Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 16o.

Σχετικά με την τύχη των αρχαίων ναών και οικοδομημάτων, βάσει των Ρωμαϊκών νόμων:

Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI, 10, 3, Αυτοκράτωρ Κωνστάντιος Αύγουστος προς Κατουλλίνον, Έπαρχο της Πόλεως (1 Νοεμβρίου 342 μ.Χ.):

«Επιθυμία μας είναι οι ναοί που βρίσκονται έξω από τα τείχη της πόλης να παραμείνουν ακέραιοι και αλώβητοι. Γιατί, καθώς κάποια αθλητικά παιχνίδια ή θεάματα του ιπποδρόμου ή άλλοι αγώνες έλκουν την καταγωγή από τους ναούς, δεν αρμόζει να τους καταστρέφουμε, αφού σε αυτούς οφείλεται η τέλεση εορτών που διασκεδάζουν το λαό της Ρώμης».

Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI.10.8, Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Παλλάδιο, Δούκα της Οσροηνής (30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ.):

«Με την έγκριση του δημοσίου συμβουλίου διατάσσουμε ότι οι ναοί όπου προηγουμένως σύχναζαν τα πλήθη, και που βρίσκονται ακόμα σε δημόσια χρήση, θα παραμείνουν ανοικτοί. Έτσι θα μπορούν τα πλήθη γηγενών και επισκεπτών να βλέπουν το ναό. Η αξία των αγαλμάτων, που βρίσκονται μέσα στους ναούς, θα υπολογίζεται με βάση την αισθητική τους και όχι τον ιερό τους χαρακτήρα (..)».

Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI.10.15, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο, Βικάριο της Ισπανίας, και Προκλιανόν, Βικάριο των Πέντε Επαρχιών (29 Ιανουαρίου 399 μ.Χ.):

«(..) επιθυμούμε και να διατηρηθούν τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτιρίων. Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν θα βασίζεται σε καμία εξουσία».

Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.10.18, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Απολλόδωρο, Ανθύπατο Αφρικής (20 Αυγούστου 399 μ.Χ.):

«Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει ναούς, οι οποίοι είναι κενοί από παράνομα αντικείμενα, δεν θα έχει την αυτοκρατορική υποστήριξη. Διατάσσουμε ότι η κατάσταση των κτιρίων θα πρέπει να παραμείνει αλώβητη (..)».

Ιουστινιανός Κώδικας I.11.3, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο και Βικάριο Προκλιανό (399 μ.Χ.) :

«Όπως απαγορεύθηκαν οι θυσίες, έτσι θέλουμε να διατηρήσουμε τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτιρίων. Όποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν βασίζεται σε καμία εξουσία. Αν τυχόν εμφανίσει κάποια αυτοκρατορική απάντηση ή νόμο για να υπερασπίσει τον εαυτόν του, τα έγγραφα αυτά θα αποσπασθούν απ' τα χέρια του και να παραπεμφθούν στη Σοφία Μας».

«Οι ναοί που βρίσκονταν σε αυτοκρατορικά κτήματα θα χρησιμοποιούνταν για άλλες χρήσεις, ενώ οι ιδιώτες ήταν υποχρεωμένοι να καταστρέψουν τα αγάλματα και τους βωμούς τους (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 19 του έτους 408). Κατά κανόνα οι αυτοκράτορες προστάτευαν την κληρονομιά τους και άλλαζαν τη χρήση της˙ κατέστρεφαν μόνο τα παλιά ιδιωτικά ιερά, επειδή ήταν δυσκολότερο να ελεγχθεί αν χρησιμοποιούνταν ακόμη για λατρευτικούς σκοπούς» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 100).

Η άποψη πως οι πολλοί αρχαίοι ναοί καταστράφηκαν και πως αυτό οφείλεται στις αυτοκρατορικές διαταγές, με αποτέλεσμα να κατηγορούνται οι Αυτοκράτορες για καταστροφή του ελληνικού πολιτισμού είναι μάλλον αστήριχτη. Υπάρχει βέβαια το διάταγμα της 10ης Ιουλίου 399 (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 16), που διατάζει την καταστροφή των ναών σε επαρχιακές μόνο περιοχές. Αλλά αμέσως μετά, τον ίδιο χρόνο, στις 20 Αυγούστου 399 (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 18) απαγορεύεται η καταστροφή ναών που είναι άδειοι από αγάλματα και δεν χρησιμοποιούνται για παγανιστική λατρεία. Τι ήθελαν οι Αυτοκράτορες να πράξουν στο ζήτημα της διατήρησης ή μη των ναών, φαίνεται από το διάταγμα που εξεδόθη στις 15 Νοεμβρίου 407 ή 408 (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 19): «αν κάποια αγάλματα βρίσκονται ακόμη μέσα στους ναούς και τα ιερά και εάν έχουν δεχθεί ή δέχονται ακόμη τη λατρεία των ειδωλολατρών, όπου κι αν συμβαίνει αυτό, θα ξεριζωθούν εκ θεμελίων, αφού αναγνωρίζουμε ότι αυτός ο κανονισμός έχει διατυπωθεί και επικυρωθεί κατ' επανάληψη πολύ συχνά. Τα ίδια κτίρια των ναών που βρίσκονται σε πόλεις ή κωμοπόλεις ή και έξω από αυτές, θα παραχωρηθούν σε κοινή χρήση. Παντού οι βωμοί θα καταστραφούν και οι ναοί που βρίσκονται μέσα σε αυτοκρατορικά κτήματα θα μεταφερθούν ή θα δοθούν σε άλλες πιο αρμόδιες χρήσεις. Οι ιδιοκτήτες τους θα υποχρεωθούν να τους καταστρέψουν(...)». Η παγανιστική θρησκεία καλώς χάθηκε˙ και τί νοιάζει τον καθένα σήμερα: σημασία έχει αν διετάχθηκε η ισοπέδωση των ναών. Αλλά οι αυτοκράτορες δεν σκόπευαν να καταστρέψουν τους ναούς. Συμπέρασμα:

1) Το Κράτος ενδιαφερόταν να πάψει να χρησιμοποιούνται ως τόποι λατρείας της παλιάς θρησκείας τα κτίρια των ναών κι όχι ασφαλώς αυτοί να γκρεμιστούν. Το πρώτο τους αρκούσε. Αν ο ναός άδειαζε από το άγαλμα και το βωμό, μπορούσε να στέκεται όρθιος. Αυτό έγινε τουλάχιστον στην Ελλάδα.

2) Ομοίως, οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε π.χ. ζήτησαν την καταστροφή των αγαλμάτων που στόλιζαν την Κωνσταντινούπολη. Τί σημαίνει αυτό αναφορικά με τη στάση τους προς την αρχαία τέχνη; Άπαξ και αυτά έπαυαν να είναι λατρευτικά αντικείμενα, ουδείς ενδιαφερόταν να τα καταστρέψει. Για τη στάση των Πατέρων αναφορικά με τη βία ως μέθοδο επικράτησης του Χριστιανισμού, για το αν οι Πατέρες προκάλεσαν τα διατάγματα κατά της αρχαίας λατρείας κάνουμε λόγο στο επόμενο κεφάλαιο.

Το 1994 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ελληνικά» (Τεύχος 44, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 31-50), μελέτη της κ. Πολύμνιας Αθανασιάδη, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον τίτλο: «Το λυκόφως των Θεών στην Ανατολική Μεσόγειο: Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επί μέρους περιοχές». Η κ. Αθανασιάδη, επέλεξε εκεί τρεις περιοχές της αυτοκρατορίας με διαφορετική γεωγραφική φυσιογνωμία, ιστορικό υπόβαθρο και δημογραφική σύνθεση, εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη αξιοπιστία στην έρευνά της. Οι περιοχές αυτές είναι η Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και η Συρία – Παλαιστίνη. Έτσι αντιμετωπίζει εύκολα τις «γενικεύσεις του Λιβανίου» όσο και τον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό φιλολογικών μαρτυριών» σε Χριστιανούς και εθνικούς συγγραφείς για την καταστροφή των ναών, που καταντά όπως λέει: «ύποπτος»!

Γράφει: «Στην προσπάθειά τους να ηρωοποιήσουν επισκόπους και αυτοκράτορες, σε μια περίοδο, κατά την οποία ο θρησκευτικός φανατισμός θεωρείτο αρετή, συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέδιδαν σ' αυτούς φανταστικές καταστροφές ναών ή στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοποιούσαν τα ηροστράτεια ανδραγαθήματά τους».

Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει ότι «Σε τόπους όπως η Αθήνα ή οι Δελφοί, ο κανόνας είναι ότι τα μεταγενέστερα στρώματα έχουν καταστραφεί από τους ίδιους τους αρχαιολόγους στην προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο κλασικό υπόστρωμα των ανασκαφών. Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς, τις βαρβαρικές επιδρομές (4ο - 6ο αιώνα μ.Χ.) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους Χριστιανούς».

«Ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα» δέχεται η κ. Αθανασιάδη. Τέτοιες περιπτώσεις είναι «μεμονωμένες». «Η γενική εντύπωση από την Ελλάδα είναι ότι η φθίνουσα αρχαία πίστη ενέπνεε στους νεοφώτιστους Χριστιανούς ... σεβασμό και συχνά κάποια συγκίνηση».

Μόνο εκεί που δεν υπήρχε «επαφή με την αστική παιδεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου», εκτός δηλαδή του ιστορικού Ελληνικού χώρου, και όπου «η παραδοσιακή θρησκεία είχε ισχυρές ρίζες», παρατηρείται φανατισμός και γίνονται καταστροφές. Αυτό συνέβαινε περισσότερο στην Ανατολή (Συρία, Φοινίκη, Παλαιστίνη). Η κ. Αθανασιάδη όμως ερμηνεύει με τα επιστημονικά κριτήριά της τις συμπεριφορές και σε περιοχές όπως η Συρία: «Εδώ δεν έχουμε μιαν αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά είναι ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο, εθνικό κίνημα με αμφίεση, βέβαια, θρησκευτική».

Στα ίδια πορίσματα καταλήγει και ο γνωστός αρχαιολόγος Άγγελος Χωρέμης, ερμηνεύοντας την περίπτωση του Μεγάλου Θεοδοσίου. Κατά γραπτή δήλωσή του, «το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (391 μ.Χ.), αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς, δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους. Άλλωστε δεν φαίνεται τέτοια καταστροφή στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας λατρείας, εκείνα ακριβώς που λογικά θα έπρεπε να υποστούν τη μεγαλύτερη καταστροφή, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.ά. δεν φαίνεται, ανασκαφικά τουλάχιστον, να έπαθαν ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ.

Εξ’ άλλου πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας σώθηκαν ως τις ημέρες μας σχεδόν ανέπαφοι, κυρίως στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία (όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος), αλλά και την κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) και ο Ναός του Ιλισσού».

Περί του έργου του Λιβανίου «Υπέρ των Ιερών», το οποίο επικαλούνται οι νεοπαγανιστές ως απόδειξη για τους δήθεν Χριστιανικούς βανδαλισμούς εξ’ αιτίας του διατάγματος του Μεγάλους Θεοδοσίου, ο αρχαιολόγος Άγγελος Χωρέμης παρατηρεί το εξής:

«Ο λόγος του Λιβανίου «Υπέρ των Ιερών» δεν γράφτηκε λόγω ακροτήτων, που έγιναν εις εφαρμογήν του διατάγματος κατά της αρχαίας θρησκείας. Το διάταγμα του Θεοδόσιου Α' εξεδόθη το 391 και το κείμενο του Λιβανίου γράφτηκε το 386, δηλαδή πέντε ολόκληρα χρόνια ενωρίτερα με άλλη ευκαιρία (P. Petit, “Sur la date du “pro Templs” de Libanius”, στο Byzantion XXI (1951), fasc., 285-310). Ο Θεοδόσιος διόρισε ύπαρχο της Ανατολής κάποιον συμπατριώτη και φίλο του, τον Ίβηρα Μάτερνο Κυνήγιο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φανατικός θρησκόληπτος και έξαλλος. Υπεκίνησε πράγματι τον όχλο, επί κεφαλής του οποίου ήταν φανατικοί καλόγεροι, και άρχισαν να καταστρέφουν τα αρχαία ιερά, στην αρχή κυρίως τα μικρά και απροστάτευτα) ιερά της υπαίθρου και εν συνεχεία άρχισαν να μπαίνουν και να καταστρέφουν ιερά και μέσα στις πόλεις. Τότε ο Λιβάνιος γράφει τον περίφημο και ωραιότατο λόγο του «Υπέρ των Ιερών». Η αντίδραση του «θρησκόληπτου» Θεοδοσίου ήταν να… απαγορεύσει στους μοναχούς την είσοδο στις πόλεις, προστατεύοντας έτσι τα εθνικά ιερά των άστεων και όταν σε λίγο πέθανε ο Μάτερνος Κυνήγιος τοποθέτησε Ύπαρχο της Ανατολής τον σώφρονα εθνικό Ευτόλμιο Τατιανό, ο οποίος κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα και να φέρει την καταλλαγή.

«Καταστροφές αγαλμάτων και ναών ακούμε από άλλες περιοχές: από την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μικρά Ασία. Απόδειξη ότι ο Ελληνιστικός πολιτισμός σε αυτές τις περιοχές ποτέ δεν είχε γίνει «λαϊκή κουλτούρα» κι επομένως ήταν εύκολο να υποκινείται ο λαός σε καταστρεπτικές ενέργειες. Γι' αυτούς τους λαούς το «ελληνικό» απλώς δεν ήταν "ωραίο"» (Lorenz Gyfmfrey, Η δύση της Δύσης, εκδ. Παπαζήση).

Είναι χαρακτηριστικό ότι και το περιοδικό Δαυλός (τ. 138, σ. 8022-23) σημειώνει: «Όλοι σχεδόν οι καταστροφείς αρχαίων Ελληνικών μνημείων είναι Χριστιανοί εξ Ιουδαίων, δηλαδή Εβραίοι. Οι Χριστιανοί εξ εθνικών, δηλαδοί οι Έλληνες, σπάνια μετείχαν σε διωγμούς Ελλήνων».

«Η Ελλάδα βρισκόταν εκτός της δικαιοδοσίας του επάρχου του πραιτωρίου της Ανατολής˙ δεν υπάρχουν μαρτυρίες που να αναφέρουν καταστροφές ναών αυτήν την περίοδο» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 81).

Υπό το φως τον παραπάνω στοιχείων ο ισχυρισμός του αρχαιολάτρη Σαράντου Πανός (Δαυλός, τ. 229, σ. 14628) ότι ο πραγματικός στόχος των Αυτοκρατόρων ήταν η καταστροφή του Ελληνισμού κι ότι «οι ναοί και οι βωμοί, οι σχολές και τα στάδια της Ρώμης ουδέν έπαθαν. Μόνο των Ελλήνων τα έργα γκρεμίσθηκαν και οι Ελληνικοί θεσμοί καταργήθηκαν, ακόμη και θεσμοί άσχετοι προς την αρχαία θρησκεία, και μόνο μόνο ιδεολογικά και φυλετικά Έλληνες σφαγιάσθηκαν» είναι τελείως αβάσιμος. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Όχι μόνο οι καλύτερα διατηρημένοι αρχαίοι ναοί βρίσκονται στην Ελλάδα, όχι μόνο τα αρχαία κτίρια και καλλιτεχνήματα π.χ. των Αθηνών διασώθηκαν σε αντίθεση με αυτά της Ρώμης, που καταστράφηκαν, αλλά γνωρίζουμε ότι καταστροφές αρχαίων ναών συνέβησαν κυρίως στην Αίγυπτο και τη Συρία˙ και φυσικά ουδείς Έλληνας σφαγιάστηκε. Δε γνωρίζουμε αν τα ψεύδη του αρχαιολάτρη Πανός είναι συνειδητά και σκόπιμα˙ το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως μέσω των αβάσιμων αυτών ισχυρισμών, ο αρχαιολάτρης Παν, όπως και οι όμοιοί του, υποδαυλίζει τον αντιχριστιανικό μίσος και τον φανατισμό των αναγνωστών του Δαυλού λέγοντάς τους πανούργα ψεύδη, που δεν αντέχουν σε καμμία κριτική.

Η Helen Saradi-Mendelovici (“Christian Attitudes toward Pagan Monuments in Late Antiquity and their Legacy in Later Byzantine Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 44 (1990), 47), τοποθετεί στα τέλη του 4ου αιώνα την έξαρση της εχθρικής στάσης των Χριστιανών προς τα παγανιστικά ιερά, αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει ότι η εχθρική στάση των Χριστιανών προς αυτά ούτε γενικό φαινόμενο υπήρξε ούτε συστηματική πολιτική.

Ο Βαλεντιανός A' (364-375 μ.Χ.) διακηρύσσει ότι «...οι νόμοι που εξέδωσα κατά την αρχή της βασιλείας μου, που επιτρέπουν στον καθένα να ακολουθεί την θρησκεία στην οποία ανήκει» (Θεοδ. Κώδ., IX, 16, 9 του έτους 371 μ.Χ.).

«Ο Βαλεντιανός περιορίστηκε στο να απαγορεύσει, επί ποινή θανάτου, τις νυχτερινές τελετές (Θεοδ. Κώδ., X, 1, 8 και IX, 16, 9 της 9ης Σεπτεμβρίου 364). Επίσης απαγορεύει να αναλαμβάνει Χριστιανός την ευθύνη ενός παγανιστικού ναού. Όμως αυτά τα μέτρα, όπως τονίζει ο G. Fowden, περιόριζαν επίσης τη δικαιοδοσία των επισκόπων σε ζητήματα δημόσιας τάξης» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 66). Με άλλα λόγια, απέτρεπαν τις αυθαιρεσίες των Χριστιανών επισκόπων.

«Στις 29 Μαΐου 371 μ.Χ. οι δύο αυτοκράτορες Βαλεντιανός και Βάλης ενέκριναν την πρακτική της δημόσιας προφητείας στη ρωμαϊκή Σύγκλητο, καθώς και «όλα τα θρησκευτικά έθιμα που επέτρεπαν οι πρόγονοι» (omnis concessa a maioribus religio)» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 70). «Δεν καταδικάζουμε [την προφητεία], αλλά απαγορεύουμε τη χρήση της για επιβλαβείς σκοπούς», διατάζουν (Θεοδ. Κώδ., IX, 16, 9).

Θεοδώρητου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 20: «Ωστόσο, ο Βάλεντας [364-378 μ.Χ.] επέτρεψε σε όλους να λατρεύουν και να τιμούν καθ' οποιονδήποτε τρόπο ήθελαν ό,τι ήθελαν. Μόνο κατά των υπερασπιστών των Αποστολικών εντολών επέμεινε σε πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βάλεντα το πυρ των ναών ήταν αναμμένο, οι σπονδές και οι θυσίες προσφέρονταν στα είδωλα, δημόσιες εορτές γίνονταν στις πλατείες, και οι λάτρεις των διονυσιακών οργίων τριγυρνούσαν φορώντας δέρματα αιγών, σε βακχικό παραλήρημα, και γενικά συμπεριφερόμενοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να δείχνουν την κακοήθεια του αφέντη τους».

Βλέπουμε ότι, σε μια εποχή που οι Νεοπαγανιστές την περιγράφουν ως ζοφερή και με συνεχόμενους διωγμούς κατά των Παγανιστών, ένας «βυζαντινός» αυτοκράτορας διώκει τους Ορθόδοξους κι αφήνει απείραχτους τους Παγανιστές.

«Ο Γρατιανός (...) αποδοκίμαζε τις διώξεις λόγω των διαφορετικών θρησκευτικών πίστεων και επανέφερε όλους όσοι είχαν εξοριστεί λόγω της θρησκείας τους. Επίσης εξέδωσε ένα νόμο με τον οποίο θέσπισε ότι ο καθένας μπορούσε ελεύθερα να εξασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα και επιτρεπόταν να κάνει θρησκευτικές συναθροίσεις». (Σωζόμενου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 7, 1).

«Αλλά ο Αυτοκράτορας [σημ. ο Γρατιανός: 375-383 μ.Χ.] εφείσθη των αγαλμάτων των θεών που ο λαός σεβόταν˙ 424 [ειδωλολατρικοί] ναοί ή ναΐδρια ακόμη υπήρχαν, για να ικανοποιούν την αφοσίωση του λαού˙ και σε κάθε συνοικεία της Ρώμης η ευαισθησία των Χριστιανών προσβαλλόταν από τους καπνούς των ειδωλολατρικών θυσιών» (E. Gibbon, The decline and fall of the Roman Empire, Collier Books, N.Y., N.Y., Vol. II, p. 73).

Σύμφωνα με τους Ν/Π, οι Εθνικοί σφάζονταν σαν τα σφαχτάρια εκείνη την εποχή˙ κι οι ναοί τους γκρεμίζονταν.

Βέβαια ο Γρατιανός ήταν αυτός που διέταξε την απομάκρυνση του αγάλματος της Νίκης από το κτίριο της Συγκλήτου. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για ένα κρατικό κτίριο. Δεν πρόκειται περί εθνικού ναού. Δικαίωμα του κράτους ήταν να απομακρύνει από τα κτίρια της διοίκησης τα σύμβολα της παλιάς θρησκείας.

Με βάση όλα τα παραπάνω οι διώξεις κατά της συγκλητικής αριστοκρατείας εκ μέρους του Βάλεντα δεν σημαίνουν «διωγμό κατά των εθνικών». Ο Βάλεντας ως γνωστόν δίωξε και Ορθόδοξους και κυρίως τους μοναχούς. Η καταγωγή (από επαρχία) και η κοινωνική προέλευση (χωρικοί και στρατιώτες) του Βάλεντα δείχνουν τους «λόγους» που δίωξε την παραδοσιακή αριστοκρατία. Υπήρχε αντίθεση μεταξύ στρατιωτικής και παραδοσιακής αριστοκρατίας, όταν από τον 3ο αιώνα και μετά άρχισαν να ανέρχονται στην ιεραρχία άτομα μη αριστοκρατικής καταγωγής, κι αυτή ακριβώς την αντίθεση εκφράζουν οι διωγμοί του Βάλεντα, και όχι την αντίθεση εθνισμού-χριστιανισμού, μια και όπως είπαμε ο Βάλεντας εδίωκε και χριστιανούς.

Ενα παγανιστικό επιχείρημα πως ο παγανισμός επέζησε στην επαρχία ώς τον 10 αι. επειδή εκεί η αυτοκρατορική εξουσία ήταν αδύναμη. Αδύναμη η αυτοκρατορική εξουσία που είχε στη διάθεσή της άπειρα χρήματα και στρατό; Η παγανιστική Ρώμη είχε την ικανότητα να διατάσσει μακροχρόνιους διωγμούς κατά των Χριστιανών στις επαρχίες της, και οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι μόλις εκχριστιανίστηκε το κράτος, αυτόματα έχασε την ικανότητα του να κάνει επίσης μακροχρόνιους διωγμούς στις επαρχίες; Δια μαγείας, ξαφνικά την έχασε;

Το ότι μερικοί αυτοκράτορες κατεδίωξαν τους παγανιστές μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού δεν λέει τίποτα κατά του Χριστιανισμού. Αφότου έγιναν πολλοί χριστιανοί, ήταν φυσικό πολλοί να μην είναι εμποτισμένοι, ως νεοφώτιστοι, με το πνεύμα των ηρωικών μαρτύρων χριστιανών των προηγούμενων αιώνων, και να λειτουργούν ώς όχλος. Όταν αυξάνει η ποσότητα, η ποιότητα πέφτει.

Φαίνεται, πάντως, πως ήταν «θεϊκό έργο» η απαγόρευση του παγανισμού από τον Θεοδόσιο, διότι οι ίδιοι οι Εθνικοί τον είχαν ανακηρύξει θεό τους στα 393 – αφού είχε αρχίσει να εκδίδει αντιπαγανιστικούς νόμους λέγοντας σε εορταστική συνεδρίαση της Συγκλήτου: "Deum dedit Hispania quem videmus" δηλ. ''Η Ισπανία μας χάρισε το Θεό που βλέπουμε'' (Κ. Σιμόπουλου, Ο Μύθος των μεγάλων της ιστορίας, Αθήνα 1995, σ. 355). Αναρωτιέται κανείς αν εξακολουθούν να πιστεύουν οι Νεοπαγανιστές στην εγκυρότητα της θεοποίησης του Θεοδόσιου από τους παγανιστές. Οι αρχαίοι εθνικοί δεν είχαν τέτοιες προκαταλήψεις. Ένας «θεός» ασφαλώς θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει τα ειδωλολατρικά ιερά. Άλλωστε, οι ίδιοι οι Νεοπαγανιστές υπερασπίζονται, όπως είδαμε, με πάθος τους ιερείς της λατρείας του «Θεού Αυτοκράτορα». Αντιφάσεις επί αντιφάσεων.

Η καταστροφή των εθνικών ναών και των αγαλμάτων των θεών δεν έγινε από «χριστιανικό μίσος κατά του Ελληνικού πολιτισμού» όπως νομίζουν οι Νεοπαγανιστές, ούτε από έλλειψη εκτίμησης για την ελληνική τέχνη. Έγινε αποκλειστικά λόγω θρησκευτικής έχθρας. Διαφορετικά, και οι Εικονομάχοι βυζαντινοί αυτοκράτορες του 8ου-9ου αι. που κατέστρεφαν τις εικόνες θα έπρεπε να κατηγορούνται για «έλλειψη εκτίμησης προς την βυζαντινή τέχνη».

Με άλλα λόγια, επειδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχε από όλους τους Χριστιανούς η αντίληψη των αγαλμάτων ή των εικόνων ως έργων τέχνης, αλλά μόνο ως θρησκευτικών αντικειμένων, γι' αυτό το λόγο αυτά καταστράφηκαν. Εάν κανείς διαφωνεί με αυτό, θα πρέπει να εξηγήσει γιατί οι εικονομάχοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν ενάντια στον Βυζαντινό πολιτισμό της ίδιας της χώρας τους.
 
Άλλωστε, αν δεν εκτιμούσαν οι Βυζαντινοί την αρχαία ελληνική τέχνη, δεν θα μετέφεραν τόσα αρχαιοελληνικά αγάλματα (και θεών) στο Παλάτι, τον Ιππόδρομο, τις οδούς και στις πλατείες της Κωνσταντινούπολης.

Είναι πέρα ως πέρα αβάσιμος ο νεοπαγανιστικός ισχυρισμός, ότι πολλά Ελληνικά λατρευτικά αγάλματα – κατά διαταγή του Θεοδόσιου Α’', «απήχθησαν στην Κωνσταντινούπολη και ετοποθετήθησαν, δίκην διακοσμητικών λαφύρων, σε δημόσιους χώρους, όπου το πνευματικά εξαθλιωμένο πλήθος μπορούσε ανενόχλητο να τα βεβηλώνει και να τα φτύνει, εκτονώνοντας τα πιο χαμηλά ένστικτά του απέναντι στους “χριστομάχους” Έλληνες που “έφτιαξαν αυτά τα ξόανα και τα προσεκύνησαν”» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 48). Οι Ρωμηοί Έλληνες πρόγονοί μας τα διέσωσαν από τις εκατοντάδες βαρβαρικές εισβολές σε Βαλκάνια και Μ. Ασία τοποθετώντας τα στην Κωνσταντινούπολη. Δεν τοποθετήθηκαν τα αγάλματα, για να τα χλευάζει το πλήθος, όπως ψεύδονται οι νεοπαγανιστές, αλλά για να τα θαυμάζει. Όχι μόνο δεν τα χλεύαζαν και τα έφτυναν, αλλά συνεπαρμένοι από αυτά, τα είχαν ως πρότυπα βάσει των οποίων έφτιαχναν τους αδριάντες και τα αγάλματα επιφανών προσώπων, αυτοκρατόρων, στρατηγών και αρματηλατών. Η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα πραγματικό μουσείο με όλους τους θησαυρούς˙ και θα υπήρχαν ακόμη τα αγάλματα αυτά, αν δεν είχε συμβεί η μοιραία Άλωση του 1204, κατά την οποία οι Δυτικοευρωπαίοι τα έλιωσαν, προκαλώντας το θρήνο Ρωμηών όπως ο Νικήτας Χωνιάτης που ήταν παρών στην Άλωση. «Απώλειες [αγαλμάτων] σημειώθηκαν μόνο από σεισμούς, πυρκαγιές και εσωτερικές αναταραχές, λαϊκές εξεγέρσεις, συγκρούσεις και καταστολές. Οι χριστιανοί της πρωτεύουσας θαύμαζαν τα αγάλματα που στόλιζαν την πόλη τους» (Κ. Σιμόπουλου, Η λεηλασία και καταδρομή των Ελληνικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997, σ. 213). «Οι Βυζαντινοί διανοούμενοι – ακόμα και θεολόγοι – έχουν βαθιά γνώση της αρχαίας τέχνης και εκφράζουν χωρίς επιφυλάξεις τον απεριόριστο θαυμασμό τους. Συχνότατες στους βυζαντινούς αιώνες οι αναγωγές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τους επιφανείς δημιουργούς του και οι συγκρίσεις της βυζαντινής εικονογραφίας με την κλασσική ζωγραφική που αποκαλύπτουν κοινά ή παράλληλα καλλιτεχνικά ιδεώδη» (Κ. Σιμόπουλου, Η λεηλασία και καταδρομή των Ελληνικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997, σ. 227).

Μόνο στην πλατεία του Ζεύξιππου υπήρχαν τα αγάλματα του Αισχίνη, του Αριστοτέλη, του Ησίοδου, του Σιμωνίδη, του Αναξιμένη, του Κάλχα, της Σαπφούς, του Απόλλωνα (τρία), της Αφροδίτης (τρία), του Καίσαρα, του Πλάτωνα, του Τέρπανδρου, του Περικλή, του Πυθαγόρα, του Δημόκριτου, του Ηρακλή, του Αινεία, της Ανδρομάχης, του Μενελάου, της Ελένης, του Οδυσσέα, της Εκάβης, της Κασσάνδρας, του Αίαντα, του Ισοκράτη, του Αχιλλέα, του Σαρπηδώνα, του Ερμή, του Ομήρου, του Φερεκίδη, του Μένανδρου, του Θουκιδήδη, του Ηροδότου, του Πινδάρου, του Ξενοφώντα, του Αλκμάνα και του Βιργιλίου (Χριστόδωρου Κοπτίτη, Έκφρασις των αγαλμάτων των εις το δημόσιον γυμνάσιον του επικαλουμένου Ζευξίπου, Παλατινή Ανθολογία). Εύκολα φαντάζεται κανείς πόσα αγάλματα κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και δημόσια κτίρια της ελληνίδας Βασιλεύουσας ώς το 1204. Αυτά ασφαλώς τα αγάλματα θεών, ηρώων, φιλοσόφων, ποιητών, δεν τα είχαν «για να τα φτύνουν», αλλά για να τα θαυμάζουν. Δεν τους πείραζε λοιπόν τους Χριστιανούς το άγαλμα ως άγαλμα, ως καλλιτέχνημα. Ως αντικείμενο λατρείας τους πείραζε. Ως άγαλμα το διατηρούσαν και το έβαζαν σε περίοπτη δημόσια θέση, όπως αργότερα στη Δυτική Ευρώπη. Ακόμη και οι γιορτές των Εθνικών δεν απαγορεύονταν, με την προϋπόθεση να μη γινόταν θυσία:

Θεοδοσιανός Κώδικας XVI, 10, 8, Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντιανός και Θεοδόσιος προς Παλλάδιον, Δούκα της Οσροηνής (30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ.): «Με σκοπό να μπορούν τα πλήθη, τόσο των γηγενών όσο και των επισκεπτών, να βλέπουν το ναό, η Εμπειρία σου θα διατηρήσει όλες τις γιορτές και τις τελετές».

Θεοδοσιανός Κώδικας XVI, 10, 17, Αυτοκράτορες Αύγουστοι Αρκάδιος και Ονώριος προς Απολλόδωρον, Ανθύπατο Αφρικής (20 Αυγούστου 399 μ.Χ.) : «δεν επιτρέπουμε να καταργηθούν οι εορταστικές συγκεντρώσεις πολιτών και η απόλαυση που παίρνουν όλοι από αυτές. Έτσι αποφασίζουμε, ότι, σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα, θα εξακολουθήσουν να παρέχονται διασκεδάσεις στο λαό, χωρίς όμως θυσίες, και θα επιτρέπεται στον κόσμο να παρευρίσκεται σε εορταστικά συμπόσια όποτε το επιθυμεί». 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου