Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Ὑποβάθμιση τῆς Θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Τῆς «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΛΑΜΙΑΣ»  
 
«Ἡ βαβυλώνεια αἰχμαλωσία τῆς θεολογίας στὴν “νεοορθοδοξία”, στὴν “μεταπατερικὴ” θεολογία, στὸν σύγχρονο νικολαϊτισμὸ καὶ στὸν ἀριστερόστροφο θεολογικὸ στοχασμὸ τῶν τελευταίων χρόνων».
 
Ὅλα ἔχουν σημασία μέσα στὴν Ἁγ. Γραφή. Ἀσφαλῶς τὸ περιεχόμενο, σαφῶς καὶ ἡ διατύπωση καὶ κανένας δὲν δικαιοῦται νὰ αὐθαιρετεῖ οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νομίζοντας ὅτι ἔτσι καλύτερα θὰ φανεῖ ἡ θεία ἀλήθεια.
 
Δυστυχῶς ὅμως ἡ νεοορθοδοξία καὶ μεταπατερικὸς θεολογικὸς λόγος συνεχίζουν νὰ φυτεύουν προσωπικὲς ἀπόψεις στὸ γεγονὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲ συνέδρια καὶ δημοσιεύσεις τους. «Ἡ Ἐκκλησία, λέγουν, εἶναι ἕνας μεγάλος ποταμὸς ζωῆς καὶ δυνάμεως. Νὰ χαροῦμε τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ ζωὴ καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο…» Χαίρω πολύ! «Τάδε ἔφη» πρόσφατα εἰσηγητὴς Συνεδρίου. Ἄλλο ποταμὸς ὅμως κι ἄλλο χείμαρρος. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι οὔτε θολὸς χείμαρρος οὔτε «φρέαρ συντετριμμένον» καὶ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσέξουμε, εἶναι πῶς ἡ Ἐκκλησία μας δρᾶ καὶ κινεῖται ἀπέναντι στὸ θεῖο λόγο.
 
Ξέρουμε τὴν ἀλήθεια ὅτι κάθε συγγραφέας τῆς Ἁγίας Γραφῆς διατηρεῖ τὸ ὕφος του καὶ τὴν προσωπικότητά του. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας αἰῶνες τώρα διατηρεῖ μὲ ἀπέραντο σεβασμὸ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὴν καρδιά της «πάντα τὰ ρήματα ταῦτα», ὅπως καὶ ἡ Παναγία μας (Λουκ. β´ 51).
 
Ἔτσι ἀκριβῶς κινεῖται ἡ Ἐκκλησία καὶ μετὰ μέσα στοὺς αἰῶνες προσέχοντας τὴ διατύπωση καὶ διαχωρίζοντας:
 
τὸ ὁμοιούσιος ἀπὸ τὸ ὁμοούσιος
 
τὸ γεννητὸς ἀπὸ τὸ γενητὸς
 
τὸ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
 
Κι ὄχι μόνο αὐτά. Ἀλλά:
 
Αἰῶνες τώρα χρησιμοποιεῖ τὸ κείμενο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῆς Κ. Διαθήκης, ἔστω κι ἂν ἔχει κάποια ὀρθογραφικὰ σφάλματα.
1700 χρόνια δὲν ἀλλάζει τὴ γλῶσσα τῆς θείας Λειτουργίας.
 
Χρησιμοποιεῖ τὴν μετάφραση τῶν Οβ΄, ἔστω κι ἂν τὸ Μασωριτικὸ κάποτε λέγει ἄλλα, διότι σέβεται τὴ θεοπνευστία τῆς μεταφράσεως καὶ δὲν ἀφήνει περιθώρια σὲ αἱρετικοὺς ἀκροβατισμούς. Καὶ δικαιώνεται τελικά, διότι τὰ κείμενα τοῦ Κουμράν συμφωνοῦν περισσότερο μὲ τοὺς οβ΄ παρὰ μὲ τὸ μασωριτικό.
 
Εἶναι λοιπὸν πολὺ τολμηρὸ νὰ σχετικοποιήσουμε τὴν ἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὑποτάσσοντας αὐτὴ στὴν προσωπικὴ ἄποψη, στὴν πολιτικὴ ἀνάγκη, σὲ μία νοσηρὴ περὶ ἔρωτος διδασκαλία τοῦ σύγχρονου νικολαϊτισμοῦ, στὴν ἱστορία τῆς ἐποχῆς καὶ στὶς κομματικὲς ἢ σπουδαστικὲς προϋποθέσεις ἑνὸς ἑκάστου θεολόγου.
 
Ἀλλαγές, δηλ. οἰκονομία, μπορεῖ νὰ κάνει μόνο ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ συμφωνία τῶν Πατέρων. Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύουν τὴν Ἁγ. Γραφή.
 
Οἰκονομία ὅμως δὲν σημαίνει παραβίαση ἐπ᾽ οὐδενὶ τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγ. Γραφῆς κατοχυρωμένου οἰκουμενικῶς καὶ συνοδικῶς καὶ μὲ τὸν ὁποῖο πορεύεται αἰῶνες τώρα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπαραβίαστος σημαίνει ἀμετάβλητος ὁ ἀριθμὸς τῶν βιβλίων, ἀναλλοίωτο τὸ περιεχόμενό τους καὶ ἀπείραχτη ἡ διατύπωσή τους. Διαφορετικὰ θὰ γίνουμε προτεστάντες μὲ πολλὲς παραφυάδες καὶ ἑρμηνεῖες ἀφαιρώντας ἀκόμη καὶ δεκάδα βιβλίων ἀπὸ τὴν Ἁγ. Γραφή.
 
Ἔχουμε ποτὲ ἀκούσει γιατί ὁ Εὐαγγελιστὴς ἅγιος Λουκᾶς δὲν ἀναφέρει τὴν προσκύνηση τῶν Μάγων; Λοιπόν, ἂς τὸ ἀκούσουμε: ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς δὲν ἀναφέρει τοὺς τρεῖς Μάγους γιὰ νὰ μὴ τονίσει τὴν εὐσέβεια τῆς ἀριστοκρατίας !!! Αὐτὸ ἐλέχθη σὲ Πανελλήνιο Συνέδριο, πρόσφατα, ἀπὸ θεολόγο εἰσηγητὴ καὶ διευθυντὴ θεολογικοῦ γνωστοῦ περιοδικοῦ. Τὸ ἐρώτημα ὅμως τώρα εἶναι, γιατί ἀναφέρει τὴν προσκύνηση τῶν μάγων ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (Ματθ. β´ 1); Προφανῶς, σύμφωνα μὲ τὸ παραπάνω σκεπτικό, γιὰ νὰ «τονίσει» τὴν εὐσέβεια τῆς ἀριστοκρατικῆς τάξεως !!! Δηλ. ἡ πάλη τῶν τάξεων καλὰ κρατεῖ.
 
Ἔχουμε ἀκούσει γιὰ τὴν «σφήνα» τοῦ Μελχισεδέκ; Πῶς δηλ. παρεισέφρυσε τὸ σχεδὸν «μυθικὸ» αὐτὸ πρόσωπο στὴ διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Ναί, εἶναι ἀνεξήγητο! Καὶ αὐτὸ ἐλέχθη, χωρὶς νὰ γίνει καμμία ἀναφορὰ στὸν Μεγάλο Ἀρχιερέα Χριστό, τοῦ Ὁποίου προτύπωση ἀποτελεῖ ὁ Μελχισεδέκ, ὁ «βασιλεὺς Σαλὴμ» καὶ στὸν ὁποῖο προσέφερε θυσία ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, ἀκριβῶς γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεροχὴ τῆς Μοναδικῆς καὶ Ἀνεπανάληπτης Ἀρχιερωσύνης τοῦ Κυρίου μας (Ἑβρ. κεφ. ζ´)
 
Ἔχουμε ἀκούσει ὅτι ὁ Θεὸς ἀλλιῶς ὁμιλεῖ στὸν Κινέζο, ἀλλιῶς στὸν Ἀσιάτη, διαφορετικὰ στὸν Ἀφρικανὸ καὶ στὸν Σημίτη, ἀνάλογα μὲ τὸ κοσμοείδωλο τοῦ λαοῦ καὶ τῆς ἐποχῆς; Δηλ. ἐλέχθη, ὅτι ὁ Θεὸς λέγει ἀλήθειες καὶ νοήματα, γενικά, καὶ ἡ διατύπωση διαφέρει ἀνάλογα μὲ τὸ λαό. Πχ. στοὺς σημίτες ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ μὲ παραβολές, γιατί ἔτσι καταλάβαιναν καὶ θυμόντουσαν καλύτερα, μιᾶς καὶ εἶχαν στεγανὴ μνήμη. Στοὺς Ἕλληνες ἀλλιῶς θὰ μιλοῦσε, φιλοσοφικά. Νά, ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν εἶπε παραβολὲς στὴν Πνύκα…
 
Ἐρωτήματα ποὺ ἀνακύπτουν: Πόσο διαφορετικὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ἡ διατύπωση τῶν Δέκα Ἐντολῶν παραδείγματος χάριν ἀπὸ φυλὴ σὲ φυλή; Ἡ διήγηση τῆς Δημιουργίας καὶ τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, ὁ Κατακλυσμός, ἡ καταστροφὴ τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων, ὁ Πύργος τῆς Βαβέλ, ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωνά, πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσαν νὰ διατυπωθοῦν;
 
Μποροῦμε μὲ ὑποθέσεις νὰ κάνουμε θεολογία, ἑρμηνεία καὶ μετάφραση τῶν ἱερῶν κειμένων, κόβοντας καὶ ράβοντας γεγονότα, λόγους, ρήματα καὶ διατυπώσεις, τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλα αὐτὰ τῆς Π. Διαθήκης ἀναφέρονται αὐτούσια καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη διὰ στόματος μάλιστα τοῦ Κυρίου; Δὲν θὰ μᾶς τὰ ξεκαθάριζε τὰ πράγματα ὁ Κύριος, ἂν ἦταν διαφορετικά; Μποροῦμε ἐμεῖς νὰ βάζουμε τέτοιες συντεταγμένες χώρου καὶ χρόνου ὅσον ἀφορᾶ στὴν διατύπωση στὸν ἀθάνατο λόγο τοῦ Θεοῦ;
 
Ἡ διατύπωση δηλαδὴ δὲν ἐμπεριέχεται μέσα στὴ Θεοπνευστία τῆς Βίβλου; Μποροῦμε νὰ αὐθαιρετοῦμε καὶ νὰ ἐγείρουμε διαφορετικὲς ἐνδεχομένως διηγήσεις κατὰ τόπους; Τότε:
 
Γιατί οἱ Προφῆτες λένε: «Τάδε λέγει Κύριος…»;
 
Γιατί ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει στὴν παραβολὴ τοῦ Πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου ὅτι κάτω στὴ γῆ ἔχουμε – τότε– τὸν Μωσέα καὶ τοὺς προφῆτες; (Λουκ. ιϛ´ 29-31)
 
Γιατί περιχαρὴς ἀναφωνεῖ ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναὴλ ὅτι «ὃν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ Νόμῳ καὶ οἱ Προφῆτες, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν…;» (Ἰωάν. α´46)
 
Γιατί στὸν πλούσιο νεανίσκο ὁ Χριστὸς λέγει νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου; (Ματθ. ιθ´ 17-19)
 
Γιατί ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει ὅτι δὲν καταργεῖ τὸν νόμο καὶ τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ τοὺς συμπληρώνει καὶ ὅτι «ἰῶτα ἓν καὶ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται» (Ματθ. ε´ 17-19) καὶ ὅτι «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι;» (Ματθ. κδ´35);
 
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν λέγει ὅτι θὰ πρέπει οἱ μαθητές του νὰ πᾶνε σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ μαθητεύσουν «πάντα τὰ ἔθνη διδάσκοντες αὐτοὺς πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν;» Μάλιστα «βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος» (Ματθ. κη´ 18-20).
 
Ἂν οἱ παραβολὲς ἦταν κατάλληλες μόνο γιὰ τοὺς Ἑβραίους, τί ἄλλο θὰ βάλουμε στὴ θέση τους μιλώντας στοὺς διαφόρους βορείους καὶ νοτίους, δυτικοὺς καὶ ἀνατολικοὺς λαούς; Κι ὅμως. Μὲ βάση αὐτὲς τὶς παραβολὲς καὶ τὶς ἐντολὲς ἔγραψαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡραιότατες ὁμιλίες καὶ ἑλκύονται στὴν πίστη σήμερα λευκὲς ψυχὲς «ἕτοιμες πρὸς θερισμὸν ἤδη» καὶ ὁλόκληρες φυλὲς ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανὸ στὶς ἱεραποστολικὲς ἐκκλησίες σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς.
 
Τί νόημα ἔχει τότε ὁ λόγος «σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ἡμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ»… στὴν ἔρημο «ὅπου οἱ πατέρες σας ποὺ δὲν ἄκουσαν τὴν φωνὴν τοῦ Πατρὸς τὴν διὰ τοῦ Μωϋσέως ἐκφερομένην καὶ ἄφησαν τὰ πτώματά τους ἐκεῖ ἐπὶ τόπου…» (Ἑβρ. γ´ 15);
 
Ἐλέχθη ὅτι ὁ Παῦλος στὴν Ἀθήνα δὲν εἶπε παραβολές. Σωστό. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος δὲν μιλοῦσε ποτὲ καὶ πουθενὰ μὲ παραβολές. Ἐξ ἄλλου ἔκανε ὅ, τι ἀκριβῶς τοῦ εἶπε ὁ Κύριος στὴ Δαμασκό: «νὰ βαστάξει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ κηρύξει μετάνοια σὲ ὅλα τὰ ἔθνη» (Πράξ. θ´15 & ιζ´ 30).
 
Μὲ ἄλλα λόγια σμικραίνουμε πολὺ τὴν ἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μὲ τὴ θεωρία καὶ τὸ ἰδεολόγημα, ὅτι ὁ Θεὸς λέγει μὲ τὴν ἄκτιστη χάρη του κάποιες ἀλήθειες, νοήματα, στοὺς προφῆτες καὶ αὐτοὶ διαλέγουν τὴν ὅποια διατύπωση. Πόση χαλαρότητα καὶ ἰδιοτροπία μπορεῖ νὰ χωρέσει ἄραγε αὐτὴ ἡ θέση! Νὰ αὐθαιρετεῖ δηλ. ὁ καθένας ξεκινώντας ἄλλος ἀπὸ πολιτικὲς ἢ προσωπικὲς καὶ ἄλλος ἀπὸ κοινωνικὲς ἀφετηρίες καὶ προϋποθέσεις…
 
Ἡ θεοπνευστία εἶναι ἔμπνευση, εἶναι ὅμως καὶ ἐπιστασία, γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἔχει ἀντιφάσεις. Ἡ ἔμπνευση καὶ ἡ ἐπιστασία ἀφοροῦν καὶ στὰ δύο: στὸ περιεχόμενο καὶ στὴ διατύπωση. Γι᾽ αὐτὸ δὲν κατήργησε ὁ Χριστὸς τὰ παλαιά, ἀλλὰ τὰ συμπλήρωσε. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Καινὴ διαθήκη δέχεται τὰ τῆς Παλαιᾶς ἔτσι ἀκριβῶς, ὅπως γράφτηκαν καὶ ἔχουμε τὴν ἐπαλήθευση τῶν προφητειῶν.
 
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέγει ὅτι «Μωϋσῆς περὶ ἐμοῦ ἔγραψεν» (Ἰωάν. ε´46). Γι αὐτὸ ὅσα εἶναι ἀλληγορούμενα μᾶς τὰ λέγει (Γαλ. δ´ 21-26) καὶ ὅσα καταργοῦνται πάλι ἡ Γραφή μας τὰ λέγει (Β´ Κορ. γ´ 7, 14) καὶ (Ἑβρ. η´13).
 
Ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἐγκυβωτίζεται ὁ Θεὸς σὲ μία ἀνθρώπινη λαλιά, διότι εἶναι ὀξυτέρα – καὶ πλατυτέρα καὶ ἀνωτέρα καὶ βαθυτέρα – τῆς φωνῆς Του ἡ ἐνέργεια, ἀλλὰ ποτὲ δὲν παραθεωρεῖται ἡ διατυπωθεῖσα ἐν ἁγίῳ Πνεύματι φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
 
Τί λέγει ὁ Πέτρος; «Ὅτι οἱ προφῆται, ἅγιοι ἄνθρωποι, ὑπὸ ἁγίου πνεύματος φερόμενοι ἐλάλησαν…», ὄχι μόνο ἔμαθαν μέσα τους μυστικά, ἀλλὰ καὶ «ἐλάλησαν» (Α´ Πέτρ. α´ 10 & Β´ Πέτρ. α´21).
 
Τί λέγουν οἱ μαθητὲς στὸν Χριστό; «ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰωάν. ϛ´ 68). Καὶ ὁ Χριστός: «ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθεια ἐστὶ» (Ἰωάν. ιζ´ 17), ὄχι μόνο ὁ νοῦς, ἢ τὰ νοήματα, ἀλλὰ καὶ ὁ λόγος.
 
Μπορεῖ ἀσφαλῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ χρησιμοποιεῖ τοὺς θύραθεν ποιητές, μπορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ θεολόγος νὰ χρησιμοποιεῖ φιλοσοφικοὺς ὅρους γιὰ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποτὲ ὅμως δὲν παραθεωροῦν τὸν ἀθάνατο λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν τὸν παραχαράσσουν καὶ δὲν τὸν ξεχνοῦν μὲ μία δῆθεν δυναμικὴ ἑρμηνεία.
 
Μάλιστα ὁ Παῦλος θεωρεῖ ἀπαραίτητο καὶ τὸ λέγει, τὸ γνωστὸ λόγιο τοῦ Χριστοῦ ποὺ δὲν ἐμπεριέχεται στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου κατὰ λέξιν: «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. κ΄ 35). Δὲν ἔφταναν δηλ. ὅλα τὰ ἄλλα περὶ ἐλεημοσύνης ποὺ μᾶς λέγει ὁ Χριστὸς στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του; Κι ὅμως χρειαζόταν κι αὐτὸ ἀκριβῶς ἔτσι διατυπωμένο ἀπὸ τὸν Παῦλο!!!
 
Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐπίσης παραδίδει ἀκριβῶς τὸ Μυστήριον τῆς Θείας Κοινωνίας ποὺ παρέλαβε (Α´ Κορ. ιβ´23-32) καὶ ὁ ἀπ. Πέτρος μᾶς ὁμιλεῖ ἐπακριβῶς γιὰ τὴν Μεταμόρφωση καὶ τῆς φωνῆς τοῦ Πατρὸς ποὺ ἤκουσαν οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες μαθητές. (Β´ Πέτρ. α´16-19). Αὐτὰ δὲν ἀλλάζουν ποτέ. Οὔτε τὰ εἴδη τῆς θείας Εὐχαριστίας, οὔτε τὰ λόγια, οὔτε ὁ λόγος τοῦ Πατρὸς στὴ βάπτιση καὶ τὴ Μεταμόρφωση.
 
Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν ἀξία καὶ τῆς διατυπώσεως καὶ τὴν ἔννοια τῆς θεοπνευστίας θὰ ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα:
 
- Τὸ «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ παραδείσῳ», ἀλλάζει τελείως καὶ μάλιστα κατὰ τρόπο χιλιαστικό, ἀπὸ μία ἁπλῆ καὶ μόνο μετάθεση τοῦ κόμματος (Λουκ. κγ´ 43).
 
– Τὸ ἴδιο καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου: ἕνα ἰῶτα ποὺ βάζουν οἱ χιλιαστὲς στὸ «Θεὸς ἦν ὁ λόγος» καὶ τὸ μεταβάλλουν σὲ «θεῖος», προσδίδεται ἁπλὴ θεϊκότητα καὶ ὄχι θεότητα στὸν Χριστό μας (Ἰωάν. α´1).
 
– «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» τοῦ Θωμᾶ, γίνεται ἁπλὸ ἐπιφώνημα, «θεὲ καὶ Κύριε», γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ἂν ἀφαιρέσουμε τὴν ἀντωνυμία «αὐτῷ» (Ἰωάν. κ´ 28).
 
– Ἀκόμη καὶ ἡ θέση τῶν κειμένων παίζει τὸ ρόλο της: (Ἰω. κ´ 28), «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», (Πράξ. κ´ 28): «Τὴν ἐκκλησίαν περιεποιήσατο ὁ Θεὸς διὰ τοῦ τιμίου του αἵματος». Ἔχουμε ἐδῶ δύο ἀξιολογότατα ρητὰ γιὰ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
 
– Ὁ Παῦλος λέγει ὅτι δὲν ἐβάπτισε οὐδένα, ἀμέσως ὅμως στὴ συνέχεια τὸ ἐπιστατοῦν ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ὑπενθυμίζει καὶ λέγει, «ἐβάπτισα καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον» (Α´ Κορ. α´15-16).
 
Τώρα λοιπὸν κρατᾶμε στὰ χέρια τὴν Ἁγ. Γραφή. Τί προτείνουμε στοὺς χριστιανούς: νὰ δέχονται τὴ διατύπωση ἢ ὄχι. Νὰ δέχονται ἐναλλακτικὲς ἑρμηνεῖες; Νὰ αὐτοσχεδιάζουν; Μήπως οἱ ἱερεῖς ἔχουν τὸ δικαίωμα τῆς ἐναλλακτικῆς χρήσεως; Καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅτι μπαίνουμε σὲ ἕνα φαῦλο καὶ ἀδιέξοδο κυκεώνα προστεσταντικῆς νοοτροπίας καὶ πρακτικῆς;
 
Ναί, εἶναι ἡ Ἐκκλησία ζωντανὸς ποταμὸς δυνάμεως καὶ ἐλευθερίας. Ποικίλα καὶ διάφορα τὰ χαρίσματα καὶ οἱ διακονίες μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Μετανοίας δύναται «νὰ ἐγείρει ἀπὸ γῆς πτωχὸ καὶ ἀπὸ κοπρίας νὰ ἀνυψοῖ πένητα», ἀλλὰ ἔχουμε καὶ μία τρομερὴ εὐθύνη γιὰ τὴν παράδοση. Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ζητεῖ νὰ στοιχήσουμε οἱ πάντες στὴν παράδοση τῶν 8 πρώτων αἰώνων καὶ τῶν 7 ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ νὰ μὴ προσθέσουμε τίποτε σὲ ὅσα θέσπισαν οἱ πατέρες: Τί λέμε στὸ Συνοδικό τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν;»
 
“Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν. Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν. Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
 
Τί λέγει ἐπίσης ὁ θεῖος λόγος: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω εἰ μὴ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου» (Ἠσ. ξϛ´ 2).
 
Τί εἶπε ὁ Θεὸς στὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο: «Πάρε καὶ διάβασε»!
 
Τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος; «Εἰ βούλει θεολόγος γενέσθαι καὶ τῆς Θεότητος ἄξιος, διὰ τῶν ἐντολῶν ὅδευσον…»
 
Τί ἄκουσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στὴν Ἐκκλησία καὶ ποιὸς λόγος συνεπῆρε τὴ συνείδηση τοῦ Πατροκοσμᾶ;
 
Λόγια συγκεκριμένα μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ συγκεκριμένο ἱερὸ κείμενο.
 
Ἐὰν τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν φόβο καὶ ὑπερβολή, τὰ ὅσα λέγουν οἱ νεοορθόδοξοι, μεταπατερικοὶ καὶ νεωτερίζοντες διδάσκαλοι καὶ θεολόγοι ἀποτελοῦν θράσος ἀνοίκειο ἀπέναντι στὸ θεῖο λόγο. Αὐτὰ ὅλα δὲν εἶναι ὑπερβολή. Ὑπερβολὴ εἶναι καὶ ἀσέβεια νὰ ἔρχεται κάποιος μὲ προϋποθέσεις ἄναρχης ἑρμηνείας, ἴσως καὶ ἰδεολογίας, καὶ νὰ θεολογεῖ μὲ ἐλευθεριότητα.
 
Δυστυχῶς συνεχίζουν οἱ νεορθόδοξοι νὰ σπέρνουν τὰ ζιζάνια καὶ νὰ τονίζουν ἀκραῖες θέσεις ποὺ μπερδεύουν καὶ δὲν οἰκοδομοῦν τοὺς πιστούς. Προσπαθοῦν νὰ ἑρμηνεύσουν μὲ τὴν ἀνθρώπινη διάνοια καὶ προσπάθεια συχνά, χωρὶς σεβασμὸ στὸ ἱερὸ κείμενο. Ἐξαπολύουν ἑρμηνευτικὲς ρουκέτες μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ρωτοῦν ἐν πάσῃ εἰλικρινείᾳ ἀλλὰ καὶ ἐν συγχύσει οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀκοῦνε: «Τώρα αὐτὰ στὴν πράξη πῶς ὑλοποιοῦνται καὶ μεταφράζονται;»!
 
«Τελικὰ ὁ Ἰωνᾶς τί ἦταν; Εἶναι γεγονός; Ἢ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε κάτι ἄλλο;» Τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ εἶναι «σημεῖον», δηλ. θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἔγινε καὶ προτυπώνει τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου (Ματθ. ιβ´38-41).
 
Βεβαίως ἔτσι θὰ ἀρχίζουν νὰ συλλογίζονται οἱ ἄνθρωποι, ἂν σπείρεις μέσα τους τὰ φυτὰ τοῦ ζιζανίου. «Ὁ ταράσσων ὅμως βαστάσει τὸ κρίμα» (Γαλ. ε´10).
 
Ἰδοὺ καὶ ἡ συνέχεια:  
 
Πολὺς λόγος γίνεται κάποτε – κάποτε καὶ γιὰ τὸ γνωστό: «Ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ἀσφαλῶς ὁ Θεὸς δὲν δέχεται τὴν ἔννοια τῆς συλλογικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κληρονομικῆς ἐνοχῆς διότι «ἕκαστος περὶ ἑαυτοῦ δώσει λόγον» (Ρωμ. ιδ´ 12). Τί λέγει ὅμως τὸ ἱερὸ κείμενο ἀκριβῶς; Σὲ ποιά τέκνα βαρύνει ἡ εὐθύνη καὶ τῶν γονέων; Σὲ αὐτὰ ποὺ συνεχίζουν τὸ δρόμο ἐκείνων καὶ δὲν διαχωρίζουν ἔμπρακτα τὴ θέση τους ἀπὸ αὐτούς. «Ἐγὼ γὰρ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσι με» (Ἔξοδ. Κ´5), δήλ. σ᾽ αὐτὰ ποὺ συνεχίζουν νὰ μὲ μισοῦν. Διαφωτιστικώτατα καὶ ὅσα λέγει καὶ ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν κληρονομικὴ εὐθύνη (Ματθ. κγ´2 9-33 & Λουκ. ια´ 47-51)…
 
Κάποιοι λέγουν ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ μᾶς δὲν ἔχει μαγικὸ χαρακτήρα, ὅπως τὸ Κοράνιο. Χαρτὶ καὶ μελάνι εἶναι. Τὸ περιεχόμενο ἀξίζει. Νά, τὸ παίρνουμε καὶ τὸ πετᾶμε κάτω. Σαφῶς, καὶ αἱρετικὲς βίβλους τὶς καῖμε καὶ κακέκτυπα στὰ τυπογραφεῖα τῆς Βίβλου τὰ πολτοποιοῦμε. Ἀλλὰ ἂς μᾶς ποῦν ποιός ἅγιος προέβη ἐν ψυχρῷ σὲ μία τέτοια ἐνέργεια. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχουμε ἀπαρτισμένη τὴν Βίβλο, τὴν περιβάλλουμε μὲ σεβασμὸ καὶ τιμή. Τὴν ἔχουμε χρυσοποίκιλτη στὴν Ἁγ. Τράπεζα. Κάποιοι ἅγιοι τὴ διάβαζαν γονατιστοί. Φεύγουν οἱ δαίμονες μόλις τὴν ἀντικρύσουν. «Σοφία! Ὀρθοί !», κελεύει ὁ ἱερέας στὴ Μικρὰ Εἴσοδο. Οἱ διωκόμενοι ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας τοῦ βορρᾶ στὴ Σοβιετία τὴ διάβαζαν εὐλαβικὰ ἀπὸ τὰ ἀποσπάσματα τοῦ ἀθεϊστικοῦ τύπου. Δηλ. δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα.
 
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἀκοῦμε συνεχῶς: Ἡ ἐκκλησία δὲν διδάσκει ἠθική… Κι ὅμως… Ὅλη ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου καὶ πολλὰ παραγγέλματα τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας καὶ τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου ἔχουν ἠθικὰ παραγγέλματα, δηλ. ποῖες ἀρετὲς πρέπει νὰ κοσμοῦν τὸν χριστιανό, τὸν ἱερέα, τὸν ἐπίσκοπο, τὸν πατέρα, τὴ γυναίκα… Τί εἶναι ὅλα αὐτά, παρὰ ἐντολὲς ποὺ διαμορφώνουν καὶ παράγουν ἦθος καὶ συνήθειες καλές, ἀσφαλῶς μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ;
 
Ὕστερα λέγουν ὅτι ὅλα ὑπάγονται καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν κοινότητα καὶ τὴν ἐνορία … Ὑπάρχουν ὅμως καὶ τὰ μοναστήρια καὶ οἱ ἀναχωρητὲς καὶ οἱ στρατῶνες καὶ τὰ πλοῖα καὶ οἱ διάφοροι πνευματικοὶ καὶ ὅσοι προεφήτευον ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ ὅσοι ἐξόρκιζαν ἔξω ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν 12; Μὴ εἴμαστε ἀπόλυτοι.
 
Καὶ τὸ κορυφαῖο: «Τὸ γράμμα ἀποκτείννει καὶ τὸ πνεῦμα ζωοοποιεῖ» (Β´ Κορ. γ´6). Ὡραῖα, ποιὸ γράμμα ὅμως; Τὰ ἱερὰ γράμματα τῆς θείας διδασκαλίας τὰ «δυνάμενα σοφίσαι εἰς σωτηρίαν» (Β´ Τιμ. γ´15), ποὺ φώτιζαν τὸν Τιμόθεο; Ὄχι βεβαίως. Ἀλλὰ τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Δηλαδή: «ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν λίθοις…ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως (Β´ Κορ. γ´7,9) …ἡ παλαιότητα τοῦ γράμματος» (Ρωμ. ζ´6).
 
Παραδείγματα «φονικοῦ» γράμματος:
 
Τὸ Σάββατο διὰ τὸν ἄνθρωπον (Ματθ. ιβ´ 1-8)
 
Τὸ σάββατον ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; (Λουκ. ϛ´9)
 
Ὁ Δαβὶδ τρώγει τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως (Ματθ. ιβ´3)
 
Δὲν εἰσῆλθαν στὸ Πραιτώριο, «ἵνα μὴ μιανθῶσι» (Ἰωάν. ιη´ 28)
 
Πόσες φορὲς νὰ συγχωρήσουμε, ρωτᾶ ὁ Πέτρος (Μάτθ. ιη´ 22)
 
Δῶρα στοὺς γονεῖς ἢ στὸ ναό; (Ματθ. ιε´ 3-5)
 
Μοιχαλίδα κατὰ τὸν νόμον καὶ λιθοβολισμὸς (Ἰωάν. η´ 7)
 
Ὁ Ραββὶ ἐλάλει μετὰ Σαμαρείτιδος δημόσια (Ἰωάν. δ´ 27)
 
Ἂς ποῦμε καὶ κάτι τελευταῖο: Λέγει στὴν πρὸς Ρωμαίους ὁ Παῦλος, «οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σὰρξ» (γ΄ 20). Καὶ στὴν ἐπιστολήν του ὁ Ἰάκωβος λέγει: «δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου… Πίστις ἄνευ ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. β´20-26). Ποιά ἔργα; Ποῖα ἔργα εἶναι τὰ πρῶτα καὶ ποῖα ἔργα τὰ δεύτερα; Οἱ τυπικὲς διατάξεις τοῦ νόμου εἶναι τὰ πρῶτα; Τὰ δεύτερα εἶναι τὰ ἔργα ἀγάπης, μετανοίας, ὑπακοῆς, ἱεραποστολῆς, διακονίας, πίστεως..
 
Συμπέρασμα μερικό: Ἡ βαβυλώνεια αἰχμαλωσία τῶν θεολογικῶν μας πραγμάτων στὸν «ἠθικισμό», ποὺ συχνὰ ἐπικαλεῖται ἐπίσκοπος τῆς Βορείου Ἑλλάδος, [δικός του λογισμὸς καὶ λόγος χωρὶς καμμιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἢ συνοδικὴ ἀποδοχή, ἔγκριση καὶ ἀπήχηση] δὲν θὰ εἶναι τίποτε μπροστὰ στὴν αἰχμαλωσία τῆς θεολογίας στὴν «νεοορθοδοξία», στὴν «μεταπατερικὴ» θεολογία, στὸν σύγχρονο νικολαϊτισμὸ καὶ στὸν ἀριστερόστροφο θεολογικὸ στοχασμὸ τῶν τελευταίων χρόνων.
 
Συμπέρασμα γενικό: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος…, ὠφέλιμος, χρήσιμη πρὸς διδασκαλίαν καὶ λοιπά…, (Β´ Τιμ. γ´ 16-17), ἀλλὰ πρέπει νὰ «ἀνοίξει ὁ Θεὸς τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ´45). Ἰδοὺ τὸ χρέος τῆς προσευχῆς καὶ τῆς μελέτης.
 
Ἐπίμετρο: Ἂν σ᾽αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιρούς, ὅπου ὅλα σχετικοποιοῦνται, σύμβολα, ἀξίες, θεσμοί, σύνταγμα, ἦθος, ἱστορία, παράδοση, δικαιοσύνη, οἰκογένεια, χάσουμε καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τότε ὄντως ἔχουμε κατεβεῖ καὶ τὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀποστασίας μας καὶ γίναμε «γενεὰ μοιχαλίδα, ἄπιστη καὶ διεστραμμένη» (Μάρκ. η´38, θ´19 & Μάτθ. ιϛ´ 4).
 
Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου