Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Η Θεοτόκος και το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας στην ερμηνεία των νηπτικών πατέρων

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΜΑΝ


Θα μου επιτρέψετε μια πιο προσωπική, πιο ανθρώπι­νη προσέγγιση του θέματος, παρ' όλο που βρισκόμαστε σ' ένα αυστηρά επιστημονικό συνέδριο. Έχω ιδιαίτε­ρους λόγους να το κάνω. Ο σημαντικότερος απ' αυτούς είναι η ίδια η επαφή με τους νηπτικούς πατέρες, με τα συγγράμματά τους, που μου υπαγόρευσε κατά κάποιο τρόπο αυτό το προσωπικό τόνο στην διαπραγμάτευση του θέματος.

Γι' αυτό ακριβώς, πριν περάσω στην διαπραγμάτευ­ση του θέματος, θα ήθελα να εκφράσω την βαθειά συγκί­νηση την οποία αισθάνομαι βρισκόμενος για πρώτη φο­ρά στους Αγίους Τόπους, στα Θεοβάδιστα αυτά μέρη, ό­που βάδισαν όχι μόνο τα ουράνια βήματα του Αρχαγγέ­λου Γαβριήλ, τα άχραντα βήματα της Παναγίας και των άλλων προσωπικοτήτων της Ιεράς Βιβλικής Ιστορίας, αλλά ακόμη εκείνα του Ιδίου του Θεανθρώπου, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Δοξάζω τον Πανάγαθο Θεό για το μεγάλο αυτό δώρο και ευχαριστώ θερμότατα τους οργανωτές του παρόντος πανορθοδόξου επιστημονικού συνεδρίου.

Ο λόγος που με οδήγησε στην επιλογή αυτού του θέματος υπήρξε η επιθυμία μου να εκφράσω, με την ευ­καιρία του πρώτου προσκυνήματος στους Αγίους Τό­πους, την ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη μου, της οικο­γενείας μου και των πιστών της ενορίας μου προς την Μητέρα του Θεού, προς την Δέσποινα του κόσμου για τις πλούσιες ευλογίες και ευεργεσίες Της προς εμάς. Και είχα την διαίσθηση ότι καταλληλώτερα και εκφραστικώτερα λόγια απ' αυτό το σκοπό δεν θα έβρισκα άλ­λα απ' εκείνα των νηπτικών πατέρων.

Και πράγματι, αυτά που βρήκα για την Θεοτόκο και την Μητέρα του Θεού στους νηπτικούς φιλοκαλικούς πατέρες ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες μου.

Σ' αυτό το σημείο οφείλω μια διευκρίνιση. Με τον όρο νηπτικοί ή φιλοκαλικοί πατέρες, εννοώ όχι μόνο εκείνους τους Πατέρες των οποίων τα συγγράμματα απο­τελούν την γνωστή Φιλοκαλία, αλλά όλους τους Πατέ­ρες της Εκκλησίας που εντάσσονται στη συνεχή αγιοπνευματική θεολογική παράδοση, η οποία αρχίζει με την πρώτη Εκκλησία, με τα ίδια τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Θα ήταν ίσως καλύτερα να μιλήσουμε για μια νηπτική ή φιλοκαλική θεολογία, εννοώντας εκείνη την θεολογία η οποία πηγά­ζει από την βίωση της Θείας Χάριτος και προσπαθεί να εκφράσει την εμπειρία της μέθεξης στον κόσμο του Θε­ού, στη Βασιλεία των ουρανών.

Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η πρώτη συλλογή φιλοκαλικών κειμένων διευρύνθηκε κατά καιρούς. Θα αναφέ­ρω μόνο το γεγονός ότι η ρουμανική έκδοση της Φιλοκαλίας -η οποία οφείλεται στον μακαριστό μεγάλο φιλοκαλικό θεολόγο π. Δημήτριο Στανιλοάε- έχει δώδε­κα τόμους. Ενώ, προσωπικά, πιστεύω ότι, κείμενα συγ­χρόνων νηπτικών πατέρων μπορούν να εισαχθούν χωρίς καμία επιφύλαξη στην καθιερωμένη μεν, αλλά όχι κλει­στή, σειρά των φιλοκαλικών κειμένων. Αναφέρω ενδει­κτικά τα βιβλία του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, καλούμενον Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας και του ανωνύμου ησυχαστού, Νηπτική Θεωρία, το οποίο είχα την ευλογία να μετα­φράσω στην ρουμανική γλώσσα.

Επανέρχομαι και σημειώνω το πραγματικά ξεχωρι­στό ενδιαφέρον που δείχνουν οι νηπτικοί πατέρες στο πρόσωπο της Μητέρας του Θεού και στο ρόλο Της στο μυστήριο της ενσάρκου θείας οικονομίας.

Ταυτόχρονα, διαπιστώνει κανείς μία ιδιαίτερη οικειότητα αυτών των αγίων Πατέρων προς το πρόσωπο της Παναγίας. Εξάλ­λου, είναι γνωστό ότι στην ορθόδοξη ανατολική θεολο­γική παράδοση δεν γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στο πρόσωπο και το έργο του ίδιου προσώπου. Αυτό εξηγεί γιατί, η θεώρηση και η εκτίμηση του έργου του Χριστού, της Παναγίας ή των αγίων της Εκκλησίας, οδη­γούν τον ερευνητή σε ένα έντονο ενδιαφέρον για το πρό­σωπο εκείνων και τελικά στην επιθυμία μιας προσωπι­κής αγαπητικής σχέσης μ' αυτούς. Η προσοχή των φιλοκαλικών πατέρων επικεντρώνεται, πρώτα απ' όλα στο ίδιο το πρόσωπο της Παναγίας, γι' αυτό κάθε αναφορά σ' Αυτήν προϋποθέτει μια προσωπική σχέση και μια προσωπική τοποθέτηση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι μοναχοί της αθωνικής πολιτείας αισθάνονται εκεί σαν το Περιβόλι της Παναγίας και ότι όλοι οι ορθόδο­ξοι μοναχοί έχουν την Θεοτόκο ως Προστάτισσα.

Την ίδια ευλάβεια και οικειότητα προς το πρόσωπο της Μητέρας του Θεού συναντάμε στην ζωή των απλών πιστών μας. Ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ρουμάνους πνευματικούς, ο π. Παΐσιος Ολάρου, έλεγε ότι ο πατέρας του, απλός αγρότης, ήξερε απ' έξω τον πα­ρακλητικό κανόνα προς την Θεοτόκο και τον έλεγε κα­θημερινά, ενώ ο ίδιος ο πατήρ Παΐσιος συμβούλευε όλους τους πιστούς να ζουν κάθε μέρα με την συνείδηση ότι βρίσκονται στην αγκαλιά της Παναγίας. Αυτή η ι­διαίτερη ευλάβεια των πιστών προς την Παναγία είναι μία φυσιολογική συνέπεια, και συνέχεια ταυτόχρονα, της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, όπου η Θεοτό­κος κατέχει μια κεντρική θέση, αλλά είναι και μια βέβαιη απήχηση της φιλοκαλικής νηπτικής θεολογίας και πνευματικότητας(1).

Οι φιλοκαλικοί πατέρες αναπτύσσουν μία πλουσιό­τατη μαριολογία ή, μάλλον σωστότερα, μία πλουσιότα­τη θεοτοκολογία(2) παρ' όλο που όπως είναι γνωστό και λέχθηκε κιόλας εδώ, οι βιβλικές αναφορές στην Παναγία είναι λίγες. Θα περιορισθούμε σε μερικές μόνο πτυχές του θέματος, για να κλείσουμε με σύντομα συμπερά­σματα.

Καταρχήν, μπροστά στο μυστήριο του Προσώπου της Μητέρας του Θεού, οι πατέρες ομολογούν την αδυναμία τους να εκφράζουν αυτά που αισθάνονται και βιώνουν και δεν βρίσκουν άλλη κατάλληλη γλώσσα παρά την υμνολογική, την δοξολογική.

Γράφει ενδεικτικά ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος και ανακεφαλαιώνει, συνοψίζει και αυξάνει την μέχρι αυτόν αντίστοιχη νηπτική παράδοση:

''Εις την υπόθεσιν της ανωτέρας πάντων των αγίων Μητρός του Θεού... όχι μόνο ένας ρήτωρ, ο πλέον δια­λεκτός από όλους, δεν ήθελε φθάσει να εγκωμιάση κατ' αξίαν, αλλά αν ήταν δυνατόν να ευρεθούν και να γενούν ένα στόμα όλοι όσοι εσώθησαν με τον άφθορον τόκον της, πάλι δεν ήθελε φθάσουν ουδέ εις το ελάχιστον.

Διό­τι, ανίσως και όλη η κτίσις δεν είναι ικανή να προσφέρη εις Αυτήν καν σήμερον δοξολογίαν, ωσάν έγινε μήτηρ του Κτίστου των απάντων, πώς ήθελε είναι ικανή η δύναμις μόνων των ανθρώπων, καν και ολονών είπης, να δοξολογήση τα μεγαλεία της;

Και δεν ήθελε φανή ωσάν μικροτάτη ρανίδα έμπροσθεν εις μίαν άβυσσον δόξης; Ποίος νους ήθελε δυνηθή, δεν λέγω να χωρήση μέσα εις το βάθος αλλ' ουδέ όλως να παρακύψη, καν εις τα προαύλια της θείας ταύτης σκηνής, δηλαδή της Παρθένου, εις την οποίαν εκατοίκησεν ο υπεράνω πάντων των ό­ντων Θεός. ο των ουρανών Βασιλεύς(3)...

Αλλού, ο ίδιος Πατήρ λέγει, θαυμάζοντας το έργο που τελείται από τον Ίδιο τον Θεό μέσα από το πρόσω­πο της Παναγίας:

''Αλλ' ω Θεομήτωρ Παρθένε, και ποίος λόγος δύνα­ται να επαινέση το θείον σου κάλλος; Επειδή τα ειδικά σου χαρίσματα δεν περιορίζονται από λόγους και νοή­ματα, διότι υπερβαίνουν κάθε λόγον και διάνοιαν... Έτσι εσκήνωσε σ' αυτήν απορρήτως και από αυτήν προήλθε σαρκοφόρος ο Λόγος του Θεού, θεουργώντας την φύση μας και χαρίζοντάς μας κατά τον θείον απόστολο αγαθά «στα οποία επιθυμούν να παρακυττάζουν άγγελοι». Κι αυτό είναι το υπερφυές εγκώμιο και η υπέρδοξη δόξα αυτής της αειπαρθένου, ενώπιον της ο­ποίας ηττάται κάθε νους και λόγος, ακόμη και αγγελικός αν είναι. Τα δε μετά την απόρρητη γέννηση ποίος λόγος θα μπορέσει να εκφράσει(4);

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, βλέποντας ότι κάθε «ύμνος ηττάται συνεκτείνεσθαι σπεύδων» απέναντι στα μεγαλεία της Θεοτόκου, καταλήγει:

Έστι μεν ανθρώπων ουδείς, ος κατ' αξίαν την θεομήτορα ευφημήσαι δυνήσεται, ουδ' ει μύριαι γλώσσαι συνέλθοιεν, των καθηκόντων επαίνων εφίκοιντο. Πάντα γαρ αυτή θεσμόν εγκωμίων υπέρκειται...(5)

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος και έ­γραψε χιλιάδες σελίδες για την Μητέρα του Θεού, γρά­φει και τα παρακάτω, τα οποία απηχούν την θεολογία των μεγάλων φιλοκαλικών πατέρων Μαξίμου του Ομολογητού, Ανδρέου Κρήτης και Γρηγορίου Παλαμά, και εξηγεί ότι αυτός ο θαυμασμός μπροστά στα μεγαλεία της Παναγίας οφείλεται στο μοναδικό Της ρόλο στην ένσαρκον οικονομία του Θεού:

''Αν τα εννέα τάγματα των αγγέλων ήθελον κρημνισθή από τους ουρανούς, και να γενούν δαίμονες. Αν όλοι οι άνθρωποι εγένοντο κακοί. Αν όλα τα κτίσματα, ουρανός, φωστήρες, ιερείς, ζώα, ήθελον αποστατήσει κατά του Θεού. Όλαι αυταί αι κακίαι των κτισμάτων συγκρινόμεναι με το πλήρωμα της Αγιότητος της Θεοτόκου δεν εδύναντο να λυπήσουν τον Θεόν.

Διότι μόνη η Κυρία Θεοτόκος ήτο ικανή να τον ευχαρίστηση κατά πάντα. Αυτή μοναχή, σταθείσα ανάμεσον Θεού και αν­θρώπων, τον μεν Θεόν υιόν ανθρώπου εποίησε, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού. Χωρίς την μεσιτείαν αυτής κανέ­νας, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, δύναται να πλησίαση εις τον Θεόν, επειδή και αυτή ευρίσκεται μόνον μεθόριον αναμεταξύ της ακτίστου και κτιστής φύσεως. Αυτή μόνη είναι θεός αμέσως μετά τον Θεόν και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, ως ούσα Μήτηρ αληθώς του Θεού. και Αυτή μοναχή είναι, όχι μόνον ο θησαυροφύλαξ όλου του πλούτου της θεότητος, αλλά και ο διαμοιραστής εις όλους, και αγγέλους και ανθρώπους, όλων των από Θεού διδομένων εις την κτίσιν υπέρ φυσικών ελλάμψεων και θείων και πνευματικών χαρισμάτων.

Και δεν είναι τινάς που να την επεκαλέσθη με πίστιν και να μην του υπήκουσε με ευσπλαχνίαν. Αυτός ο Υιός του Θεού και αγαπητός Υιός της Παρθένου έδωκε τη μητέρα Του δια μητέρα μας και συνήγορον να μας βοηθή προς σωτηρίαν μας.

Μια, πράγματι, τολμηρή γλώσσα, η οποία προκαλεί την αντίδραση των θεολόγων της εποχής και αναγκάζει τον Άγιον Νικόδημο να απαντήσει με μια απολογία. Στην απολογία αυτή θεμελιώνει τις απόψεις του πάνω σε κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, ανάμεσα στους ο­ποίους σημαντική θέση κατέχει ο Άγιος Γρηγόριος Πα­λαμάς.

Από τον εκτεταμένο δεύτερο Λόγο του εις τα Εισόδια της Θεοτόκου αναφέρει και το έξης κείμενο του μεγάλου ησυχαστή θεολόγου.

''Αύτη πρώτη δεχόμενη το πλήρωμα του τα σύμπαντα πληρούντος καθίστησε τοις πάσι χωρητόν κατά το μέτρον της εκάστου καθαρότητος, ώστε προς αυτήν οράν τας ανωτάτω Χερουβικάς Ιεραρχίας, απλώς πάσι τε και πάσαις κατά το μέτρον του προς αυτήν απαθούς και θείου πόθου και του αΰλου και αλήκτου έρωτος έψεται και η του θείου φωτισμού τανότης... Ουκούν αυτή μόνη μεθόριον έστι κτιστής και ακτίστου φύσεως και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν ειμή δι' αυτής. Και ουδέν των εκ Θε­ού δωρημάτων, ειμή δι' αυτής.

Η θεολογική και υμνολογική αυτή τόλμη των νη­πτικών πατέρων βασίζεται όχι μονάχα στην διδασκαλία και στις ιστορικές πληροφορίες περί της Θεοτόκου, αλ­λά κυρίως στην προσωπική εμπειρία της σχέσεώς τους με την ίδια την Μητέρα του Θεού.

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αισθάνεται δειλίαν μπροστά στην δόξα, το κάλλος και τα μεγαλεία της Θεοτόκου, αλλά παίρνει θάρρος ενθυμούμενος τις εμφανίσεις της Παναγίας προς αυτόν και τις πλούσιες δωρεές της, τις οποίες ομολογεί με ευγνωμοσύνη, αφού όταν έγραφε, ήταν νωπές στην μνήμη του.

Και οι χάριτες -γράφει ο άγιος- όπου έλαβον από Αυτήν έως τώρα, και προς τούτας η ακένωτος της Παρ­θένου φιλανθρωπία υπόσχονται να μοι συγχωρήσουν δια τούτο. Επειδή και Αυτή ωσάν μια ψυχή, συγκρατεί ό­λους της τους υπηκόους, και ευρισκομένη πάντοτε κο­ντά εις όλους όπου την επικαλούνται, τελεί πάντα προς το συμφέρον με την ακατάπαυστον προς τον Υιόν της πρεσβείαν, καθώς ημείς εμπράκτως εγνωρίσαμεν, και έχομεν την πίστιν βεβαιοτέραν από τα αγαθά όπου αυτή μας εχάρισεν(8).

Αναφέρουμε ως προς αυτό και μια συγκινητική ενός συγχρόνου νηπτικού πατρός μαρτυρία. Πρόκειται για τον Όσιο Σιλουανό, ο οποίος γράφει σχετικά:

Δεν ψεύδομαι, λέγω την αλήθειαν ενώπιον του Θεού, ότι εν τω πνεύματι γνωρίζω την άχραντον Παρθένον. Δεν είδον Αυτήν, αλλά το Πνεύμα το Άγιον έδωκεν εις εμέ να γνωρίσω Αυτήν και την αγάπην της δι' ημάς. Άνευ της ευσπλαχνίας της, η ψυχή μου θα απώλετο προ πολλού. Εκείνη όμως ηυδόκησε να με επισκεφθή και να με νουθετήση, ίνα μη αμαρτάνω. Είπεν εις εμέ «Δεν εί­ναι αρεστόν εις εμέ να βλέπω τα έργα σου».

Οι λόγοι Αυτής ήσαν ευχάριστοι, ήρεμοι, πράοι, και συνεκίνησαν την ψυχήν. Παρήλθον υπέρ τα τεσσαράκοντα έτη, αλλ' η ψυχή μου δεν δύναται να λησμονήση εκείνην την γλυκείαν φωνήν και δεν γνωρίζω πώς να ευχαριστήσω την αγαθήν ελεούσαν Μητέρα του Θεού. Και. Τί να α­νταποδώσω εγώ εις την Υπεραγίαν Δέσποιναν, Ήτις δεν με απεστράφη βεβυθισμένον εις την αμαρτίαν, αλλά επεσκέφθη εμέ ελεημόνως και με εσυνέτισε.

Το βασικό κίνητρο της προσωπικής αυτής σχέσεως και της θεολογίας ή μάλλον υμνολογίας των νηπτικών πατέρων είναι ο απαθής πόθος τους, που τους ελκύει προς την Παναγία.

Χαίροις, Μαρία, γλυκύτατον της Άννης θυγάτριον -γράφει ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός- προς σε γαρ αύθις ο πόθος ανθέλκει με...

Ο Άγιος Γρη­γόριος Παλαμάς μιλάει και αυτός περί του απαθούς και θείου πόθου και περί του αΰλου και αλήκτου έρωτος.

Ο Άγιος Νικόδημος γράφει πάλι: Ω, γλυκυτάτη και πράγ­μα και όνομα Μαριάμ, τί πάθος είναι τούτο, όπου αισθά­νομαι εις τον εαυτόν μου; εγώ δεν ημπορώ να χορτάσω τους επαίνους των μεγαλείων σου. Όσον γαρ περισσότερον τα επαινώ, τόσο περισσότερον τα ορέγομαι, και ο πόθος μου επ' άπειρον προβαίνει, και η επιθυμία μου ακόρεστος γίνεται. διό και πάλιν επιθυμώ να τα επαινέσω.

Πρόκειται για μια αγαπητική σχέση παρόμοια μ' ε­κείνη που ποθούν οι πατέρες οι φιλοκαλικοί να έχουν με τον Ίδιο τον Θεόν και στην οποία η Παναγία ανταποκρίνεται χωρίς καθυστέρηση. Η ψυχή μου ούτως έλκεται προς Αυτήν δια της αγάπης ώστε και μόνον η επίκλησις του ονόματός της γλυκαίνη την καρδίαν μου.

Άλλος σύγχρονος αγιορείτης μοναχός, ο Αθανά­σιος Ιβηρίτης, εκφράζει με τους ίδιους όρους την χάριν που λαμβάνει η ψυχή του μπροστά στην θεωρία του μυστηρίου της ενσάρκου οικονομίας:

Τρυφή ουράνια και απόλαυσις υπερκόσμιος η στιγ­μή, καθ' ην ο άνθρωπος σκέπτεται το μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας με όργανον την Παναγίαν Παρθένον. Η Μαρία με τον Ιησούν, ο Ιησούς με την Μαρίαν, τα δύο αυτά πάνσεπτα και γλυκύτατα ονόματα, ιδού ο Παράδεισος.

Από αυτή τη βιωματική εμπειρία των νηπτικών πατέρων πηγάζει η αναφερόμενη πλουσιότατη θεοτοκολο­γία ή μαριολογία, η οποία εκφράζεται σε γλώσσα αποφατική, υμνολογική, ποιητική. Η αγάπη τους προς την Παναγία είναι εκείνη που ανοίγει τους πνευματικούς ο­φθαλμούς να γνωρίζουν το μυστήριο. Αδυνατούμε να συλλάβουμε τούτο, διότι ολίγη είναι η αγάπη ημών... λέγει πάλι ο Άγιος Σιλουανός.

Η αγάπη είναι το μοναδικό κίνητρο που ωθεί τους πατέρες να γνωρίζουν το μυ­στήριο και να θεολογούν, επειδή η γνώση και η θεολο­γία γι' αυτούς είναι μέθεξη, είναι συμμετοχή, κοινωνία, αγαπητική σχέση. Απ' εδώ και ο πόθος να γνωρίζουν.

Παρατηρώντας, με κάποιο παράπονο, ότι η Γραφή μας προσφέρει πολύ πενιχρές πληροφορίες για την Παναγία, ο ίδιος όσιος πατήρ γράφει:

Αι ψυχαί ημών έλκονται να γνωρίσουν περί της ζω­ής Σου μετά του Κυρίου επί γης, Συ δε δεν ηυδόκησας να παραδώσης πάντα ταύτα τη Γραφή, αλλ' εκάλυψας δια της σιγής το μυστήριόν Σου. Και συνεχίζει χαρα­κτηριστικά. Η Θεοτόκος δεν παρέδωσε τη Γραφή ούτε τας σκέψεις Της, ούτε την αγάπην της προς τον Θεόν και Υιόν Αυτής, ούτε τας οδύνας της ψυχής Της κατά τον καιρόν της σταυρώσεως, διότι και τότε πάλιν δεν θα ηδυνάμεθα να συλλάβωμεν αυτά.

Η ταπεινοφροσύνη τους από την μια πλευρά, και ο απαθής πόθος τους, από την άλλη πλευρά, οδηγούν τους νηπτικούς πατέρες στην τόλμη να προσεγγίσουν το μυ­στήριο και να το γνωρίσουν, χάρη στην αποκάλυψη την οποία προϋποθέτει η μέθεξη στην θεία πραγματικότητα. Ενδεής είναι ο νους μου και πτωχή και αδύνατος η καρ­δία μου, αλλ' η ψυχή μου χαίρει, και έλκομαι να γράφω έστω και ολίγους λόγους δι' Αυτήν, γράφει ο Άγιος Σιλουανός, εκφράζοντας όλην την νηπτική παράδοση.

Πολύ σημαντικό είναι και το τι ποθούν οι νηπτικοί πατέρες να μάθουν και να γνωρίζουν για την Παναγία. Τίποτα άλλο παρά την αγάπη Της προς αυτούς και προς τους συνανθρώπους τους. Οι νηπτικοί πατέρες δεν ανα­ζητούν θεωρητικές γνώσεις, πληροφορίες, ούτε απαντή­σεις σε επιστημονικές ερωτήσεις. Ως πρόσωπα που αγα­πούν θέλουν να γνωρίσουν και να ζουν την αγάπη του α­γαπημένου προσώπου. Και λαμβάνουν την απάντηση στον πόθο τους αυτό κατά το μέρος της αντίστοιχης πνευματικής τους προετοιμασίας μέσα από μια συνεχή προσωπική θεία αποκάλυψη.

Το μόνο που γράφει και ομολογεί με κάθε βεβαιότη­τα για την Παναγία ο Άγιος Σιλουανός είναι η αγάπη Της για όλο τον κόσμο:

Και παρ' όλον ότι ή ζωή της Θεοτόκου, ως εάν εκαλύπτετο υπό αγίας σιγής, όμως ο Κύριος εφανέρωσεν εις την Εκκλησίαν ημών, ότι Αυτή περιβάλλει όλον τον κόσμον και εν Πνεύματι Αγίω βλέπει όλους τους λαούς της γης, και ως και ο Υιός Της, τους πάντας σπλαχνίζεται και ελεεί. Και κλείνει. Ω, εάν θα γνωρίζομεν ποτέ, οπόσον αγαπά η Παναγία πάντας, όσοι φυλάττουν τας εντολάς του Χριστού, και πόσον λυπείται και θλίβεται δι' εκείνους, οι οποίοι δεν μετανοούν. Τούτο εδοκίμασα εκ πείρας μου.

Η αγαπητική σχέση με την Παναγία την οποία τό­σον ποθούν οι νηπτικοί πατέρες μεταφράζεται σε θεία μέθεξη και κοινωνία. Για όλους, ανεξαιρέτως, η Παναγία είναι η πηγή θείας Χάριτος. Ιδού τι γράφει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής:

Την Θείαν Χάριν προμηθεύει και μοιράζει στον κό­σμο ο Παράκλητος. Και έχει ως πρώτον δοχείον την ανθρώπινή μας φύση που ο Σωτήρας παρέλαβε εκ της Παρ­θένου. Ενώ η ουράνια σκηνή της Μητέρας του Θεού εί­ναι το δεύτερο, αμέσως μετά απ' Εκείνο. Επειδή ο Θείος Λόγος, ο δωρητής δια της φύσεως του Πνεύματός Του γεμίζει μ' Αυτό πρώτο το δικό Του το σπίτι και ναό και έπειτα, από εκεί, το Πνεύμα το Άγιο, πηγάζοντας σαν από πηγή, περνά και στο δεύτερό Του σπίτι και ναό, που είναι η Μήτηρ Του.

Ένας σύγχρονος μακαριστός ρουμάνος μοναχός, ο π. Δοσίθεος Μοράριου, σε σημαντικότατο βιβλίο του περί της θείας Χάριτος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, γράφει αναφορικά με τον ουσιαστικό ρόλο της Παναγίας στην συνεχή σωτήρια θεία οικονομία:

Είναι αδύνατον, και για μας τους ανθρώπους και για τους αγγέλους να γινόμαστε μέτοχοι των δωρεών του Θεού, με άλλο τρόπο, έκτος από την μεσιτεία της Πανα­γίας Θεοτόκου, επειδή η ανθρώπινη σάρκα του Υιού του Θεού είναι ενωμένη με την σάρκα Της. Γι' αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι καθώς ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι' Υιού, το ίδιο και προς τον Υιόν, την πηγή της Χάριτος, ουδείς έρχεται ει μη δια της Μητρός Αυτού.

Και πάλι, ο ίδιος πατήρ γράφει συμπερασματικά: Η Μήτηρ του Θεού, δια τον μοναδικό θεϊκό Της ρό­λο στην ένσαρκον σωτηριώδη οικονομία, με το γεγονός ότι έδωσε σάρκα εκ της σαρκός Της στον Υιό του Θεού, φτάνει στην πιο υψηλή μορφή ενότητος του ανθρώπου με τον Θεό επί της γης, είναι το πρώτο ανθρώπινο πρό­σωπο πλήρως ενωμένο με τον Θεό. Με το να είναι πλή­ρως θεοποιημένη και βρισκόμενη στην κορυφή της ιεραρχίας πάντων των αγίων, Αυτή κατέστη θησαυρός της θείας χάριτος, από τον οποίο κατά την θεία δικαιοσύνη και βουλή λαμβάνουν όλα τα κτίσματα.

Όπως προέκυψε και από τις μέχρι τώρα παραπομπές σε νηπτικά κείμενα, το ενδιαφέρον των νηπτικών πατέ­ρων απέναντι στο πρόσωπο της Παναγίας αφορά όχι μό­νο την συμμετοχή Της στην ενσάρκωση του Λόγου και Υιού του Θεού, αλλά και το παρόν έργο Της στην ζωή τους και γενικά στην ζωή των χριστιανών. Η Παναγία είναι η πρώτη που οι πατέρες επικαλούνται σαν μεσίτρια στις προσευχές τους και, όπως μαρτυρούν οι ίδιοι, Αυτή ανταποκρίνεται με μεγάλη προθυμία.

Σε συνομιλία του με τον Όσιο Μάξιμο τον Καψοκαλύβη, ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης τον ρωτάει εάν κρατεί την νοεράν προσευχήν και λαμβάνει την εξής απάντηση:

Δεν θέλω σου κρύψη, τίμιε Πάτερ, το θαύμα της Θεοτόκου, όπου έγινεν εις εμέ. εγώ εκ νεότητός μου είχον πολλήν πίστιν εις την κυρίαν μου Θεοτόκον και την επαρακαλούσα μετά δακρύων να μου δώση αυτήν την χά­ριν της νοεράς προσευχής. και μίαν των ημερών πηγαί­νοντας εις τον ναόν της, καθώς είχα συνήθειαν, την επαρακαλούσα πάλιν με άμετρον θερμότητα της καρδίας μου. και εκεί όπου ασπαζόμουν με πόθον την αγίαν εικόνα της, παρευθύς αγροίκησα εις το στήθος μου και εις την καρδίαν μου μίαν θερμότητα και φλόγα, όπου ήλθεν από την αγίαν εικόνα, όπου δεν έκαιεν, αλλά με εδρόσιζε και εγλύκαινε και έφερνε εις την ψυχήν μου μεγάλην κατάνυξιν. από τότε πλέον, Πάτερ, άρχισεν η καρδία μου να λέγη από μέσα την προσευχήν και ο νους μου να γλυκαίνεται εις την ενθύμησιν του Ιησού μου και της Θεοτόκου μου και να είναι πάντοτε μαζί με την ενθύμη­σιν αυτών, και πλέον από εκείνον τον καιρόν δεν έλειψεν η προσευχή από την καρδίαν μου. συγχώρησόν μοι.

Κάθε βράδυ όπου επήγαινε δια να κοιμηθή επροσεύχετο, και άρχισε να θερμαίνεται η καρδιά του και να του έρχεται κατάνυξις και να τρέχουν από τα μάτια του, δάκρυα περισσά και να κάνη συχναίς φοραίς γονυκλισίαις πολλαίς και να λέγη και άλλας ευχάς εις την Θεοτόκον με αναστεναγμούς και με πόνον καρδίας. και του εφαίνετο πως παραστέκεται έμπροσθεν εις τον Κύριον σωματικώς...

Θα κλείσω με μερικά σύντομα συμπεράσματα.

1.Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στην νηπτική θεολογία -η οποία είναι αντιπροσωπευτική για την ορθόδοξη θεολογία- βρίσκουμε μια πολύ αναπτυγμένη θεοτοκολογία

2.Η όλη φιλοκαλική διδασκαλία περί της Θεοτό­κου και του ρόλου Της στο μυστήριο της ενσάρκου οι­κονομίας βασίζεται μεν στις σχετικές βιβλικές διηγή­σεις, αλλά κατανοείται και επιβεβαιώνεται, εμβαθύνεται και αυξάνεται, μέσα από την αγιοπνευματική εμπειρία της προσωπικής σχέσεως των νηπτικών πατέρων με την Μητέρα του Θεού.

3. Αυτή η προσωπική σχέση εν Αγίω Πνεύματι εί­ναι σχέση αγαπητική, η οποία έχει ως κίνητρο και τέ­λος τον απαθή πόθο.

4. Ερμηνεύοντας την βιβλική ιστορία κάτω από το φως της προσωπικής θείας εμπειρίας, οι φιλοκαλικοί πατέρες αποδίδουν στην Μητέρα του Θεού σημαντικότατο ρόλο στο μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας, και μιλούν για την ουσιαστική συμβολή Της, πρώτα με τον ε­νάρετο βίο Της, δια του οποίου έλκυσε την αγάπη του Θεού, δεύτερον, δια την χωρίς δισταγμόν ελεύθερη συγκατάθεσή Της στην θεία βούληση, και τρίτο, δια της συνεχούς μεσιτείας Της, ως πρεσβεύουσα υπέρ ημών, αλλά και ως πηγάζουσα θείας χάριτας προς την ανθρω­πότητα. Οι πατέρες δεν έχουν καμιά απολύτως επιφύλα­ξη να χαρακτηρίζουν και να ονομάζουν την Παναγία, χάρι στο ρόλο Της στην ένσαρκο θεία οικονομία, ως με­τά Θεόν θεό.

5. Για τους φιλοκαλικούς πατέρες, η Παναγία δεν εί­ναι μόνο παρελθόν, αλλά και παρόν. Δεν είναι μια ιστο­ρική προσωπικότητα η οποία κάποτε έπαιξε ένα σπου­δαίο ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά είναι μια ζωντανή παρουσία, ένα ζωντανό πρόσωπο, πάντοτε παρόν, με το οποίο ποθούν να βρίσκονται σε συνεχή αγαπητική σχέση.

6. Η θεοτοκολογία των νηπτικών πατέρων συμφωνεί πλήρως μ' εκείνη που προβάλλουν και εκφράζουν η λει­τουργική ζωή της Εκκλησίας, η υμνολογία και η αγιογραφία της Εκκλησίας, η πνευματική ζωή των πιστών μας, αλλά δεν βρίσκει την ίδια απήχηση στην ακαδη­μαϊκή επιστημονική θεολογία, η οποία διστάζει ακόμη, με σπάνιες εξαιρέσεις, να υιοθετήσει τη νηπτική-φιλοκαλική παράδοση και τις αρχές της ως ερμηνευτικό και επιστημονικό κριτήριο.

Σημειώσεις

1. Αναφορικά με τη θέση που κατέχουν στη λατρευτική εκ­κλησιαστική και θεολογική φιλολογία, το πρόσωπο της Παναγίας και ο ρόλος της στην ένσαρκον θεία οικονομία γράφει ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης. «Διάστικτα από τους ύμνους και τις ικε­σίες προς την Θεομήτορα, σε μορφή τροπαρίων, είναι τα λειτουρ­γικά μας βιβλία. Παρακλητική, Τριώδιον, Μηναία, Ωρολόγιον, με τους Παρακλητικούς Κανόνες, τον αριστουργηματικόν Ακάθιστον και σε χιλιάδες ανέρχονται οι ποιητικοί στίχοι, που αναφέρονται στην Θεοτόκον, εκτός των αναρίθμητων θεολογικώτατων Λόγων των θείων Πατέρων, που εγκωμιάζουν την Μητέρα του Θε­ού, αφού και τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας, με το όνομα της Παναγίας αχράντου, Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας αρχί­ζουν και τελειώνουν». Από το βιβλίο Μαρία η Μητέρα του Θεού (Μέσα από την θεολογία και την Υμνολογία των αγίων Πατέ­ρων), Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 30.
 
2. Είναι γεγονός ότι η ορθόδοξη θεολογία αποφεύγει την χρήση του τεχνικού όρου μαριολογία με την σωστή δικαιολογία ότι αυτός μπορεί να παραπέμπει σε μια κάπως αυτόνομη περί Παρθένου διδασκαλία. Είναι και ο λόγος για τον οποίον προτεί­νουμε τον όρο θεοτοκολογία, ο οποίος αποκλείει κάθε αυτόνομη ερμηνεία και προοπτική, παρ' όλο που η συστηματική μας θεολο­γία χρησιμοποιεί, κυρίως στα δογματικά εγχειρίδια, τεχνικούς ό­ρους οι οποίοι παρουσιάζουν παρόμοιους κινδύνους. βλ. ανθρωπολογία, κοσμολογία, κλπ. Η ορθόδοξη θεολογία είναι κατ' εξοχήν χριστοκεντρική και δεν εννοείται αυτόνομη ανάπτυ­ξη της περί Παναγίας διδασκαλίας. Επιμένουμε συνειδητά να χρησιμοποιήσουμε ένα αντίστοιχο τεχνικό όρο επειδή πιστεύου­με ότι αυτός απαιτείται από την ίδια την πραγματικότητα.

3. Λόγος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου, Γρηγορίου Παλαμά, Έργα Τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις (Γρηγόριος ο Παλαμάς), Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 117.

4. Ομιλία ΛΖ' στην Πάνσεπτη Κοίμηση της Πανυπέραγνης Δέσποινας μας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Γρηγορίου Παλαμά, Έργα Τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις (Γρηγόριος ο Πα­λαμάς), Θεσσαλονίκη, 1985, σ. 445.

5. Πολύτιμον βοηθόν στη σύνταξη αυτής της εισηγήσεως εί­χα το περιεκτικότατο και μοναδικό στο είδος του βιβλίο του γνω­στού σύγχρονου αγιορείτη μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, με τίτλο Μαρία η Μητέρα του Θεού (μέσα από την θεολογία και την Υμνολογία των αγίων Πατέρων), Θεσσαλονίκη 1988, από το οποίο και παραπέμπω αρκετά από τα πατερικά κείμενα στην μετά­φραση του συγγραφέα. Έτσι εξηγείται και η ανομοιομορφία της ελληνικής γλώσσας του κειμένου μου, και ζητώ την κατανόησή του.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Πηγή: proskynitis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου