Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Ο Μικρασιάτης που γύρισε με τα πόδια από το Νταχάου.



Η κόρη του Χαράλαμπου Κουκιά μάς αφηγείται την τραγική ιστορία του.

Θυμόταν το σπίτι στον Τσεσμέ, με τα δύο λιοντάρια στην είσοδο να απομακρύνεται από τα μάτια του καθώς το πλοίο έφευγε να γλιτώσει την σφαγή…, θυμόταν επιλεκτικά στιγμές φρίκης από τα τέσσερα χρόνια εγκλεισμού του στο Νταχάου, και την ατελείωτη διαδρομή μέχρι την Ελλάδα που έκανε με τα πόδια μετά την τελευταία του απόδραση… θυμόταν σκηνές μάχης του εμφυλίου πολέμου κάθε φορά που κοίταζε το ακρωτηριασμένο του χέρι… θυμόταν ακόμα και τον βούρδουλα που του είχε αφήσει σημάδι στον δεξιό του ώμο, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί την αιτία της τιμωρίας.

Ρεπορτάζ : Νίκη Παπάζογλου

Ίσως βέβαια και να θυμόταν πολύ περισσότερα από όσα επέλεξε να διηγηθεί στους δικούς του ανθρώπους, αφού τις περισσότερες φορές η άμυνα του πνεύματος «εφευρίσκει» την λήθη για να προχωρήσει παρακάτω… Κι αυτά τα ενθύμια είναι μόνο μερικά από όσα αφηγούνται στο newsbeast.gr οι συγγενείς του Χαράλαμπου Κουκιά, ενός αθέατου πρωταγωνιστή των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων του προηγούμενου αιώνα.

«Οι παλιοί δεν είχαν επίγνωση ότι κουβαλάνε μια ολόκληρη ιστορία πάνω τους, όταν τους άκουγες να μιλούν για την “καταστροφή” τις περισσότερες φορές έδιναν την εντύπωση πως δεν αφηγούνται την συμμετοχή τους σε κάποιο ιστορικό γεγονός, αλλά μια “απλή” προσωπική τραγωδία. Κατ' αυτόν τον τρόπο αναφερόταν κι ο πατέρας μου στο Νταχάου και σε όλα εκείνα που είχαν ακολουθήσει αυτού. Κι εμείς όμως σαν παιδιά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε κι όταν τα μεταφέραμε, μιμούμασταν το ίδιο “ανέμελο” ύφος… “έχει κάνει 4 χρόνια Νταχάου, λες και είχε πάει 4 χρόνια κατασκήνωση”» ήταν μερικά από τα πρώτα λόγια της Κυριακής Κουκιά, της κόρης του έλληνα που επιβίωσε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ναζιστικής Γερμανίας που δημιούργησε η Γκεστάπο, μετά την άνοδο στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ, το 1933.

«Ο πατέρας μου πέθανε νέος, 69 χρόνων, και μάλιστα λίγο πριν πεθάνει μου το είχε πει, σαν να το γνώριζε, ή σαν να αποφάσισε ο ίδιος να φύγει μακριά από μια ζωή που τον είχε στην κυριολεξία κουράσει πολύ, παρόλο που απέφευγε να το δείχνει. Ήταν πολύ χαμογελαστός πάντα, περήφανος και χαμογελαστός. Στις φωτογραφίες τοποθετούνταν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην φαίνεται το ακρωτηριασμένο του χέρι, και το άδειο μανίκι το έχωνε πάντα στην τσέπη, ώστε να μην το καταλαβαίνεις με την πρώτη ματιά. Τα σημάδια από τις κακουχίες τα έβλεπες αν τον γνώριζες λίγο καλύτερα… Από την αγωνία του στην παραμικρή πιθανότητα προσωπικής δυσκολίας. Θυμάμαι όταν ήμουν τεσσάρων χρονών και με μετέφεραν στο νοσοκομείο για εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας δεν ήρθε παρά μόνο όταν όλα πια ήταν εντάξει. Σαν να μην άντεχε άλλο πόνο.

Ακόμα κι αν έβλεπε κανείς ορισμένες αντιδράσεις του δεν θα μπορούσε να καταλάβει παρά μόνο αν γνώριζε. Για παράδειγμα η απέχθεια που είχε στις πατάτες. Κατά την διάρκεια του εγκλεισμού τους, οι πεινασμένοι κρατούμενοι μάζευαν πατάτες από τα χωράφια ‘Όποιον τολμούσε να κλέψει πατάτες, οι Γερμανοί τον εκτελούσαν. Εξαθλιωμένοι όμως από την πείνα, αψηφούσαν τον κίνδυνο κι έκλεβαν πατάτες τις οποίες έτρωγαν με τα χώματα όπως τις έβγαζαν από τη γη. Από τότε ο πατέρας μου δεν ξανάβαλε πατάτες στο στόμα του, δεν ήθελε ούτε να τις βλέπει»…

Ο Χαράλαμπος Κουκιάς ήταν από την Σμύρνη, γεννηθείς 01-01-1922 εν πλω, σύμφωνα με την ταυτότητά του.

«Το γεννηθείς εν πλώ, το έμαθα αργότερα, την ίδια περίοδο που πληροφορήθηκα πως ήταν υιοθετημένος. Το μηχανεύτηκαν οι μεγάλοι σε ηλικία θετοί γονείς του όταν ήρθαν με τα καράβια τους από την Μικρά Ασία για να γραφτεί κατευθείαν στα μητρώα με το όνομά τους και να μην αντιμετωπίσουν γραφειοκρατικά προβλήματα. Συνήθης πρακτική της εποχής. Λίγους μήνες πριν την μεγάλη καταστροφή εγκαταστάθηκαν στη Χαλκίδα όπου και έμειναν μέχρι να πεθάνουν. Μέχρι την κήρυξη του πολέμου, ο πατέρας μου έζησε αρκετά καλά. Μετά ήρθε το απόλυτο γκρέμισμα γιατί εκτός από τα 4 χρόνια που φυλακίστηκε στο Νταχάου η επιστροφή του συνοδεύτηκε κι από τεράστιες απώλειες».




Αφορμή της σύλληψής του ήταν ο τσακωμός του με έναν Γερμανό λοχαγό, ο οποίος παρενοχλούσε μια κοντινή συγγενή.

«Πριν τον πόλεμο, όλη η μαθητιώσα νεολαία ήταν οργανωμένη στις λεγόμενες τότε μεταξικές νεολαίες, Ε.Ο.Ν. Ο σκοπός ύπαρξής τους ήταν «η επωφελή διάθεσιν του ελευθέρου χρόνου των νέων, προς προαγωγήν της σωματικής και ψυχικής καταστάσεως αυτών, ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την θρησκείαν». Ενταγμένος σε αυτές ο πατέρας μου, ήταν πρωταθλητής στην κολύμβηση και στο μποξ. Έτσι όταν την έστησε στον Γερμανό, τον ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου. Μετά από το περιστατικό αυτό, έζησε για έξι μήνες κρυπτόμενος σε ένα βουνό της Εύβοιας, στην Δάφνη. Μέχρι που κάποιος τον ειδοποίησε ότι οι Γερμανοί σταμάτησαν να τον αναζητούν. Μόλις επέστρεψε σπίτι του τον συνέλαβαν σχεδόν αμέσως. Το επόμενο πράγμα που θυμόταν να ακολουθεί τη στιγμή της σύλληψής του ήταν να τον κλείνουν σε ένα βαγόνι, χωρίς παράθυρο, μαζί με άλογα και το τρένο να ξεκινάει. Αυτή η πόρτα ξανάνοιξε στο Νταχάου. Αυτή είναι η αρχή της ιστορίας» όπως μας ενημερώνει η κόρη του Κυριακή Κουκιά.

Από εκεί και πέρα οι μνήμες είναι σκόρπιες. «Ο πατέρας μου είχε τραυματιστεί τόσο ψυχικά από το στρατόπεδο που μιλούσε πολύ λίγο. Και οι διηγήσεις είχαν τέτοια τραγικότητα που ως παιδιά μας φαινόταν φαντασιακές. Θυμάμαι να μου λέει χαρακτηριστικά πως είχε στηθεί 9 φορές μπροστά σε εκτελεστικό απόσπασμα. Όπως καταλαβαίνεις σαν παιδί μου φαινόταν υπερβολικό, 9 φορές και δεν σκοτώνεσαι. Αργότερα διαβάζοντας ιστορία, έμαθα για τις εικονικές εκτελέσεις των Γερμανών. Ο ίδιος όμως σαν κατάδικος δεν γνώριζε πως ήταν εικονικές. Έχανε τις αισθήσεις του και ξυπνούσε έπειτα ζωντανός. Σε μια μάλιστα από τις τελευταίες αυτές εκτελέσεις, όταν στήθηκαν μπροστά στο απόσπασμα τον έπιασαν νευρικά γέλια. Τότε ο επικεφαλής, ένας Αυστριακός του είπε «εσύ επειδή έχεις ωραίο χαμόγελο βγες». Χρόνια αργότερα που έχασε τα δόντια του, αστειευόμασταν λέγοντάς του πως τώρα δεν θα γλίτωνες…».

Άλλες σκόρπιες μνήμες της ζωής στο Νταχάου ήταν οι αποδράσεις. «Δεν πρέπει να ήταν από τους ήσυχους που έσκυβαν το κεφάλι γιατί συχνά στις διηγήσεις του παρεμβάλλονταν οι λέξεις αποδράση και απομόνωση. Κάποια στιγμή ανέφερε πως δραπέτευσαν μαζί με κάποιους Γάλλους και μερικούς Ιταλούς και κρυβόντουσαν στον πύργο του Άιφελ μέχρι να έρθουν οι άνθρωποι της αντίστασης να τους βοηθήσουν. Εντέλει κάποιος τους πρόδωσε και έπεσαν εκ νέου στα χέρια των Γερμανών. Μετά από αρκετό ξύλο βρέθηκαν πάλι στο βαγόνι ενός τρένου. Η επόμενη στιγμή που θυμόταν τον εαυτό του μετά από αυτό το ταξίδι, ήταν να σκάβει χαρακώματα στο Λένινγκραντ. Κάποια στιγμή ανέφερε και μνήμες από το Άουσβιτς, κατά βάση σκόρπιες εικόνες, πρέπει να ήταν περαστικός στην πορεία προς το Λένινγκραντ».




Στο στρατόπεδο με την διάσημη στην είσοδο επιγρραφή, Arbeit macht frei (Η εργασία απελευθερώνει), ο Χαράλαμπος Κουκιάς, ο οποίος δεν ήταν ούτε κουμουνιστής, ούτε εβραίος δούλευε στα χυτήρια όπως μας ενημερώνει η κόρη του. «Δεν ξέρω τι δουλειά έκανε εκεί ακριβώς, δεν μας είχε πει. Από τις διηγήσεις καταλαβαίναμε πως είχε μια ειδίκευση που χάρη σε αυτή γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα ειδικά μετά από τόσες αποδράσεις. Σε μεγάλη ηλικία μάλιστα που έτυχε και επισκεφτήκαμε έναν αγγειολόγο για να τον εξετάσει, μόλις είδε τα πόδια του ρώτησε αν είχε καεί στο παρελθόν.

Ο πατέρας μου δεν είχε καθόλου τρίχες στα πόδια, και κάθε φορά που τον ρωτούσαμε γιατί μας απαντούσε πως έπεσαν επειδή τρίφτηκαν στα στρατιωτικά παντελόνια. Αν και δεν το παραδέχτηκε στο γιατρό κατάλαβα πως κάτι που είχε χυθεί επάνω του στα χυτήρια του Νταχάου είχε προκαλέσει την ανυπαρξία τριχοφυΐας. Όταν τον ρωτούσαμε για το σημάδι που είχε στο στήθος μας απαντούσε με μια φυσικότητα πως είναι από τον βούρδουλα. Την αιτία του βούρδουλα βέβαια δεν την θυμόταν, ή δεν ήθελε να την θυμηθεί. Εικάζω από σκόρπιες και πάλι διηγήσεις πως αρνήθηκε να καταδώσει κάτι που γνώριζε στους Γερμανούς».

Ο κ. Κουκιάς ανέφερε συχνά πως οι λοιποί κρατούμενοι τύγχαναν διαφορετικής μεταχείρισης από τους εβραίους και τους κομμουνιστές, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως δεν ήταν εξίσου σκληρή. «Οι εβραίοι μας έλεγε πως βρίσκονταν χωρισμένοι με συρματόπλεγμα από τους υπόλοιπους, και χώρια ήταν και οι κομμουνιστές. Μια μέρα, όταν μετέφεραν κάποιες γυναίκες εβραίες στο κρεματόριο, τις έγδυσαν και τις πέρασαν γυμνές μπροστά από τους υπόλοιπους άντρες κρατούμενους. Αν και εκείνοι έσκυβαν το κεφάλι για να μην αισθανθούν χειρότερα οι γυναίκες, τους εξανάγκαζαν με την απειλή του όπλου να τις κοιτάζουν καθώς περνούν ώστε να είναι μεγαλύτερος ο εξευτελισμός».





Το γεγονός πως μετά την κατάρρευση του μετώπου τον ξαναγύρισαν στο Νταχάου είναι άλλη μια απόδειξη, σύμφωνα με την κόρη του, πως η ειδίκευσή του ήταν απαραίτητη στο στρατόπεδο. «Τότε έκανε και την τελευταία απόδραση. Όταν άρχισαν οι σύμμαχοι να βομβαρδίζουν το Βερολίνο, κι αφού έμαθαν από τον σύνδεσμό τους με την αντίσταση, πως έρχονται οι Ρώσοι φοβούμενοι μην πέσουν στα χέρια τους, ο πατέρας μου με κάποιους Γιουγκοσλάβους δραπέτευσαν. Διένυσαν απόσταση περίπου 1.000 χιλιομέτρων, με τα πόδια ή με όποιο άλλο μέσο, κυρίως ζώο, έβρισκαν διαθέσιμο στη διαδρομή.

Μόλις όμως πέρασαν στην Γιουγκοσλαβία , την Λαϊκή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία του Τίτο τότε, στην Ελλάδα είχε αρχίσει ο εμφύλιος. Πριν τον διωγμό των Ελλήνων, την «αλλαγή πλεύσης» του Τίτο που ακολούθησε και το κλείσιμο των συνόρων στους Έλληνες κουμουνιστές αντάρτες, η Γιουγκοσλαβία ήταν η χώρα της ελευθερίας για τους κουμουνιστές, του παραπετάσματος για τους εθνικόφρονες. Αυτός ήταν και ο λόγος που φυλακίστηκε και πάλι μόλις έφτασε εκεί. Σώθηκε από μια γυναίκα, ονόματι Κάρλα, με την οποία ήρθε μαζί στην Ελλάδα, πάλι με τα πόδια, πάλι κρυπτόμενος καθόλη τη διαδρομή».

Περνώντας τα ελληνικά σύνορα, θεωρούμενος ανυπότακτος αφού είχε ήδη κληθεί η σειρά του και δεν είχε παρουσιαστεί, στέλνεται στο μέτωπο. Εκεί πολεμάει μέχρι το '49 όπου και τραυματίζεται στο Γράμμο.

«Τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου στην κοιλιά, από αυτό το τραύμα είχε προκληθεί βλάβη στο συκώτι από την οποία υπέφερε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του και μια σφαίρα του τρύπησε την παλάμη. Δένοντας το χέρι του με μολυσμένο επίδεσμο έπαθε γάγγραινα και ήδη από τα ορεινά χειρουργεία, του ακρωτηρίασαν την παλάμη. Υπέστη 9 χειρουργεία στο χέρι. Το τελευταίο ήταν όταν είχε γίνει η επιστράτευση για την εισβολή στην Κύπρο. Η οστεομυελίτιδα είχε προχωρήσει κι έτσι το χέρι έπρεπε να κοπεί μέχρι την κλείδωση. Ο ακρωτηριασμός έγινε σε μια κλινική της Χαλκίδας, όπου υπήρχε μόνο ο γιατρός και μια νοσοκόμα, όλοι οι υπόλοιποι ήταν επιστρατευμένοι. Στην αφαίρεση που του έκαναν αναγκάστηκα να βοηθήσω κι εγώ στην αφαίρεση των σωλήνων αποστράγγισης των λεμφικών υγρών από την πληγη»…


Εκτός από τις μνήμες του Νταχάου, ο Χαράλαμπος Κουκιάς, αναγκάστηκε να ξεχάσει και τις εκείνες του εμφυλίου πολέμου. «Είχαν αναγκαστεί να σκοτώσουν ακόμα μια φορά. Αν και δεν πίστευε ότι αγωνιζόταν για άδικο, η συνείδησή του δεν άντεχε άλλους σκοτωμούς, άλλη φρίκη. Δεν ήταν ούτε ταγματασφαλίτης ο άνθρωπος, ούτε ο Άρης Βελουχιώτης, ήταν ένας φαντάρος που πίστευε στην πατρίδα και πολέμησε γι’ αυτή».

Για όλα αυτά αναγκάστηκε να ξεχάσει νομίζω. Ακόμα κι όταν ένας φίλος του αρχιμανδρίτης τον παρακάλεσε να του διηγηθεί με λεπτομέρειες την ιστορία του για να την γράψει του απάντησε «δεν θυμάμαι». Τα πρώτα χρόνια του γάμου του με την μητέρα μου πεταγόταν ή ούρλιαζε στον ύπνο του, και ήταν συχνές οι αναφορές σε γυναικεία ονόματα. Ο λόγος ήταν πως όταν οι Γερμανοί είχαν υπόνοιες για οργάνωση απόδρασης, έστελναν ιερόδουλες σε μερικούς κρατούμενους για να εκμαιεύουν πληροφορίες. Κάποιες από αυτές, στις οποίες εκ παραδρομής είχαν εξομολογηθεί πράγματα, αναγκάστηκαν στη συνέχεια να τις σκοτώσουν. Ξέχασε ηθελημένα τον αποκτηνωμένο εαυτό του, τον οποίο απέκτησε για να επιβιώσει, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει».

 

«Πέρα από την προσωπική του ταλαιπωρία, όταν επέστρεψε, τα είχε χάσει όλα. Τον πρώτο καιρό στο Νταχάου πέθανε ο πατέρας του. Η μητέρα του κατά την αναζήτησή του, μάλλον μέσω του Ερυθρού Σταυρού παίρνει την πληροφορία πως το παιδί της είναι νεκρό. Μέχρι και μνημόσυνο του είχε κάνει. Λίγο αργότερα η καρδιά της δεν άντεξε την στεναχώρια και πέθανε κι εκείνη. Γυρνώντας λοιπόν πίσω δεν βρίσκει ούτε τους γονείς του ούτε ίχνος από την περιουσία τους. Η μητέρα του, θεωρώντας τον νεκρό, είχε προικίσει με αυτή τις ανιψιές της. Μέχρι και το πατρικό του είχε πουληθεί και ώσπου να παντρευτεί, ένα περίπου χρόνο, διέμενε σε ξενοδοχείο. Φυσικά δεν τα διεκδίκησε ποτέ γιατί όπως έλεγε δεν τα είχαν κλέψει, τους τα είχε χαρίσει η μητέρα του».

Η συνέχεια εξελίχτηκε ήρεμη. Παντρεύτηκε με την μητέρα μου στα 28, σύμφωνα πάντα με την ταυτότητά του, και έκανε την μεγάλη οικογένεια που επιθυμούσε. Με ένα χέρι δούλεψε στην νομαρχία και αργότερα στο δήμο και έφτιαχνε ταμπέλες κι επιγραφές για να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του». Όπως αναφέρει η κόρη του άλλωστε, ο κ. Κουκιάς εκτός από πολιτισμένος ήταν και πολυτάλαντος. «Ζωγράφιζε και αγιογραφούσε, ήταν μάλιστα αυτοδίδακτος. Όλα τα έκανε μόνος του, ξυριζόταν, έδενε τα κορδόνια του. Το μόνο που του κάναμε εμείς ήταν να του κουμπώνουμε το ρολόι». Η μετέπειτα ζωή κυλούσε κυρίως μέσω της ενασχόλησης με την καθημερινότητα.

Είχα διαβάσει ένα αφήγημα σχετικό με την μικρασιατική καταστροφή στο οποίο η εγγονή κατέθετε πως η γιαγιά της μετά την σφαγή σκεπτόταν ως εξής. «Οι τούρκοι μας σφάξανε, αλλά τι να μαγειρέψω σήμερα για την οικογένεια που πεινάει». Κάπως έτσι αντέδρασε κι πατέρας μου μετά από όλα αυτά. Η διαδικασία της μετάπλασης ήταν αποτέλεσμα ενός μηχανισμού άμυνας που μάλλον διαθέτει ο άνθρωπος για να κατακτήσει το παρακάτω».

Τα σημάδια βέβαια όπως συμπληρώνει δεν έφυγαν ποτέ ούτε από την ψυχή ούτε από το σώμα του. «Όταν επισκεφτήκαμε μια γιατρό για μια νόσο των οστών της λεκάνης που παρουσίασε, μια μορφή καρκίνου που λέπταινε τα κόκκαλα, τον ρώτησε αν είχε περάσει μέρος της ζωής του σε στρατόπεδο. Όπως μας είπε η γιατρός που είχε σπουδάσει στην Πολωνία, την συγκεκριμένη νόσο την συναντούσε σε ανθρώπους που είχαν επιζήσει από στρατόπεδα συγκέντρωσης»…

Σήμερα στα χέρια των κοντινών συγγενών του υπάρχουν εκτός από τις διηγήσεις διάφορα αποδεικτικά των σκαιών στιγμών του παρελθόντος.

«Τα διακριτικά του από το πηλίκιο, τα αστέρια του για τον βαθμό του ανθυπολοχαγού που απέκτησε όταν ήταν στρατιώτης στον εμφύλιο, το δελτίο της αναπηρικής τους ταυτότητας, και διάφορες άλλες γνωματεύσεις οι οποίες παρουσιάζουν κάποιο ιστορικό ενδιαφέρον ως προς τον τρόπο κυρίως που είναι γραμμένες, «ετραυματίσθει από ληστρικάς επιθέσεις». Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως, όχι μόνο σαν απτή απόδειξη αλλά σαν τεκμήριο ψυχικού σθένους είναι η σφαίρα χάρη στην οποία έχασε το χέρι του, την οποία διατήρησε στο προσωπικό του αρχείο» αναφέρει ο εγγονός του, Γιάννης Μωραΐτης, ο οποίος τα τελευταία δύο χρόνια διενεργεί έρευνα στα πλαίσια πανεπιστημιακής εργασίας για την ρίζες της οικογένειας, και την ζωή του παππού του.

«Το χειρότερο για εμένα είναι που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω ώστε να μου δώσει στα πλαίσια της μνήμης, τη δική του μαρτυρία για την προσωπική του τραγωδία. Τώρα ψάχνω να βρω τους πραγματικούς του γονείς. Ο ίδιος γνώριζε την μητέρα του την είχε συναντήσει, αλλά εμείς δεν μάθαμε ποτέ ποια είναι, ούτε τα άλλα τέσσερα παιδιά που απέκτησε μετά τον παππού», συμπληρώνει ο κ. Μωραΐτης.

Από την έρευνα που έχει πραγματοποιήσει ο εγγονός του, ο παππούς ήταν απόγονος της οικογένειας Ασλάνη, γνωστής μικρασιατικής οικογένειας του Τσεσμέ, τον οποίο υιοθέτησε ο Δημητρός Κουκιάς με την Τριανταφυλλιά Κουκιά. Όπως αναφέρει η κόρη του θα ήθελε πολύ να βρει τα ξαδέρφια που ενδεχομένως υπάρχουν κάπου καθώς και το όνομα της φυσικής μητέρας του πατέρα της, της γιαγιά της. «Να γνωρίσω το όνομά της να το μνημονεύω κάθε φορά που αναφέρομαι σε εκείνον. Και να γνωρίσουν ίσως κι εκείνοι τον θείο τους, τον άνθρωπο που έμεινε τέσσερα χρόνια σε ένα από τα «διασημότερα» στρατόπεδα συγκέντρωσης, που επιστρατεύτηκε με το που επέστρεψε με τα πόδια από το Νταχάου στην Ελλάδα, μια Ελλάδα που βρισκόταν ήδη στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, που τραυματίστηκε βαριά κι έχασε το χέρι του, και μετά από όλα αυτά, με βαριά συνείδηση και πληγωμένη ψυχή, κατάφερε να συνεχίσει, να παντρευτεί και να αναθρέψει 6 παιδιά»…

Πηγή: proskynitis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου