐα», άρα επρόκειτο για τον Χριστιανισμό. Τότε μπορεί ο Τάκιτος να βρήκε την ευκαιρία να μάθει για τον Χριστιανισμό όχι από φήμες, αλλά από επίσημα άτομα.

Ο Τάκιτος παραθέτει εξαιρετικά λεπτομερείς αναφορές για άτομα που παρίσταναν ότι ήταν ο αναστηθείς Νέρων και δίνει και άλλες δύο τέτοιες ιστορίες ανεστημένων (T. J. Luce and A. J. Woodman, eds. Tacitus and the Tacitean Tradition. Princeton U. Press, 1995, σ. 5), ώστε να τους «ξεσκεπάσει». Για τον Χριστό όμως, δεν κάνει την παραμικρή παρόμοια προσπάθεια.

δ') «Ο Τάκιτος δεν θα είχε άδεια να δει τα αυτοκρατορικά αρχεία, κι ακόμη κι αν είχε, αυτό δεν ήταν η συνήθης μέθοδός του να συμβουλεύεται γραπτές πηγές».

Απάντηση: Σίγουρα υπήρχε δυσκολία να δοθούν σε κάποιον τα κρατικά αρχεία για έρευνα. Αλλά ήταν να δοθούν σε κάποιον, ο Τάκιτος θα ήταν από τους πρώτους που θα του δινόταν άδεια. Ο Τάκιτος είχε μεγάλη φήμη, ως ρήτορας, πέρασε γρήγορα από πολλά κρατικά αξιώματα, καταλήγοντας έπαρχος της Ασίας, ένα από τα δύο σημαντικότερα αξιώματα (το άλλο ήταν έπαρχος της Αφρικής) κάτω από το συγκλητικό. Ήταν μέλος των ιερέων που ήταν υπεύθυνοι για τα σιβυλλικά βιβλία, τα οποία ήταν απόκρυφα, απαγορευμένα και κλειδωμένα στο Παλατίνο – και για πολλές τελετές του ρωμαϊκού κράτους. Ήταν γαμπρός του Agricola (Αγρικόλα), διοικητή της Βρεττανίας, που ήταν διοικητής για περισσότερο διάστημα απ' όσο κανείς άλλος, και φαίνεται να ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία λόγω της επιρροής του πεθερού του. Ως μεγάλος ιερέας, με μεγάλο αξίωμα κι επιρροή, δεν θα ήταν παράξενο, αν του επιτρεπόταν να συμβουλευτεί κρατικά αρχεία.

Εξάλλου υπάρχει απόδειξη ότι είχε τέτοια άδεια. «Αναφέρονται ομιλίες του αυτοκράτορα (Χρονικά, 1, 81). Αναφέρει γράμματα προς τον Τιβέριο και προς άλλους, (5,16 και 5,3) σαν να ήταν προσιτά σε αυτόν, ειδικά αυτό προς τον Τιβέριο» (Clarence W. Mendell, Tacitus: The Man and his Work. New Haven: Yale University Press, 1957, σ. 204). Στο 15,74 ο Τάκιτος παραθέτει τα αρχεία της Συγκλήτου από τον καιρό του Νέρωνα (Clarence W. Mendell, Tacitus: The Man and his Work. New Haven: Yale University Press, 1957, σ. 21) και παραθέτει αρχεία της Συγκλήτου κι αλλού (5,4). Τα αρχεία αυτά περιείχαν γράμματα από αυτοκράτορες, κυβερνήτες επαρχιών (π.χ. τον Πιλάτο), συμμάχους και ξένους βασιλείς. «Τα πρώτα έξη βιβλια των ''Χρονικών'' περιέχουν αφθονία πληροφοριών ολοφάνερα προερχόμενων από το επίσημο αρχείο, μόνο από εκεί δυνάμενων να βρεθούν» (Ronald Syme, Tacitus. Oxford: Clarendon, 1958., σ. 278). Σχετικά με ένα συμβάν στην Αφρική: «ότι ο Τάκιτος συμβουλεύτηκε τα συγκλητικά αρχεία αποδεικνύεται από τον χαρακτήρα του υλικού, από τη δομή του (Ronald Syme, Tacitus. Oxford: Clarendon, 1958, σ. 281). Ο Ronald Mellor (Tacitus. New York: Routledge, 1993) λέει ότι (σ. 19-20) για τις Ιστορίες του «ο Τάκιτος χρησιμοποίησε τα αρχεία της συγκλήτου για λεπτομερείς περιγραφές ομιλιών και λόγων». Ο Herbert W. Benario (An Introduction to Tacitus. Athens: U. of Georgia Press, 1975.) γράφει ότι (σ. 80-87) ο Τάκιτος έκανε χρήση των έργων προηγούμενων ιστορικών, ιδιωτικών αρχείων, συγκλητικών αρχείων και των acta diurna.

ε') «Ο Τάκιτος είναι προκατειλλημένος και διαστρεβλώνει τις πληροφορίες του. Η αναφορά του στον Ιησού ίσως είναι αποτέλεσμα της προκατάληψής του προς τις ασιατικές θρησκείες».

Απάντηση: Πάνω κάτω, κατηγορείται ο Τάκιτος, ότι επειδή είχε προκατάληψη για τις ανατολικές θρησκείες, δεν θα ενδιαφερόταν να ψάξει πολύ για την αλήθεια. Όμως, ενώ, όταν αναφέρει τα σχετικά με τους Ιουδαίους, ο Τάκιτος κάνει υποτιμητικά σχόλια, για τους Χριστιανούς θα έπρεπε αντίστοιχα, υποτιμώντας τους να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Ιησού ή να παραθέσει και φήμες ότι αυτός ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ, ώστε να τους γελοιοποιήσει εντελώς, ως πιστεύοντες σε ανύπαρκτο πρόσωπο. Δεν κάνει κάτι τέτοιο όμως.

στ') «Ο Τάκιτος αναφέρει τον Πιλάτο ως προκουράτορα, ενώ αυτός ήταν έπαρχος. Άρα είναι αναξιόπιστος. Διαφορετικά, σημαίνει ότι δεν συμβουλεύτηκε τα κρατικά αρχεία.»

Απάντηση: Υπάρχει απόδειξη πως υπήρχε ρευστότητα στη χρήση των όρων αυτών και ίσως ο Τάκιτος διέπραττε αναχρονισμό σκόπιμα.

Ο προκουράτορας είναι ένας οικονομικός διευθύνων, ένας αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος, ενώ ο έπαρχος ήταν στρατιωτικός αξιωματούχος. Ο John P. Meier (A Marginal Jew: Rethinking the Historical Jesus. New York: Doubleday, 1991. σ. 100) λέει ότι σε μια περιθωριακή επαρχία όπως την Ιουδαία πιθανόν δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ αυτών των αξιωμάτων. Εξάλλου, ο Τάκιτος δεν είναι ο μόνος που συγχέει τα αξιώματα. Ο Ιώσηπος αποκαλεί τον Πιλάτο «προκουράτορα» επίσης, στην Ιουδαϊκή αρχαιολογία (18, 5, 6). Πού θα ήταν το παράξενο, αν ο Πιλάτος κατείχε και τα δύο αξιώματα, του έπαρχου και του προκουράτορα, σε μια υποβαθμισμένη επαρχία; «Τόσο οι προκουράτορες όσο και οι έπαρχοι στην Ιουδαία είχαν το δικαίωμα να εκτελούν εγκληματίες που δεν ήταν Ρωμαίοι πολίτες» (Robert Van Voorst, Jesus Outside the New Testament. Grand Rapids: Eerdmans, 2000, σ. 48). Η αρχή να κατέχονται από ένα άτομο και τα δύο αξιώματα ίσχυε ήδη από τότε που προσαρτήθηκε η Ιουδαία, το 6 μ.Χ. Δεδομένου ότι ο Τάκιτος ήταν ελιτιστής, υψηλόβαθμος, θεώρησε ότι το να γράψει πως ο προκουράτορας, κι όχι πολύ πιο υψηλόβαθμός του έπαρχος, –εκτέλεσε έναν εγκληματία, ώστε να εκφράσει την περιφρόνησή του. Δηλαδή να πει: «εκτελέστηκε (ο Ιησούς) από έναν ασήμαντο κρατικό υπάλληλο, τόσο σπουδαίος ήταν ο ιδρυτής της θρησκείας τους».

Μπορεί ο Τάκιτος να διέπραξε αναχρονισμό για δύο λόγους. Πρώτον, για να αποφύγει σύγχυση. Ο E. P. Sanders (The Historical Figure of Jesus. New York: Penguin Press, 1993, σ. 23) παραθέτει απόδειξη μέσω επιγραφών ότι το αξίωμα που ο Πιλάτος κατείχε λεγόταν «έπαρχος» μεταξύ 6 και 41 μ.Χ. αλλά μετά ονομάστηκε «προκουράτορας» στα έτη 44-66 μ.Χ., κι έτσι συμπεραίνει ότι ο Τάκιτος απλώς διάλεξε εκείνη την ονομασία του τίτλου, την οποία οι σύγχρονοί του αναγνώστες θα καταλάβαιναν ευκολότερα. Καθώς η ιστορία του προοριζόταν κυρίως για τους συγκλητικούς και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους, τόσο ο Τάκιτος όσο και αυτοί ελάχιστα θα πρόσεχαν την αλλαγή στον τίτλο, διότι θα καταλάβαιναν πως είναι το ίδιο αξίωμα, πως λέγοντας «προκουράτορας» για μια αρχαιότερη εποχή εννοεί το «έπαρχος» και δεν θα το θεωρούσαν λάθος.

Έτσι, η ένσταση για τη διαφορά μεταξύ των τίτλων απορρίπτεται κι ο Τάκιτος είχε πρόσβαση στα αρχεία, δίχως να κάνει κάποιο λάθος λόγω μη πρόσβασης.

ζ') «Ο Τάκιτος αναφέρει τον Ιησού ως Χριστό και όχι με το κανονικό του όνομα. Έτσι, μάλλον δεν είχε πρόσβαση στα κρατικά αρχεία».

Απάντηση: Βάσει των παραπάνω, των σχετικών με την διαφορά μεταξύ προκουράτορα και έπαρχου, δεν είναι καθόλου παράξενο αν ο Τάκιτος ανέφερε τον Ιησού με το όνομα, με το οποίο ήταν περισσότερο γνωστός, δηλαδή Χριστό. Άλλωστε, αν τον ανέφερε ως Ιησού αντί για Χριστό, δεν θα μπορούσε να πει ότι «αυτός (ο Χριστός) ήταν ο εισηγητής της ονομασίας (των Χριστιανών)»˙ θα έπρεπε να δώσει κι άλλες εξηγήσεις, οι οποίες περιττεύουν, αν χρησιμοποιούσε το «Χριστός». Δεν είναι ανάγκη δηλαδή, στα αυτοκρατορικά αρχεία να υπήρχε το όνομα Χριστός. Όπως και με το προκουράτορας, το οποίο ήταν έπαρχος, έτσι και με το Χριστός, τα κρατικά αρχεία θα έγραφαν Ιησούς, αλλά ο Τάκιτος το άλλαξε για τους λόγους που αναφέραμε. Και φυσικά, το «Χριστός» μπορεί, όπως είπαμε, να χρησιμοποιηθεί ως κύριο όνομα κι όχι με τη σημασία του «ο (πραγματικός) κεχρισμένος Μεσσίας».

η') «ο Τάκιτος αναφέρει ένα πολύ μεγάλο πλήθος Χριστιανών που πιάστηκε. Δεν μπορεί να ήταν τόσοι πολλοί Χριστιανοί στη Ρώμη τόσο νωρίς».

Απάντηση: το «μεγάλο πλήθος» είναι πράγματι πολύ σχετικό. Δεν αποδεικνύει τίποτα η αντίρρηση αυτή. Δίχως να δίνει συγκεκριμένο αριθμό, ο Τάκιτος μπορεί να θεωρεί τον αριθμό πολύ μεγάλο για μια τέτοια κακούργα αίρεση (αλλά στην πραγματικότητα να είναι μικρός). Η αίσθηση της ποσότητας διαφέρει ανάλογα με αυτόν που περιγράφει, αυτό που περιγράφεται και το τί θα περίμενε κανείς να μετρήσει συγκριτικά με το τι μέτρησε. Ένα κούφιο επιχείρημα.

θ') «Ο Τάκιτος υποτίθεται ότι όταν αναφέρει μια αναπόδεικτη φήμη, πάντα γράφει ότι αυτό που αναφέρει είναι (αναπόδεικτη) φήμη. Αν όμως αναφέρει μια φήμη χωρίς να πει ότι είναι φήμη, δε το ξέρουμε».

Απάντηση: Πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι ο Τάκιτος αναφέρει φήμες, θεωρώντας τις φήμες, χωρίς να τις χαρακτηρίζει φήμες, τη στιγμή που ξέρουμε ότι ο Τάκιτος έχει τη συνήθεια να αναφέρει αν κάτι είναι απλώς φήμη; Φυσικά αυτό το «πάντα» μπορεί να είναι παγίδα. Αλλά δίχως απόδειξη περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη περίπτωση είναι αποδεδειγμένα η εξαίρεση, και δεδομένου του χαρακτήρα του Τάκιτου, πού βασίζεται η γνώμη των αρνητών; Η αντίρρηση ζητά αποδείξεις για πράγματα που η ίδια δεν μπορεί να αποδείξει.

ι') «Δεδομένης της άσχετης αναφοράς του Τάκιτου στον Χριστό, δε θα πρεπε να ξαφνιαστούμε, που ο Τάκιτος παραθέτει αυτήν τη φήμη δίχως να την χαρακτηρίσει φήμη».

Απάντηση: Γιατί είναι «άσχετη» η αναφορά του Τάκιτου, εφόσον πραγματεύεται τον εμπρησμό της Ρώμης, τον οποίο υποτίθεται ότι διέπραξαν οι Χριστιανοί; Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αναφορά του Τάκιτου στον Χριστό δεν είναι καθόλου άσχετη παρεμβολή, και συνεπώς δεν είναι κάτι το οποίο παρατίθεται ως φήμη. Επιπλέον, δεν υπάρχει απαραίτητα συσχέτιση μεταξύ ενός «άσχετου περιστατικού» με την αναφορά του ως φήμη δίχως όμως να χαρακτηρίζεται «φήμη». Ποιος λέει ότι θα έπρεπε, ακόμη κι αν ήταν, που δεν είναι, άσχετο περιστατικό, ο Τάκιτος να παραθέσει αδιάφορα μια φήμη, δίχως να την χαρακτηρίσει φήμη, εφόσον δεν είναι στο χαρακτήρα του να παραθέτει ως φήμη κάτι δίχως να το χαρακτηρίζει φήμη; Αναπόδεικτες αιτιάσεις.

ια') «Ο Τάκιτος, όπως φαίνεται και στα ''Χρονικά'' και στις ''Ιστορίες'' του, σχεδόν ποτέ δεν παραθέτει τις πηγές του. Συνεπώς, δεν ξέρουμε τί θεώρησε ότι ήταν φήμη, σε αντίθεση με αυτό που θεωρούσε ως «αξιόπιστη» προφορική πηγή».

Απάντηση: Οι αρχαίοι ιστορικοί δεν ένοιωθαν πως ήταν υποχρεωμένοι να αναφέρουν τις πηγές τους. Ελάχιστοι παραθέτουν πού και πού κάποια πηγή. Δεν είναι λοιπόν μόνο ο Τάκιτος η εξαίρεση, ώστε να αμφισβητήσουμε την αξιοπιστία του, επειδή δεν αναφέρει πηγές. Ίσως ο Τάκιτος «εξαπατήθηκε» θεωρώντας μια πηγή ως αξιόπιστη, ενώ ήταν φήμη, και γι' αυτό δεν την χαρακτηρίζει φήμη. Αλλά αυτό, δεδομένης της κριτικής ικανότητας του Τάκιτου είναι δυνατόν μόνο αν πιστέψουμε σε συνωμοσίες. Και επιπλέον, η αντίρρηση αυτή χρειάζεται επιχείρημα πως ειδικά στο κείμενο που μας αφορά συνέβη το πράγμα αυτό, αλλιώς είναι οι συνήθεις αοριστίες.

ιβ') «Πώς το ξέρουμε ότι, αν ο Τάκιτος δεν είχε ερευνήσει την ιστορικότητα του Ιησού, θα πίστευε ότι η ιστορικότητα του Ιησού είναι αβάσιμη φήμη;»

Απάντηση: Ο Τάκιτος μπορεί (και) να υπέθεσε ότι ο Ιησούς υπήρξε, αλλά αυτό δεν αποκλείει να έκανε τέτοιες έρευνες –π.χ. στα κρατικά αρχεία – που να του αποδείξουν ότι όντως υπήρξε ο Ιησούς.

Οι αντιρρησίες ίσως πουν ότι ο Τάκιτος δεν παραθέτει στοιχεία για τον Χριστιανισμό, και γι' αυτό δεν τον ενδιέφερε ούτε ο Χριστός, και επομένως η αναφορά του σε αυτόν ήταν χωρίς κριτική επεξεργασία. Αυτοί μπερδεύουν την ποσότητα με την ποιότητα. Ο Τάκιτος δεν έγραψε ιστορία του Χριστιανισμού, αλλά ανέφερε κάποια βασικά πράγματα, για να διευκολύνει τους αναγνώστες του, όταν θα διάβαζαν για τον εμπρησμό της Ρώμης. Πιστεύουν ότι, για να έχει εκατό τοις εκατό εξακριβώσει ο Τάκιτος αυτό που λέει για τον Χριστό, θα έπρεπε να γράψει ολόκληρη μελέτη για τον Χριστιανισμό. Μεγάλο λάθος.

Στην πραγματικότητα, αυτό που οι αρνητές της αυθεντικότητας της αναφορά του Τάκιτου λένε είναι: «Ναι, παραδεχόμαστε ότι ο Τάκιτος συνήθως είναι αξιόπιστος και ακριβής και εξετάζει τα πράγματα, αλλά αυτή ίσως είναι εξαίρεση». Δίχως καμμιά απόδειξη φυσικά.

Συμπέρασμα:

1. Μαθαίνουμε ότι ο Χριστός ήταν ο αρχηγός της θρησκείας κι όχι, όπως λένε κάποιοι, ότι ο Παύλος ήταν ο ιδεολογικός ιδρυτής.

2. Επιβεβαιώνεται η εκτέλεση του Ιησού από τον Πιλάτο.

3. Αναγνωρίζεται η Ιουδαία ως πηγή της θρησκείας, κι έτσι καταρρίπτονται αστείες θεωρίες περί αντιγραφής από παγανιστικές θρησκείες.

III. Η αναφορά του Πλίνιου του Νεώτερου, σε επιστολή προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό, το 111 μ.Χ.:

«...5 ...τους έβαζα να επικαλεστούν τους θεούς...και επιπλέον να βρίσουν τον Χριστό˙ έπειτα έκρινα ότι πρέπει να τους αφήσω.... 6 κι όλοι αυτοί προσκύνησαν και την εικόνα σου και τα είδωλα των θεών και έβρισαν τον Χριστό.7 βεβαίωναν (οι Χριστιανοί) ότι το μεγαλύτερο παράπτωμα ή η μεγαλύτερη πλάνη τους ήταν, ότι συνήθιζαν μια ορισμένη μέρα πριν από την ανατολή του ήλιου να συναθροίζονται, να υμνούν εναλλάξ τον Χριστό ως Θεό, και να ορκίζονται ότι δε θα φονεύσουν....8 ...δεν διαπίστωσα τίποτε άλλο παρά μια τιποτένια και υπερβολική δεισιδαιμονία.»

«Το ύφος μοιάζει με αυτό των άλλων επιστολών και τα γράμματα είναι γνωστά από τον καιρό του Τερτυλλιανού [196-212]» (Robert Van Voorst, Jesus Outside the New Testament. Grand Rapids: Eerdmans, 2000, σ. 27).

Αντιρρήσεις:

α') «Αν ο Πλίνιος κατηγορούσε τους λάτρεις του Σέραπη ή του Απόλλωνα, θα του έλεγαν πως έψελναν ύμνους σε αυτούς, αλλά αυτό δε σημαίνει πως αυτοί οι παγανιστικοί θεοί υπήρχαν ως άνθρωποι».

Απάντηση: Ασφαλώς οι λάτρεις του Σάραπη ή του Απόλλωνα δεν θεώρησαν ότι ήταν άνθρωποι οι θεοί τους, ενώ οι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος. Επιπλέον υπάρχει η λέξη «ως» Θεό. Δηλαδή ο Πλίνιος απορεί που λατρεύουν έναν θνητό ως θεό.

β') «Ο Πλούταρχος – που έζησε την ίδια εποχή με τον Πλίνιο, στα βιβλία του καταδικάζει τόσες και τόσες αιρέσεις και δεισιδαιμονίες, συμπεριλαμβανομένου και του Ιουδαϊσμού. Τον Χριστιανισμό ή τον Χριστό δεν τους αναφέρει καν. Γιατί;»

Απάντηση: διότι ο Πλούταρχος έζησε στην νότια Ελλάδα, ένα μέρος όπου ο Χριστιανισμός είχε εξαπλωθεί πολύ λίγο σε σχέση με την Βιθυνία, όπου βρισκόταν ο Πλίνιος, και όπως ο ίδιος λέει οι ναοί άρχισαν να ερημώνουν εξαιτίας του. Στην Κόρινθο και την Αθήνα υπήρχαν μικρές χριστιανικές κοινότητες, αλλά λόγω έλλειψης διωγμών, δεν υπήρχε αφορμή για κάτι τέτοιο. Ούτε έδιναν αφορμές οι Χριστιανοί σε κανέναν να τους κατηγορήσει ότι σέρνονταν στο χώμα ή ότι έκαναν άλλες εξευτελιστικές πράξεις ή ότι ζητιάνευαν.

γ') «Είναι πολύ αργά γραμμένη η επιστολή, ώστε να αποτελεί τεκμήριο για την ύπαρξη του Ιησού».

Απάντηση: έχει απαντηθεί στην ζ'’ αντίρρηση κατά του αποσπάσματος του Ιώσηπου.

IV. Η μαρτυρία του Mara-Bar Serapion, κάπου μεταξύ 73 και 160 μ.Χ. (Robert Van Voorst, Jesus Outside the New Testament. Grand Rapids: Eerdmans, 2000, σ. 56):

«Τί κέρδισαν οι Αθηναίοι θανατώνοντας τον Σωκράτη; Λιμός και πανούκλα επήλθε σε αυτούς ως καταδίκη για το έγκλημά τους. Τί κέρδισαν οι Σάμιοι καίγοντας τον Πυθαγόρα; Σε μια στιγμή η χώρα τους καλύφθηκε με άμμο. Τί κέρδισαν οι Εβραίοι σκοτώνοντας τον σοφό βασιλιά τους; Ακριβώς μετά το βασίλειό τους χάθηκε. Ο Θεός δίκαια εκδικήθηκε τους τρεις αυτούς σοφούς άνδρες. Οι Αθηναίοι πέθαναν από πείνα, οι Σάμιοι καλύφθηκαν από τη θάλασσα, οι Εβραίοι κατεστραμμένοι διώχθηκαν από τη γη τους και ζουν σε πλήρη απελπισία. Αλλά ο Σωκράτης σίγουρα δεν πέθανε. Ζει στα κηρύγματα του Πλάτωνα. Ο Πυθαγόρας δεν πέθανε, σίγουρα. Ζει μέσα στο άγαλμα της Ήρας. Ούτε ο σοφός βασιλιάς πέθανε. Ζει στα διδάγματα που έδωσε».

Αντιρρήσεις:

α') «Δεν αναφέρεται η λέξη Ιησούς. Το «σοφός βασιλιάς» δεν σημαίνει απαραίτητα Ιησούς. Υπήρχαν τόσοι πολλοί ψευδομεσσίες τον καιρό εκείνο, και μπορεί να αναφέρεται σε έναν από εκείνους».

Απάντηση: το κείμενο δίνει εφτά κριτήρια περιγράφοντας τον βασιλιά αυτόν. Κανείς από τους ψευδομεσσίες δεν πληρούσε και τα επτά κριτήρια, τα οποία είναι:

i) εκτελέστηκε. ii) Κατείχε τη σοφία. iii) Εκτελέστηκε πριν το ιουδαϊκό βασίλειο καταστραφεί. iv) Εκτελέστηκε προτού οι Ιουδαίοι διασπαρούν. v) Εκτελέστηκε λόγω των πράξεων των Ιουδαίων. vi) Συνέχισε να ζει μέσα από τη διδασκαλία που έδωσε. vii) Αναφερόταν ως «Βασιλιάς».

Ποιος μπορεί να είναι αυτός; Μερικοί λένε ότι ήταν ένας Εσσαίος «Διδάσκαλος της Ευσέβειας», αλλά υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι για το ποιος ήταν ο ίδιος ο «Δάσκαλος της Ευσέβειας», συμπεριλαμβανομένου και του Ιησού (Charles F. Pfeiffer, The Dead Sea Scrolls and the Bible. Grand Rapids: Baker Book House, 1969, σ. 72-77). Πάντως, ο δάσκαλος αυτός της ευσέβειας δεν πληροί παρά μόνο τα κριτήρια ii) και vi).

Ο «Βασιλιάς» αυτός εκτελέστηκε. Όσες προσπάθειες κι αν έγιναν να αποδειχθεί ότι και ο Εσσαίος Δάσκαλος της Ευσέβειας επίσης μαρτύρησε ή ακόμη σταυρώθηκε, οι πάπυροι της Νεκράς Θάλασσας δεν λένε τίποτα περισσότερο για το μαρτύριο του Δασκάλου, εκτός από το ότι υπέστη γενικώς καταδίωξη και ήταν σε κίνδυνο. Δεν λένε ότι θανατώθηκε. Έτσι, οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι αυτός ήταν ο βασιλιάς, ουσιαστικά είναι αντίθετη στα στοιχεία των παπύρων. Επομένως, ο Διδάσκαλος δεν πληροί ούτε τα κριτήρια iii, iv, v. Σχετικά με το κριτήριο iv:

Προφανώς όσο πιο πίσω πάμε, τόσο πιο δύσκολα ταιριάζει η περιγραφή, διότι αφού αμέσως μόλις ο βασιλιάς σκοτώθηκε, καταλύθηκε το βασίλειο των Εβραίων. Αν αυτός είναι ο Ονίας Γ', τότε η κατάλυση του ιουδαϊκού βασιλείου συνέβη περίπου 240 έτη νωρίτερα. Αν αυτός ήταν ο Ιούδας ο Εσσαίος, τότε συνέβη η κατάλυση 170 χρόνια νωρίτερα. Όποιος και να ήταν αυτός ο Δάσκαλος, πέθανε στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, πράγμα που τον τοποθετεί πολύ μακριά από το «αμέσως μετά την κατάλυση», δηλαδή το 70 μ.Χ., όταν οι Ιουδαίοι διεσπάρησαν στην οικουμένη και το βασίλειό τους κατελύθη.

Φυσικά, ο Δάσκαλος αυτός δεν αναφέρεται ως «Βασιλιάς», αλλά στα χειρόγραφα του Qumran ως ιερέας.

β') «Το κείμενο δείχνει ότι ο «Βασιλιάς» αυτός ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και του Πυθαγόρα».

Απάντηση: Φυσικά και δεν δείχνει κάτι τέτοιο. Όταν ο Σωκράτης γεννήθηκε, ο Πυθαγόρας ήταν 60 χρονών! Δεν υπάρχει καμμία χρονική συγγένεια μεταξύ των τριών.

γ') «Το κείμενο είναι χρονικά απομακρυσμένο από τον Ιησού και πιθανώς επηρεασμένο από τη χριστιανική παράδοση. Κατηγορούνται οι Ιουδαίοι που σκότωσαν το βασιλιά τους. Η χρήση του «Βασιλιάς των Ιουδαίων» παραπέμπει σε χριστιανική επιρροή».

Απάντηση: Η χρονική διαφορά 70-100 χρόνων δε σημαίνει τίποτα, το έχουμε ξαναπεί. Το να σκέφτεσαι ανεξάρτητα δεν είναι εφεύρεση του 21ου αιώνα, υπήρχε και τότε, και συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει χριστιανική επίδραση. Η ομοιότητα δεν συνεπάγεται αντιγραφή ή επίδραση. Τα ευαγγέλια δεν γράφτηκαν το 33 μ.Χ., αλλά αργότερα, κι αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της συγγραφής τους και της συγγραφής του κειμένου αυτού, είναι μικρότερος, αφήνοντας μικρότερο χρόνο για χριστιανική επίδραση. Άλλωστε, ο Ιησούς κατηγορήθηκε ότι προσπάθησε να γίνει βασιλιάς των Ιουδαίων. Αυτό απηχεί τη φήμη του ως βασιλιά.

V. Η αναφορά του Ταλμούδ.

Η κύρια αντίρρηση είναι ότι οι συγγραφείς του Ταλμούδ δεν είχαν για τον Ιησού παρά μόνο μία πηγή: τους Χριστιανούς. Ωστόσο, δεν ξέρουμε καν πόσες πηγές είχε το Ταλμούδ, κι αν αυτές ήταν οι χριστιανικές.

Πάντως, ο θυμός και η μανία του Ταλμούδ κατά του Χριστού και του Χριστιανισμού οδηγεί σε ένα λογικό συμπέρασμα: εάν οι Ιουδαίοι συγγραφείς ήθελαν να πουν ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε, θα το έλεγαν. Δεν το είπαν. Γιατί; Διότι δε μπορούσαν να αρνηθούν την πραγματικότητα. Εάν πάλι υπήρχε το παραμικρό στοιχείο, που θα τούς έδινε το δικαίωμα να πουν ότι ο Ιησούς αυτός δεν υπήρξε, θα έλεγαν «δεν υπήρξε». Αν η Ιστορία τούς έδινε αυτό το δικαίωμα, η κριτική τους κατά των Χριστιανών θα στρεφόταν προς αυτήν την κατεύθυνση, και θα συμπεριλάμβανε και την «ανυπαρξία του Ιησού» στα όπλα της πολεμικής του Ταλμούδ. Αναρωτιέται κανείς, γιατί δεν υποστήριξαν ότι δεν υπήρξε Ιησούς, οι Ιουδαίοι. Θα ήταν γι' αυτούς πολύ ευκολότερο να το πουν, αντί να εφευρίσκουν φανταστικές ιστορίες (ότι ήταν γιος Ρωμαίου στρατιώτη κ.ά.). Αν το έλεγαν, θα έφερναν τους Χριστιανούς σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν είχαν όμως στοιχεία, κι έτσι το μόνο που τους απέμεινε ήταν να δυσφημήσουν τον υπαρκτό Ιησού. Κανείς αντίπαλος του Χριστιανισμού δεν το είπε όμως τους τέσσερεις πρώτους αιώνες.

«Ναι, αλλά το Ταλμούδ εγράφη μεταξύ 2ου και 6ου αιώνα. Τί εγκυρότητα έχει η μαρτυρία ενός βιβλίου π.χ. του 5ου αιώνα για την ιστορικότητα ενός προσώπου τον 1ο αιώνα;»

Απάντηση: τα εδάφια που μιλούν για τον Ιησού υπάρχουν από τον 2ο αιώνα μ.Χ. Η αντικειμενική απόδειξη ότι υπάρχουν αυτά από τότε, είναι ότι ο ίδιος ο Κέλσος (2ος αι.) ουσιαστικώς τα αντιγράφει, λέγοντας ότι ο Ιησούς ήταν γιός ενός Πανδήρα, πράγμα που λέγεται στο Ταλμούδ. Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι το Ταλμούδ ανέφερε εξ αρχής τον Ιησού.

VI. Η αναφορά του Λουκιανού στο Περί της Πελεγρίνου τελευτής, 11 και 15:

«...κι εκείνοι (οι Χριστιανοί) τον σέβονταν σαν θεό τους και τον είχαν νομοθέτη και αρχηγό, μετά από εκείνον φυσικά που ακόμη τον λατρεύουν, τον άνθρωπο που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη (τὸν ἄνθρωπον τὸν ἐν τῇ Παλαιστίνῃ ἀνασκολοπισθέντα), επειδή εισήγαγε στη ζωή αυτή την καινή τελετή... προσκυνούν δε τον εσταυρωμένο εκείνον σοφιστή και ζουν σύφμωνα με τους νόμους εκείνου (αρχαίο κείμ.: τὸν δὲ ἀνεσκολοπισμένον ἐκεῖνον σοφιστήν)».

Φυσικά ένα τέτοιο προσβλητικό κείμενο ουδέποτε θα ήταν αποτέλεσμα Χριστιανού συγγραφέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι «κακοί Χριστιανοί» που «έκαψαν όσα βιβλία δεν συμφωνούσαν μαζί τους» διέσωσαν μια σάτυρα κατά των Χριστιανών και τις ύβρεις κατά του Χριστού. Ιδού ο Σκοτεινός Μεσαίωνας.

Αντιρρήσεις:

α') «Ο Λουκιανός απλώς παίρνει τις πληροφορίες του από τους Χριστιανούς και τις μεταφέρει. Δεν λέει κάτι δικό του. Έτσι, δεν πρόκειται για πληροφορία για την ύπαρξη του Ιησού, αφού είναι από χριστιανικές πηγές. Εξάλλου είναι πολύ μεταγενέστερη πηγή».

Απάντηση: Ο Λουκιανός ήταν αθεϊστής. Χλεύαζε τους παγανιστικούς θεούς, αλλά, όπως φαίνεται χλεύαζε και τις ανατολίτικες δοξασίες. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τον ορθολογιστή Κυνικό και Επικούρειο Λουκιανό να αναζητά πληροφορίες για το Χριστιανισμό, τους Χριστιανούς και τον Χριστό από τους ίδιους, από ανθρώπους που περιφρονούσε ως «βλάκες», όπως τους αποκαλεί (παράγραφος 13).

Όμως ο Λουκιανός αναφέρεται στον τρόπο θανάτωσης του Ιησού ως «ανασκολπισμό» κι όχι σταύρωση. Αποκαλεί τον Ιησού «ανεσκολοπισμένον» κι όχι εσταυρωμένον. Αυτό είναι μεγάλη απόδειξη πως ο Λουκιανός δεν πήρε τις πληροφορίες του από τους Χριστιανούς, αλλά από άλλες πηγές. Δηλαδή δεν αντιγράφει χριστιανικές μαρτυρίες, και συνεπώς δεν είναι αναξιόπιστος.

Ότι είναι μεταγενέστερος δεν λέει τίποτε, όπως έχουμε πει. Γράφει το 165-167 μ.Χ. Δεν είναι παρά 120 χρόνια μετά τον Ιησού, 100 με 90 χρόνια από τα Ευαγγέλια.

β') «Πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι ο Λουκιανός δεν γράφει ακόμη μια Φανταστική ιστορία, όταν περιγράφει τον Ιησού; Είναι από ιστορική άποψη, ακριβής και αξιόπιστος ο Λουκιανός;»

Απάντηση: Ναι, είναι. Μπορεί να έγραψε ένα σωρό φανταστικές ιστορίες με πλήθος φανταστικά ταξίδια, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται σε απόηχο ιστορικών γεγονότων έχοντας κατά νου τους Χριστιανούς, τους οποίους θέλει να χλευάσει. Τους χλευάζει τόσο πολύ, ώστε δεν τίθεται ζήτημα να εφεύρει κι έναν «ανύπαρκτο» ηγέτη τους. Αν ήθελε να δώσει την χαριστική βολή θα έγραφε λ.χ. «ο ανύπαρκτος σοφιστής, που λένε ότι έζησε στην Παλαιστίνη, για να εξαπατούν τον κόσμο και να δίνουν κύρος στην θρησκεία τους» ή κάτι παρόμοιο.

Επιπλέον, ο Λουκιανός έχει γράψει πραγματεία ''Πώς δει την ιστορίαν συγγράφειν'', όπου δείχνει να ενδιαφέρεται πάρα πολύ για την ιστορική ακρίβεια και γράφει μεταξύ άλλων «ο ιστορικός δεν πρέπει να θυσιάζει σε κανένα θεό παρά στην Αλήθεια. Πρέπει να παραμελήσει ο,τιδήποτε άλλο. Η ιστορία αντιπαθεί την παρεμβολή και του ελάχιστου λάθους. Το καθήκον του ιστορικού είναι να λέει τα πράγματα όπως συνέβησαν» (H. W. Fowler, The Works of Lucian of Samosata. Oxford: Clarendon, 1905, σ. 126-128).

Ο Λουκιανός ήταν μορφωμένος, λάτρης της ιστορικής ακρίβειας όταν επρόκειτο για ιστορικά ζητήματα, και γνώριζε για τους Χριστιανούς. Εάν ήξερε ότι ο Ιησούς ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο ή αν κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ, θα χρησιμοποιούσε τα στοιχεία αυτά στη σάτυρά του.

8) Συνολικά, όσον αφορά τους εθνικούς έως τον Λιβάνιο, υπάρχουν για τον Χριστό ή και τους Χριστιανούς οι αναφορές του Τάκιτου, του Πλίνιου Σεκούνδου, του Τραϊανού, του Επίκτητου, του Αδριανού, του Σουητώνιου, του Αντωνίνου Πίου, του Μάρκου Αυρήλιου, του Λουκιανού, του Κέλσου, του Δίων Κάσσιου, του Αίλιου Σπαρτιανού, του Αίλιου Λαμπρίδιου, του Γαλλιηνού, του Αμέλιου, του Αυρηλιανού, του Φλάβιου Βοπίσκου, του Διοκλητιανού, του Μαξιμιανού, του Πορφύριου, του Γαλέριου, του Μαξιμίνου, του Σαβίνου, του Λικίνιου, του Ιουλιανού και του Λιβάνιου. Εικοσιέξι εθνικοί συγγραφείς σε τρισήμισυ αιώνες και ούτε ένας δεν τολμά να αμφισβητήσει, έστω ως αστειάκι, έστω ως υπονοούμενο την ιστορικότητα του Ιησού. Ούτε οι πιο κυνικοί ούτε οι πιο άθεοι ούτε οι πιο σοφιστές ούτε οι πιο αντιχριστιανοί. Τί περίεργο. Ο Αριστοτέλης αμφισβητεί την ύπαρξη του Ορφέα, αλλά του Χριστού την ύπαρξη, κανείς. Κανείς δεν είχε λοιπόν την «εξυπνάδα» να μιλήσει για κάτι «τόσο» προφανές, την ανυπαρξία του Ιησού; Ή ήταν τόσο αφελείς, οι φιλόσοφοι, οι σοφιστές, οι παγανιστές, οι αυτοκράτορες, ώστε δεν σκέφτηκαν: «μήπως αυτό το πρόσωπο ουδέποτε υπήρξε;» Κανείς δε σκέφτηκε την ιδέα να στριμώξει τους Χριστιανούς, αρνούμενος την ύπαρξη του Ιησού, ώστε να τους κάνει να προσπαθούν να την αποδείξουν. Δεν μπορεί ούτε ένας να μην είχε την ιδέα να σκεφτεί διαφορετικά. Μήπως φοβόντουσαν; Τί φοβόντουσαν; Μια «άθλια δεισιδαιμονία», την οποία κορόϊδευαν συνεχώς και ενίοτε την καταδίωκαν; Η σιωπηρή αποδοχή της ύπαρξης του Χριστού είναι κάτι παραπάνω από ολοφάνερη. Όταν θεωρείς κάτι ανύπαρκτο, δεν αρκείσαι απλώς στο να το κοροϊδεύεις˙ υποστηρίζεις επιπλέον ότι είναι ανύπαρκτο.

9) Δεν έχει νόημα να μιλήσουμε για την μαρτυρία των Ευαγγελίων. Οι νεοπαγανιστές αρνούνται, ενώ για τα Ορφικά ή τον Ερμή Τρισμέγιστο γνωρίζουν με βεβαιότητα (!) πως εγράφησαν το 10000 π.Χ, την εγκυρότητά τους. Δεν λέει προφανώς τίποτε το γεγονός ότι τα Ευαγγέλια διατήρησαν αυτούσια την μορφή τους εξ αρχής.

Προφανώς, θεωρείται φυσιολογικό κάποιοι άνθρωποι (είτε αυτοί ήταν οι Απόστολοι και Ευαγγελιστές είτε κάποιοι που πρωτοξεκίνησαν την διάδοση του Χριστιανισμού) εσκεμμένα να δημιούργησαν ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, έπειτα να έπεισαν τους εαυτούς τους ότι η λογοτεχνική αυτή προσωπικότητα υπάρχει, μετά να έπεισαν και άλλους, και τέλος να δέχτηκαν να πεθάνουν για κάτι ανύπαρκτο.

Φυσικά, ισχύει το γεγονός ότι συχνά ο άνθρωπος εξαπατάται. Έτσι, μπορεί κάποιος να θεωρήσει πιθανό ότι οι Απόστολοι εξαπατήθηκαν νομίζοντας ότι βλέπουν τον αναστημένο Ιησού. Αλλά αυτό σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι ακόμη κι αν εξαπατήθηκαν αναφορικά με την Ανάσταση, δεν εξαπατήθηκαν όμως αναφορικά με την ύπαρξη καθ' εαυτή του Ιησού και η μαρτυρία τους γι' αυτήν είναι αληθινή. Δεύτερον, ότι κανείς οπαδός καμμιάς άλλης θρησκείας δεν πέθανε για ένα ψέμμα. Καμμιά άλλη θρησκεία της εποχής δεν ισχυρίστηκε ότι ο μίθρας ή ο Άδωνις ήταν ενσαρκωμένοι θεοί, ώστε να ισχυρίζεται για την ιστορικότητα των προσώπων αυτών, ούτε πέθαναν γι' αυτούς. Μόνο ο Χριστιανισμός. Αυτό, μαζί με τα υπόλοιπα, λογικά οδηγεί στο συμπέρασμα: δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. 
 
Πηγή: ierosolymitissa.org