Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Τι είναι Αποστολική Διαδοχή; (Μέρος τρίτο)

Γ) Η Αποστολική Διαδοχή, κριτήριο διαχωρισμού Εκκλησίας και αιρέσεως.
 
Ανάμεσα στα μέτρα που πήρε η Εκκλησία για να προστατεύσει το ποίμνιο από τα ποικίλα Γνωστικά κινήματα και τις υπόλοιπες αιρέσεις και ψευτοδιδασκαλίες κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, ήταν (και) το κριτήριο της Αποστολικής Διαδοχής.

α) Παραθέτουμε από τον καθηγητή Βλ. Φειδά: «Το γεγονός ότι ο φιλοσοφικόθρησκευτικός συγκρητισμός των συροαιγυπτιακών γνωστικών συστημάτων δεν περιορίστηκε μόνο στο θεωρητικό πεδίο, αλλά αναπτύχθηκε και σε οργανωμένες κοινότητες με ιδιαίτερη ιεραρχία, λατρεία, μυστηριακές πράξεις, τελετές, μουσική, άσμα, ποίηση, σκηνική τέχνη κα, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη οργανώσεως της άμυνας της Καθολικής Εκκλησίας εναντίον της επικίνδυνης αυτής απειλής. Πέρα από την ενίσχυση των εκκλησιολογικών δομών ή των θεολογικών κριτηρίων, η αποστολική διαδοχή, τα βαπτιστήρια σύμβολα και ο κανόνας της Αγίας Γραφής αναφέρονται κυρίως στην πληρέστερη οργάνωση της αυθεντικής ενότητας όχι μόνο κάθε τοπικής εκκλησίας, αλλά και της ανά την οικουμένη Καθολικής Εκκλησίας». (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 224-225).

Τα ίδια αναφέρει και σε άλλο σημείο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, γενικότερα για τις αιρέσεις. «Η λειτουργία του συνοδικού συστήματος είτε για τη χειροτονία επισκόπου ή και για την αντιμετώπιση σοβαρών εκκλησιαστικών ζητημάτων ευνόησε και την προβολή της ιδιαίτερης αυθεντίας ορισμένων τοπικών εκκλησιών ως προς τη γνησιότητα της αποστολικής παραδόσεως, η οποία είχε διαφυλαχθεί από αυτές. Αυτό ήταν ευνόητο, αφού οι αιρετικοί νόθευαν την αποστολική παράδοση. Ορισμένες τοπικές εκκλησίες μπορούσαν ευχερώς να αποδείξουν τη νοθεία αυτή τόσο με την αντιπαράθεση των γραπτών μνημείων, τα οποία εφυλάσσοντο από αυτές, όσο και με την απόδειξη της γνησιότητας της βιουμένης σε αυτές παραδόσεως δια της αναγωγής της αποστολικής διαδοχής μέχρι τους αποστολικούς χρόνους. Πράγματι, ήδη κατά τον Β αιώνα αναγνωρίζονταν μια σαφής προτίμηση της μαρτυρίας ορισμένων εκκλησιών ως προς την αυθεντικότητα της αποστολικής παραδόσεως. Η μαρτυρία τους είχε ιδιάζουσα σημασία για την αναίρεση της αιρετικής πλάνης, λόγω και των αποδεδειγμένων με την αδιάκοπη αποστολική διαδοχή αποστολικών καταβολών των εκκλησιών αυτών» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 194-195).

β) Ο Ηγήσιππος (περίπου το 180 μ Χ), ως επιχείρημα για την διάκριση των αιρέσεων από την Εκκλησία του Χριστού, έκρινε απαραίτητη την Αποστολική Διαδοχή. Για αυτό το λόγο έγραψε 5 Υπομνήματα, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Ότι γνωρίζουμε, είναι από διάφορα παραθέματα του ιστορικού Ευσεβίου (275- 339 μ Χ). Ο καθηγητής πατρολογίας Δ. Μπαλάνος αναφέρει σχετικά, «Περί του Ηγήσιππου έχομεν πληροφορίας τινάς, ιδίως εκ του Ευσεβίου. Κατά τούτον, ο Ηγήσιππος, ζήσας επι της πρώτης των αποστόλων διαδοχής, κατήγετο εξ Ανατολής, πιθανώς εκ Παλαιστίνης, και γνώριζεν την Αραμαικήν. Επί πάπα Ανικήτου (155-166) διελθών εκ Κορίνθου, ένθα παρέμεινεν ημέρας ικανάς, ήλθεν εις Ρώμην, επανελθών δ’ ειςτην πατρίδα του, έγραψε, περί το 180, τα Υπομνήματα, εκ πέντε βιβλίων. Το έργον τούτο, απολογητικού περιεχομένου, εζήτει να καταδείξει επι τη βάση ιστορικού υλικού καιεπισκοπικών καταλόγων, εναντίον των αιρετικών ισχυρισμών, ότι η αληθής παράδοσις ευρίσκεται μόνον εν τη Εκκλησία, διατηρηθείσα δια της συνεχούς και αδιακόπου διαδοχής του επισκοπικού αξιώματος μέχρι των αποστόλων (την απλανή παράδοσιν του αποστολικού κήρύγματος). (ΒΕΠΕΣ, τόμος 5, σελίδα 81).

Από την νεότερη πατρολογία του Στ. Παπαδόπουλου, Α' Τόμος, σελίδα 284- 286: «[…] έργο του έκανε την κατάδειξη και υποστήριξη της ορθοδόξου Παραδόσεως. Συνειδητοποίησε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Εκκλησία από τη σύγχυση, την οποία δημιουργούσαν οι αιρέσεις και προπαντός ο Γνωστικισμός εκείνος που εμφανίζονταν ως ανώτερος χριστιανισμός […] Χωρίς να είναι μεγάλος θεολόγος, διέκρινε ότι ένας τρόπος καταπολεμήσεως του χριστιανίζοντος γνωστικισμού ήταν η ανάδειξη σε κριτήριο της συνεχούς αποστολικής διαδοχής, η οποία υπήρχε στις τοπικές Εκκλησίες κι έλειπε από το γνωστικισμό. Παρουσιάζοντας δηλαδή ιστορικά τη διαδοχή επισκόπων στις Εκκλησίες, δημιούργησε το σημαντικό για την εποχή του επιχείρημα, ότι σε όποια Εκκλησία διαπιστώνεται διαδοχή έχουμε και απλανή, αδιάφθορη, την αποστολική Παράδοση […] Τα Υπομνήματα έχουν χαθεί, αλλά ο Ευσέβιος, που είναι και η κύρια πηγή του Ηγήσιππου, διέσωσε μερικά μόνο αποσπάσματα, που δίνουν μόνο αμυδρή εικόνα του έργου […] Η ιδιαίτερη συμβολή και σημασία του Ηγήσιππου βρίσκεται στην προβολή της ιστορικής παραδόσεως ως επιχειρήματος κατά των αιρετικών και γνωστικών. Στο επιχείρημα τούτο δίνει ο Ειρηναίος θαυμαστό θεολογικό βάθος». (Α Τόμος, σελ. 284-285).

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τον Ηγήσιππο που μας διασώζει ο Ευσέβιος, αφού αναφέρει ορισμένους αιρεσιάρχες της εποχής του που δεν είχαν αποστολική διαδοχή και τους οποίους διαχωρίζει από το σώμα της Εκκλησίας, γράφει, «…έκαστος (από αυτούς) ιδίως και ετέρως ιδίαν δόξαν (πίστη) παρεισήγαγεν. Από τούτων ψευδόχριστοι, ψευδοπροφήται, ψευδαπόστολοι, οίτινες εμέρισαν την ένωσιν της Εκκλησίας φθοριμαίοις λόγοις κατά Θεού και κατά Χριστού αυτού». (Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία IV 22, 2-6).

γ) Ο άγιος Ειρηναίος, που έγινε γνωστός για τα αντιαιρετικά του έργα, κινείται στα ίδια πλαίσια με τον Ηγήσιππο από τον οποίο αντλεί υλικό. Στο τρίτο βιβλίο του «Εναντίων της Ψευδωνύμου Γνώσεως», αφού αναφέρει πρόσωπα που είχαν διαδοχή αποστολική, γράφει, «Τη αυτή τάξει και τη αυτή διαδοχή ητε από των αποστόλων εν τη Εκκλησία παραδοσι και το της αληθείας κήρυγμα κατήντηκεν εις ημάς». (ΒΕΠΕΣ 5, 143).

Ο καθηγητής θεολογίας Γ. Φλορόφσκι (1893- 1979), στο βιβλίο του «Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις», αναφέρει για τον άγιο Ειρηναίο, «Ο Ειρηναίος αποκηρύσσων την από τους Γνωστικούς κακήν χρήσιν της Γραφής εχρησιμοποιούσε μίαν γραφικώτατην παρομοίωσιν. Ένας επιδέξιος καλλιτέχνης εζωγράφησεν ωραίαν εικόνα βασιλέως αποτελούμενη από πολλούς πολυτίμους λίθους. Κάποιος άλλος διαλύει το μωσαϊκόν τούτο και συνθέτει με τους λίθους σχέδιον διάφορον, που παριστά εικόνα σκύλου ή αλώπεκος. Εν συνεχεία ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν η αρχική εικών, του πρώτου καλλιτέχνου, με το πρόσχημα ότι αι ψηφίδες ήσαν αυθεντικαί. Το αρχικόν όμως σχέδιον είχε καταστραφή. Αυτό ακριβώς κάνουν οι αιρετικοί με την Αγίαν Γραφήν. Αγνοούν και διασπούν την σειράν και τον σύνδεσμον της Αγ. Γραφής, λύοντες τα μέλη της αληθείας. Ρήματα, λέξεις, παραβολαί, είναιπράγματι γνήσια, αλλά η υπόθεσις είναι αυθαίρετος και ψευδής (Κατά Αιρέσεων 1.8.1) […] Η αγαπημένη φράσις του Ειρηναίου ήταν ο «κανών της αληθείας». Αυτός βεβαίως ο κανών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η μαρτυρία και το κήρυγμα των Αποστόλων, που ήταν αποτεθειμένη εις την Εκκλησίαν και εμπεπιστευμένην εις αυτήν από τους Αποστόλους. Αυτό εφυλάχθη πιστώς και μετεβιβάσθη με πλήρη ομοφωνίαν απανταχού δια της διαδοχής των διαπιστευμένων ποιμένων «Εκείνοι που με τηνεπισκοπικήν διαδοχήν έχουν δεχθή το βέβαιον χάρισμα της αληθείας»[…]». (σελ. 105-107, μετάφραση Δ. Τσάμη).

Ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος, αναφέρει, «Η θεολογία της Παραδόσεως είχε αφορμή τη διάθεση (και πράξη) των Γνωστικών και των αιρετικών να υποτιμούν και να αγνοούν την ιστορικότητα του Χριστού και της αποστολικής παραδόσεως, κάτι που τους παρείχε την άνεση να δημιουργούν δικές τους παραδόσεις». (σελ. 299). Αυτήν την θεολογία ανέπτυξε στα αντιαιρετικά του έργα ο άγιος Ειρηναίος για να αντικρούσει τους αιρετικούς της εποχής του. Πρόβαλε την Αποστολική Παράδοση μέσα από την Αποστολική Διαδοχή. Στην σελίδα 300 αναφέρεται, «Υπογραμμίζοντας το τελευταίο τούτο, έχει ο Ειρηναίος τον ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξει τις πηγές της παραδόσεως και τη γνησιότητα της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων. Έτσι δημιουργείται το επιχείρημα της ιστορικής παραδόσεως, την οποία μπορεί κανείς να ελέγξει και να αποδείξει ιστορικά». Και προσθέτει ο καθηγητής Παπαδόπουλος, «Ο Ειρηναίος δε θεωρεί τη Γραφή κάτι ξεχωριστό από την Παράδοση, δεν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, αλλά όψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (όχι χωρισμένη) στο πλαίσιο της όλης Παραδόσεως, την οποία χαρακτηρίζει στο σύνολό της ‘κανόνα της αλήθειας’, και θεωρεί ''ακλινή'' και ''βεβαία'', όρο, κριτήριο, και πλαίσιο ζωής του πιστού. Οι ζωντανοί φορείς της Παραδόσεως έχουν στον Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία από τα κείμενα της ΚΔ, κάτι που ισχύει απόλυτα και για τον Ιγνάτιο. Οι φορείς αυτοί ονομάζονται «επίσκοποι» ή «πρεσβύτεροι». (σελ. 300).

Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, επίσης γνωστός για τα αντιαιρετικά του έργα, συνδέει την αρχιερατεία με την αποστολική διαδοχή και την μετάδοση της χάρης του Αγίου Πνεύματος. «το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν» (Κατά Πασών αιρέσεων Έλεγχος, ΒΕΠΕΣ 5, σ. 199).
 
Πηγή: exprotestant.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου