Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Διάσταση απόψεων στην αρχαία Ελλάδα.

29. "Το ελληνικό πνεύμα είναι ενιαίο και αδιαίρετο, παρά όλες τις επιφανειακές του διαφοροποιήσεις. Οι φιλόσοφοι που το εξέφραζαν ήταν της ίδιας κοσμοαντίληψης όλοι. Η ελληνική θρησκεία είναι μια και αδιαίρετη σε όλες τις φάσεις της αρχαιοελληνικής ιστορίας".

Απάντηση: Οι «αρχαιολάτρες» και «Έλληνες Εθνικοί» τα λένε αυτά διαστρεβλώνοντας την ιστορική αλήθεια κι έχοντας σκοπό να συκοφαντήσουν τον Χριστιανισμό. Σκέφτονται, πως εάν πείσουν ότι υπήρξε ένα και αδιαίρετο ελληνικό πνεύμα και σκέψη, θα είναι πολύ πιο εύκολο να το στρέψουν κατά του Χριστιανισμού. Η αλήθεια είναι διαφορετική.

-Ο Πλάτων έλεγε «πας μη Έλλην βάρβαρος», ο Αριστοτέλης ότι οι Έλληνες είναι ανώτεροι από τους Ασιάτες, ο Αντισθένης κι ο Διογένης ήταν κοσμοπολίτες και έλεγαν πως δεν έχουν πατρίδα. Τώρα πού την βλέπουν την ταυτότητα απόψεων, είναι άλλο ζήτημα.

-Οι Στωικοί παραδέχονται την ύπαρξη Θείας Πρόνοιας. Οι Επικούρειοι την απορρίπτουν απόλυτα.

-Οι Σκεπτικοί «επέχουν» από την εκφορά γνώμης και αμφιβάλλουν για την δυνατότητα γνώσης. Αντίθετα οι δογματικοί φιλόσοφοι (Πλάτων, Αριστοτέλης, Επίκουρος κ.ά. πολλοί) πιστεύουν στη δυνατότητα γνώσης.

-Ο Επίκουρος ισχυρίζεται πως οι θεοί κατοικούν στα "Μετακόσμια", δηλαδή εκτός των πολλών κόσμων, ενώ σύμφωνα με άλλους οι θεοί κατοικούν στη φύση, εντός του κόσμου. Γιατί αυτή η διαφορά;

-Οι Κυνικοί απορρίπτουν θεούς και πατρίδες. Αντίθετα οι συντηρητικοί φιλόσοφοι τονίζουν τις ιδέες αυτές.

-Οι Σοφιστές και οι Ορθολογιστές δεν παραδέχονται «μυστήρια» και παγανιστικά μάγια. Αντίθετα, οι Εμπεδοκλής, Πρόκλος, Πυθαγόρας δίδασκαν και εφάρμοζαν τον μυστικισμό και τη «θεουργία»-μαγεία, νεκρομαντεία και τη θαυματοποιεία.

-Ο Πρωταγόρας έλεγε πως δεν ξέρει αν υπάρχουν θεοί. Οι Εθνικοί του 5ου αι. πίστευαν, και τον εξόρισαν, ακριβώς επειδή προσέβαλε έτσι την θρησκεία τους.

-Ο Πρωταγόρας έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι μέτρο των πραγμάτων, ενώ ο Πλάτωνας ότι ο θεός είναι το μέτρο των πραγμάτων. «Κατά την άποψή μας ο θεός ειναι το βασικό μέτρο των πραγμάτων, πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο, όπως υποστηρίζουν μερικοί» (Νόμοι, 716c).

-Ο Πλάτωνας πίστευε το άκρως αντίθετο από αυτό που πίστευαν οι σοφιστές και προσωκρατικοί, και μάλιστα τους χρεώνει όλα τα κακά της νεολαίας. Αυτοί, ότι το δίκαιο είναι μια σύμβαση, εκείνος ότι το δίκαιο είναι ένα: «Ισχυρίζονται μάλιστα ότι τα καλά της φύσης και τα καλά του νόμου είναι δύο διαφορετικά πράγματα, ενώ το δίκαιο δεν προέρχεται από τη φύση, αλλά, αντίθετα, αποτελεί αντικείμενο ατελείωτων συζητήσεων και μεταβολών, αφού και απόλυτα τεχνητή και δε βασίζεται στη φύση. Όλα αυτά, φίλοι μου, είναι λόγια σοφών ανθρώπων που με τα γραπτά και τα ποιήματά τους απευθύνονται στους νέους και υποστηρίζουν ότι το δίκαιο βρίσκεται εκεί που επικρατεί η βία. Αυτός είναι ο λόγος που οι νέοι γίνονται ασεβείς» (Νόμοι, 889e-890a)

-Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι οι τραγικοί ποιητές (Αισχύλος, Ευριπίδης, Σοφοκλής) «εξυμνούν τους τυράννους» και «προσελκύουν τα πλήθη υπέρ των τυραννίδων» (Πολιτεία 568b-c) και γι' αυτό απαγορεύει στους τραγωδούς να έρχονται στην ιδανική πολιτεία του, αν δεν δέχονται να λογοκρίνονται τα ποιήματά τους από τις κρατικές αρχές (Νόμοι, 817ab-d).

-Ο Αριστοτέλης εκθέτει τις πολυπληθείς διαφορές των φιλοσόφων περί ψυχής. «Διαφωνούν όμως [οι φιλόσοφοι] περί των αρχών [της ψυχής]˙ ποιες και πόσες είναι αυτές. Μάλιστα αυτοί που θεωρούν τις αρχές αυτές σωματικές, διαφωνούν με όσους τις θεωρούν ασώματες. Προς αυτούς διαφωνούν εκείνοι, οι οποίοι συνδύασαν αυτά και είπαν ότι οι αρχές είναι εξ αμφοτέρων, σωματικές και ασώματες. Διαφορά όμως τους χωρίζει και ως προς το πλήθος [των αρχών]. Γιατί άλλοι θέτουν μία αρχή και άλλοι περισσότερες και αναλόγως προς αυτά εξηγούν την ψυχή» (Αριστοτέλη, Περί Ψυχής, 404b 31 - 405a 3).

-Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τους Στωικούς, οι οποίοι δέχονται την αυτοκτονία: «το να προτιμά κανείς το θάνατο για να αποφύγει τη φτώχεια ή κάτι άλλο λυπηρό δεν είναι ίδιον του ανδρείου αλλά μάλλον του δειλού» (Ηθικά Νικομάχεια, Γ' 8, 1116a 12-14).

-Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τον Πλάτωνα, ότι η κακία είναι κάτι ακούσιο ή αποτέλεσμα ελλειπούς γνώσης: «το λεγόμενο ότι κανείς δεν είναι με τη θέλησή του κακός είναι ψευδές» (Ηθικά Νικομάχεια, Γ' 5, 1113b, 16-17).

-Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τον Πλάτωνα σχετικά με τη δυνατότητα των πολλών να κρίνουν σωστά. Ο Αριστοτέλης αποδέχεται την αντίληψη της δημοκρατικής Αθήνας: «οι πολλοί κρίνουν καλύτερα τα μουσικά έργα και τα έργα των ποιητών, γιατί ο ένας κρίνει ένα μέρος, ο άλλος άλλο και όλοι μαζί κρίνουν ολόκληρο το έργο» (Πολιτικά, Β', 1281b, 7-9). Αντίθετα ο Πλάτων είναι ελιτιστής στο ζήτημα αυτό, απορρίπτοντας τα κριτήρια της πατρίδας του: «οι θεατές, που ήταν μέχρι τότε σιωπηλοί, έγιναν φωνακλάδες, νομίζοντας ότι έμαθαν τι είναι καλό στις συνθέσεις και τι όχι. Τη μουσική αριστοκρατία διαδέχτηκε ένα είδος ελεεινής θεατροκρατίας» (Νόμοι, 701a).

-Ο Όμηρος διδάσκει ότι το «σώμα» είναι ο καθεαυτό άνθρωπος και η ψυχή είναι μια ωχρή σκιά χωρίς αξία. Αντίθετα, οι Ορφικοί θεωρούσαν την ψυχή αθάνατη, και το σώμα φυλακή της (Πλάτων, Κρατύλος, 400).

-Διαφορετική αντίληψη περί ψυχής είχαν οι Έλληνες στην αρχαϊκή εποχή, όπου σώμα και πνεύμα θεωρούνταν ταυτόσημα, με την μετέπειτα αντίληψη ότι η ψυχή είναι άυλη και μετά το θάνατο πάει στον Άδη ή στους ουρανούς: «Όταν ο αρχαϊκός Έλληνας έχυνε υγρά μ' ένα σωλήνα στις πελιδνές σιαγόνες ενός αποσυνθέμενου πτώματος, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι (..) πως αγνοούσε τη διάκριση ανάμεσα στο πτώμα και στο φάντασμα, τα μεταχειριζόταν ως "ομοούσια"» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 96).

-Ενώ στην αρχαϊκή και κλασσική εποχή οι Ειδωλολάτρες πίστευαν ότι η ψυχή του πεθαμένου πάει στον Άδη, στα βάθη της γης, στην ύστερη Αρχαιότητα πίστευαν ότι ενώνεται με τα άστρα, ανεβαίνει δηλαδή στον ουρανό.

-Μεταξύ Ορφικών και οπαδών του Διόνυσου υπήρχε μεγάλη έχθρα κατά την αρχαιότητα, καθότι οι διδασκαλίες τους είταν εντελώς αντίθετες, η μια κήρυττε την ηθική κάθαρση για την μεταθανάτια ψυχή, ενώ οι του Διόνυσου ήταν γλεντζέδες.

-Ο Σαλούστιος δέχεται τις θυσίες ζώων. Ο Πορφύριος τις απορρίπτει. Πώς γίνεται να διαφωνούν άνθρωποι που πιστεύουν στην ίδια ακριβώς θρησκεία; Μήπως ο καθένας είχε κατά νου και διαφορετική θρησκεία και συνεπώς η άποψη ότι οι Αρχαίοι είχαν «κοινή κοσμοαντίληψη» είναι παραμύθι; Και πώς νοείται «κοινή θρησκεία», όταν κατά τον Ηρόδοτο οι θυσίες πρέπει να είναι κοινές, αυτό είναι άλλο ζήτημα.

-Ο Ηράκλειτος αποδοκιμάζει την λατρεία και χρήση των αγαλμάτων, ενώ ο Πορφύριος την επιδοκιμάζει και την δικαιολογεί.

- Ο Πλούταρχος πιστεύει στην μαντεία, ο Ξενοφάνης όχι.

-την παρατήρηση του Πορφυρίου ότι η μαντεία είναι καθαρά ψυχολογικό φαινόμενο, ο Ιάμβλιχος τη θεωρεί παραπλανητική και ισχυρίζεται ότι για την πρόγνωση είναι απαραίτητη πρώτα η θεία χάρη, ενώ η ψυχολογική διάθεση είναι περισσότερο βοηθητική αιτία (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 458).

-Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Ιάμβλιχος πιστεύει ότι η μετενσωμάτωση είναι δυνατή μόνο από ανθρώπινο σε ανθρώπινο σώμα, όχι από σώμα ανθρώπου σε σώμα ζώου ή φυτού (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 458). Αντίθετα, ο Ξενοφάνης ειρωνευόταν τους οπαδούς της μετενσάρκωσης. Πώς δικαιολογείται αυτή η αντίθεση; Επειδή ήταν «σκεπτόμενοι, ανεξάρτητοι και ελεύθεροι άνθρωποι οι Παγανιστές;» Ναι, αλλά τότε καταρρίπτεται η άποψη περί «ενιαίας ελληνικής σκέψης» στην οποία αντιτίθεται ο Χριστιανισμός.

-Ο Πλάτων μιλούσε για Ιδέες. Ο Αριστοτέλης διαφωνούσε.

-Στους Προσωκρατικούς, άλλος έλεγε ότι πρώτη αιτία είναι ο αέρας, άλλος το νερό, άλλος η φωτιά, άλλος η γη, άλλος το άπειρο.

-Αλλοι φιλόσοφοι θεωρούσαν σκοπό της ζωής τη Γνώση, άλλοι την Αρετή, άλλη την Ηδονή, άλλοι την απουσία πόνου, άλλοι την απαλλαγή από το σώμα.

-Ο Αρίστων δε δεχόταν πως υπάρχουν πολλές αρετές, όπως ο Ζήνων, ούτε πως είναι μία, που της αποδίδονται πολλά ονόματα, όπως οι Μεγαρικοί, αλλά πως η αρετή έχει να κάνει με το σχετικό (Διογένης Λαέρτιος, VII, 161).

-Οι Στωικοί θεωρούσαν ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ αρετής και κακίας, ενώ οι Αριστοτελικοί ότι υπάρχει κι αυτό είναι η πρόοδος. («Ἀρέσκει δ' αὐτοῖς μηδὲν μεταξὺ εἶναι ἀρετῆς καὶ κακίας, τῶν Περιπατητικῶν μεταξὺ ἀρετῆς καὶ κακίας εἶναι λεγόντων τὴν προκοπήν·» Διογένης Λαέρτιος, VII, 127).

-Ο Διογένης δεν ασχολήθηκε με την γεωμετρία, τη μουσική, την αστρονομία και τα παρόμοια, διότι θεωρούσε πως όλα αυτά είναι άχρηστα και μη αναγκαία (Διογένης Λαέρτιος, VI, 73). Αντίθετα, ο Επίκουρος θεωρούσε χρήσιμη την αστρονομία, ώστε να απαλλαγούν οι άνθρωποι από το φόβο της αστρολογίας και των προλήψεων: «Αν δεν μας παίδευαν οι ανησυχίες για τα ουράνια φαινόμενα και για το θάνατο, μήπως τυχόν έχουν κάποια σχέση με μας, τότε δε θα χρειαζόμασταν τη μελέτη της φύσης» (Κύριαι Δόξαι, 142 XI).

-Μερικοί, όπως ο Πλάτων, έλεγαν ότι η Δικαιοσύνη και οι νόμοι πηγάζουν από τα αιώνια πρότυπα, τις Ιδέες, ενώ άλλοι, όπως οι σοφιστές ή ο Επίκουρος, ότι η δικαιοσύνη δεν είναι παρά μια σύμβαση ανάμεσα στους ανθρώπους κι επομένως δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική.

- «Ο Πλάτων κοροϊδεύει τους μαθητές του Ορφέα, που λεν ότι όσους έζησαν καλά τους περιμένει στον Άδη, ως βραβείο, η αιώνια μέθη» (Πλούταρχου,Σύγκρ. Κίμ. -Λευκ., 1). «Γιατί ο Πλάτων παντού παρωδεί τις θεωρίες του Ορφέα. Γι' αυτό και στη συνέχεια αναφέρει έναν στίχο του: "πολλοί οι ναρθηκοφόροι και σπάνιοι οι βάκχοι"» (Ολυμπιόδωρου, Εις Πλάτωνος Φαίδωνα, 7, 10).

- Ο Ησίοδος (Θεογονία, στ. 120) λέει ότι ο Έρωτας κατάγεται από το Χάος, ενώ ο Ορφέας ότι «τον Έρωτα και όλα τα πνεύματα ο Χρόνος εγέννησε» (Σχόλια εις Απολλόδωρου Ρόδιου Αργοναυτικά, 3, 26).

-Ο ποιητής Αλκαίος λέει ότι ο Έρωτας γεννήθηκε από την Ίριδα όταν αυτή έσμιξε με τον Ζέφυρο, αντίθετα από όσα λεν ο Ησίοδος κι ο Ορφέας. Όμως «οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν τον Έρωτα γιο της Αφροδίτης. Ο λύκιος Ώλην, ο οποίος έκανε τους πιο αρχαίους ύμνους για τους Έλληνες, λέει πως μητέρα του Έρωτα ήταν η Ειλείθυια» λέει ο Παυσανίας (Ελλάδος Περιήγησις, 9, 26, 5).

-«Ο μακεδόνας Πιέριος εισήγαγε εννιά μούσες μεταβάλλοντας και τα ονόματά τους στα τωρινά» (Παυσανίας, 9, 29, 3). Άρα αρχικά δεν ήταν εννιά ούτε είχαν τα γνωστά ονόματα. Δηλαδή όποιος ήθελε έγραφε ένα ποίημα και άλλαζε τα πάντα. Αυτό είναι η «αμετάβλητη θρησκεία» και οι αρχαίοι «θεοί» που υπάρχουν ανεξάρτητα των ποιητών.-«Ξέρουν [οι Βοιωτοί] πως [ο Ετεοκλής] είχε ορίσει τον αριθμό των χαρίτων σε τρεις, δεν διατηρούν όμως την ανάμνηση των ονομάτων που είχε δώσει σ' αυτές· οι Λακεδαιμόνιοι έχουν την παράδοση πως οι χάριτες είναι δύο και πως τις είχε ορίσει ο Λακεδαίμων (...) δίνοντάς τες και τα ονόματα Κλητά και Φαέννα. Γιατί και οι Αθηναίοι τιμούν από παλιά τις Χάριτες Αυξώ και Ηγεμόνη» (Παυσανίας, 9, 35, 1-2). Δηλαδή ο καθένας όριζε ό,τι ήθελε. Πού είναι η «κοινή θρησκεία»; «Είναι γνωστό πως ο Πάμφως πρώτος έκανε άσμα για τις χάριτες ούτε όμως τον αριθμό τους ούτε τα ονόματά τους ανέφερε στο ποίημά του» (Παυσανίας, 9, 35, 4). Ενώ ο Ησίοδος (Θεογονία, 907-909) λέει πως οι χάριτες είναι κόρες του Δία και της Ευρυνόμης, «ο Αντίμαχος [περ. 400 π.Χ.] λέει πως είανι κόρες της Αίγλης και του Ήλιου» (Παυσανίας, 9, 35, 5).

-Ο Διογένης, όταν τον κατηγόρησαν ότι ψευδοφιλοσοφεί, απάντησε ότι ακόμη και παριστάνοντας τον φιλόσοφο, φιλοσοφεί. Ο Επίκουρος, όμως, έλεγε ότι «δεν πρέπει να προσποιούμαστε ότι φιλοσοφούμε, αλλά να φιλοσοφούμε πραγματικά» (Επίκουρου προσφώνησις, 54).

-Ορισμένοι, όπως ο Επίκoυρος θεωρούσαν ως ηδονή την απουσία πόνου, ενώ άλλοι, όπως ο Αρίστιππος, θεωρούσαν ως «ηδονή» όχι την απουσία πόνου, αλλά τις ηδονές καθ' εαυτές, όπως τις εννοούμε: «[Ο Επίκουρος] διαφωνεί με τους Κυρηναϊκούς για την ηδονή. Αυτοί δεν αποδέχονται την καταστηματική ηδονή παρά μόνο την κινητική. Ενώ ο Επίκουρος δέχεται και τις δύο» (Διογένης Λαέρτιος, X, 136-137).

-Ο Ηρόδοτος υποστηρίζει στις αρχές του 5ο π.Χ. αι. ότι οι «θεοί» είναι φθονεροί εναντίον των ανθρώπων και τους αρέσει να αναποδογυρίζουν τις ζωές των τελευταίων (Ηρόδοτος, 1, 32 τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες), ενώ στα μέσα του 4ου π.Χ. αι.ο Αριστοτέλης (Μεταφυσικά, I, 2) διαφωνεί και γράφει: «ούτε το θείον είναι φθονερό, αλλά κατά την παροιμία οι αοιδοί ψεύδονται πολλά». Φυσικά ο Ηρόδοτος εκφράζει την γνήσια, αρχική πολυθεϊστική άποψη, ενώ ο Αριστοτέλης ήταν ένας αποστασιοποιημένος από τον πολυθεϊστικό όχλο διανοούμενος μεταγενέστερης εποχής.

Οχτακόσιες απόψεις είχανε για το ποια ήταν η πρωταρχική ουσία του κόσμου. Και καμμιά δεκαριά ακόμη για το αν αυτή ήταν το κενό ή το άπειρο ή το άτομο ή άλλο. Ίδια η ελληνική σκέψη που έλεγε πως ο κόσμος είναι αιώνιος με την ελληνική σκέψη που έλεγε ότι φτιάχτηκε κατά τύχη ή αυτήν που έλεγε ότι ο θεός ή οι ιδέες έφτιαξαν τον κόσμο όπως τον βλέπουμε; Ίδια ήταν η ελληνική σκέψη που έλεγε ότι οι μύθοι είναι απάτη με την ελληνική σκέψη που έλεγε ότι οι μύθοι είναι συμβολικοί ή προϊστορία;

Ακόμα και για την ύπαρξη του κόσμου και τη γένεση του ανθρώπου υπήρχε διχογνωμία. «Οι μεν, που θεωρούν αγέννητο και άφθαρτο τον κόσμο, υποστηρίζουν ότι και το ανθρώπινο γένος υπάρχει από πάντοτε και πως ποτέ δεν υπήρξε εποχή κατά την οποία να γεννήθηκε ο πρώτος άνθρωπος. Ενώ οι άλλοι, που θεωρούν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε και είναι φθαρτός, υποστηρίζουν πως και οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν, όπως αυτός, κάποτε σε συγκεκριμένο χρόνο» (Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος πρώτη, 6,3).

Πλούτο τεράστιο και ποικιλία απόψεων είχε η αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Πολύ όμορφο αυτό. Αλλά όχι και ενιαίο το αρχαιοελληνικό πνεύμα˙ όχι «ασήμαντες λεπτομέρειες» οι διαφορές αυτές. Δημοκρατικότατα οι Νεοπαγανιστές, επιλέγουν ό,τι τους αρέσει και ό,τι τους συμφέρει από τις χιλιάδες αρχαιοελληνικές απόψεις. Έπειτα, αυτό που επέλεξαν το ονομάζουν, δημοκρατικότητα επίσης, «ελληνική σκέψη». Κόψε ράψε δηλαδή. Ό,τι γουστάρουμε από τις ελληνικές σκέψεις, αυτό είναι η «μία ενιαία ελληνική σκέψη». Τα υπόλοιπα; Κόψε-ράψε-ξήλωνε.

Συνεπώς, όταν οι Νεοπαγανιστές, χρησιμοποιώντας το αγαπημένο τους σοφιστικό επιχείρημα, ρωτάνε «μα είναι δυνατόν, οι Έλληνες που ήταν το υπόδειγμα στη φιλοσοφία, στην τέχνη, να έχουν τόσο άδικο στην θρησκεία τους;», πρέπει πρώτα να μας απαντήσουν στο ερώτημα: «ποια από όλες τις θρησκείες εννοείτε με το όνομα Αρχαία Θρησκεία; Διότι καθένας είχε και διαφορετική αντίληψη περί θρησκείας και συνεπώς κοινότητα αντιλήψεων, δηλαδή μία Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, δέν υπάρχει». Αν λοιπόν εννοούν κάποια απ' τις θρησκείες: των σοφιστών, του καθενός εκ των φιλοσόφων, των μάντεων, του λαού, των νεοπλατωνικών, των θεουργών, να μάς το πούνε. Αν τις εννοούν όλες μαζί, είναι απόδειξη πως είναι δε ξέρουν τι λένε. Ρωτάνε, προς απάντηση των παραπάνω, μερικοί Ν/Π, αν μπορεί κανείς να αποδείξει καμμιά αλλαγή στο τελετουργικό των θυσιών και της λατρείας της «Ελληνικής Θρησκείας» από την κλασσική εποχή ώς τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Η απάντηση είναι απλή: μπορεί το τελετουργικό να μεταβλήθηκε, μπορεί και όχι˙ δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι από τον 3ο π.Χ. αιώνα και μετά, οι αρχαίοι Έλληνες, πλην των παλιών λάτρευαν και πλήθος ξένων θεών, όχι μόνο στα ελληνιστικά κράτη, αλλά στην νότια Ελλάδα. Αυτό δεν είναι «αλλαγή της θρησκείας»; Δεν είναι μεταβολή του θρησκεύεσθαι και της «Θρησκείας των Ελλήνων»; Είναι, αλλά αποσιωπάται. Θα πουν οι Νεοπαγανιστές πως όλες αυτές οι θρησκείες από την μινωική Κρήτη ώς τον Ιουλιανό είναι στην πραγματικότητα όψεις της ίδιας «πατρώας θρησκείας»˙ πράγμα παράλογο, δεδομένων των τόσων διαφορών, που μόλις αναφέραμε. Αλλά ακόμη κι αν ήταν έτσι, δηλαδή η κάθε φάση να είναι ταυτόχρονα η ίδια θρησκεία, τότε θα έπρεπε να επιστρέψουν οι Νεοπαγανιστές όχι στην ομηρική-κλασσική θρησκεία του 6ου π.Χ. αι., η οποία ξεπεράστηκε και απορρίφθηκε από τους ίδιους τους Ελληνες, αλλά στην νεοπλατωνική του 3ου-4ου μ.Χ. με μάγια, τσαρλατανισμό κ.λ.π., η οποία άλλωστε ήταν η τελευταία χρονικά. Γιατί, το λογικό θα ήταν να επιστρέψουν στο τελευταίο στάδιο, εκεί όπου σταμάτησαν οι ίδιοι οι αρχαίοι, κι όχι σε κάποιο ενδιάμεσο στάδιο, το οποίο απορρίφθηκε από τους ίδιους τους Αρχαίους, αιώνες προ του χριστιανισμού. Είναι παράλογο να θέλουν οι Ν/Π να επιστρέψουν σε κάτι, που απέρριψαν οι κλασσικοί Έλληνες, των οποίων οι Ν/Π ισχυρίζονται ότι αποτελούν συνεχιστή. Αλλά, επιπλέον πριν το Χριστιανισμό, οι φιλόσοφοι Έλληνες μίλησαν κατά της λαϊκής (της μόνης, δηλαδή, υπαρκτής) αρχαιοελληνικής θρησκείας, εκφράζοντας την περιφρόνησή τους. Δεν είναι, λοιπόν, ο Χριστιανισμός μόνο, που εκφράζει το τάχα παράδοξο επιχείρημα, ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολύ καλές επιδόσεις στις τέχνες και τον πολιτισμό, αλλά είχαν κακή θρησκεία. Είναι κι οι ίδιοι οι προ Χριστού Έλληνες, οι οποίοι συμφωνούν μαζί του. Ας αφήσουν κατά μέρους τέτοιες σοφιστείες, οι Νεοπαγανιστές. Καλή επίδοση σε ένα ή σε πολλούς τομείς δε συνεπάγεται απαραίτητα την καλή επίδοση σε όλους τους υπόλοιπους τομείς.

Αφού λοιπόν εκλέγουν μέρη της ελληνικής αρχαίας παράδοσης, θρησκευτικής και φιλοσοφικής, απορρίπτοντας τα υπόλοιπα, τότε να μιλούν μόνο εξ ονόματος του μέρους εκείνου που επέλεξαν, κι όχι εξ ονόματος ολόκληρου του «ελληνικού πνεύματος». Και το κυριώτερο, να μην λένε ότι μόνο το τμήμα που διάλεξαν αυτοί είναι το αυθεντικά ελληνικό, ενώ όλα τα υπόλοιπα (τμήματα της αρχαιότητας, ούτε καν της μετα-παγανιστικής εποχής ούτε καν χριστιανικά!) είναι μη ελληνικά. Η «ελληνικότητα» που οι Νεοπαγανιστές αντιπαραθέτουν στον Χριστιανισμό είναι ένα ελάχιστο, μηδαμινό τμήμα του ελληνικού πνεύματος. Διότι, αν π.χ. είναι Στωικοί, δεν θα έπρεπε να αντιπαρατεθούν μόνο στους Χριστιανούς (Τώρα, για τα κοινά μεταξύ Χριστιανισμού-Στωικισμού ή Χριστιανισμού και άλλων σχολών, έχουν μιλήσει άλλοι, αλλά αυτά είναι άγνωστα στους Νεοπαγανιστές, οπότε δεν πειράζει), αλλά και σε κάθε άλλη αρχαιοελληνική φιλοσοφία με την οποία οι αρχαίοι Στωικοί είχαν διαφορές και έχθρα. Επομένως, αν δεν το κάνουν αυτό, παραποιούν την έννοια της ελληνικότητας. Γιατί, εκτός κι αν υποτεθεί ότι είναι παράλογοι, οι Νεοπαγανιστές δεν μπορούν να είναι ταυτόχρονα και Πλατωνικοί και Αριστοτελικοί, και Επικούρειοι και Σκεπτικοί, και Κυνικοί και Νεοπλατωνικοί! Αφού διαλέγουν το ένα, πρέπει να απορρίψουν τα άλλα ως λανθασμένα. Να δεις και ποιοι άλλοι το έκαναν αυτό... ποιοι άραγε... εδώ τό 'χουμε.

Ένα χαρακτηριστικό της Νέας Εποχής ότι προσπαθεί να δείξει ότι όλες οι θρησκείες και όλες οι φιλοσοφίες λεν κατά βάθος το ίδιο πράγμα και ότι στο τέλος φτάνεις στον ίδιο στόχο, όποια φιλοσοφία ή θρησκεία κι αν διαλέξεις. Οι Νεοπαγανιστές αντιστοίχως έχουν βάλει σκοπό να αποδείξουν πως όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι έλεγαν το ίδιο πράγμα, δηλαδή αυτό που λένε σήμερα οι Ν/Π, για να το αντιπαραθέσουν στον Χριστιανισμό . Αυτό που θα αποδειχθεί θα είναι η επιπολαιότητά τους.

Οι Νεοπαγανιστές λένε ότι το αρχαιοελληνικό πνεύμα είναι Ένα και διαφορετικό από το χριστιανικό. Και, όταν βλέπουν τις τόσες αντιφάσεις των φιλοσόφων και τις διενέξεις τους με άλλους φιλόσοφους, τότε βρίσκουν άλλο τέχνασμα κι αρχίζουν να μιλούν για ενιαία κοσμοθέαση, για τη Δημοκρατία, για το Διάλογο, για κριτική σκέψη και τα γνωστά. Ούτε κι αυτά όμως αποτελούν κοινό τόπο για όλη την αρχαία Ελλάδα. Η Δημοκρατία, η Ισηγορία, ο ελεύθερος διάλογος είναι κατακτήσεις και επιτεύγματα της αρχαίας Αθήνας, την οποία και γι' αυτό εκτιμούμε. Δεν ήταν όμως πανελλήνια επιτεύγματα. Ειδικότερα δε, για παράδειγμα, στην αρχαία Σπάρτη, για την οποία τόσο φωνάζουν οι Νεοπαγανιστές, ότι αδικείται από τους ιστορικούς, ο διάλογος και η δημοκρατία δεν υπήρχαν. Τι συμβαίνει δηλαδή; Δεν είναι η Σπάρτη κι ο πολιτισμός της τμήμα του (δήθεν ενιαίου) αρχαιοελληνικού πνεύματος; Φυσικά και είναι. Συνεπώς, φυσικά και υπάρχουν αντιφάσεις στην μη ενιαία αρχαιοελληνική κοσμοαντίληψη. Δεν υπάρχει ενιαία κοσμοαντίληψη (π.χ. περί διαλόγου και ισηγορίας στην αρχαία Πόλη) και συνεπώς, εμείς δεχόμαστε μόνο τα καλά τού αρχαίου πνεύματος. Καταρρίπτεται έτσι η νεοπαγανιστική θεωρία ότι υπάρχει ενιαία αρχαιοελληνική κοσμοθέαση.

«...όταν το πλήθος συναθροιζόταν, σε κανένα εκ των άλλων δεν επέτρεπε να εκφράσει γνώμη, αλλά ο λαός είχε την εξουσία να αποφασίζει επί της γνώμης, την οποία πρότειναν οι γέροντες και οι βασιλείς. Βραδύτερον όμως, επειδή ο λαός με προσθήκες και αφαιρέσεις διέστρεφε και παραβίαζε τις προτάσεις, οι βασιλείς Πολύδωρος και Θεόπομπος (βασίλευσαν το 742 π.Χ.) πρόσθεσαν τα εξής στην ρήτρα: «Αν ο λαός εκλέξει κακή γνώμη, οι γερουσιαστές και οι βασιλείς να ανθίστανται», τουτέστι, να μην την επικυρώνουν, αλλά να την αποσύρουν εντελώς και να διαλύουν την εκκλησία, διότι ο λαός παραμορφώνει και μεταβάλλει την πρόταση παρά το συμφέρον. Επεισαν αυτοί την πόλη, ότι δήθεν ο θεός διέτασσε αυτά, καθώς αναφέρει κάπου ο Τυρταίος (Ευνομία) λέγων τα εξής:

Ακούγοντας τον Φοίβο έφεραν στην πατρίδα εκ του Πύθωνα

Μαντεύματα του θεού και βέβαιες προρρήσεις˙

Πρώτοι να εκφέρουν γνώμη οι θεοτίμητοι βασιλείς

Οι οποίοι φροντίζουν για την αγαπητή πόλη της Σπάρτης,

Κατόπιν οι πρεσβύται γερουσιαστές, και έπειτα

Οι άνδρες της Σπάρτης» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 6).

Δηλαδή, τι θέλουν να κάνουν οι Νεοπαγανιστές; Το άσπρο μαύρο; Να πουν ότι υπήρχε διάλογος και ισηγορία στην Σπάρτη;! Αντίθετα λοιπόν από ό,τι έντεχνα ισχυρίζονται, στην Σπάρτη δεν υπήρχε ισηγορία μεταξύ των ελευθέρων πολιτών, όπως στην Αθήνα. Ας μην κάνουν λόγο οι αρχαιολάτρες για την «ισηγορία» των ελεύθερων «Ομοίων», που ήταν «ελεύθεροι» ως προς τους είλωτες, αλλά ποτέ «ελεύθεροι» όπως εννοούμε την ελευθερία για τους αρχαίους Αθηναίους, διότι δικαίωμα τέτοιο δεν είχαν. Υπάκουαν στις αποφάσεις των εφόρων. Ενιαίο και αδιαίρετο αρχαίο πνεύμα υπάρχει μόνο στη φαντασία των αρχαιόπληκτων, οι οποίοι, αφού πρώτα επιλέξουν ένα μόνο κομμάτι της αρχαιότητας, το οποίο τους ελκύει τρομερά, το απολυτοποιούν, ώστε να ταυτίσουν το μέρος με το σύνολο και να βρουν «το αρχαίο πνεύμα».

Φυσικά, άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι, ότι δεν έχει νόημα να κατηγορούνται οι χριστιανικές απόψεις ως μη ελληνικές (ή να επαινούνται ως αποκλειστικά ελληνικές). Τη στιγμή που οι Έλληνες εξέφεραν τόσο την μια άποψη όσο και την εντελώς αντίθετή της, είτε θα οδηγηθούμε στον παραλογισμό ότι μόνο οι μισοί από τους Έλληνες είχαν ελληνικές απόψεις είτε θα πάψουμε να ορίζουμε ανύπαρκτες, δήθεν ενιαίες «ελληνικότητες». 
 
Πηγή: Eνάντια στην αρχαιοπληξία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου