Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Προϋποθέσεις της θεολογίας κατά τον Μ. Βασίλειο.


 
«Η κατανόηση του δημιουργικού έργου του Βασιλείου, μάλιστα του αυστηρά θεολογικού, απαιτεί να εισέλθουμε στην εσώτατη διαδικασία της βασιλειανής θεολογίας, στην μέθοδό της. Σε θεολογία προβαίνει ο Βασίλειος από ανάγκη (Κατά Ευνομίου Α 1). Τα προβλήματα είναι η αφορμή και ο Θεός η αιτία, η πηγή της αλήθειας. Ο φόβος του ήταν τόσο μεγάλος ενώπιον της θεολογίας, ώστε συχνά απέφευγε να απαντάει σε θεολογικές ερωτήσεις και συχνότερα παρακαλούσε επίμονα να μην κινούν οι πιστοί ζητήματα πίστεως. Όλοι πρέπει να αρκούνται σε ό,τι έχει διατυπωθεί στην Εκκλησία, στον απλό λόγο της Γραφής και της αρχαίας Παραδόσεως (Επιστολή 258).

Όταν όμως ο ίδιος ο πιστός- και συχνά κάποιος δηλωμένος κακόδοξος- δημιουργεί προβλήματα και αμφιβολίες, που δεν αντιμετωπίζονται με την απλή βιβλική διατύπωση και την όσο αναπτυγμένη Παράδοση της Εκκλησίας, τότε ο Βασίλειος σκύβει στο πρόβλημα και θεολογεί. Τότε διακονεί την σωτηρία των πιστών. Και η διακονία- θεολογία του θέλει να προϋποθέτει- και όντως προϋποθέτει- τα εξής:

α) Χρόνο. Πρέπει κανείς να διαθέτει χρόνο για την θεωρία της αλήθειας, για την θεολογία, και να είναι απαλλαγμένος από εξωτερικούς περισπασμούς:

«Δει γαρ πάσαν σχολήν άγειν από θορύβων των έξωθεν και πάσαν ησυχίαν εν τω κρυπτώ της καρδίας βουλευτηρίω ποιήσαντα, ούτως επιβάλλειν τη θεωρία της αληθείας» (Εις τους Ψαλμούς 33, 3).

β) Κάθαρση. Ο αγώνας για την κάθαρση αποτελεί το πρώτιστο έργο του θεολόγου. Η κάθαρση επαναφέρει τον άνθρωπο στο αρχαίο φυσικό του κάλος, στην αρχική αδαμική κατάσταση. Ο πτωτικός άνθρωπος έχει γίνει σάρκινος, έχει φρόνημα σαρκικό και για αυτό ο «νους» του δεν μπορεί να θεωρήσει, να δει, την αλήθεια:

«Ο μεν γαρ σάρκινος άνθρωπος, αγύμναστον έχων προς θεωρίαν τον νουν [..] αδυνατεί προς το πνευματικόν φως της αλήθειας αναβλέψαι» (Περί του αγίου Πνεύματος ΚΒ).

γ) Φωτισμό: Το γεγονός του φωτισμού παίρνει για πρώτη φορά τις μεγάλες διαστάσεις του. Μίλησαν σχετικά ο Ιγνάτιος, ο Ειρηναίος και ο Αθανάσιος. Αλλά τώρα, περί το 374/5, έχουμε πλέον βαθιά ανθρωπολογική και συγχρόνως θεολογική ανάλυση του φωτισμού, με τη βοήθεια μάλιστα των πλωτινικών παραστάσεων. Έχουμε δηλαδή εσώτατη θεώρηση του ανθρώπου και διαπίστωση της σχέσεώς του- ως δυνατότητας αλλά και ως πραγματικότητας- με το Άγιο Πνεύμα. Φυσικά ο φωτισμός παριστάνεται με εικόνες και σημειώνεται με λέξεις, που επισημαίνουν απλώς το γεγονός, χωρίς να το εξαντλούν. Έτσι, με την κάθαρση ο νους, η καρδιά, ο άνθρωπος λοιπόν γενικά, μοιάζει με καθαρό μάτι, μέσα στο οποίο σαν ήλιος ο Παράκλητος δείχνει την θεία πραγματικότητα. Ή, ο φωτισμός μοιάζει με το γεγονός εκείνο, κατά το οποίο σε ένα λαμπερό διαφανές σώμα πέφτει φωτεινή ακτίνα και το κάνει «περιλαμπές», καταφώτεινο δηλαδή από παντού. Τότε και το σώμα αυτό εκπέμπει φως. Αυτό σημαίνει έλλαμψη του αγίου Πνεύματος σε έναν πιστό. Η πνευματοφόρος ψυχή ελλάμπεται και τότε φωτίζει και άλλες. Πιο συγκεκριμένα, για το θεολογικό έργο, η κατάσταση αυτή ταυτίζεται με τη διανομή των χαρισμάτων του Πνεύματος. Τα χαρίσματα που ο Βασίλειος αναφέρει είναι «η πρόγνωσις» των μελλόντων, «η σύνεσις»των μυστηρίων, η «κατάληψις των κεκρυμένων» κα. Από την «κατάληψη» αυτή των «κεκρυμμένων» (αληθειών) γεννιέται η θεολογία στην πρωταρχική της έννοια:

«Οικείωσις δε Πνεύματος προς ψυχήν ουχ ο δια τόπου προσεγγισμός [..] αλλά ο χωρισμός των παθών άπερ από της προς την σάρκα φιλίας ύστερον επιγινόμενα τη ψυχή, της από του Θεού οικειότητος ηλλοτρίωσε. Καθαρθέντα δη ουν από του αίσχους, ο ανεμάξατο δια της κακίας, και προς το εκ φύσεως κάλλος επανελθόντα και οίον εικόνι βασιλικί την αρχαίαν μορφήν δια καθαρότητος αποδόντα, ούτως εστί μόνως προσεγγίσαι τω Παρακλήτω. Ο δε, ώσπερ ήλιος, κεκαθαρμένον όμμα παραλάβων, δείξει σοι εν εαυτώ την εικόνα του αοράτου. Εν δε τω μακαρίω της εικόνος θεάματι το άρρητον όψει του αρχέτυπου κάλλος. Του τοις από πάσης κηλίδος κεκαθαρμένοις ελλάμπον, τη προς εαυτώ κοινωνία πνευματικούς αποδείκνυσι. Και ώσπερ τα λαμπρά και διαφανή των σωμάτων, ακτίνος εαυτοίς εμπεσούσης, αυτά τε γίνεται περιλαμπή και ετέραν αυγήν αφ’ εαυτών αποστίλβει. Ούτως αι πνευματοφόροι ψυχαί, ελλαμφθείσαι παρά του Πνεύματος, αυταί τε αποτελούνται πνευματικαί και εις ετέρους την χάριν εξαποστέλλουσιν. Εντεύθεν μελλόντων πρόγνωσις, μυστηρίων σύνεσις, κεκρυμμένων κατάληψις, χαρισμάτων διανομαί [..] η ατελεύτητος ευφροσύνη, η εν Θεώ διαμονή, η προς Θεόν ομοίωσις, το ακρότατον των ορεκτών, Θεόν γενέσθαι [..] εκείνοις μάλιστα φανερούσθαι αύτης (= της αληθείας) το ακατάληπτον, οις Θεού χάριτι περισσοτέρως προσγέγονεν η γνώσις» (Περί του αγ. Πνεύματος Θ).

Η φωτιστική δύναμη ικανώνει τον άνθρωπο να ατενίζει την αόρατη θεία εικόνα, τις θείες επομένως ενέργειες και το Πνεύμα της «γνώσεως». Σε τελευταία όμως ανάλυση συμβαίνει αυτό το παράδοξο: το άγιο Πνεύμα δίνει εντός του την εποπτική δύναμη στον άνθρωπο. Η επίγνωση, η γνώση της αλήθειας στον άνθρωπο, συντελείται με την είσοδο του ανθρώπου στην ενεργούσα και ακτινοβολούσα πραγματικότητα του αγίου Πνεύματος. Αυτό ακριβώς, κατά τον Βασίλειο, σημαίνει το ψαλμικό «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμός 35,10). Αυτό είχε υπογραμμίσει άλλοτε και ο Ειρηναίος στο τέλος του Β’ αι. Η γνώση, τονίζει ο Βασίλειος, γίνεται «εν Πνεύματι». Πρέπει να εισέλθει κανείς μέσα στο άγιο Πνεύμα, μέσα στην θεία πραγματικότητα και άρα μέσα στην αλήθεια, για να έχει πράγματι αλήθεια και να μπορεί να την εκφράζει γνησίως.

Την αλήθεια, στην οποία πρέπει να εισέλθει ο θεολόγος, χαρακτηρίζει «άδυτα» και «απόρρητα», των οποίων «η θέα» είναι «απρόσιτος». Παρά ταύτα ο Θεός δεν αφήνει ανελέητο τον άνθρωπο. Όταν ζητάει αλήθεια, δηλαδή κάτι από τα «άδυτα», από την άπειρη αλήθεια, τον βοηθάει, του χαρίζει την παραπάνω κατάσταση.

Ο Βασίλειος ποτέ δεν θα γράψει καθαρά ότι έζησε ο ίδιος τέτοια κατάσταση και τέτοια διαδικασία φωτισμού. Μόνο έμμεσες νύξεις έχουμε από τον ίδιο. Αντίθετα, οι βιογράφοι του, ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο Γρηγόριος Νύσσης, είναι κατηγορηματικοί στο σημείο αυτό και βεβαιώνουν ότι ο Βασίλειος είχε ελλάμψεις και ό,τι θεολόγησε ήταν αποτέλεσμα θεωρίας της αλήθειας και εντρυφήσεως, κατοικήσεως, στο ίδιο το άγιο Πνεύμα».

(Απόσπασμα από την πατρολογία του Στυλιανού Παπαδόπουλου, δεύτερος τόμος, σελ. 381-383).

Πηγή: exprotestant.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου