Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ, 3ο.

41. "Η αρχαία Σπάρτη ήταν όχι μόνο πρότυπο πολιτείας, αλλά και ηρωικής άμυνας κατά των κάθε λογής βαρβαρικών εισβολέων, και διέσωσε, αντίθετα από τους Μακεδόνες του Αλέξανδρου που κατέλυσαν την πόλη-κράτος, τον πυρήνα της ελληνικότητας ή τους Αθηναίους, οι οποίοι με τον ιμπεριαλισμό τους οδήγησαν την αρχαία Ελλάδα στον Πελοποννησιακό πόλεμο και την παρακμή".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μερικοί συγκρίνουν αρνητικά την προσφορά της αρχαίας Μακεδονίας ως προς την αρχαία Σπάρτη αναφορικά με την προάσπιση του αρχαίου Ελληνισμού. Σε αντίθεση με τη Μακεδονία που μήδισε περιστασιακά και κάτω από την περσική επίθεση, η Σπάρτη μήδισε, όχι για να σώσει το τομάρι της, όπως ο μακεδόνας βασιλιάς, αλλά για να υποδουλώσει τους υπόλοιπους Έλληνες (Ιωνία, το λίκνο της ελληνικής φιλοσοφίας, και Κύπρο) και να καταστρέψει την Αθήνα, σε μια στιγμή που δεν την απειλούσε ο Πέρσης. Επιπλέον, να θυμίσουμε ότι το βάρος της άμυνας κατά των αρχαίων Ρωμαίων το ανέλαβε σχεδόν εξ ολοκλήρου το βασίλειο της Μακεδονίας, ενώ η Σπάρτη προσκύνησε τους Ρωμαίους, πάλι για τιποτένια τοπικιστικά ανταλλάγματα.

Μερικοί νεοπαγανιστές μιλάνε για την «θεοκρατία» που εισήγαγε ο Μέγας Αλέξανδρος στον ελληνισμό, αλλά δεν βγάζουν μιλιά για την θεοκρατία της αρχαίας Σπάρτης. Γι' αυτό, αποκαλείται υβριστικά ο Μέγας Αλέξανδρος «υπέρφρονας», ενώ αλλού, σε μία αποκαλυπτική, γεμάτη μίσος αποστροφή για τον ελληνιστικό, μακεδονικό ελληνισμό αποκαλείται «καταστροφικό» το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου με την κατάληξη «κανείς πίσω από τον Αλέξανδρο».

Δεν είναι ο Αλέξανδρος ο καταλυτής της «ελευθερίας των Ελλήνων», όπως οι νεοπαγανιστές τον βρίζουν. Ελευθερία, όπως την είχαν καταντήσει, δεν ήταν ελευθερία. Ήταν αυτοκτονία, μακροπρόθεσμα, του ελληνικού πολιτισμού. Ας φανταστούμε μόνο, αν δεν είχε εξαπλωθεί ο ελληνισμός τόσο πολύ, πόσο θα επιζούσε στην ρωμαϊκή οικουμένη. Ας αναλογιστούμε, πόσο θα άντεχε στην πίεση ο μικρός επαρχιώτικος νοτιοελλαδισμός, αν δεν είχε ήδη γίνει χάρη στον Μέγα Αλέξανδρο διεθνής ο ελληνισμός στην ανατολική Μεσόγειο, ώστε να τον σεβαστούν ως διεθνή οι Ρωμαίοι. Κατέλυσε ο Αλέξανδρος απλώς την «ελευθερία» να αλληλοσφάζεται ο Ελληνισμός, την ελευθερία να παρακμάζει ως λαός ολοένα και περισσότερο με τους εμφύλιους της κάθε αναρχοαυτόνομης πολίχνης-στρούγκας που δανειζόταν λεφτά από τον Πέρση (που παραμόνευε), για να καθυποτάξει τις γειτονικές στρούγκες ή να αρπάξει από αυτές κανένα χωράφι... κι αυτό το λένε «ελευθερία», την οποία κατέλυσε ο Αλέξανδρος. (Δεν υποστηρίζουμε, βεβαίως, ότι ο Αλέξανδρος ήταν «ο μέγιστος των Ελλήνων», όπως λένε οι εθνικιστές. Μέγιστοι ήταν οι φιλόσοφοι και οι αθηναίοι νομοθέτες. Αλλά, ότι ήταν Μέγας, ήταν). Ο μόνος πραγματικός λόγος, για τον οποίο οι αρχαιόπληκτοι μισούν τον Μέγα Αλέξανδρο, είναι διότι αυτός είναι ο πρόδρομος της Ρωμηοσύνης.

Λέγουν, με περισσή ταπεινοφροσύνη, οι νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ, ότι η Αρχαία Σπάρτη είχε ως πρότυπο την αμυντική πολεμική προετοιμασία και δεν ήταν καθόλου επιθετική, όπως ο Αλέξανδρος. Ψέμματα. Η Αρχαία Σπάρτη είχε ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Γι' αυτό κήρυξε τον πόλεμο στην Αθήνα. Γι' αυτό ηγήθηκε, μετά την νίκη της, της Σπαρτιατικής ηγεμονίας στην Ελλάδα. Γι' αυτό δέχθηκε περσικό χρυσάφι, προκειμένου να υπογράψει την προδοτική Ανταλκίδειο Ειρήνη με τους Πέρσες. Η «μη ιμπεριαλιστική» Λακεδαιμονία, όπως γνωρίζουμε (Βλέπε τον χάρτη που δείχνει τις διαδοχικές επεκτάσεις της Λακεδαιμονίας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. Β’, σ. 51), ενώ αρχικά, στον 10ο αι. π.Χ. ήταν ένα μικρό κράτος γύρω από την πόλη της Σπάρτης, κατακτά 1) την περιοχή της Πελλάνας-Σελλασίας, στα βόρεια, στο β' μισό του 10ου αι., 2) την περιοχή της Αιγύτιδας, στα βόρεια, στο τέλος του 9ου αι., 3) την περιοχή των Αμυκλών, της Σελινούς, των Γερόνθρων, της Φάριδος, στα νότια, στην τρίτη δεκαετία του 8ου αι., 4) την περιοχή της Δενθελιάτιδας, στα δυτικά, κατά την τρίτη-τέταρτη δεκαετία του 8ου αι., 5) την κάτω κοιλάδα του Ευρώτα, το Ταίναρο και τον Ταΰγετο, στα νότια, στα μέσα του 8ου αι., 6) την πεδιάδα της Στενυκλάρου, στα δυτικά, κατά τον Α'’ Μεσσηνιακό Πόλεμο, στο β' μισό του 8ου αι., 7) την περιοχή των Φαρών (Καλαμάτας), την ίδια εποχή, 8) αργότερα ολόκληρη την Μεσσηνία και την νοτιοανατολική Πελοπόννησο ως τον 5ο αι. π.Χ. Ένα αρχικώς μικρότατο δωρικό κρατίδιο κατέλαβε σταδιακά ολόκληρη την νότια Πελοπόννησο˙ προφανώς επειδή δεν είχε – σύμφωνα με ορισμένους νεοπαγανιστές – ιμπεριαλιστικές βλέψεις. Αλλά και ίδια η φαινομενική διστακτικότητα της Αρχαίας Σπάρτης να κάνει επιθετικές εκστρατείες δεν οφειλόταν στο ανύπαρκτο φιλειρηνικό πνεύμα της, αλλά στην ύπαρξη πολυπληθών Ειλώτων (αυτοχθόνων κατοίκων που υποδούλωσαν οι Δωριείς), που, αν ο Σπαρτιατικός στρατός (οι Σπαρτιάτες ήταν ολιγάριθμοι) βρισκόταν μακριά από τη Λακεδαίμονα για πολύ καιρό, θα επαναστατούσαν. Ο φόβος κι όχι ο φιλειρηνισμός ήταν το αίτιο της αρχαίας σπαρτιατικής πολιτικής.

Τα επιχειρήματα των φιλολακεδαιμόνιων νεοπαγανιστών κατά της «ιμπεριαλιστικής Αθήνας» που τάχα κατέστρεψε την Ελλάδα, είναι πέρα ως πέρα παράλογα. Οι Αθηναίοι πρεσβευτές είπαν μπροστά στους Σπαρτιάτες: «Την ηγεμονία τούτη δεν την πήραμε με το ζόρι, μα όταν εσείς δεν θελήσατε να συνεχίσετε τον αγώνα ενάντια στην υπόλοιπη δύναμη του βαρβάρου κι ήρθαν οι σύμμαχοι και μας παρακάλεσαν οι ίδιοι να μας κάνουν ηγεμόνες τους» (Θουκιδίδης, 1, 75), διότι η απολίτιστη συμπεριφορά των Λακεδαιμόνιων ηγετών οδήγησε τους Έλληνες να ζητήσουν απ'’ τους Αθηναίους να αναλάβουν την ηγεσία. Και υπενθύμισαν πως «εσείς [οι Λακεδαιμόνιοι] βοηθήσατε τον αγώνα με απείραχτες τις πόλεις σας και με σκοπό να τις χαίρεστε και μελλοντικά, όταν φοβηθήκατε για τον εαυτό σας το πιο πολύ παρά για εμάς (τότε τουλάχιστον που ήμαστε ακόμα σώοι, δε φανήκατε πουθενά)» (1, 74).

Επίσης να σημειώσουμε ότι παρά την γενική αντίληψη ότι η Αθήνα καταπίεζε τους Έλληνες και αυτοί επιζητούσαν την απελευθέρωσή τους με την βοήθεια της Σπάρτης (αυτή την άποψη αφήνει να εννοηθεί ο Θουκιδίδης) η αλήθεια είναι,– αν αφήσουμε κατά μέρους τις όποιες υπαρκτές αθηναϊκές ηγεμονικές τάσεις, ότι στις ελληνικές πόλεις, ακόμη και των μελών της Αθηναϊκής Συμμαχίας, οι πολλοί, ο λαός ήταν υπέρ της Αθήνας και υπέρ της Δημοκρατίας· αντίθετα κατά της Αθήνας και υπέρ της Σπάρτης ήταν οι «άριστοι» δηλαδή οι ολιγαρχικοί. Σκοπίμως αυτό αποσιωπάται, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι οι ελληνικές πόλεις στέναζαν κάτω από τον αθηναϊκό ζυγό. Στην πραγματικότητα ο λαός των συμμαχικών πόλεων δεν είχε κανένα πρόβλημα με τους Αθηναίους. Πλήρωναν βέβαια ορισμένο φόρο στην Αθήνα, αλλά αυτός καταβαλόταν έναντι της απαλλαγής των συμμαχικών αυτών πόλεων από το να συνεισφέρουν πολεμικά πλοία ή πληρώματα στις εκστρατείες της Συμμαχίας. Κι άλλωστε αυτά τα πλήρωναν οι ολιγαρχικοί· όχι ο λαός, ο οποίος απολάμβανε την δημοκρατία και στην πόλη του. Ώστε η δήθεν «τυραννία της Αθήνας» την οποία δήθεν «κατέλυσε η Σπάρτη» είναι μια παρεξήγηση, η οποία οφείλεται στην άγνοια του γεγονότος ότι ο λαός των ελληνικών πόλεων (συμμαχικών ή μη με την Αθήνα) ήταν φιλοαθηναϊκός και φυσικά φιλοδημοκρατικός, ενώ οι ολιγαρχικοί των ελληνικών πόλεων (συμμαχικών ή μη με την Αθήνα) ήταν αντιαθηναίοι, φοβόντουσαν την εξάπλωση της δημοκρατίας και προσέβλεπαν στη Σπάρτη. Αυτά, για να σωπάσουν οι φιλολακεδαιμόνιοι νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ που έχουν το θράσος να παριστάνουν και τους αμεσοδημοκράτες από πάνω.

Η Σπάρτη, βέβαια, εκτός από τους Ήρωες Θερμοπυλομάχους και τον Λεωνίδα, έχει να επιδείξει αλλεπάλληλες προδοσίες. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν συμμαχήσει με υπερηφάνεια με τον Κροίσσο, τον κατακτητή των Ιώνων (Ηρόδοτος, 1, 69). Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αρνηθεί να συνδράμουν τους Έλληνες της Ιωνίας που επαναστάτησαν κατά του περσικού ζυγού (Ηρόδοτος, 5, 50), σε αντίθεση με τους Αθηναίους (Ηρόδοτος, 5, 97). Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αρνηθεί να συνδράμουν τους Αθηναίους στη μάχη του Μαραθώνα (Ηρόδοτος, 6, 106, 2-3). Οι Λακεδαιμόνιοι, που μετά τη νίκη των Πανελλήνων στις Πλαταιές, ο Λακεδαιμόνιος αρχιστράτηγος διαπραγματευόταν κρυφά με τους ηττημένους Πέρσες να τους παραδώσει την Ελλάδα, για να γίνει μια περσική επαρχία, με την ελπίδα να γίνει ο ίδιος σατράπης της Ελλάδας, νυμφευόμενος την κόρη του Πέρση βασιλιά (Διόδωρος Σικελιώτης, 11, 44). Οι Λακεδαιμόνιοι, οι «ελευθερωτές της Ελλάδας», που ήδη από το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου έστειλαν πρέσβεις στον Πέρση βασιλιά, ώστε να τον πείσουν να τους δίνει χρήματα και να συμπολεμήσει μαζί τους (Θουκιδίδης, 2, 67, 1) κατέστρεψαν τις Πλαταιές (Θουκιδίδης, 3, 68, 2-3). Οι Λακεδαιμόνιοι, όπως είπαμε, σύναψαν την Ανταλκίδειο Ειρήνη με τους Πέρσες (Ξενοφώντα, Ελληνικά, 5, 1, 31) βάσει της οποίας επεστράφησαν στον περσικό ζυγό η Μικρά Ασία και η Κύπρος (Κάθε ομοιότητα με τους ολιγαρχικούς μικροελλαδιστές των εκλογών του 1920 και του «η Κύπρος είναι μακριά» του 1974 είναι συμπτωματική). Οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να εκδικηθούν τους Πέρσες συμμετέχοντας στην πανελλήνια εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Συνεχώς προκαλούσαν αναταραχή θέλοντας να αναλάβουν την πανελλήνια ηγεμονία˙ όσο ο Αλέξανδρος αποτέλειωνε τους Πέρσες, αυτοί ξεσηκώθηκαν πληρωμένοι από το Δαρείο με περσικό χρυσάφι (Αρριανού, Αλέξανδρου ανάβασις, 2, 14, 6), αλλά οι Μακεδόνες με τον Αντίπατρο κατέβηκαν ως τον Ευρώτα και κατανίκησαν τον Σπαρτιατικό στρατό˙ κι από τότε οι Λακεδαιμόνιοι παραιτήθηκαν από την φαντασίωση της πανελλήνιας ηγεμονίας (Ο Μέγας Αλέξανδρος, φυσικά, θεωρώντας τους ως μία μειονότητα εγωπαθών, τους περιφρόνησε με το γνωστό ειρωνικότατο ''Οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων''). Τέλος, οι Λακεδαιμόνιοι συμμάχησαν με τους Ρωμαίους, ήταν φιλορωμαίοι και απολάμβαναν τιμές από αυτούς πριν και μετά την υποδούλωση της Ελλάδας.

Τι να πει κανείς για την «ένδοξη αιωνία Σπάρτη» διαβάζοντας το κείμενο της πρώτης συνθήκης (ακολούθησαν άλλες δύο) μεταξύ Λακεδαιμόνιων και Πέρση βασιλιά, στα 412 π.Χ., κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (Θουκιδίδης, 8, 18): «Οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους έκλεισαν με το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη υπό τους εξής όρους συμμαχία. Όση χώρα και όσες πόλεις έχει ο βασιλιάς ή είχαν οι πατεράδες του βασιλιά, να ‘είναι του βασιλιά. (...) Και τον πόλεμο, ενάντια στους Αθηναίους να τον διεξάγουν αντάμα ο βασιλιάς και οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοι τους και να μην επιτρέπεται ο τερματισμός του πολέμου τούτου ενάντια στους Αθηναίους παρά μόνο αν συμφωνήσουν κι οι δύο πλευρές, ο βασιλιάς δηλαδή κι οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους. Όσοι, τέλος, αποστατούν από το βασιλιά, να εί‘ναι εχθροί και των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους (...)». Με άλλα λόγια η Σπάρτη παραχωρούσε όλες τις απελευθερωμένες, μετά τους Περσικούς Πολέμους ελληνικές χώρες, ξανά στον Πέρση και δεχόταν ότι αυτός έχει λόγο στον τερματισμό των ενδοελληνικών συγκρούσεων.

Οι νεοπαγανιστές υποστηριχτές της «Αιωνίας Σπάρτης» ισχυρίζονται ότι ο Ηρόδοτος σφάλλει, διότι ο Πλούταρχος λέει πως η μάχη έγινε στις 6 του μηνός ενώ ο αγγελιοφόρος των Αθηνών έφτασε στη Σπάρτη στις 9 του μηνός. Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ωστόσο τους διαψεύδει (τ. Β’, σ. 295): «Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι Αθηναίοι στρατηγοί, ενώ βρίσκονταν ακόμη στην πόλη, έστειλαν τον Φειδιππίδη στη Σπάρτη, που έφτασε εκεί σε δύο ημέρες. Οι άρχοντες της Σπάρτης απεφάσισαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους, αλλά δεν έστειλαν τη βοήθεια αμέσως, γιατί δεν ήθελαν να παραβούν τον νόμο: ήταν 9η του μηνός (δεν προσδιορίζεται ο μήνας) και δεν μπορούσαν να εκστρατεύσουν πριν από την πανσέληνο (= δεκαπέντε του σεληνιακού μηνός). Ο Πλούταρχος δίνει ως ημερομηνία μάχης την 6 Βοηδρομιώνος (Οκτώβριος), που συνέπιπτε με την εορτή της Αρτέμιδος Αγροτέρας, και προσθέτει ότι από τότε οι Αθηναίοι θυσίαζαν στην Άρτεμη κάθε χρόνο ως ευχαριστήρια θυσία 500 ερίφια. Ο Πλούταρχος με την ημερομηνία αυτή προσπαθεί να αποδείξει την ανακρίβεια της αφηγήσεως του Ηροδότου, γιατί, κατά τη γνώμη του, είναι αδύνατον να έφτασε ο αγγελιοφόρος στις 9 του ίδιου μηνός στη Σπάρτη, αφού η μάχη είχε διεξαχθή στις 6. Παράλληλα παρατηρούσε ότι οι Σπαρτιάτες είχαν πολλές φορές εκστρατεύσει πριν από την πανσέληνο. Η ημερομηνία αυτή του Πλούταρχου απορρίπτεται γενικά. Οι ιστορικοί δέχονται ότι ο Πλούταρχος τοποθέτησε κατά λάθος την μάχη στην εορτή της Αρτέμιδος εξαιτίας της ευχαριστήριας θυσίας, ενώ η 6 Βοηδρομιώνος πρέπει να θεωρηθή μόνο ως χρονικό όριο, πριν από το οποίο έγινε η μάχη. Αντίθετα δίνεται μεγαλύτερη πίστη στον Ηρόδοτο, που ιστορεί ότι οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα στις 6 ή 7 του μηνός, ο Αθηναίος αγγελιοφόρος έφθασε στη Σπάρτη στις 9, το εκστρατευτικό σώμα ξεκίνησε μετά την πανσέληνο στις 15 ή 16 του μηνός (η πανσέληνος συμπίπτει πάντοτε με την 15η του μηνός, γιατί οι μήνες είναι σεληνιακοί), και έφθασε σε 3 ημέρες, αλλά μετά τη μάχη, δηλαδή στις 18 ή 19 του μηνός. Το σχήμα αυτό του Ηροδότου πρέπει να γίνει δεκτό με επιφύλαξη (...). Δεν αποκλείεται να έγινε πριν από την πανσέληνο η μάχη». Ο Πλάτωνας γράφει (Νόμοι, 698e): «αυτοί [οι Σπαρτιάτες] δεν κατάφεραν να τους βοηθήσουν, γιατί βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Μεσσήνιους ή για κάποιο άλλο λόγο που δεν ξέρω ακριβώς. Έτσι έφτασαν στο Μαραθώνα μια μέρα μετά τη μάχη που έγινε εκεί». Φυσικά, ο Πλάτωνας, ως Αθηναίος, ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν αυτός ο «άλλος λόγος που δεν ξέρει ακριβώς», αλλά ως φιλοσπαρτιάτης κάνει πως τον αγνοεί. Ο Ηρόδοτος είναι σύγχρονος των γεγονότων, ο Πλάτωνας όχι. Επιπλέον, ο Πλάτωνας δεν λέει ρητά ότι ο λόγος της άρνησης των Σπαρτιατών ήταν κάποιος πόλεμος με τους Μεσσήνιους, αν διεξαγόταν τότε τέτοιος πόλεμος, ο Ηρόδοτος σίγουρα θα τον ανέφερε ως αιτία – αλλά απλώς ότι αυτός είναι ένας πιθανός λόγος. Αυτή η δήθεν άγνοια του Πλάτωνα μαζί με το ότι δεν ήταν σύγχρονος της μάχης του Μαραθώνα, αρκούν για να δεχτούμε τον Ηρόδοτο κι όχι τον Πλάτωνα. Όσο για τα επιχειρήματα του Πλούταρχου (Περί της Ηροδότου κακοηθείας, 26, 861e- 862c), η αλήθεια είναι πως αν ο μήνας της μάχης είναι ο σπαρτιατικός Κάρνειος (15 Αυγούστου - 15 Σεπτεμβρίου), τότε ο Ηρόδοτος έχει δίκιο, διότι από τις 7 ώς τις 15 του Κάρνειου οι Λακεδαιμόνιοι γιόρταζαν τον Κάρνειο Απόλλωνα και όπως λέει ο Θουκιδίδης (5, 54, 75) όλοι οι Δωριείς απείχαν από πολεμικές πράξεις κατά το διάστημα του εορτασμού. Αν πάλι ο μήνας είναι, όπως ισχυρίζεται ο Πλούταρχος, ο Βοηδρομίωνας (15 Σεπτεμβρίου –- 15 Οκτωβρίου), τότε ο Πλούταρχος φαίνεται να δέχεται ότι η μέρα τέλεσης της ευχαριστήριας τελετής (η 6η του μήνα) συνέπιπτε ακριβώς με την ημέρα διεξαγωγής της μάχης, πράγμα που δεν αληθεύει, διότι ο καθορισμός της ημερομηνίας της ευχαριστήριας τελετής προς την Αγροτέρα Αρτέμιδα (και για τη νίκη στο Μαραθώνα) έγινε εντελώς συμβατικά, διότι η έκτη μέρα κάθε μήνα ήταν ούτως ή άλλως αφιερωμένη στην Αρτέμιδα. Δεν είναι απαραίτητο, λοιπόν, να έγινε η μάχη στις 6 του Βοηδρομίωνα. Ο Πλούταρχος αντί να σκεφτεί σοβαρά, συκοφαντεί τον Ηρόδοτο. Αυτά, για τις συνωμοσιολογίες, λοιπόν, των «σπαρτιατολόγων» νεοπαγανιστών.

Αλλά κι αυτό το μοναδικό γεγονός, της μάχης των Θερμοπυλών, έχει διαστρεβλωθεί. Στις Θερμοπύλες πολέμησαν, 1.120 Αρκάδες, 1.000 Τεγεάτες και Μαντινείς, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι, 400 Κορίνθιοι, 300 Σπαρτιάτες, 200 Φλειούντιοι, 80 Μυκηναίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 202-203). Την τελευταία ημέρα έμειναν οι 700 Θεσπιείς και οι 300 Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν την τρίτη πιο μικρή δύναμη, κι όμως, μόνο αυτοί επαινούνται˙ οι Θεσπιείς με το υπερδιπλάσιο του σπαρτιατικού σώμα στρατού, ελάχιστα αναφέρονται. Το κατόρθωμα 4.200 Ελλήνων αποδίδεται στο Λεωνίδα και στους 300, στο ένα δέκατο τέταρτο, δηλαδή, των αμυνομένων. Γιατί; Μα για να εξιδανικευτεί ο ηρωισμός των Λακεδαιμονίων˙ «αυτοί είχαν την ανώτερη πολεμική αρετή»˙ έτσι ώστε να επαινεθεί το δικτατορικό πολίτευμα της Σπάρτης, που τάχα μόνο αυτό έβγαζε τέτοιους θαρραλέους πολεμιστές, ενώ οι άλλοι τάχα ήταν άκαπνοι δειλοί.

Άλλωστε η λογική της Σπάρτης διόλου ηρωική δεν ήταν. Όταν οι υπόλοιπες πόλεις-κράτη καταστρέφονταν ή υποτάσσονταν από τις τεράστιες στρατιές του Ξέρξη και η Αθήνα οδηγούσε τους Έλληνες στην οργανωμένη επίθεση κατά των Περσών, οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν μόνο 300 στρατιώτες υπό τον Λεωνίδα, επειδή, όπως πάντα, φοβόντουσαν ότι οι σκλάβοι τους θα επαναστατούσαν. Η ολιγαρχική τάξη που κυβερνούσε τη Σπάρτη μάλλον θα σκέφτηκε ότι ήταν προτιμότερο να προστατέψουν την πόλη τους στα σύνορα της Λακωνίας, σε περίπτωση που οι Πέρσες κατάφερναν να φτάσουν έως εκεί, παρά να ρισκάρουν επανάσταση των σκλάβων στέλνοντας όλο (ή τον περισσότερο) απ' τον στρατό τους στις Θερμοπύλες. Η λογική τους ήταν ότι αν οι 300 νικούσαν, η νίκη τους θα προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερη δόξα στη Σπάρτη. Ενώ εάν νικούνταν, θα δοξάζονταν από όλους ως ήρωες, πράγμα που έγινε, χωρίς ωστόσο αυτό να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Λακεδαιμονίας. Σε όλες τις αναφορές στη μάχη τον Θερμοπυλών δίνεται έμφαση στην ανδρεία του Λεωνίδα και των 300, αλλά διόλου δεν εξηγούνται οι προδοτικοί και ανθελληνικοί λόγοι που οδήγησαν την (όπως ξιπάζονταν οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι) «καλύτερη στρατιωτική μηχανή της Ελλάδας» να στείλει μόνο τριακόσιους.

Όσο για το περίφημο «μολών λαβέ», αυτό είτε είναι προπαγάνδα του φιλολακεδαιμόνιου Πλούταρχου είτε, απλώς, προϊόν της αγνοίας του. Εξηγούμαστε: πρώτος και μόνος ο Πλούταρχος, έπειτα από 500-600 χρόνια, γράφει, σε μια ηθικοδιδακτική συλλογή σπαρτιατικών ρητών και ανεκδότων, τα Αποφθέγματα Λακωνικά, Λεωνίδας, 11 (225c), πως ο Λεωνίδας είπε τέτοιο πράγμα στον Ξέρξη: «πάλιν δε όταν ο Ξέρξης έγραψε "στείλε τα όπλα σου", απήντησε [ο Λεωνίδας] "έλα και πάρε τα"». Ο Ηρόδοτος, που έζησε τον 5ο π.Χ. αι., δεν αναφέρει τίποτε˙ όπως και οι υπόλοιποι ιστοριογράφοι στο διάστημα των επόμενων 600 ετών από τους Περσικούς Πολέμους. Μάλιστα ο Ηρόδοτος περιγράφει λεπτομερώς τη συνάντηση των δύο στρατών στις Θερμοπύλες και πουθενά δεν λέει ότι ανταλλάχθηκαν μηνύματα μεταξύ των αντιπάλων πριν τη μάχη: «Άφησε λοιπόν [ο Ξέρξης] να περάσουν τέσσερις μέρες ελπίζων πάντοτε ότι θα αποσυρθούν [από τις Θερμοπύλες οι Έλληνες] με τρόπο˙ την πέμπτη όμως επειδή δεν έφευγαν, παρά επέμεναν ακλόνητοι, εθύμωσε, και στέλλει εναντίον τους τους Μήδους και τους Κισσίους με την διαταγή να τους πιάσουν ζωντανούς και να τους φέρουν ενώπιον του» (Ηρόδοτος, 7, 210, 1). Καμμιά υπόνοια για διάλογο και αποστολή αγγελιοφόρων δεν υπάρχει. Άλλο πράγμα η παραμονή, ώς το τέλος, του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες κι άλλο πράγμα η απάντηση σε ανύπαρκτο Πέρση αγγελιοφόρο. Ακόμη κι ο Διόδωρος Σικελιώτης (περ. 90-30 π.Χ.) αναφέρει: «ο Ξέρξης έστειλε αγγελιοφόρους στις Θερμοπύλες, για να ανακαλύψουν μεταξύ άλλων, τι σκόπευαν να κάνουν οι Έλληνες σχετικά με τον πόλεμο μαζί του. Πρόσταξε επίσης τους αγγελιοφόρους να τους παραγγείλουν ότι ο βασιλιάς Ξέρξης προστάζει να αφήσουν όλοι τα όπλα τους, να επιστρέψουν χωρίς κανένα κίνδυνο στις πατρίδες τους και να συμμαχήσουν με τους Πέρσες˙ όταν θα τα έκαναν αυτά, τους υποσχέθηκε ότι θα έδινε στους Έλληνες μεγαλύτερη και καλύτερη χώρα από αυτή που κατείχαν τώρα. Ο Λεωνίδας, αφού άκουσε τους αγγελιοφόρους, αποκρίθηκε ότι, ακόμα κι αν συμμαχούσαν με το βασιλιά, θα του ήταν πιο χρήσιμοι με τα όπλα τους, αλλά και αν αναγκάζονταν να πολεμήσουν μαζί του, θα αγωνίζονταν με αυτά με μεγαλύτερη γενναιότητα υπέρ της ελευθερίας» (Διόδωρος Σικελιώτης, 11, 5, 4-5). Συμπέρασμα; Εκτός κι αν ο Πλούταρχος είχε την επιφοίτηση του Απόλλωνα, το «μολών λαβέ» δεν ελέχθη ποτέ. Δεν είναι δυνατόν, κάτι που ιστορικοί όπως ο Ηρόδοτος κι ο Διόδωρος Σικελιώτης δεν ανέφεραν, να θεωρείται λεχθέν από τον Λεωνίδα. Τα σχολικά βιβλία διδάσκουν τους μαθητές ένα ανύπαρκτο ρητό.

Ούτε η καλλίτερη θέση της γυναίκας στη Σπάρτη οφειλόταν σε διαφορετική αντίληψη γι’ αυτήν ως ισότιμου πλάσματος με τον άντρα. Εάν επιτρεπόταν στις αρχαίες Σπαρτιάτισσες να αθλούνται, να εκπαιδεύονται και να έχουν κάπως καλλίτερη μεταχείριση από την μεταχείριση ζώου που είχαν οι λοιπές τυχερές αρχαίες παγανίστριες, αυτό οφείλεται στο ότι έπρεπε να είναι υγιείς μηχανές παραγωγής Σπαρτιατών. Σε τίποτε άλλο, ούτε σε προσπάθεια εξίσωσης και ισότητας. Απόδειξη; «Γι' αυτό, εξ αρχής, επέμενε [ο Λυκούργος] στην φυσική εξάσκηση των γυναικών όχι λιγότερο απ’ ό,τι για την εξάσκηση των ανδρών: επιπλέον, θεσμοθέτησε αγώνες και δοκιμασίες δύναμης για γυναίκες και για άντρες, πιστεύοντας, ότι, εάν αμφότεροι οι γονείς είναι δυνατοί, παράγουν πιο δυνατούς απογόνους» (Ξενοφώντα, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 1, 4.). Διαφορετικά, θα υπήρχαν γυναίκες έφοροι, γυναίκες γερουσιαστές, γυναίκες βασιλείς. Να υπενθυμίσουμε, ότι στους 16 αιώνες παγανισμού από τον τρωικό πόλεμο ώς τον 4ο μ.Χ. αιώνα δεν υπήρξε ούτε μία γυναίκα αρχηγός πολυθεϊστικού κράτους εν Ελλάδι.

Φυσικά ο μύθος της ανυπαρξίας μοιχείας και μοιχών στην Λακεδαιμονία αμφισβητείται από όλους τους αρχαίους συγγραφείς. Εξαίρεση μοναδική αποτελεί ο φιλολακεδαιμόνιος Πλούταρχος, που αρνείται ότι ο δανεισμός γυναικών οδηγούσε στη μοιχεία. Οι υπόλοιποι περιγράφουν την ακολασία και τις μοιχείες που ήταν σύνηθες φαινόμενο, εξαιτίας της νομοθεσίας του Λυκούργου. Έτσι, η άποψη πως τάχα, η νεαρή γυναίκα ενός γέρου άνδρα μπορούσε να δοθεί, με τη συγκατάθεσή της, σε έναν νέο άντρα για συνουσία, προκειμένου να γεννηθούν απόγονοι, τους οποίους ο γηραλέος σύζυγος ύστερα θα αναγνώριζε ως δικά του παιδιά και πέρα από αυτά, δεν υπήρχε θέμα μοιχείας στην Λακεδαίμονα, είναι μυθοπλασία. Ο σπαρτιάτης βασιλιάς Δημάρατος εκθρονίστηκε, επειδή πιστευόταν ότι δεν ήταν ο γιος του προηγούμενου βασιλιά (Ηρόδοτος, 6, 61-67) και για τον ίδιο λόγο ο Λεωτυχίδης εμποδίστηκε να αναλάβει την εξουσία. (Ξενοφώντα, Ελληνικά 3, 3, 1-4). Άρα στη Σπάρτη δεν γίνεται ταυτόχρονα να μην είχαν πρόβλημα με τη μοιχεία και να εμπόδιζαν παιδιά που ήταν καρποί μοιχείας να λάβουν το θρόνο.

Η σεξουαλική ελευθερία ανδρών και γυναικών στη Λακεδαιμονία αποδεικνύεται ανύπαρκτη: «υπήρχε, όπως φαίνεται, στη Σπάρτη, ένα είδος δίκης γιατί δεν παντρεύτηκε κανείς και για το ότι παντρεύτηκε αργά και για το ότι δεν έκανε καλό γάμο» (Πλούταρχου, Λύσανδρος 30, 7). Ασφαλώς, οι νεοπαγανιστές θεωρούν, ότι μπορούν να χλευάζουν την χριστιανική αντίληψη περί έρωτα, ενώ ταυτόχρονα να θαυμάζουν την κυριολεκτικά «ασκητική» λακεδαιμονική διαβίωση: «Την αρπαζόμενη [νύφη] παρελάμβανε η λεγομένη νυμφεύτρια, της έκοβε σύρριζα τα μαλλιά, της έβαζε ανδρικό ιμάτιο και υποδήματα και την επλάγιαζε μόνην χωρίς φως εις στρώμα από καλάμια (...). Αφού [ο σύζυγος] έμενε μαζί της [με τη γυναίκα του] όχι πολύν καιρόν απήρχετο με κοσμιότητα, όπου συνήθιζε προηγουμένως, δια να κοιμηθή μαζί με τους άλλους νέους και του λοιπού χρόνου έτσι έκαμνε, περνών την ημέραν του και αναπαυόμενος το βράδυ μαζί με τους νέους, εις δε την νύμφην εσύχναζε κρυφά με ευλάβεια, διότι εντρέπετο και εφοβείτο μήπως τον αντιληφθή κανείς από την οικείαν (...). Και έκαμνον τούτο επί πολύν καιρόν, ώστε μερικοί εγέννησαν και παιδιά, προτού ιδούν την γυναίκαν των την ημέραν» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 15). Συνεπώς, οι νεοπαγανιστές είναι υποκριτές εθνικιστές, αφού το ίδιο πράγμα το επιδοκιμάζουν και το αποδοκιμάζουν.

Βέβαια, όλα αυτά μόνο ισότητα δεν συνεπάγονταν για την αρχαία Σπαρτιάτισσα: της μάθαιναν να ζει αγορίστικα (υποχρεωτικά κοντό μαλλί)˙ ουσιαστικά την εμπόδιζαν να συναναστρέφεται με τον άντρα της και να αναπτύσσεται οικειότητα αναμεταξύ τους, «επειδή έτσι διέταξε ο Λυκούργος», μην τυχόν καταντήσουν... φιλήδονοι από την πολλή οικειότητα˙ της άρπαζαν το παιδί από την αγκαλιά της, στα επτά του χρόνια, ώστε να μην αναπτυχθεί η σχέση μητέρας-παιδιού˙ την εξευτέλιζαν κουρεύοντας την σύρριζα, σαν κατάδικο στο Άουσβιτς. «Ο Λυκούργος ήθελε» να γίνει μια ψυχρή μηχανή παραγωγής πολεμιστών, πάντα μακριά από τον άντρα και το παιδί της, δίχως την φυσιολογική ψυχική επαφή που όλοι μας έχουμε με τις μητέρες, τις γυναίκες μας. Επειδή «έτσι διέταζε ο Λυκούργος».

Γίνεται λόγος για τον τάχα ανώτερο τρόπο διαβίωσης των Λακεδαιμονίων, χάρη στον οποίον κυριαρχούσαν. Ο Αριστοτέλης σχολιάζει αυτόν το μύθο: «Δεν ήταν ανώτεροι [οι Λακεδαιμόνιοι] επειδή γύμναζαν τους νέους έτσι, αλλά επειδή οι Σπαρτιάτες γυμνάζονται ενώ οι άλλοι όχι» (Πολιτικά, Θ’, 3, 1338b 27) και «Οι Σπαρτιάτες ... εξαιτίας των επίπονων ασκήσεων έκαναν τα παιδιά θηριώδη, γιατί νομίζουν ότι τούτο βοηθά στην ανάπτυξη της ανδρείας» (Πολιτικά, Θ’ , 3, 1338b, 11).

Ακόμη κι ο φιλοσπαρτιάτης Πλάτωνας, δεν αντέχει τη Σπαρτιατική παιδεία και λέει: «Μπορεί κανείς να διατάξει συγκεκριμένες ασκήσεις για κάποιο άτομο, οι οποίες θα αποδειχθούν βλαβερές από την μια πλευρά και χρήσιμες από την άλλη. Η γυμναστική και τα συσσίτια ωφελούν τις πόλεις σημαντικά αλλά ευνοούν από το άλλο μέρος τις επαναστάσεις. (...). Ειδικότερα η εφαρμογή αυτού του νόμου από πολύ παλιά φαίνεται ότι προκάλεσε διαστροφή των φυσικών σεξουαλικών ηδονών τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα. Γι' αυτές τις διαστροφές υπεύθυνες είναι οι δυο πόλεις σας [=Σπάρτη και Κρήτη] αλλά και αρκετές άλλες που έχουν ρίξει όλο το βάρος τους στις γυμναστικές ασκήσεις» (Νόμοι 636ab). Ο Πλάτωνας λέει επίσης (Νόμοι, 667a): «οργανώσατε [οι Σπαρτιάτες και οι Κρήτες] το πολίτευμά σας με στρατιωτικό τρόπο κι όχι ως κοινωνία ανθρώπων που ζουν σε πόλεις (...) Δεν προσπαθήσατε να του [=του κάθε νέου] δώσετε την κατάλληλη ανατροφή, ώστε όχι μόνο να γίνει καλός στρατιώτης, αλλά και να μπορεί να διοικεί μια ή περισσότερες πόλεις».

Αλλά κι ο θεσμός των συσσιτίων, με τον τρόπο που τον καθιέρωσε ο Λυκούργος στη νομοθεσία του, ήταν άδικος, βασισμένος στην ανισότητα του πλούτου και συνεπώς αναποτελεσματικότερος από αυτόν της Κρήτης, από την οποία αντέγραψε το σύστημα ο Λυκούργος, διότι στην Κρήτη σιτίζονταν όλοι δωρεάν, ενώ στη Σπάρτη όχι. «Τα συσσίτια είναι καλύτερα στην Κρήτη παρά στη Σπάρτη. Στη δεύτερη καθένας συνεισφέρει ένα προκαθορισμένο ποσό, κατά κεφαλήν, κι αν δεν το προσφέρει, ο νόμος τον εμποδίζει να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, στην Κρήτη όμως το σύστημα έχει περισσότερο λαϊκό χαρακτήρα. Από τους καρπούς της γης και τα κρατικά κοπάδια κι από τους φόρους των περίοικων, ένα μέρος έχει καθοριστεί για την λατρεία των θεών, και τις δημόσιες ανάγκες, ενώ το άλλο πάει στα συσσίτια, έτσι ώστε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά να συντηρούνται από το δημόσιο» (Αριστοτέλη, Πολιτικά, Β’, 10, 1272a 13-22). Οι Δωριείς που είχαν δικαιώματα σε όλα τα πολιτικά αξιώματα λεγόταν Όμοιοι και επειδή είχαν κλήρο μετείχαν στα συσσίτια, σε αντίθεση με τους υπομείονες, που επειδή δεν είχαν κλήρο κι ήταν φτωχοί δεν μετείχαν στα συσσίτια και είχαν μεν αστικά αλλά δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.

Υπάρχουν κι άλλοι μύθοι, πέραν αυτών. Ο μύθος των Λακεδαιμονίων που είναι υπεράνω χρημάτων. Ότι τάχα δεν ενδιαφέρονταν να πλουτίσουν. Ο Αριστοτέλης διαψεύδει ότι κάτι τέτοιο γινόταν, χωρίς να είναι ο πρώτος, αφού κι ο Ηρόδοτος λέει ότι στον καιρό του δεν υπήρχε Σπαρτιάτης που να αντέχει στη δωροδοκία. Γράφει ο Αριστοτέλης ότι η τάχα ανώτερη σπαρτιατική νομοθεσία είχε αποτέλεσμα η Σπάρτη να είναι αχρήματος και οι πολίτες φιλοχρήματοι «τὴν μὲν γὰρ πόλιν πεποίηκεν ἀχρήματον, τοὺς δε ἰδιῶτας φιλοχρημάτους» (Πολιτικά, Β’, 9, 1271b 15). Ένα φυσιολογικό αποτέλεσμα.

Η αντίληψη περί ισότητας στην ιδιοκτησία, που τάχα η νομοθεσία του Λυκούργου καθιέρωσε κι επέβαλε, είναι ακόμη ένας μύθος. Εξαιτίας της ανεπάρκειας των σπαρτιατικών νόμων γρήγορα οι πολλοί κατέληξαν ακτήμονες και οι λίγοι κατέληξαν πλούσιοι: «άλλοι έτυχε να έχουν πολύ μεγάλη περιουσία, άλλοι πολύ μικρή και γι' αυτό η χώρα [η Λακεδαίμονα] βρίσκεται στα χέρια των λίγων. Υπεύθυνοι γι' αυτό είναι οι νόμοι. Σωστά απαγόρευε ο νόμος την αγοραπωλησία των υπαρχόντων περουσιακών στοιχείων, επέτρεψε όμως ελεύθερα την δωρεά και την κληροδοσία τους. Ωστόσο, είτε με τον ένα τρόπο αλλάξει χέρια η περιουσία είτε με τον άλλο, στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε αναγκαστικά» (Αριστοτέλους, Πολιτικά, Β’, 9, 1270a 16-23).

«Στη Σπάρτη επιτρέπεται να δώσει ο πατέρας την κληρονόμο του σε όποιον θέλει˙ κι αν πεθάνει χωρίς διαθήκη, τότε ο επίτροπος της κληρονόμου την δίνει σε όποιον εκείνος θέλει. Έτσι η χώρα έχει λιγότερους από χίλιους πολεμιστές, αν και μπορεί να θρέψει χίλιους πεντακόσιους ιππείς και τριάντα χιλιάδες οπλίτες. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι οι σχετικοί νόμοι δεν ήταν σωστοί. Και γι' αυτό δεν άντεξε το πλήγμα η πόλη και καταστράφηκε, έχοντας μόνο τόσους λίγους στρατιώτες. Λένε ότι την εποχή των προηγούμενων βασιλιάδων επέτρεπαν στους ξένους να πολιτογραφούνται, ώστε να μη γίνει η πόλη ολιγάνθρωπος εξαιτίας των μακρόχρονων πολέμων. Υπήρξε μάλιστα εποχή, όπως λένε, που οι πολίτες στη Σπάρτη ήταν δέκα χιλιάδες» (Αριστοτέλους, Πολιτικά, Β’, 10 (1270a 27-38)). Όπως είναι γνωστό κανείς ξένος παράγοντας δεν επέβαλε κανέναν νόμο ή αλλαγή των νόμων στην Σπάρτη. Οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες είχαν τους νόμους που διάλεγαν.

Στην πραγματικότητα, η νομοθεσία του Λυκούργου ήταν τόσο καταστροφική, ώστε η Αρχαία Σπάρτη έγινε ένα κράτος – στρατόπεδο, με τους πολίτες της να μην ξέρουν τίποτε άλλο στη ζωή τους εκτός από να πολεμούν. Γι' αυτό η Λακεδαιμονία δεν έχει να συνεισφέρει τίποτε στο θαύμα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας του 5ου π.Χ. αιώνα. Γράφει ο Αριστοτέλης (Πολιτικά Β’, 9, 1271b, 3-6): «Διατηρήθηκαν λοιπόν οι Σπαρτιάτες όσο διαρκούσαν οι πόλεμοι. Όταν νίκησαν τους εχθρούς, καταστράφηκαν, αφού δεν ήξεραν πώς να ζήσουν ειρηνική ζωή και δεν ασχολήθηκαν με καμμιά άλλη ασχολία πιο σημαντική από τον πόλεμο». Πράγματι με την «ανώτερη λυκούργεια νομοθεσία» οι Λακεδαιμόνιοι κατόρθωσαν να καταστρέψουν την πρώτη άμεση δημοκρατία του κόσμου, αλλά δεν μπορούσαν να διατηρήσουν την ίδια νομοθεσία ηγεμονεύοντας στην Ελλάδα. Είτε έπρεπε να την αλλάξουν (π.χ. εξισώνοντας τους Είλωτες με τους Όμοιους) είτε να καταστραφούν και να χάσουν την ηγεμονία τους, αφού τα μιλιταριστικά ιδεώδη τους δεν μπορούσαν να τα επιβάλλουν σε όλους τους Έλληνες. Με άλλα λόγια, η λυκούργεια νομοθεσία ήταν αδιέξοδη δίχως εναλλακτικές λύσεις.

Πηγή: ierosolymitissa.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου