Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Οἱ ἀσωτίες καί φρικαλεότητες τοῦ στρατιωτικοῦ δικαστῆ...

Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος
 
Ἰωάννης Ἰανωλίδε

 
Σ᾿ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἡ καταστροφή μας στήν φυλακή συνεχιζόταν. Ὁ στρατιωτικός δικαστής καί τά ἀφεντικά του ἀπό τήν κυβέρνηση ἔκαναν τό πᾶν γιά νά μᾶς σκοτώσουν ψυχικά καί σωματικά. Στόν βασανιστή δέν τοῦ ἔφτανε νά μᾶς τυραννεῖ, ἀλλά ἔκανε κατάσχεσι καί τῶν πραγμάτων τῆς οἰκογενείας μας.
 
Ἀναρίθμητες γυναῖκες πού ἔρχονταν στό ἐπισκεπτήριο ἔγιναν θύματα τῶν ἀκολάστων παθῶν τοῦ στρατιωτικοῦ δικαστή. Πολλές τόν ἐμπόδιζαν, ἀλλά ἐκεῖνος τούς ἀπαντοῦσε: Σιώπα! Σιώπα γιατί θά σκοτώσω τόν ἄνδρα σου καί τόν ἀδελφό σου! Σιώπα γιατί θά σέ κλείσω κι ἐσένα μέσα! Ἔχω ἀπεριόριστη ἐξουσία. Τελικά, γιατί κάνεις τήν μυροφφόρα; Σοῦ προσφέρω ἕνα ὡραῖο γλέντι. Ἄν θέλεις, θά σοῦ κάνω τό χατήρι νά συναντηθεῖς διακριτικά καί μέ τόν ἄντρα σου! Οἱ καημένες οἱ γυναῖκες ἔρχονταν κλαίγοντας στά κάγκελα.
 
Ὁ στρατιωτικός δικαστής, μαζί μέ τόν συνταγματάρχη καί μέ ἄλλους ἀνήθικους ἔκαναν καί δημόσια ὄργια στήν πόλη μ΄ αὐτά τά δυστυχισμένα θύματα καί αὐτό τό γεγονός ἀκούστηκε παντοῦ. Ἡ κοινή γνώμη ἦταν ἀγανακτισμένη, ἀλλά φιμωμένη.
 
Οἱ κυβερνῆτες, ἀντιλαμβανόμενοι ὅλα αὐτά, προσπάθησαν νά «κουκουλώσουν» τίς ἀκολασίες τους. Τότε μερικοί κρατούμενοι προκάλεσάν ἕνα ὁμαδικό σκάνδαλο στό δεσμωτήριο, μέ σκοπό νά στείλουν στόν στρατάρχη Ἀντωνέσκου ἕνα ὑπόμνημα, περιμένοντας ἀπ᾿ αὐτόν ἀπονομή δικαιοσύνης. Λοιπόν ἡ ὑπόθεσι διεξαγόταν εἰρηνικά, ἀλλά ὁ στρατιωτικός (ταγματάρχης) δικαστής ἔκαμε ἀναφορά καί εἶπε ὅτι ἦταν ἐπανάσταση καί προσπάθεια κοινῆς δραπέτευσης τῶν κρατουμένων, μέ σκοπό τήν ἀνατροπή τῆς κυβέρνησης. Ἔτσι στήν συνέχεια τό Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης τοῦ ἔδωσε ἀπεριόριστη ἐξουσία.
 
Ἀκολούθησε ἕνας ἐφιάλτης. Οἱ χτυπημένοι μέχρι θανάτου ἄνθρωποι, ἀπομονωμένοι, ἐμπαιχθέντες καί ἐξευτελισμένοι, βιάστηκαν νά ζητήσουν συγγνώμη, ὁμολογῶντας ὅτι κακολόγησαν τόν στρατιωτικό δικαστή καί ὅτι ὠργανώθηκαν νά δραπετεύσουν καί νά ἐνεργήσουν ἐναντίον τῆς κυβέρνησης. Κανένας ἀπό τήν Χώρα μας δέν προσπάθησε νά μάθει τήν ἀλήθεια καί νά ἀποκαταστήσει τήν δικαιοσύνη.
 
Σ᾿ ὅλα τά δεσμωτήρια ὑπῆρχε τρομάρα, ἀλλά στό Ἀϊούντ ὁ στρατιωτικός δικαστής Ἀουρέλ εἶχε ξεπεράσει τά ὅρια. Εἶχε καταστρέψει διά βασάνων ἀνθρώπους μέ ἀδαμάντινο ἦθος καί εἶχε πιστέψει ὅτι ἦταν ἕνας μεγάλος παιδαγωγός.
 
Γιά δύο χρόνια εἴμασταν τελείως ἀπομονωμένοι ἀπό τόν κόσμο, πεινασμένοι, βασανισμένοι καί ἐμπαιγμένοι ἀπό τόν στρατιωτικό δικαστή. Γιά ἐμᾶς ὁ κόσμος θά ὑπῆρχε πάλι μόνο χάρις σ᾿ αὐτόν. Ὅσο περισσότερο τόν φοβόμασταν, τόσο τόν μισούσαμε, ἀλλά παραμέναμε τά θύματα του. Στίς 23 Αὐγούστου 1944, τά μεσάνυχτα ἦλθε λυσσαλέος καί ἀγριώτατος. Μᾶς ἔβγαλε στό διάδρομο καί μᾶς εἶπε:
 
-Ὁ βασιλιᾶς τῆς Χώρας ἐκήρυξε ἀνακωχή. Ὁ στρατάρχης Ἀντωνέσκου προφυλακίσθηκε. Ὁ Μεγαλειότατος διώρισε μιά καινούργια κυβέρνηση. Ζοῦμε δύσκολους καιρούς. Ἡ ζωή σας εἶναι στά χέρια μου. Ὁ ρουμανικός στρατός πολεμᾶ μαζί μέ τους Συμμάχους ἐναντίον τῶν Γερμανῶν.
 
Ὁ στρατιωτικός δικαστής ἦταν σαστισμένος, ἔντρομος καί τσακισμένος.
 
Ἐμεῖς κλειστήκαμε στά κρατητήρια καί περιμέναμε τόν θάνατο. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ὅμως εἶδαμε ἀπό τό παράθυρο ὅτι ελευθερώνονταν οἱ κομμουνιστές κρατούμενοι, λόγῳ τοῦ διατάγματος ἀμνηστίας πού ἔβγαλε ἡ καινούργια κυβέρνηση. Παρόλο πού τό διάταγμα μᾶς ἀνέφερε κι ἐμᾶς, δέν ἀποφυλακιστήκαμε. Ἐπειδή ἐφοβοῦντο μήπως μᾶς ἐλευθερώσει ὁ γερμανικός στρατός πού ἀπωθεῖτο πρός τό Ἀϊούντ, μετακινηθήκαμε γιά ἕνα μήνα στό δεσμωτήριο τῆς πόλεως Ἄλμπα-Ἰούλια. Ἐκεῖ μᾶς ἔβγαλαν στά χωράφια γιά δουλειά καί σέ ἐργαστήρια. Θά μπορούσαμε πολύ εὔκολα νά φύγουμε, ἀλλά ἡ συνείδηση ὅτι ἔχουμε μιά ἀποστολή ἐδῶ, μᾶς ἀνάγκασε νά σεβαστοῦμε τούς παράνομους νόμους.
 
Σύντομα ἦλθε καί ὁ Κόκκινος (ρωσικός) Στρατός, σάν μιά βαρβαρική, τρελλή, μέθυση καί ἀτέλειωτη ὀρδή. Ἡ Χώρα κυριεύτηκε ἀπό τούς μπολσεβίκους καί μπῆκε στό μαρξιστικό-λενιστικό ζώδιο. Ἡ κοινωνία μας μπῆκε κάτω ἀπό τίς πτέρυγες τοῦ κομμουνισμοῦ. Οἱ Ἑβραῖοι, οἱ Τσιγγάνοι καί οἱ Οὔγγροι βοήθησαν τούς κομμουνιστές. Ἡ χριστιανική Ρουμανία ἦταν σέ πένθος.
 
Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες τῆς ἀρχῆς τοῦ κομμουνισμοῦ, ὅταν περιμέναμε ἐναγώνια νά θανατωθοῦμε ἤ νά ἐκτοπιστοῦμε στήν Σιβηρία, ὁ στρατιωτικός δικαστής, ὁ ὁποῖος ἐν τῶ μεταξύ εἶχε ἐξαφανιστεῖ, ἐμφανίσθηκε καί πάλι ντυμένος πολιτικά καί, σκηνοθετώντας τήν τελευταία του ἀπάτη. Μᾶς εἶπε:
 
-Παιδιά, ἐγώ εἶμαι ἕνας μεγάλος ἐθνικόφρονας, σάν ἐσᾶς. Ἤθελαν νά μέ σκοτώσουν, ἀλλά μεταμφιέστηκα. Πρόλαβα νά πάρω τηλέφωνο στήν Γερμανία καί οἱ διευθυντές μέ ἔστειλαν σέ σᾶς μέ μιά ἁγία ἀποστολή, γιά νά σᾶς σώσω. Ἔχω προγραμματίσει ἕνα πλάνο ὁμαδικῆς δραπέτευσης. Ἐγώ θά διοργανώσω τά πάντα ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλά ἐσεῖς νά εἶστε ἕτοιμοι. Μπροστά στό κοινό μας ἐχθρό ἦλθε ἡ ὥρα νά ἤμαστε ἀδέλφια!
 
- Φῦγε ἀπ᾿ ἐδῶ, σατανᾶ! Τοῦ ἀπαντήσαμε. Δέν χόρτασες ἀπό αἷμα ἀκόμη; Λες μόνο ψέματα! Ἐξαφανίσου!
 
Μέ τήν οὐρά στά πόδια του ἔφυγε ντροπιασμένος ὁ πιό αἰσχρός ἄνθρωπος όού γνώρισα ποτέ στήν ζωή μου. Τόν ακολούθησαν στήν αρχηγία τοῦ δεσμωτηρίου δύο πιό ἤπιοι διευθυντές καί ἀπό τό 1945 διωρίστηκε σάν διοικητής μας ὁ Γουτάν, ἕνας κομμουνιστής.
 
Σύντομα οἱ κομμουνιστές κατεδίκασαν τούς προηγουμένους ἄρχοντες. Οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς ἔβαλαν στήν φυλακή τόσο εὔκολα, τώρα βρέθηκαν μαζί μας στό κρατητήριο. Τούς δεχθήκαμε μέ ἀγάπη, μέ ἀνοιχτή καρδιά, μέ ὅλη τήν προστασία πού μπορούσαμε νά τούς προσφέρουμε. Ἔμειναν ἄλαλοι, ἐκστατικοί καί κατάλαβαν τό παλαιό λάθος τους. Ὅταν, ὅμως γινόταν κουβέντα γιά τό μέλλον, αὐτοί ἦταν αἰσιόδοξοι, διότι περίμεναν τήν παρέμβαση τῆς Δύσης καί δαγκώνονταν ἀπό τήν απαισιοδοξία μας.
 
Ὁ Βαλέριος εἶχε πολλές συζητήσεις μ΄ αὐτούς, ἀλλά κατάλαβε ὅτι, παρόλο πού ἦταν χριστιανοί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, δέν εἶχαν ποτέ ἀσχοληθῆ ἀληθινά μέ τήν θρησκευτική ζωή καί δέν εἶχαν σκεφτεῖ ποτέ κάτι γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ πολιτισμοῦ, πού εἶχαν μεγάλες εὐθύνες, ἀλλά ὅταν προσπάθησαν γιά πρώτη φορά νά μελετήσουν τήν προσευχή «Πάτερ ἡμῶν...», κατέληξαν μόνο σέ κάποιες γελοίες ἐξηγήσεις.
 
Ἡ φυλάκισις ἦταν καί γι΄ αὐτούς γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, ὁπότε ἡ διαδικασία ἐπανευαγγελισμοῦ τους γινόταν καί σ΄ αὐτούς τούς ἡλικιωμένους «χριστιανούς». Μετά ἀπό τρία χρόνια, ἕνας ἀρχιστράτηγος ἔψαχνε τόν Βαλέριο νά τόν εὐχαριστήσει διότι τοῦ εἶχε δώσει μιά Καινή Διαθήκη: «ἔχω χάσει τά πάντα σ΄ αὐτά τά χρόνια, ἔλεγε αὐτός, ἀλλά ὁ Θεός μέ ἀξίωσε νά μήν χάσω τήν ἁγία Γραφή. Παιδί μου, θά σ᾿ εὐχαριστῶ κι ἐδῶ καί στήν ἄλλη ζωή!

Πηγή: anavaseis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου