Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Η Αίρεση κατά την Ιερά Παράδοση.

Στη σημερινή εποχή, η λέξη «αίρεση» έχει εξοβελισθεί από το λεξιλόγιο των ανθρώπων, ακόμη και των περισσοτέρων πιστών, και έχει περιορισθεί, χρωματισμένη μάλιστα και με κάποια ειρωνεία, στο χαρακτηρισμό φιλοσοφικών και ιδεολογικών ρευμάτων που παρεκκλίνουν από κάποια γνωστή «κύρια» κατεύθυνση.

Από την επίδραση της προπαγάνδας της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου, η οποία διδάσκει να αγαπάμε όχι τόσο τον ίδιο τον πλησίον μας, όσο τις οποιεσδήποτε πεπλανημένες πεποιθήσεις και ιδέες του, ο χαρακτηρισμός της «αιρέσεως» ακούεται στα ώτα πολλών, ως δήθεν φορτισμένος υπέρμετρα με άδικους αρνητικούς συνειρμούς και παραπέμπει δήθεν στο σκοτεινό μεσαίωνα και την «ιερά εξέταση». Όμως τα πράγματα δεν έχουν έτσι και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου η «αίρεση» είναι κίνδυνος που άπτεται καίρια της ιδίας της αιωνίου σωτηρίας μας και όχι κάποια απλώς φιλοσοφική απόκλιση από μια «γραμμή» μίας εξουσίας. Στο θέμα της αιρέσεως είναι απέραντο, τόσο στην Πατερική Γραμματεία, όσο και στη σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία. Θα αρκεσθούμε σε μερικά σημεία, επιφυλασσόμενοι για περισσότερες διευκρινίσεις στο μέλλον.

Τί είναι αίρεση;

Σύμφωνα με ένα σύγχρονο ορισμό, ως αίρεση χαρακτηρίζεται ''κάθε πεπλανημένη διδασκαλία η οποία παρεκκλίνει από τη γνήσια χριστιανική πίστη, ταυτόχρονα δε και κάθε ιδιαίτερη χριστιανική κοινότητα η οποία διαφωνεί προς τη δογματική διδασκαλία της αληθούς Εκκλησίας και έχει αποκοπεί από την κοινωνία και ενότητα με αυτήν.''

Ο Μέγας Βασίλειος λέγει εν προκειμένω «Οι παλαιοί ονόμασαν αιρέσεις μεν τους παντελώς αποσπασμένους και κατά την ίδια την Πίστη αποξενωμένους· σχίσματα δε αυτούς που διαφοροποιήθηκαν για κάποιες εκκλησιαστικές αιτίες και μεταξύ τους ζητήματα, θεραπεύσιμα.»

Αξιοσημείωτη είναι και η εξής διάκριση: ''Για να στοιχειοθετηθεί, κατά τους ι. Κανόνες, το αδίκημα της αιρέσεως, απαιτείται η άρνηση ή διαστροφή των κανόνων, ήτοι να εκδηλωθεί εξωτερικώς, είτε εγγράφως (δια συγγράμματος κ.λπ.), είτε προφορικώς (δια κηρύγματος κ.λπ.), είτε εμπράκτως (δια παραλείψεως ή προσθήκης φράσεων ή συμβολικών κινήσεων στο τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ.λπ.), να γίνει από σκοπού και εκ προθέσεως, διότι εκ παραδρομής ή εκ συγγνωστής πλάνης δεν διαπράττεται αίρεση και να επιμείνει στην πλάνη του ο δράστης, διότι δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος ο οποίος πρεσβεύει μεν πεπλανημένως, αλλά όταν νουθετείται ανακαλεί και απαρνείται τις κακοδοξίες του. Καθ' όσον το πλανάσθαι είναι ανθρώπινο, αλλά το εμμένειν στην πλάνη και το μη απορρίπτειν αυτήν μετά από υπόδειξη που γίνεται, είναι εφάμαρτο και δαιμονικό, επειδή εμφαίνει υπεροψία και ύβρη κατά του Αγίου Πνεύματος.''

Πάντως, η αίρεση δεν κρίνεται βάσει κάποιας απλής αποκλίσεως στη φρασεολογία και την ορολογία, αλλά από την παρερμηνεία των αληθειών, την οποίαν παρερμηνεία εξυπηρετεί η συγκεκριμένη απόκλιση στην ορολογία· λέγει λόγου χάριν ο Μέγας Βασίλειος καταπολεμώντας την του αιρεσιάρχου Σαβελλίου ταύτιση των υποστάσεων του Πατρός και του Υιού, μέσω της απάλειψης του συνδέσμου «και» από μερικά χωρία της Αγίας Γραφής ''... τώρα όμως λόγος από αυτούς δεν γίνεται περί συλλαβών, ούτε για το πως ηχεί, έτσι ή αλλιώς, η έκφραση, αλλά για πράγματα τα οποία έχουν μέγιστη διαφορά σε δύναμη και αλήθεια. Λόγω των οποίων, ενώ η χρήση των συλλαβών είναι αδιάφορη, αυτοί, οι αιρετικοί, προσπαθούν άλλες μεν να εισαγάγουν και άλλες να αποδιώξουν από την Εκκλησία. Εγώ δε, αν και από το πρώτο άκουσμα είναι φανερή η χρησιμότητα, ωστόσο θα παράσχω και την αιτία για την οποίαν οι Πατέρες μας, δεν συμπαρέλαβαν χωρίς λόγο την χρήση της προθέσεως αυτής''

Η αίρεση είναι από τις μεγαλύτερες αμαρτίες. Καθώς λέγει ο Μέγας Αθανάσιος περί εκείνων που αρχίζουν μιαν αίρεση· «Εχθροί του Θεού είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο οι ακάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετά από εκείνους όσοι πρεσβεύουν την ειδωλολατρία και οι αρχηγοί των αιρέσεων.»

Tούτο φαίνεται και από το αίνιγμα που κλήθηκε να επιλύσει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: ''Κάποιος γνωστικός μου έθεσε ένα πρόβλημα. Ποιά αμαρτία, μου είπε, είναι βαρύτερη απ’ όλες, εξαιρέσει του φόνου και της αρνήσεως;'' Και όταν εγώ του απάντησα “το να πέση κανείς σε αίρεσι”, εκείνος με ξαναρώτησε ...» κ.λπ.

Πλήν τούτων, μία και μόνη αίρεση μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές άλλες, οι οποίες θα ανατρέψουν ριζηδόν την περί Θεού διδασκαλία της Εκκλησίας, την κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, και θα οδηγήσουν μετά ταύτα και σε εσφαλμένη πράξη.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τον αντιησυχαστή αιρεσιάρχη Γρηγόριο Ακίνδυνο φανέρωσε και ανέπτυξε, ότι όσοι αρνούνται τη «θεοπρεπή διάκριση» ουσίας και ενεργείας στο Θεό, περιπίπτουν κατά συνέπεια και σε άλλες πενήντα μέγιστες αιρέσεις.

Η αίρεση πάντως, είναι ή εισαγωγή μιας νέας διδασκαλίας και πρακτικής, ενός ή περισσοτέρων νεωτερισμών· όπως έχει παρατηρηθεί από τον Καθηγητή Ν. Ματσούκα, «Πολύ ενωρίς η Εκκλησία πήρε την ονομασία, καθολική, που αργότερα έγινε συνώνυμη με τον κατοπινό όρο ορθοδοξία. Πάραλληλα η αίρεση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η διάβρωση της αλήθειας, ως ζωής και διδασκαλίας, και συνάμα η έκπτωση από την κοινότητα. Όχι μόνον οι αιρετικοί της εποχής εκείνης, μά και οι πολέμιοι ακόμη είχαν αντιληφθεί πόσο απαραίτητο είναι το κριτήριο της αρχέγονης ταυτότητας. Έτσι ο νεωτερισμός δεν μπορεί να έχει σχέση προς την ορθοδοξία. Καθετί το νέο είναι ξένο προς την αλήθεια που μόνο ως αρχέγονη νοείται. Η πρώτη, η ορθοδοξία, διεκδικεί αταλάντευτα την αρχαιότητα, ενώ η δεύτερη, η αίρεση, είναι νεωτεροποιεία. Έτσι η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, παρ’ όλο ότι την εποχή εκείνη αφομοίωνε κατά τον πιο ρωμαλέο τρόπο προσαρμογής που γνώρισε ποτέ η ιστορία, τη φιλοσοφική ορολογία του περιβάλλοντος, στη συνείδηση της Εκκλησίας γενικά και των ίδιων των θεολόγων παρέμενε παλιά, αρχέγονη, παραδοσιακή. Tούτη η αναδρομή προς το παρελθόν από το ένα μέρος δεν ήταν διόλου οπισθοδρόμηση, και από το άλλο γινόταν η μοναδική σωστή μέθοδος για να ελέγχεται το περιεχόμενο κάθε διδασκαλίας. Η ορθόδοξη άποψη είναι σαφής και ανυποχώρητη. Εμμένει στην αρχαιότητα της διδασκαλίας. Αυτή και μόνο είναι το κριτήριο της γνησιότητας και αυθεντικότητας.»

Πρέπει να ενθυμούμαστε και δύο ακόμη σημαντικές παραμέτρους:

Η αίρεση αχίζει συνήθως με μορφή χονδροειδή και προϊόντος του χρόνου απολεπτύνεται. Οι μεταγενέστερες μορφές κάθε αιρέσεως ευρίσκονται συνήθως πλησιέστερα προς την Ορθοδοξία, αλλά για το λόγο αυτό είναι και πλέον επικίνδυνες, εφ’ όσον δεν διακρίνονται εύκολα απ' αυτήν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επί τούτου είναι ο ημιαρειανισμός των «ομοιουσιανών» (οπαδών του δόγματος του «ομοιουσίου»), που φαίνεται να πλησιάζει το «ομοούσιον» των Ορθοδόξων, αλλά όμως συνιστά αίρεση (βλ. παρακάτω) και ο μετριοπαθής μονοφυσιτισμός του Σεβήρου Αντιοχείας, ο οποίος λόγω πολύ λεπτής διαφοράς στις χριστολογικές διατυπώσεις είναι περισσότερο δυσδιάκριτος από τον πρώιμο μονοφυσιτισμό του Αρχιμανδρίτου Ευτυχούς.

Είναι σύνηθες στην πατερική αντιαιρετική γραμματεία να αναζητούνται και να στηλιτεύονται οι προεκτάσεις των αιρετικών δογματικών διατυπώσεων. Σημειωτέον δε, ότι κανονικώς οι αιρετικοί, ακόμη και οι Παπικοί ή οι Προτεστάντες, δεν καλούνται Xριστιανοί, κατά την Παράδοση της Εκκλησίας· χαρακτηριστικώς λέγει μεταξύ άλλων αρχαίων θεολόγων ο Τερτυλλιανός, «Όσοι είναι αιρετικοί, χριστιανοί δεν δύνανται να είναι.»

Η αίρεση, όπως θα δούμε και παρακάτω, αποξενώνοντας τους οπαδούς της από τη Μυστική Άμπελο, τον Χριστό, και την προς Αυτόν  Κοινωνία δια των Μυστηρίων, όπως και από την ορθή διδασκαλία, καθιστά τον άνθρωπο ξένο προς την Αγία Τριάδα. Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η αίρεση, όπως και η διάπραξη των έργων της  αμαρτίας καθιστά ή αποδεικνύει τον άνθρωπο ουσιαστικώς άπιστο: «Όποιος δεν πιστεύει, όπως πιστεύει ή Παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας ή κοινωνεί με τον διάβολο δια μέσου των παρανόμων έργων, είναι άπιστος». Η αλλιώς, στο πρωτότυπο: «Ο γαρ μη κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων ή κοινωνών δια των ατόπων έργων τω διαβόλω άπιστός εστιν»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου