Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Η σωτηριολογία του Λουθήρου.

Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής Θεολογικής Σχολης Α.Π.Θ

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
 
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΕΙΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ (Γ)

3. Τα καλά έργα

Η σημασία των καλών έργων αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα θέματα, που αποσχόλησαν το Λούθηρο στη διαμόρφωση της σωτηριολογίας του. Και τούτο επειδή ο Ρωμαιοκαθολικισμός της εποχής του συνέδεσε στενότατα με αυτά τη νομική θεώρηση της σωτηρίας του ανθρώπου. Ο Λούθηρος, αφού καθόρισε επακριβώς την έννοια του όρου «καλά έργα» και προσδιόρισε τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις που τα υπαγορεύουν, ανέπτυξε διεξοδικά, όχι όμως και συστηματικά, τη σχέση της πίστεως με τα έργα και ακόμη ειδικότερα τη σχέση των καλών έργων με τη σωτηρία του ανθρώπου.
 
Ως καλά έργα ο Λούθηρος θεωρεί εκείνα που επιτάσσει ο Θεός, όπως και κατ' αντιστοιχία ως αμαρτωλά έργα θεωρεί εκείνα που απαγορεύει ο Θεός. Έτσι «όποιος θέλει να γνωρίσει και να κάνει καλά έργα», λέει ο Λούθηρος, «δε χρειάζεται να γνωρίζει τίποτε άλλο από τις εντολές του Θεού». Παραπέμποντας μάλιστα στο Μθ 19, 17-181 υπαινίσσεται ως εντολές τις δέκα της Π. Διαθήκης2. Αλλά καλά έργα κατά το Λούθηρο είναι και εκείνα που πηγάζουν από τη δωρηθείσα στον πιστό δύναμη της χάριτος του άγιου Πνεύματος3. Έτσι όταν τα έργα του ανθρώπου συνδέονται με τη χάρη του Θεού, είναι όλα τους καλά4. Ειδικότερα ο Λούθηρος συναρτά τα καλά έργα με το σώμα, όπως αντιστοίχως συναρτά το λόγο του Θεού με την ψυχή και την καρδιά του ανθρώπου. Εδώ πρόκειται για δύο διαφοροποιημένους τρόπους μετοχής του ανθρώπου στη θεία χάρη5, που όμως συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Συγκεκριμένα η καρδιά του ανθρώπου δέχεται το λόγο του Θεού για την άσκηση της αγάπης προς τον πλησίον, και η αγάπη αυτή εκφράζεται με τα καλά έργα που πραγματώνει το σώμα6. Συνδέοντας όμως ο Λούθηρος την πραγμάτωση των καλών έργων με τη χάρη του Θεού υποστηρίζει ότι κατά την πραγμάτωση των καλών έργων ο άνθρωπος δεν είναι ο ενεργών αλλά ο ενεργούμενος7. Με άλλα λόγια τα πραγματικώς καλά έργα δεν είναι κατεξοχήν έργα του ανθρώπου αλλά έργα του Θεού στον άνθρωπο μέσω του ανθρώπου8. Η παραπάνω συλλογιστική του Λουθήρου στοιχειοθετεί και την απόρριψη από αυτόν κάθε αξιώσεως του ανθρώπου για οποιαδήποτε αμοιβή των καλών του έργων9. Έτσι τα καλά έργα, στα οποία προτρέπουν οι εντολές, πρέπει να γίνονται μόνον από αγάπη προς το Θεό, όπως δηλαδή το παιδί υπηρετεί τον πατέρα εκουσίως και δωρεάν ως κληρονόμος και μόνον, επειδή αυτό είναι το θέλημα του πατέρα του10. Τα γνήσια παιδιά του Θεού, λέει ο Λούθηρος, επιθυμούν μόνον να εκπληρώσουν τη θέληση του Θεού και να δοξάσουν τη μεγαλοπρέπειά του. Δεν σκέπτονται ούτε τον ουρανό ούτε την κόλαση11.
 
Ο Λούθηρος ενώ απορρίπτει κατηγορηματικώς τα καλά έργα ως συντελεστές της σωτηρίας του ανθρώπου, τα συνδέει άρρηκτα με τους δύο θεμελιώδεις παράγοντες της σωτηρίας, με τη χάρη δηλαδή του Θεού, στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, και με την πίστη. Ιδιαίτερα όμως συναρτά τα έργα με την πίστη, επειδή τα θεωρεί ως την κατεξοχήν φανερή συνέπειά της. «Η πίστη ενεργεί τα έργα», σημειώνει ο Λούθηρος. «Αυτή δικαιώνει τον άνθρωπο χωρίς τα έργα και αυτή η ίδια καταστρέφει τις αμαρτίες των έργων»12. Ως αμαρτίες των έργων ο Λούθηρος υπονοεί κατά βάση τη φιλαυτία που τα συνοδεύει. Η αναφορά του Λουθήρου στις «αμαρτίες των έργων», τις οποίες «καταστρέφει» η πίστη, είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί κατά τη γνώμη μας κάνει σαφή όχι απλώς τη σωτηριολογική ανεπάρκεια των έργων αλλά ερμηνεύει και θεολογικώς τον αποκλειστό τους από τους παράγοντες της σωτηρίας του ανθρώπου. Τα έργα δηλαδή, αφού και τα ίδια έχουν ανάγκη καθάρσεως από τις αμαρτίες τους, είναι αδύνατο να σώσουν τον άνθρωπο απελευθερώνοντάς τον από την αμαρτία.
 
Αναφερόμενος ο Λούθηρος στη σχέση των έργων με την πίστη μέσα στην προοπτική της σωτηρίας του ανθρώπου προβαίνει σε αλλεπάλληλες διευκρινίσεις, οι οποίες αποδεικνύουν το μεγάλο ενδιαφέρον του για τη σαφήνεια της διδασκαλίας του στο σημείο αυτό. Το ενδιαφέρον αυτό του Λουθήρου έχει ασφαλώς και την ιστορική ερμηνεία του. Οφείλεται στον υπερτονισμό των καλών έργων, όπως άλλωστε και στη συναρτημένη με αυτά θεωρία των αξιομισθιών13, που αναπτύχθηκε και επικράτησε ως κυρίαρχη αντίληψη κατά το Μεσαίωνα στα πλαίσια του Ρωμαιοκαθολικισμού. Την αντίληψη αυτή της αξιομισθίας των καλών έργων τη χαρακτηρίζει ο Λούθηρος ως «ασεβή φιλοσοφία»14, ενώ παράλληλα προβάλλει την πίστη ως τον αυτάρκη παράγοντα της σωτηρίας. «Η πίστη δεν αναμένει τα έργα προκειμένου να δικαιώσει μέσω αυτών», υποστηρίζει ο Λούθηρος, «αλλά τα έργα αναμένουν την πίστη για να δικαιωθούν μέσω αυτής, έτσι ώστε η πίστη να είναι η ενεργός δικαιοσύνη των έργων και τα έργα η παθητική δικαιοσύνη της πίστεως»15. Αυτό σημαίνει ότι η πίστη ενεργώντας τη δικαίωση του ανθρώπου αποτελεί την «ενεργητική» έκφραση της δικαιώσεως, ενώ τα καλά έργα αποτελούν την «παθητική» έκφρασή της.
 
Αντιμετωπίζοντας ο Λούθηρος τη σχέση της πίστεως με τα έργα σε βιβλικό επίπεδο αδυνατεί να συμβιβάσει τη σχετική θεώρηση του αποστόλου Παύλου16 με την αντίστοιχη του αδελφοθέου Ιακώβου17, «επειδή», όπως λέει, «είναι αντίθετες μεταξύ τους. Η πίστη δικαιώνει και η πίστη δε δικαιώνει». Και συνεχίζει: «Όποιος μπορεί να τα συμβιβάσει αυτά, θα του βγάλω το σκούφο μου και θα επιπλήξω τον εαυτό μου για τρελλό»18. Ήδη όμως μια εναρμόνιση της διδασκαλίας των δύο Αποστόλων για τη σχέση της πίστεως με τα έργα επιχειρεί ο Λούθηρος στις Πανεπιστημιακές Παραδόσεις του στην Προς Ρωμαίους. Συγκεκριμένα αναφερόμενος στα χωρία Ρωμ. 3,2019 και Ιακ. 2,2620 διακρίνει δύο κατηγορίες έργων: α) Έργα του Νόμου και β) έργα της πίστεως και της χάριτος21. Έτσι κατά το Λούθηρο στην Προς Ρωμαίους Επιστολή ο απόστολος Παύλος ονομάζει έργα του Νόμου εκείνα, τα οποία γίνονται εκτός της πίστεως και της χάριτος από την ανάγκη του Νόμου με κίνητρο το φόβο ή την υπόσχεση των αμοιβών. Τα έργα αυτά, λέει ο Λούθηρος, δε σώζουν τον άνθρωπο. Από την άλλη ο αδελφόθεος Ιάκωβος στην Επιστολή του ονομάζει έργα της πίστεως εκείνα, που γίνονται από πνεύμα ελευθερίας και μόνον από αγάπη προς το Θεό. Τα έργα αυτά μπορούν να γίνονται μόνον απ' όσους έχουν δικαιωθεί διά της πίστεως. Στη δικαίωση αυτή δεν μπορούν να συνεργήσουν τα έργα του Νόμου22. Ερμηνεύοντας ο Λούθηρος τη σχέση της δικαιώσεως με την πίστη, τη χάρη και τα έργα σημειώνει απερίφραστα ότι «η δικαίωση δεν απαιτεί έργα Νόμου αλλά ζωντανή πίστη, η οποία ενεργεί τα έργα της»23.
 
Τόσο όμως τα έργα του άνθρωπου που προηγούνται όσο και τα έργα που ακολουθούν τη δικαίωση δεν είναι καθοριστικά γι' αυτήν. Εκείνο που δικαιώνει είναι μόνον η πίστη (sola fide) και μόνον η χάρη (sola gratia), όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. «Ούτε τα προηγούμενα ούτε τα επόμενα έργα δικαιώνουν - πολύ λιγότερο βέβαια τα έργα του Νόμου», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Λούθηρος, «ούτε τα προηγούμενα γιατί προετοιμάζουν τη δικαίωση, ούτε τα επόμενα γιατί προϋποθέτουν την πραγματωμένη δικαίωση. Δίκαιοι γινόμαστε», συνεχίζει ο Λούθηρος, «όχι γιατί ενεργούμε δίκαια, αλλά ενεργούμε δίκαια επειδή είμαστε δίκαιοι»24. Όλα τα δίκαια έργα που πραγματώνονται με τη χάρη του Θεού έχουν κατά το Λούθηρο μόνο τη σημασία της προετοιμασίας για την πρόοδο της δικαιώσεως που ακολουθεί25. Η αναφορά όμως αυτή του Λουθήρου σε έργα που είναι σε θέση να προετοιμάσουν τον άνθρωπο για τη δικαίωση φαίνεται ν' αντιφάσκει στην βασική θέση του ότι τα καλά έργα προϋποθέτουν την πραγματωμένη από την πίστη και τη χάρη σωτηρία. Γι' αυτό και, όπως παρατηρήθηκε26, η θέση αυτή δεν ηχεί καθόλου μεταρρυθμιστικά. Η προσπάθεια άλλωστε του Λουθήρου να διευκρινίσει σωτηριολογικώς την παραπάνω θέση του, έχουμε τη γνώμη ότι περιπλέκει τα πράγματα. «Όποιος ενεργεί έτσι ώστε να προετοιμάζεται με αυτά (ενν. τα έργα) για τη χάρη της δικαιώσεως», υποστηρίζει, «είναι ήδη κατά κάποιο τρόπο δίκαιος· επειδή το να θέλει να είναι δίκαιος είναι ήδη ένα μεγάλο μέρος της δικαιοσύνης»27. Όσο για τη θέληση, που κινεί τον άνθρωπο στα έργα αυτά, είναι θεοενεργούμενη28. Εδώ νομίζουμε ότι ο Λούθηρος κάνει λήψη του αιτουμένου. Εύλογα δηλαδή γεννιέται το ερώτημα: Πώς μπορεί κάποιος, με βάση τη σκέψη του Λουθήρου, να χαρακτηρίζεται «κατά κάποιο τρόπο δίκαιος», όταν κάνει καλά έργα, τη στιγμή που δεν έχει δικαιωθεί, αφού, όπως λέει, «ενεργούμε δίκαια, επειδή είμαστε δίκαιοι»; Και ακόμη πώς μπορεί ο άνθρωπος να έχει «θεοενεργούμενη θέληση», που να τον κινεί στα καλά έργα, τα οποία προετοιμάζουν τη δικαίωσή του, αφού κατά το Λούθηρο μόνο στο δικαιωμένο άνθρωπο η θέληση είναι θεοενεργούμενη και θεοκατευθυνόμενη, όπως έγινε σαφές στο πρώτο κεφάλαιο;
 
Εκείνο που προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια απ' όλα τα έργα του Λουθήρου είναι ότι ο άνθρωπος σε καμιά περίπτωση δε σώζεται με τα καλά έργα του· δικαιώνεται μόνο από τη χάρη του Θεού διά της πίστεως. Έτσι το να θέλει κάποιος να δικαιωθεί με τα έργα του σημαίνει ότι αυτός τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση του Θεού29. Ο Θεός δικαιώνει τον άνθρωπο που πιστεύει στο Χριστό αναγεννώντας τον πνευματικά σύμφωνα με το Α' Ιω. 5,1: «πας ο πιστεύων ότι ο Ιησούς εστιν ο Χριστός εκ του Θεού γεγέννηται». Έτσι οι δίκαιοι αποτελούν μια νέα δημιουργία του Θεού, ο οποίος τους γέννησε με το λόγο του30. Άλλωστε «ποιος θα επιθυμούσε», λέει ο Λούθηρος, «να είμασταν δημιουργήματα των έργων μας;»31. Η δικαίωσή μας λοιπόν δεν μπορεί να γίνει από τα έργα, γιατί «είναι αδύνατο να γεννηθούμε από τα έργα μας, τα οποία μάλλον γεννιούνται από εμάς»32. Τα έργα όχι μόνο δεν μπορούν ν' αναγεννήσουν την καρδιά του ανθρώπου33, αλλά είναι δυνατόν να δυναμώσουν και να παγιώσουν μια φαρισαϊκή εμπιστοσύνη στον εαυτό μας34. Η αναγέννηση του ανθρώπου δεν πραγματώνεται με τα έργα ή με τη δύναμή τους παρά μόνον από το Θεό και αυξάνει με την πίστη, η οποία και παρέχει την υιοθεσία35.
 
Αλλά η σχέση των καλών έργων με τη σωτηρία του ανθρώπου θα γίνει περισσότερο σαφής αν επισημανθούν και διευκρινιστούν επαρκώς οι συγκεκριμένες και θεμελειώδεις εκείνες προϋποθέσεις που τα υπαγορεύουν.
 
Καταρχήν οι προϋποθέσεις της πραγματώσεως των καλών έργων δεν είναι ηθικές αλλά οντολογικές. «Τα καλά και ευσεβή έργα δεν κάνουν τον καλό και ευσεβή άνθρωπο», παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Λούθηρος, «αλλά ο καλός και ευσεβής κάνει καλά και ευσεβή έργα. Και αντιστοίχως τα κακά έργα δεν κάνουν τον κακό άνθρωπο, αλλά ο κακός άνθρωπος κάνει κακά έργα. Πριν απ' όλα τα καλά έργα λοιπόν πρέπει να είναι καλό και ευσεβές το πρόσωπο. Τα καλά έργα ακολουθούν και προέρχονται από το καλό και ευσεβές πρόσωπο, όπως λέει ο Χριστός (Μθ 7,18): 'ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ενεγκείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ενεγκείν'. Είναι προφανές ότι οι καρποί δε φέρουν το δένδρο ούτε τα δένδρα αυξάνουν πάνω στους καρπούς, αλλά αντιστρόφως τα δένδρα φέρουν τους καρπούς και οι καρποί αυξάνουν πάνω στα δένδρα. Όπως λοιπόν τα δένδρα πρέπει να υπάρχουν νωρίτερα από τους καρπούς και όπως οι καρποί δεν κάνουν τα δένδρα ούτε καλά ούτε κακά, έτσι πρέπει νωρίτερα ο ίδιος ο άνθρωπος να είναι καλός ή κακός, πριν να κάνει καλά ή κακά έργα. Τα έργα του δεν τον κάνουν καλό ή κακό, αλλά αυτός κάνει καλά ή κακά έργα»36. Ιδιαίτερα σωτηριολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η αναφορά του Λουθήρου στο πρόσωπο του ανθρώπου. Τα έργα, επαναλαμβάνει ο Λούθηρος και σε άλλες πραγματείες του, δεν κάνουν το πρόσωπο καλό. Πρέπει πρώτα το πρόσωπο να είναι καλό, για να μπορούν και τα έργα του να είναι καλά37. Ο Λούθηρος επομένως προτάσσει σαφώς το πρόσωπο έναντι των έργων: «Persona est prior οpere»38, σημειώνει επιγραμματικά. Αλλά αυτή ακριβώς η πρόταξη του προσώπου έναντι των έργων σημαίνει και πρόταξη της οντολογίας έναντι της ηθικής39. Άλλωστε στο σημείο αυτό ο Λούθηρος επισημαίνει τη διαφοροποίηση της Θεολογίας από τη Φιλοσοφία αναφερόμενος στην Ηθική του Αριστοτέλη40. Η πρόταση του Αριστοτέλη: «Όπως κάποιος με τη δραστήρια εξάσκηση γίνεται καλός κιθαριστής, έτσι και με την πραγμάτωση του καλού γίνεται καλός άνθρωπος και με την πραγμάτωση του δικαίου δίκαιος»41, παρατηρεί ο Λούθηρος, μπορεί να ισχύει μόνον ενώπιον της κρίσεως των ανθρώπων αλλά ενώπιον της κρίσεως του Θεού δεν αληθεύει. Η Αγία Γραφή, όταν αναφέρεται στην τελική κρίση των ανθρώπων ενώπιον του Χριστού, δεν παραπέμπει στα έργα αλλά στο πρόσωπο42. Τη θέση του αυτή ο Λούθηρος τη θεμελιώνει στο Μθ 16,27: «μέλλει γαρ ο υιός του ανθρώπου έρχεσθαι εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων αυτού, και τότε αποδώσει εκάστω κατά την πράξιν αυτού». Ερμηνεύοντας λοιπόν το χωρίο υποστηρίζει ότι η ανταπόδοση εδώ δεν αναφέρεται στα έργα καθεαυτά αλλά στο πρόσωπο. Φυσικά τα έργα δε χωρίζονται από το πρόσωπο, επειδή υπάρχει ενότητα του προσώπου και των ενεργειών του. Ο έσω άνθρωπος της καρδιάς και ο έξω άνθρωπος του σώματος ενεργούν από κοινού43. «Ο Θεός», λέει ο Λούθηρος, «αποδέχεται όχι το πρόσωπο εξαιτίας των έργων αλλά τα έργα εξαιτίας του προσώπου και μάλιστα το πρόσωπο πριν από τα έργα»44.
 
Αν όμως τα καλά έργα προϋποθέτουν την ποιότητα του ανθρώπινου προσώπου και δεν την παρέχουν αυτά στο πρόσωπο, ποιος είναι ο παράγοντας εκείνος που δίνει την ποιότητα στο πρόσωπο και στα έργα του προσώπου; Στο ερώτημά μας αυτό ο Λούθηρος απαντά έμμεσα και επιγραμματικά ως εξής: «Η πίστη κάνει το πρόσωπο, το πρόσωπο κάνει τα έργα»45. Έτσι τα έργα του ανθρώπου είναι καλά ή κακά ανάλογα με το πώς πάει αυτός με την πίστη ή την απιστία. Η πίστη δίνει την ποιότητα στο πρόσωπο και το πρόσωπο δίνει την ποιότητα στα έργα46. Ο Λούθηρος συνδέει το sola fide με την βιβλική αναφορά στην «κρίση» του ανθρώπου κατά τα έργα του ως εξής: Στα έργα του ανθρώπου, ως καρπούς της πίστεώς του, βλέπει κανείς που είναι η πίστη. Στην τελική κρίση κατά τα έργα μας ο Θεός αποδεικνύει σε μας, αν έχουμε πιστέψει ή όχι. «Είναι χωρίς αμφιβολία αλήθεια», σημειώνει ο Λούθηρος, «ότι διδαχτήκαμε, πως μόνον η πίστη στο Θεό μας δικαιώνει. Αυτό είναι σαφές από τη Γραφή47 και κανείς δεν μπορεί να το διαψεύσει. Και αυτό που λέει ο απόστολος Πέτρος48 ότι ο Θεός κρίνει κατά τα έργα, είναι επίσης αλήθεια. Αλλά γι' αυτά πρέπει κανείς με βεβαιότητα να φρονεί ότι, όπου δεν υπάρχει πίστη, εκεί δεν μπορούν να υπάρχουν καθόλου καλά έργα. Και αντιστρόφως δεν υπάρχει πίστη εκεί, όπου δεν υπάρχουν καλά έργα. Γι' αυτό τα καλά έργα συμπεριλαμβάνουν την πίστη. Και στα δύο μαζί βρίσκεται το σύνολο της όλης χριστιανικής ζωής. Όπως λοιπόν ζεις, έτσι και θα σου συμβεί. Κατ' αυτόν τον τρόπο θα σε κρίνει ο Θεός. Γι' αυτό αν ο Θεός μας κρίνει κατά τα έργα, παραμένει αλήθεια ότι τα έργα είναι μόνον καρποί της πίστεως. Σ' αυτά βλέπει κανείς πού είναι η πίστη ή η απιστία. Έτσι ο Θεός από τα έργα θα σε κρίνει και θα σε πείσει ότι έχεις πιστέψει ή ότι δεν έχεις πιστέψει»49. Από το χωρίο αυτό νομίζουμε γίνεται πλήρως σαφές ότι ο τρόπος ζωής του ανθρώπου, που φανερώνεται με τα έργα του, βεβαιώνει ή διαψεύδει το περιεχόμενο της πίστεώς του, από την οποία και μόνον εξαρτά ο Λούθηρος τη σωτηρία. Τα έργα, ενώ συνδέονται στενά με τη σωτηρία, δεν κερδίζουν αυτά τη σωτηρία50. Η ενεργητικότητα της πίστεως που εκφαίνεται με την αγάπη και τα έργα της, λέει ο Λούθηρος αναφερόμενος στον απόστολο Παύλο51, δεν αποβλέπει στη δικαίωση και σωτηρία του ανθρώπου αλλά προκύπτει ως συνέπεια, ως βίωση της σωτηρίας, η οποία έχει γίνει ήδη αποδεκτή52. Τα καλά έργα κατά το Λούθηρο είναι καρποί και σημεία της πίστεως και δηλώνουν την εν πίστει αποδοχή της δικαιώσεως53.
 
Ο Λούθηρος συνδέει τόσο στενά την πίστη με τα καλά έργα, ώστε ανεπιφύλακτα υποστηρίζει ότι «η πίστη δεν μπορεί να είναι χωρίς έργα»54 και μάλιστα, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «είναι αδύνατο να είναι η πίστη χωρίς συνεχή, πολλά και μεγάλα έργα». Και τούτο επειδή η πίστη χωρίς τα έργα όχι μόνο δε δικαιώνει αλλά και δεν αποτελεί πίστη55. Γι' αυτό και η πίστη που δε συνοδεύεται από τα καλά έργα απορρίπτεται από το Λούθηρο ως εσφαλμένη και προσποιητή56. Όταν τα έργα δεν ακολουθούν την πίστη, σημαίνει ότι η πίστη αυτή είναι νεκρή, είναι δηλαδή εκείνη που κληρονομήσαμε57. Αλλά μια τέτοια πίστη είναι «κενή και άχρηστη, είναι μια προκατάληψη, απλή ματαιότητα και ένα όνειρο της καρδιάς». Γι' αυτό και δεν μπορεί να δικαιώσει τον άνθρωπο58. Την παραπάνω αυτή σχέση των έργων με την πίστη αποκαλύπτει κατά το Λούθηρο ο αδελφόθεος Ιάκωβος, όταν λέει: «ούτως και η πίστις, εάν μη έχη έργα, νεκρά εστιν καθ' εαυτήν»59. Το γεγονός ότι δεν ακολουθούν τα έργα, παρατηρεί ο Λούθηρος, είναι βέβαιο σημάδι ότι δεν υπάρχει εδώ πίστη αλλά νεκρή σκέψη και όνειρο, τα οποία εσφαλμένως ονομάζονται πίστη60.
 
Αλλά δεν είναι μόνον η πίστη νεκρή χωρίς τα έργα. Κατά το Λούθηρο και τα έργα που δε σχετίζονται με την πίστη είναι και αυτά νεκρά. Εξηγώντας τη θέση του αυτή ο Λούθηρος παρατηρεί ότι, όπως αυτοί που δεν πιστεύουν στο Θεό έχουν εναντιωμένη τη συνείδησή τους προς αυτόν, έτσι και τα έργα τους που προκύπτουν από αυτή τη συνείδηση. Όπου δεν υπάρχει πίστη, δεν υπάρχει αγαθή συνείδηση προς το Θεό. Εκεί η κεφαλή των έργων -ο Λούθηρος ως κεφαλή υπονοεί την πίστη- έχει αποκοπεί και όλη η ζωή και η πράξη τους δεν είναι τίποτε61. Τα καλά έργα που συνδέονται με την πίστη βεβαιώνουν την ορθότητα της πίστεως. «Όπου δεν ακο­λουθούν τα έργα», υποστηρίζει ο Λούθηρος, «δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίζει, αν πιστεύει σωστά, και μάλλον είναι βέβαιος ότι η πίστη του είναι ένα όνειρο και ότι είναι εσφαλμένη»62.
 
Ο Λούθηρος διακρίνει με σαφήνεια τις εντολές του Θεού από τα καλά έργα. Έτσι κατ' αυτόν η εκπλήρωση των εντολών γίνεται με την πίστη πριν απ' όλα τα έργα. Τα έργα ακολουθούν μετά την εκπλήρωση των εντολών διά της πίστεως63. Η πίστη κατά το Λούθηρο πραγματώνει την πρώτη εντολή ενόσω παρέχει στο Θεό την οφειλόμενη τιμή και είναι ενεργός σε όλα τα άλλα έργα που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος. Η πίστη λοιπόν «τιμά το Θεό και κάνει τα έργα», και ακόμη ειδικότερα είναι ο «αυτουργός και εργοδηγός» των καλών έργων64. «Η ρίζα και ο αρχηγός όλων των καλών έργων», υποστηρίζει ο Λούθηρος, «είναι η πιστή αφοσίωση στο Θεό, όπως και η ρίζα όλων των αμαρτιών είναι η φιλαυτία»65.
 
Τα καλά έργα διακρίνονται κατά το Λούθηρο σε δύο βασικές κατηγορίες. Σ' εκείνα που προέρχονται από την πίστη και τη χάρη και σ' εκείνα που προέρχονται από τη φιλαυτία. Τα καθαυτό καλά έργα προϋποθέτουν την πίστη66, αλλά προϋποθέτουν και τη θ. χάρη, χωρίς την οποία και με μόνες τις δυνάμεις του ο άνθρωπος αδυνατεί ν' ανταποκριθεί στο θέλημα του Θεού για καλά έργα67. «Κανείς δεν πρέπει ν' αμφιβάλλει», σημειώνει ο Λούθηρος, «ότι όλα τα καλά έργα μας είναι θανάσιμες αμαρτίες και καταδικάζονται από το Θεό και μόνον όταν γίνονται από τη χάρη είναι αποδεκτά ως καλά»68. Αλλά και χωρίς την πίστη τα καλά έργα θα ήσαν καταδικασμένες αμαρτίες69. Όλα όσα κάνει ο άνθρωπος για την εκπλήρωση των θείων απαιτήσεων, λέει ο Λούθηρος, παραμένουν αμαρτία σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο70, αν δε γίνονται με πίστη71. Και σύμφωνα με άλλη διατύπωσή του τα καλά έργα που προϋποθέτουν την απιστία αποτελούν αμαρτία72. Εκείνο που διαφοροποιεί τα καλά έργα των πιστών από τα καλά έργα των απίστων είναι η αναφορά τους στο Χριστό, αν δηλαδή έχουν γίνει γι' αυτόν73. Από τα παραπάνω γίνεται, νομίζουμε, φανερό ότι η ηθική του Λουθήρου προέρχεται από το κέντρο της θεολογίας του, δηλαδή από τη θεολογία που αφορά τη δικαιοσύνη του Θεού και το περιεχόμενο της πίστεως.
 
Παρά το γεγονός ότι ο Λούθηρος στα πλαίσια της σωτηριολογίας του θεωρεί την πίστη ως θεμελιώδη προϋπόθεση των καλών έργων, δε διστάζει όμως να κατονομάζει και την ίδια την πίστη ως έργο. Συγκεκριμένα κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταρρυθμίσεως όταν κάνει λόγο ο Λούθηρος για την πίστη, τη θεωρεί ως μεγάλο και λαμπρό έργο, τη δύναμη του οποίου αδυνατεί να κατανοήσει κανείς επαρκώς74. Ειδικότερα η πίστη στο Χριστό χαρακτηρίζεται από το Λούθηρο ως «το πρώτο το ύψιστο και το πολυτιμότερο καλό έργο»75. Τη θέση αυτή τη θεμελιώνει ο Λούθηρος βιβλικά παραπέμποντας στον Ευαγγελιστή Ιωάννη76. Σύμφωνα λοιπόν με το Λούθηρο στην πίστη ως έργο πρέπει να συμπεριλαμβάνονται όλα τα επιμέρους έργα. Άλλωστε η πίστη και μόνον αυτή εκπληρώνει όλες τις εντολές και δικαιώνει τα έργα της, ενώ αντίθετα τα έργα χωρίς την πίστη δεν μπορούν να δικαιώσουν κανένα ενώπιον του Θεοΰ77. Έτσι η πίστη είναι το απαραίτητο έργο πριν απ' όλα τ' άλλα έργα. Γι' αυτό και ο Λούθηρος συνιστά στον πιστό «σ' όλη του τη ζωή, στα έργα και στο χρόνο του ν' ασκείται σ' αυτήν την πίστη»78. Η πίστη όμως του ανθρώπου προς το Χριστό συγκεκριμενοποιείται και ως ομολογία του προς αυτόν. Και αυτή ακριβώς η ομολογία αποτελεί το σπουδαιότερο έργο της πίστεως, που έχει ιδιάζοντα σωτηριολογικό χαρακτήρα. «Η πίστη οδηγεί στη δικαιοσύνη», σημειώνει ο Λούθηρος, «αλλά η πίστη δεν κατορθώνει το σκοπό της δικαιοσύνης, τη σωτηρία, αν δε φθάσει στην ομολογία. Η ομολογία δηλαδή είναι το σπουδαιότερο έργο της πίστεως, με το οποίο ο άνθρωπος αρνείται και ομολογεί το Θεό, πεθαίνει ομολογώντας το Θεό και διαψεύδοντας τον εαυτό του»79.
 
Υποστηρίζοντας όμως ο Λούθηρος ότι η πίστη αποτελεί έργο, δε σημαίνει ότι αυτός θεωρεί την πίστη ως έργο της θελήσεως του ανθρώπου. Η πίστη θεωρείται από αυτόν ως απολύτως χαρισματικό έργο του Αγίου Πνεύματος80 και μάλιστα ως «το πολυτιμότερο καλό έργο» του Αγίου Πνεύματος81. Ενώ όμως η πίστη θεωρείται από το Λούθηρο γενικότερα ως έργο του Θεού σε μας82, ειδικότερα ονομάζεται από αυτόν ως πρώτο έργο της πρώτης εντολής του Θεού83. Όπως η πρώτη εντολή είναι και η πρώτιστη, ανώτερη και καλύτερη, απ' όπου πηγάζουν οι άλλες και προς την οποία αναφέρονται και παραβάλλονται, λέει ο Λούθηρος, έτσι και το έργο της, δηλαδή η πίστη ή η παντοτινή εμπιστοσύνη στη χάρη του, είναι το πρώτιστο, ανώτερο και καλύτερο, απ' όπου πρέπει να πηγάζουν και προς το οποίο ν' αναφέρονται και να παραβάλλονται84. Και ως έργο όμως της πρώτης εντολής η πίστη δεν αποτελεί έργο του ανθρώπου. Γιατί αν η πίστη είναι έργο του ανθρώπου, τότε συνεπάγεται ότι και αυτή ανήκει στην τάξη του Νόμου, οπότε δικαιώνει τον άνθρωπο τόσο όσο και κάθε άλλο έργο του Νόμου85. Εκείνο που μπορεί να λεχθεί για την πίστη σε σχέση με το Νόμο είναι ότι η πίστη αποτελεί την πλήρωση της πρώτης εντολής86, και γι' αυτό είναι κατά το Λούθηρο και η μοναδική αληθινή λατρεία του Θεού87. Πάντως σε κατοπινά έργα του ο Λούθηρος θέλοντας ν' αποφύγει μια σύγχυση στην ορολογία που αφορά την πίστη ως έργο88αντιλέγει στις προηγούμενες διατυπώσεις του σημειώνοντας ότι: «εγώ δεν ακούω ευχάριστα τούτο, αν δηλαδή κάποιος ονομάζει την πίστη έργο»89. Ο φόβος βεβαίως του Λουθήρου από την ονομασία της πίστεως ως έργου οφείλεται στο γεγονός ότι τα έργα συναρτώνται κατ' αυτόν με το Νόμο, ενώ η πίστη συναρτάται αποκλειστικά με την επαγγελία90.
 
Τα καλά έργα του ανθρώπου αποτελούν τελικώς κατά το Λούθηρο «μαρτυρία»91 «πιστοποίηση»92 και «βέβαιο διακριτικό γνώρισμα» (gewis warzeichen)93 της πίστεως. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ο άνθρωπος «δεν πιστεύει αληθινά, αν τα έργα της αγάπης δεν ακολουθούν την πίστη... Βεβαίως είναι αλήθεια ότι η πίστη δικαιώνει χωρίς τα έργα. Αλλά εγώ», λέει ο Λούθηρος, «μιλώ για την αληθινή πίστη, η οποία αφού δικαιώσει δε ροχαλίζει άσκοπα αλλά είναι ενεργητική με την αγάπη»94. Κριτήριο όμως της αγάπης αποτελεί η πίστη. Έτσι η αγάπη είναι αληθινή εκεί, όπου και η πίστη είναι αληθινή95. Σε αντίθεση προς το Σχολαστικισμό, ο οποίος τοποθετούσε την αγάπη πάνω από την πίστη και θεωρούσε την αγάπη «μορφή» της πίστεως, ο Λούθηρος υποστήριξε ότι η πίστη είναι η «μορφή» και η «εντελέχεια» της αγάπης. Διατυπώνοντας εδώ τη σκέψη του κατά αριστοτελικό τρόπο και θεωρώντας την πίστη ως «εντελέχεια», δηλαδή ως αρχή και κίνηση της εκδηλώσεως και διαμορφώσεως της αγάπης, ο Λούθηρος κάνει κατανοητό γιατί υποστηρίζει στη συνέχεια ότι «η αγάπη είναι καρπός της πίστεως»96, ότι αυτή προέρχεται αυτονόητα από το δένδρο της πίστεως97 και ακόμη ότι η αγάπη προς το Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον «πηγάζουν» από την πίστη σαν από την πηγή τους98.
 
Μετά απ' όσα λέχτηκαν παραπάνω για τη σχέση της πίστεως με τα έργα της αγάπης γεννιέται εύλογα το ερώτημα: Σε τελευταία ανάλυση είναι τα καλά έργα αναγκαία κατά το Λούθηρο για τη σωτηρία του ανθρώπου ή όχι; Ο Λούθηρος απαντά στο ερώτημα αυτό καταφατικά δίνοντας όμως και τις απαραίτητες διευκρινίσεις. «Τα έργα είναι αναγκαία για τη σωτηρία», σημειώνει χαρακτηριστικά και διευκρινίζει αμέσως, «αλλά αυτά δεν ενεργούν τη σωτηρία, δεν είναι αιτία της σωτηρίας»99. Πώς όμως εννοεί ο Λούθηρος την αναγκαιότητα των καλών έργων; Τα έργα σώζουν εξωτερικώς, λέει ο Λούθηρος εξηγώντας την προκλητική θέση του για την αναγκαιότητα των καλών έργων, δηλαδή δείχνουν ότι είμαστε δικαιωμένοι και ότι υπάρχει στον άνθρωπο εκείνη η πίστη, η οποία σώζει εσωτερικώς. Και συνοψίζει επιγραμματικά: «Τα έργα είναι αναγκαία για να δείξουν ότι είμαστε δικαιωμένοι»100. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Λούθηρος υποστηρίζει ότι τα καλά έργα οφείλουν να ακολουθούν την πίστη κατά την ίδια φυσική αναγκαιότητα, που η σκιά ακολουθεί το σώμα101. Τελι­κώς ο Λούθηρος βλέπει μια τριπλή αναγκαιότητα των καλών έργων. Τα καλά έργα είναι αναγκαία για να βεβαιώνουν την πίστη αποδεικνύοντας έτσι την πραγματωμένη σωτηρία, είναι αναγκαία γιατί δοξάζουν το Θεό Πατέρα και τέλος είναι αναγκαία γιατί υπηρετούν τον πλησίον102.
 
Η θεώρηση των καλών έργων από το Λούθηρο αποτελεί τον αντίποδα της αντίστοιχης ρωμαιοκαθολικής θεωρήσεως και είναι πλήρως εναρμονισμένη με την όλη σωτηριολογία του. Ενώ δηλαδή ο Ρωμαιοκαθολικισμός κινούμενος μέσα σε ηθικά και νομικά πλαίσια προσδίδει σωστική σημασία στα καλά έργα μειώνοντας έτσι τη σωτηριολογική σημασία της θείας χάριτος, ο Λούθηρος με την πλήρη αντίθεσή του προς τη ρωμαιοκαθολική θεώρηση των καλών έργων πετυχαίνει μια ακόμη δυναμική έξοδο από το σχολαστικό και δικαιικό πνεύμα της ρωμαιοκαθολικής σωτηριολογίας.
 
Την έξοδο αυτή την πραγματοποιεί ο Λούθηρος σε δύο κυρίως σημεία. Το πρώτο σημείο αφορά την εξάρτηση των καλών έργων από τα νέα οντολογικά δεδομένα του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου. Το δεύτερο σημείο που συνδέεται άρρηκτα με το πρώτο, το οποίο και προϋποθέτει, αφορά τη θεώρηση των καλών έργων ως ενεργουμένων αποκλειστικώς από τη θεία χάρη. Έτσι φαίνεται να προσεγγίζει κάπως την ορθόδοξη θεώρηση των καλών έργων. Η προσέγγιση όμως αυτή είναι, όπως θα δούμε παρακάτω, μερική και μάλλον επιφανειακή.
 
Καταρχήν ως προς το πρώτο σημείο έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Ο Ρωμαιοκαθολικισμός ως γνωστόν δεχόμενος τη φυσική αρτιότητα και υγεία του μεταπτωτικού ανθρώπου και έχοντας ηθική και νομική αντίληψη της σωτηρίας εξαρτά τα καλά έργα από τις φυσικές δυνατότητες του ανθρώπου και τα θεωρεί ως αξιόμισθα103. Θεωρεί δηλαδή ότι τα καλά έργα έχουν συναλλαγματική αξία σε σωτηριολογικό επίπεδο. Η αντίληψη αυτή εξυπηρετεί άριστα το Ρωμαιοκαθολικισμό να διαχειρίζεται τις αξιομισθίες με τις παπικές αφέσεις καθιστώντας έτσι αναγκαία την όλη εκκλησιολογική δομή του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αντίθετα ο Λούθηρος εξαρτώντας τη θεώρησή του από βιβλικές προϋποθέσεις αμφισβητεί την παπική εξουσία, απορρίπτει τις φιλοσοφικές και δικανικές προϋποθέσεις του Ρωμαιοκαθολικισμού και εντάσσει τα καλά έργα μέσα σε οντολογικά πλαίσια. Για την πραγμάτωση δηλαδή των καλών έργων προϋποθέτει τη δικαίωση και ανακαίνιση του ανθρώπου. Στηριζόμενος βιβλικά στο Μθ 7,18104 προτάσσει την οντολογία έναντι της ηθικής και εύλογα υποστηρίζει ότι «τα καλά έργα δεν κάνουν το πρόσωπο καλό και ότι πρέπει πρώτα το πρόσωπο να είναι καλό, για να μπορούν και τα έργα να είναι καλά». 
 
Η θέση αυτή του Λουθήρου για τις οντολογικές προϋποθέσεις των καλών έργων είναι σύμφωνη με την ορθόδοξη θεώρηση. Όταν όμως ο Λούθηρος εξαιτίας των ανθρωπολογικών προϋποθέσεών του υποστηρίζει ότι η αμαρτία παραμένει στον άνθρωπο μετά το βάπτισμα, απομακρύνεται από την ορθόδοξη διδασκαλία γιατί ουσιαστικά αρνείται τη δυνατότητα του ανθρώπου και μέσα στα νέα οντολογικά δεδομένα να κάνει πραγματικώς καλά έργα. Τα καλά έργα του ανθρώπου γι' αυτόν είναι δηλητηριασμένα από τη φιλαυτία του, από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί, μια και η φύση του παραμένει διεστραμμένη και ο ίδιος είναι πνευματικώς ανάπηρος. Καλούς και υγιείς καρπούς μπορεί να δώσει μόνον ένα δένδρο που είναι καλό και υγιές. Τέτοιες όμως προϋποθέσεις πλήρους υγείας κατά την παρούσα ζωή υποστηρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι ο Λούθηρος, όπως θα γίνει τούτο πληρέστερα σαφές στην επόμενη παράγραφο και στο τέταρτο κεφάλαιο της εργασίας μας.
 
Το δεύτερο σημείο εξόδου του Λουθήρου από τα σχολαστικά πλαίσια της ρωμαιοκαθολικής σωτηριολογίας θα μπορούσε να συνοψιστεί στο γεγονός ότι ο Λούθηρος θεωρεί τα καλά έργα ως σημεία, και καρπούς της ζωντανής πίστεως και κατά συνέπεια καρπούς του αγίου Πνεύματος, αφού και η πίστη αποτελεί γι' αυτόν δωρεά και καρπό του αγίου Πνεύματος. Άλλωστε και απερίφραστα υποστηρίζει ο Λούθηρος ότι τα καλά έργα πηγάζουν από τη δωρηθείσα στον πιστό δύναμη της χάριτος του αγίου Πνεύματος, γι' αυτό ακριβώς και ο πιστός κατά την πραγμάτωση των καλών έργων δεν είναι ο ενεργών αλλά ο ενεργούμενος από τη θεία χάρη. Εύλογα κατά συνέπεια απορρίπτει κάθε αξίωση του ανθρώπου για οποιαδήποτε αμοιβή των καλών έργων του και κατ' επέκταση εύλογα αρνείται τη σωστική σημασία τους εξαρτώντας παράλληλα τη δικαίωση και σωτηρία του ανθρώπου μόνο από τη χάρη του Θεού διά της πίστεως. Ο Λούθηρος δηλαδή, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Μ. Weber, απέρριψε τα καλά έργα ως μέσα εξαγοράς της σωτηρίας και τα μετέβαλε σε μέσα βεβαιώσεώς της105, αφού αυτά αποδεικνύουν κατά το Λούθηρο την πραγματωμένη σωτηρία.
 
Και η παραπάνω θεώρηση των καλών έργων από το Λούθηρο προσεγγίζει ως προς ένα βαθμό τη θεώρηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού και αυτή εξαρτά τα καλά έργα από τη ζωντανή πίστη και τα αποδέχεται ως καρπό της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Πιο συγκεκριμένα η Ορθόδοξη Εκκλησία προσδίδει στα καλά έργα σωτηριολογική σημασία, επειδή τα θεωρεί ως εκφραστικά μέσα της πίστεως. Αυτά δηλαδή είναι εκείνα που βεβαιώνουν τη ζωτικότητα και γνησιότητα της πίστεως, με την οποία και βρίσκονται σε οργανική και λειτουργική σχέση. Άλλωστε χωρίς αυτή τη λειτουργική σχέση των έργων με την πίστη η πίστη διαψεύδεται, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου: «ώσπερ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν εστιν, ού­τως και η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστιν»106. Αλλά τα καλά έργα κατά την ορθόδοξη θεώρηση είναι καρπός του αγίου Πνεύματος, όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «Ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραΰτης, εγκράτεια»107. Μέχρι το σημείο αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σύμφωνη με το Λούθηρο. Η βασική όμως διαφοροποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Λούθηρο βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτή για την πραγμάτωση των καλών έργων προϋποθέτει απαραιτήτως τη συνεργία του ανθρώπου. Την πνευματική αυτή εμπειρία της Ορθόδοξης Ανατολής βεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος -για να παραμείνουμε μόνο σ' αυτόν- με τη χαρακτηριστική ερμηνεία του στο παραπάνω παύλειο χωρίο. «Διά τί καρπόν καλεί του Πνεύματος;» ρωτά ο Χρυσόστομος και απαντά ο ίδιος, πως τα έργα «τα καλά ου της ημετέρας επιμελείας δείται μό­νον, αλλά και της του Θεού φιλανθρωπίας»108. Η αρχή της συνεργίας αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της ορθόδοξης πνευματικότητας που κάνει κατανοητή και την άσκηση στα πλαίσια της Ορθοδοξίας. Αλλά στη συνεργία θα αναφερθούμε ειδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο.
 
Εδώ γεννιέται εύλογα το εξής ερώτημα: Πώς θα μπορούσε να αιτιολογηθεί στην προκειμένη περίπτωση η θεώρηση αυτή για τα καλά έργα που αποκλείει την οποιαδήποτε συνεργία του ανθρώπου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανθρωπολογική διδασκαλία του Λουθήρου. Ο Λούθηρος δηλαδή, αφού αρνήθηκε την ελευθερία της θελήσεως του ανθρώπου υποστηρίζοντας το servum arbitrium, ήταν φυσικό να αποκλείσει την ελεύθερη ανθρώπινη συνεργία στην πραγμάτωση των καλών έργων και να τα θεωρήσει αποκλειστικώς ως έργα της χάριτος του Θεού. Έτσι η θεώρηση του Λουθήρου για τα καλά έργα είναι απόλυτα συνεπής με τη γενικότερη σωτηριολογία του, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος σώζεται με μόνη την πίστη και με μόνη τη θεία χάρη.

____________________________________________________

1. «ει δε θέλεις εις την ζωήν εισελθείν, τήρει τας εντολάς. Λέγει αυτώ· ποίας; ο δε Ιησούς έφη· το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
2. Βλ. WA 6/204,1 εξ.
3. Βλ. TR 1/32,7.
4. Βλ. WA 18/754,32 κ.εξ.
5. Βλ. WA 23/189,23 εξ.
6. Βλ. WA 23/189,19 εξ.
7. Βλ. WA 1/649,28 κ.εξ. 2/539,5.
8. Βλ. WA 3/291,9. Τη θέση αυτή επεξεργάζεται ιδιαίτερα ο Peters παραθέττοντας πλήθος χωρίων του Λουθήρου. Βλ. Α. Peters, Glaube und Werk. Luthers Rechtfertigungslehre im Lichte der Heil. Schrift, Hamburg 1962, σ. 83-89.
9. Βλ. WA 10ΙΙΙ/279,10 κ.εξ. 18/693,38 κ.εξ.
10. Βλ. WA 7/559,25.
11. Βλ. WA 18/694,17 εξ.
12. WA 30ΙΙ/659,30.
13. Κατά τη ρωμαιοκαθολική άποψη τα καλά έργα που γίνονται με τη δύναμη της χάριτος είναι ενώπιον του Θεού αξιόμισθα δυνάμει της αξιομισθίας του Χριστού. Βλ. σχετικώς στο Decretum de justificatione της συνόδου του Τριδέντου can. 31 και 32. DS 1581 και 1582.
14. Βλ. WA 43/178,34.
15. WA 30ΙΙ/659,32 εξ.
16. Βλ. Ρωμ. 3,28: «λογιζόμενα γαρ δικαιούσθαι πίστει άνθρωπον χωρίς έργων νόμου».
17. Βλ. Ιακ. 2,24: «οράται ότι εξ έργων δικαιούται άνθρωπος και ουκ εκ πίστεως μόνον». 2,15: «μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν;» και 2,17: «ούτως και η πίστις, εάν μη έχη έργα, νεκρά εστιν καθ' εαυτήν».
18. TR 3, αριθμ. 3292. Εδώ δεν πρόκειται για αντίθετες διδασκαλίες αλλά για δύο όψεις του ίδιου πράγματος. Η διαφορά είναι φαινομενική. Και οι δύο Απόστολοι εκφράζουν το ίδιο περιεχόμενο της δικαιώσεως με διαφορετικό όμως τρόπο. Και για τους δύο η δικαίωση από την πλευρά του ανθρώπου εξαρτάται τόσο από την πίστη όσο και από τα έργα του. Για τη δικαίωση δηλαδή όπως την εννοεί ο απόστολος Παύλος είναι αρκετή η πίστη, η πίστη όμως εκείνη που είναι ζωντανή και φανερώνεται με έργα αγάπης. Στον απόστολο Ιάκωβο πάλι για τη δικαίωση δεν είναι αρκετή η πίστη, η πίστη όμως η νεκρή. Χρειάζονται γι' αυτό έργα της αγάπης που εμπεριέχουν τη ζωντανή πίστη.
19. «εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σαρξ ενώπιον αυτού».
20. «ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν εστιν, ούτω και η πίστις χωρίς έργων νεκρά εστιν».
21. Τα έργα της πίστεως τα ονομάζει ο Λούθηρος και έργα της χάριτος. Βλ. WA 56/248,33.
22. WA 56/248,10 εξ.
23. WA 56/249,10.
24. WA 56/255,15 εξ.
25. Βλ. WA 56/259,2 εξ. Πρβλ. 254,19 κ.εξ.
26. Βλ. Η. Hubner, Rechtfertigung und Heiligung im Luthers Romerbriefvorlesung, Witten 1965, σ. 146.
27. WA 56/254,23 εξ.
28. Βλ. WA 56/271,11 κ.εξ.
29. Βλ. WA 40ΙΙ/466,1 εξ. Πρβλ. 40Ι/224,28.
30. O Λούθηρος αναφέρεται στα χωρία Β' Κορ. 5,17 και Ιακ. 1,18.
31. WA 39Ι/45,1 έξ.
32. Βλ. ό.π.
33. Βλ. Θέση 69 στο WA 39Ι/48.
34. Βλ. Θέση 44 στο WA 39Ι/204.
35. Βλ. WA 39Ι/282,11.
36. WA 7/32,7 εξ.
37. Βλ. WA 4/3,33 εξ. Πρβλ. 39Ι/283,9.
38. WA 39Ι/69,16. Πρβλ. 39Ι/69,33.
39. Η πρόταξη αυτή της οντολογίας έναντι της ηθικής χαρακτηρίζει γενικότερα την όλη σωτηριολογία του Λουθήρου. Ειδικότερα για τις οντολογικές προϋποθέσεις των καλών έργων βλ. R. Mehl, Die Freiheit im Denken der Reformation, στο TRE 11 (1983), σ. 515.
40. Βλ. WA 391/282,7 εξ.
41. Ο Λούθηρος αποδίδει ελεύθερα το κείμενο από το έργο του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, II, 1, 1103b: «α γαρ δει μαθόντας ποιείν, ταύτα ποιούντες μανθάνομεν, οίον οικοδομούντες οικοδόμοι γίνονται και κιθαρίζοντες κιθαρισταί. ούτω δη και τα μεν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τα δε σώφρονα σώφρονες, τα δ' ανδρεία ανδρείοι».
42. Βλ. WA 30ΙΙ/661,19 κ.εξ.
43. Βλ. WA 30ΙΙ/659,5.
44. WA 56/268,4 εξ. Εδώ είναι φανερός ο περσοναλιστικός χαρακτήρας της σκέψεως του Λουθήρου.
45. WA 39Ι/283,18.
46. Βλ. WA 7/32,31 κ.εξ.
47. Βλ. Γαλ. 2,16: «ειδότες ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως Χριστού Ιησού».
48. Βλ.Α' Πέτρ. 1,17.
49. Βλ. WA 12/289-90.
50. Βλ. WA 391/254,27.
51. Βλ. Γαλ. 5,6: «εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά πίστις δι' αγάπης ενεργουμένη».
52. Βλ. WA 9/407,40 εξ.
53. Βλ. WA 3011/663,5 κ.εξ. Αυτήν ακριβώς την διδασκαλία καταδίκασε κατά την Αντιμεταρρύθμιση η σύνοδος του Τριδέντου σημειώνοντας χαρακτηριστικώς τα εξής: «Αν κάποιος ομολογεί ... ότι τα καλά έργα είναι μόνον καρποί και σημεία της αποκτηθείσας δικαιώσεως και όχι αιτία για την αύξηση της δικαιώσεως, να είναι αφορισμένος». Βλ. Decretum de justificatione, κανόνας 24. DS Αριθμ. 1574.
54. Βλ. WA 1/227,1 εξ.
55. WA 7/231,7.
56. Βλ. WA 7/231,8 εξ.
57. Βλ. WA 39Ι/46, Θέση 30.
58. Βλ. WA 40Ι/266,3 εξ.
59. Ιακ. 2,17.
60. Βλ. WA 40Ι/266,7. Πρβλ. WA 40Ι/274,3 εξ.
61. Βλ. WA 6/205,9 εξ.
62. WA 10ΙΙΙ/287,20 εξ.
63. Βλ. WA 7/26,10.
64. WA 7/26,13.
65. WA 5/392,26.
66. Βλ. WA 6/391 Θέση 3η.
67. Βλ. WA 56/274,11 κ.εξ. Πρβλ. WA 18/754,32 εξ.
68. Βλ. WA 7/445,18.
69. Βλ. WA 7/32,2 κ.εξ.
70. Βλ. Ρωμ. 14,23: «παν ο ουκ εκ πίστεως αμαρτία εσπν».
71. Βλ. WA 6/206,8 εξ.
72. Βλ. WA 7/231,4.
73. Βλ. WA 45/328,5.
74. Βλ. WA 16/187,26.
75. WA 6/204,17.
76. Βλ. Ιω. 6,28-29: «είπον ουν προς αυτόν. τί ποιώμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα του θεού; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· τούτο ε­στιν το έργο του θεού, ίνα πιστεύητε εις ον απέστειλεν εκείνος»·
77. Βλ. WA 6/204,19 εξ.
78. WA 6/212,34.
79. WA 56/419,19 εξ.
80. Βλ. CA 3,4 · 5,2.
81. Βλ. WA 16/462,30-463,5. Βλ. σχετικώς Η. J. Iwand, Rechtfer-tigungslehre und Christusglaube. Eine Untersuchung zur Systematik der Rechtfertigungslehre Luthers in ihren Anfangen, Leipzig 1930, σ. 12-13.
82. Βλ. WA 391/90,16.
83. Βλ. WA 5/394,33.
84. Βλ. WA 6/209,37.
85. Βλ. WA 391/91,9 εξ.
86. Βλ. WA 6/209,34.
87. Βλ. WA 5/394,33.
88. Βλ. WA 39Ι/91,3.
89. WA 39Ι/98,24.
90. Βλ. WA 39Ι/90,17 εξ.
91. WA 39ΙΙ/248,11.
92. WA 32/423,38.
93. WA 32/424,23.
94. WA 40/2,37 εξ.
95. Βλ. WA 7/38,2 εξ.
96. WA 39Ι/318,17 εξ.
97. Βλ. WA 39Ι/46,28.
98. Βλ. WA 7/36,3 εξ.
99. WA 39Ι/254,5 εξ. Σε άλλο σημείο ο Λούθηρος υποστηρίζει ότι τα έργα είναι αναγκαία αλλά όχι για τη σωτηρία. Βλ. WA 391/225,3 εξ.
100. WA 391/96,6 εξ. Βλ. σχετικώς R. Mau, Der Gedanke der Heilsnotwendigkeit bei Luther, Berlin 1969, σ. 80-84.
101.Βλ. WA 25/324,5.
102.Βλ. WA 39Ι/224,1 κ.εξ.
103.Ακραία συνέπεια της αντιλήψεως αυτής ήταν να διακριθούν τα καλά έργα από τους Ρωμαιοκαθολικούς σε υποχρεωτικά που είναι αναγκαία για τη σωτηρία και σε προαιρετικά που δεν είναι αναγκαία. Στα πρώτα αναφέρονται οι ευαγγελικές εντολές που αφορούν όλους τους πιστούς, ενώ στα δεύτερα αναφέρονται οι ευαγγελικές συμβουλές και προτροπές που αφορούν μόνον ορισμένους πιστούς. Οι συμβουλές και οι προτροπές, όπως είναι λόγου χάρη η άσκηση των αρετών της ακτημοσύνης, της παρθενίας, της υπακοής κλπ., όταν τηρούνται από τους πιστούς, συνιστούν τα υπέρτακτα έργα και έχουν ως συνέπεια περίσσειες αξιομισθίες. Σύμφωνα με την άποψη αυτή οι περίσσειες αυτές αξιομισθίες μπορούν να διατίθενται από τον πάπα «για την ολική ή μερική άφεση της πρόσκαιρης ποινής που οφείλεται για τις αμαρτίες», όπως αποφάνθηκε χαρακτηριστικά ο πάπας Κλήμης ΣΤ' το 1345. Εδώ πρόκειται για τις γνωστές αφέσεις και τα συγχωροχάρτια («indulgentiae»), που πουλιόταν το Μεσαίωνα στους πιστούς και προκάλεσαν την οργή του Λουθήρου και την αφορμή της Μεταρρυθμίσεως.
Ως προς τη ρωμαιοκαθολική αυτή άποψη για τα αξιόμισθα έργα θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε επιγραμματικά ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία εντάσσει όλα τα καλά έργα - ανεξάρτητα από το πλήθος και τη σπουδαιότητά τους - μέσα στα πλαίσια της υποχρεώσεως του ανθρώπου απέναντι στην άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό παραμένει σύμφωνη στην πράξη με τη ρητή διδασκαλία του Χριστού: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λκ 17,10). Επομένως κανένα καλό έργο δεν είναι αξιόμισθο και δεν προσφέρει δικαιωματικά την αιώνια ζωή, γι' αυτό και κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί βάσιμα, όταν πραγματώνει τα καλά έργα.
104.«ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ενεγκείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ενεγκείν».
105.Βλ. Μ. Weber, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού (μετάφρ. Μ. Κυπραίου), Αθήνα 1978, σ. 96.
106.Ιακ. 2,26.
107.Γαλ. 5,22-23.
108.Ομιλία εις Γαλάτας 5,6, PG 61,673-674. Για τη σχέση πίστεως και έργων βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 84-96.
 
Πηγή: impantokratoros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου