72. "Εξαιτίας του Βυζαντίου καταστράφηκε ο Ελληνισμός. Ο Χριστιανισμός επέφερε τον Μεσαίωνα".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αν δεν υπήρχαν οι Χριστιανοί Βυζαντινοί πρόγονοί μας να αντισταθούν στους Άραβες, αυτοί θα είχαν κυριεύσει τουλάχιστον την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη αφού δεν υπήρχε ισχυρός αντίπαλος στα μέρη εκείνα, και σήμερα οι νεοπαγανιστές & αρχαιολάτρες εθνικιστές θα φόραγαν σαρίκι, θα μιλούσαν αραβικά όπως οι κάτοικοι της Μ. Ανατολής και θά λεγαν και ευχαριστώ στα αραβικά!
Όπως γράφει ο ιστορικός F. Gregorovius: «διὰ τῆς κτίσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεσώθη ἡ περεταίρω ὕπαρξις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους και διετηρήθησαν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος οἱ θησαυροὶ τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ. Πράγματι, δέ ἄνευ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Πελοπόννησος ἤθελον κατακτηθῆ καὶ οἰκισθῆ ὑπὸ ξένων βαρβάρων ἐθνῶν» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 89).
Αν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα κάπου στη Δύση (Γαλατία, Ισπανία) κι όχι στον ελλαδικό χώρο, εκεί ίσως να μην διαρκούσε (λόγω ανομοιογένειας των λαών) πολύ η Αυτοκρατορία, αλλά το σίγουρο είναι πως το ανατολικό τμήμα, όντας παραμελημένο (όπως παραμελήθηκε η Δυτική Αυτοκρατορία), θα είχε την τύχη που είχε το Δυτικό τμήμα: θα το ρήμαζαν οι Γότθοι τον 5ο αι. μ.Χ., θα εγκαθίσταντο ιδρύοντας βαρβαρικά θνησιγενή (όπως έγινε στη Δύση) κράτη και εκγερμανίζοντας το παν, μετά θα επέδραμαν ανενόχλητοι οι Σλάβοι συμπαρασύροντας στην καταστροφή τα κράτη αυτά, οι στρατιές του Χορσόη τον 7ο αιώνα μ.Χ. (επί Ηρακλείου) θα μπορούσαν πολύ εύκολα να διαβούν τον Ελλήσποντο, κι αν δεν το έπραταν τουλάχιστον θα κατελάμβαναν οριστικά την Μικρά Ασία, και τέλος, δίχως το Βυζάντιο οι Άραβες θα ξεχύνονταν στα Βαλκάνια, θα εξισλάμιζαν τους πάντες, και θα προχωρούσαν στην κεντρική Ευρώπη των φτωχοκάλυβων και των βαρβάρων... δίχως το Βυζάντιο.
Αν υπήρξε κάποια παρακμή ή οπισθοδρόμηση κατά το «Μεσαίωνα», αυτή δεν οφείλεται στην επικράτηση του Χριστιανισμού, αλλά στην μαζική και ταυτόχρονη εισβολή βαρβαρικών φυλών επί έναν συνεχή αιώνα δια μέσου των ευρωπαϊκών συνόρων της Αυτοκρατορίας (Γερμανοί, Ούννοι, Σλάβοι). Αυτοί έφεραν την παρακμή. Αλλά, εάν λέγεται ότι εξαιτίας του Χριστιανισμού παρήκμασε η Αυτοκρατορία, τότε πώς είναι δυνατόν το ανατολικό τμήμα της, που ήταν κατά πολύ μεγάλο βαθμό εκχριστιανισμένο, να αντισταθεί στην εισβολή των βαρβάρων και να αντέξει άλλους 9 αιώνες, ενώ το δυτικό τμήμα, που ήταν λιγότερο εκχριστιανισμένο και είχε περισσότερους παγανιστές από το ανατολικό, δεν άντεξε στην εισβολή των βαρβάρων; Άρα, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται οι αντιχριστιανοί, το (περισσότερο εκχριστιανισμένο) ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας δεν κατελύθη, ενώ το (λιγότερο εκχριστιανισμένο) δυτικό τμήμα κατελύθη. Δηλαδή ο Χριστιανισμός ωφέλησε την επιβίωση της Αυτοκρατορίας και του πολιτισμού. Γι' αυτό και ο όρος «μεσαίωνας» αφορά την δυτική Ευρώπη, τα εδάφη της πρώην δυτικής αυτοκρατορίας, τα οποία κατακλύστηκαν από βαρβάρους.
«Ο λεγόμενος «Μεσαίωνας» έχει, ασφαλώς, τα ιδιαίτερα κοινωνικά του γνωρίσματα, που απαρτίζουν τον ιδεώδη του τύπο, δηλ. τη δική μας εικόνα γι' αυτόν, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε τελεσίδικα για ποιον λόγο θα έπρεπε να θεωρηθεί ηθικά καλύτερος ή χειρότερος από άλλες εποχές. Ούτε και μπορεί να διαπιστωθεί επιστημονικά, αν τότε το «ανθρώπινο πνεύμα» και η «ανθρώπινη φύση» καταδυναστεύθηκαν (εδώ δεν γίνεται λόγος για τις τωρινές συγκεκριμένες μορφές της κοινωνικής κυριαρχίας), αφού τέτοιες έρευνες αναγκαστικά θα ορμηθούν από αξιολογικές κρίσεις (και όχι απλές ψυχολογικές ή βιολογικές αποφάνσεις) πάνω στην ουσία του ανθρώπου. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί μεσαιωνικοί άνθρωποι, και μάλιστα όχι οι λιγότερο προικισμένοι, ένοιωσαν ως πλήρωμα της ψυχής τους και ως υπαρξιακή ένταση ακριβώς τα πράγματα εκείνα, που από την κοσμοθεωρητική σκοπιά του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων παρουσιάστηκαν ως ετερονομία ή εξευτελισμός του ανθρώπου. Ακόμη και ως προς την καθαρά νοητική δραστηριότητα, η εξονυχιστική διερεύνηση ενός θεολογικού προβλήματος θα πρέπει τότε να προκαλούσε τουλάχιστον ίση ευχαρίστηση ή αίσθηση ελευθερίας όσο αργότερα και μια επιστημονική ανακάλυψη», γράφει ο Π. Κονδύλης από τη δική του οπτική μια οπτική άγνωστη σε αυτούς (παγανιστές και μη) που αρνούμενοι την ύπαρξη «απόλυτου, υπέρτατού κακού», θεωρούν ωστόσο το Χριστιανισμό και τον Μεσαίωνα το «υπέρτατο, απόλυτο» κακό.
Εάν ο Χριστιανισμός φέρνει την παρακμή και τον Μεσαίωνα, τότε γιατί η ιστορία των περισσότερων ευρωπαϊκών λαών αρχίζει με τον εκχριστιανισμό τους; Αν ο Χριστιανισμός εκβαρβαρίζει, γιατί οι Νορμανδοί, οι Κέλτες, οι Σλάβοι, οι Ούγγροι άρχισαν να εκπολιτίζονται μέσω του Χριστιανισμού; Πώς γίνεται ο Χριστιανισμός να εκβαρβαρίζει τους Έλληνες, αλλά να εκπολιτίζει τους Άγγλους, τους Σάξωνες, τους Γερμανούς, τους Γότθους, τους Ολλανδούς, τους Γαλάτες, τους Ρώσσους, τους Ισπανούς; Γιατί τα ισχυρότερα και πιο πολιτισμένα κράτη είναι κατά βάση χριστιανικά; Η αλήθεια είναι πως ο Ελληνισμός βρισκόταν σε παρακμή αιώνες πριν τον εκχριστιανισμό του. Ο εκχριστιανισμός του έδωσε δύναμη να επιβιώσει για έντεκα αιώνες σε ένα κράτος στο οποίο αρχικά ήταν μία από τις πολλές εθνότητες και το οποίο μετέτρεψε ουσιαστικά σε ελληνικό. Πρέπει να θυμόμαστε πάντα σε τι κατάσταση ήταν ακριβώς πριν τον εκχριστιανισμό της η Ελλάδα, ειδικά η νότια, ώστε οι απάτες των αρχαιολατρών να μην ξεγελούν κανέναν. Οι Στράβων, Παυσανίας, Πολύβιος, Δίων Χρυσόστομος, Κικέρων, Πλούταρχος, είναι σύμφωνοι σε αυτό: απόλυτη παρακμή. Γράφουν, «Η Ήπειρος είναι τώρα στο μεγαλύτερό της τμήμα έρημη (...) ώς και το ιερό της Δωδώνης μένει άφωνο σαν όλα τα γύρω. Έρημες είναι και οι ορεινές περιοχές ανάμεσα στην Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Έρημο και το ιερό χώμα της Ολυμπίας, στη διάθεση των ληστών και των κακοποιών. Έρημες η Αθαμανία και η Δολοπία. Η Αιτωλία και η Ακαρνανία διασχίζονται όχι πια από ανθρώπους, μα από κοπάδια αλόγων που βόσκουν. (...) Ανάμεσα στις πόλεις της Φωκίδας, η ανάμνηση των Δελφών είναι μια εύγλωττη μαρτυρία για την καταστροφή των ανθρωπίνων μεγαλείων. Στην Βοιωτία, οι Θεσπιές, η Θήβα, δεν είναι παρά συνοικισμοί που δεν αξίζουν να αναφερθούν. Ο Πειραιάς είναι ένα χωριό με σκόρπια σπίτια (...) είναι πολύ σπάνιο να ταράζη τα νερά του κάποιο μεγάλο αιγυπτιακό καράβι. (...) Από εκατό πόλεις της Λακωνίας, τουλάχιστον οι εξήντα είναι ερειπωμένες και έρημες. Σε ένα μεγάλο τμήμα της Αργολίδας και της Αρκαδίας που ήταν άλλοτε περίφημη για τον πληθυσμό, τα τείχη τους, οι ναοί τους δεν υπάρχουν πια, όπως η Μεγαλόπολη, που είναι έρημη, αφημένη στα κοπάδια και τα ερείπια. Η Κρήτη είναι νεκρή (...). Η δόξα της Χίου, των Κλαζομενών, της Σμύρνης δεν υπάρχει πια. Η Μίλητος είναι σκιά του εαυτού της. Η Παισός, η Άστυρα, η Πύρα και "μαζί με αυτές πολλές αρχαίες αιολικές πόλεις" αποτελούν θλιβερή ανάμνηση των καλών ημερών. Η θάλασσα που τις αγκαλιάζει είναι τώρα μια επικίνδυνη φωλιά πειρατών. (...) Ο Κικέρων, σαράντα πέντε χρόνια προ Χριστού γράφει: "Εκεί στην Ελλάδα άλλοτε υπήρχαν ακμάζουσες πόλεις. Τώρα αυτές κείτονται σε ερείπια". (...) Ο Δίων ο Χρυσόστομος λίγο αργότερα από τον Παυσανία, μας μιλά πολλές φορές για την έρημη Θεσσαλία, την χωρίς κατοίκους Αρκαδία, για τον Τάραντα, τους Μεταπόντιους, τον Κρότωνα, άφωνες και έρημες πολιτείες, μας περιγράφει για την έρημη και χωρίς κατοίκους Εύβοια, που κανένας πια δεν καλλιεργεί τα χωράφια της, η Εύβοια το νησί των νεκρών πόλεων, όπου τα σπαρτά ωριμάζουν στον περίβολο των ενδόξων τειχών, όπου τα αγάλματα των θεών και των ηρώων κείνται σαβανωμένα μέσα σε πυκνό χορτάριασμα και τα κοπάδια των ζώων βόσκοντας βεβηλώνουν τα αρχαία οικοδομήματα των πόλεων. Υπήρχε κάποτε η Ελλάδα. Τώρα "οι πέτρες και τα ερείπια των μνημείων είναι τα μόνα μέσα που θυμίζουν σε εκείνους, που επέζησαν, το χαμένο μεγαλείο και τη λαμπρότητα" (Orat. Xxxiii˙ vii)» (C. Barbagallo, Τα αίτια παρακμής της Αρχαίας Ελλάδος, εκδ. Δημιουργία, σ. 267-270). Ο Πλούταρχος, τον 2ο αι. μ.Χ., (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 8, 414a) γράφει ότι «ολόκληρη η χώρα μόλις και μετά βίας θα μπορούσε να προσφέρει σήμερα τρεις χιλιάδες οπλίτες, όσους έστειλε μόνη της η πόλη των Μεγαρέων στις Πλαταιές» και ότι στη Βοιωτία κάποιος, «μπορεί να κάνει ώρες να συναντήσει άνθρωπο πέρα από κανένα βοσκό». «70 πόλεις των Ηπειρωτών, λέγει ο Πολύβιος, ότι κατέστρεψε ο Αιμίλιος Παύλος (...) και έλαβε μεθ εαυτού 150 χιλιάδας αιχμαλώτους. (...) Σήμερον που είναι κατά μέγα μέρος η χώρα (Ήπειρος) έρημος και πολλαί των κατοικιών και ιδίως των πόλεων έχουν εξαφανισθή, και αν ήθελε τις δυνηθή να καθορίση ταύτα λεπτομερώς, δεν θα προσέφερε καμμίαν ωφέλειαν δια τους τόπους, των οποίων η μνήμη τρόπον τινά έσβησε, και των οποίων η ερήμωσις αρχίσασα από πολλού δεν έπαυσεν ακόμη» (Στράβων, 7, 3, c322). «Ένεκα της τελείας ερημώσεως της χώρας (Αρκαδίας), δεν είναι ορθόν να επιμείνωμεν επί της ιστορίας της. Αί πλέον επιφανείς άλλοτε πόλεις καταστράφηκαν ένεκα των συνεχών πολέμων χωρίς να αφήσουν ίχνη, αυτή δε η χώρα έπαυσε να κατοικήται και καλλιεργήται. (...) Η Αιτωλία επίσης και η Ακαρνανία, χώραι εξ ίσου ερημωμέναι (...) Σήμερα δε και αυτή η Μεγάλη Πόλις επαλήθευσε το λογοπαίγνιον του κωμικού ποιητού "το όνομά της είναι Μεγαλερημία και ουχί πλέον Μεγαλόπολις"» (Στράβων, 8, 1, c388). «Η Μεγαλόπολη», γράφει δύο αιώνες μετά ο Παυσανίας (8, 33, 1), «είναι στο μεγαλύτερο μέρος της ερειπωμένη επί των ημερών μας». Δηλαδή η παρακμή συνεχιζόταν αδιάκοπα. «Σήμερον η Μεσσηνία είναι κατά το πλείστον εγκαταλελειμμένη, χωρίς όμως τούτο να είναι κάτι το εκπληκτικόν, αφού και η Λακωνική ακόμη δύναται να μας δώσει την εντύπωσιν της ερημώσεως, εάν την συγκρίνωμεν προς ό,τι ήτο παλαιά. Διότι εκτός της Σπάρτης πρέπει να υπολογίσωμεν και τας τριάκοντα πολίχνας, αι οποίαι παλαιά υπήρχαν πέριξ της Σπάρτης» (Στράβων, Γεωγραφικά, 8, 11, c362). «Σήμερον και αυτός ο ναός των Δελφών έχει πάρα πολύ παραμεληθή (...) ο εις τους Δελφούς ναός είναι πτωχότατος τουλάχιστον εις μέταλλα πολύτιμα, αν όχι εις αφιερώματα» (Στράβων, 9, 4-8, c419-420). «Οι συχνοί πόλεμοι κατερείπωσαν τα μακρά τείχη και το τείχος της Μουνιχίας και περιόρισαν τον Πειραιά εις μικράν κώμην πέριξ των λιμένων και του ναού του σωτήρος Διός» (Στράβων, 9, 15, c395). «Οι Θήβες της Βοιωτίας έχουν το όνομά τους σήμερα περιορισμένο στην ακρόπολη μονάχα και σε λίγους κατοίκους. (...) Και η Δήλος, αν εξαιρέσει κανείς τους Αθηναίους που στέλλονται για την φρούρηση του ιερού, είναι έρημη από (γνήσιους) Δήλιους» (Παυσανίας, 8, 33, 2). «Η Αργολίδα και η Λακωνία κλείνουν η μία ύστερα από την άλλη τα λαμπρά τους εργαστήρια όπλων. Τα ορυχεία του σιδήρου και του χαλκού της Εύβοιας εγκαταλείπονται. Η Αθήνα εγκαταλείπει για πάντα τα πλούσια μεταλλεία του Λαυρίου και τις από αιώνων κεραμουργικές βιομηχανίες της (...) ζη με τα δώρα των Ρωμαίων που θα της προμηθεύσουν τακτικά σιτάρι, τρόφιμα, θα πληρώσουν τους δημόσιους αγώνες της (...). Στα πρώτα της αυτοκρατορίας η Συνέλευση του Δήμου (της Αθήνας) περιόρισε την δικαιοδοσία της και έφθασε στο σημείο να εγκρίνη μόνο διατάγματα επαίνων και τιμών, που υπαγορευόταν "άνωθεν" και η παλιά Βουλή του Δήμου μετατράπηκε σιγά σιγά σε ένα σώμα αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά για παρελάσεις» (C. Barbagallo, Τα αίτια παρακμής της Αρχαίας Ελλάδος, εκδ. Δημιουργία, σ. 222, 224, 241).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αν δεν υπήρχαν οι Χριστιανοί Βυζαντινοί πρόγονοί μας να αντισταθούν στους Άραβες, αυτοί θα είχαν κυριεύσει τουλάχιστον την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη αφού δεν υπήρχε ισχυρός αντίπαλος στα μέρη εκείνα, και σήμερα οι νεοπαγανιστές & αρχαιολάτρες εθνικιστές θα φόραγαν σαρίκι, θα μιλούσαν αραβικά όπως οι κάτοικοι της Μ. Ανατολής και θά λεγαν και ευχαριστώ στα αραβικά!
Όπως γράφει ο ιστορικός F. Gregorovius: «διὰ τῆς κτίσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεσώθη ἡ περεταίρω ὕπαρξις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους και διετηρήθησαν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος οἱ θησαυροὶ τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ. Πράγματι, δέ ἄνευ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Πελοπόννησος ἤθελον κατακτηθῆ καὶ οἰκισθῆ ὑπὸ ξένων βαρβάρων ἐθνῶν» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 89).
Αν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα κάπου στη Δύση (Γαλατία, Ισπανία) κι όχι στον ελλαδικό χώρο, εκεί ίσως να μην διαρκούσε (λόγω ανομοιογένειας των λαών) πολύ η Αυτοκρατορία, αλλά το σίγουρο είναι πως το ανατολικό τμήμα, όντας παραμελημένο (όπως παραμελήθηκε η Δυτική Αυτοκρατορία), θα είχε την τύχη που είχε το Δυτικό τμήμα: θα το ρήμαζαν οι Γότθοι τον 5ο αι. μ.Χ., θα εγκαθίσταντο ιδρύοντας βαρβαρικά θνησιγενή (όπως έγινε στη Δύση) κράτη και εκγερμανίζοντας το παν, μετά θα επέδραμαν ανενόχλητοι οι Σλάβοι συμπαρασύροντας στην καταστροφή τα κράτη αυτά, οι στρατιές του Χορσόη τον 7ο αιώνα μ.Χ. (επί Ηρακλείου) θα μπορούσαν πολύ εύκολα να διαβούν τον Ελλήσποντο, κι αν δεν το έπραταν τουλάχιστον θα κατελάμβαναν οριστικά την Μικρά Ασία, και τέλος, δίχως το Βυζάντιο οι Άραβες θα ξεχύνονταν στα Βαλκάνια, θα εξισλάμιζαν τους πάντες, και θα προχωρούσαν στην κεντρική Ευρώπη των φτωχοκάλυβων και των βαρβάρων... δίχως το Βυζάντιο.
Αν υπήρξε κάποια παρακμή ή οπισθοδρόμηση κατά το «Μεσαίωνα», αυτή δεν οφείλεται στην επικράτηση του Χριστιανισμού, αλλά στην μαζική και ταυτόχρονη εισβολή βαρβαρικών φυλών επί έναν συνεχή αιώνα δια μέσου των ευρωπαϊκών συνόρων της Αυτοκρατορίας (Γερμανοί, Ούννοι, Σλάβοι). Αυτοί έφεραν την παρακμή. Αλλά, εάν λέγεται ότι εξαιτίας του Χριστιανισμού παρήκμασε η Αυτοκρατορία, τότε πώς είναι δυνατόν το ανατολικό τμήμα της, που ήταν κατά πολύ μεγάλο βαθμό εκχριστιανισμένο, να αντισταθεί στην εισβολή των βαρβάρων και να αντέξει άλλους 9 αιώνες, ενώ το δυτικό τμήμα, που ήταν λιγότερο εκχριστιανισμένο και είχε περισσότερους παγανιστές από το ανατολικό, δεν άντεξε στην εισβολή των βαρβάρων; Άρα, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται οι αντιχριστιανοί, το (περισσότερο εκχριστιανισμένο) ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας δεν κατελύθη, ενώ το (λιγότερο εκχριστιανισμένο) δυτικό τμήμα κατελύθη. Δηλαδή ο Χριστιανισμός ωφέλησε την επιβίωση της Αυτοκρατορίας και του πολιτισμού. Γι' αυτό και ο όρος «μεσαίωνας» αφορά την δυτική Ευρώπη, τα εδάφη της πρώην δυτικής αυτοκρατορίας, τα οποία κατακλύστηκαν από βαρβάρους.
«Ο λεγόμενος «Μεσαίωνας» έχει, ασφαλώς, τα ιδιαίτερα κοινωνικά του γνωρίσματα, που απαρτίζουν τον ιδεώδη του τύπο, δηλ. τη δική μας εικόνα γι' αυτόν, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε τελεσίδικα για ποιον λόγο θα έπρεπε να θεωρηθεί ηθικά καλύτερος ή χειρότερος από άλλες εποχές. Ούτε και μπορεί να διαπιστωθεί επιστημονικά, αν τότε το «ανθρώπινο πνεύμα» και η «ανθρώπινη φύση» καταδυναστεύθηκαν (εδώ δεν γίνεται λόγος για τις τωρινές συγκεκριμένες μορφές της κοινωνικής κυριαρχίας), αφού τέτοιες έρευνες αναγκαστικά θα ορμηθούν από αξιολογικές κρίσεις (και όχι απλές ψυχολογικές ή βιολογικές αποφάνσεις) πάνω στην ουσία του ανθρώπου. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί μεσαιωνικοί άνθρωποι, και μάλιστα όχι οι λιγότερο προικισμένοι, ένοιωσαν ως πλήρωμα της ψυχής τους και ως υπαρξιακή ένταση ακριβώς τα πράγματα εκείνα, που από την κοσμοθεωρητική σκοπιά του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων παρουσιάστηκαν ως ετερονομία ή εξευτελισμός του ανθρώπου. Ακόμη και ως προς την καθαρά νοητική δραστηριότητα, η εξονυχιστική διερεύνηση ενός θεολογικού προβλήματος θα πρέπει τότε να προκαλούσε τουλάχιστον ίση ευχαρίστηση ή αίσθηση ελευθερίας όσο αργότερα και μια επιστημονική ανακάλυψη», γράφει ο Π. Κονδύλης από τη δική του οπτική μια οπτική άγνωστη σε αυτούς (παγανιστές και μη) που αρνούμενοι την ύπαρξη «απόλυτου, υπέρτατού κακού», θεωρούν ωστόσο το Χριστιανισμό και τον Μεσαίωνα το «υπέρτατο, απόλυτο» κακό.
Εάν ο Χριστιανισμός φέρνει την παρακμή και τον Μεσαίωνα, τότε γιατί η ιστορία των περισσότερων ευρωπαϊκών λαών αρχίζει με τον εκχριστιανισμό τους; Αν ο Χριστιανισμός εκβαρβαρίζει, γιατί οι Νορμανδοί, οι Κέλτες, οι Σλάβοι, οι Ούγγροι άρχισαν να εκπολιτίζονται μέσω του Χριστιανισμού; Πώς γίνεται ο Χριστιανισμός να εκβαρβαρίζει τους Έλληνες, αλλά να εκπολιτίζει τους Άγγλους, τους Σάξωνες, τους Γερμανούς, τους Γότθους, τους Ολλανδούς, τους Γαλάτες, τους Ρώσσους, τους Ισπανούς; Γιατί τα ισχυρότερα και πιο πολιτισμένα κράτη είναι κατά βάση χριστιανικά; Η αλήθεια είναι πως ο Ελληνισμός βρισκόταν σε παρακμή αιώνες πριν τον εκχριστιανισμό του. Ο εκχριστιανισμός του έδωσε δύναμη να επιβιώσει για έντεκα αιώνες σε ένα κράτος στο οποίο αρχικά ήταν μία από τις πολλές εθνότητες και το οποίο μετέτρεψε ουσιαστικά σε ελληνικό. Πρέπει να θυμόμαστε πάντα σε τι κατάσταση ήταν ακριβώς πριν τον εκχριστιανισμό της η Ελλάδα, ειδικά η νότια, ώστε οι απάτες των αρχαιολατρών να μην ξεγελούν κανέναν. Οι Στράβων, Παυσανίας, Πολύβιος, Δίων Χρυσόστομος, Κικέρων, Πλούταρχος, είναι σύμφωνοι σε αυτό: απόλυτη παρακμή. Γράφουν, «Η Ήπειρος είναι τώρα στο μεγαλύτερό της τμήμα έρημη (...) ώς και το ιερό της Δωδώνης μένει άφωνο σαν όλα τα γύρω. Έρημες είναι και οι ορεινές περιοχές ανάμεσα στην Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Έρημο και το ιερό χώμα της Ολυμπίας, στη διάθεση των ληστών και των κακοποιών. Έρημες η Αθαμανία και η Δολοπία. Η Αιτωλία και η Ακαρνανία διασχίζονται όχι πια από ανθρώπους, μα από κοπάδια αλόγων που βόσκουν. (...) Ανάμεσα στις πόλεις της Φωκίδας, η ανάμνηση των Δελφών είναι μια εύγλωττη μαρτυρία για την καταστροφή των ανθρωπίνων μεγαλείων. Στην Βοιωτία, οι Θεσπιές, η Θήβα, δεν είναι παρά συνοικισμοί που δεν αξίζουν να αναφερθούν. Ο Πειραιάς είναι ένα χωριό με σκόρπια σπίτια (...) είναι πολύ σπάνιο να ταράζη τα νερά του κάποιο μεγάλο αιγυπτιακό καράβι. (...) Από εκατό πόλεις της Λακωνίας, τουλάχιστον οι εξήντα είναι ερειπωμένες και έρημες. Σε ένα μεγάλο τμήμα της Αργολίδας και της Αρκαδίας που ήταν άλλοτε περίφημη για τον πληθυσμό, τα τείχη τους, οι ναοί τους δεν υπάρχουν πια, όπως η Μεγαλόπολη, που είναι έρημη, αφημένη στα κοπάδια και τα ερείπια. Η Κρήτη είναι νεκρή (...). Η δόξα της Χίου, των Κλαζομενών, της Σμύρνης δεν υπάρχει πια. Η Μίλητος είναι σκιά του εαυτού της. Η Παισός, η Άστυρα, η Πύρα και "μαζί με αυτές πολλές αρχαίες αιολικές πόλεις" αποτελούν θλιβερή ανάμνηση των καλών ημερών. Η θάλασσα που τις αγκαλιάζει είναι τώρα μια επικίνδυνη φωλιά πειρατών. (...) Ο Κικέρων, σαράντα πέντε χρόνια προ Χριστού γράφει: "Εκεί στην Ελλάδα άλλοτε υπήρχαν ακμάζουσες πόλεις. Τώρα αυτές κείτονται σε ερείπια". (...) Ο Δίων ο Χρυσόστομος λίγο αργότερα από τον Παυσανία, μας μιλά πολλές φορές για την έρημη Θεσσαλία, την χωρίς κατοίκους Αρκαδία, για τον Τάραντα, τους Μεταπόντιους, τον Κρότωνα, άφωνες και έρημες πολιτείες, μας περιγράφει για την έρημη και χωρίς κατοίκους Εύβοια, που κανένας πια δεν καλλιεργεί τα χωράφια της, η Εύβοια το νησί των νεκρών πόλεων, όπου τα σπαρτά ωριμάζουν στον περίβολο των ενδόξων τειχών, όπου τα αγάλματα των θεών και των ηρώων κείνται σαβανωμένα μέσα σε πυκνό χορτάριασμα και τα κοπάδια των ζώων βόσκοντας βεβηλώνουν τα αρχαία οικοδομήματα των πόλεων. Υπήρχε κάποτε η Ελλάδα. Τώρα "οι πέτρες και τα ερείπια των μνημείων είναι τα μόνα μέσα που θυμίζουν σε εκείνους, που επέζησαν, το χαμένο μεγαλείο και τη λαμπρότητα" (Orat. Xxxiii˙ vii)» (C. Barbagallo, Τα αίτια παρακμής της Αρχαίας Ελλάδος, εκδ. Δημιουργία, σ. 267-270). Ο Πλούταρχος, τον 2ο αι. μ.Χ., (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 8, 414a) γράφει ότι «ολόκληρη η χώρα μόλις και μετά βίας θα μπορούσε να προσφέρει σήμερα τρεις χιλιάδες οπλίτες, όσους έστειλε μόνη της η πόλη των Μεγαρέων στις Πλαταιές» και ότι στη Βοιωτία κάποιος, «μπορεί να κάνει ώρες να συναντήσει άνθρωπο πέρα από κανένα βοσκό». «70 πόλεις των Ηπειρωτών, λέγει ο Πολύβιος, ότι κατέστρεψε ο Αιμίλιος Παύλος (...) και έλαβε μεθ εαυτού 150 χιλιάδας αιχμαλώτους. (...) Σήμερον που είναι κατά μέγα μέρος η χώρα (Ήπειρος) έρημος και πολλαί των κατοικιών και ιδίως των πόλεων έχουν εξαφανισθή, και αν ήθελε τις δυνηθή να καθορίση ταύτα λεπτομερώς, δεν θα προσέφερε καμμίαν ωφέλειαν δια τους τόπους, των οποίων η μνήμη τρόπον τινά έσβησε, και των οποίων η ερήμωσις αρχίσασα από πολλού δεν έπαυσεν ακόμη» (Στράβων, 7, 3, c322). «Ένεκα της τελείας ερημώσεως της χώρας (Αρκαδίας), δεν είναι ορθόν να επιμείνωμεν επί της ιστορίας της. Αί πλέον επιφανείς άλλοτε πόλεις καταστράφηκαν ένεκα των συνεχών πολέμων χωρίς να αφήσουν ίχνη, αυτή δε η χώρα έπαυσε να κατοικήται και καλλιεργήται. (...) Η Αιτωλία επίσης και η Ακαρνανία, χώραι εξ ίσου ερημωμέναι (...) Σήμερα δε και αυτή η Μεγάλη Πόλις επαλήθευσε το λογοπαίγνιον του κωμικού ποιητού "το όνομά της είναι Μεγαλερημία και ουχί πλέον Μεγαλόπολις"» (Στράβων, 8, 1, c388). «Η Μεγαλόπολη», γράφει δύο αιώνες μετά ο Παυσανίας (8, 33, 1), «είναι στο μεγαλύτερο μέρος της ερειπωμένη επί των ημερών μας». Δηλαδή η παρακμή συνεχιζόταν αδιάκοπα. «Σήμερον η Μεσσηνία είναι κατά το πλείστον εγκαταλελειμμένη, χωρίς όμως τούτο να είναι κάτι το εκπληκτικόν, αφού και η Λακωνική ακόμη δύναται να μας δώσει την εντύπωσιν της ερημώσεως, εάν την συγκρίνωμεν προς ό,τι ήτο παλαιά. Διότι εκτός της Σπάρτης πρέπει να υπολογίσωμεν και τας τριάκοντα πολίχνας, αι οποίαι παλαιά υπήρχαν πέριξ της Σπάρτης» (Στράβων, Γεωγραφικά, 8, 11, c362). «Σήμερον και αυτός ο ναός των Δελφών έχει πάρα πολύ παραμεληθή (...) ο εις τους Δελφούς ναός είναι πτωχότατος τουλάχιστον εις μέταλλα πολύτιμα, αν όχι εις αφιερώματα» (Στράβων, 9, 4-8, c419-420). «Οι συχνοί πόλεμοι κατερείπωσαν τα μακρά τείχη και το τείχος της Μουνιχίας και περιόρισαν τον Πειραιά εις μικράν κώμην πέριξ των λιμένων και του ναού του σωτήρος Διός» (Στράβων, 9, 15, c395). «Οι Θήβες της Βοιωτίας έχουν το όνομά τους σήμερα περιορισμένο στην ακρόπολη μονάχα και σε λίγους κατοίκους. (...) Και η Δήλος, αν εξαιρέσει κανείς τους Αθηναίους που στέλλονται για την φρούρηση του ιερού, είναι έρημη από (γνήσιους) Δήλιους» (Παυσανίας, 8, 33, 2). «Η Αργολίδα και η Λακωνία κλείνουν η μία ύστερα από την άλλη τα λαμπρά τους εργαστήρια όπλων. Τα ορυχεία του σιδήρου και του χαλκού της Εύβοιας εγκαταλείπονται. Η Αθήνα εγκαταλείπει για πάντα τα πλούσια μεταλλεία του Λαυρίου και τις από αιώνων κεραμουργικές βιομηχανίες της (...) ζη με τα δώρα των Ρωμαίων που θα της προμηθεύσουν τακτικά σιτάρι, τρόφιμα, θα πληρώσουν τους δημόσιους αγώνες της (...). Στα πρώτα της αυτοκρατορίας η Συνέλευση του Δήμου (της Αθήνας) περιόρισε την δικαιοδοσία της και έφθασε στο σημείο να εγκρίνη μόνο διατάγματα επαίνων και τιμών, που υπαγορευόταν "άνωθεν" και η παλιά Βουλή του Δήμου μετατράπηκε σιγά σιγά σε ένα σώμα αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά για παρελάσεις» (C. Barbagallo, Τα αίτια παρακμής της Αρχαίας Ελλάδος, εκδ. Δημιουργία, σ. 222, 224, 241).
Από αυτό το μαύρο χάλι έσωσε ο Χριστιανισμός την Ελλάδα. Από μια ασήμαντη, ερημωμένη και ουσιαστικά περιφρονημένη γωνιά μιας απέραντης αυτοκρατορίας, έγινε το κέντρο της χάρη στο Χριστιανισμό και τον Μέγα Κωνσταντίνο. Οι κατηγορίες των αρχαιολατρών, πως με το Βυζάντιο αρχίζει η παρακμή της νότιας Ελλάδας, να ξαναθυμίσουμε τον ιδιότυπο νοτιοελλαδισμό τους, που αγνοεί ότι εκείνη την εποχή (4ος και 5ος αι.) τα κέντρα του Ελληνισμού ήταν εκτός νότιας Ελλάδας, είναι είτε προϊόν άγνοιας είτε εσκεμμένα ψέμματα. Η παρακμή της νότιας Ελλάδας είχε αρχίσει 500 - 600 χρόνια πριν τον Θεοδόσιο και συνεχιζόταν έως αυτόν, δίχως ο Χριστιανισμός να ευθύνεται γι' αυτήν. Δεν προκάλεσε καμμία παρακμή της νότιας Ελλάδας και του Ελληνισμού το Βυζάντιο.
Πηγή: ierosolymitissa.org