Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Άγιος Edmund (Εδμόνδος), Μάρτυρας και βασιλιάς της Ανατολικής Αγγλίας


Ο άγιος Edmund, ένας από τους σπουδαιότερους και ποιο γνωστούς Βρετανούς αγίους, έζησε και μαρτύρησε κατά τον 9ο αιώνα, σε μια από τις ποιο τραγικές και δύσκολες στιγμές της Βρετανικής ιστορίας, όταν οι Παγανιστές Δανοί σκότωναν και κατέστρεφαν σε ένα μεγάλο κομμάτι των Βρετανικών Νήσων. Τα προβλήματα των Άγγλων χειροτέρευαν από το γεγονός του ότι δεν υπήρχε ενότητα μεταξύ τους και αντί να είναι ενωμένοι σε μια ισχυρή δύναμη προκειμένου να αποκρούσουν τους εισβολείς ήταν χωρισμένοι σε εφτά βασίλεια τα οποία πολλές φορές δεν είχαν ενότητα ούτε στο εσωτερικό τους. Κανένα μέρος της χώρας δεν ήταν περισσότερο εκτεθειμένο στις επιθέσεις των παγανιστών από το μικρό βασίλειο της Ανατολικής Αγγλίας, και ο γέρος βασιλιάς Offa της Ανατολικής Αγγλίας αποφάσισε να κάνει ένα προσκυνηματικό ταξίδι στην Αγία Γη (στα Ιεροσόλυμα) για να προσευχηθεί για την συγχώρεση των αμαρτιών του και την ασφάλεια του βασιλείου του.

Στον δρόμο, επισκέφτηκε τον ξάδερφο του Alcmund, ο οποίος, έχοντας εξοριστεί από την Ανατολική Αγγλία μετά τον θάνατο του μάρτυρα βασιλιά Ethelbert (20 Μαΐου του 793), του εμπιστεύτηκαν το βασίλειο της παλιάς Σαξονίας υπό τον αυτοκράτορα Καρλομάγνο. Ο Alcmund είχε παντρευτεί μια Γερμανίδα πριγκίπισσα ονόματι Siwara, και μαζί της συχνά παρακαλούσε τον Κύριο να του δώσει μια αναρίθμητη και αγία οικογένεια. Σε απάντηση στις προσευχές του, ένας άγγελος εμφανίστηκε σε αυτόν και του είπε να κάνει ένα προσκύνημα στους τάφους των αποστόλων στη Ρώμη, όπου ο Θεός θα του εκπλήρωνε το αίτημα του. Κατά τη διάρκεια αυτού του προσκυνήματος, όταν ο βασιλιάς μια ημέρα συζητούσε με την οικοδέσποινα του, μια αριστοκράτισσα και ευσεβή Ρωμαία γυναίκα, εκείνη παρατήρησε στο στήθος του έναν λαμπρό ήλιο, του οποίου οι ακτίνες, απλώνονταν στα τέσσερα σημεία της πυξίδας και έριχνε ένα θαυματουργό φως σε όλους γύρω.

Γεμάτη με το πνεύμα της προφητείας, προείπε πως από αυτόν θα ερχόταν ένας γιος του οποίου η δόξα, όπως και του ήλιου, θα διαφώτιζε και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και θα έφερνε πολλούς στον Χριστό. Μερικούς μήνες αργότερα, αφού επέστρεψε στο Βόρειο Αμβούργο, την πρωτεύουσα της παλιάς Σαξονίας, η γυναίκα του Alcmund η Siwara του γέννησε τον δεύτερο του γιο, τον Edmund.

Έπειτα όταν ο βασιλιάς Offa ήρθε στην Σαξονία, ο Edmund θέλησε να τον συνοδεύσει και ο γέρος βασιλιάς ενθουσιάστηκε αμέσως από την ομορφιά, την σωματική και την πνευματική, του νεαρού πρίγκιπα και από τον ζήλο για τις υπηρεσίες του. Του απεύθυνε τα λόγια του Σολομώντα: « Ειδες ανθρωπον επιτηδειον εις τα εργα αυτου; αυτος θελει παρασταθη ενωπιον βασιλεων· δεν θελει παρασταθη ενωπιον ουτιδανών (22.29).

Έπειτα, ενώπιων όλης της βασιλικής αυλής τον αγκάλιασε και βάζοντας ένα δαχτυλίδι στο δάκτυλο του, είπε: «Πολυαγαπημένε μου γιε Edmund, δέξου αυτό το ενθύμιο της συγγενικής και αμοιβαίας αγάπης μας. Να με θυμάσαι σαν κάποιον που είναι ευγνώμων για τις υπηρεσίες σου, για τις οποίες με την άδεια του Θεού ελπίζω να σου αφήσω μια πατρική περιουσία». Ο πατέρας του Edmund βιάστηκε να του εξηγήσει την σημασία αυτής της τελετής: προετοιμαζόταν να δεχτεί τον βασιλιά Offa σαν τον θετό του πατέρα στη θέση του φυσικού του πατέρα; Αφού ο Edmund δέχτηκε, ο Offa με δάκρυα έβγαλε από το δάχτυλο του το δαχτυλίδι, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν ένα δαχτυλίδι ενθρόνισης, και είπε: «Γιε μου Edmund, παρατήρησε προσεκτικά αυτό το δαχτυλίδι, πρόσεξε το σχεδιασμό του και τη σφραγίδα του. Εάν, όταν είμαι μακριά, σου εμπιστεύομαι με αυτό το δακτυλίδι την ευχή μου και την επιθυμία μου, εσύ να εκτελείς την διαταγή μου χωρίς καθυστέρηση. Όπως η συνοδεία των ευγενών εδώ μπορεί να δει, σκοπεύω να σε θεωρώ σαν τον ποιο αγαπημένο μου γιο και κληρονόμο».


Έπειτα ο Offa συνέχισε το προσκυνηματικό του ταξίδι. Φτάνοντας στην Αγία Γη και αφού προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής του μέσω της Κωνσταντινούπολης. Όμως καθώς έπλεε μέσα στον Ελλήσποντο, αρρώστησε και αφού αποβιβάστηκε στο μοναστήρι του αγίου Γεωργίου κοινώνησε και προετοιμάστηκε για να πεθάνει. Η τελευταία του πράξη ήταν να εμπιστευτεί το βασίλειο της Ανατολικής Αγγλίας στον Edmund, διατάζοντας τους ευγενείς του να πάρουν το δαχτυλίδι του στην Σαξονία σαν απόδειξη της επιθυμίας του. Έπειτα αναπαύθηκε εν ειρήνη και θάφτηκε στην ακτή του αγίου Γεωργίου στον Ελλήσποντο το έτος 854.

Και έτσι, στα δεκατέσσερα του χρόνια, ο άγιος Edmund έπλευσε με μια ακολουθία ευγενών για το βασίλειο που του είχαν υποσχεθεί και το οποίο δεν είχε δει ξανά πριν. Αποβιβάστηκαν στο μέρος που είναι σήμερα γνωστό σαν Η Κεφαλή του Αγίου Edmund κοντά στο Hunstanton στο Norfolk. Αφού αποβιβάστηκαν κοντά στην κοίτη ενός ποταμού, ο βασιλιάς γονάτισε στο έδαφος και προσευχήθηκε στο Θεό να ευλογήσει τον ερχομό του και να τον κάνει ωφέλιμο για την γη και τους ανθρώπους της. Καθώς ο άγιος σηκώθηκε και ίππευσε το άλογο του, δώδεκα πηγές με γλυκό, καθαρό νερό ανέβλυσαν μέσα από την γη, οι οποίες έκαναν πολλά θαύματα γιατρεύοντας αρρώστους. Από εκείνη τη στιγμή το χώμα αυτής της περιοχής, το οποίο ήταν πριν αμμώδες και άγονο, έδωσε τα ποιο πλούσια σπαρτά σε όλη την Ανατολική Αγγλία.


Ο άγιος έπειτα προχώρησε προς την περιοχή Attleborough, την πρώην πρωτεύουσα του Offa, και εκεί επισημοποίησε την θέση του στο θρόνο. Στις 5 Νοεμβρίου του 855 βρισκόταν στο Winchester όπου συμμετείχε σε ένα συμβούλιο το οποίο συγκάλεσε ο βασιλιάς Ethelwulf του Wessex (Νοτιότερη Αγγλία) προκειμένου να παραθέσει έναν χάρτη με άσυλα για την Αγγλική Εκκλησία. Έπειτα γύρισε στο Attleborough, όπου την ημέρα των Χριστουγέννων διακηρύχτηκε σαν κυρίαρχος των ανθρώπων του Norfolk (το βορειότερο μισό της Ανατολικής Αγγλίας) από τον Humbert, Επίσκοπο του Elmham. Για τον επόμενο χρόνο ο βασιλιάς έμενε ήσυχα στο Norfolk, μαθαίνοντας τους ψαλμούς του Δαβίδ υπό την καθοδήγηση του Επισκόπου Humbert. Τελικά οι άνθρωποι του Suffolk (το νοτιότερο μισό της Ανατολικής Αγγλίας) αποφάσισαν να τον δεχτούν σαν βασιλιά τους, και την ημέρα των Χριστουγέννων, το 856 στέφθηκε βασιλιάς όλης της Ανατολικής Αγγλίας. Η εκκλησία στο Bures, στο Suffolk, όπου έγινε η στέψη, υπάρχει μέχρι σήμερα.

Ο άγιος Edmund είχε ξανθά μαλλιά, ήταν ψηλός, είχε δυνατό σώμα και μια φυσική μεγαλοπρέπεια στην υπομονή. Με την ευλάβεια και την αγνότητα του βίου του κέρδισε τον σεβασμό όλων των Χριστιανών. Ήταν ένας υπερασπιστής της Εκκλησίας, ένας προστάτης των ορφανών και των χηρών και υποστηρικτής των φτωχών. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να του ζήτησε δικαιοσύνη και να μην βρήκε ανταπόκριση, και όλοι οι αθώοι που παρακαλούσαν με πόνο για έλεος έβρισκαν ανταπόκριση. Λέγεται ότι υπό την δυνατή και δίκαιη κρίση του ένα αγόρι μπορούσε να καθοδηγεί ένα μουλάρι από το Lynn στο Sudbury, ή από το Thetford στο Yarmouth και κανένας δεν τολμούσε να το παρενοχλήσει.

Όμως το 865 οι παγανιστές Δανοί, οδηγημένοι από τους τρεις αδερφούς Hinguar, Healfdene και Hubba, εισέβαλαν ξανά στην Αγγλία, αναζητώντας εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα τους Ragnar Lodbrog στα χέρια του Άγγλου βασιλιά Alle της Northumbria. Ο Hinguar έφερε μαζί του τη γνωστή σημαία του Κορακιού η οποία υφάνθηκε από τις τρεις κόρες του Lodbrog για τους τρεις αδερφούς τους. Μαγικά ξόρκια έγιναν κατά την ύφανση, έτσι ώστε όταν το πουλί θα κουνούσε τα φτερά του στον άνεμο, πίστευαν ότι θα έδειχνε ότι θα ακολουθούσε νίκη ενώ όταν θα κρεμόταν ακίνητο θα έδειχνε ότι θα ερχόταν ήττα. Ο άγιος Edmund βγήκε να συναντήσει τους Δανούς κάτω από ένα άλλο λάβαρο, το οποίο έδειχνε τον Αδάμ και την Εύα να τρώνε από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού και πάνω από αυτούς τον Αμνό του Θεού να σφάζεται για να ξεπλύνει τις αμαρτίες τους.

O Edmund νίκησε τον εχθρό σε πολλές μάχες, δείχνοντας ανδρισμό. Παρόλα αυτά μια φορά αιφνιδιάστηκε από τον εχθρό μέσα στη κατασκήνωση του χωρίς να έχει έξοδο για να διαφύγει. Η πολιορκία κράτησε τόσο πολύ ώστε και οι δύο πλευρές άρχισαν να υποφέρουν από την πείνα. Όμως ο Edmund αποφάσισε πως ο εχθρός δεν έπρεπε να μάθει για το πόσο υπέφεραν οι άνδρες του, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στην διάλυση του στρατού του. Έτσι διέταξε να φέρουν ένα παχύ ταύρο τον οποία είχαν ταΐσει με καλό σιτάρι και να τον αφήσουν ελεύθερο έξω από το σημείο όπου είχαν στρατοπεδεύσει. Οι Δανοί τον αιχμαλώτισαν και τον σκότωσαν. Και όταν άνοιξαν το στομάχι του και βρήκαν φρέσκο σιτάρι μέσα συμπέραναν πως οι Άγγλοι δεν είχαν έλλειψη σε προμήθειες. Έτσι εγκατέλειψαν την πολιορκία και διαχωρίστηκαν σε ομάδες προκειμένου να αναζητήσουν τροφή. Έπειτα ο Edmund τους ακολούθησε στα κρυφά και σκότωσε πολλούς από αυτούς.

Σε μια άλλη περίπτωση ο Edmund και οι άνδρες του πολιορκούνταν μέσα στο σχεδόν απόρθητο φρούριο του Framingham. Παρόλα αυτά ο Hinguar αιχμαλώτισε έναν γέρο και ανάπηρο άνδρα που τον έλεγαν Sathonius τον οποίο ο άγιος έτρεφε και τον φιλοξενούσε με δικά του έξοδα στο κάστρο. Με αμοιβή ο γέρος άντρας πείστηκε να προδώσει στον Hinguar ένα αδύναμο σημείο στα τείχη του κάστρου στο χτίσιμο του οποίου είχε βοηθήσει και ο ίδιος όταν ήταν νέος. Προχωρώντας προς το κάστρο σε αυτό το σημείο, ο Hinguar αιφνιδίασε τους Άγγλους. Ο Edmund ανέβηκε στο ταχύτερο άλογο του και βγήκε μέσα από τις ανοιχτές πύλες. Μερικοί από τους Δανούς τον είδαν, όμως δεν κατάλαβαν ποιος ήταν και κάλπασαν πίσω του ελπίζοντας να πάρουν πληροφορίες για τον βασιλιά. Όμως ο Edmund, σαν τον άγιο Αθανάσιο τον Μέγα σε μια αντίστοιχη περίπτωση γύρισε προς αυτούς και είπε: «Επιστρέψτε όσο ποιο γρήγορα μπορείτε, γιατί, όταν βρισκόμουν στο κάστρο, ο βασιλιάς που αναζητάτε ήταν και αυτός εκεί». Επιστρέφοντας, ανακάλυψαν πως ο βασιλιάς τους ξεγέλασε. Έπειτα ο άγιος Edmund συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και έπεσε επάνω στους αμήχανους Δανούς καθώς υποχωρούσαν.

Τώρα οι Δανοί έκαναν ειρήνη με τον Edmund και κατευθύνθηκαν βόρεια στην Northumbria (Βορειοανατολική Αγγλία) φτάνοντας στο York την 1η Νοεμβρίου του 866. Οι Άγγλοι βασιλιάδες Osbert και Alle, οι οποίοι πολεμούσαν ο ένας τον άλλο μέχρι τότε, τώρα ένωσαν τις δυνάμεις τους και κινήθηκαν προς το York και αφού κατέστρεψαν τα τείχη της πόλης μπήκαν στην πόλη στις 21 Μαρτίου του 867. Παρόλα αυτά το αποτέλεσμα της μάχης ήταν οδυνηρό για τους Άγγλους. Και οι δύο βασιλιάδες και οχτώ από τους ευγενείς που διοικούσαν σκοτώθηκαν. Οι Δανοί έπειτα λεηλάτησαν όλη τη Northumbria έως τον ποταμό Τάιν πριν να ενθρονίσουν έναν Άγγλο ονόματι Egbert ο οποίος λειτουργούσε σαν βασιλιάς μαριονέτα στην περιοχή κάτω από τη δύναμη τους.


Αυτή ήταν μόνο η αρχή των συμφορών για τους Άγγλους. Στο τέλος του χρόνου ο Δανέζικος «Μεγάλος Στρατός» μετακινήθηκε νότια στη Mercia (Κεντρική Αγγλία) και κατέλαβε την πόλη του Nottingham. Σε απάντηση στον βασιλιά Burhred της Mercia ο οποίος καλούσε σε βοήθεια, ανταποκρίθηκαν ο βασιλιάς Ethelred του Wessex, ο νεότερος αδερφός του Alfred (ο μελλοντικός βασιλιάς της Αγγλίας) και ο άγιος Edmund ήρθε να τον συναντήσει έξω από τα τείχη του Nottingham. Παρόλα αυτά, οι Δανοί απέφυγαν μια μάχη με τους Άγγλους βασιλιάδες έξω από το Nottingham, και έτσι κατέληξαν σε προσωρινή ειρήνη. Σε αντάλλαγμα για το ότι εγκατέλειψαν το Nottingham, επέτρεψαν στον Μεγάλο Στρατό να υποχωρήσει πίσω στη Northumbria.

Τώρα ξεκίνησε μια τρομερή σύληση των περιουσιών του Χριστιανισμού όλης της Ανατολικής Αγγλίας. Στον Βορρά, το μοναστήρι της αγίας Ebba στο Coldingham κάηκε με τις μοναχές μέσα αφού όλες τους, μαζί με την ηγουμένη τους Ebba η οποία έκανε την αρχή, έκοψαν τις μύτες και τα πάνω χείλη τους προκειμένου να αποτρέψουν τους επιδρομείς από το να τις βιάσουν. Το Tynemouth, το Wearmouth, το Jarrow, το Whitby και άλλα γνωστά μοναστήρια καταστράφηκαν και στην Ανατολική Mercia οι κάτοικοι στις περιοχές Bardney και Crowland ξεκοιλιάστηκαν.

Όταν τα νέα του ερχομού του Μεγάλου Στρατού έφτασαν στον Ηγούμενο Θεόδωρο του Crowland, έστειλε μακριά όλους τους γερούς άντρες και έθαψε τα πολύτιμα αντικείμενα της εκκλησίας. Έπειτα, καθώς οι φλόγες του κοντινού Kesteven φώτιζαν τον ουρανό, εκείνος με ηρεμία ντύθηκε για την Θεία Λειτουργία την οποία γιόρτασε μαζί με τον διάκονο Alfget, τον υποδιάκονο Savin και τους μοναχούς Ethelred και Wulric. Με δυσκολία τελείωσαν όταν ο Δανός αρχηγός Oscytel εισέβαλε μέσα, αποκεφάλισε τον ηγούμενο, βασάνισε τους γέρους μοναχούς και σκότωσε τα αγόρια πριν να βάλει φωτιά στο μοναστήρι. Αυτό συνέβη στις 26 Αυγούστου του 869.

Έπειτα ήρθε η σειρά των μοναστηριών που βρισκόντουσαν στους βάλτους. Αυτά ήταν τα Thorney, Peterborough, Ramsey και Ely. Στο Peterborough ο Hinguar χτυπήθηκε από μια πέτρα και έτσι ο αδερφός του Hubba με τα ίδια του τα χέρια έσφαξε τον ηγούμενο Hedda και 84 μοναχούς πάνω σε μια πέτρα για να εκδικηθεί για την πληγή του. Στο Ely ένας Δανός πήρε το σάβανο το οποίο κάλυπτε το άφθαρτο σώμα της αγίας Etheldreda (κοίμηση 23 Ιουνίου του 679) και χτύπησε το μάρμαρο του τάφου με το πολεμικό τσεκούρι του. Όμως ένα κομμάτι τινάχτηκε από το έδαφος και μπήκε μέσα στο μάτι του και έπεσε νεκρός. Βλέποντας αυτό οι άλλοι άφησαν τους τάφους των άλλων αγίων τους οποίους σκέφτονταν να λεηλατήσουν και έφυγαν.

Μια άλλη αγία συνάντησε τους εισβολείς με έναν διαφορετικό τρόπο. Το σώμα της αγίας Werburga (+3 Φεβρουαρίου, 700) φυλασσόταν άφθαρτο στο Chester μέχρι τον ερχομό των Δανών. Όμως μόλις πλησίασαν στην πόλη, το σώμα άρχισε ξαφνικά να αποσυντίθεται.


Όταν ο Hubba με 10,000 άντρες λεηλατούσε το Ely και το Soham, ο Hinguar κινήθηκε ανατολικά μέσα στην Ανατολική Αγγλία. Στην περιοχή Newmarket Heath αντιμετώπισε τον Alderman Ulfcety ο οποίος υπερασπιζόταν δύο η τρία χωματουργικά έργα τα οποία έγιναν αργότερα γνωστά σαν «Οι οχυρώσεις του αγίου Edmund». Όμως οι Άγγλοι ηττήθηκαν και σφαγιάστηκαν μέχρι και τον τελευταίο άντρα. Έπειτα οι εισβολείς εισέβαλαν στην πρωτεύουσα, το Thetford, το οποίο κατέλαβαν εν μέσω φοβερών σκηνών που περιελάμβαναν βιασμούς και σφαγές. Όλος ο πληθυσμός σφαγιάστηκε, και μόνο ο βασιλιάς Edmund με έναν μικρό στρατό επιβίωσε προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Δανούς.

Έπειτα ο Hinguar έστειλε έναν αγγελιοφόρο στον Edmund ο οποίος είπε: «Ο Hinguar ο βασιλιάς μας, γενναίος και νικητής στη θάλασσα και στη γη, έχει υποτάξει πολλά έθνη και τώρα αποβιβάστηκε αιφνιδιαστικά εδώ μαζί με τους συντρόφους του. Τώρα σε διατάζει να μοιραστείς τους κρυμμένους θησαυρούς σου και τον πλούτο των προγόνων σου μαζί του γρήγορα. Και αν θέλεις να ζήσεις μπορείς να είσαι ένας βασιλιάς που θα τον υπηρετεί γιατί δεν έχεις τη δύναμη να του αντισταθείς.»

Τότε ο Edmund κάλεσε τον Επίσκοπο Humbert και συζήτησε μαζί του για το πώς θα έπρεπε να απαντήσει στον Hinguar. Ο επίσκοπος, φοβούμενος εξαιτίας της συμφοράς στο Thetford και της απειλής για την ζωή του βασιλιά, τον συμβούλεψε να συμφωνήσει με οτιδήποτε απαιτούσε ο Hinguar. Ο Edmund αποκρίθηκε: «Ω, Επίσκοπε! Αυτός ο διεφθαρμένος λαός εξευτελίστηκε, και θα προτιμούσα να πεθάνω στη μάχη εναντίων εκείνου ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει την γη των ανθρώπων μου.» Έπειτα ο επίσκοπος είπε: «Αγαπημένε μου βασιλιά, οι άνθρωποι σου κείτονται σφαγμένοι, και εσύ δεν έχεις τη δύναμη να πολεμήσεις. Και αυτοί οι πειρατές θα έρθουν και θα σε πιάσουν ζωντανό, εκτός και αν σώσεις την ζωή σου δραπετεύοντας ή με το να συμφωνήσεις με τους όρους του.» Ο βασιλιάς αποκρίθηκε: «Εκείνο που θέλω και επιθυμώ με όλη μου την καρδιά είναι να μην μείνω μόνος όταν οι αγαπημένοι μου ιππότες μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους θα σκοτωθούν ξαφνικά από αυτούς τους πειρατές. Ποτέ μου δεν εγκατέλειψα τη μάχη και θα προτιμούσα να πεθάνω για την χώρα μου εάν αυτό πρέπει να κάνω. Και ο παντοδύναμος Θεός γνωρίζει πως ποτέ δεν θα εγκαταλείψω την λατρεία μου σε Αυτόν, ούτε την Αληθινή Αγάπη Του, στη ζωή και στον θάνατο».


Έπειτα στράφηκε προς τον αγγελιοφόρο του Hinguar και είπε: « Σου αξίζει σίγουρα να πεθάνεις αμέσως τώρα, όμως δεν θα λερώσω τα καθαρά χέρια μου στο βρόμικο αίμα σου, γιατί εγώ ακολουθώ τον Χριστό, ο οποίος μας έδωσε αυτό το παράδειγμα. Και με χαρά θα σκοτωθώ από εσένα εάν ο Θεός το επιθυμεί. Φύγε γρήγορα τώρα και πες στον βάρβαρο κύριο σου: « Ο Edmund δεν θα παραδώσει ποτέ αυτή τη χώρα όσο ζει στον παγανιστή πολέμαρχο Hinguar, εκτός και αν αυτός αποδεχτεί πρώτα σε αυτή τη γη τον Σωτήρα Χριστό.»

Έπειτα ο Edmund κινήθηκε μαζί με τους άντρες του προς το Thetford. Η μάχη κράτησε για επτά ώρες στην πεδιάδα μεταξύ των γεφυρών του Melford και του Catford και τελικά ο Hinguar και οι άντρες του υποχώρησαν προς την κατασκήνωση τους. Ο Edmund ήταν ο νικητής, όμως καθώς επέστρεφε πίσω στο Hoxne αποφάσισε να παραδοθεί παρά να συνεχίσει το αιματηρό μακελειό.

Σύντομα μετά την άφιξη του στο Hoxne, μια ακόμη στρατιά Δανών εισέβαλε στη χώρα. Ο Hubba είχε ολοκληρώσει την καταστροφή του Ely και του Soham, και τώρα ξεκίνησε με 10,000 περισσότερους άντρες προκειμένου να βοηθήσει τον αδερφό του να ολοκληρώσει την κατάληψη της Ανατολικής Αγγλίας. Η αντίσταση τώρα ήταν μάταιη, και η μόνη σκέψη του Edmund ήταν πως θα αποτρέψει την περαιτέρω αιματοχυσία στη χώρα του και πως θα την διατηρήσει στην Ορθόδοξη πίστη.

Ο επίσκοπος Humbert ξανά του συνέστησε να φύγει, με την ελπίδα του ότι θα επιστρέψει για να καταλάβει ξανά την γη του για τον Χριστό. Όμως ο Edmund γνώριζε πως ο εχθρός θα σκότωνε κάθε δυνατό άντρα που θα επιχειρούσε να τον βοηθήσει. Ούτε ο δικός του θάνατος θα ήταν αρκετός. Ο Hinguar είχε ένα ιδιαίτερο μίσος για αυτόν το οποίο θα ικανοποιούταν μόνο εάν τον έπιανε ζωντανό. Έτσι ο άγιος γύρισε προς τον επίσκοπο Humbert και του είπε: «Ω, Επίσκοπε Humbert, πατέρα μου, είναι αναγκαίο να πεθάνω εγώ μόνο για τους ανθρώπους μου, ώστε να μην καταστραφεί όλο το έθνος.»

Έπειτα, αφού έδιωξε τους άντρες του και άφησε στην άκρη τα όπλα του, μπήκε στην εκκλησία και γονάτισε μπροστά στο ιερό προσευχόμενος για δύναμη κατά την ώρα του μαρτυρίου του για τον Χριστό και τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους του.

Αφού μπήκαν στην πόλη και την περικύκλωσαν, ο Hinguar έστειλε τους άντρες του μέσα στην εκκλησία με διαταγές να μην αγγίξουν κανέναν εκτός από τον βασιλιά. Αιχμαλώτισαν τον βασιλιά, τον έδεσαν και τον χτυπούσαν με ρόπαλα καθώς τον πρόσβαλαν συνέχεια. Έπειτα τον έδεσαν σε ένα δέντρο και τον μαστίγωναν για πολλή ώρα. Εκείνες τις στιγμές ο βασιλιάς επικαλούταν το όνομα του Χριστού χωρίς σταματημό. Αυτό εξόργισε τους παγανιστές, και τώρα τον χτύπησαν με βέλη ώσπου όλο του το σώμα καλύφθηκε με αυτά σαν τον άγιο Μάρτυρα Σεβαστιανό. Όταν ο Hinguar είδε πως ο βασιλιάς δεν αρνούταν τον Χριστό, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Έτσι τον έσυραν, καθώς εκείνος ακόμη επικαλούταν το όνομα του Χριστού, στον τόπο του μαρτυρίου του και εκεί τον αποκεφάλισαν. Ο Επίσκοπος Humbert, οδηγήθηκε και αυτός εκεί και αποκεφαλίστηκε. Αυτό συνέβη στις 20 Νοεμβρίου του 869 όταν ο Edmund είχε κυβερνήσει για 15 χρόνια και ήταν 29 χρονών.

Οι παγανιστές επέστρεψαν στα πλοία τους, έχοντας πετάξει το κεφάλι του αγίου Edmund σε πυκνά βάτα ώστε να μείνει άταφο. Έπειτα οι ντόπιοι κάτοικοι ήρθαν και βρήκαν το ακέφαλο σώμα, όμως δεν μπορούσαν να βρουν το κεφάλι. Ένας άντρας που ήταν παρόν στο μαρτύριο τους είπε πως νόμιζε πως είχαν κρύψει το κεφάλι κάπου μέσα στο δάσος. Έτσι οργάνωσαν μια ομάδα για να το αναζητήσουν και έψαξαν μέσα στα βάτα και τους θάμνους. Και καθώς μιλούσαν μεταξύ τους, άκουσαν μια φωνή να λέει «Εδώ! Εδώ! Εδώ!» ώσπου όλοι έφτασαν στο σημείο όπου βρισκόταν το κεφάλι. Και εκεί το είδαν να βρίσκεται ανάμεσα στις δύο πατούσες ενός γκρίζου λύκου, ο οποίος δεν σκόπευε να το πειράξει αλλά το προστάτευε από τα άλλα άγρια θηρία. Ευχαριστώντας τον Παντοδύναμο Θεό για τα θαύματα Του, οι άνθρωποι πήραν το κεφάλι και το μετέφεραν πίσω στην πόλη. Ο λύκος τους ακολούθησε σαν να ήταν εξημερωμένος, και έπειτα, όταν είδε το κεφάλι να φτάνει στην πόλη, γύρισε πίσω στο δάσος. Οι άνθρωποι ένωσαν το κεφάλι με το σώμα, και έπειτα το έθαψαν όσο καλύτερα μπορούσαν χτίζοντας ένα ξύλινο εκκλησάκι βιαστικά από επάνω του.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Edward του Γηραιού στις αρχές του 10ου αιώνα, το Danelaw, η περιοχή της Αγγλίας που ελεγχόταν από τους Δανούς, σταδιακά και συστηματικά ανακαταλαμβανόταν από τους Άγγλους ξεκινώντας από την Ανατολική Αγγλία. Παρότι κατά την βασιλεία του ο Δανός κυρίαρχος Eric διοικούσε την επικράτεια του υπό την επίβλεψη του βασιλιά Edward. Και ήταν εκείνο τον καιρό που ένα θαύμα τράβηξε την προσοχή των ελεύθερων ανθρώπων στον τελευταίο Χριστιανό βασιλιά, τον άγιο Edmund.

Μία νύχτα, ένας τυφλός άντρας και ένα αγόρι το οποίο τον οδηγούσε περπατούσαν μέσα από τα δάση κοντά στο Hoxne. Αφού δεν είδαν κανένα σπίτι κοντά, κατέληξαν να περάσουν την νύχτα στο ξύλινο εκκλησάκι που ήταν χτισμένο επάνω από τον τάφο του αγίου Edmund. Μόλις μπήκαν, σκόνταψαν επάνω στον τάφο του μάρτυρα, όμως, παρότι τρόμαξαν αρχικά αποφάσισαν να μη φύγουν αλλά να μείνουν μέσα στο εκκλησάκι χρησιμοποιώντας τον τάφο σαν μαξιλάρι για την νύχτα.
 
Με δυσκολία έκλισαν μάτι, όταν μια στήλη φωτός ξαφνικά φώτισε όλο το μέρος. Το αγόρι ξύπνησε τον αφέντη του με φόβο. «Αλίμονο! Αλίμονο!», φώναξε, «το κατάλυμα μας έπιασε φωτιά!». Όμως ο τυφλός άντρας τον καθησύχασε, διαβεβαιώνοντας τον πως ο οικοδεσπότης τους δεν θα επέτρεπε να πάθουν κακό. Και πράγματι, το ξημέρωμα ανακάλυψαν πως μέσω τον προσευχών του αγίου Edmund ο τυφλός άντρας μπορούσε τώρα να δει.

Τα νέα αυτού του θαύματος εξαπλώθηκαν σε όλη την Ανατολική Αγγλία, και οι άνθρωποι αποφάσισαν να μεταφέρουν το σώμα του αγίου τους σε ένα ποιο ασφαλές μέρος και σε μια ποιο όμορφη λειψανοθήκη. Επέλεξαν την πόλη του Bedricsworth, του οποίου η εκκλησία και το μοναστήρι, ιδρύθηκαν από τον άγιο Sigebert τον έβδομο αιώνα, καταστράφηκε από τους Δανούς, όμως μερικοί από τους ιερείς του είχαν επιβιώσει. Όταν ξαναέχτισαν την εκκλησία, ο Επίσκοπος Θεόδωρος του Elmham και όλοι οι κληρικοί της Ανατολικής Αγγλίας μετέφεραν το άγιο σώμα με μια μεγάλη πομπή στο νέο του ιερό.

«Τότε συνέβη ένα μεγάλο θαύμα», έγραψε ο ηγούμενος Aelfric γύρω στο έτος 1000, «όλο το σώμα του ήταν σαν να ήταν ζωντανό, δεν είχε καμία φθορά και ο λαιμός του, ο οποίος προηγούμενος είχε κοπεί, είχε γιατρευτεί, και γύρω από τον λαιμό του υπήρχε όπως και πριν ένα κόκκινο λινό ύφασμα σαν ένδειξη στους ανθρώπους για το πώς πέθανε. Έτσι και οι πληγές τις οποίες οι άγριοι παγανιστές του είχαν προκαλέσει στο σώμα του με επαναλαμβανόμενα χτυπήματα θεραπεύτηκαν από τον ουράνιο Θεό. Και βρίσκεται άφθαρτος μέχρι και σήμερα, περιμένοντας την ανάσταση και την αιώνια δόξα.

Το σώμα του, το οποίο βρίσκεται εδώ άφθαρτο, μας λέει πως έζησε εδώ σε αυτόν τον κόσμο χωρίς να πορνεύσει και ταξίδεψε προς τον Χριστό με μια αγνή ζωή. Μια συγκεκριμένη χήρα που ονομαζόταν Oswyn έζησε με προσευχή και νηστεία στον τάφο του αγίου για πολλά χρόνια. Κάθε χρόνο, την Μεγάλη Πέμπτη, έκοβε τα μαλλιά του αγίου και τα νύχια του με αγάπη και τα κρατούσε στο ιερό σαν λείψανα.

Πολλά θαύματα συνέχισαν να συμβαίνουν στον τάφο του αγίου. Τη νύχτα μια στήλη φωτός γινόταν συχνά ορατή να βγαίνει από επάνω του και να φωτίζει όλη την εκκλησία. Έπειτα, το 925, ο βασιλιάς Athelstan ίδρυσε μια κοινότητα τεσσάρων ιερέων και δύο διακόνων για να προσέχουν τη λειψανοθήκη, τα καθήκοντα τους ήταν παρόμοια με αυτά των εφτά κληρικών οι οποίοι προστάτευαν το ιερό του αγίου Cuthbert.

«Έπειτα», συνεχίζει ο ηγούμενος Aelfric, «οι κάτοικοι προσκυνούσαν τον άγιο με πίστη, και ο επίσκοπος Θεόδωρος (ο δεύτερος που αποκαλούταν «ο Αγαθός») πρόσφερε στο μοναστήρι δώρα από χρυσό και ασήμι για να τιμήσει τον άγιο. Τότε κάποια στιγμή ήρθαν ληστές, οχτώ σε μία νύχτα, στον σεβαστό άγιο και ήθελαν να κλέψουν τους θησαυρούς τους οποίους ο κόσμος είχε φέρει εκεί και προσπαθούσαν να μπουν μέσα με την βία. Ένας χτύπησε την πόρτα βίαια με ένα σφυρί, άλλος έσκαψε κάτω από την πόρτα με ένα φτυάρι, ένας άλλος με μια σκάλα θέλησε να ξεκλειδώσει το παράθυρο.

Όμως μάταια προσπαθούσαν και ο άγιος θαυματουργικά τους ακινητοποίησε, τον καθένα εκεί που στεκόταν, ώστε κανένας τους να μην ολοκληρώσει την αμαρτωλή του πράξη ούτε να φύγει μακριά από εκεί και έμειναν έτσι μέχρι το πρωί. Έπειτα ο κόσμος θαύμασε το πώς οι κλέφτες στέκονταν εκεί, ένας πάνω στη σκάλα, ο άλλος να προσπαθεί να σκάψει. Έπειτα τους πήγαν στον επίσκοπο, και διέταξε να κρεμαστούν όλοι σε ψηλές κρεμάλες. Όμως δεν είχε στον νου του το πώς ο ελεήμων Θεός μίλησε μέσα από τον προφήτη του τα εξής: «πάντα να συγχωρείς εκείνους που τους οδηγούν στο θάνατο» και επίσης οι άγιοι κανόνες απαγορεύουν στους επισκόπους και τους ιερείς να ασχολούνται με τους κλέφτες καθώς δεν είναι πρέπον για εκείνους που επιλέχτηκαν να υπηρετούν το Θεό να συμμετέχουν στη θανάτωση οποιουδήποτε ανθρώπου, εάν είναι οι υπηρέτες του Θεού. Έπειτα αφού ο Επίσκοπος Θεόδωρος εξέτασε τα βιβλία, μετάνιωσε θρηνώντας για το ότι πήρε μια τόσο βίαιη απόφαση σχετικά με τους κλέφτες και το μετάνιωνε μέχρι το τέλος της ζωής του και παρακάλεσε να κρατήσουν οι άνθρωποι νηστεία μαζί του για τρεις ημέρες προσευχόμενοι στον Παντοδύναμο Θεό να τον ελεήσει.



«Υπήρχε σε αυτή τη γη ένας άντρας ονόματι Leofstan, ισχυρός μπροστά στους ανθρώπους όμως ανόητος μπροστά στον Θεό, ο οποίος πήγε στον τάφο του αγίου και με ασέβεια ζητούσε να δει κατά πόσο το σώμα του ήταν άφθαρτο μα όταν είδε το σώμα του αγίου αμέσως τρελάθηκε και ούρλιαζε μανιασμένα και η ζωή του τελείωσε μίζερα με έναν κακό θάνατο.»

Το έτος 1013, οι Δανοί υπό τον βασιλιά Swein εισέβαλαν ξανά στην Αγγλία και όλη χώρα βόρεια του Watling Street παραδόθηκε σε αυτόν. Το Λονδίνο υπό την αρχηγία του βασιλιά Ethelred και του Earl Thurkill, του αντιστάθηκε για κάποιο διάστημα. Όμως όταν ο Swein στράφηκε βόρεια ξανά, όλο το έθνος τον δέχτηκε σαν τον αδιαμφισβήτητο βασιλιά του, και ακόμη και οι Λονδρέζοι αναγκάστηκαν να τον αποδεχτούν, όταν ο βασιλιάς, η βασιλική οικογένεια και ο Επίσκοπος Alfhun του Λονδίνου εξορίστηκαν στην Νορμανδία.

Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, ποιο κρίσιμη από αυτή που αντιμετώπισε ο βασιλιάς Alfred το χειμώνα του 877-878, ένας Άγγλος άγιος ξανά ήρθε για να σώσει τους Χριστιανούς, αυτή τη φορά ο άγιος μάρτυρας Edmund.

Από το 999, το άφθαρτο σώμα του αγίου Edmund ήταν στην προστασία ενός μοναχού ονόματι Ethelwine. Το 1010, αναφέρει ο ηγούμενος Sampson, όταν οι Δανοί λεηλατούσαν την Ανατολική Αγγλία, το επίγειο βασίλειο του αγίου Edmund, ο άγιος εμφανίστηκε στον Ethelwine και τον διέταξε να τοποθετήσει το σώμα του σε ένα φέρετρο, να το βάλει σε ένα κάρο και να το στείλει στο Λονδίνο. Όμως οι κληρικοί έπρεπε να μείνουν στη θέση τους.

Το σούρουπο μια ημέρα, καθώς ο Ethelwine πήγαινε προς το Λονδίνο, πήγε στο σπίτι ενός ιερέα ονόματι Edbriht και του ζήτησε να τον φιλοξενήσει αυτόν και το σώμα του αγίου που μετέφερε. Ο ιερέας αρχικά αρνήθηκε να δώσει στέγη σε ξένο, όμως τελικά, αφού κάποιοι άνθρωποι διαμαρτυρήθηκαν, άφησε τον μοναχό να κοιμηθεί έξω μέσα στη γη του και δεν τον άφησε να μείνει μέσα στο σπίτι. Έτσι ο Ethelwine κοιμήθηκε κάτω από το κάρο στο οποίο βρισκόταν το σώμα του μάρτυρα.

Εκείνη τη νύχτα, μια στήλη φωτός φάνηκε να ανεβαίνει από το κάρο στον ουρανό και έπειτα το κάρο άρχισε να βγάζει έναν θόρυβο σαν να γυρνάν οι ρόδες του. Ξαφνιασμένος από τον θόρυβο, ο Ethelwine ξύπνησε και κατάλαβε πως ο άγιος επιθυμούσε να φύγει από εκεί. Σύντομα βρισκόταν στον δρόμο του, και όταν βρισκόταν σε απόσταση από το σπίτι, κοίταξε πίσω και είδε πως είχε πάρει φωτιά σαν αποτέλεσμα της απανθρωπιάς του ιερέα.

Αργότερα την ίδια μέρα, ο Ethelwine έφτασε στον ποταμό Stratford, τρία μίλια από το Λονδίνο, και θέλησε να τον διασχίσει. Όμως ένα μέρος της γέφυρας είχε βυθιστεί στο ποτάμι και όλη η γέφυρα γενικά δεν ήταν ασφαλής. Από τους άλλους δρόμους υπήρχε η απειλή των Δανών και δεν υπήρχε άλλο μέρος να περάσει απέναντι. Έτσι ο Ethelwine προσευχήθηκε. Ξαφνικά το κάρο άρχισε να κινείτε μόνο του. Η δεξιά ρόδα κύλησε πάνω στα απομεινάρια της γέφυρας όταν η αριστερή ρόδα στεκόταν στον αέρα πάνω από το νερό σαν να ήταν πάνω σε στερεή γη. Εκείνοι που είδαν το θαύμα από την άλλη μεριά του ποταμού δόξασαν τον Θεό και καθώς το άγιο σώμα πλησίασε στο Λονδίνο ένα μεγάλο πλήθος μοναχών, κληρικών και ευγενών πήγαν να το υποδεχτούν. Αφού το πήραν στους ώμους τους, κινήθηκαν προς την εκκλησία του Αποστόλου Παύλου ψέλνοντας ύμνους και ήταν πολύ χαρούμενοι.

Μεταξύ του Aldgate και της εκκλησίας του Αποστόλου Παύλου δεκαοχτώ άνθρωποι θεραπεύτηκαν από διάφορες ασθένειες μέσα από τις προσευχές του αγίου. Μια γυναίκα η οποία βρισκόταν στο κρεβάτι της παράλυτη άκουσε τον θόρυβο που συνόδευε το πέρασμα του αγίου και ρώτησε τους υπηρέτες της τι σήμαινε.

«Δεν γνωρίζεις;» είπαν, «πως ο άγιος Edmund, ο βασιλιάς της Ανατολικής Αγγλίας ο οποίος πέθανε για τον Χριστό από τους άπιστους παγανιστές ήρθε σε αυτή την πόλη και έδωσε υγεία σε πολλούς;»

«Ποια είμαι εγώ!» φώναξε, «που ο Θεός δεν με θεώρησε άξια να λάβω έλεος από την παρουσία του. Γιατί εάν μπορούσα να αγγίξω την άκρη του φέρετρου του, είμαι σίγουρη πως θα μπορούσα να θεραπευτώ άμεσα από την παράλυση μου.»

Αφού είπε αυτά, ξαφνικά στάθηκε στα πόδια της εντελώς θεραπευμένη, η 19η θεραπεία για τη δόξα του αγίου εκείνη την ημέρα. Συνειδητοποιώντας τι είχε γίνει, βιάστηκε να μπει μέσα στο πλήθος και με δάκρυα φίλησε το φέρετρο του αγίου.

Τώρα η πομπή έφτασε στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου κοντά στου Αποστόλου Παύλου. Το άγιο σώμα τοποθετήθηκε κάτω και όλοι οι άνθρωποι γονάτισαν για να προσευχηθούν στον άγιο. Εκείνη τη στιγμή ένας Δανός ο οποίος ήταν περίεργος για το τι γινόταν πήγε εκεί. Βλέποντας τους άλλους γονατιστούς σε προσευχή, εκείνος έμεινε υπερήφανα όρθιος και τραβώντας το πέπλο που κάλυπτε το σώμα κοίταξε μέσα. Ξαφνικά τυφλώθηκε. Έπειτα, καταλαβαίνοντας την αμαρτία του, την εξομολογήθηκε και υποσχέθηκε να αλλάξει ζωή και να έχει πίστη στο Θεό και τον άγιο Edmund και ζήτησε συγχώρεση. Όλοι όσοι ήταν παρόντες τον συνόδευσαν στην προσευχή και τότε η όραση του επανήλθε. Έπειτα έβγαλε την χρυσή πανοπλία του και την πρόσφερε στον άγιο. Έπειτα, έζησε μια ευλαβική ζωή.

Για σχεδόν τρία χρόνια η φήμη του μάρτυρα εξαπλώθηκε μακριά μέσα από τα θαύματα των θεραπειών, τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα, που γίνονταν μέσα από τις πρεσβείες του αγίου στο Λονδίνο.

Έπειτα ο άγιος Edmund εμφανίστηκε σε ένα όραμα στον Ethelwine και τον διέταξε να φέρει το σώμα του πίσω στο τόπο της ταφής του. Αμέσως ο μοναχός πήγε στον Επίσκοπο Alfhun με το αίτημα να φύγει εξηγώντας πως είχε έρθει στο Λονδίνο σαν προσκυνητής παρά σαν μόνιμος κάτοικος. Ο επίσκοπος συμφώνησε αν και διστακτικά. Όμως όταν ο Ethelwine έφυγε, βιάστηκε να πάει με τρεις κληρικούς στην εκκλησία του αγίου Γρηγορίου. Εκεί προσπάθησαν να σηκώσουν το άγιο σώμα μέσα στο φέρετρο στους ώμους τους. Όμως ήταν πολύ βαρύ. Ακόμη τέσσερις άντρες βοήθησαν, έπειτα δώδεκα, έπειτα εικοσιτέσσερις. Όμως μετά από πολύ ιδρώτα και προσπάθεια δεν κατάφεραν να μετακινήσουν το φέρετρο καθόλου. Έπειτα ο επίσκοπος και οι άνδρες του ένοιωσαν ντροπιασμένοι, καταλαβαίνοντας πως η αφοσίωση τους, αν και από σεβασμό, ήταν αντίθετη στο θέλημα του Θεού και του αγίου Edmund. Όταν ο Ethelwine ήρθε, προσευχήθηκε μπροστά στον άγιο και μπόρεσε με τρεις συντρόφους του να σηκώσει το φέρετρο σαν να ήταν ελαφρύ.

Έτσι ξεκίνησε για το ταξίδι του, όμως όχι απαρατήρητος όπως πριν. Καθώς ένα μεγάλο πλήθος κληρικών και ανθρώπων τον ακολούθησε με μεγάλη θλίψη μέχρι τη γέφυρα του ποταμού Stratford και πέρα από αυτή όλα τα χωριά πήγαν να συναντήσουν τον άγιο με μεγάλη χαρά. Οι γέφυρες επιδιορθώθηκαν και οι δρόμοι καθαρίστηκαν. Και, όπως και στο Λονδίνο, πολλά θαύματα έγιναν. Κοντά στο Stapleford, ο κύριος του χωριού φιλοξένησε τον άγιο και θεραπεύτηκε από μια χρόνια ασθένεια. Τελικά, ο άγιος θησαυρός έφτασε στο Bury St. Edmund (τον προηγούμενο τόπο ταφής του αγίου) όπου τον παρέλαβαν οι κληρικοί και τον τοποθέτησαν εκεί που ήταν πριν.

Εκεί, για χρόνια, τα θαύματα δεν έπαψαν για εκείνους που ζητούσαν βοήθεια με πίστη.

Το 1014 ο Δανός βασιλιάς Swein έφτασε στο Bury St. Edmunds, απαιτώντας να τον τιμήσουν και απειλώντας πως εάν δεν τον πλήρωναν θα έκαιγε την πόλη με τους κατοίκους, θα κατέστρεφε την εκκλησία του αγίου από τα θεμέλια της και θα βασάνιζε τους κληρικούς με διάφορους τρόπους. Όμως οι πολίτες αρνήθηκαν, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην προστασία του αγίου Edmund. Οι φοροεισπράκτορες δεν τόλμησαν να τους αγγίξουν καθώς είχαν ακούσει για τα θαύματα του αγίου. Έτσι πήγαν στον βασιλιά και τον πληροφόρησαν για την επανάσταση ενάντια στην εξουσία του. Σε λίγο, όχι μόνο οι κάτοικοι του Bury St. Edmunds αλλά και άλλοι άνθρωποι από την Ανατολική Αγγλία έσπευσαν στην εκκλησία του αγίου για να τον παρακαλέσουν με προσευχές, με νηστεία και ελεημοσύνη να απελευθερώσει τη γη από τον εισβολέα που την κατείχε για δέκα και παραπάνω χρόνια. Επιπλέον, ζήτησαν από τον μοναχό Ethelwine να προσευχηθεί ιδιαίτερα στο ιερό του αγίου ώστε να τους σώσει.

Εκείνη τη νύχτα ο άγιος Edmund εμφανίστηκε στον Ethelwine στον ύπνο του με χαρούμενη όψη και λαμπερά λευκά στολίδια και είπε «Πήγαινε στον βασιλιά Swein και πες του αυτά από εμένα: «Γιατί ενοχλείς το μικρό ποίμνιο μου με του να του επιβάλλεις έναν ζυγό που κανένας άλλος βασιλιάς δεν τους επέβαλλε; Η τιμή δεν απαιτούταν και δεν χρεωνόταν μέχρι τη μέρα που αναπαύθηκα. Διόρθωσε τώρα αυτή την άδικη απαίτηση σου αλλιώς αργότερα θα το εύχεσαι αλλά δεν θα μπορείς. Γιατί αν δεν υπακούσεις σε αυτό που σου ζητάω, σύντομα θα μάθεις πως δυσαρεστείς τον Θεό και εμένα και θα ανακαλύψεις πως η Ανατολική Αγγλία έχει εμένα σαν προστάτη της.»

Έτσι ο Ethelwine υπάκουα αναζήτησε τον βασιλιά Swein στο Gainsborough, και με ταπεινότητα μετέφερε το μήνυμα του αγίου αλλάζοντας τις σκληρές λέξεις με ποιο γλυκές. Όμως ο βασιλιάς αρνήθηκε να ακούσει, διέταξε τον μοναχό να φύγει από μπροστά του και πρόσβαλλε τον άγιο λέγοντας πως δεν ήταν άγιος. Βλέποντας πως ο βασιλιάς δεν είχε φόβο Θεού ούτε ευλάβεια στον άγιο, ο Ethelwine γύρισε πίσω θλιμμένος. Κοντά στο Lincoln τον φιλοξένησαν για την νύχτα και καθώς κοιμόταν ειρηνικά ο άγιος Edmund του εμφανίστηκε και του είπε: «Γιατί είσαι φοβισμένος και θλιμμένος; Ξέχασες τα λόγια μου και πήγες να πέσεις σε απόγνωση; Σήκω αμέσως και συνέχισε το ταξίδι σου, γιατί πριν να το τελειώσεις, νέα για τον βασιλιά Swein θα χαροποιήσουν εσένα και τους συμπατριώτες σου.»

Ενδυναμωμένος από αυτή την αποκάλυψη, ο Ethelwine σηκώθηκε και ξεκίνησε πριν την αυγή. Καθώς ταξίδευε άκουσε τον ήχο Δανών ιππέων πίσω του. Ένας τον πλησίασε, τον χαιρέτησε και του είπε: « Είσαι ο ιερέας τον οποίο είδα προχθές να μεταφέρει τις εντολές ενός συγκεκριμένου βασιλιά στον βασιλιά Swein;»

«Είμαι»

«Έλεος, έλεος», είπε, « πόσο σημαντική ήταν η προειδοποίηση σου! Πόσο αληθινή η προφητεία σου! Καθώς ο θάνατος του βασιλιά Swein έκανε την Αγγλία χαρούμενη και τη Δανία θλιμμένη. Τη νύχτα αφού έφυγες, ο βασιλιάς πήγε στο κρεβάτι χαρούμενος και δεν φοβόταν τίποτα. Όλο στο κάστρο κοιμούνταν ήσυχα. Ξαφνικά τον βασιλιά ξύπνησε ένας άγνωστος στρατιώτης ο οποίος στεκόταν μπροστά του, ένας άντρας θαυμάσιας ομορφιάς που κράδαινε όπλα. Προσφωνώντας τον βασιλιά με το όνομα του, είπε: «Θέλεις τιμή από τη γη του αγίου Edmund, Ω βασιλιά; Σήκω, εδώ είναι. Σηκώθηκε όμως έπεσε και πάλι στο κρεβάτι του, τρομοκρατημένος στη θέα των όπλων και άρχισε να φωνάζει. Έπειτα ο στρατιώτης τον πλησίασε, τον διαπέρασε με το δόρυ του και έφυγε. Ακούγοντας τις κραυγές του: «Βοήθεια! Βοήθεια! Ο άγιος Edmund ήρθε να με σκοτώσει! οι άνδρες του ήρθαν τρέχοντας μέσα και τον βρήκαν νεκρό, σκεπασμένο με το δικό του αίμα.»

Ο Marianus αναφέρει πως εκείνη τη στιγμή στο Essex, ένας ευλαβής άνθρωπος ονόματι Wulfmar ο οποίος ήταν άρρωστος για τρεις ημέρες με μια ασθένεια που δεν τον άφηνε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του και τα άκρα του, ξαφνικά σηκώθηκε στο κρεβάτι του στην παρουσία των γονιών και των γειτόνων του και είπε: «Αυτή τη νύχτα και αυτή την ώρα ο βασιλιάς Swein σκοτώθηκε, αφού τον διαπέρασε το δόρυ του αγίου Edmund.»

Αφού το είπε αυτό, έπεσε πάλι στο κρεβάτι του και πέθανε.

Όταν ο Ethelwine άκουσε αυτά τα νέα, έκρινε πως ήταν η ώρα να φανερώσει ότι έκρυβε πριν στη σιωπή. Η ιστορία έπειτα εξαπλώθηκε σαν άγρια φωτιά στην επικράτεια. Ο βασιλιάς Swein σκοτώθηκε στο Candlemas, στις 2 Φεβρουαρίου του 1014 και το σώμα του τοποθετήθηκε μέσα σε αλάτι και το έστειλαν με πλοίο πίσω στη Δανία.

Πηγή: proskynitis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου