Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 23o.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στον υποτιθέμενο αντισημιτισμό του Χρυσόστομου. Αρχικά, αναφορικά με τους τίτλους ''Κατά Ιουδαίων'' ορισμένων λόγων του πρέπει να γνωρίζουμε ότι «οι τίτλοι δεν ανήκουν στους ίδιους τους Πατέρες, αλλά στους αντιγραφείς ή πρώτους εκδότες» (π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία; εκδ. Αρμός, σ. 79). Επιπλέον πρέπει να γνωρίζουμε την αιτία για τη συγγραφή των ομιλιών αυτών: «Στην Αντιόχεια... μεγάλες ομάδες [των Χριστιανών] δεν διέκριναν μεταξύ χριστιανισμού και ιουδαϊσμού και γι' αυτό μετείχαν στις θρησκευτικές εορτές, στις τελετές και στις νηστείες των ιουδαίων. Χριστιανοί ζητούσαν θαυματουργίες από τους ραββίνους με τα φυλακτά και τις τελετές που αυτοί ενεργούσαν. Το γεγονός αυτό είχε τεράστια σωτηριολογική και θεολογική σημασία για τον Χρυσόστομο, που το έβλεπε ως επικίνδυνη πληγή, αφού η σωτηρία προϋποθέτει απαραίτητα ενσυνείδητη ορθή πίστη και γνήσια λατρεία. Έτσι αποφασίζει να ομιλήσει για τους ιουδαίους διακόπτοντας μάλιστα τις ''Ομιλίες Περί ακαταλήπτου του Θεού'' και ''Κατά Ανομοίων'', όχι από ιδεολογική εναντίον τους τοποθέτηση, αλλά για να θεραπεύσει την πληγή, το "νόσημα" των χριστιανών και να τους προστατεύσει από θρησκευτικές πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την σωτηρία τους (...) Πρέπει να λεχθεί ότι ο Χρυσόστομος δεν μιλούσε αυστηρά μόνο κατά των ιουδαίων. Με τον ίδιο και πιο αυστηρό τρόπο μιλούσε και κατά των Ανομοίων, των αιρετικών γενικά και των Γνωστικών ή των εθνικών. Αυτό συνέβαινε, διότι ο λόγος των αντιαιρετικών και των αντί-ιουδαϊκών Ομιλιών του υπήρξε ο ίδιος, η προστασία των πιστών από τις ετεροδιδασκαλίες» (Στ. Π. Παπαδόπουλος, στο π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία; εκδ. Αρμός, σ. 81, 84). Ο Χρυσόστομος ούτε φυλετιστής ήταν βέβαια, προτρέπει μάλιστα – όπως παραθέσαμε το σχετικό εδάφιο – να μην ανταποδίδουν το κακό στους Ιουδαίους οι Χριστιανοί.

Τον Χρυσόστομο τον επαίνεσαν ακόμη και άνθρωποι σαν τον Κορδάτο. Γράφει ο Κορδάτος για την εποχή του Χρυσοστόμου: «Μόνο ένας στάθηκε τίμιος και υποστηριχτής του λαού. Αυτός ήταν ο πατριάρχης Ιωάννης, που ο λαός τον ονόμασε Χρυσόστομο. Μέρα νύχτα διαμαρτύρονταν για τις αισχρότητες που γίνονταν στο παλάτι και για την εκμετάλλευση του κοσμάκη (...). Αγωνίστηκε όσο μπορούσε να συγκινήση τους παλατιανούς, τους παραλήδες και τους ευγενείς να πάρουν τα μέτρα που έπρεπε, μα δεν κατάφερε τίποτα. (...) Επειδή όμως δεν χάριζε κάστανα σε κανένα και ξεσκέπαζε τις βρωμιές του παλατιού και της αριστοκρατίας κι ακόμα μαστίγωνε και πολλούς κληρικούς, βρήκε τον μπελά του. Η βασίλισσα, που μισούσε τον Χρυσόστομο και οι φίλοι της οι παλατιανοί, τα κατάφεραν να καλέσουν Σύνοδο, να τον καθαιρέσουν και να τον εξορίσουν. Μα επειδή έγιναν ταραχές και οι λαϊκές μάζες ξεσηκώθηκαν, αναγκάστηκαν να τον φέρουν από την εξορία και να του ξαναδώσουν τον πατριαρχικό θρόνο.

Ο Χρυσόστομος, φυσικά, δεν άλλαξε μυαλά. Μαχητικός και αγωνιστής άρχισε τα ίδια. Οι ρητορικοί του λόγοι ήταν καφτό σίδερο για τους παλατιανούς και τους εκμεταλλευτές του λαού. Βλέποντας σε ποια αθλιότητα και δυστυχία είχαν καταντήσει οι παραγωγικές μάζες, ύψωσε τη φωνή του και συνιστούσε να παρθούν μέτρα για να σταματήση το κακό. Σ’ ένα λόγο του (Ομιλία 61 εις Ματθαίον, PG 58, 591) μαζί με άλλα στιγμάτιζε τους μεγαλοκτηματίες και γενικά τους εκμεταλλευτές των καλλιεργητών της γης.

Ένας τέτοιος όμως ιεράρχης που στέκονταν δίπλα στον πάσχοντα λαό, δεν ήταν ανεχτός στην κυρίαρχη τάξη και στους παλατιανούς, που τους ξεσκέπαζε τα αίσχη τους. Γι' αυτό τον ξανάστειλαν στην εξορία, όπου και πέθανε» (Γιάννη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 57-58). Αυτός ήταν ο Χρυσόστομος, που κάτι υβριστές τον αποκαλούν ανθέλληνα.

15h ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές ακόμη κι αυτόν τον Μέγα Βασίλειο ως ανθέλληνα! Αποκαλούν ανθέλληνα τον Μ. Βασίλειο που στον λόγο του «Εν Λιμώ και Αυχμώ» επαινεί την Αρχαία Σπάρτη και τους Έλληνες γράφοντας «...Σε μερικούς από τους Έλληνες η φιλανθρωπία ήταν νόμος, με την καθιέρωση κοινών συσσιτίων, με τη δημιουργία σχεδόν κοινής εστίας για το λαό»! («Αἰδεσθῶμεν Ἑλλήνων φιλάνθρωπα διηγήματα. Παρά τισιν ἐκείνων νόμος φιλάνθρωπος μίαν τράπεζαν, καὶ κοινὰ τὰ σιτία, μίαν ἑστίαν σχεδὸν τὸν πολυάνθρωπον δῆμον ἀπεργάζεται», PG 31, 324C.

-αποκαλούν ανθέλληνα αυτόν που εκαυχάτο πως το γένος της μητέρας του, της Εμμέλειας, κατάγεται από τους Μολιονίδες-Ηρακλείδες, δηλαδή είναι γνήσιο ελληνικό.

-αποκαλούν τον Μέγα Βασίλειο όχι απλώς «ανθέλληνα», αλλά και «φονιά και εγκληματία» που «έφερε σφαγές» (εννοείται δίχως αποδείξεις). Τον Μ. Βασίλειο, ο οποίος τόσο πολύ φρόντιζε, ανεξαρτήτως θρησκείας, για το λαό της Καππαδοκίας, ώστε την κηδεία του παρακολούθησαν εκτός από τους Ορθοδόξους ακόμη και οι ειδωλολάτρες και οι Ιουδαίοι θρηνώντας για το θάνατό του, γιατί υπήρξε και δικός τους ευεργέτης σώζοντάς τους από βέβαιο θάνατο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κ. Παπαρηγόπουλου, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 8, 3). «Ο Θεός δεν αγαπά αυτό που γίνεται αναγκαστικά, αλλά αυτό που κατορθώνεται με την αρετή. Η δε αρετή επιτυγχάνεται με την ελεύθερη προαίρεση», γράφει ο Μέγας Βασίλειος (Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, 7, PG 31, 345B). Αυτόν κατηγορεί ο Βλ. Ρασσιάς (στο Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Α’, σ. 240) ότι «προτρέπει ευθέως σε εξόντωση όλων των "αιρετικών"».

-αποκαλούν ανθέλληνα τον Μέγα Βασίλειο, αυτόν που αποκαλεί τον Όμηρο «δάσκαλο όλων των αρετών» και προτρέπει την ανάγνωσή του, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που αποτρέπει από αυτήν.

-αποκαλούν ανθέλληνα τον Μ. Βασίλειο, ο οποίος γράφει ότι η μελέτη των Ελληνικών κειμένων είναι πολύ ωφέλιμη, είτε αυτά συμφωνούν με το Χριστιανισμό είτε όχι. Αυτόν αποκαλούν ανθέλληνα οι «Έλληνες εθνικοί».

-Οι Νεοπαγανιστές υποστηρίζουν ότι ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του ''Προς τους νέους'' δεν προσπαθεί να υπερασπίσει την αρχαία γνώση, αλλά απλώς να υποδείξει στους νέους με ποιον τρόπο μελετώντας τα αρχαία κείμενα θα έπαιρναν τα καθ' εαυτά καλά. Η κατηγορία των Νεοπαγανιστών προϋποθέτει έναν κρυφοεθνικισμό: ότι όλα όσα είπαν οι αρχαίοι είναι καλά. Πράγμα που δεν ευσταθεί φυσικά. Υπήρξαν πολλοί φιλόσοφοι με αντίθετες απόψεις. Λογικά, τουλάχιστον σε αυτήν την περίπτωση, δεν γίνεται να είναι ταυτόχρονα καλές οι απόψεις δύο συγκρουόμενων φιλοσόφων! Πολύ καλά και λογικά λοιπόν, ο Μέγας Βασίλειος κατανοεί ότι, δεν είναι καλά όλα όσα είπαν οι αρχαίοι, και θέλει να διδάξει τον τρόπο να αποφεύγονται τα άσχημα και να επιλέγονται τα καλά. Οι Νεοπαγανιστές κάνουν το αντίθετο, προφανώς. Αλλά, σε αυτήν την περίπτωση, ας μας πουν, γιατί ο Ιουλιανός ο αυτοκράτωρ απαγόρευε σε ειδωλολάτρες την ανάγνωση των έργων του Επίκουρου, του Αρχίλοχου, του Πύρρωνα και άλλων; Μήπως επειδή εννοούσε, όπως κι ο Μ. Βασίλειος, ότι δεν είναι όλα καλά; Αλλά, αφού θεωρούν ότι είναι «ανθελληνικό» να συνιστάς επιλεκτική ανάγνωση των αρχαίων κειμένων, τότε να κατηγορήσουν και τον Πλούταρχο, ο οποίος έγραψε το ''Πώς δει τον νέον ποιημάτων ακούειν'', στο οποίο προτείνει επιλεκτική προσέγγιση των αρχαίων ποιητών. Ανθέλληνας, λοιπόν, κι ο Πλούταρχος, αφού απορρίπτει τμήμα των «ελληνικών λόγων».

Στο έργο του ''Προς τους νέους'', ο Μέγας Βασίλειος επαινεί (κεφ. 3) τον Ησίοδο για τους στίχους 285-290 του ''Έργα και Ημέραι'', που γράφτηκαν για να προτρέπονται οι νέοι στην αρετή. Γράφει (κεφ. 4) «πᾶσα μὲν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρω ἀρετῆς ἐστὶν ἔπαινος». Επαινεί τον Θέογνι (Ελεγεία, 157) και τον Σόλωνα (Πλούταρχου, Σόλων, 3) για την άποψή τους περί πλούτου. Γράφει για τον φιλόσοφο Πρόδικο ότι «πρέπει να προσέξουμε και αυτόν, διότι ο άνδρας δεν είναι αξιοκαταφρόνητος» και συνεχίζει «σχεδόν όλοι αυτοί [οι μη Χριστιανοί] που φημίζονται για τη σοφία τους, ο καθένας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, ανάλογα με τη δύναμή τους, εξύμνησαν την αρετή στα συγγράμματά τους. Σε αυτούς πρέπει να δώσουμε εμπιστοσύνη και να προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε τους λόγους τους στη ζωή μας». Επίσης επαινεί τον Περικλή και τον Ευκλείδη από τα Μέγαρα, για την απάθειά τους προς τους υβριστές, την οποία παρομοιάζει με την προτροπή του Κατά Ματθαίον 5, 44. Επαινεί (κεφ. 5) τον Σωκράτη για την αταραξία του γράφοντας «επειδή αυτά τα παραδείγματα οδηγούν σχεδόν στον ίδιο σκοπό με τα δικά μας, των Γραφών, λέω ότι αξίζει πολύ να τα μιμηθείτε κι εσείς» και παρομοιάζοντας τη συμπεριφορά τους με την προτροπή του κατά Ματθαίον 5, 39. Επαινεί ο Μέγας Βασίλειος την ηθικότητα του Αλέξανδρου προς τις αιχμάλωτες γυναίκες του Δαρείου (Αρριανού, Ανάβασις, 4, 19, 7) λέγοντας πως μοιάζει σαν εφαρμογή του Κατά Ματθαίον 5, 28. Επαινεί τον Κλεινία, μαθητή του Πυθαγόρα, που δεν έδινε όρκο (Ιάμβλιχου, Βίος Πυθαγόρα, 28), όπως ακριβώς προστάζει η Έξοδος, 20, 7. Θαυμάζει (κεφ. 7) την ολιγάρκεια του Διογένη για τα ρούχα (Διογένης Λαέρτιος, 6, 2, 54), επαινεί τη σωστή χρήση της μουσικής από τον Πυθαγόρα, την αντίληψη του Πυθαγόρα για τη λαιμαργία. Βρίσκει κοινή την άποψη του απ/λου Παύλου (Προς Ρωμ. 13, 14) και του Πλάτωνα (Πολ., 411a) ότι το σώμα πρέπει να το φροντίζουμε όσο πρέπει κι όχι υπερβολικά. Θαυμάζει (κεφ. 8) τον Διογένη για την περιφρόνησή του προς τα περιττά αγαθά, γεγονός που τον έκανε «πλουσιότερο από τον μεγάλο βασιλιά». Βρίσκει σωστό το ρητό του Σωκράτη (Δίωνα Χρυσόστομου, Περί βασιλείας, 3, 102) ότι ο τρόπος χρήσης του πλούτου κι όχι ο πλούτος καθ' εαυτός είναι η αιτία για θαυμασμό. Κρίνει σωστή τη συμβουλή του φιλόσοφου Βίαντα στο γιό του (Διογένης Λαέρτιος, 1, 5, 88). Προτρέπει να θυμόμαστε τη συμβουλή του Πυθαγόρα, ότι καθένας μόνος του πρέπει να διαλέγει τον άριστο βίο (Πλούταρχου, Περί εξορίας, 8).

15i ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει (Επιστολή λβ’, Φιλαγρίω): «Επαινώ των στωικών τη μεγαλοφροσύνη και τη γενναιότητα, που διδάσκουν ότι καθόλου τα εξωτερικά πράγματα δεν εμποδίζουν στην ευδαιμονία. (...) Θαυμάζω επίσης και τους ομοίους [όσων υπέμειναν με γενναιότητα τη δυστυχία] των από τους εθνικούς λ.χ. τον Ανάξαρχο, τον Επίκτητο, το Σωκράτη, για να μην αναφέρω πολλούς». Επιδοκιμάζει την άποψη των τραγικών (Επιστολή πη’, Νεκταρίω) «να μην απολαμβάνεις μόνος την ευτυχία, όπως λένε οι τραγικοί, αλλά να συμμερίζεσαι κατά ένα μέρος και τα δεινά των φίλων σου». Επίσης (Λόγος κη’, 4) «Πρέπει να θέσωμεν ως αρχή το εξής που είπε κάποιος, επιτυχώς κατά την γνώμη μου, από τους Έλληνες θεολόγους φιλοσοφώντας περί Θεού [Πλάτων, Τίμαιος, 28c]» και (Λόγος λα’, 5): «οι θεολογικότεροι εκ των Ελλήνων ειδικά και μάλιστα αυτοί που μας πλησιάζουν περισσότερον, το εφαντάσθησαν [το Άγιο Πνεύμα] μεν, όπως εγώ νομίζω, αλλά διεφώνησαν εις την ονομασίαν, και το ωνόμασαν "νουν του παντός" ή "θύραθεν νουν" και τα παρόμοια» και (Εις Ήρωνα τον φιλόσοφον, 6): «Από την Κυνικήν φιλοσοφίαν περιεφρόνησε την αθεΐαν, επήνεσε την απλότητα αυτής». Επίσης αποκαλεί εραστές της σωφροσύνης ο άγιος Γρηγόριος τον Επίκουρο, τον Πολέμωνα, τον Δίωνα, τον Μέγα Αλέξανδρο (λόγος Περί αρετής, PG 37, 736): «Ποιος δεν έχει ακούσει για τον κυνικό από τη Σινώπη; Τί άλλο πρέπει να σας πώ παρά ότι ήταν τόσο ολιγαρκής και λιτοδίαιτος;» (στ. 218)· «Ο Επίκουρος αγωνιζόταν η ηδονή να είναι το έπαθλο των δικών μου αγώνων, στην οποία καταλήγουν όλα τα καλά των ανθρώπων» (στ. 787)· «κόσμια και φρόνιμα ζούσε βοηθώντας με τη ζωή του τη διδαχή του» (στ. 791)· «ποιος πάλι δεν επιδοκιμάζει τούτο που έκανε ο Αλέξανδρος;» (στ. 818).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον «Κατά Ιουλιανού» λόγο του, ο οποίος γράφτηκε αμέσως μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, την αποτυχία του διωγμού των Χριστιανών από τους Παγανιστές και την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού και που μερικοί τον κρίνουν ως «δείγμα δειλίας» γράφει (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός δεύτερος, 36-37) τα εξής πράγματα: «Συνηθίζει ο άνθρωπος, όταν έρθει στην εξουσία, να αντιδρά κακώς, όταν μάλιστα συμβεί να είναι δίκαια οργισμένος για όσα υπέφερε, ελάχιστα πείθεται σε λόγο που ανακόπτει το θυμό. Είναι άξιο όμως να ακουστεί και να γίνει ευπρόσδεκτο. Ας μη χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία με απληστία, ας μην απολαύσουμε με ηδονή την εξουσία, ας μη κάνουμε αυτά που καταδικάσαμε. Αλλά αφού απολαύσαμε την μεταβολή, όσο για να αποφύγουμε τα δεινά, ας μισήσουμε ό,τι έχει σχέση με αντεκδίκηση. Είναι αρκετή τιμωρία στους μέτριους ο φόβος αυτών που τους είχαν λυπήσει και η προσδοκία ότι θα πάθουν αυτά που τους αξίζουν.

Ας μη θελήσουμε να συναγωνιστούμε στην οργή, ούτε να φανούμε υποδεέστεροι τιμωροί από όσο αξίζουν. Αλλά επειδή δεν μπορούμε να εισπράξουμε το παν, ας συγχωρήσουμε το παν. Ας γίνουμε κατά τούτο ανώτεροι και υψηλότεροι από εκείνους που μας αδίκησαν. Ας δείξουμε τι διδάσκουν οι δαίμονες σε αυτούς και με τι μας εκπαιδεύει ο Χριστός. Ας αυξήσουμε το μυστήριο με αγαθότητα.

Ας νικήσουμε με επιείκια αυτούς που μας τυράννησαν. Αν κανείς έχει βασανιστεί πολύ σκληρά, ας αφήσουμε στο Θεό τους βασανιστές και στο μετά θάνατο δικαστήριο. Ας μη διανοηθούμε δήμευση της περιουσίας, ας μη τους οδηγήσουμε ενώπιον δικαστηρίων, ας μη τους απελάσουμε από την πατρίδα, ας μη τους βασανίσουμε με μαστίγια και, για να μιλήσω με συντομία, ας μη τους κάνουμε τίποτε από όσα πάθαμε. Ας τους κάνουμε κι αυτούς επιεικέστερους, ει δυνατόν, με το δικό μας παράδειγμα.

Αν κανενός ο γιος, ο πατέρας, η γυναίκα, κάποιος συγγενής, φίλος ή κανείς άλλος από τα προσφιλή του πρόσωπα έχει βασανιστεί, ας καταστήσουμε σε όλους τα πάθη τους άξια μισθαποδοσίας με το να τους πείσουμε να υποφέρουν με καρτερία όσα υπέστησαν. Ας τους χαρίσουμε αυτό ως το μεγαλύτερο από κάθε άλλο δώρο».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ρωτά έναν φανταστικό ειδωλολάτρη (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός πρώτος, 98): «Σκέψου αυτό: κατά τον καιρό που εμείς είχαμε τη δύναμη, πότε έγινε κάτι τέτοιο από τους Χριστιανούς εις βάρος των δικών σας, από αυτά που συνέβησαν πολλές φορές εις βάρος των Χριστιανών; Ποια ελευθερία ενέργειας σας στερήσαμε; Εναντίων τίνων εξεγείραμε εμπαθείς όχλους; Επί τίνων τοποθετήσαμε άρχοντες, που ενεργούσαν περισσότερα από όσα διατάζονταν; Σε ποιους επισείσαμε τον κίνδυνο της ζωής; Ποιους διώξαμε από την εξουσία και άλλες τιμητικές θέσεις, που ανήκουν στους άριστους; Και, για να πω με συντομία, σε ποιον κάναμε κάτι τέτοιο, από αυτά που άλλα μεν κάνατε, με άλλα [από αυτά] εσείς απειλήσατε; Αλλά δεν μπορείτε να μιλάτε ούτε εσείς, οι οποίοι μας κατηγορείτε για την πραότητα και την φιλανθρωπία». Αυτά τα λόγια δείχνουν το ανεξίκακο του Γρηγόριου αλλά και επιβεβαιώνουν ότι προ Ιουλιανού δεν υπήρξαν διώξεις και συνεπώς ο εκχριστιανισμός της πλειοψηφίας των κατοίκων της αυτοκρατορίας είχε γίνει ειρηνικά. Ο Γ. Σιέττος (Ο ανθελληνισμός στα πατερικά και εκκλησιαστικά κείμενα, σ. 315) ισχυρίζεται ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (μαζί με άλλους Πατέρες) αποκαλούσε «μισοχριστότατον» τον αυτοκράτορα Ουάλη, επειδή ο τελευταίος ακολουθούσε «πολιτική υποστήριξης της ανεξιθρησκίας». Οι αρχαιολάτρες  εθνικοί συνήθως διαστρέφουν είτε τα γεγονότα είτε (εδώ) τις αιτίες. Ο Ουάλης ήταν αιρετικός Αρειανιστής αυτοκράτορας και δίωξε σκληρά τους Ορθόδοξους. Γι' αυτό τον μέμφεται ο άγιος Γρηγόριος˙ όχι για την «ανεξιθρησκία» του, η οποία ως γνωστόν εφαρμοζόταν για όλους πλην των Ορθοδόξων.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου