Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Τί είναι η αίρεση;

Υπό π. Νικηφόρου Νάσσου

Πολλοί ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς ἐρωτοῦν σχετικά μέ αὐτό πού λέμε στήν Ἐκκλησία καί τή θεολογία «αἵρεση», πῶς νοεῖται, τί σημαίνει αἵρεση, ποιές οἱ ἐπιπτώσεις της, τί εἶναι οἱ αἱρετικοί καί πῶς ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι θά πρέπει νά συμπεριφερόμαστε ἔναντι αὐτῶν. Μιά σύντομη ἀπάντηση μέ ἁπλά λόγια θά δοθεῖ στό κείμενο αὐτό, μέ ἀγάπη καί πάλι πρός τούς νέους μας οἱ ὁποῖοι ἐρωτοῦν. Θά ὑπογραμμιστοῦν κάποια σημεῖα, τα ὁποῖα μποροῦν να ὁδηγήσουν κάθε ἐνδιαφερόμενο σέ μιά περαιτέρω διερεύνηση τοῦ θέματος.

1) Ἐτυμολογικά ἡ λέξη αἵρεση προέρχεται ἀπό τό ἀρχαιοελληνικό ρῆμα αἱρέομαι /αἱροῦμαι, πού σημαίνει ἐπιλέγω, διαλέγω. Ἑπομένως, αἵρεση σημαίνει ἐπιλογή καί κομμάτιασμα, σημαίνει ἀποσπασματικότητα. Ἐκκλησιολογικά τώρα καί θεολογικά, αὐτό ἑρμηνεύεται ὡς ἐπιλεκτική λήψη τοῦ μέρους (τῆς ἀληθείας) καί ὅπως γνωρίζουμε, ἡ λήψη τοῦ μέρους ἀντί τοῦ ὅλου, καταστρέφει τό ὅλον! Αὐτό ἔκαναν μέσα στήν ἱστορία ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Ἐπέλεξαν αὐτό πού ἤθελαν κατά τό δοκοῦν καί κομμάτιασαν τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια τῆς πίστεως. Διέστρεψαν τό δόγμα, ἑρμήνευσαν τή θεολογία λογικά/διανοητικά καί τήν ἀντικατέστησαν μέ τή φιλοσοφία καί τό στοχασμό. Στή ΘΗΕ διαβάζουμε ὅτι ὡς αἵρεση χαρακτηρίζεται «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία, ἡ ὁποία παρεκκλίνει ἀπό τή γνήσια χριστιανική πίστη, ταυτόχρονα δέ καί κάθε χριστιανική κοινότητα ἡ ὁποία διαφωνεῖ πρός τή δογματική διδασκαλία τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας καί ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν κοινωνία καί ἑνότητα μέ αὐτήν».

Ὁ Μέγας Βασίλειος, Οἰκουμενικός Πατήρ καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, σέ μία ἐπιστολή του δίνει ἕναν ὁρισμό τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί τοῦ σχίσματος καί αὐτή ἡ διατύπωση ἐπικυρώνεται μέσα στό λεγόμενο Κανονικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στό ἱερό Πηδάλιο. Παραθέτουμε τά λόγια τοῦ Ἁγίου σέ μετάφραση: «Οἱ παλαιοί ὀνόμασαν αἱρέσεις μέν τούς παντελῶς ἀποσπασμένους καί κατά τήν ἴδια πίση ἀποξενωμένους ∙ σχίσματα δέ αὐτούς πού διαφοροποιήθηκαν γιά κάποιες ἐκκλησιαστικές αἰτίες καί μεταξύ τους ζητήματα θεραπεύσιμα».

2) Ἡ αἵρεση εἶναι ἡ εἰσαγωγή μιᾶς νέας διδασκαλίας καί πρακτικῆς, ἑνός ἤ καί περισσοτέρων νεωτερισμῶν, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ. Εἶναι ὁμόφωνη ἡ γνώμη ὅλων τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ χωρισμό ἀπό τόν Θεό καί ἀπώλεια τῆς σωτηρίας! Ἡ ἁμαρτία ἀπομακρύνει τον ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, ἀλλά δέν τόν χωρίζει ἀπό Αὐτόν, ἀφοῦ μέσῳ τῆς σωτηρίου μετανοίας ἐπιστρέφει καί πάλι στήν ἀγκάλη τοῦ Εὐσπλάγχνου οὐρανίου Πατρός. Μέ τήν αἵρεση ὅμως ἐπέρχεται χωρισμός ἀπό τόν Θεό, ὅπως θά δοῦμε καί παρακάτω.

3) Ἡ αἵρεση ἔχει προέλευση δαιμονική. Εἶναι ἐφεύρημα τοῦ ἀρχαικάκου διαβόλου, τοῦ αἰωνίου ἐχθροῦ τοῦ Θεοῦ, ἐχθροῦ τῆς ἀληθείας, τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅταν σταμάτησαν οἱ φοβεροί ἐκείνοι διωγμοί τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων καί εἶδε ὁ σατανάς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο δέν διαλύθηκε, ἀλλά «ἔτι περισσότερον ἠνδρώθη καί ηὐξήθη», τότε ἐπινόησε τίς αἱρέσεις γιά νά τήν καταβάλλει καί νά τήν ξεθεμελιώσει. Ἡ αἵρεση δημιουργεῖ ἕναν ψεύτικο θεό (γι᾿ αὐτό τό γράφουμε μέ μικρό θ), ἕναν ἀνύπαρκτο θεό, ἕνα θεό πού δέν σώζει διότι δέν εἶναι ὁ πραγματικός, ὁ ἀποκαλυφθείς Θεός τῆς Ἱστορίας, ὁ «Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν», ὅπως ψάλλουμε στήν ὑμνολογία. Ἐπομένως, δημιουργούνται ἀρνητικές προϋποθέσεις γιά τή σωτηρία, χάνεται ἡ δυνατότητα τῆς θεώσεως!

Νά ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα, γιά νά φανεῖ ὅτι τό δόγμα ἔχει σωτηριολογικό χαρακτῆρα καί χωρίς τό ὀρθό δόγμα ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φθάσει σ᾿ αὐτό πού λέμε θέωση, χαρισματική ἕνωση μέ τόν τριαδικό Θεό. Ἀναφερόμαστε σέ ἕνα ἀπό τα βασικά δόγματα τῆς πίστεώς μας, στό λεγόμενο χριστολογικό δόγμα, δηλ. τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Για την ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ χριστολογία συνεπάγεται τήν σωτηριολογία, ἀφοῦ στη χριστολογία φφανερώνεται ἑ ἐξύψωση, ἐκλάμπρυνση καί θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό τήν ἄφραστη ἑνότητά της μέ τή θεία φύση. Οἱ λεγόμενες, τώρα, χριστολογικές αἱρέσεις, ἔθιγαν εἴτε την ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λ.χ. οἱ Μονοφυσίτες, Μονοθελῆτες, Δοκῆτες, εἴτε τή θεία Του φύση, ὅπως ὁ πρῶτος αἱρεσιάρχης ὁ Ἄρειος. Μέ τόν τρόπο αὐτό, καταργεῖται τό μυστήριο τῆ θείας Οἰκονομίας ὅπως λέγεται, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας πού ἐνήργησε ὁ Θεός γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο! Διότι, ποιά σωτηρία καί ποιά ἀπολύτρωση θά μποροῦσε νά προσφέρει στόν ἄνθρωπο ἕνας Θεός ὁ ὁποῖος θά ἦταν μόνο ἄνθρωπος, χωρίς νά ἑνωθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τό θεία «ἀχωρίστως, ἀσυγχίτως, ἀναλλοιώτως καί ἀτρέπτως», ὅπως πιστεύουμε οἱ Ὀρθόδοξοι; Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἄν ὁ Θεός ἦταν μόνο Θεός καί δέν ἐνανθρώπιζε πραγματικά ἀλλά φανταστικά, ὅπως πίστευαν οἱ αἱρετικοί πού ἀπέρριπταν τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, πῶς θά γινόταν ἡ σωτηρία και θέωση τῆς δικῆς μας φύσεως, χωρίς τήν πρόσληψή της ἀπό τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ;

Τό ἴδιο συμβαίνει ὅταν ἀπορρίπτεται ἡ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» παρέχεται ἡ σωτηρία, ἤ ὅταν καταλύεται ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ (τριαδικόν δόγμα). Νά γιατί ἡ αἵρεση δέν σώζει! Διότι ἄν δέν ὑπάρχει καί ἄν δέν προσφέρεται διά τῆς Ἐκκλησίας ὁ πραγματικός Θεός, ὁ Τριαδικός, ὁ Ὁποῖος φανερώθηκε στόν κόσμο διά μέσου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ Του, διά τοῦ Ὁποίου καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὁδηγούμαστε πρός τόν Πατέρα καί τήν αἰώνιο ζωή, δέν ὑπάρχει ἡ ὀδός προς τή σωτηρία καί τήν ἕνωση ἀκτίστου καί κτιστοῦ! Ἀκοῦμε σήμερα κάποιους νά λέγουν: ἐγώ πιστεύω ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἕνας μεγάλος ἠθικός Διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ἀναμορφωτής, εὐεργέτης, κοινωνικός ἐπαναστάτης κοκ. ἀλλά ὄχι καί Θεός! Ἄλλοι, ἄλλες θεωρίες ἐπινοοῦν μέ τό φτωχό, πεπερασμένο, ἀλλά καί σκοτισμένο μυαλό τους περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Λησμονοῦν, ὅμως, ὅλοι αὐτοί, ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ὅπως φανταζόμαστε ἐμεῖς ὅτι εἶναι, ἀλλά ὅπως θέλει Ἐκεῖνος νά εἶναι. Μήν ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύφθηκε σέ μᾶς, δέν ἀνακαλύψαμε ἐμεῖς τόν Θεό! Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά μᾶς πεῖ ὅτι, Θεός δέν εἶναι αὐτό πού φανταστήκαμε!

Ἑπομένως, πρέπει νά κατανοηθεῖ, ὅτι ἡ αἵρεση, ἀφοῦ(δογματικῶς) διασπᾶ καί τέμνει, χωρίζει καί διαστρέφει, ἀλλοιώνει καί παραφθείρει τόν πραγματικό Θεό, τόν ἀποκαλυφθέντα (ἀσάρκως στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἐνσάρκως στή Καινή ) καί τόν παρουσιάζει μέ τό δικό της τρόπο ἀποσπασματικά καί ἐπιλεκτικά, δέν μπορεῖ νά παρέχει τη σωτηρία!

Οἱ ἀρχηγοί τῶν αἱρέσεων εἶναι ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὀ Μέγας Ἀθανάσιος, τοποθετῶντας τους στή σειρά μετά τούς δαίμονες καί τούς εἰδωλολάτρες! Καί εἶναι καί ἀμετανόητοι, ἀφοῦ: 1) ἔχουν ὑποστεῖ ἐγκατάλειψη τῆς θείας Χάριτος λόγῳ αἱρέσεως καί 2) ἡ θεομίσητη ὑπερηφάνεια (ἡ ὁποία εἶναι ἡ ρίζα καί γενεσιουργός αἰτία ὅλων τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν) τούς ἔχει κατακυριεύσει τήν ψυχή! Ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι αἱρετικοί (κάποιοι) μετανόησαν∙ αἱρεσιάρχαι οὐδείς! Λέγεται ἐπίσης, σχετικά μέ τόν πρῶτο αἱρεσιάρχη τόν Ἄρειο, ὅτι ἡ μητέρα του τόν ρώτησε γιά τό ποιός ἔχει δίκαιο στή θεολογική διαμάχη πού ὑπῆρχε τότε μεταξύ αὐτοῦ καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὁ Ἄρειος εἶπε ρητῶς ὅτι οἱ Πατέρες ἔχουν τό δίκαιο. Καί σέ δεύτερη ἐρώτηση τῆς μητέρας του, γιατί τότε δεν ὑποχωρεῖ ἀπό τίς δικές του δοξασίες καί δέν ζητεῖ συγγνώμη ἀπάντησε: Ἐσύ μητέρα μου μπορεῖς νά ἀρνηθεῖς ὅτι μέ γέννησες καί ὅτι εἶμαι δικό σου παιδί; Φυσικά καί ὄχι. Ἔτσι καί ἐγώ δέν μπορῶ νά ἀπαρνηθῶ τά δικά μου δόγματα, διότι τά ἐγέννησα, εἶναι δικά μου καί δέν μπορῶ νά τά ἀναιρέσω...

4) Ὁ γνωστός δογματολόγος τοῦ περασμένου αἰῶνος, π. Ἰω. Ρωμανίδης, ἀναφορικά μέ τούς αἱρετικούς ἔχει γράψει ὅτι ἡ διαφορά τῆς Ὀρθοδοξίας με την αἵρεση εἶναι, ἐκτός τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ μέν Ὀρθοδοξία θεραπεύει το νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ αἵρεση δέν μπορεῖ νά τήν θεραπεύσει. Τόνιζε ἐπίσης ὅτι στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει θεραπεία τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητας και ἀπόδειξη εἶναι οἱ Ἅγιοι. Ὁ π. Ρωμανίδης ταύτιζε τους αἱρετικούς μέ τούς λεγομένους «κομπογιαννίτες» , οἱ ὁποῖοι, ὡς ψευτογιατροί δέν μποροῦν νά παράσχουν τή θεραπεία, διότι ἁπλούστατα δέν ὑπάρχει σ᾿ αὐτούς τό πραγματικό φάρμακο, ἡ ἀληθινή πίστη, τά ὑγιῆ δόγματα, χωρίς τά ὁποῖα δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά θεραπευθεῖ ἀπό τή νόσο τῆς ἁμαρτίας καί νά φθάσει στήν κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν τριαδικό Θεό, διά τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Εἶναι, λοιπόν, βέβαιο ὅτι «ἡ Χάρις δέν ἐνεργεῖ, δέν ἔρχεται νά θεραπεύση κάποιον, ὅταν δέν ἔχει ὀρθή δογματική συνείδηση» .

5) Πῶς, τώρα, πρέπει νά ἀντιμετωπίζεται ἡ αἵρεση; Πῶς τοποθετεῖται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἔναντι τῶν αἱρέσεων καί τῶν φορέων τους προσώπων, δηλαδή τῶν αἱρετκῶν; Μᾶς τό ὑποδεικνύουν οἱ θεοφόροι Πατέρες μας: Ἀποστρεφόμαστε τήν αἵρεση, ἀλλά δέν μισοῦμε τόν ἄνθρωπο-αἱρετικό! Κάνουμε ὅτι καί ὁ γιατρός, ὁ ὁποῖος μάχεται τήν ἀσθένεια καί ὄχι τόν ἀσθενῆ. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὡστόσο, μᾶς λέει ὅτι πρέπει νά μισοῦμε τήν αἵρεση! Αὐτό φαίνεται στήν ἱερά Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ὅπου ὁ Θεός ἐπαινεῖ μέσῳ τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τόν ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου, διότι μισεῖ τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν (κάποιων αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης), ὅπως λέγει καί Αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος τά μισεῖ: «Τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἅ καγώ μισῶ». Μισεῖς, λέει, τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ὅπως καί ἐγώ μισῶ. Γίνεται διάκριση μεταξύ τῶν ἀμαρτωλῶν καί τῶν ἀμαρτιῶν. Δέν μισεῖ τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά τά ἔργα τῶν ἁμαρτωλῶν, ἐν προκειμένῳ τῶν αἱρετικῶν. Ἑπομένως, ὀφείλουμε νά ἀποστρεφόμαστε κάθε κακοδοξία, κάθε αἵρεση καί πλάνη, ἡ ὁποία λυμαίνεται τή σωτηρία τῆς αἰωνίου ψυχῆς μας. Ἀναφορικά δέ μέ τά πρόσωπα - φορεῖς τῶν πλανῶν καί τῶν αἱρέσεων, δέν θά μισοῦμε κανέναν, ἀλλά θά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί στή συναναστροφή μας μέ αὐτούς, διότι ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τῆς ὀλισθήσεώς μας, εἰδικά ὅταν εἴμαστε ὡς πρός τή θεολογική κατάρτιση ἀνεπαρκεῖς.

Δέν θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι ἡ αἵρεση ὁμοιάζει μέ νόσο ἀνίατη, μεταδοτική. Ἄν πᾶς κοντά στή νοσογόνο κατάσταση θά «κολλήσεις», ὅπως λέμε ἁπλᾶ. Πρός τούς αἱρετικούς λέμε πάντα τήν ἀλήθεια, ὅτι νοσοῦν, ὅτι βρίσκονται σέ πλάνη, ὅτι δέν σώζονται ὅσο βρίσκονται στήν αἵρεση, διότι αὐτό πού πιστεύουν, τό λανθασμένο δόγμα καί φρόνημα δέν τούς ὁδηγεῖ στή σωτηρία! Ὑπάρχει ὡστόσο ἡ ἀπορία: Μήπως εἶναι καλύτερο, νά μήν τούς τό ποῦμε, γιά νά μήν τούς λυπήσουμε; ΟΧΙ!!! Πρέπει ὁπωσδήποτε νά τούς ἐνημερώσουμε ἐπακριβῶς γιά τήν κατάστασή τους τή νοσηρή (ὅταν θά δοθεῖ ἡ εὐκαιρία ἐννοεῖται), διότι τότε καί μόνο τότε θά δείξουμε ὅτι τούς ἀγαποῦμε εἰλικρινά! Μποροῦμε νά φανταστοῦμε ἕνα γιατρό ὁ ὁποῖος ἔχει μπροστά του τόν καρκινοπαθῆ, τόν λεπρό, τόν πάσχοντα ἀπό ἀνίατο νόσημα καί ἐν τούτοις νά μήν τοῦ λέει τίποτα γιά τήν οἰκτρή κατάστασή του, ἀλλά νά τοῦ λέει πώς δέν ἔχει τίποτα καί νά μήν ἀνησυχεῖ;

Νά γιατί ἐγκληματοῦν κυριολεκτικά κάποιοι ἐκκλησιαστικοί προϊστάμενοι, πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι κ.ἄ. οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν τούς αἱρετικούς ἐκκλησιαστικά, συμπράττουν μαζί τους καί συμπροσεύχονται παρά τίς ρητές ἀπαγορεύσεις τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τούς δίνουν ἔτσι τήν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτό πού ἔχουν ὡς πίστη καί φρόνημα εἶναι ὀρθό και τούς ἐξασφαλίζει τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἐνῶ το ἀντίθετο ἐντελῶς συμβαίνει! Αὐτό εἶναι ἐγκληματικό! Συμβαίνουν αὐτά, δυστυχῶς, στίς πονηρές ημέρες μας, πολύ συνηθέστερα ἀπό ὅτι παλαιότερα, ὅπου τό κριτήριο τῆς πίστεως ἦταν ἰσχυρό καί τό φρόνημα ἀνδρεῖο καί οἱ ἐκκλησιαστικοί ταγοί μή συμβιβαζόμενοι ἐνόχως, ὅπως σήμερα, μέ τίς περιστάσεις καί τούς καιρούς, τά πάθη καί τά ποικίλα συμφέροντα…

6) Ποιμαντικῶς, ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά εἶναι αὐστηρή, ὥστε καί οἱ αἱρετικοί νά κατανοήσουν ὅτι βρίσκονται σε πλάνη, ἀλλά οἱ Ὀρθόδοξοι νά στερεώνονται στήν ἀληθινή πίστη καί νά μήν ἐπικρατεῖ ἐντός τους ἡ συνύπαρξη ἀληθείας καί ψεῦδους, φωτός καί σκότους, Ὀρθοδοξίας καί πλάνης κλπ. Καί γιά τούς αἱρετικούς καί γιά τούς Ὀρθοδόξους θά πρέπει νά φροντίζει ἡ ποιμένουσα Ἐκκλησία, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὀρθά ἐν προκειμένῳ ἔχει γραφεῖ ὅτι «ἐάν οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας υἱοθετήσουν μίαν συγκρητιστικήν στάσιν ἔναντι τῆς αἱρέσεως, τό μέν ποίμνιον θά ἀπωλέσῃ τήν ὁμολογιακήν του εὐαισθησίαν καί εὐκόλως θά ὑποπέσῃ εἰς τήν αἵρεσιν, οἱ δε αἱρετικοί θά σχηματίζουν τήν ἐντύπωσιν ὅτι δέν ἀπέχουν τῆς Ἀληθείας, καί συνεπῶς δέν χρειάζεται νά μετανοήσουν». Νά πῶς φαίνεται καί καταδεικνύεται τό φιλάνθρωπο πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, σέ ἀντίθεση μέ τούς σημερινούς «ἀγαπολόγους» οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι λησμονοῦν ὅτι ἀγάπη χωρίς ἀλήθεια εἶναι ἀπάτη καί ὄχι ἀγάπη πραγματική…

7) Κατά τήν παρούσα ἀναφορά μας στό ζήτημα τῆς αἱρέσεως, εἶναι καλό καί σκόπιμο νά θυμίσουμε τή γνωστή στούς μελετητές τῶν Πατερικῶν κειμένων περίπτωση τοῦ Ἀββᾶ Ἀγάθωνος, στόν ὁποῖο κάποιοι ἀπέδωσαν ὅλους τούς κακούς χαρακτηρισμούς, μέ σκοπό νά δοκιμάσουν τήν ταπεινοφροσύνη του καί ἑνῶ δέχτηκε τά πάντα, ὅτι εἶναι ὑπερήφανος καί πόρνος κλπ. μόλις τοῦ εἶπαν «εἶσαι και αἱρετικός» ἀντέδρασε δυναμικά! «Ὄχι, εἶπε, αἱρετικός δέν εἶμαι»!!! Τόν ρώτησαν, γιατί Ἀββᾶ, ἐνῶ δέχτηκες ὅλους τούς χαρακτηρισμούς, ἀντέδρασες τόσο ὅταν σέ χαρακτηρίσαμε αἱρετικό; Διότι, λέει, ὅλα τά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα μοῦ προσήψατε, δέν μέ χωρίζουν ἀπό τόν Θεό, ἁπλῶς μέ ἀπομακρύνουν καί μέ τή μετάνοια θά ἐπανέλθω στή φυσική μου κατάσταση. Ἡ αἵρεση ὅμως, μέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό, «καί Θεοῦ χωρισθῆναι οὐ βούλομαι», κατέληξε ὁ μεγάλος Ἀββᾶς, δέν θέλω νά χωρισθῶ ἀπό τόν Θεό! Αἵρεση, λοιπόν, = Κίνδυνος θάνατος!

Ἀπό ἐκεῖ καί ἐντεῦθεν, «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτῳ», ὅπως εἶπε τό ἀψευδέστατο στόμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου