Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Η ελπίδα στο εφήμερο γεννήτρα της κατά κόσμον λύπης και φονεύτρα της κατά Θεόν χαράς.

Ηλιάδης Σάββας, Δάσκαλος


http://content-mcdn.feed.gr/filesystem/images/20150823/low/newego_LARGE_t_901_106654028.JPG

 Φυλακισμένοι οικειοθελώς σ' έναν πλασματικό κόσμο, ανύπαρκτο, βιολογικώς αναπνέοντες, πνευματικώς νεκροί, μακρυά από τον Δημιουργό Θεό, αναγεννάμε καθημερινώς την εσωτερική μας κατάθλιψη.
 
Επιστήμονες γιατροί, παιδαγωγοί, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι εργάζονται και παλεύουν, για να ανακουφίσουν τον άνθρωπο από την ψυχοφθόρα λύπη. Ποιητές και λογοτέχνες και άλλοι άνθρωποι της τέχνης επίσης, ασχολούνται με το θέμα, προσπαθώντας να την προσεγγίσουν εικαστικά. Τη λύπη, που, όταν θρονιάζει στα έγκατα της ψυχής, γίνεται κολαστήριο εργαλείο και την συγκλονίζει, την παραμορφώνει και καθιστά τον άνθρωπο «άλλον εαυτόν». Όλοι προβληματίζονται και προβληματίζουν, αναρωτιούνται, επιρρίπτουν ευθύνες, προτείνουν λύσεις, καταριούνται την «τύχη», αλλά αυτή, παρόλο που μπορεί να κατασταλεί προσωρινά, παραμένει ανίκητη, συνεχίζοντας να παίζει το παιχνίδι της. Να φυτεύει στην ψυχή την απόγνωση και να την οδηγεί σε αδιέξοδα. Χωρίς να ξεχωρίζει πρόσωπα. Χωρίς να κάνει διακρίσεις. Όποιος κι αν είναι ο άνθρωπος, του χτυπάει την πόρτα της καρδιάς και την ροκανίζει με το σαράκι της. Πού να βρίσκεται άραγε το φάρμακο της θεραπείας της; Στο βιβλίο με τίτλο: «Ωδή στο εφήμερο – Η λύπη κατά τους Πατέρες», από τις εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, γίνεται λόγος για το ουσιώδες και βασανιστικό αυτό θέμα της ζωής. Διαβάσαμε τον πρόλογο του βιβλίου και θεωρήσαμε επείγουσα και επιβεβλημένη την υποχρέωση να τον μοιραστούμε με τους αναγνώστες. Φαίνεται καθαρά πως διά των αγίων Πατέρων και της ορθής ερμηνείας της Αγίας Γραφής υπάρχει απάντηση. Καταργούνται τα σταυροδρόμια και τα αδιέξοδα.

Γράφει η εκδότρια Μονή: «Εκφράζουν (οι Πατέρες) τη συμπάθειά τους προς τον πάσχοντα, χωρίς όμως αυτή η στάση τους να μειώνει στη συνείδηση των λυπημένων τη σημασία του πάθους της λύπης και την ανάγκη αποκοπής τους απ’ αυτό… «Το χαροποιόν πένθος» οδηγεί, κατά τον Απόστολο (Παύλο), στη σωτηρία, ενώ η λύπη του κόσμου προετοιμάζει και συντηρεί το θάνατο. Προσπαθούμε να προσφέρουμε στους εν Χριστώ αδελφούς μας, ως συνδρομή και υποστήριξη στον αγώνα τους κατά της εμπαθούς λύπης, που συνεχώς γεμίζει το ποτήρι της ζωής μας και μας στερεί τη χαρά «των τέκνων του Θεού…».

Αντιγράφουμε τη συνέχεια από τον πρόλογο, συστήνοντας προκαταβολικά το βιβλίο ως επένδυση πνευματική:

«Πράγματι, αν ερευνήσει κανείς κατά βάθος τα αίτια της λύπης, θα διαπιστώσει ότι αυτή είναι απόλυτα συσχετισμένη με ό,τι αφορά στα αγαθά και τις απολαβές του κόσμου τούτου. Ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές πάσχει από τη φιλαυτία του και εξαιτίας αυτής πρέπει, αν θέλει την ελευθερία του, να παλέψει, για να αποκτήσει πάλι «τον χαμένο θησαυρό του». Η κολοκυθιά του Προφήτη Ιωνά, όσο και αν δόθηκε φιλάνθρωπα από τον Θεό, για να καλυφθεί μια συγκεκριμένη και πρόσκαιρη ανάγκη του Προφήτη, δεν θα έπρεπε, για κανένα λόγο, να γίνει διαχωριστικό τείχος και να σκιάσει τη θέα του Θεού στην ψυχή του. Γι’ αυτό, όταν ο Ιωνάς «βολεύθηκε» κάτω από τη σκιά του υλικού αυτού υποκατάστατου της παρουσίας του Θεού, θεώρησε την ανάπαυση που του πρόσφερε η κολοκυθιά ως ευχάριστο αντίδοτο κατά της λύπης του και ως συμπλήρωμα του κενού της ψυχής του. Αλλά η σκιά της κολοκυθιάς δεν ήταν πηγή αληθινής χαράς και ανάπαυσης. Ήταν μονάχα ένα εφήμερο είδωλο ευτυχίας, στο οποίο ο Ιωνάς στήριξε τόσο απερίσκεπτα την ελπίδα της ανάπαυσης και της πληρότητάς του. Η απερισκεψία αυτή του Ιωνά προκάλεσε τη φιλάνθρωπη και πάνσοφη επέμβαση του Θεού, ο Οποίος πρόσταξε την κολοκυθιά να ξεραθεί κι αμέσως αυτή, μέσα σε μια νύχτα, ξεράθηκε. Η υπερβολική λύπη του Ιωνά, η οποία επακολούθησε, άφησε να φανεί ο ειδωλικός χαρακτήρας, τον οποίο είχε προσλάβει το εφήμερο αυτό κτίσμα στην ψυχή του Προφήτη. Καθένας μας, βέβαια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διατηρούμε κρυφά ή φανερά κάποια «κολοκυθιά», στην ύπαρξη της οποίας έχουμε στηρίξει τις προσδοκίες, τα αισθήματα και τις επιδιώξεις μας. Εκεί απολαμβάνουμε νοσηρά τον ψυχοφθόρο ύπνο, που μας χαρίζει «η πυκνή και πανόλεθρη σκιά της». Ο Πανοικτίρμονας Θεός όμως, ο Οποίος θέλει όλοι να σωθούν και να έλθουν «εις επίγνωσιν της αληθείας», επιτρέπει κάποια στιγμή να «ξεραθεί» η ειδωλική αυτή χαρά μας και να χαθούν για πάντα τα ψεύτικα στηρίγματά μας. Εξαιτίας λοιπόν της λύπης, η οποία θα πλημμυρίσει στη συνέχεια την ψυχή μας, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το ότι ποικίλες «κολοκυθιές» έχουν οικειοποιηθεί τη θέση του Θεού και έχουν εκβάλει την ελπίδα Του από την ψυχή μας. Θα αντιληφθούμε δηλαδή ότι η αγαπητική δύναμη, η οποία θα έπρεπε να λειτουργείται μέσα μας «Θεοπρεπώς» και η οποία όφειλε να στρέφεται πάντα, καθώς Εκείνος έχει ορίσει, προς τον Θεό και τον αδελφό, διοχετεύεται άσκοπα σε αλλότριους τόπους και έχει εντελώς εκτραπεί από την πορεία της προς το «καθ’ ομοίωσιν». Έχει, μ’ άλλα λόγια κάνει αντικείμενο και αποδέκτη της την εφήμερη ύλη, τις αθέμιτες σχέσεις με το παρόν και με την άκρατη φιλαυτία. Αυτά όμως, καθώς θα μας εξηγήσουν στη συνέχεια οι Πατέρες μας, είναι εκείνα για τα οποία δεν μας επιτρέπεται να τρέφουμε ελπίδες και να χαιρόμαστε. Είναι «οι κολοκυθιές μας», των οποίων τη σκιά επέτρεψε βέβαια, προς καιρόν, ο Θεός – για να μας προσφέρουν κάποια ανακούφιση και να μας προστατεύσουν, «ως δερμάτινοι χιτώνες», από τις συνέπειες της πτώσης μας – αλλά αυτές τις τρώει εύκολα κάποια στιγμή ένα σκουλήκι και έτσι μένουμε εκτεθειμένοι και απροστάτευτοι «στον καύσωνα της ημέρας». Αλλά γι’ αυτού του είδους τις αναπαύσεις θα πρέπει να λυπούμαστε συνεχώς και να μετανοούμε ενώπιον του Θεού. Γιατί, καθώς λέει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, «θα μας ζητηθεί λόγος από το Θεό, όχι γιατί δεν θαυματουργήσαμε ούτε γιατί δεν θεολογήσαμε ούτε επίσης γιατί δεν φθάσαμε στη θεωρία των αθεάτων, αλλά θα δώσουμε λόγο, γιατί δεν κλαύσαμε και δεν μετανοούσαμε συνεχώς». Ευχή και προσευχή μας για τον καθένα μας είναι να μην επενδύουμε πλέον στη σκιά που μας προσφέρουν οι «κολοκυθιές» μας, αλλά να βιασθούμε να απαλλαγούμε από τέτοια αβέβαια υποστυλώματα, ώστε να μη βρίσκει η λύπη στην ψυχή μας αντικείμενο, για να τρέφεται και να συντηρείται».

Αυτά από τον πρόλογο του βιβλίου.

Πώς οι πρόγονοί μας πορεύτηκαν αιώνες τώρα και αντιστάθηκαν σε τόσους «καύσωνες» χωρίς να λυγίσουν; Μήπως στηριζόμενοι σε εγκόσμια «παρασόλια» και σε ξένες της παραδόσεώς μας βακτηρίες; Πώς ανέδειξε το Γένος τόσους ήρωες και αγίους; Μήπως με τα πλούτη και τα θέλγητρα του κόσμου; Όχι. Αλλά με την απάρνηση των «ωραίων» του κόσμου και του εγώ, που ήταν γέννημα της προσήλωσης στο κοινό πνεύμα, στην κοινή πίστη στο ίδιο Πρόσωπο, αυτό του Χριστού, με τη βεβαιότητα του προορισμού στην αιωνιότητα.

Ο Φώτης Κόντογλου, στο βιβλίο «Μυστικά άνθη», σ` ένα κείμενο με τίτλο «Η χαρμολύπη ή το χαροποιόν πένθος» με απλό, χαριτωμένο και λογοτεχνικό ύφος, γράφει: «Ο πόνος κατά τη χριστιανική θρησκεία είναι δύο λογιών, πόνος κατά Θεόν και πόνος κατά κόσμον. Ο πρώτος είναι ο πόνος που νοιώθει ο πνευματικός άνθρωπος, δηλαδή εκείνος που έχει πίστη στο Θεό, ενώ ο δεύτερος είναι ο πόνος που νοιώθει ο σαρκικός άνθρωπος που δεν έχει πίστη. Ο πρώτος είναι που τον γλυκαίνει η ελπίδα, ο δεύτερος είναι ο πόνος που τον κάνει ανυπόφερτον η απελπισία. Ο πρώτος κάνει τον άνθρωπο να ταπεινωθεί, να φχαριστήσει και να μαζευτεί στο βυθό του εαυτού του, ενώ ο δεύτερος τον κάνει να επαναστατήσει και να βλαστημήσει… Από τούτη τη λύπη που νοιώθει η ψυχή που πιστεύει στο Θεό γερά, βγαίνει η παρηγοριά, η «παράκλησις» που λένε τα βιβλία της θρησκείας και γίνεται το λεγόμενο «χαροποιόν πένθος» ή η «χαρμολύπη», που λένε οι άγιοι Πατέρες…

Στη συνέχεια φέρνει ως παράδειγμα, που εφαρμόστηκε στην πράξη αυτή η ζωντανή ελπίδα και αγιοπνευματική χαρά το δικό μας Γένος. Η καταφρόνηση του θανάτου από το Γένος των Ελλήνων, που ήταν βασισμένη στο ευαγγελικό: «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ;» (Ματθ. 16, 26) και «μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ.10, 28)…

Τον καιρό που πλάκωσε το γένος μας η μαύρη σκλαβιά του Τούρκου κι υποφέρνανε βασανιστήρια οι πατεράδες μας, η θρησκεία τους έδωσε αυτήν την αφοβία και τα αγιασμένα αισθήματα που είπαμε, ανεβήκανε στην καρδιά τους, χαρίζοντάς τους την ειρήνη του Χριστού και τη μακάρια ελπίδα του. Ο πόνος έκανε την καρδιά τους σαν κάποια ουράνια κιθάρα που άγγιζε τις κορδές (χορδές) της ένα μυστικό χέρι. Και γινήκανε ποιητές οι τσομπάνηδες, ψαλτάδες κι άγιοι οι χωριάτες, ζωγράφοι κι υμνογράφοι οι καλόγεροι κι οι ασκητάδες, μοιρολογήστρες και κεντήστρες οι γυναίκες. Ολάκερη η φυλή άγιασε και βούιζε σαν βλογημένο μελισσολόγι, που χαιρότανε πετώντας γύρω από τα πνευματικά άνθη, που φυτρώνανε στο ματωμένο χώμα. Ο πόνος μετάλλαζε σε χαρά, η σκλαβιά σε ξεπέταγμα, το ξόδι σε ψαλμό αθανασίας… Τότε ήτανε που τρέχανε να μαρτυρήσουνε για την πίστη του Χριστού τα παλληκάρια απάνω στ’ άνθος τους, χιλιάδες αδάμαστες ψυχές, κράζοντας στον άγριο σφάχτη τους: «Χτύπα για την πίστη!».

Κι εμείς διδασκόμενοι απ’ αυτούς, αισθανόμαστε βαθιά ευγνωμοσύνη, και οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι να τους μιμηθούμε, αν ο καιρός το καλέσει. Ιδιαίτερα σήμερα, που οι ημέρες είναι πονηρές και οι εχθροί της πίστης μας κατεργάζονται καταφανώς και αδιστάκτως το κακό.

Κιλκίς, 24-5-2016 

Πηγή: alopsis.gr

Το σπήλαιο του Μεγάλου Αντωνίου!

Το σπήλαιο του Μεγάλου Αντωνίου και το μοναστήρι κατά παραχώρηση Θεού είναι στα χέρια Μονοφυσιτών. 

Όταν οι Ορθόδοξοι δεν περπατάμε ίσια στον δρόμο που ο Θεός θέλει, τότε διάφορες δοκιμασίες μας βρίσκουν, αφού από την πολλή του αγάπη ο Κύριος θέλει να μας σώσει με κάθε τρόπο, χωρίς όμως επέμβαση στο αυτεξούσιο μας. 

Μία από τις δοκιμασίες είναι να χάνουμε οι Ορθόδοξοι ιερά προσκυνήματα, λείψανα, ναούς. Δεν μας φταίνε οι αιρετικοί πάντα, αλλά κυρίως φταίμε εμείς που δεν κάνουμε του Θεού το θέλημα, αλλά νοθεύουμε το Ευαγγέλιο της αγάπης, την υγιαίνουσα Πίστη και την δικαιοσύνη που αναμένει από μας ο Κύριος, ώστε να ενωθούμε μαζί του στην ουράνια δόξα του. 

Αντιθέτως φτιάχνουμε ένα δικό μας Χριστό, στα μέτρα τα δικά μας. Άλλοι κατασκευάζουν έναν Χριστό κανονολόγο και τιμωρό κατά τα παπικά πρώτυπα. ''Έκανες αυτό, άρα τόσες μετάνοιες την ημέρα, τόση νηστεία, τόσα ''πάτερ ημών'' και έλα να κοινωνήσεις σε τόσο καιρό'', λένε...

Άλλοι φαντάζονται και κηρύττουν έναν Χριστό που τα ανέχεται όλα ώστε να δικαιολογούν τις ασωτείες και πλεονεξίες τους. Άλλοι ονομάζουν τον Σωτήρα Θεό μας ιδεολόγο και πρώτο σοσιαλιστή για να τον στριμώξουν στα μάταια πολιτικά τους όνειρα. Όσες απόψεις και τόσοι Χριστοί. 

Αλλά ο Κύριος είναι ένας. Είναι ο Κύριος των Ευαγγελίων, της Καινής Διαθήκης. Σε μέτρα δεν χωρά και σε πλαίσια δεν μπαίνει. Ας μελετάμε λοιπόν καθημερινά την Αγία Γραφή και τους αγίους μας, ώστε να γνωρίσουμε κάποτε τον Τριαδικό Θεό, διότι ως τότε είμαστε μόνο κατ' όνομα Χριστιανοί, όπως έλεγε ο όσιος Μάρκος ο Αθηναίος στον αββά Σεραπίων.

Η ψαλμωδία του αγίου Columba και οι Δρυίδες.


 
 
Ο άγιος άνδρας (ο Columba), όταν έψελνε μέσα στην εκκλησία μαζί με την αδελφότητα, ύψωνε την φωνή του τόσο υπέροχα που μερικές φορές ακουγόταν μίλια μακριά. Όμως εκείνο που ήταν παράξενο ήταν πως σε εκείνους που βρίσκονταν μαζί του μέσα στην εκκλησία, η φωνή δεν ακουγόταν πιο δυνατή από τον υπολοίπων.
 
Και όμως την ίδια στιγμή άνθρωποι που βρίσκονταν περισσότερο από ένα μίλι μακριά τον άκουγαν τόσο καθαρά που μπορούσαν να ξεχωρίσουν κάθε συλλαβή από τους στίχους που έψελνε, γιατί η φωνή του ακουγόταν το ίδιο μακριά και κοντά. Αυτή η ιδιαιτερότητα της φωνής του αγίου ήταν χάρισμα του Αγίου Πνεύματος.
 
Όμως μία άλλη ιστορία που αφορά αυτή την μεγάλη και υπέροχη δύναμη της φωνής του δεν πρέπει να παραληφθεί. Το περιστατικό λέγεται πως συνέβη κοντά στο οχυρό του βασιλιά Brude στο Inverness της Σκωτίας. Όταν ο ίδιος ο άγιος έψελνε τους ύμνους του εσπερινού μαζί με μερικούς αδελφούς, όπως συνήθως, έξω από το οχυρό του βασιλιά, μερικοί Δρυίδες, πλησιάζοντας τους, έκαναν ότι μπορούσαν για να εμποδίσουν την υμνολογία προς το Θεό η οποία γινόταν μέσα σε ένα παγανιστικό έθνος.
 
Όταν το είδε αυτό, ο άγιος άρχισε να ψέλνει τον 44ο Ψαλμό και την ίδια στιγμή η φωνή του έγινε τόσο υπέροχα δυνατή που ακούστηκε σαν κεραυνός και ο βασιλιάς και οι άνθρωποι κυριεύτηκαν από φόβο και ενθουσιασμό.

Αγγλικό κείμενο http://ns2.rsok.com/columcille_and_druids.html
 
(Από τον βίο του αγίου Columba γραμμένο από τον άγιο Adamnan ένατο Ηγούμενο της Iona)

Μετάφραση Orthodoxy-Rainbow

Πηγή: proskynitis.blogspot.gr
 
(Σχόλιο Εγκολπίου: Οι Δρυίδες ήταν το ειδωλολατρικό ιερατείο, το οποίο είχε καθήκοντα και θεραπευτικά αφού η ιατρική ήταν κάτι σχεδόν άγνωστο στις Κέλτικες φυλές. Οι Δρυίδες έκαναν θυσίες και ξόρκια για να θεραπεύσουν δήθεν ασθένειες, να εξευμενίσουν τους θεούς τους και προέβαιναν μέχρι και σε ανθρωποθυσίες. 
 
 http://www.newsbeast.gr/files/1/2013/02/11/hmnsacrif/hmnsacrif6.jpg
 
Υπήρχε ένα έθιμο κατά το οποίο έφτιαχναν ένα μεγάλο και πολύ ψηλό κλουβί από ξύλα. Το κλουβί αυτό είχε σχήμα ανθρώπου και στηνόταν όρθιο. Μέσα σε αυτό έβαζαν τους μελλοθανάτους και άναβαν φωτιά στα πόδια του κλουβιού. Η τελετή συνοδευόταν από χορό και λόγια απευθυνόμενα στους θεούς των φυλών αυτών. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι οι άνθρωποι αυτοί λάτρευαν δαίμονες. Μόνο σκοτεινά και ακάθαρτα πνεύματα αρέσκονται σε θανάτους ανθρώπων και μάλιστα με τέτοια φρικτή πρακτική.)

Περί αγνωμοσύνης.

Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως του Θαυματουργού του εν Αιγίνη.

 
Αγνωμοσύνη είναι η λησμοσύνη τής ευεργεσίας που έγινε και η έλλειψη κάθε φιλικού αισθήματος προς τον ευεργέτη.

Αχαριστία είναι η απροθυμία να ανταποδώσει κανείς τη χάρη που έλαβε.

Ο αγνώμων έχει αναίσθητη ψυχή, γιατί είναι αναίσθητος στην ευεργεσία που δέχτηκε.

Ο αγνώμων έχει ασυμπαθή καρδιά, γιατί καμιά συμπάθεια δεν γεννιέται για τον ευεργέτη, ούτε αναπτύσσεται κανένα συναίσθημα αγάπης προς αυτόν. Η καρδιά του είναι άδεια από αγάπη.

Ο αγνώμων δεν αγαπάει ούτε τον Θεό που τον γέμισε με αγαθά ικανοποιώντας τις επιθυμίες του. Γιατί αφού τον ευεργέτη του που βλέπει δεν αγαπάει, πώς θα μπορούσε να αγαπάει τον Θεό που δεν βλέπει;

Ο αγνώμων έχει διεστραμμένο μυαλό, γιατί πείθει τον εαυτό του με παραλογισμούς, ότι δεν οφείλει καμιά χάρη στον ευεργέτη του και καμιά ευγνωμοσύνη. 

Πηγή: proskynitis.blogspot.gr

Αγία Νεομάρτυς Αθανασία του Σμολένσκ.

Αγία Νεομάρτυς Αθανασία Λεπέσκιν, ηγουμένη της Μονής Σμόλενσκ, (+1932).


Γεννήθηκε στη Μόσχα στις 15 Μαρτίου 1885. Ο πατέρας της - Vasily Ν Lepeshkin είχεμπορική επιχείρηση.

 
 
Το 1902 τελείωσε το Usachevsky Ινστιτούτο της Μόσχας όπου φοιτούσαν παιδιά πλούσιων εμπόρων και γνώριζε τη γαλλική και γερμανική γλώσσα. Μετά από λίγο καιρπρος έκπληξη πολλών- έγινε δόκιμη μοναχή στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος Zosimova κοντά στην Μόσχα, ενώ το 1904 στάλθηκε στο μοναστήρι Πονετάεβσκ όπυ τελειοποίησε την τεχνική της στην αγιογραφία.

 
 
Εκάρη μοναχή το 1914 και το 1920 εκλέχθηκε ηγουμένη. Το μοναστήρι έκλεισε και στην θέση άνοιξε ένας γεωργικός συνεταιρισμός όπου εργάζονταν οι μοναχές μέχρι το 1928. Ως υπεύθυνη για τον συνεταιρισμό είχε επαφές με την εκτελεστική επιτροπή της περιοχής. Σε μία συνάντηση, ένας μπολσεβίκος για να την πειράξει της είπε: «Εμείς εδώ έχουμε το πορτραίτο του Μάρξ, μαθητή του πρώτου σοιαλιστή που ήταν ο Χριστός. Τότε η ηγουμένη του απάντησε: ''Τότε γιατί δεν έχετε ένα πορτραίτο και του Δασκάλου'';
 
Λόγω των δύσκολων συνθηκών υπέφερε από την καρδιά της και από άλλες ασθένειες.
 
Έπειτα έζησε στην περιοχή Naro-Fominsk, της Μόσχας όπου και εγκαταστάθηκε με μία ηλικιωμένη μοναχή την Αντωνία, και την μοναχή Ευδοκία Buchinevoy. Για να επιζήσουν έφτιαχναν παπλώματα.

 
 
Συνελήφθη για αντισοβιετική προπαγάνδα στις 28 Μαίου/10 Ιουνίου 1931. Καταδικάστηκε σε 5 χρόνια εξορία στο Καζακστάν. Εκοιμήθη στις 12 Μαίου 1932.

Πηγή: proskynitis.blogspot.gr

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Σκίτσο για σκέψεις...

http://www.otherside.gr/wp-content/uploads/2014/01/satyrika-skitsa-apo-angel-boligan-14.jpg

Πηγή: otherside.gr

ΛΟΓΟΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ.

Την έγγραφη παραίτησή του από την Αγία και Μεγάλη Ιερά Σύνοδο απέστειλε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιά κ. Σεραφείμ, εξηγώντας τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση.

Διαβάστε παρακάτω ολόκληρη την ανακοίνωση του Μητροπολίτη Πειραιά:

ΛΟΓΟΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ

Ἐπειδή κατά τόν Θεῖο Ἀπόστολο Πέτρο ὀφείλομεν νά εἴμεθα «ἕτοιμοι δὲ ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου συνείδησιν ἔχοντες ἀγαθήν, ἵνα ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς κακοποιῶν, καταισχυνθῶσιν οἱ ἐπηρεάζοντες ὑμῶν τὴν ἀγαθὴν ἐν Χριστῷ ἀναστροφήν. κρεῖττον γὰρ ἀγαθοποιοῦντας, εἰ θέλοι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πάσχειν ἢ κακοποιοῦντας (Α΄ Πέτρου 3,15-18), δημοσιοποιῶ τοῦς λόγους παραιτήσεώς μου ἀπό τήν συμμετοχή μου στήν ἐκπροσώπηση τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν συγκληθησομένη Ἁγία καί Μεγάλἦ Σύνοδο. Ἡ ἀπόφασις τῆς προλαβούσης ἐκτάκτου Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μοῦ παρεῖχε αὐτό τό δικαίωμα συμμετοχῆς κατόπιν τῆς παραιτήσεως τῶν πρό ἐμοῦ κατά τά πρεσβεῖα Σεβασμιωτάτων Ἁγίων ἀδελφῶν.
 
Παραιτήθην προφορικῶς ἐνώπιον τῆς προλαβούσης Ἱεραρχίας γιά λόγους συνειδήσεως καί εἰδικώτερα διότι διαφωνῶ καί διά τήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί διά τήν διαδικασία. Διαφωνῶ διά τήν θεματολογία διότι μετά 93 χρόνια προετοιμασίας μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου ἡ ἐνασχόλησίς της μέ οὐσιωδῶς λελυμένα θέματα ἀπό τήν Πατερική καί Κανονική μας Παράδοση, ὅπως τῆς Νηστείας καί τοῦ Γάμου, μόνον δυστυχῶς θυμηδία προκαλεῖ. Διαφωνῶ καί μέ τήν ἀπαράδεκτη θέση τοῦ κειμένου περί τῶν μεικτῶν γάμων, πού προάγει τόν λεγόμενο λαϊκό συγκρητιστικό οἰκουμενισμό, καί διαφωνῶ ἐπίσης ριζικά μέτά ἄλλα δύο ψηφισμένα κείμενα τῶν προσυνοδικῶν διασκέψεων «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» καί «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συγχρόνῳ κόσμῳ.» Ἐάν πράγματι έπεδιώκετο ἡ Πανορθόδοξος αὐτή Σύνοδος νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη καί νά ἀποτελεῖ Ἱεράσυνέχεια τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων στόν 21ο αἰώνα καί ἐπέκεινα, διακηρύσσουσα ὅτι «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», ὤφειλε στοιχοῦσα στό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων νά ἀποφασίσῃ τά ἀκόλουθα :
 
α) Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο Συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς Οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου, τοῦ 879-880, καὶ τήν Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Θείας Χάριτος καί Ἐνεργείας αἵρεση, διότι δι’ αὐτῆς προσβάλλεται ἡ σχέσις τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίσιν Του καί ὀργανικῶς ἀνταλλάσσεται ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τό ἀλάθητο καί τό πρωτεῖο ἑνός ἀνθρώπου, καί ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση. Νά ἐπικαιροποιήσει καί ἐπικυρώσει τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1282-1284) διά τῶν ὁποίων ἀκυρώθηκε ἡ ψευδοένωσις τῆς Λυών καί τῆς Μεγάλης Συνόδου (1484) διά τῆς ὁποίας ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας. Να καταδικάσει τό ψευδοπέτρειο δόγμα, πού στηρίζεται σέ πλαστογραφημένα στοιχεῖα (ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά, ψευδοπιπίνειος δωρεά, ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, ψευδοκλημέντεια) καθώς καί τίς διδαχές τῶν ψευδοσυνόδων I καί II Βατικανῆς καί νά ὁριοθετήσῃ τήν θέση τοῦ πρώτου στήν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος κατά τόν 34ον Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἀναγνώρισιν (9οςἈντιοχείας, 1ος Δ΄, 2ος ΣΤ΄ καί 1ος Ζ) εἶναι PrimusinterPares καί ὄχι PrimussineParibus.
 
β) Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καί τῆς Δύσεως νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, καί Ὀρθόδοξη Ἱεραρχία μή ἀναγνωρίζουσα τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη κ. Φραγκῖσκο (HorheBergolio). Ἔτσι, θά ἐλύοντο τά προβλήματα τοῦ Παπισμοῦ καί τῆς Οὐνίας.
 
γ) Νά ἀνιδρύσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στήν Εὐρώπη, Ἀμερική, Καναδᾶ καί Αὐστραλία, λύουσα ὁριστικῶς τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, καί τό σκάνδαλο τῶν ἐπαλλήλων δικαιοδοσιῶν πού προάγει τήν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καί πού δέν θεραπεύεται μέ τό ἡμίμετρο τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων. Ἡ ἀπόφασι αὐτήθά ἀπεδείκνυε τόν φιλοδυτικισμόν τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἀντιμάχεται πρόσωπα καί τόπους ἀλλά τήν πλάνη καί τήν κακοδοξία πού χωρίζουν ἀπό τόν Πανάγιον Θεόν. Ὅταν καταγγέλεται τό εἰδεχθές κακούργημα τῆς παιδοφιλίας πού θεσμοθέτησε τό Συνταγματικό Δικαστήριο τῆς Ὁλλανδικῆς πολιτείας ἀναγνωρίζοντας κομματικό σχηματισμό (PVDF) πού ἔχει αὐτό τό χυδαίο πρόταγμα, ἤ ὅταν καταγγέλεται ἡ ἀπύθμενης κακότητος χυδαιότητα τῆς κτηνοβασίας, πού ἔχει θεσμοθετηθεῖ στή Γερμανική πολιτεία, ἤ ὅταν καταγγέλεται ἡ ἀνατροπή τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας μέ τήν θεσμοθέτηση τῆς ψυχοπαθολογικῆς ἐκτροπῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας στό λεγόμενο Δυτικό κόσμο, δέν στηλιτεύονται τά πρόσωπα ἀλλά ἡ θεσμοθέτησις τῆς ἀνομίας. Ἀσφαλῶς ὡς πρόσωπα ἐκτιμῶνται βαθύτατα ὁ Φραγκῖσκος τῆς Ἀσσίζης, ἡ Θηρεσία τῆς Ἄβιλα, ὁ Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ, ἡ Θηρεσία τοῦ βρέφους Ἰησοῦ καί ὁ Κάρολος ντε Φουκώ, καί ἄλλοι γιά τόν μυστικισμό τους καί τήν ἀγάπη τους πρός τόν Χριστόν. Ἅγιοι ὅμως δέν μπορεῖ νά θεωροῦνται διότι ἐάν μετεῖχαν στήν ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, τήν Ἁγιότητα, θά ἐπληροφοροῦντο δι’ Ἁγίου Πνεύματος γιά τίς κακοδοξίες καί στρεβλώσεις τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας καί θά κατήγγειλον αὐτές καί θά ἑννοῦντο μετά τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπόφασι αὐτή θά ἀπεδείκνυε τό ἕωλοκαί ἀνεπέρειστο τῶν κατηγοριῶν ὅτι δῆθεν ἐπιδιώκεται ὁ ἐγκλωβισμός τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας στόν «μικρόκοσμόν της»ἐνῶ ἀντιθέτως ἐξαγγέλλεται δι’ αὐτῆς ὁ ἀληθής Εὐαγγελικός καί Πατερικός «οἰκουμενισμός», πού ἀναλύεται σέ ἔμπονη διακήρυξητῆς Ἀποστολικοπαραδότου καί Ἁγιοπατερικῆς ἀληθείας μέ τήν στηλίτευση τῶν κακοδοξιῶν καί τῶν παντοειδῶν αἱρέσεων.
 
δ) Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, ὡς προείπομεν, μέ τήν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 100 γλῶσσες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιοῦσε τίς διαμονικές ψευδοθρησκεῖες καί αἱρέσεις μέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική παρρησία, θά ἐδόξαζε τόν Θεό καί θά διεσφάλιζε τόν ἄνθρωπον καί τά πραγματικά δικαιώματά του.
 
ε) Νά λύση τό ἡμερολογιακό καί ἑορτολογικό μεῖζον θέμα, πού διασπᾶ ἀναποδράστως τή λειτουργική ἑνότητα τῆς ὈρθοδόξουΚαθολικῆς Ἐκκλησίας καί πού κατά τρόπον ἀντικανονικόνθεσμοθέτηθηκε στήν Ἐκκλησίααὐτή ἡ ἀπαράδεκτη λειτουργική διάσπασις, μέ τό γνωστό Συνέδριον τοῦ 1923,ἐπί Μακαριστοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως κυροῦ Μελετίου Μεταξάκη.
 
Διαφωνῶ καί μέ τήν διαδικασίαν πού προσβάλλει τό Ἐπισκοπικόν Ὑπούργημα καί μεταβάλλει τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο σέ οὐσιαστικά διευρημένη Σύνοδο Προκαθημένων, πού προδήλως παραβιάζει τό 34ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἁποστόλων, διότι εἶναι κανονικῶς ἀπαράδεκτον νά ἀκυρώνεται ἡ ψῆφος κάθε Ἐπισκόπου καί ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς γνώμης του καί νά «ὁμογενοποιεῖται» ἀντικανονικῶς ἡ ψῆφος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας.
 
Ἐπιπροσθέτως ἡ τραγελαφική αὐτή διαδικασία χαρακτηρίζεται ἀπό παλινῳδία καί ἀντιφατικότητα, διότι ἐνῶστόν ψηφισθέντα -ἐκτός ἀπ’ τό Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας- κανονισμόν λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου προβλέπεται ἡ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας διά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων, στηλιτεύεται ἡ ἀλληλένδετη πρός τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας ἀρχή τῆς ἀρνησικυρίας (veto) ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων (Γενεύη 22-1-2016) κεφ. 2, παρ. δ΄, πού οὐσιαστικά καταργεῖ τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας καί εἰσάγει τήν ἀρχή τῆς πλειοψηφίας. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ θέσις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου :
 
«Τέλος, καθίσταται ἀναγκαῖον ὅπως διευκρινηθῇ ἓν ζήτημα, τὸ ὁποῖον προέκυψε, καθ’ ἡμᾶς ἀπροσδοκήτως, ἤτοι τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ ἀκριβοῦς νοήματος τοῦ ὅρου ὁμοφωνία (consensus), τὴν ὁποίαν ἀπεδέχθημεν ὡς τρόπον λήψεως ἀποφάσεων τόσον κατὰ τὴν προετοιμασίαν ὅσον καὶ κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου δέον νὰ διευκρινηθῶσι τὰ ἀκόλουθα ζητήματα: Πρῶτον, ἡ ἔννοια τῆς ὁμοφωνίας ὡς consensus, καὶ ὄχι ὡς unanimity, ἔχει διεθνῶς τὴν ἔννοιαν ὅτι ἐὰν μία ἢ περισσότεραι ἀντιπροσωπίαι διαφωνήσουν πρὸς μίαν συγκεκριμένην πρότασιν καὶ διατυπώσουν ἰδίαν τοιαύτην, δέον νὰ καταβληθῇ προσπάθεια ἀποδοχῆς τῆς ὑπὸ τῶν ἀντιπροσωπιῶν τούτων γνώμης ἢ προτάσεως, εἰς περίπτωσιν ὅμως κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἐπιτευχθῇ συναίνεσις (consensus) ἐπὶ τῆς ἀντιπροτάσεως, τότε ἡ διαφωνία αὕτη, ἐφ’ ὅσον οἱ διαφωνοῦντες ἐπιμένουν, καταγράφεται ἀλλὰ δὲν ἀκυρώνει τὴν πρὸς ἣν ὑπῆρξεν ἡ διαφωνία ἀρχικὴν θέσιν, καὶ οἱ διαφωνοῦντες ὑπογράφουν τὸ ἀρχικὸν κείμενον, καταγράφοντες, ἐὰν θέλουν, τὴν διαφωνίαν των. Ἐὰν ὑπάρξῃ ἄρνησις ὑπογραφῆς τοῦ κειμένου, τοῦτο θὰ ἐσήμαινεν ἀρνησικυρίαν (veto), πρᾶγμα τὸ ὁποῖον θὰ ὡδήγει εἰς ἀδιέξοδον.
 
Δεύτερον ζήτημα, τὸ ὁποῖον δέον νὰ διευκρινηθῇ, εἶναι ἐὰν ἡ ὁμοφωνία ἀναφέρεται εἰς τοὺς παρόντας κατὰ τὰς ἐργασίας ἑνὸς σώματος ἢ ἀπαιτῇ τὴν φυσικὴν παρουσίαν ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος.».
 
Ἑπομένως ἐάν ἰσχύσει ἡ πρόθεσις καί ἡ σκέψις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καμμία τροποποίησι τῶν ἤδη ψηφισμένων κειμένων δέν πρόκειται νά γίνει ἀποδεκτή καί κανένα κείμενο δέν πρόκειται νά ἀποσυρθεῖ καί κατά ταῦτα ἡ παρουσία τῶν Μακαριωτάτων καί Σεβασμιωτάτων Συνέδρων θά εἶναι διακοσμητικοῦ χαρακτῆρος.
 
Διαφωνῶ πλήρως μέ τό ψηφισθέν ἀπό τήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» διότι γέμει ἀπό ἀσάφειες, ἀπό «τεχνικούς ὅρους» καί ἀπό μεγάλες ἀντιφάσεις. Ἕνα κείμενο Πανορθοδόξου Συνόδου θά ἔπρεπε νά εἶναι Ἱερή συνέχεια τῶν Ἱερῶν κειμένων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού παραδίδεται στή Ἱστορία πρός Ἁγιασμόν καί σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, καί ὄχι ἕνα φαιδρό συμπίλημα ἀντιφάσεων καί ἀσαφειῶν. Διερωτῶμαι, κατά τήν μακράν Ἱστορικήν περίοδον τῶν χιλίων διακοσίων χρόνων, ἐάν ἀριθμήσωμεν ἀπό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤ τῶν ἑξακοσίων ἀπό τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δέν ὑπήρξαν αἱρέσεις καί κακοδοξίες στόν χριστιανικό κόσμο, πού θά ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία νά καταγνώσει; Ὁ Ἀντβεντισμός, ἡ φυλλαδική ἑταιρεία «Σκοπιά» πού αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «χριστιανική Ἐκκλησία μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», ὁ Πεντηκοστιανισμός, ἡ Χριστιανική Ἐπιστήμη, ἡ Θεοσοφία πού παρουσιάζει τόν Χριστόν ὡς «χρηστική κατάσταση», ὁ Τεκτονισμός πού παρασιτεῖ ἀναισχύντως στίς χριστιανικές κοινωνίες ἐνῶ εἶναι Ἑωσφορικός παγανιστικός ἀποκρυφισμός (κατά τά ἐσωτερικά κείμενα τῆς ἰδίας τῆς μασωνίας), οἱ κατά τήν δεύτερη χιλιετία κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ (πρωτεῖο, ἀλάθητο, καθαρτήριο, ἀξιομισθίαι, ὑπέρτακτα ἔργα, ἄσπιλη σύλληψη, ἐνσώματος ἀνάληψις τῆς Παναγίας, δικανική ἱκανοποίησις Θ. Δικαιοσύνης κλπ.), οἱ διάφορες Προτεσταντικές παραφυάδες μέ τό πολυποίκιλο αἱρετικό δογματικό περιεχόμενο (Βαπτισταί, Μορμόνοι, Κουάκεροι, Μενονίτες, Συναθροισταί, Μεθοδισταί κλπ.), δέν θά ἔπρεπε νά καταγνωσθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία Συνοδικῶς; Εἶναι ἐκπληκτικά παράδοξοὅτι στό συγκεκριμένο κείμενο δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή άναφορά σ’ αὐτές τίς πραγματικότητες, γιά τίς ὁποίες ἡ Ἐκκλησία Συνοδικά δέν ἔχει ἀρθρώσει ἐπίσημον λόγον, ὡς νά μήν ἀνεφύησαν αἱρέσεις καί κακοδοξίες κατά τήν Β΄ χιλιετίαν.
 
Παρηκολούθησα μία ἰδιοφυεστάτη ἀνάλυσι ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομον στό Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς κακοδοξίας τῆς ἀσπίλου συλλήψεως, πού «ἐδογμάτισε» ὁ Πάπας Πίος ὁ Θ΄ τό 1854 καί πού ὑπῆρξε «πρόβα generale» γιά τήν θεσμοθέτηση τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τό 1870, ἀπό τήν IΒατικανή ψευδοσύνοδο. Ἐπί τῆς κακοδοξίας τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἀκυρώνει τήν ἔνσαρκο οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου, διότι ἐάν ἐγεννήθη ἀσπίλως, ἡ Θεοτόκος θά συνελήφθη καί ἀνηδόνως καί κατά ταῦτα ἀπομειώνεται ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου, θεμελιώθηκε ἡ Λούρδη διά νά ὑπάρξει δῆθεν θεόθεν ἐπιβεβαίωσις, διότι ἡ Βερναρδέτη Σουμπιρού πού δῆθεν «εἶδε» τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ὡς «λευκήν Κυρίαν» τό 1858, ἔλαβε τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα ποία ἦτο, «Εἶμαι ἡ ἀσπίλως συλληφθεῖσα». Διερωτῶμαι ἡ Ἐκκλησία δέν θά ἔπρεπε ὅλες αὐτές τίς ἀπαράδεκτες νοθεύσεις τῆς ἀληθείας, Συνοδικῶς νά τίς καταδικάσει;
 
Στό συγκεκριμένο κείμενο γίνεται συνεχής ἀναφορά στήν ἀξία τοῦ διαλόγου μέ τήν Ἑτεροδοξία καί διαβάζοντάς το ἔχει κανείς τήν αἴσθηση ὅτι εἰσέρχεται σέ μία «μηχανή τοῦ χρόνου» καί βρίσκεται στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἱώνος, ὅταν ἔπνεε ὁ ἄνεμος αἰσιοδοξίας γιά τήν ἔνωση μέ τήν Ἐκκλησία, τῶν ἀποσχισθέντων ἀπό Αὐτήν. Δυστυχῶς ὅμως οἱ λεγόμενοι θεολογικοί διάλογοι ἔχουν σχεδόν τελειώσει ἤ ἔχουν συμπνιγεῖ στήν σατανική ἐμμονή καί ἀμετανοησία τῶν κακοδόξων ἤ στήν χειροτονία γυναικῶν στό ἰδιότυπο Ἱερατεῖο τους καί στήν θεσμοθέτηση τῆς ψυχοπαθολογικῆς ἐκτροπῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας πού ἀνατρέπει τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία καί φυσιολογία. Εἶναι ἀπόλυτος ἡ μαρτυρία ἐπ’ αὐτῶν τῶν Ὀρθοδόξων συμπροέδρων τῶν διεξαγομένων θεολογικῶν διαλόγων, ὡς λόγου χάριν τοῦ Σεβ. Σασίμων κ. Γενναδίου (29/8 -3/9/2015, Σύναξις Ἱεραρχίας Οἰκουμενικοῦ Θρόνου). Καμμία ἀποτίμησις λοιπόν γιά τούς διεξαχθέντας θεολογικούς διαλόγους πού δυστυχῶς ἔχουν ἀποβεῖ «ἀνόσια παίγνια» κατά τήν ἐξαίρετη δήλωση τοῦ ἐπί εἰκοσαετία συμπροέδρου στόν διάλογο μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Σεβ. Ἁρχιεπισκόπου Αὑστραλίας κ. Στυλιανοῦ.
 
Στό ἐπίδικο κείμενο γίνεται στίς παρ. 16,17,18,19 καί 21 ἀναφορά στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν»(Π.Σ.Ε.) καί εἶναι ἐκπληκτικό τά ὅσα ἀναφέρονται στήν παρ. 21 στήν ὁποίαδηλώνεται ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτιμᾶ τά ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστις καί Τάξις» (ποία;) καί στήν συνέχειαἡ αὐτή παράγραφος κατακλείεται μέ τήν δήλωση ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις γιά κεφαλαιώδη ζητήματα Πίστεως καί Τάξεως». Ἡ ἀποθέωσις τῆς ἀντιφάσεως!!!
 
Διερωτῶμαι μέ ποία λογική συμμετέχει ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία σ’ ἕνα Σῶμα πού ἀπαρτίζεται ἀπό τούς Μονοφυσίτας Ἀντιχαλκηδονίους καί τήν πανσπερμίαν τῶν προτεσταντικῶν Παραφυάδων; Δέν εἶναι ἡ πίστις ὅλων αὐτῶν κατεγνωσμένηὡς αἵρεσις ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους; Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι μετά τήν ἀπαράδεκτη Β΄κοινή δήλωση τῆς 28ης Σεπτεμβρίου 1990 (Σαμπεζύ) κατά τήν ὁποίαν διεκήρυξαν ὅτι «οἱ φύσεις στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται τῇ θεωρίᾳ μόνη» - ἐνῶ τό ἀληθές εἶναι ὅτι οἱ δύο φύσεις διακρίνονται σαφῶς ὡς πραγματικαί καί διακρίνονται ἀδιαιρέτως διότι ἡ ἕνωσις εἶναι ἀσύγχυτος καί ἀδιαίρετος - συνεχίζουν νά ἐπαναλαμβάνουν τήν φράσιν τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀπολιναρίου Λαοδικείας «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» τήν ὁποίαν περί τό 400 μ.Χ. πλαστογράφησαν οἱ μαθηταί του ὡς δῆθεν φράσιν τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Ἀθανασίου (ΘΗΕ τ.2, στ. 1118-1119), ὅπως ἀπεδείχθη ὑπό τῶν Λεοντίου Βυζαντίου καί Ἰωάννου Σκυθοπολίτου (Ἰωάννου Ἱεροσολυμίτου P.G. 86,1865) κατά τήν Βυζαντινήν περίοδον καί τήν ὁποίαν ἐπανέλαβε ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, νομίζων ὅτι ἀνήκε εἰς τόν Ἅγιο Ἀθανάσιον. Εἶναι χαρακτηριστική τῆς ἐμμονῆς τῶν Ἀντιχαλκηδονίων ἡ κυκλοφόρησις ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἁρμός τό 1996, τοῦ συγγράμματος τοῦ Μακαρίτου Πατριάρχου τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου Σενούντα Γ΄ «Ἡ Φύσις τοῦ Χριστοῦ» ὅπου στήν σελ. 46 καί στό κεφ. «Ἡ μία θέληση καί ἡ μία ἐνέργεια» ἀναφέρεται: «Ἐπειδή πιστεύουμε στήν Μία Φύση τοῦ Ἐνσαρκωμένου Λόγου, ὅπως τήν ὀνόμασε ὁ Ἅγιος Κύριλλος, πιστεύουμε στήν Μία Θέληση καί στή Μία Ἐνέργεια. Φυσικά ἀφοῦ φρονοῦμε ὅτι ἡ Φύση εἶναι Μία καί ἡ Θέληση καί ἡ Ἐνέργεια εἶναι ἐπίσης Μία». Ἑπομένως οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι κατεγνωσμένοι ἀπό τίς Δ΄ Ε΄ καί ΣΤ΄ Ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὡς Μονοφυσίται, Μονοθελήται καί Μονοενεργήται καί ὅσοι παρηκολούθησαν τηλεοπτικῶς τήν ἐνθρόνισιν τοῦ νέου Πατριάρχου τῶν Κοπτῶν στήν Αἴγυπτον θά ἄκουσαν νά ψάλλεται ὁ Θεοπασχητικός Ὕμνος «Ἅγιος Ἀθάνατος ὁ δι’ ἡμᾶς Σταυρωθείς»καί θά κατενόησαν ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἀσπάζονται καί τήν αἵρεση τοῦ Θεοπασχητισμοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ στίς Προτεσταντικές παραφυάδες τοῦ Π.Σ.Ε. διερωτῶμαι δέν εἶναι Εἰκονομάχοι; Δέν ἀρνοῦνται τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου; Δέν ἀρνοῦνται τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν οὐσιαστική μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἶνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ; Καί ἑπομένως αὐτές οἱ κακοδοξίες τους δέν εἶναι κατεγνωσμένες ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί εἰδικώτερα ἀπό τήν Γ΄ καί τήν Ζ΄; Συνεπῶς πῶς σέ ἕνα αἰώνιο Πανορθόδοξο κείμενο παρεισφρύουν σχέσεις μέ κατεγνωσμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία αἱρετικούς;
 
Τό κείμενο αὐτό δυστυχῶς ἀκυρώνει τά αἵματα, τίς θυσίες καί τά ἀνήκουστα μαρτύρια καί τά πολυώδυνα βάσανα τῶν Ἁγίων καί Ἡρώων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως πού κατακρεουργήθησαν καί ἐκάησαν ζῶντες ἀπό τούς Λατίνους καί Λατινόφρονες (Ἰωάννη Βέκκο, Μιχαήλ Παλαιολόγο) καί ἐγκληματικῶς ἀμνηστεύει τήν στρέβλωσι τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἀπό τούς ἐκπεσόντας «χριστιανούς» τοῦ Παπισμοῦ. Εἶναι πολυσήμαντος ὁ πρόλογος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ.κ. Ἱερωνύμου τοῦ Β΄, ὡς Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας (28-2-2000), στό βιβλίο τοῦ Ἰταλοῦ Μάρκο Ἀουρέλιο Ριβέλλι (Ἐκδόσεις Προσκήνιο - Ἀγγελος Σιδερᾶτος, 2000)μέ τίτλο: «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Γενοκτονίας», ὅπου ἐκφράζει μέ συγκινητικό τρόπο τόν ἀποτροπιασμό του γιά τήν δολοφονία 850.000 Σέρβων Ὀρθοδόξων μέ ἠθικόν αὐτουργόν τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ζάγκρεμπ καί μετέπειτα Καρδινάλιο Ἀλουΐσιο Στέπινατς, ὁ ὁποῖος στό ἡμερολόγιόν του στίς 27-3-1941, σελ. 172, Βιβλίο Δ΄ ἔγγραφε : «Τό Πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου εἶναι κάτι τό τόσο τρομερό τό ὁποῖο μόνο ὁ Παντοδύναμος καί Παντογνώστης Θεός δύναται νά ἀνέχεται» καί στήν σελ. 176: «Τό Σχίσμα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μεγαλύτερη κατάρα ἐν Εὑρώπῃ, σχεδόν μεγαλύτερη καί ἀπό τόν Προτεσταντισμό». Εἶναι τρομακτική ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰταλοῦ συγγραφέως Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ὅτι εἶδε ἕνα μεγάλο καλάθι μέ 20.000 ἀνθρώπινα μάτια Ὀρθοδόξων Σέρβων, πού τοῦ ἐπέδειξαν μέ «ὑπερηφάνεια» ὁ διαβόητος ἀρχηγός τῶν Οὐστάσι Ἄντε Πάβελιτς καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλουΐσιος Στέπινατς. Γιά τά ἐγκλήματά του αὐτά εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπότητος, κατεδικάσθη ἀπό τό Διεθνές Δικαστήριο Ἐγκληματιῶν τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σέ πολυετή κάθειρξη. Αὐτόν ὅμως τόν στυγνό ἐγκληματία «Ἁγιοποίησε» ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄ (Βοϊτύλα) τοῦ ὁποίου τά ἀποκαλυπτήρια ἔγιναν προσφάτως μέ τήν δημοσιοποίησι τῶν ἐρωτικῶν του ἐπιστολῶν πρός τήν ἔγγαμη ἀκαδημαϊκό συμπατριώτισσά του, τόν ὁποῖον μέ τήν σειρά του «ἁγίοποίησε» ὁ νῦν Πάπας Φραγκίσκος (Μπεργκόλιο)!!! Σέ ὅλα αὐτά τά τραγικά καί ἀνυπόφορα προσφέρει κάλυψη μέ τήν σιωπή του αὐτό τό ἀπαράδεκτο κείμενο γιατί δέν καταγγέλει τήν ἰδεολογική ἐπικαιροποίηση τῶν ἐγκλημάτων εἰς βάρος τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ.
 
Ἐνδεικτικό τοῦ «κρυπτοκρατικοῦ» πνεύματος τοῦ κειμένου εἶναι ἡ ἀπόκρυψις στήν παρ. 8 τῆς ἀληθοῦς εὐχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποίος δέν ηὐχήθη ἁπλῶς «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν»(Ἰωάννου 17,21) ἀλλά συνέχισε «καθώς σύ πάτερ ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σύ, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὧσιν» πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἁγιότης καί ἡ Δικαιοσύνη εἶναι προϋποθέσεις τῆς ἑνότητος.
 
Διαφωνῶ ἀπολύτως καί μέ τό κείμενο «Ἡἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συγχρόνῳ κόσμῳ» διότι στό κεφ. Δ΄ «Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀποτροπή τοῦ πολέμου» ἀναφέρεται σέ διαθρησκειακές σχέσεις (σελ.6), οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν κατά βάσιν στίς κακῶς λεγόμενες Ἁβρααμικῆς προελεύσεως θρησκεῖες, τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ. Διότι καί οἱ δύο αὐτές θρησκευτικές παραδοχές καθυβρίζουν διϊστορικά καί χυδαιότατα τό ὑπερύμνητο πρόσωπο τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας μας Κυρίου. Ὁ Ἰουδαϊσμός ἔχει ἀποβάλλει τό Θεϊσμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Τορά) καί τοῦ Προφητισμοῦ καί ἔχει ἐγκολπωθεῖ τόν Ραββινικό Σατανισμό τοῦ Ταλμούδ καί τῆς Καμπαλά. Στό Σατανικῆς ἐμπνεύσεως Ταλμούδ ὁ Κύριος ἀπομειώνεται μέ τόν χυδαιότερο τρόπο ὡς «νόθος υἱός» τοῦ Ρωμαίου ἑκατοντάρχου Πανδίρα (Ταλμούδ). Ἡ δέ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί Ἀειπάρθενος καθυβρίζεται ὡσαύτως μέ χυδαιολογίες ἀφορήτου ἐμπαθείας. Ἡ Καμπαλά πού διδάσκεται καί στό Πανεπιστήμιο τοῦ Τελ Ἀβίβ ἀποτελεῖ τήν ἀποθέωση τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ περιπαίγματος. Ὅσον ἀφορᾶ τό Ἰσλάμ, ὁ εὐτελισμός τοῦ Παναγίου Θεοῦ καί ἡ διαστροφή τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος εἶναι ἡ βάσις τῆς δῆθεν ἀποκαλύψεως τοῦ Κορανίου ἀπό τόν αἱμομείκτη καί παιδεραστή ψευδοπροφήτη Μωάμεθ ὁ ὁποῖος στή σούρα «Οἱ Συνασπισμένες Φιλές» (Ἀλ Ἀχζάμπ) καί στό στῖχο 37, γιά νά δικαιολογήσει τήν αἱμομειξία του μέ τήν γυναίκα τοῦ γιοῦ του, παρουσίασε δῆθεν ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Μωάμεθ, εἶπες σέ αὐτόν πού εὐεργετήθηκε ἀπό τόν Θεό καί γέμισε μέ τά ἀγαθά του: «Κράτα τή γυναίκα σου καί νά φοβᾶσαι τόν Θεό», ἐνῶ ἐσύ ἔκρυβες στήν καρδιά σου ὅ,τι ὁ Θεός μετά ἀπό λίγο ἐπρόκειτο νά κάνει σέ ὅλους φανερό. Φοβήθηκες τούς ἀνθρώπους ἐνῶ ἔπρεπε νά φοβηθεῖς περισσότερο τόν Θεό. Ὅταν ὅμως ὁ Ζέϊδ ἀποφάσισε νά χωρίσει τή γυναίκα του, Ἐμεῖς τήν ἑνώσαμε μαζί σου μέ τά δεσμά τοῦ γάμου. Γιά νά μάθουν οἱ πιστοί ὅτι δέν ἁμαρτάνουν ὅταν παντρεύονται τίς γυναίκες τῶν γιῶν τους ἄν οἱ γιοί τους τίς χωρίσουν». Στόν στῖχο 50 παρουσιάζει τόν Θεό νά τοῦ λέει: «Προφήτη σοῦ ἐπιτράπηκε νά παντρευτεῖς μέ τίς γυναίκες στίς ὁποῖες ἔδωσες προίκα, μέ τίς αἰχμάλωτες τίς ὁποῖες κέρδισες μέ τήν δύναμη τῶν χεριῶν σου, μέ τίς κόρες τῶν θείων σου καί ὅσων σέ ἀκολούθησαν, ὅπως καί μέ κάθε εὐσεβή γυναίκα ἡ ὁποία ἀφιέρωσε τήν ψυχή της σέ ἐσένα...Μή φοβᾶσαι μήπως ἐνοχοποιηθεῖς ἄν κάνεις χρήση τῶν δικαιωμάτων σου» καί στό στῖχο 51 συνεχίζει : «Μπορεῖς νά ἀναβάλεις τήν ἐπαφή μέ ὅποια συζυγό σου θελήσεις καί νά δεχθεῖς στό κρεβάτι σου ὅποιαν θελήσεις ἀκόμα καί ὅποια στό παρελθόν παραμέλησες ἀλλά τήν ἐπεθύμησες καί πάλι». Σάν ἐννάτη συζυγό του παντρεύτηκε τήν ἑπταετή κορασίδα Ἀϊσέ. Αὐτός λοιπόν, στό τραγελαφικό του Κοράνιο στήν σούρα «Τό στρωμένο Τραπέζι» (Ἀλ-Μάιντα) στό στῖχο 17 γράφει : «Ἄπιστοι εἶναι ὅσοι λένε πῶς ὁ Μεσσίας ὁ γιός τῆς Μαρίας εἶναι Θεός. Πές τους ποιός μπορεῖ νά σταματήσει τόν Θεό ἄν θέλει νά καταστρέψει τόν Μεσσία καί τήν μητέρα του καί ὅλα τά ὄντα στη γῆ;», θέση πού ἐπαναλαμβάνει καί στό στῖχο 72 καί στό στῖχο 75 ἰσχυρίζεται ὅτι: «Ὁ Μεσσίας ὁ γιός τῆς Μαρίας ἁπλῶς εἶναι ἀπόστολος». Στή σούρα «Οἱ γυναῖκες» (Ἀλ Νισσά) στό στῖχο 171 ἰσχυρίζεται : «Ὁπαδοί τῶν γραφῶν μή ξεπερνᾶτε τά ὅρια τῆς θρησκείας σας... Νά πιστεύετε λοιπόν στό Θεό καί στούς ἀποστόλους καί νά μή λέτε πώς ὑπάρχει ἁγία τριάδα. Σταματῆστε νά το λέτε αὐτό καί θά ὠφεληθεῖτε». Στήν προαναφερθεῖσα σούρα «Τό στρωμένο Τραπέζι» (Ἀλ Μάιντα) στόν στῖχο 116, παρουσιάζει τό Κύριο νά συνομιλεῖ μέ τόν «Θεό» μέ τά ἑξῆς : «Καί εἶπε ὁ Θεός στόν Ἰησοῦ τόν γιό τῆς Μαρίας : «Εἶπες ποτέ ἐσύ στούς ἀνθρώπους θεωρῆστε ἐμένα καί τήν μητέρα μου Θεό στή θέση τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ;» «Ὄχι, στό ὄνομα τῆς δόξας Σου», ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς».
 
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω διερωτῶμαι ποιές διαθρησκειακές σχέσεις μπορεῖ νά ὑπάρχουν μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ὑβριστῶν καί ἀπομειωτῶν τοῦ Παναγίου Προσώπου Του, Ἑβραίων καί Μουσουλμάνων πού ἐμμένουν σατανικῶς σέ αὐτές;
 
Τό σύγχρονο στρατήγημα τοῦ βυθίου δράκοντος, μετά τήν οἰκτρή ἀποτυγχία τοῦ ἀμέσου πολέμου κατά τοῦ Παναχράντου Προσώπου τοῦ Κυρίου, μέ τούς διωγμούς, τίς αἱρέσεις, τήν δῆθεν ἐπιστημονική ἀθεΐα, τήν κρατική ἐπικράτησί της ἐπί ἑβδομήντα χρόνια, εἶναι ἡ διαμέσου τῆς λεγομένης συναφειακῆς καί μεταπατερικῆς «θεολογίας» καί τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ παρουσίασις ἑνός κίβδηλου καί ἀνυπάρκτου Χριστοῦ, μέσα στόν ὁποῖον χωροῦν τά πάντα, τό ψέμμα καί ἡ ἀλήθεια, ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ αἵρεσις, ἡ ἠθική καί ἡ ἀνηθικότης, ὥστε νά κατανοεῖ κανείς εὐχερῶς τόν λόγον τοῦ Σωτῆρος Κυρίου: «Πλήν ὁ Ὑιός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἄρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λουκ.18,8), ἀλλά καί τόν τρομερότερο ἀφορισμό Του: «πολλοί ἐροῦσι μοι ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρᾳ‧ Κύριε Κύριε, οὖ τῷ σῷὀνόματι προεφητεύσαμεν καί τῷ σῷὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῶ σῷὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν; καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς‧ ἀποχωρεῖτε ἀπ’ἐμοῦ οἱ ἐργασάμενοι τήν ἀνομίαν» (Ματθ. 7,22-23).
 
Διαφωνῶ ἀπολύτως καί μέ τό ψηφισθέν κείμενο «Τό Αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» διότι ἡ αὐτονομία εἶναι μέγας πειρασμός καί μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ κατακερματισμό κρατῶν καί σέ διάσπαση Λαῶν καί στήν ἔξαρση τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει Συνοδικῶς καί Πανορθοδόξως καταδικασθεῖ ὡς αἵρεση. Θεωρῶ δέ ὡς Ἐθνικό ἔγκλημα τήν ὁποιαδήποτε Ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀναπόδραστα θά ὁδηγήσει στήν «Κοσοβοποίηση» τῆς Δυτικῆς Θράκης καί σέ Ἐθνική Καταστροφή. Νομίζω ταπεινῶς ὅτι ἡ κανονική πρόβλεψι τοῦ 17ουΚανόνος τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ἡ μόνη ὀρθή λύσι τοῦ συγκεκριμένου θέματος.
 
Ἐν κατακλείδι παραθέτω ἕνα μικρό Συναξάριο, ὄχι κάποιας Μονῆς «φονταμεταλιστῶν» ἀλλά ἑνός «φιλοπατριαρχικοῦ» Μοναστηριοῦ, τῆς Ἱ. Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγ. Ὄρους, ἀπό τό νέο Συναξαριστή τοῦ Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου σελ. 62 - 64 (Τόμος Α΄ Σεπτέμβριος, Ἐκδ. Ἴνδικτος 2001), πού ἀναφέρεται στό Ἅγιο Ὁσιομάρτυρα Ἀθανάσιο Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Στυλίτου εἰς Μπρέστ – Λιτόβσκ, ὁ ὁποίος μαρτύρησε στίς 5/9/1648: «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Βίλνα (σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Λιθουανίας) τῆς Μικρορωσίας τὸ 1596, τὸν ἴδιο χρόνο ποὺ ἔγινε στὸ Μπρὲστ - Λιτὸβσκ ἡ ψευδοένωσις μεταξὺ τῆς Ρώμης καὶ ὡρισμένων Ρώσων ἐπισκόπων. Υἱὸς εὐγενοῦς στὴν καταγωγὴ Λιθουανοῦ, ἀρκετὰ πτωχοῦ παρὰ ταῦτα, ἔλαβε εὐρεῖα καὶ σπάνια μόρφωσι γιὰ τὴν ἐποχή του.
 
Ἦταν κάτοχος πολλῶν ξένων καὶ ἀρχαίων γλωσσῶν καὶ βαθὺς γνώστης τόσο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τῶν φιλοσόφων καὶ θεολόγων τῆς Δύσεως.
 
Γιὰ λίγα χρόνια ὁ ἅγιος ἐργαζόταν ὡς οἰκοδιδάσκαλος, ὥσπου τὸ 1627 ἐκάρη μοναχὸς στὴν μονὴ τοῦ Χουτίν, κοντὰ στὴν Ὄρσα τῆς Μικρορωσίας (σημερ. Λευκορωσία). Τὸ προπύργιο αὐτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἔμεινε ἀπείρακτο ἀπὸ τὶς πολωνικὲς δυνάμεις κατοχῆς, διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὸ νὰ ἀντισταθῇ ὁ ὀρθόδοξος λαὸς κατὰ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀθανάσιος συμπλήρωσε τὴν μοναχική του κατάρτισι καὶ σὲ ἄλλα ὀνομαστὰ μοναστήρια.
 
Ὅταν χειροτονήθηκε ἱερεύς, ὁ μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας (1596-1647) τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀνακαίνισι τῆς μονῆς τοῦ Κουπυάτιτσκ. Μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψι, ἔκανε ἕ να ἐπικίνδυνο ταξίδι στὴν Μόσχα, διασχίζοντας ἐδάφη κατεχόμενα ἀπὸ Πολωνούς, μὲ σκοπὸ νὰ ἐκθέσῃ στὸν τσάρο τὴν κακὴ στάσι τῶν τοπικῶν ἀρ χῶν ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων στὶς βορειοδυτικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας καὶ νὰ ζητήσῃ συνδρο μὴ γιὰ τὴν ἀνακαίνησι τῆς μονῆς του. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας ἐπέτυχε στὴν ἀποστολή του καὶ ἄρχισε τὶς ἐργασίες. Δύο χρόνια ὅμως ἀργότερα ἀναγκάσθηκε νὰ τὶς ἐγκαταλείψῃ, διότι ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ὁσίου Συμε ὼν τοῦ Στυλίτου στὸ Μπρὲστ-Λιτόβσκ.
 
Ἀπὸ τότε ἀποδύθηκε σὲ νέο καὶ ἀκαταπόνητο ἀγῶνα ἐναντίον τῆς Οὐνίας, τοῦ προσηλυτιστικοῦ αὐτοῦ τρόπου τῶν Λατίνων ποὺ εἶναι συγκεκαλυμμένος μὲ ὀρθόδοξα λειτουργικὰ τυπικὰ καὶ συνήθειες. Ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια ὁ ἅγιος μὲ τὴν προσευχή, τὸ κήρυγμα καὶ τὰ συγγράμματά του στηλίτευε καὶ ἀπέρριπτε τὴν ψευδοένωσι τῆς Μπρέστ, ἐπανέφερε δὲ τοὺς πλανηθέντας στὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
 
Οἱ Πολωνοὶ στρατιῶτες καὶ ἔποικοι βασάνιζαν τοὺς ὀρθοδόξους πληθυσμοὺς τῶν κατεχομένων περιοχῶν μὲ βαρβαρικὴ ὠμότητα, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἰησουῖτες ἱεραπόστολοι δὲν ἐδίσταζαν νὰ χρησιμοποιήσουν τὶς πιὸ ἀπάνθρωπες μεθόδους, προκει μένου νὰ στερεώσουν τὴν δική τους πίστι στὴν Μικρορωσία. Ὁ ἅγιος ἀποφάσισε νὰ μεταβῇ στὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας Βλαδίσλαο Δ΄(1632-1648), γιὰ νὰ μεσολαβήσῃ, ὥστε οἱ ὀρθόδοξοι νὰ ἔχουν πιὸ ἀνθρώπινη μεταχείρισι. Ὁ βασιλεὺς κάμφθηκε ἀπὸ τὴν παράκλησί του καὶ μὲ διάταγμα ἔθετε τέρμα σὲ αὐτὲς τὶς καταχρήσεις τῆς ἐξου σίας, ἀλλὰ οἱ δημόσιοι λειτουργοί του δὲν τὸ ἐφήρμοσαν. Στὴν Βαρσοβία ἡ κατάστασις τῶν ὀρθοδόξων ἦταν ἀκόμα χειρότερη. Σὲ ἑορτάσιμες ἡμέρες οἱ Πο λωνοὶ καὶ οἱ οὐνῖτες ἔβαζαν φωτιὰ σὲ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες γεμᾶτες πιστούς, ὅπως καὶ ἄλ λοτε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων διωγμῶν.
 
Μόνος στὸν ἀγῶνα, μὲ μόνη παρηγοριὰ τὴν Παναγία, ὁ Ἀθανάσιος συνέχισε τὶς προσπάθειές του. Τὸ 1643, ὕστερα ἀπὸ μία νέα θεία ἀποκάλυψι, κατέφυγε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας τῆς Πολωνίας. Ἐνῷ κέρδισε τὴν προστασία τοῦ κράτους ὑπὲρ τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου του, ὡρισμένοι ὀρθόδοξοι γαιοκτήμονες, φοβούμενοι μήπως ζημιωθοῦν τὰ συμφέροντά τους, διέδωσαν ὅτι ἦταν τρελλὸς καὶ κατόρθωσαν νὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ τὸ ἀξίωμα, νὰ καθαιρεθῇ ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ νὰ σταλῇ στὸ Κίεβο γιὰ ἐξέτασι.
 
Παρὰ τὶς κακόβουλες προσπάθειές τους ὁ ἅγιος δικαιώθηκε καὶ ἐπέστρεψε ὡς ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἥσυχος γιὰ πολύ, σύντομα ξανάρχισαν οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν ὀρθοδόξων.
Ἐνῶ ἑτοίμαζε μία ἀναφορὰ πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας, συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε προτοῦ τὴν ὁλοκληρώση. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια, ἀλλὰ τὸ 1648 ὁ διωγμὸς συνεχίσθηκε σφοδρότερος. Ἦταν τόσο αἱματηρός, ὥστε ὁ λαὸς τῆς Μικρορωσίας ἐξεγέρθηκε καὶ ἀπαίτησε τὴν ἀποχώρησι τῶν πολωνολιθουανικῶν δυνάμεων καὶ τὴν ἀπόδοσι τῶν ρωσικῶν ἐδαφῶν στὸν τσάρο. Οἱ πολωνικὲς ἀρχὲς συνέλαβαν ἀμέσως τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ κινήματος καὶ τοὺς ἐπιφανεστέρους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες. Ὁ Ἀθανάσιος φυλακίσθηκε καί, παρὰ τὶς παντὸς εἴδους σωματικὲς καὶ ἠθικὲς κακώσεις ποὺ ὑπέστη, τόσο ἐκ μέρους τῶν δεσμοφυλάκων, ὅσο καὶ τῶν καθολικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, συνέχισε νὰ ἐλέγχῃ τοὺς ἑνωτικοὺς καὶ νὰ ἀναθεματίζῃ τὴν ἕνωσι. Τὸν βασάνισαν βάζοντας στὸ σῶμα του ἀναμμένα κάρβουνα, τὸν ἔγδαραν καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Ἐπειδὴ ἀκόμη ἀνέπνεε, τὸν τουφέκισαν, νεκρὸ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔρριξαν τὸ σῶμα του σὲ ἕνα βόθρο. Τὸ τίμιο λείψανό του βρέθηκε μετά 17 χρόνια ἄφθαρτο, εὐωδιάζον καὶ μέχρι σήμερα ἐπιτελεῖ θαύματα».

Ὡς ὁ ἁμαρτωλότερος λοιπόν πάντων, συντάσσομαι μέ τόν Θεό πού διετήρησε ἀδιάφθορο, ἀδιαλώβητο καί εὐωδιάζον τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Του μέσα στό βόθρο καί ὄχι μέ ἐκείνους πού τό ἔρριψαν μέσα.
 
Ἑπομένως δέν θά συμμετάσχω στό «ἀνόσιο παίγνιο» τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
 
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Πηγή: piraeuspress.gr

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Ο Οικουμενισμός εν τη πράξει.

Ομιλία Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

Απομαγνητοφώνηση εισηγήσεως στο Διορθόδοξο Συνέδριο της Θεσσαλονίκης: «Οικουμενισμός: Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις» (20-24 Σεπτεμβρίου 2004).

Απομαγνητοφώνηση: Θ. Α.


Η επίδραση ξένων θρησκειών και αιρέσεων, είναι εμφανής στους τρόπους και στις εκφράσεις ακόμα και Ορθοδόξων θεολόγων. Και αυτό το άρθρο του σεβ. Ιεροθέου, βάζει πολλά πράγματα στη θέση του, για να διορθώνουμε όλοι μας τις ελλείψεις μας, και να συγχρονιζόμαστε με τους αγίους Πατέρες, και όχι με πλάνες.

Η εισήγηση την οποία ανέλαβα να αναπτύξω στην αγάπη σας, είναι «Ο Οικουμενισμός εν τη πράξει». Και την προσδιόρισα «εν τη πράξει», ήτοι στην θεολογία και στην άσκηση.

Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι και λέγεται «Οικουμενική» διότι απλώνεται σε ολόκληρη την οικουμένη και έχει όλη την καθολική αλήθεια. Ο όρος «Οικουμενική» συνδέεται με τον όρο «Καθολική» αφού, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική». Ο όρος, όμως, «Οικουμενική» δεν ταυτίζεται με τον όρο «Οικουμενιστική» και επομένως υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ «Οικουμενικής Εκκλησίας» και λεγόμενης «Οικουμενιστικής Εκκλησίας» αφού η τελευταία διακρίνεται από τις λεγόμενες και γνωστές αρχές του Οικουμενισμού.

Δηλαδή γύρω από το θέμα αυτό υπάρχουν, εν συντομία, μερικές θεωρίες που χαρακτηρίζουν το τι είναι Οικουμενισμός, όπως είναι η πρώτη θεωρία, η λεγομένη «θεωρία των κλάδων», μια άλλη είναι η θεωρία του Οικουμενισμού που λέγεται «βαπτισματική θεολογία», μια άλλη θεωρία που εκφράζει τον Οικουμενισμό είναι η λεγόμενη «περιεκτικότητα», είναι ακόμη ο «διαχριστιανικός δογματικός συγκρητισμός» και επίσης είναι και ο λεγόμενος «διαθρησκευτικός συγκρητισμός».

Είναι φανερό ότι με τέτοιες θεωρίες επιδιώκεται η δημιουργία μιας Οικουμενιστικής Εκκλησίας και στη πραγματικότητα εκφράζεται ένας δογματικός μινιμαλισμός και μια σχετικοποίηση της Ορθοδόξου Πίστεως και βέβαια αναιρείται η αποκαλυπτική αλήθεια του Χριστού, που παραμένει στην Ορθόδοξη Εκκλησία και που είναι το αληθινό Σώμα του Χριστού και Κοινωνία Θεώσεως.

Στη συνέχεια, αφού παρακάμψω όλα αυτά, θα ήθελα να παρουσιάσω ένα σοβαρό σημείο, ήτοι, πώς βιώνεται χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τους πολλούς στην πράξη ο Οικουμενισμός, μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία με μία ενιαία θεολογία, κατ’ αρχάς, και με μία ενιαία ασκητική, έπειτα, που στη βάση τους δεν είναι ορθόδοξη, ησυχαστική, πατερική αλλά σχολαστική, νοησιαρχική και ηθικιστική.

1) Ο Οικουμενισμός στη θεολογία.

Η θεολογία μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας, Παπισμού και Προτεσταντισμού διαφέρει σε βασικά σημεία τόσο ως προς την μέθοδο θεολογήσεως όσο και προς τα αποτελέσματά της. Η ορθόδοξη θεολογία είναι η θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων, των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, είναι η ησυχαστική θεολογία που είναι εμπειρική και αποκαλυπτική, είναι μέθεξη της Ακτίστου Χάριτος του Θεού, ενώ η παπική θεολογία είναι σχολαστική που κέντρο έχει τη λογική και το στοχασμό. Αυτό συμβαίνει και στη διαφορά μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Προτεσταντισμού.

Όταν κάνω λόγο για Οικουμενισμό στη θεολογία εννοώ ότι συγχέονται οι δύο αυτές θεολογίες, ήτοι η Ορθόδοξη θεολογία και η ετερόδοξη θεολογία, από την άποψη ότι προϋποθέτουν την ίδια μεθοδολογία, έχουν την ίδια προοπτική και τις ίδιες αρχές και διαφέρουν μόνο ως προς τις παραπομπές που χρησιμοποιούνται στα θεολογικά έργα. Κυρίως αυτό, λέγεται από την άποψη ότι ερμηνεύονται τα κείμενα των Αγίων Πατέρων μέσα από τις αναλύσεις των δυτικών, παπικών και προτεσταντών και αγνοούνται τα ερμηνευτικά κριτήρια που έχει η ορθόδοξη παράδοση της Εκκλησίας μας. Μερικοί τέτοιοι θεολόγοι χρησιμοποιούν ευρύτατα τις ερμηνείες των ετεροδόξων και προσπαθούν στη συνέχεια να εντοπίσουν μερικά χωρία των Πατέρων που εκφράζουν μια τέτοια προοπτική. Επομένως παραμένει η ίδια ερμηνευτική προοπτική με κατοχύρωση πατερική, χωρίς να εξετάζονται τα διαφορετικά πλαίσια ερμηνείας των αγιογραφικών κειμέων που χρησιμοποιούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούν μερικά ενδεικτικά παραδείγματα τα οποία έχουν εντοπιστεί και δεν είμαι ο μόνος που τα παρουσιάζω. Μερικοί θεολόγοι ερμηνεύουν τη φράση του Χριστού «ίνα πάντες έν ώσι» (Ιω. 17/ιζ΄, 21), που είναι τμήμα της αρχιερατικής προσευχής Του, με το ότι δήθεν αναφέρεται στην μελλοντική ενότητα των εκκλησιών και την χρησιμοποιούν κατά κόρον για να δηλώσουν ότι ο Χριστός προανήγγειλε ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες θα αποκτήσουν στο μέλλον ενότητα μεταξύ τους και θα αποτελέσουν τη «μία» εκκλησία, υπονοώντας ότι η Εκκλησία τώρα είναι διασπασμένη. Η ορθόδοξη ερμηνεία της φράσεως είναι διαφορετική. Το «ίνα πάντες έν ώσι», εάν διαβάσει κανείς πολύ προσεκτικά όλο το κείμενο της αρχιερατικής προσευχής, θα δει ότι συνδέεται αναπόσπαστα με άλλες φράσεις, όπως «καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν συ» (Ιω. 17/ιζ΄, 21) και τη φράση «εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν» (Ιω. 17/ιζ΄, 23) και επίσης την άλλη φράση «ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδοκάς μοι» (Ιω. 17/ιζ΄, 24). Και σαφώς, εδώ, ο Χριστός αναφέρεται στην ενότητα των Αποστόλων κατά θεωρίαν της δόξης του Θεού, την θέα του ακτίστου Φωτός, που έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής, γιατί ακριβώς τότε οι Απόστολοι απέκτησαν και ενότητα ουσιαστική μεταξύ τους. Επομένως όσοι εκ των Αγίων μέσα στην ιστορία φθάνουν στη θέωση και στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, αποκτούν ενότητα με τους Αποστόλους, έχουν την ίδια πίστη με αυτούς και εφαρμόζεται το χωρίο αυτό, του Χριστού, «ίνα ώσιν έν».

Άλλοι θεολόγοι μεταφέρουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία την δυτική αντίληψη της, δια μέσου των αιώνων, βαθυτέρας κατανοήσεως και καλυτέρας εμβαθύνσεως στα δόγματα της Εκκλησίας και την αποκαλυπτική αλήθεια. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε από παπικούς θεολόγους για να δικαιολογηθεί η διαφοροποίησή τους από τη διδασκαλία των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων και η προσθήκη νέων δογμάτων. Εννοείται ότι χρησιμοποιείται και εδώ, στο σημείο αυτό, πολλή λογική και ο στοχασμός προκειμένου να κατανοήσουν τη δογματική διδασκαλία. Όμως η πατερική διδασκαλία πάνω στο θέμα αυτό είναι ότι η αποκάλυψη εδόθη άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής, τότε που οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιο Πνεύμα και απέκτησαν την «πάσα γνώσιν». Χαρακτηριστικό χωρίο είναι του Αδελφοθέου Ιούδα, «ανάγκην έσχον γράψε υμίν παρακαλών επαγωνίζεσθε τη άπαξ παραδωθήση τοις αγίοις πίστει» (Ιούδας 3). Όταν οι θεούμενοι (και ο όρος «θεούμενοι» αναφέρεται σε όλα τα πατερικά κείμενα, αρχής γενομένης τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και σε όλους τους μεταγενέστερους Πατέρες) δια της καθάρσεως και του φωτισμού φθάνουν στη θεωρία του ακτίστου φωτός και μετέχουν της Πεντηκοστής, τότε βιώνουν την ίδια πίστη των Αποστόλων. Αυτό φαίνεται στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, αφού κι εκείνος απέκτησε την ίδια εμπειρία των Αποστόλων όταν είδε τον Χριστό «εν τη δόξη αυτού» (Ματθ. Κε΄,25, 31), έλαβε το Άγιο Πνεύμα και έγινε Απόστολος Ιησού Χριστού. Επομένως δεν κατανοείται βαθύτερα δια μέσου των αιώνων η αποκαλυπτική παράδοση αλλά οι άγιοι κάθε εποχής που φθάνουν στην εμπειρία της Πεντηκοστής, εκφράζουν με τους κατάλληλους όρους της εποχής εκείνης αυτή την αλήθεια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αιρετικοί.

Άλλοι θεολόγοι νομίζουν ότι η θεολογία συνδέεται με την μεταφυσική, πράγμα το οποίο είναι άποψη της δυτικής θεολογίας και παραδόσεως, σύμφωνα με την οποίαν υπάρχουν τα «φυσικά» και τα «μεταφυσικά» και υπάρχει μία αντιστοιχία μεταξύ αυτών των δύο. Πρόκειται για τη λεγόμενη οντολογία, την ιδεολογία του Πλάτωνος και της κλασικής μεταφυσικής, τη στοχαστική αναλογία, όπως την αποκαλεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, την οποίαν βεβαίως δεν αποδέχονται οι άγιοι Πατέρες. Η analogia entis και η analogia fidei δεν απηχεί την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν κάνουν λόγο για «φυσικά» και «μεταφυσικά», αλλά για «κτιστά» και «άκτιστα» και ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού ενεργεί αναλόγως σε όλη τη κτίση. Επομένως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τη σύνδεση της μεταφυσικής με την ορθόδοξη θεολογία, αφού η ορθόδοξη θεολογία είναι, αφ’ ενός μεν, ο αποκαλυπτικός λόγος περί Θεού, αφ’ ετέρου δε, εκείνη που υποδεικνύει τον τρόπο θεραπείας του ανθρώπου προκειμένου να φθάσει κι εκείνος στη θέα του ακτίστου φωτός, στο πρόσωπο του Λόγου.

Άλλοι θεολόγοι, στοχαζόμενοι, ομιλούν για «κοινωνία προσώπων» της Αγίας Τριάδος. Και πάνω σ’ αυτή την άποψη προσπαθούν να τεκμηριώσουν πολλές άλλες επί μέρους θεολογικές, ανθρωπολογικές και δυστυχώς και κοινωνικές θεωρίες. Όμως οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν κάνουν λόγο για «κοινωνία προσώπων» της Αγίας Τριάδος, αλλά για κοινωνία Φύσεως-Ουσίας. Στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχουν τα «κοινά» και τα «ακοινώνητα». Τα «κοινά» είναι η φύση, η ουσία, η ενέργεια αφού ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και τα «ακοινώνητα», που είναι τα υποστατικά ιδιώματα κάθε προσώπου, ήτοι του Πατρός είναι το αγέννητον, του Υιού το γεννητόν και του Αγίου Πνεύματος το εκπορευτόν. Άλλωστε, τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, δεν είναι τρόπος υπάρξεως της «φύσεως ουσίας», όπως κακώς λέγεται, αλλά τα υποστατικά ιδιώματα είναι ίδια γνωρίσματα των υποστάσεων προσώπων.

Ακόμη, άλλοι θεολόγοι δέχονται εν μέρει και την δυτική Θωμική αντίληψη περί κτιστών ενεργειών στο Θεό. Νομίζουν ότι στο Θεό δεν υπάρχουν μόνον άκτιστες ενέργειες αλλά και κάποιες κτιστές, με τις οποίες ο Θεός έρχεται σε επικοινωνία με τον κόσμο. Μια τέτοια αντίληψη έρχεται ευθύτατα σε αντίθεση με όλη τη βιβλικοπατερική παράδοση, η οποία δέχεται ότι εφ’ όσον άκτιστη είναι η ουσία, άκτιστες είναι και οι ενέργειες. Εάν ο άνθρωπος ερχόταν σε επικοινωνία με το Θεό με κτιστές ενέργειες, τότε δε θα μπορούσε ποτέ να σωθεί.

Μερικοί θεολόγοι, ακόμη, μεταφέρουν στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τη δυτική άποψη, ότι δύο είναι οι πηγές της πίστεώς μας, η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση. Δεν αρνείται βέβαια κανείς την αξία της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Όμως η ορθόδοξη πατερική διδασκαλία στο θέμα αυτό είναι, ότι, η πηγή της πίστεως είναι η αποκάλυψη, την οποίαν δέχονται οι θεούμενοι Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες, είναι τα «άρρητα ρήματα» (Β΄Κορ. ιβ΄/12, 4) τα οποία βιώνουν οι θεούμενοι κατά την αποκαλυπτική εμπειρία και στη συνέχεια μεταφέρουν αυτά τα «άρρητα ρήματα» με κτιστά ρήματα και νοήματα, προκειμένου να καθοδηγήσουν τα πνευματικά τους παιδιά για να φθάσουν κι εκείνα στη προσωπική βίωση της εμπειρίας της αποκαλυπτικής θεολογίας. Έτσι, η Αγία Γραφή δεν είναι «λόγος του Θεού» αλλά «λόγος περί του Λόγου του Θεού».

Επίσης, μερικοί θεολόγοι κάνουν λόγο για «μυστηριακή ενότητα» μεταξύ των διαφόρων ομολογιών, όπως και για αναγνώριση μερικών μυστηρίων άλλων ομολογιών αν και υπάρχει διαφορά στη θεολογία μεταξύ τους. Όμως, στην πατερική παράδοση, συνδέονται και ταυτίζονται η Εκκλησία, η Ορθοδοξία και η Θεία Ευχαριστία και δε νοείται το ένα ανεξάρτητα από το άλλο.

Παρεμφερής με αυτά είναι και η θεωρία που αναπτύσσεται περί της Βασιλείας του Θεού, ότι δηλαδή, η Βασιλεία του Θεού είναι η Θεία Λειτουργία και η συμμετοχή των πιστών σ’ αυτήν. Βεβαίως η Θεία Λειτουργία αποτελεί το κέντρον της εκκλησιαστικής ζωής και κανείς δεν έχει αντίρρηση ως προς το σημείο αυτό. Το πρόβλημα είναι, όμως, όταν η συμμετοχή των πιστών στη Θεία Ευχαριστία γίνεται απροϋπόθετα, όταν δηλαδή, η Θεία Ευχαριστία αποδεσμεύεται από τον ορθόδοξο ησυχασμό. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι όταν η διδασκαλία περί της Βασιλείας του Θεού, συνδέεται με θεσμικές καταστάσεις και με μία σωματική παρουσία των χριστιανών στη Θεία Λειτουργία και λησμονείται ότι κατά τη πατερική παράδοση, όπως την εξέφρασε ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η Βασιλεία του Θεού είναι η θεωρία του ακτίστου Φωτός στην υπόσταση του Λόγου. Επομένως, δεν πρόκειται για μια κτιστή πραγματικότητα ούτε μια τυπική συμμετοχή σ’ ένα λειτουργικό γεγονός αλλά για βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής, ήτοι της θεοπτίας θεώσεως. Και αυτή είναι η Πεντηκοστή, όχι απλώς η χειροτονία, γιατί ακούμε σε πολλές χειροτονίες επισκόπων, «σήμερα εβίωσα την Πεντηκοστή». Επομένως: βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής, αφού προηγηθεί η βίωση της καθαρτικής και φωτιστικής ενεργείας του Θεού.

Τα θέματα αυτά είναι γνωστά και έχουν αναπτυχθεί εν πολλοίς από τον αείμνηστο π. Ιωάννη Ρωμανίδη και από άλλους ορθοδόξους θεολόγους μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι (παρόντες παριστάμενοι) πρωτοπρεσβύτεροι π. Γεώργιος Μεταλληνός, π. Θεόδωρος Ζήσης και πολλοί άλλοι που βλέπω και παρακολουθώ τα κείμενά τους.

Υπάρχουν και μερικοί άλλοι θεολόγοι, οι οποίοι προσπαθούν και επιμένουν να βλέπουν τα κοινά σημεία που υπάρχουν σ’ όλα τα θρησκευτικά συστήματα, χωρίς να εντοπίζουν τις διαφορές. Όμως, κοινά σημεία θρησκευτικής εμπειρίας μπορούν να βρεθούν σε όλα τα θρησκεύματα. Αυτό δε σημαίνει ότι εκφράζουν και διατυπώνουν την ίδια διδασκαλία και θεολογία. Εάν δεν εξεταστούν τα διαφορετικά πλαίσια στα οποία εντάσσεται αυτή θρησκευτική εμπειρία, τότε βιώνεται ένας Οικουμενισμός.

Ακόμη, υπάρχουν άλλοι που ισχυρίζονται, ευτυχώς παλαιότερα, ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ακολούθησαν κυρίως τη πλατωνική φιλοσοφία ενώ οι αιρετικοί χρησιμοποίησαν την αριστοτελική φιλοσοφία, ότι ο δυτικός σχολαστικισμός είναι συνέχεια του σχολαστικισμού, δήθεν, των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι δηλαδή, δήθεν, ανάπτυξη και υπέρβαση της σχολαστικής παραδόσεως που [τάχα] «είχε» η Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι ο Θωμάς Ακινάτης είχε επηρεαστεί από Πατέρες της Εκκλησίας (αυτό λέγεται σε επιστημονική μελέτη). Με τη διαφορά ότι εκείνος, ο Θωμάς Ακινάτης, χρησιμοποίησε την αριστοτελική φιλοσοφία ενώνοντας τον Αριστοτέλη με τον νεοπλατωνικό Αυγουστίνο απαρτίζοντας, όπως γράφεται, ένα «μεγαλειώδες θεολογικο-φιλοσοφικό σύστημα», ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, λέγεται, είναι κυρίως πλατωνικοί, ότι [τάχα] η «summa» η θεολογική του Θωμά του Ακινάτη, που είναι το τελειότερο θεολογικό σύστημά του, έχει δεχθεί επίδραση από τους Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα εντοπίζουν τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και Μέγα Βασίλειο και ότι αυτή η θεολογία του Θωμά του Ακινάτη, όπως εκφράζεται η «summa» η θεολογική, επέδρασε σε άλλους μεταγενέστερους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι απόψεις αυτές είναι απαράδεκτες από ορθοδόξου πλευράς αφού η πατερική θεολογία είναι θεολογία της εμπειρίας και δεν έχει καμιά σχέση με τη σχολαστική θεολογία της δύσεως, της οποίας κέντρο είναι η λογική και ο στοχασμός.

Όλες αυτές οι απόψεις της δυτικής παραδόσεως που μεταφέρονται στη θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, τον Οικουμενισμό στη θεολογία.

2) Ο Οικουμενισμός στην άσκηση.

Η άσκηση, κατά την ορθόδοξο διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση βιώσεως του Θεού «εν αισθήσει και πληροφορία», όπως λέγει ο Άγιος Διάδοχος ο Φωτικής. Και όταν ο άνθρωπος αποκτήσει την υπαρξιακή γνώση του Θεού, στη συνέχεια, η εμπειρία αυτή, διατυπώνεται με λόγους. Άσκηση έχουν όλες οι θρησκείες και όλα τα θρησκευτικά συστήματα, καθώς επίσης και όλες, κατά τον α΄ ή β΄ βαθμό, ετερόδοξες ομολογίες, αλλά η άσκηση στην ορθόδοξη θεολογία διαφέρει σαφώς από κάθε άλλη άσκηση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας που εκφράζουν το εκκλησιαστικό ήθος, ως απλανείς διδάσκαλοι, κατέγραψαν την αλήθεια, ότι η άσκηση είναι πορεία του ανθρώπου από την κάθαρση της καρδιάς στο φωτισμό του νοός και τη μέθεξη της θεώσεως. Αυτό το βλέπουμε σαφώς στη Φιλοκαλία που έχει τον τίτλο, όπως είναι γνωστό «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών», «εν ή ο νους κατά την πράξιν και ηθικήν φιλοσοφίαν καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Πρόκειται για τους τρεις βαθμούς της πνευματικής ζωής, που τους βλέπουμε στον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, στα κεφάλαια που συνέγραψε, στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και σε άλλους Πατέρες. Στη πραγματικότητα, άσκηση, είναι η μέθεξη της ενεργείας του Θεού, η οποία ενέργεια μετέχεται αναλόγως με τη πνευματική κατάσταση την οποίαν βρίσκεται ο άνθρωπος. Εάν ο άνθρωπος διακατέχεται από τα πάθη και μετανοεί, τότε η άκτιστη ενέργεια του Θεού τον καθαρίζει και γι’ αυτό λέγεται καθαρτική. Εάν βρίσκεται στη κατάσταση του φωτισμού η θεία χάρη τον φωτίζει και λέγεται φωτιστική. Και εάν βρίσκεται στη κατάσταση της θεώσεως, τον στερεώνει και τον αυξάνει στη θέωση και λέγεται θεοποιός ή τελειοποιός. Φαίνεται καθαρά ότι η ενέργεια του Θεού λαμβάνει ονόματα ανάλογα με τα αποτελέσματα που δημιουργεί, αφού άλλο είναι η ενέργεια και άλλο το ενέργημα.

Υπάρχουν μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι που ισχυρίζονται ότι η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, όπως ακριβώς φαίνεται στα κείμενά τους, την υμνογραφία της Εκκλησίας και τις ευχές των μυστηρίων, ότι, δήθεν, έχει επηρεαστεί από τις απόψεις του Νεοπλατωνισμού. Αυτό δεν είναι ορθό, γιατί ο Νεοπλατωνισμός είναι ένα φιλοσοφικό σύστημα που αναπτύχθηκε μεταξύ του 2ου και 6ου αιώνος, στη προσπάθεια μερικών ειδωλολατρών φιλοσόφων να αναβιώσουν τον Πλατωνισμό και στη πραγματικότητα είναι μια εξέλιξη και μεταμόρφωση του Πλατωνισμού, σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής εκείνης. Είναι το τελευταίο φιλοσοφικό κίνημα του αρχαίου ελληνικού κόσμου που έχει, οπωσδήποτε, στοιχεία θρησκείας. Είναι επόμενο ότι ο Νεοπλατωνισμός δέχτηκε αρνητικές ή θετικές επιδράσεις από τον χριστιανισμό -και κυρίως τους αιρετικούς-, το γνωστικισμό και τις ανατολικές θρησκείες, ώστε να γίνεται λόγος για την ανατολικοποίηση της πλατωνικής σκέψεως.

Ο Νεοπλατωνισμός εμφανίστηκε, κατ’ αρχάς, στην Αλεξάνδρεια με τον Αμμώνιο Σακκά, ο οποίος προερχόμενος από χριστιανούς γονείς επέστρεψε στην εθνική θρησκεία και δίδασκε τον Νεοπλατωνισμό περί το 209 μ.Χ.. Κύριος, όμως, εκπρόσωπος του Νεοπλατωνισμού είναι ο Πλωτίνος, που υπήρξε μαθητής του Αμμωνίου και μετέφερε το σύστημα αυτό στη Ρώμη. Τις απόψεις όπως και το βίο του Πλωτίνου μας διέσωσε ο Πορφύριος, καθώς επίσης και ο μαθητής του Πορφυρίου, Ιάμβλιχος. Σημειώνονται πολλές σχολές που δίδασκαν και ανέπτυξαν τον Νεοπλατωνισμό, οι οποίες σχολές έχουν κοινά σημεία μεταξύ τους αλλά και διαφορές. Πρόκειται για τη νεοπλατωνική σχολή της Ρώμης, της οποίας κύριος εκφραστής είναι ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος, τη νεοπλατωνική σχολή της Συρίας της οποίας κύριος εκπρόσωπος είναι ο Ιάμβλιχος, τη νεοπλατωνική σχολή των Αθηνών της οποίας εκφραστής είναι ο Πρόκλος και τη νεοπλατωνική σχολή της Αλεξάνδρειας. Βασικές θεωρίες του Πλωτίνου και των μετέπειτα νεοπλατωνικών, είναι η διδασκαλία περί της δημιουργίας των όντων και του κόσμου δια της απορροής. Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα τα οποία έθεσε ο Πλωτίνος: α) «πόθεν τα όντα;» (πρόκειται για την οντολογία και τη κοσμολογία του) και β) «προς πού;» (πρόκειται για την ηθική του Πλωτίνου).

Ως προς το πρώτο ερώτημα, «πόθεν τα όντα;», ο Πλωτίνος και οι μετέπειτα νεοπλατωνικοί υπεστήριξαν την θεωρία ότι υπάρχει μια εκπόρευση ή έκλαμψη από το «Έν» προς τα πολλά. Η υπερτάτη αρχή από την οποία προήλθαν τα πάντα, είναι το «Έν». Μετά από αυτό, είναι ο «νους», ο οποίος είναι το κέντρο των ιδεών, ο οποίος «νους» προήλθε δι’ απορροής από το «Έν» και αποτελεί την εικόνα και το εκχύλισμα του «Ενός» και είναι συνυφασμένο με αυτό. Τόσο το «Έν» όσο και ο «νους» είναι υποστάσεις, κατά τον Πλωτίνο. Από τον «νου» απέρρευσε η «ψυχή», που έχει μέσα της δυνάμεις για τη μορφοποίηση του αισθητού κόσμου. Κάνοντας λόγο για «ψυχή» εννοείται, αφ’ ενός μέν, η ψυχή του αισθητού κόσμου, η κοσμική ψυχή, αφ’ ετέρου δε, η ψυχή του ανθρώπου. Το «Έν», ο «νους» και η «ψυχή» αποτελούν τρεις υποστάσεις. Και το τελευταίο στοιχείο της καθόδου αυτής, είναι η «ύλη».

Ως προς το δεύτερο ερώτημα, «προς πού;», η βασική διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού είναι η άποψη του Πλάτωνος, ότι η ψυχή έχει δεσμευτεί από το σώμα και το σώμα αποτελεί τη φυλακή της ψυχής, οπότε η σωτηρία του ανθρώπου είναι η αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα και η επαναφορά της στο κόσμο των ιδεών. Οι νεοπλατωνικοί, συγκεκριμένα ο Πορφύριος με την επίδραση του Πλωτίνου, έκαναν λόγο για δύο είδη θανάτου: το «φυσικό» θάνατο, ήτοι την αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα αλλά και το «φιλοσοφικό» θάνατο, που είναι η αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα πριν τον «φυσικό» θάνατο δια της «θεουργίας», που συνιστά τις τελετές μυσταγωγίας και της «μαγείας». Υπάρχουν επομένως μερικοί που ισχυρίζονται ότι η νηπτική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως εκφράστηκε από τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά αλλά και από προγενέστερους Πατέρες (Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Μέγα Βασίλειο, κ.τ.λ.), δήθεν έχει επηρεαστεί από τη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού. Και αυτό, γιατί και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η ίδια ορολογία, τόσο ως προς τη θεολογία όσο και ως προς τη σωτηριολογία. Τέτοιες απόψεις αναπτύχθηκαν από δυτικούς θεολόγους και μεταφέρονται ακριβώς εις τον δικό μας το χώρο. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Οι τρεις υποστάσεις του νεοπλατωνισμού, «Έν», «νους», «ψυχή», δεν έχουν καμιά σχέση με τον χριστιανικό Τριαδικό Θεό της Χριστιανικής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται από τους Αγίους Πατέρες. Και αυτό διότι στην ορθόδοξη θεολογία δεν αποδεχόμαστε την μεταφυσική και την αρχή της ιδεολογίας και βέβαια τη δημιουργία του κόσμου δια της «απορροής».

Έπειτα, όπως παρατηρείται, υπάρχει μία κοινή ορολογία στη προσπάθεια ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό. Πρόκειται για τους όρους «νους», «ψυχή», «σωτηρία ψυχής», «κάθαρση», «έκσταση», «φωτισμός», κ.τ.λ.. Εάν όμως δούμε ποια έννοια έχουν αυτοί οι όροι στη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού και τα συγκρίνουμε με τη θεολογία της Εκκλησίας, τότε μπορούμε να καταλάβουμε το χάσμα που υφίσταται μεταξύ Νεοπλατωνισμού και ορθοδόξου νηπτικής θεολογίας της Εκκλησίας μας. Η ορθόδοξη νηπτική θεολογία και παράδοση δεν έχει καμιά σχέση με τις θεωρίες του Νεοπλατωνισμού, ως προς τα «περί της φύσει αθανάτου ψυχής», η οποία πρέπει να επιστρέψει στον κόσμο των ιδεών και ως προς τα «περί του φύσει την του σώματος» που πρέπει να εξαφανιστεί. Επίσης, δεν έχει καμιά σχέση με τη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού για τη σωτηρία του ανθρώπου, ότι δηλαδή, η σωτηρία του ανθρώπου συνίσταται στην αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα. Ούτε και έχει σχέση η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως με τη προσπάθεια του ανθρώπου να ενωθεί με θεουργικές, μαγικές ενέργειες και τελετές, όπως δίδασκε και έπραττε ο Νεοπλατωνισμός, ιδιαιτέρως ο Ιάμβλιχος.

Οπότε, πράγματι, υπάρχει ένας επηρεασμός σε μερικούς ορθοδόξους θεολόγους από ερμηνείες δυτικών θεολόγων ότι, δήθεν, η ορθόδοξη άσκηση, όπως διατυπώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, συνδέεται με τον ανατολικό μυστικισμό των Νεοπλατωνικών. Κατ’ επέκταση υπάρχει και ένας επηρεασμός και ως προς την πρακτική εφαρμογή της ζωής, αφού μεταφέρεται στη παράδοσή μας ένας δυτικός, ηθικιστικός και ακτιβιστικός μοναχισμός με την παραθεώρηση και περιφρόνηση του ησυχαστικού πνεύματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό συνιστά έναν Οικουμενισμό στην άσκηση, μια εκκοσμίκευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του ορθοδόξου μοναχισμού.

Καταλήγοντας, αυτά τα πολύ συνοπτικά, θα ήθελα να σημειώσω ότι: σε μερικούς ορθοδόξους θεολόγους παρατηρείται ένας επηρεασμός από άλλες παραδόσεις τόσο στην θεολογία όσο και στην άσκηση. Καθώς επίσης και μερικοί ορθόδοξοι, στη πράξη σκέφτονται, θεολογούν και πολιτεύονται όπως οι παπικοί και οι προτεστάντες. Γι’ αυτό και υποστηρίζω ότι πρέπει να εξετάζουμε και εμείς οι ορθόδοξοι, κατά πόσον αποσυνδέουμε τα μυστήρια της Εκκλησίας μας από την ορθόδοξη θεολογία των Πατέρων μας και την ορθόδοξη άσκηση που εκφράζεται με τον ησυχασμό. Πρέπει να ερευνήσουμε το θέμα, μήπως διακρινόμαστε από μία «ορθόδοξη Ουνία» και ένα «ορθόδοξο Προτεσταντισμό», όταν συγχρόνως, είμαστε ορθόδοξοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί αλλ’ όμως έχουμε εγκολπωθεί σε μερικά σημεία, τα δόγματα και τις απόψεις του Παπισμού και του Προτεσταντισμού ή τουλάχιστον έχουμε δεχθεί-εγκολπωθεί τη μεθοδολογία θεολογήσεως και τη μεθοδολογία της ασκήσεως που κυριαρχούν σ’ αυτές τις ομολογίες. Πρέπει, δηλαδή, να προσέξουμε να μην αποδειχθούμε, εμείς οι ορθόδοξοι, ουνίτες στη πράξη ή να μην εκφράζουμε κάποια ιδιότυπη Προτεσταντική Ουνία με το να διαφυλάττουμε τα ορθόδοξα μυστήρια και να συμμετέχουμε αλλά να έχουμε μία Προτεστάντικη θεολογία και ασκητική, δηλαδή να βιώνουμε τον Οικουμενισμό στην πράξη, τόσο στη θεολογία όσο και στην άσκηση.

Πηγή: oodegr.co