Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Περί του τρόπου σημειώσεως του Σταυρού.


Σταύρου Μάρκου

Ὁ Σταύρος Μάρκου, ὁμογενής ἀπό τό Σύδνεϋ τῆς Αὐστραλίας, εἶναι ἐρευνητής θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, μέ πανεπιστημιακή ἐξειδίκευση στούς ἡλεκτρονικούς ὑπολογιστές. Μέ τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἐπιχειρεῖ μία προσέγγιση τοῦ τρόπου σημειώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τό ὁποῖο διαφοροποιεῖ τούς Ρώσους Ρασκόλνικους ἀπό τήν Καθολική Ὀρθοδοξία.

Ἡ πρώτη ἀναφορά στήν Ἐκκλησιαστική Γραμματεία σχετικά μέ τήν σημείωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τούς Χριστιανούς, ὑπάρχει στόν Τερτυλιανό (2ος αἰ.). «Σέ ὅλα - γράφει - τά ταξίδια καί τίς μετακινήσεις μας, στήν εἴσοδο καί τήν ἔξοδο, ἐνῶ βάζουμε τά ὑποδήματά μας, στό λουτρό, ἐνῶ ἀνάβουμε τά κεριά μας, ὅταν εἴμεθα ξαπλωμένοι ἤ καθόμαστε, σέ ὁποιαδήποτε ἀπασχόληση, σημειώνουμε στό μέτωπό μας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ» (De cor. Mil. III).

Ἀπό μαρτυρία ἐπίσης τοῦ Τερτυλιανοῦ προκύπτει, ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ Σταυρός σημειώνοταν στό μέτωπο τῶν Χριστιανῶν.


Ὡς πρός τόν τρόπο τῆς σημειώσεως τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ, φαίνεται πῶς οἱ Χριστιανοί χρησιμοποιοῦσαν ἕνα δάκτυλο, τόν δείκτη τῆς δεξιᾶς. Αὐτό προκύπτει τόσο ἀπό τόν Βίο τῆς ἁγ. Μεγαλομ. Βαρβάρας (ἡ ὁποία ἐπικαλουμένη τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, σχεδίασε μέ τό δάκτυλό της τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στόν μαρμάρινο τοῖχο τοῦ λουτροῦ της καί μέ θαυματουργικό τρόπο ὁ Σταυρός ἀποτυπώθηκε), ὅσο καί ἀπό μαρτυρία τοῦ ἁγ. Ἐπιφανίου ἐπ. Κύπρου (ὁ ὁποῖος στό Πανάριό του {Adv. Haer. Xxx, 12}, ἀναφέρεται σέ κάποιον Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος κατάργησε τήν μαγική δύναμη πού ἐνυπῆρχε σέ πλοῖο, σημειώνοντας μέ τό δάκτυλό του τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ), καθώς καί ἀπό μαρτυρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέα Σωζόμενου (ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στόν Ἐπίσκοπο Δονάτο σημειώνει, ὅτι σημείωσε μέ τό δάκτυλό του τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω σέ ἕνα δαίμονα πού τοῦ ἐπιτέθηκε {VII, xxvi}).

Εντούτοις, μέχρι τόν 4ο αί. είναι δεδομένο, ὅτι περισσότερα από ένα δάχτυλα άρχισαν να χρησιμοποιοῦνται γιά τήν σημείωση τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολήμων στίς Κατηχήσεις του παρατηρεῖ (ΧΙΙΙ, 36): "Νά μήν αἰσθανόμεθα ντροπή νά ὁμολογοῦμε τόν Ἐσταυρωμένο. Νά εἶναι ὁ Σταυρός ἡ σφραγίδα μας, πού γίνεται μέ παρησσία μέ τά δάχτυλά μας στό μέτωπό μας καί σέ κάθε πράγμα πέρα ἀπό τό ψωμί πού τρῶμε καί τά ποτήρια πού πίνουμε, στούς ἐρχομούς μας καί στίς μεταβάσεις, πρίν ἀπό τόν ὕπνο μας, ὅταν ξαπλώνουμε καί ὅταν εἴμαστε ἄγρυπνοι, ὅταν ταξιδεύουμε καί ὅταν εἴμαστε σέ στάση".

Θεωρεῖται, ὅτι δύο δάχτυλα ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦνται σάν ἄμυνα ἀπέναντι στόν Μονοφυσιτισμό, διότι μέ τήν χρήση τῶν δύο δακτύλων κάποιος ὁμολογοῦσε φανερά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Ταυτόχρονα ὅμως πρέπει νά ἴσχυε καί ἡ χρησιμοποίηση καί τῶν τριῶν δακτύλων, ὅπως προκύπτει ἀπό κείμενο τοῦ Θεοδωρήτου Ἐπισκόπου Κύρου, ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστός γιά τίς θέσεις του κατά τῶν Μονοφυσιτῶν. "Ἔτσι πρέπει - γράφει - ὁ καθένας μας νά εὐλογεῖ μέ τό χέρι καί νά κάνει τόν Σταυρό του: Κρατῶντας τρία δάκτυλα μαζί, ὁ ἀντίχειρας καί τά δύο τελευταῖα δάκτυλα, ὁμολογοῦν ἕνα μυστηρίο, ὡς είκόνα τῆς Τριάδας: Θεός ὁ Πατήρ, Θεός ὁ Υἱός καί θεός τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν ὑπάρχουν τρεῖς θεοί, ἀλλά ἕνας Θεός στήν Τριάδα. ὑπάρχει μία διάκριση τῶν ὀνομάτων, ἀλλά μία θεότητα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα, ὅμως δέν δημιουργεῖται, τό Ἅγιο Πνεῦμα οὔτε γεννᾶται, οὔτε δημιουργεῖται, ἀλλά ἐκπορεύεται. Εἶναι τρεῖς σέ μία θεότητα, ἀλλά ἕνας στή δύναμη, ἕνας στήν τιμή, ἕνας στή λατρεία ὅλης τῆς δημιουργίας, Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων. Αὐτή εἶναι ἡ ἐξήγηση τῶν τριῶν δακτύλων.

Ἡ ἕνωση πάλι δύο δακτύλων, τοῦ δείκτη καί τοῦ μεσαίου πού κάμπτεται ἐλαφρά, ἀντιπροσωπεύονται οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητά του. Εἶναι Θεός σύμφωνα μέ τήν θεότητά Του καί ἄνθρωπος σύμφωνα μέ τήν ἀνθρωπότητά του, τέλειος καί στίς δύο φύσεις. Ὁ δείκτης ἀντιπροσωπεύει τήν θεότητά Του, ἐνῶ ὁ μέσος τήν ἀνθρωπότητά Του..." (Domostroi απόσπασμα, κεφ. 13, Carolyn Johnston Pouncy, Πανεπιστήμιο του Κορνέλ, 1994).


Ὁ ἅγ. Πέτρος ὁ Δαμασκηνός (+ 775), ἐπιβεβαιώνει τά προηγούμενα στήν ἀκόλουθη ὁμιλία του στήν Φιλοκαλία: "Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔχουν παραδώσει τήν σημασία αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ σημείου, προκειμένου νά ἀντιμετωπίσουν τούς αἱρετικούς. Τά δύο δάκτυλα καί τό ἕνα χέρι ἀντιπροσωπεύουν τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιά τόν Ὁποῖο δηλώνουμε φανερά ὅτι ἔχει φύο φύσεις σέ ἕνα πρόσωπο. Τό δέ δεξί χέρι σημαίνει τήν ἀπεριόριστη δύναμή Του καί τήν ἐγκατάστασή του δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα" (Philocalia, σελ. 642).

Ἐπίσης ὑποστηρίζεται, ὅτι καί ὁ ἅγ. Μελέτιος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ἔγραψε περιγράφοντας τήν σημείωση τοῦ Σταυροῦ μέ τά δύο δάκτυλα. Ὅμως θά πρέπει νά ἀναγνωρισθεῖ, ὅτι ὁ ἅγ. Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής, καθώς καί ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ὁ ἅγ. Πέτρος ὁ Δαμασκηνός καί ἄλλοι Πατέρες ἀνῆκαν στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας. Ἑπομένως εἶναι πιθανό ἡ παράδοσις τῆς σημειώσεως τοῦ Σταυροῦ μέ τά δύο δάκτυλα νά ἦταν μία τοπική παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας καί ὄχι μία καθολική παράδοσις τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, ἐφ' ὅσον μάλιστα ὁ Θεοδώρητος μνημονεύει καί τήν σημείωση μέ τά τρία δάκτυλα. Ὅταν πάντως ἐκχριστιανίσθηκε ἡ Ρωσία κατά τόν 10ο αἰ., ἡ παράδοσις τῶν δύο δακτύλων ἐπικρατοῦσε σέ πολλές περιοχές τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπ' ὅπου προέρχονταν οἱ ἱεραπόστολοι πού πῆγαν στή Ρωσία (λ.χ. ὁ πρῶτος Μητροπολίτης Ρωσίας ἅγ. Μιχαήλ ἦταν Συριακῆς καταγωγῆς), παρά τό γεγονός, ὅτι παράδοση τῶν τριῶν δακτύλων σταδιακά καί μέχρι τόν 9ο αἰ. εἶχε ἐπικρατήσει τόσο στήν Ἀνατολή, ὅσο καί στή Δύση. Ὁ ἀντίχειρας, ὁ δείκτης καί ὁ μέσος ἑνώθηκαν γιά νά συμβολίσουν τήν Ἁγία Τριάδα, ἐνῶ τά ἄλλα δύο δάκτυλα πτυχώθηκαν στήν παλάμη γιά νά συμβολίσουν τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ.


Ἡ πρώτη μαρτυρία γιά τήν ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς παραδόσεως (τῶν τριῶν δακτύλων), ὑπάρχει σέ κείμενο τοῦ Ὀρθοδόξου Πάπα Λέοντος Δ' (+ 855), τόν ὁποῖο ὁ Μέγας Φώτιος θεωροῦσε Ἅγιο καί στόν ὁποῖο ἀπέδωσε πολλά θαύματα. Γράφει σχετικά ὁ Πάπας Λέων: "Σημειῶστε τό ποτήριο καί τόν δίσκο μέ ἔνα σωστό Σταυρό καί ὄχι μέ κύκλους ἤ μέ μία ποικιλία δακτύλων, ἀλλά μέ δύο δάκτυλα πού ἐκτίνονται καί τόν ἀντίχειρα πού κρύβεται κάτω τους, ἀπό τά ὁποῖα συμβολίζεται ἡ Τριάδα. Νά ἔχετε προσοχή, ὥστε νά κάνετε τό σημεῖο αὐτό σωστά, διότι εἰδάλλως τίποτα δέν μπορεῖτε νά εὐλογήσετε" (Georgi, " Liturg. ROM. Pont." , ΙΙΙ, 37).

Περίπου τό ἔτος 1000 ὁ Aelfric (+ 1020), Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Eynsham Βρεττανίας, ἔγραψε τά ἀκόλουθα: "Μέ τρία δάκτυλα πρέπει νά εύλογηθεῖ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, γιά τήν Ἁγία Τριάδα, καί ὁ ἐχθρός θά φοβηθεῖ ἀπό τό νικηφόρο σημεῖο" (Thorpe, "The Homilies of the Anglosaxon Church" Ι, 462).

Μέ δεδομένο, ὅτι σέ Ἀνατολή καί Δύση τόν 10ο αἰ. ἐπικρατοῦσε ἡ παράδοση τῶν τριῶν δακτύλων, οἱ λαοί πού ἐκχριστιανίσθηκαν τότε (Σέρβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι, Μολδαυβοί, ἀκόμη καί οἱ Ρῶσοι πού ζοῦσαν κάτω ἀπό Πολωνική κατοχή), υἱοθέτησαν τήν πρακτική αὐτή. Ὁμοίως ἡ χρήση τῶν τριῶν δακτύλων εἶναι κανόνας καί μεταξύ τῶν Μονοφυσιτικῶν ὁμάδων (τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου, τῶν Συρίων, τῶν Ἀρμενίων, ἀκόμη καί τῶν Αἰθιόπων) καί τῶν Νεστοριανῶν τοῦ Ἰράκ, τῆς Περσίας καί τῶν Ἰνδιῶν. Μένει νά ἐξαταστεῖ γιατί ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀρχικά υἱοθέτησε τήν πρακτική τῶν δύο δακτύλων.


Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία υἱοθετῶντας τήν Ἀντιοχειανή παράδοση, ὅπως περιγράφεται από τόν Θεοδώρητο Κύρου καί τόν ἅγ. Πέτρο Δαμασκηνό, περιέλαβε κείμενά τους στό Τυπικό Της. Ὅταν μετά τήν ἀποτίναξη τοῦ Ταταρικοῦ ζυγοῦ καί κυρίως ἀπό τά μέσα τοῦ 16ου αί. οἱ Ρῶσοι συνειδητοποίησαν ὅτι ἡ πρακτική τους διέφερε ἀπό ἐκείνη τῶν Πολωνῶν στή Δύση καί ἀπό ἐκείνη τῶν Βουλγάρων, Ἑλλήνων καί γεωργιανῶν στό νότο, ἄρχισαν νά ἐρευνοῦν γιά τό ποιά πρακτική εἶναι ἀρχαιότερη. Τελικά τό ζήτημα ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῶν Ἑκατό Κεφαλαίων (Stoglav), ἡ ὁποία συγκλήθηκε τό 1551 ἀό τόν Τσάρο Ἰβάν Δ' τόν Τρομερό καί τόν Μητροπ. Μόσχας ἅγ. Μακάριο. Στή Σύνοδο αὐτή ὄχι μόνο ἐπιβλήθηκε ἡ πρακτική τῶν δύο δακτύλων, ἀλλά καί καταδικάσθηκε ὁποιοσδήποτε ἄλλος τρόπος σημειώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (31ος Κανόνας).

Γιά τήν Ἱστορία ἀναφέρουμε, ὅτι τό 1569 ὁ Πάπας εἰσήγαγε τά πέντε δάκτυλα γιά τήν σημείωση τοῦ Σταυροῦ καί ἀπό ἀριστερά πρός τά δεξιά.

Παρά τήν διαφοροποίηση στήν παράδοση, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς διατηρήθηκε. Ἀντίθετα, ἡ ἑνότητα μέσα στή Ρωσική Ἐκκλησία διασπάσθηκε, ὅταν τό 1653 ὁ Πατριάρχης Μόσχας Νίκων προσπάθησε νά προσαρμόσει τήν σχετική παράδοση τῶν Ρώσων μέ ἐκείνη τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας, μέ ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία τοῦ Σχίσματος τῶν Παλαιοπίστων. (ή Ρασκόλνικων, σχισματικών, ρασκόλ σημαίνει σχίσμα)


Σχετικά μέ τό θέμα ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει στήν β' ὑποσημείωση τοῦ 91ο Κανόνος τοῦ Μεγ. Βασιλείου: "Τόν τύπον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ οἱ παλαιοί Χριστιανοί κατ' ἄλλον σχηματισμόν τῆς χειρός ἔκαμναν, δηλαδή μέ μόνα τά δύο δάκτυλα τῆς χειρός, τόν μέσον καί τόν λιχανόν, καθώς λέγει καί ὁ ὅσ. Πέτρος ὁ Δαμασκηνός...Ἡ δέ ἐπικρατοῦσα συνήθεια τῶν Χριστιανῶν εἶναι νά σμίγουν τά δύο δάκτυλα τῆς χειρός ὁμοῦ μέ τόν μεγάλον καί μέ τά τρία ταῦτα σημαίνοντα τήν Ἁγίαν Τριάδα, νά σχηματίζουσι τόν Σταυρόν" (Πηδάλιο, σελ. 645 στήν Ἑλληνική ἔκδοση καί σελ. 857 στήν Ἀγγλική).

Ἡ παράδοση τῆς σημειώσεως τοῦ Σταυροῦ μέ τά δύο δάκτυλα ἀποδεικνύεται καί ἀπό πολλές ἀρχαίες Ὀρθόδοξες εἰκόνες, ὅπως τόν Παντοκράτορα τῆς Μονῆς Σινᾶ (φορητή, 6ος - 7ος αἰ.), τόν Παντοκράτορα τοῦ Τοπακλί τῆς Καππαδοκίας (τοιχογραφία, 9ος - 10ος αἰ.), φορητή εἰκόνα τοῦ ἁγ. Νικολάου (12ου - 13ου αἰ.), τόν Παντοκράτορα τῆς Ἁγίας Σοφίας Κων/πόλεως (ψηφιδωτό, 12ος αἰ.), τόν Παντοκράτορα τοῦ Monreale τῆς Σικελίας (ψηφιδωτό, 12ος αἰ.), τόν Παντοκράτορα τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Cefalu τῆς Σικελίας (ψηφιδωτό, 12ος αἰ.) καί τόν Παντοκράτορα τοῦ Goreme τῆς Καππαδοκίας (τοιχογραφία, 10ος αἰ.)


πηγή:churchsynaxarion.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου