Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Διάλογος μεταξύ αιρετικών ''Ενισταμένων'' και Εκκλησίας...

Συνέντευξη του Θεοφ. Επισκόπου Μαραθώνος Φωτίου στον «Εκκλησιαστικό», σχετικά με το διάλογο Ενισταμένων και Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος.
(Ελήφθη την 25-5 / 7-6-2010)

Θεοφιλέστατε σας ευχαριστούμε που μας δώσατε την ευκαιρία να μας παραχωρήσετε μια συνέντευξη σχετικά με τον διάλογο που διεξήχθη μεταξύ της κοινότητας των Ενισταμένων και της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος.

+Ε.Μ.Φ.: Να εκφράσω κι εγώ την χαρά μου, διότι αυτός ο διάλογος με τους Ενισταμένους, έδωσε την αφορμή της πνευματικής αφυπνίσεως σε νέα παιδιά. Και χαίρομαι να βλέπω νέους ανθρώπους να ενδιαφέρονται για την θεολογία. Ιδιαίτερα για την εκκλησιολογία. Θα μπορούσα να πω ότι αυτός είναι ένας από τους θετικούς καρπούς του διενεργηθέντος διαλόγου.

1. Πώς έγινε η προσέγγιση με τους Ενισταμένους;

+Ε.Μ.Φ.: Η προσέγγιση με τους Ενισταμένους ξεκίνησε από την ασθένεια του γέροντός των κ. Κυπριανού. Αυτό το ανθρώπινο γεγονός, προκάλεσε κάποιες επισκέψεις Αρχιερέων ιδιωτικώς. Κι εγώ προσωπικά τον επισκέφθηκα στο νοσοκομείο κι άλλοι αρχιερείς. Αργότερα ο Μακαριώτατος επεσκέφθη τον ασθενούντα κύριο Κυπριανό στο Μοναστήρι του Αγίου Κυπριανού. Πιθανότατα αυτή η επίσκεψη ήταν απρόσμενη. Αργότερα οι πατέρες της Μονής του Αγίου Κυπριανού ανταπέδωσαν την επίσκεψη. Πήγαν στα Μέγαρα στη Μονή Παναχράντου για να ευχαριστήσουν τον Μακαριώτατο. Κατά την διάρκεια εκείνης της επισκέψεως, στην οποία εγώ δεν ήμουν παρών, με πληροφόρησαν ότι οι Αγιοκυπριανίτες πατέρες είπαν ότι προσήλθαν ως διάκονοι καταλλαγής και εξέφρασαν την επιθυμία να γίνει ένας διάλογος με σκοπό να αρθεί η υφισταμένη διάσπαση των Ενισταμένων από την Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος.

2. Ορισμένες ερωτήσεις περί του πώς διεξήχθη ο διάλογος: (συσκέψεις, επιτροπές, πρακτικά, κατάρτιση θεματολογίου).

+Ε.Μ.Φ.: Ναι, τα διαδικαστικά ζητήματα. Κατά την πρώτη μας συνάντηση, τον Φεβρουάριο του 2008 στην Μονή Παναχράντου στα Μέγαρα, καθορίστηκε το θεματολόγιο των συζητήσεων μας. Πρώτα απ’ όλα αποφασίστηκε να συζητήσουμε την ρήξη του 1986 από ιστορικής πλευράς κι έπειτα από θεολογικής πλευράς, δηλαδή εκκλησιολογικής. Στη συνέχεια θα προχωρούσαμε και στη συζήτηση των δευτερευόντων πρακτικών ζητημάτων. Οι επιτροπές που ορίστηκαν εκατέρωθεν ήταν τριμελείς. Από την δική μας πλευρά μέλη της επιτροπής ήταν ο Σεβασμιώτατος Θεσσαλονίκης και Δημητριάδος κ.κ. Μάξιμος, ο Σεβασμιώτατος Αττικής και Βοιωτίας κ.κ. Χρυσόστομος κι εγώ. Ο Σεβασμιώτατος Μάξιμος σε κάποιες συναντήσεις είχε αναπληρωθεί από τον Σεβασμιώτατο Πειραιώς κ.κ. Γερόντιο.

Δυστυχώς, επί της διαδικασίας επήλθε διαφωνία. Μετά την δεύτερη συνάντηση εμείς ζητήσαμε να προχωρήσουμε σε κάτι πιο επίσημο. Ζητήσαμε δηλαδή να τηρούνται κοινά πρακτικά ή τουλάχιστον να υπήρχε ένα κείμενο κοινών συμπερασμάτων. Δηλαδή να καταγράφαμε σε ένα χαρτί τα σημεία της συμφωνίας και της διαφωνίας μας. Το καλύτερο φυσικά θα ήταν να τηρούνται και κοινά πρακτικά. Αλλά σε πρώτη φάση θα μπορούσε να γίνει αυτό: κοινά συμπεράσματα. Δυστυχώς δεν έγινε αποδεκτό. Έτσι δεν υπήρξαν κοινά πρακτικά. Η κάθε πλευρά τηρούσε δικά της. Πιθανότατα τα πρακτικά που τηρούσε η μία πλευρά να διαφέρουν από τα πρακτικά που τηρούσε η άλλη πλευρά. Διότι δεν γινόταν εκ των υστέρων ανάγνωση και διασταύρωση των καταγεγραμμένων. Συνήθως, δεν γράφονται όλα στα πρακτικά τα οποία τηρούνται στις διάφορες συσκέψεις, αλλά όσα θεωρεί ο πρακτικογράφος σημαντικότερα. Αυτό το πράγμα είναι υποκειμενικό.

Έτσι λοιπόν προχωρήσαμε στο θεματολόγιο, όπως το καταρτίσαμε στην πρώτη μας συνάντηση. Να συζητήσουμε από ιστορικής απόψεως την ρήξη του 1985-86. Γενικά στην ιστορική προσέγγιση των γεγονότων που συνέβησαν τότε (χειροτονίες του 1979, συνενώσεις και διασπάσεις μέχρι το 1986) δεν υπήρξαν πολλές διαφορές. Όταν εισήλθαμε όμως στο εκκλησιολογικό ζήτημα διαπιστώθηκε ότι το θέμα τούτο ήταν πολύ μεγάλο. Και λόγω της μεγάλης σημασίας του ζητήματος εμείς ζητήσαμε να διασπαστεί το εκκλησιολογικό ζήτημα σε επιμέρους θέματα. Προτείναμε δηλαδή να αναλυθεί το μείζον εκκλησιολογικό πρόβλημα στις επιμέρους πτυχές του και να συζητούμε την κάθε πτυχή του ξεχωριστά ξεκινώντας την συζήτηση με το ερώτημα τι είναι εκκλησία. Πώς θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την συζήτηση επί του εκκλησιολογικού ζητήματος αν δεν συμφωνούσαμε πρώτα απ’ όλα στο τι είναι εκκλησία; Δυστυχώς η πλευρά των Ενισταμένων τότε (ήταν Ιούνιος του 2008) δεν συμφώνησε σ’ αυτήν την διαδικασία, διότι όπως μας εξέφρασαν, δεν ήθελαν κατ’ ουσίαν διάλογο, αλλά απλώς «αδελφικές εν Χριστώ συζητήσεις» ώστε να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για έναν ουσιαστικό κι επίσημο διάλογο, ο οποίος θα μπορούσε να γίνει αργότερα κατ’ εκείνους.

3. Η επιτροπή των Ενισταμένων προέβη στην σύνταξη οκτώ (8) μη δημοσιευθέντων ενημερωτικών εκθέσεων όπως αναφέρεται στην ανακοίνωσή τους για τη λήξη του διαλόγου, προς εσωτερική ενημέρωση. Υπάρχει κάτι αντίστοιχο από την επιτροπή της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος;

+Ε.Μ.Φ.: Δεν κάναμε γραπτές εκθέσεις και να τις αποστέλλουμε στους αρχιερείς. Διότι τα μέλη της ιεραρχίας μας είναι όλοι Έλληνες και διαμένουν (όλοι πλην ενός) στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε η ανάγκη σε εμάς να αποστέλλουμε σε συνοδικά μέλη μη Έλληνες, κατοίκους εξωτερικού γραπτές εκθέσεις μεταφρασμένες στη γλώσσα τους. Οι δικές μας ενημερώσεις προς τους συνοδικούς αρχιερείς γίνονταν προφορικώς, κατά τις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου - βάσει των προχείρων πρακτικών που τηρούσε η δική μας πλευρά κατά τις συναντήσεις- και καταγράφονταν στα επίσημα πρακτικά των συνοδικών συνεδριάσεων.

4. Οι Ενιστάμενοι στην από 17/12/08 εκ. ημ. επιστολή τους, αναφέρουν ότι στη Ζ΄ συνάντησή σας προέβησαν «γραπτώς στην επισήμανση βασικών και ουσιωδών θεμάτων επί των οποίων διεπιστώθη σύμπτωσις απόψεων αμφοτέρων των πλευρών». Ποια είναι αυτά τα σημεία; Υπάρχει διαθέσιμο αυτό το κείμενο;

+Ε.Μ.Φ.: Το συγκεκριμένο κείμενο δεν είναι διαθέσιμο. Όμως στην προαναφερθείσα επιστολή τους οι Ενιστάμενοι αναφέρονται σε 6 σημεία συμπτώσεως τα οποία και απαριθμούν. Τα σημεία αυτά εξετίμησε η πλευρά των Ενισταμένων ότι είναι σημεία συμπτώσεως και αρκούν για την ένωσή μας. Όμως δεν είναι ακριβές ότι εμείς συμφωνήσαμε σε αυτό. Άμα τω ακούσματι ορισμένων από αυτά τα σημεία, υπήρξε διαφωνία από την δική μας την πλευρά, κυρίως λόγω της πολύ γενικής διατυπώσεώς τους. Επί παραδείγματι στο πρώτο από αυτά τα σημεία έπρεπε να αρκεσθούμε στην γενική διαπίστωση ότι αμφότεροι «είμεθα Ορθόδοξοι ανήκοντες στην ίδια οικογένεια και συναποτελούντες τους Ορθοδόξους Αντι-οικουμενιστές εν Ελλάδι». Πρωτίστως, πριν γίνει αυτή η παραδοχή εμείς επιμείναμε ότι έπρεπε να συμφωνήσουμε και στο εκκλησιολογικό ζήτημα. Έπειτα, ο όρος «Ορθόδοξοι Αντι-οικουμενιστές» δεν μας εκφράζει πλήρως. Εμείς ανέκαθεν αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Αντι-οικουμενιστές υπάρχουν και στον χώρο της Κρατούσης Εκκλησίας. Οι της Εκκλησίας του Χριστού δεν αυτοπροσδιορίζονταν ποτέ με όρους αρνήσεως, ως οι αντίθετοι σε κάτι, αλλά με όρους θέσεως: ως Χριστιανοί και όχι ως αντι-Εβραίοι, ή αντι-Ειδωλολάτρες. Ως Ορθόδοξοι, όχι ως αντι-Αρειανοί, αντι-Νεστοριανοί και γενικώς ως αντι-αιρετικοί. Αφού δεν συμφωνήσαμε τότε πώς ήταν σημεία συμπτώσεως; Τα πρότειναν εκείνοι ως σημεία συμπτώσεως, αλλά σύμπτωσις δεν υπήρξε. Γενικώς ήθελαν να προχωρήσουμε σε ενότητα, παρά τις διαπιστωθείσες διαφωνίες μας, που η πλευρά τους χαρακτήριζε επουσιώδεις. Αλλά, αν ήταν επουσιώδεις, γιατί τότε διατήρησαν την διαφωνία τους, για ασήμαντα κατ’ αυτούς, σημαντικά όμως για εμάς, πράγματα; Είναι ένα ερώτημα αυτό.

5. Οι Ενιστάμενοι διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί μας για λόγους «πίστεως και δικαιοσύνης» χαρακτηρίζοντας τότε τους Αρχιερείς μας «κακοδόξους» και «ναυάγια της πίστεως». Ζήτησαν κατά την διάρκεια του διαλόγου να αποκηρύξουμε την υποτιθέμενη και μηδέποτε αποδειχθείσα «κατεγνωσμένη αίρεσή» μας; Αν όχι (δεδομένου ότι οι Αρχιερείς μας δεν έχουν μεταβάλλει την πίστη αυτή) πώς τότε ζήτησαν ένωσιν; Με κακοδόξους; (!)

+Ε.Μ.Φ.: Πράγματι τότε πού έγινε η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας είχαν γραφεί σκληρές εκφράσεις. Η πάροδος των ετών, ίσως βοήθησε στην συζήτηση σε αποφορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα. Πάντως, ουδέποτε κατά την διάρκεια των συζητήσεων, οι Ενιστάμενοι μας επανέλαβαν τέτοιους χαρακτηρισμούς, όπως άλλωστε ούτε και εμείς και ασφαλώς δεν μας ζητήθηκε να αποκηρύξουμε κάποια κακοδοξία.

6. Πώς προέκυψαν τα δέκα (10) αδιαπραγμάτευτα σημεία;

+Ε.Μ.Φ.: Από την δική μας την πλευρά εκρίθη αναγκαίο να αρθεί το μεγαλύτερο εμπόδιο, που μας χώριζε από το 1986. Δηλαδή τα εκκλησιαστικά επιτίμια της καθαιρέσεως που επεβλήθησαν τότε κατά της ηγεσίας των Ενισταμένων. Δηλαδή κατά του Μητροπολίτου Κυπριανού και του Μητροπολίτου Ιωάννου και των όσων αυτοί εχειροτόνησαν τότε. Βάσει των σημείων της καθαιρέσεως του 1986, διαμορφώθηκαν κυρίως και τα δέκα αυτά σημεία, τα οποία θα μας επέτρεπαν, την άρση αυτής της πράξεως και την περαιτέρω ουσιαστική μας προσέγγιση.

7. Γιατί τα δέκα (10) σημεία χαρακτηρίστηκαν ως αδιαπραγμάτευτα από την Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος; Οι Ενιστάμενοι ζήτησαν «άρσιν του βεβαρημένου θεματολογίου προς διάνοιξιν της οδού προς την ένωσιν». Μήπως αυτός ο χαρακτηρισμός τελικά αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την συνέχιση του διαλόγου;

+Ε.Μ.Φ.: Εμείς τα χαρακτηρίσαμε έτσι διότι κρίναμε ότι ήταν αναγκαία η συμφωνία επ’ αυτών για την άρση της καθαιρέσεως, ώστε μετά να κάνουμε το επόμενο βήμα. Αν είχαν δεχθεί και τα δέκα, έστω με αστερίσκους και προϋποθέσεις, μετά θα συνεχίζαμε την συζήτηση και για την πλήρη συμφωνία. Η αποδοχή τους δηλαδή ήταν αναγκαία για το ξεκίνημα μιας διαδικασίας, και όχι το τέλος. Αν τα συζητούσαμε εκτενώς ένα προς ένα, μπορεί και να μας έπειθαν ότι δεν θα έπρεπε να επιμέναμε σε κάποια απ’ αυτά. Όμως δεν θέλησαν να τα συζητήσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα προς ένα. Αλλά πριν φθάσουμε σε αυτό το σημείο, είχαν απορρίψει τη διαδικασία του επισήμου διαλόγου, επάνω εις τις πτυχές του εκκλησιολογικού προβλήματος, κάτι που ήταν απολύτως αναγκαίο. Τούτο δεν ήταν «βεβαρημένο θεματολόγιο», όπως χαρακτηρίσθηκε, αλλά ζητήματα των οποίων η συζήτηση ήταν σημαντική κατά την δική μας άποψη. Αν συμφωνούσαμε σ’ αυτό το σημείο, στην εκκλησιολογία δηλαδή, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε παρακάτω. Να σημειώσω δε επίσης ότι, διαρκούντος του διαλόγου, πρώτη η πλευρά των Ενισταμένων είχε δημοσιεύσει ανακοίνωση στο διαδίκτυο περί των γενομένων συζητήσεων, και αυτό ήταν ένα σημείο τριβής. Διότι εφόσον δεν είχαν συμφωνήσει με την πρότασή μας, περί κοινών ανακοινωθέντων μετά τις συζητήσεις, γιατί προέβησαν σε δημοσιεύσεις και εμείς να πληροφορούμεθα ορισμένα πράγματα μέσω του διαδικτύου; Τέλος πάντων, τον Οκτώβριο του 2008, διαρκούντος του διαλόγου είχαν κάνει μια δημοσίευση, όπου έλεγαν ότι μπορούσαν να κάνουν υποχωρήσεις «μέχρι του σημείου να μη θιγούν βασικές εκκλησιολογικές αρχές» τους και από τις οποίες δεν ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν. Άρα είχαν κι εκείνοι τα δικά τους αδιαπραγμάτευτα σημεία.

8. Γιατί ζητήθηκε από τους Ενισταμένους ως αδιαπραγμάτευτο να απευθύνονται στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος; Δεν ήταν αυτονόητο; Η αποδοχή του ήταν τυπική ή ουσιαστική;
+Ε.Μ.Φ.: Όχι δεν ήταν αυτονόητο. Οι Ενιστάμενοι προτιμούσαν τον όρο Εκκλησιαστική Κοινότητα, τον οποίο εμείς δεν αποδεχόμασταν για την δική μας πλευρά, εφ’ όσον έχουμε την αυτοσυνειδησία ότι είμαστε η συνέχεια της Εκκλησίας του Χριστού στον Ελλαδικό τουλάχιστον χώρο. Έτσι συμφωνήθηκε ο διάλογος να γίνεται μεταξύ της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος και της Ορθοδόξου Κοινότητος των Ενισταμένων, όρος με τον οποίον προτιμούσαν να αυτοπροσδιορίζονται οι Ενιστάμενοι. Το τι κατ’ ουσίαν πίστευε η πλευρά των Ενισταμένων για εμάς δεν ήταν –ούτε είναι- απολύτως σαφές. Δεν θα ήταν δεοντολογικό να προσπαθήσω να δώσω εγώ απάντηση για το τί κάποιοι άλλοι φρονούν. Είναι προτιμότερο την απάντηση να την δώσουν οι ίδιοι.

9. Κατά τους Ενισταμένους επήλθε συμφωνία στις επτά (7) από τις δέκα (10) αδιαπραγμάτευτες θέσεις της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ.. Ποια είναι η γνώμη σας επ’ αυτού; Περιμένατε να διαφωνήσουν σε αυτά τα τρία σημεία*;

+Ε.Μ.Φ.: Όχι, η αλήθεια είναι ότι προσωπικώς δεν περίμενα να διαφωνήσουν στα συγκεκριμένα τρία σημεία. Αλλά και στα σημεία που συμφωνήσαμε ο βαθμός της συγκλίσεως δεν είναι ο ίδιος. Αλλού συμφωνήσαμε απολύτως. Αλλού σε μεγαλύτερο κι αλλού σε μικρότερο βαθμό. Στο δέκατο σημείο, για παράδειγμα, παραδέχονται ότι οι γνήσιοι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων μπορούν να καταδικάζουν κάθε αναφυομένη αίρεση. Μέχρις εδώ εκφράζουν συμφωνία. Στη συνέχεια αναφέρονται στην αδυναμία τους να κατανοήσουν την τάση για βεβιασμένη καταδίκη του Οικουμενισμού και όλων των αιρέσεων: «άχρις υπάρξεως τοιούτων διαδόχων» των Αγίων Αποστόλων. Μέχρι τότε όμως κάθε Ορθόδοξος πιστός καταδικάζει κάθε αίρεση «δυνάμει καν ου ρήματι». Εμείς απ’ την πλευρά μας θεωρούμε ότι οι Επίσκοποι των Γ.Ο.Χ. είναι γνήσιοι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων και έχουν τέτοιο δικαίωμα. Έτσι η θεώρησή τους αυτή, αναιρεί την προηγούμενη συμφωνία και καθιστά κατ’ ουσίαν και το σημείο τούτο, σημείο διαφωνίας. Πάντως, η συμφωνία μας, όπου συμφωνήσαμε, μας έφερε ήδη πλησιέστερα απ’ ότι ήμασταν πριν από την έναρξη του διαλόγου αυτού. Αυτό είναι ένα από τα θετικά αποτελέσματα του διαλόγου.

10. Δηλαδή αμφισβητούν την Αποστολικότητα και Κανονικότητα της Εκκλησίας μας;

+Ε.Μ.Φ.: Θα ήθελα να πιστεύω ότι πρόκειται για μη εύστοχη διατύπωση του νοήματος που θα ήθελαν να εκφράσουν και αναμένω τις απαντήσεις στις επιστολές που τους έχετε απευθύνει, καθώς έχετε συμπεριλάβει ένα τέτοιο ερώτημα. Αλλά, αν μείνει αδιευκρίνιστη, νομίζω ότι επιδέχεται την ερμηνεία της αμφισβητήσεως της γνησιότητας της αποστολικής διαδοχής των Γ.Ο.Χ.. Την ίδια διαπίστωση είχαμε κάνει ήδη κατά τον σχολιασμό της τελικής γραπτής απαντήσεως των Ενισταμένων, στο τεύχος Μαΐου-Ιουνίου 2009 της «Φωνής της Ορθοδοξίας» (σελ. 13). Μάλιστα, αν το επεκτείνει κανείς, μπορεί να οδηγηθεί και στο συμπέρασμα ότι η διατύπωση της απαντήσεώς τους στο 10ο σημείο, αμφισβητεί την ίδια την ουσία της αποστολικής διαδοχής. Διότι αν θέτουμε κάπου στο μέλλον την δυνατότητα καταδίκης των αιρετικών, όταν θα υπάρξουν οι «τοιούτοι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων», δηλαδή «οι κατά πάσαν ακρίβειαν τούτων ως αληθώς γεγονότες διάδοχοι, πλήρεις χάριτος και δυνάμεως» αυτό σημαίνει ότι τώρα δεν υφίστανται τέτοιοι. Άρα η συνέχεια της αποστολικής διαδοχής έχει διακοπεί και θα πρέπει να αναμένουμε την με κάποιο άγνωστο και ακατανόητο τρόπο αποκατάστασή της στο μέλλον. Επειδή όμως θεωρώ ότι είναι αδύνατον να εννοούν κάτι τέτοιο, φρονώ ότι έσφαλαν ως προς την διατύπωση.

11. Επιτρέψτε μας να επαναλάβουμε τρία (3) ερωτήματα που θέτουν οι Ενιστάμενοι στην ανακοίνωση τους, χωρίς να απευθύνονται σε συγκεκριμένο παραλήπτη.

α) Αν ο Ανεπίσημος διάλογος, ως προκαταρτικός, ωδηγήθη εις τινά βασικά συμπεράσματα, άρα γε διατί δεν προυχώρησεν εις Επίσημον Διάλογον, ώστε να ολοκληρωθή η Διακονία της Καταλλαγής;

β) Αν διεπιστώθη έλλειψις «ταυτότητος Πίστεως», άρα γε διατί δεν εγκαινιάζεται ο Επίσημος Διάλογος προς άρσιν της διαφορότητος και επίτευξιν της ταυτότητος;

+Ε.Μ.Φ.: Αυτά τα ερωτήματα που μου διαβάσατε τώρα συμπεριελήφθησαν σε μία ανακοίνωση που δημοσίευσαν στο διαδίκτυο μετά την λήξη του διαλόγου και μετά την λακωνική δική μας ανακοίνωση. Όπως σωστά το λέτε, το ερώτημα αυτό το απευθύνουν εκεί αορίστως και όχι σε κάποιον συγκεκριμένο παραλήπτη. Όμως τον επίσημο διάλογο τον επιζητούσαμε ήδη από τον Ιούνιο του 2008 και τον απέρριψαν. Εκείνοι τελικώς μας αντιπρότειναν ένωση παρά τις εκκλησιολογικές διαφορές μας, και στην πορεία να προχωρήσουμε στην επίλυση και αυτών. Εμείς θέλαμε προηγουμένως ενδελεχή συζήτηση των εκκλησιαστικών διαφορών, δηλαδή του εκκλησιολογικού ζητήματος, συμφωνία επ’ αυτού και μετά να γίνει ένωση. Αλλά έστω και τώρα εάν είναι διατεθειμένοι να το συζητήσουμε, πολύ ευχαρίστως. Είμαστε έτοιμοι για επίσημο διάλογο, αφού συμφωνήσουμε επί της διαδικασίας ενός τέτοιου διαλόγου. Πάντως ποτέ δεν μας το προέτειναν κατά την διάρκεια των συζητήσεων ούτε και στην τελευταία τους απάντηση προς την Ιερά Σύνοδο, πάλι δεν έκαναν τέτοια πρόταση για συνέχιση του διαλόγου.

γ) Πότε απεφάνθη «κοινώ καθολικώ ψηφίσματι» η Μία Εκκλησία, ότι τα διαπιστωθέντα τρία «σημεία» διαφοροποιήσεώς μας (των ενισταμένων δηλαδή), συνιστούν «στοιχεία ακεραίας Ορθής Πίστεως της Εκκλησίας» και επομένως αναγκαίας προϋποθέσεις ευχαριστιακής κοινωνίας;

+Ε.Μ.Φ.: Τα τρία σημεία διαφοροποιήσεως αντανακλούν την διαφορετική εκκλησιολογική θεώρηση εκάστης πλευράς. Και τα εκκλησιολογικά ζητήματα, είναι ζητήματα πίστεως. Αλλά, αν κατά τους αγαπητούς Ενισταμένους, αυτά τα τρία σημεία δεν είναι και τόσο σημαντικά, όπως εμείς τα θεωρούμε, γιατί δεν υποχωρούν σε αυτά και να προχωρήσουμε παρακάτω; Τουλάχιστον, ας γίνει συζήτηση γύρω από αυτά και αν μας πείσουν ότι δεν είναι όντως σημαντικά, τότε να παύσουμε να τα απαιτούμε από αυτούς. Όμως το να ενωθούμε διαφωνούντες σε αυτά - όσο εμείς τα θεωρούμε σημαντικά - τούτο θα παραβίαζε την συνείδησή μας και η ένωσις δεν θα ήταν κατά Θεόν.

12. Ποια είναι η διαφορά Ανεπισήμου και Επισήμου διαλόγου;

+Ε.Μ.Φ.: Υπάρχει ένα θέμα εδώ. Υπάρχει μια διαφορά στο τι η κάθε πλευρά θεωρεί ανεπίσημο διάλογο. Κατά τους Ενισταμένους ανεπίσημος διάλογος είναι ο μη δεσμευτικός. Κατά την δική μας άποψη ουδείς διάλογος μεταξύ επιτροπών είναι δεσμευτικός. Οι επιτροπές εισηγούνται στους εντολείς τους και δεν δεσμεύονται οι εντολείς από την συμφωνία των επιτροπών. Μπορεί να απορρίψουν την τυχόν συμφωνία στην οποία προβαίνουν οι επιτροπές. Εμείς θεωρούμε ως επίσημο διάλογο, έναν διάλογο ο οποίος γίνεται βάσει ενός συγκεκριμένου θεματολογίου που έχει αποφασιστεί και με κοινά πρακτικά. Ή τουλάχιστον κοινά συμπεράσματα, τα οποία θα συνυπογράφονται από τις δύο πλευρές, έτσι ώστε να μην καταλήγει η κάθε πλευρά σε υποκειμενικά συμπεράσματα από τις συζητήσεις που γίνονται και να δημιουργούνται διαφορετικές εντυπώσεις για τους καρπούς του διαλόγου. Αυτό κατά τη γνώμη μας θα ήταν ένας επίσημος διάλογος. Για να επανέλθουμε εις το ερώτημα το οποίο απηύθυναν αορίστως, ότι δηλαδή γιατί να μην οδηγηθούμε σε ένα επίσημο διάλογο και να ολοκληρωθεί η διακονία της καταλλαγής, μάλλον εκείνοι πρέπει να το απαντήσουν αυτό το ερώτημα.

13. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, το ναυάγιο του διαλόγου;

+Ε.Μ.Φ.: Το ναυάγιο του διαλόγου, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στην άρνηση των Ενισταμένων να κάνουμε έναν σοβαρό και ουσιαστικό διάλογο. Δεν συμφωνήσαμε ούτε καν στο ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός επισήμου διαλόγου. Αφού δεν συμφωνήσαμε επί της διαδικασίας, πώς θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και επί της ουσίας;

Θεοφιλέστατε σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σας και τις άμεσες και κατατοπιστικές σας απαντήσεις οι οποίες θεωρούμε ότι δίδουν μία ολοκληρωμένη και σαφή εικόνα περί του διενεργηθέντος διαλόγου.

_________________________________________
(*) Τα λεγόμενα 10 σημεία ήταν:

1. Να απευθύνονται προς την Ι. Σύνοδον της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος

και να εκφράζουν:

2. αναγνώρισιν ότι η αποτείχισις, του 1984 και η εν συνεχεία δια χειροτονιών διαμόρφωσις νέας Συνόδου ήταν βεβιασμένη ενέργεια.

3. απερίφραστον καταδίκην του Οικουμενισμού ως αιρέσεως.

4. απόρριψιν της θεωρήσεως του νεοημερολογητισμού ως «μητέρας Εκκλησίας».

5. αποδοχήν του ότι δεν πρέπει να μεταλαμβάνουν των αχράντων μυστηρίων τα μέλη του νεοημερολογητισμού-Οικουμενισμού πριν ενταχθούν εις την γνησίαν Ορθοδοξίαν.

6. την δια χρίσματος αποδοχήν των προερχομένων εκ του ν/η-οικουμενισμού.

7. την δια βαπτίσματος αποδοχήν όσων δεν φέρουν ουδέ τον τύπον του ορθοδόξου βαπτίσματος.

8. ανάκλησιν της εκφράσεως «ασθενή μέλη της Εκκλησίας» δια τους αιρετικούς.

9. παραδοχήν του κύρους της καταδίκης του Οικουμενισμού από την Ρωσικήν Εκκλησίαν της Διασποράς και από την Εκκλησίαν των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος.

10. Παραδοχήν ότι οι αρμόδιοι δια την καταδίκην των αιρέσεων ήσαν πάντοτε οι παραμένοντες εις την Ορθοδοξίαν Επίσκοποι, ασχέτως του αριθμού των ή της συμπεριλήψεως Πατριαρχών μεταξύ αυτών. Οι Γ.Ο.Χ. Επίσκοποι έχουν σήμερα το δικαίωμα της καταδίκης του Οικουμενισμού και κάθε αιρέσεως.

Στα υπ’ αριθμ. 6, 7 και 9 οι απάντηση ήταν εντελώς αρνητική. Στο σημείο 10 η απάντηση ήταν de facto αρνητική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου