Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Η λόγχη της Σταυρώσεως.

 
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Ἕνα ἀπό τά πλέον σημαντικά κειμήλια τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀντικείμενο πού σχετίζεται μέ τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καί ἡ Λόγχη μέ τήν ὁποία κατά τήν Εὐαγγελική μαρτυρία ἕνας τῶν στρατιωτῶν ἔνυξε τήν πλευρά τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. ΙΘ’ 34 καί Κ’ 25, 27). Τοῦ κειμηλίου αὐτοῦ διασώζονται δύο ἐκδοχές:

Α. Ἡ Λόγχη τοῦ Αγίου Λογγίνου.

Ἡ πρώτη ἐκδοχή τῆς Λόγχης συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ ἁγ. Λογγίνου τοῦ Ἑκατοκτάρχου. Ἡ Γραφή δέν διέσωσε τό ὄνομα τοῦ στρατιώτη τοῦ ἔνυξε τήν πλευρά τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά παράδοση βασιζόμενη στό ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο τοῦ Νικοδήμου τόν ταυτίζει μέ τόν ἔπειτα Μάρτυρα Ἑκατόνταρχο Λογγῖνο. Ἡ παράδοση αὐτή ἐνισχύεται καί ἀπό μικρογραφία στό λεγόμενο Εὐαγγέλιο τοῦ Ραβουλᾶ, στήν ὁποία εἰκονίζεται ἡ σκηνή καί πάνω ἀπό τόν στρατιώτη ὑπάρχει τό ὄνομα Λογγῖνος. (Ὁ Ραβουλᾶς ἦταν μοναχός καί κατ’ ἄλλους Ἐπίσκοπος στή Συρία κατά τόν 5ο ἤ 6ο αἰ. Τό Εὐαγγέλιό του φυλάσσεται στή Βιβλιοθήκη τῆς Φλωρεντίας). Στό σημεῖο αὐτό δέν πρέπει νά παραβλεφθεῖ ὁ γραμματολογικός συσχετισμός τῶν ὀνομάτων Λογγῖνος καί Λόγχη: Longinus - logche - lance. 
 
Στήν ἱστορική πορεία, μετά ἀπό σιωπή περίπου 200 ἐτῶν, ἡ Λόγχη συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Μάρτυρος Μαυρικίου τοῦ Ἑκατοντάρχου (βλ. στή συνέχεια). 
 
Κατά τόν 4ο αἰ. ἡ Λόγχη βρέθηκε ἀπό τήν ἁγ. Ἰσαπόστολο Ἑλένη στά Ἱεροσόλυμα, κατά τήν ἀνασκαφή τοῦ τόπου μαρτυρίου καί ταφῆς τοῦ Χριστοῦ. Τό 570 ὁ Δυτικός Ἐπίσκοπος Πιασέτζας ἅγ. Ἀντώνιος πού ἐπισκέφθηκε τά Ἱεροσόλυμα, ἀναφέρει ὅτι προσκύνησε μεταξύ ἄλλων καί τήν Λόγχη. Ἡ πληροφορία αὐτή ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τόν Ἱστορικό Κασσιόδωρο (490 – 538) καί τόν Αγίο Γρηγόριο Ἐπίσκοπο Τουρώνης (538 – 594), οἱ ὁποῖοι ἐπισκέφθηκαν τά Ἱεροσόλυμα στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰ.
 
Τό 615, κατά τήν εἰσβολή τῶν Περσῶν στήν Παλαιστίνη, ἡ Λόγχη ἀπείχθηκε μαζί μέ τόν Τίμιο Σταυρό στήν Περσική πρωτεύουσα. Δέν εἶναι γνωστό πότε ἡ Λόγχη διαιρέθηκε σέ δύο τμήματα, τό ἴδιο ἔτος ὅμως 615, ὅπως μαρτυρεῖ τό Πασχάλιο Χρονικό (Βυζαντινό Χρονικό πού καλύπτει τήν περίοδο ἀπό κτήσεως Ἀδάμ μέχρι τό 627), οἱ Πέρσες ἔδωσαν στό Βυζαντινό Στρατηγό Νικήτα τό μικρότερο, τό μεταλλικό τμῆμα τῆς Λόγχης. Τό τμῆμα αὐτό μεταφέρθηκε στήν Κων/πολη καί κατατέθηκε στήν Ἁγία Σοφία. Τό τμῆμα αὐτό τό 1244 δόθηκε ἀπό τόν Λατίνο Αὐτοκράτορα τῆς Κων/πόλεως Βαλδουϊνο Β΄ (1217 – 1273), στό Γάλλο Βασιλιά Λουδοβίκο Θ’ (1215 – 1270), ὁ ὁποῖος τήν κατέθεσε στό Ἱερό Παρεκκλήσιο τοῦ Παρισιοῦ (Sainte Shapelle).
 
Μετά τήν νίκη τοῦ Αὐτοκράτορα Ἡράκλειου ἐπί τῶν Περσῶν, τό μεγάλο, τό ξύλινο τμῆμα τῆς Λόγχης κατατέθηκε στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως τῶν Ἱεροσολύμων. Μαρτυρίες προσκυνητῶν (ὅπως τοῦ Ἐπισκόπου Ἀρκούλπου, τό 670), ἐνισχύουν τήν ἄποψη αὐτή. Γιά τήν τύχη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ τμήματος τῆς Λόγχης ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές: Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, πού ὑποστηρίζουν πολλοί μελετητές, μεταφέρθηκε τόν 8ο αἰ. στήν Κων/πολη, πιθανῶς γιά νά προστατευθεῖ ἀπό ἐνδεχόμενη βλάβη ἤ ἀπώλειά της ἀπό τούς Μουσουλμάνους κατακτητές τῆς Παλαιστίνης. Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη ἐκδοχή τό τμῆμα αὐτό ἐνταφιάστηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Αγίου Ἀνδρέα τῆς Ἀντιόχειας, ὅπου ἀνακαλύφθηκε τό 1098 κατά τήν διάρκεια τῆς Α’ Σταυροφορίας, μετά ἀπό ὅραμα τοῦ Σταυροφόρου Μοναχοῦ Πέτρου Βαρθολομαίου. Τό τμῆμα αὐτό ἀνακαλύφθηκε ἀπό τόν Κόμη Ραϋμόνδο Δ’ τῆς Τουλούζης καί τόν χρονικογράφο τῆς Σταυροφορίας Ραϋμόνδο τῆς Ἀκυλίας. Παραδόξως τό τμῆμα αὐτό δέν κατέλειξε στή Δύση, ἀλλά στήν Κων/πολη, ὅπου τό 1357 ὁ Ἰωάννης Ντί Μαντεβίλ (1322 – 1372) καταγράφει ὅτι τό προσκύνησε. Τό 1492 ὁ Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β’ πρόσφερε τό τμῆμα αὐτό στόν Πάπα Ἰννοκέντιο Η’ (1484 – 1492).

Ἡ γνησιότητα τῶν δύο κειμηλίων ἀπασχόλησε τό Βατικανό γιά πολύ, μέχρις ὅτου ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΔ’ (1740 -1758) πέτυχε τήν σύγκριση τῶν δύο τμημάτων (Παρισίων καί Ρώμης), μέ τήν ὁποία ἀποδείχθηκε ὅτι ἀποτελοῦσαν ἐνιαῖο ἀντικείμενο. Σήμερα τό μεγάλο τμῆμα τῆς Λόγχης, τό ξύλινο, φυλάσσεται κατατεθημένο στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Βασιλικῆς τοῦ Αγίου Πέτρου Ρώμης. Κατά τήν Γαλλική Ἐπανάσταση τό μεταλλικό τμῆμα μεταφέρθηκε γιά ἀσφάλεια στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων.

Β. Ἡ Λόγχη τοῦ Αγίου Μαυρικίου.

Μετά τό μαρτύριο τοῦ Αγίου Λογγίνου καί γιά 200 περίπου χρόνια, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τῆς Λόγχης. Στά τέλη τοῦ 3ου αἰ. (κατά τόν ἅγ. Εὐχέριο Ἐπίσκοπο Λυών, 5ος αἰ.), ἡ Λόγχη βρέθηκε στήν κατοχή τοῦ Ἑκατοντάρχου Αγίου Μαυρικίου, διοικητή τῆς περίφημης Θηβαϊκῆς Λεγεώνας. Ἡ λεγεώνα αὐτή τῶν 6. 600 Χριστιανῶν στρατιωτῶν, διατάχθηκε νά μετακινηθεῖ ἀπό τήν Αἴγυπτο στή Γαλατία, γιά νά καταστείλει μία ἐξέγερση στή Βουργουνδία, τό 286. Μετά τήν νίκη τῶν Ρωμαϊκῶν στρατευμάτων ὁ Αὐτοκράτορας Μαξιμιανός διέταξε τήν τέλεση θυσιῶν, στίς ὁποίες ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν οἱ Χριστιανοί στρατιῶτες καί ὁ διοικητής τους Μαυρίκιος, μέ ἀποτέλεσμα νά θανατωθοῦν τήν 22α Σεπτεμβρίου 286 στήν πόλη Ἄγαυνο – Aguanum τῆς σημερινῆς Ἐλβετίας (σήμερα Saint Moritz καί Saint Maurice en Valais).

Ἡ Λόγχη αὐτή ἐμφανίζεται στήν Εὐρώπη κατά τόν 10ο αἰ., σάν κειμήλιο τῶν Γερμανῶν Αὐτοκρατόρων τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Μάλιστα ὁ Πάπας Ἰωάννης ΙΒ’ (955 – 964) τήν χρησιμοποίησε γιά τήν στέψη τοῦ Αὐτοκράτορα Ὄθωνα Α’ τοῦ Μεγάλου (912 – 973). Τό 1273 ἡ Λόγχη χρησιμοποιήθηκε στή στέψη τοῦ πρώτου Ἀψβούργου Ἡγεμόνα , τοῦ Δούκα τῆς Αὐστρίας Ροδόλφου Α’ (1273 – 1291). Τό 1424 ὁ Γερμανός Αὐτοκράτορας Σιγισμούνδος (1410 – 1437), κατέθεσε τήν Λόγχη στό Αὐτοκρατορικό Θησαυροφυλάκιο τῆς Νυρεμβέργης, στή συλλογή τῶν Αὐτοκρατορικῶν Ἐμβλημάτων (Reichskleinodien). Ἡ Συλλογή μεταξύ ἄλλων περιλαμβάνει τό Στέμμα, τό Σκήπτρο καί τό Ξίφος τοῦ Καρλο-μάγνου.

Ὅταν τήν Ἄνοιξη τοῦ 1796 οἱ Γάλλοι ὑπό τόν Ναπολέοντα πλησίαζαν τήν Νυρεμβέργη, ἡ Συλλογή μετακινήθηκε στή Βιέννη καί ἡ προστασία της ἀνατέθηκε στό Βαρώνο Κάρολο Von Hugel (1795 - 1870), ὁ ὁποῖος ὅμως ἀντί νά τήν ἐπιστρέψει μετά τό πέρας τοῦ πολέμου, τήν πούλησε μετά τήν διάλυση τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (1806) στούς Ἀψβούργους τῆς Αὐστρίας. Ἔκτοτε ἡ Λόγχη διαφυλάχθηκε στό Αὐτοκρατορικό Θησαυροφυλάκιο τῶν Ἀνακτόρων Χόφμπουργκ τῆς Βιέννης (ἀπό τό 1912 Μουσεῖο).

Μέ τήν Λόγχη τοῦ Αγίου Μαυρικίου συνδέονται πολλές παραδόσεις ἀποκρυφιστικοῦ ἐνδιαφέροντος. Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατέστερη παράδοση – δοξασία, ὁ κάτοχος τῆς Λόγχης θά ἀποκτοῦσε μεγάλη πολιτική καί στρατιωτική δύναμη καί ὅταν τήν ἔχανε θά πέθαινε ἀπό αἰφνίδιο θάνατο.

Σύμφωνα μέ ἀποκρυφιστικές πηγές ἡ Λόγχη κατασκευάστηκε ἀπό τόν Ἑβραῖο Φινεές, πολλούς αἰῶνες πρό Χριστοῦ. Μάλιστα ὁ Ἰησούς τοῦ Ναυή τήν χρησιμοποιοῦσε κατά τούς πολέμους του. Στούς κατόχους τῆς Λόγχης πρίν τήν Σταύρωση περιλαμβάνονται ὁ Δαυίδ (στήν πάλη του μέ τόν Γολιάθ) καί ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας. Μετά τήν Σταύρωση καί τόν Ἑκατόνταρχο Λογγῖνο κάτοχοι τῆς Λόγχης θεωροῦνται ἀπό τούς Ρωμαίους – Βυζαντινούς Αὐτοκράτορες ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος (ὁ ὁποῖος τήν χρησιμοποίησε γιά νά ἐπιβληθεῖ τῶν ἀντιπάλων του), ὁ Μέγας Θεοδόσιος (379 – 395, ὁ ὁποῖος καθιέρωσε τόν Χριστιανισμό σάν ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους) καί ὁ Ἰουστινιανός (λέγεται ὅτι τήν κρατοῦσε στό χέρι του ὅταν διέταξε τό κλείσιμο τῶν Φιλοσοφικῶν Σχολῶν τῶν Ἀθηνῶν), ἀπό δέ τούς Εὐρωπαίους Ἡγέτες ὁ Γότθος Ἀλλάριχος (370 – 410, πού ἅλωσε τήν Ρώμη), ὁ Θεοδώριχος Α’ (419 – 451, ὁ ὁποῖος σταμάτησε τούς Οὔνους τοῦ Ἀττίλα), ὁ Φράγκος Βασιλιάς Κάρολος Μάρτελος (689 – 741, πού σταμάτησε τούς Ἄραβες στή Μάχη τοῦ Πουατιέ, τό 732), ὁ πρῶτος Αὐτοκράτορας τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους Κάρολος ὁ Μέγας (Καρλομάγνος, 742 – 814, πού νίκησε σέ 47 μάχες κρατῶντας τήν Λόγχη, ἀλλά πέθανε ἀπό ἀτύχημα μόλις τήν ἔχασε) καί οἱ διάδοχοί του Φρειδερίκος Α’ Μπαρπαρόσσα (1152 – 1190, ὁ ὁποῖος πέθανε λίγο μετά ἀφότου ἔχασε τήν Λόγχη) καί Φρειδερίκος Β’ (1212 – 1250). Ὑποστηρίζεται ἀκόμη, ὅτι τήν Λόγχη διεκδίκισε μετά τήν Μάχη τοῦ Ἀούστερλιτς (1805) καί ὁ Μέγας Ναπολέων.

Λέγεται, ὅτι ἡ Λόγχη εἶχε πέσει καί στά χέρια τοῦ Ἀττίλα, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἀποτυχία του νά κυριεύσει τήν Ρώμη τήν πέταξε στά τείχη της λέγοντας: «Πάρτε πίσω τήν λόγχη σας. Εἶναι ἄχρηστη γιά μένα, δεδομένου ὅτι δέν γνωρίζω Ἐκεῖνον πού τήν κατέστησε ἱερή».

Ἐπιβαρημένη μέ τόσες ἀποκρυφιστικές παραδόσεις ἡ Λόγχη ἦταν φυσικό νά κινήσει ἀπό νωρίς τό ἐνδιαφέρον τοῦ Ἀδόλφου Χίτλερ, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρονταν γιά κειμήλια πού συνδέονταν μέ δύναμη καί ἐξουσία. Γράφεται σχετικά γιά τόν νεαρό Ἀδόλφο, ὅτι «μία παγωμένη μέρα τοῦ 1909, σέ κατάσταση πλήρους ἀπαισιοδοξίας, μπῆκε στό Θησαυροφυλάκιο τῶν Ἀψβούργων, στό Χόφμπουργκ. Ἀπρόσμενα βρέθηκε προστά σέ μία λόγχη. Ἦταν ἡ Λόγχη τοῦ Λογγίνου, ἡ ὁποία φυλασσόταν σέ γυάλινη προθήκη, πάνω σέ κόκκινο βελοῦδο. Στήν ἀρχή περιεργάστηκε τό ἔκθεμα ἀδιάφορα. Πῆρε ὅμως τό ἀφτί του ἕναν ξεναγό νά λέει: «Ὑπάρχει ἕνας μῦθος γιά τοῦτη τήν λόγχη. Ὅποιος τήν διεκδικήσει καί ἀνακαλύψει τά μυστικά της, κρατᾶ τήν μοῖρα τοῦ κόσμου στά χέρια του, γιά τό καλό ἤ τό κακό»…

Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἡ λόγχη τοῦ ἔγινε ἔμμονη ἰδέα. Σύχναζε μέ μεγαλύτερο ζῆλο στή βιβλιοθήκη. Συνάμα ἄρχισε μία περιπλάνηση σέ ὅλα τά βιλιοπωλεία τῆς Βιέννης. Ἀναζητοῦσε ὅσο τό δυνατόν περισσότερα στοιχεῖα γιά τήν Λόγχη τοῦ Λογγίνου, τήν Λόγχη τοῦ Πεπρωμένου…

Ὁ Χίτλερ παιδιόθεν λάτρευε τήν Τευτονική μυθολογία καί τούς μύθους πού μιλοῦσαν γιά τήν φυλετική ἀνωτερότητα τοῦ Γερμανικοῦ λαοῦ. Ἀπό τήν ἐνδελεχῆ μελέτη του γνώριζε ὅτι ἀνάμεσα στούς ἄντρες πού κράτησαν τήν Λόγχη συγκαταλεγόταν ὁ κραταιός Βασιλιάς καί Στρατηλάτης Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα, τό ἴνδαλμά του. Ἄλλωστε βάφτισε τό σπίτι του, τήν περίφημη ἀετοφωλιά, τό Ὄμπερ Σάζμπουργκ, Μπαρμπαρόσα. Ἐξάλλου τό ἴδιο ὄνομα ἔδωσε καί στή μεγαλύτερη πολεμική ἐπιχείρηση πού ἐξαπέλυσε ἡ Γερμανία κατά τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, Ἐπιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Μήπως ἔβγαινε ἀληθινός ὁ μύθος γιά τόν μαρμαρωμένο Βασιλιά; Ὁ Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα θά ξυπνήσει ὅταν ἡ κόκκινη γενειάδα του μακρύνει καί τυλιχτεῖ δεκατρεῖς φορές γύρω ἀπό τό κουφάρι του καί τό πέτρινο κρεββάτι πάνω στό ὁποῖο ἀναπαύεται…

Μετά τήν ἀπόκτηση ὅλων τούτων τῶν γνώσεων, πήγαινε συχνά καί στεκόταν μέ τίς ὥρες μπροστά στή Λόγχη τοῦ Λογγίνου. Μία φορά ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ πεγιότ (σ.σ. ναρκωτικῆς οὐσίας), βίωσε μία ὑπερβατική ἐμπειρία, μία ἀποκάλυψη. Τοῦ παρουσιάστηκε σάν ὅραμα ὁ μελλοντικός του ρόλος. Θά διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στήν ἐξέλιξη τῆς Ἱστορίας». (Θ. Νικολάου, «Τό Τέταρτο Βασίλειο», ἔκδοση Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, 2005, σελ. 319 – 323).

Σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή, ὁ Χίτλερ ἐπισκέφθηκε τό Μουσεῖο τό 1912, συνοδευόμενος ἀπό τόν Δρ. Walter Stain. Ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ ἔχει πεῖ σχετικά μέ τήν πρώτη του ἐπαφή μέ τήν λόγχη: «Στάθηκα μπροστά ἀπό τήν Λόγχη ἐπί ἀρκετή ὥρα. Δέν θυμᾶμαι ὅμως τι γινόταν γύρω μου… Ἔνιωσα σάν νά μεταφερόμουν αἰῶνες παλαιότερα. Εἶχα τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ Λόγχη θά μποροῦσε νά γίνει τό φυλακτό μου καί ὅτι θά μοῦ παρεῖχε τήν δύναμη νά κρατήσω τήν τύχη τοῦ κόσμου στά χέρια μου» (Trevor Ravenscroff, “The Spear of Destiny”, ἔκδοση Samuel Weiser Inc. 1982, σελ. 8 – 9).

Τό 1938, ὅταν ὁ Χίτλερ προσάρτησε τήν Αὐστρία στό Γ’ Ράϊχ, διέταξε τήν μεταφορά τῆς Λόγχης καί τῶν λοιπῶν κειμηλίων τῆς Συλλογῆς ἀπό τήν Βιέννη στή Νυρεμβέργη. Ἡ μεταφορά πραγματοποιήθηκε τήν 13η Ὀκτωβρίου 1938 (ἡμέρα διάλυσης τοῦ Τάγματος τῶν Ναϊτῶν Ἱπποτῶν), μέ θωρακισμένο τραῖνο, κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Ἀρχηγοῦ τῶν SS, Χάϊνριχ Χίμλερ. Ἐκεῖ γιά τά ἑπόμενο ἕξη χρόνια διαφυλάχθηκε στό Ναό τῆς Αγίου Αἰκατερίνης.

Ὅταν ἄρχισαν οἱ Συμμαχικές νίκες, ὁ Χίτλερ ἀσφάλισε τήν συλλογή σέ ὑπόγειο θάλαμο, στό ὀχυρό τῆς πόλεως. Τήν 30ή Ἀπριλίου 1945, ἡ Συλλογή κατασχέθηκε ἀπό τήν 7η Ἀμερικανική Στρατιά καί παραδόθηκε στόν Στρατηγό Πάτον. Εἶναι ἄξιο σημειώσεως, ὅτι 88 λεπτά μετά τήν ἀπώλεια τῆς Λόγχης, ὁ Χίτλερ αὐτοκτόνησε στό καταφύγιό του στό Βερολίνο! Μετά τό τέλος τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Στρατηγός Ντουάϊτ Ἀϊζενχάουερ παρέδωσε τήν Λόγχη στήν Αὐστριακή Κυβέρνηση. Οἱ Αὐστριακοί ἀρχικά τήν κατέθεσαν στό Μουσεῖο Τέχνης καί Πολιτισμοῦ καί ἔπειτα στό Μουσεῖο Χόφμπουργκ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
 
Τό 2003 ὁ Βρεττανός μεταλλουργός καί συγγραφέας Robert Feather ἐξέτασε τήν Λόγχη αὐτή καί κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι κατασκευάστηκε τόν 7ο αἰ. μ. Χ. Ἄν αὐτό εἶναι ἀκριβές, τότε ἡ Λόγχη τοῦ Αγίου Μαυρικίου εἶναι ἕνα ἀπό τά πολλά ἀντίγραφα τῆς Λόγχης πού κατασκευάστηκαν κατά τήν ἱστορική πορεία (εἶναι γνωστό ὅτι τό ἔτος 1000 ὁ Γερμανός Αὐτοκράτορας Ὄθων Γ’ ἔδωσε ἕνα ἀντίγραφο τῆς Λόγχης στό Βασιλιά τῆς Πολωνίας καί Δούκα τῆς Βοημίας Βολεσλάβο Α’, 935 – 967. Ἐπίσης ἀντίγραφο εἶναι ἡ λόγχη πού φυλάσσεται στό Ἀρμενικό Πατριαρχεῖο τοῦ Ἐστμιατζίν).

Βιβλιογραφία:

Cornelius Joseph Crowley, “The legent of the wandering of the spear of Longinus”, 1972.

Jerry E. Smith - George Piccard, “Secrets of the Holy Lance: The Spear of Destiny in History and Legent”, 2005.

Trevor Ravenscroff, “The Spear of Destiny”, 1982.

Trevor Ravenscroff – Tim Wallace Murphy, “The mark of the beast: The continuing story of the Spear of Destiny”, 1997.

Ἐλ. Κατζίνου, «Ἡ Ἱερή Λόγχη - Ἕνα μυστηριώδες κειμήλιο τοῦ Χριστιανισμοῦ», Περιοδικό «Ἱστορικά Θέματα», τ. 70/Φεβρουαρίου 2008, σελ. 78 – 93).
 
πηγή:churchsynaxarion.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου