Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 10ο. Συκοφαντιών συνέχεια για το Βυζάντιο...

69. "Ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μαχόταν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, 500 χιλιάδες καλόγεροι τραγουδούσαν χαρούμενοι στα μοναστήρια τους και δεν συνεισέφεραν στην άμυνα. Οι Χριστιανοί προτιμούσαν τους Τούρκους".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αφού οι νεοδωδεκαθεϊστές εθνικιστές δεν θεωρούν ελληνικό το Βυζάντιο και τους πιάνει αηδία μόνο με την σκέψη περί Βυζαντίου, τί τους νοιάζει αυτό κι ο ξένος βασιλιάς του και το τέλος του;

Από πού βρήκαν το νούμερο αυτό; Γιατί εντός της Πόλης όλοι κι όλοι ήταν 80 χιλιάδες, και πάνω από τα 5/6 ήταν γέροι και γυναικόπαιδα. Πού ήταν αυτοί οι 500  χιλιάδες μεσα στα μοναστήρια στην Πόλη, κρυμμένοι στα έγκατα της γής μήπως; Ή μήπως εννοούν πως έπρεπε να μαζευτούν μέσα στην Κωνσταντινούπολη όλο το ελληνικό έθνος (αφού οι νεοπαγανιστές δεν τους λογαριάζουν για Έλληνες όλους αυτούς εκεί μέσα); Και πώς θα περνούσαν μέσω των τουρκικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη, οι 500 αυτές χιλιάδες; Θα τους έλεγαν «συγγνώμη, μπορούμε να περάσουμε μέσα;» Ή μήπως ξεχνούν οι νεοπαγανιστές ότι όλες οι περιοχές – όλη η Μικρασία και σχεδόν όλα τα Βαλκάνια – ήταν υπό τουρκική κατοχή και συνεπώς δεν θα άφηναν κανέναν οι Τούρκοι να πλησιάσει, πόσο μάλλον 500 χιλιάδες;

Οι Χριστιανοί δεν συμπαθούσαν τους Τούρκους. Απλώς θυμόντουσαν τα μύρια δεινά που ο λαός (αφού όλοι Χριστιανοί ήταν τότε, και συνεπώς λαός=χριστιανοί, είτε αρέσει σε μερικούς είτε όχι) υπέφερε από τους Φράγκους οι οποίοι ήθελαν να τους εκλατινίσουν γλωσσικώς και θρησκευτικώς.

Ο φιλολατίνος Βαρλαάμ ο Καλαβρός, λίγα χρόνια πριν την Άλωση του 1453 γράφει χαρακτηριστικά στον ρωμαιοκαθολικό Πάπα: «Δεν είναι οι δογματικές διαφορές που χωρίζουν τις ελληνικές καρδιές από τη δική σου, όσο το μίσος που κυριεύει στο πνεύμα τους για τους Λατίνους, σαν αποτέλεσμα των πολλών και μεγάλων δεινών που κατά καιρούς υπέφεραν από αυτούς και εξακολουθούν να υποφέρουν οι Έλληνες κάθε μέρα». Στα 1400 ο Κρητικός Ιωσήφ Βρυέννιος λέει: «Ας μην απογοητευτεί κανείς από φρούδες ελπίδες ότι τα ενωμένα στρατεύματα των Ιταλών θα έρθουν να μας σώσουν. Αν αυτοί ισχυρίζονται ότι θα ξεσηκωθούν για να μας υπερασπιστούν, θα πάρουν τα όπλα μόνο για να καταστρέψουν την Πόλη μας, τη φυλή μας και το όνομα μας».

Γιατί όμως τα έλεγαν αυτά; Λόγω θρησκοληψίας; Λόγω παραφροσύνης; Τους έπιασε ξαφνικά τουρκολατρεία τους ανθρώπους της εποχής εκείνης, ή θυμόντουσαν τα όσα δεινά τράβηξαν και τραβούσαν ακόμα και στα 1453 από τους Δυτικούς; Ασφαλώς, για να αντιπαθούν τους Δυτικούς τόσο πολύ, θα είχαν ισχυρότατους λόγους. Δεν μπορεί να μην είχαν. Να τι επακολούθησε στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, και έμεινε ανεξίτηλο μαζί με τα υπόλοιπα γεγονότα της Φραγκοκρατίας στη μνήμη των Ελλήνων της εποχής του 1453:

Μετά την επίσημη αναγνώριση των Ευρωπαίων ως κατακτητών του Βυζαντίου, άρχισε η χωρίς οίκτο λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη. Οσοι τολμούσαν να αντισταθούν εσφάζοντο επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό, εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κορπιές τους το μαρμάρινο δάπεδο. Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, αφού προηγουμένως το έκαναν κομμάτια, μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι και κουρτίνες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε άσεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. (π.χ. το πτώμα του Βασιλείου Β' του Μακεδόνα πετάχθηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Ευρωπαίοι μια φλογέρα – ειρωνικά. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά».)

Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης: τόσο της κλασσικής αρχαιότητας π.χ. αγάλματα του Δία, του Απόλλωνα, των Διοσκούρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της Άρτεμης, της Ήρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσας μας, όσο και της βυζαντινής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλυωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα. Μονο οι Βενετοί μπόρεσαν να σώσουν ορισμένα από αυτά, όπως τα περίφημα τέσσερα χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου που τα μετέφεραν στη Βενετία και τα τοποθέτησαν στο ναό του Αγίου Μάρκου. Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το βυζαντινό πολιτισμό του οποίου ήταν θαυμαστές και αντιγραφείς, αλλά και λόγω των γνωριμιών τους με τους Έλληνες ήταν οι πλέον φιλέυσπλαχνοι έναντι των ηττημένων. Ηταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι.

Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Δυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. Άλλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως ηλικίας ή ιδιότητας (π.χ. οι μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατέρες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων (και αποκτηνομένων) Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες απολαύσεις, ησύχασαν. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών (Ν. Τσάγγα, Μάτζικερτ, η αρχή του τέλους του μεσαιωνικού Ελληνισμού, εκδ. Γκοβόστη, σ. 323).

Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης που ήταν επίσης παρών στην Άλωση της Πόλης: «Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (...) Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τί θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους (...)».

Αυτή ήταν η απαρχή της Φραγκοκρατίας, και αναρωτάται κανείς γιατί αντιπαθούσαν τόσο πολύ οι Έλληνες του 1453 τους Λατίνους; Στην Κρήτη είχαν αρχίσει να γράφουν τα ελληνικά με λατινικό αλφάβητο λόγω λατινικής επιρροής. Οι Τούρκοι δεν τους απαγόρευαν την θρησκεία ή την γλώσσα και τέλος πάντων, οι Ελληνες της Κάτω Ιταλίας που ήταν ορθόδοξοι και ελληνόφωνοι έως τον 11ο αι. εκλατινίστηκαν όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν την Ιταλία και σήμερα ελάχιστοι μιλούν ελληνικά, ενώ έως τον 20ό αι. υπήρχαν στη Μικρά Ασία εκατομμύρια ελληνικών πληθυσμών που διατήρησαν την ελληνοφωνία και την ορθοδοξία και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι εξισλάμισαν και τουρκοποίησαν πολλούς ελληνόφωνους πληθυσμούς, αλλά όχι όλους. Έμειναν 3 εκατομμύρια το 1922. Οι Λατίνοι τους εκλατίνισαν όλους τους κατοίκους της Νότιας Ιταλίας. Τί ήταν λοιπόν το λιγότερο δυσάρεστο, ο χαμός όλων ή ο χαμός πάρα πολλών αλλά όχι όλων; Γιατί, ας μη ξεχνάται, μόνο η Πόλη είχε απομείνει και δεν υπήρχε ελπίδα επανάκτησης των εδαφών Βαλκανίων-Μικρασίας, ούτε και η Δύση ενδιαφέρθηκε να κάνει πόλεμο στους Τούρκους για χάρη των Ελλήνων. Δύο πλοία και 700 στρατιώτες έστειλε η Δύση το 1453, ενώ είχε ήδη υπογραφεί η Ένωση των Εκκλησιών. Τόσα πολλά. Τόσο πολύ νοιαζόταν.

Ασφαλώς πρέπει να πάψει το παραμύθι της συνωμοσίας ότι η Εκκλησία «παρέσυρε» τον λαό κάνοντάς τον αντιδυτικό και φανατίζοντάς τον, ή ότι μόνο η εκκλησία ήταν αντιδυτική ενώ ο λαός παρασύρθηκε από τους παπάδες. Ο λαός ήταν αυτός που υπέφερε περισσότερο στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, και γι' αυτό και ήταν αντιδυτικός. Είναι ντροπή αυτοί που κατά τα άλλα μιλούν εξ ονόματος του λαού να ισχυρίζονται πως ο λαός δεν ήξερε το συμφέρον του ή πως ήταν μικρό παιδί που το παρέσυρε η Εκκλησία (δηλ. η ηγεσία, επίσκοποι, κλπ), και δεν έβλεπε τα όσα του προκαλούσαν οι Λατίνοι από το 1204 και μετά. Όλοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι «εξαπατήθηκε ο λαός», με παιδαριώδεις συνωμοσίες αναλύουν την ιστορία.

Ο ανθελληνισμός των Δυτικών της εποχής εκείνης (άλλοι, φυσικά, οι Δυτικοί εκείνοι κι άλλοι οι σημερινοί) δεν είναι πλάσμα της φαντασίας κάποιων σημερινών φανατικών, που θέλουν κατηγορώντας την Δύση να δικαιολογήσουν την σημερινή ανικανότητα των Ελλήνων να αυτοκυβερνηθούν˙ ούτε είναι μυστικές συνωμοσίες, που καταγράφηκαν σε κάποια δυτικά κρυμμένα έγγραφα. Αιώνες πριν το 1204, ο ιταλός πρέσβης του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα, ο Λιουπράνδος της Κρεμώνας παραθέτει μια συζήτηση που ο ίδιος είχε με τον Νικηφόρο Φωκά: «Ετοιμαζόμουν να τού απαντήσω σε έντονο ύφος, αλλά ο Νικηφόρος δεν με άφησε, γιατί μου φώναξε για να με προσβάλει: «Εσείς δεν είστε Ρωμαίοι [=Ρωμηοί] αλλά Λογγοβάρδοι!» Τότε θύμωσα και εξερράγην. Εκείνος ήθελε ακόμη να μιλήσει και με το δάχτυλό του μου έκανε νεύμα να σιωπήσω, αλλά εγώ αδιαφόρησα και του είπα: «Ο αδελφοκτόνος Ρωμύλος, που έδωσε το όνομά του στους Ρωμαίους (...) προσέφερε άσυλο στη Ρώμη σε κάθε χρεοκοπημένο και δραπέτη σκλάβο και φονιά και αξιοθάνατο. Αυτή την συμμορία τη βάφτισε Ρωμαίους. Από αυτή την αριστοκρατία κατάγονται εκείνοι που εσείς ονομάζετε κοσμοκράτορες. Γι' αυτό εμείς οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Βαυαροί, οι Σουηβοί και οι Βουργούνδιοι, τους περιφρονούμε τόσο πολύ που όταν θυμώνουμε και θέλουμε να βρίσουμε βαριά κάποιους εχθρούς τους αποκαλούμε Ρωμαίους [=Ρωμηούς]. Και με αυτή τη λέξη εννοούμε ο,τιδήποτε το αχρείο, τη δειλία, την τσιγκουνιά, την ακολασία και το ψέμα. Με άλλα λόγια, όλες τις αμαρτίες» (κεφ. 12).

Ας εξετάσουμε τώρα καθ' εαυτό το επιχείρημα της «προδοσίας της Εκκλησίας» όσο και της φήμης του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ως υπερασπιστή. Σύμφωνα με τον Κορδάτο, υπήρξε αρχικά συμφωνία για την παράδοση της Πόλης, μεταξύ Μωάμεθ Β'’ και Παλαιολόγου. Την άποψη αυτή, ο Κορδάτος, την βασίζει στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Ρώσου (κατ' άλλους Πολωνού ή Τάταρου ή Έλληνα) Δημήτρη Καντεμίρ ή Καντεμίρη (1663 Μολδαβία-–1727 Ρωσσία), η οποία γράφτηκε στα τέλη του 17ου αιώνα με αρχές του 18ου και πράγματι περιγράφει ότι η Πόλη δεν πάρθηκε δια της βίας, αλλά με συνθήκη. Ο Κορδάτος προσθέτει, ότι ενώ είχε συμφωνηθεί η παράδοση, ο σουλτάνος έθεσε και νέους όρους, οπότε ο Παλαιολόγος ακύρωσε την συνθήκη και έπεσε μαχόμενος, αλλά ο Μωάμεθ δεν έσφαξε όλους τους κατοίκους ούτε λεηλάτησε τις εκκλησίες και τις περιουσίες τους, παρά μόνο των φιλοενωτικών. Τους ανθενωτικούς τούς άφησε ήσυχους. Με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζει, αιτιολογείται η ύπαρξη σώων χριστιανικών εκκλησιών μετά την Άλωση, αφού ο ισλαμικός νόμος προστάζει την σφαγή και λεηλασία κάθε πόλης που καταλαμβάνεται δια της βίας. Ωστόσο, προκύπτουν τα εξής ζητήματα:

1) Ενώ ο Κορδάτος λέει ότι οι Τούρκοι «όσα (εκκλησίες, περιουσίες κ.ά.) ανήκαν στους ανθενωτικούς τα σεβάστηκαν» (Γιάννη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 373), αυτό δεν αληθεύει: «Ουδεμία διάκρισις των διασωθέντων ναών κατά συνοικίας είναι δυνατή. Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος διετηρήθη άθικτος εις ουδεμίαν από τας δήθεν συνθηκολογήσας συνοικίας ανήκει. Ωσαύτως η Μονή της Χώρας, ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, η Αγία Θεοδώρα, η Περίβλεπτος, εκκλησίαι, αι οποίαι διετηρήθησαν χριστιανικαί και μετά την Άλωσιν, μεταβληθείσαι αργότερον εις τζαμιά, ευρίσκονται εις διαφόρους συνοικίας. Την λεηλασίαν εξάλου, όπως παραδίδουν πάντες οι ιστορικοί της Αλώσεως, ουδείς των ναών της Κωνσταντινουπόλεως διέφυγεν» (Μαρία Κ. Χαιρέτη, Μνημοσύνη I, (1967) σ. 336, στο Ι. Μ. Χατζηφώτη, Βυζάντιο και Εκκλησία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σ. 42). Χαρακτηριστικά γράφει ο Νικόλο Μπαρμπάρο, υπερασπιστής της Πόλης: «όσους έβρισκαν στους δρόμους τούς περνούσαν από τη λεπίδα της χατζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους και παιδιά, αδιακρίτως». Ο Φραντζής πάλι, λέει, απορρίπτοντας την άποψη του Κορδάτου: «κανένα μέρος ή καταφύγιο δεν γλίτωσε από την έρευνα (των Τούρκων) ή την βεβήλωση» και «παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών» (κεφάλαιο 8). Κι ο ανθενωτικός Κριτόβουλος το ίδιο ισχυρίζεται. Συνεπώς, οι Τούρκοι έσφαζαν αδιακρίτως ανθενωτικούς και φιλενωτικούς. Εάν υπήρχε συμφωνία ανθενωτικών και Τούρκων, τότε οπωσδήποτε ο Μωάμεθ ο Β' θα είχε δώσει εντολή να μην σφάζουν οι στρατιώτες όποιον έβρισκαν μπροστά τους και να μην λεηλατούν όλα τα σπίτια, άρα κι αυτά των ανθενωτικών.

2) Κανείς από τους ιστορικούς της Άλωσης, ούτε ο Δούκας ούτε ο Φραντζής, ούτε ο Χαλκοκονδύλης, ούτε ο Κριτόβουλος, δεν αναφέρει πουθενά για μερική παράδοση της Κων/πολης ή για συνθηκολόγηση του Παλαιολόγου. Αυτοί οι τέσσερις ιστοριογράφοι, μαζί με άλλους δύο, έναν Ρώσο κι έναν Βενετό, πουθενά δεν κάνουν λόγο για συνθηκολόγηση του Παλαιολόγου ή μερική παράδοση εκ μέρους των κατοίκων. Ούτε οι τουρκικές πηγές αναφέρουν κάτι τέτοιο. Ο Κορδάτος βασίζεται αποκλειστικά στον Καντεμίρη, ο οποίος έγραψε 200 με 250 χρόνια μετά την Άλωση. Είναι λογικότερο να πιστέψουμε τον αυτόπτη μάρτυρα Φραντζή, τον αυτόπτη μάρτυρα Βενετό Νικόλο Μπαρμπάρο, τον αυτόπτη μάρτυρα Ρώσο Νέστορα Ισκεντέρη καθώς και τους Δούκα, Κριτόβουλο και Χαλκοκονδύλη, οι οποίοι ήταν σύγχρονοι της Άλωσης, αλλά δεν αναφέρουν τίποτε περί παράδοσης ή συνθηκολόγησης, παρά να πιστέψουμε σε αβάσιμες μυθοπλασίες του Καντεμίρη, δύο αιώνες μετά την Άλωση, τις οποίες κανείς άλλος πριν από αυτόν δεν είχε ισχυριστεί. Ο Υψηλάντης, αντιγράφει απλώς τον Καντεμίρη, ένα αιώνα μετά.

3) Ο ίδιος ο Κορδάτος, παραθέτει την άποψη κάποιου τουρκολόγου Χότζη, ότι η συμφωνία έγινε μεταξύ Ανθενωτικών - Σουλτάνου. Ωστόσο, αρνείται την πιθανότητα οι ανθενωτικοί (π.χ. ο Νοταράς) να έκαναν μυστική συνθηκολόγηση, κρυφά από τον Παλαιολόγο: «Η γνώμη του Χότζη, ότι, τάχα, η συμφωνία της παράδοσης δεν υπογράφηκε από τον αυτοκράτορα Παλαιολόγο, αλλά από τους άρχοντες (Νοταρά και λοιπούς) μού φαίνεται, πως δεν είναι σωστή. Ο σουλτάνος θα δυσκολευόταν να κάνη αυτές τις υποχωρήσεις, ούτε μπορούσαν οι διάφοροι Νοταράδες να ενεργήσουν από κεφαλιού τους, να ανοίξουν το κάστρο και να πάνε στη σκηνή του σουλτάνου, να διαπραγματευτούν τους όρους της παράδοσης και να ξαναγυρίσουν. Όπως ξέρουμε, και όταν ακόμα οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη, πολλοί, από τους ενωτικούς, αντιστάθηκαν και πολέμησαν ώρες. Ήταν, λοιπόν, δυνατόν ο Νοταράς και οι οπαδοί του να ανοίξουν την πόρτα του κάστρου και να πάνε στο Μωάμεθ χωρίς να το θέλει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος; Δε θέλει ρώτημα, πως μια τέτοια ενέργεια θα είχε πολύ σοβαρές συνέπειες για το Νοταρά και τους φίλους του. Θα τους κάνανε κομμάτια οι ενωτικοί, που ήταν οπλισμένοι και μανιασμένοι» (Γιάννη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 378). Ο Κορδάτος, πολύ σωστά, αναφέρει ότι οι φιλενωτικοί (π.χ. ο Φραντζής κ.ά.) μισούσαν και περιφρονούσαν τους ανθενωτικούς. Επομένως είναι λογικό, ότι εάν υπήρξε τέτοια συμφωνία μεταξύ Τούρκων και ανθενωτικών, οι φιλενωτικοί θα το κατήγγειλαν και θα το φώναζαν, μέσα από τα γραπτά τους. Θα γινόταν, εξάλλου, αμέσως γνωστό, από τον Μωάμεθ, ότι οι ανθενωτικοί τον βοήθησαν και γι' αυτό το λόγο αυτός τους έδωσε προνόμια. Ωστόσο, κανείς φιλενωτικός ιστοριογράφος της Άλωσης δεν κατηγόρησε τους ανθενωτικούς για μυστική συμφωνία παράδοσης της Πόλης. Ο Φραντζής εκφράζεται περιφρονητικά για τον Νοταρά, αλλά δεν λέει ότι συμφώνησε πριν την Άλωση μυστικά μαζί του για να πέσει εύκολα η Πόλη. Άρα, το επιχείρημα της «προδοσίας της (ανθενωτικής πλευράς της) Εκκλησίας» είναι απαράδεκτο ελλείψει στοιχείων.

4) Ο Κορδάτος ισχυρίζεται ότι ο λόγος που ο ανθενωτικός Κριτόβουλος (που έγραψε τη διήγησή του 14 χρόνια μετά την Άλωση, στην Πόλη), δεν αναφέρει την συνθηκολόγηση του Παλαιολόγου είναι, για να εμφανίσει τον σουλτάνο ως «μεγάλο στρατηλάτη, δηλαδή θέλει να τονίσει πως ο τίτλος του Πορθητή του αξίζει» (Γιάννη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 379). Αυτά βέβαια δεν είναι ιστορία, αλλά μυθοπλασίες της Χαλιμάς. Εάν έστω κι ένας από τους υπόλοιπους ιστοριογράφους έκανε λόγο για συνθηκολόγηση, τότε η απόκρυψή της από τον Κριτόβουλο θα ήταν πιθανόν να δικαιολογηθεί, κατά τον τρόπο που ο Κορδάτος λέει. Αφού όμως κανείς δεν κάνει λόγο για συνθηκολόγηση, ποιος ο λόγος να υποθέσουμε ότι αυτή έλαβε χώρα; Ο Κορδάτος ισχυρίζεται ότι ο Φραντζής την αποκρύπτει, διότι ο ίδιος είναι φιλενωτικός, άρα έλαβε μέρος στην απόφαση για συνθηκολόγηση κι επομένως θα κατηγορούνταν ως προδότης. Όμως: ούτε οι ανθενωτικοί κατηγορούν τους φιλενωτικούς ότι οι τελευταίοι ζήτησαν συνθηκολόγηση, ούτε οι φιλενωτικοί κατηγορούν τους ανθενωτικούς ότι προσπάθησαν να παραδώσουν προδοτικά την Πόλη. Τί συνέβη; Παρασιωπούν οι μέν τα κακά των δε, παρασιωπούν και οι δε τα κακά των μεν; Πάλι συνωμοσία; Πολύ πιο εύκολο θα ήταν, γράφοντας τις διηγήσεις τους, και αλληλομισούμενοι, οι ενωτικοί κι οι ανθενωτικοί να επέρριπταν ο ένας στον άλλο τέτοιες κατηγορίες, αντί να συμφωνήσουν μυστικά, ώστε κανείς να μη μάθει την αλήθεια. Απλώς πρόκειται για μυθοπλασίες, με σκοπό να κατηγορηθεί είτε ο Παλαιολόγος είτε η Εκκλησία (δηλ. η ηγεσία).

5) Ο Κορδάτος υποστηρίζει ότι ο θρύλος του Μαρμαρωμένου βασιλιά γεννήθηκε σε περιοχές με έντονη επιρροή των δυτικών, τα Νησιά και τον Μωριά, όπως λέει (Γιάννη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 379), ενώ στις υπόλοιπες περιοχές υπήρχε η αντίληψη ότι ο Παλαιολόγος πέθανε για τις αμαρτίες του, δηλαδή τον φιλενωτισμό του. Ωστόσο, ο Μωριάς δεν ήταν δυτικός εκείνη την εποχή˙ ήταν βυζαντινή επικράτεια. Επιπλέον, ακόμη κι ο φιλενωτικός Φραντζής, στο λόγο που αποδίδει στον Παλαιολόγο μια μέρα πριν την Άλωση, βάζει τον Δραγάση να λέει ότι «αν τυχόν για τις δικές μου αμαρτίες ο Θεός παραχωρήσει την νίκη στους ασεβείς...». Συνεπώς, η αντίληψη περί αμαρτίας-τιμωρίας δεν είναι μόνο ανθενωτική, αλλά και φιλενωτική και επομένως η «αμαρτία» δεν αφορά την φιλενωτική πολιτική του Κωνσταντίνου του ΙΑ'. Άλλωστε, ο Παλαιολόγος δεν πίεζε κανέναν να αποδεχτεί την ένωση και ήταν πολύ ήπιος.

6) Τα προνόμια που έδωσε ο Πορθητής στην Εκκλησία οφείλονται αποκλειστκά σε δικές του σκοπιμότητες. Οι Τούρκοι δεν ήθελαν να προκαλέσουν τους Ορθόδοξους της Βαλκανικής, την οποία μόλις είχαν κατακτήσει. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε, ότι πριν την Άλωση, ο Μωάμεθ είχε σκεφτεί να δώσει τα προνόμια στην Εκκλησία, με σκοπό να μην ερεθίσει τους πολυπληθείς ορθόδοξους των νεοκατακτημένων περιοχών. Γι' αυτό εξηγούνται και οι ναοί που παρέμειναν χριστιανικοί μετά την Άλωση. Παρέμειναν χριστιανικοί μεν, βεβηλώθηκαν και λεηλατήθηκαν δε.

7) Όπως μάς είναι γνωστό, ο Μωάμεθ τιμώρησε έναν στρατιώτη του που κατέστρεφε την Αγία Σοφία, λέγοντάς του ότι τα δημόσια κτίρια είναι δικά του. Όντας δικά του, μπορούσε να τα επιστρέψει στους χριστιανούς κτήτορές τους ή να τα κάνει ό,τι θέλει.

8) Προβάλλεται από μερικούς, ως πειστήριο της δήθεν προδοτικής στάσης της Εκκλησίας κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ο στίχος «είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» που βρίσκει κανείς σε θρήνους για την Άλωση. Ξεχνούν όμως πως στους ίδιους θρήνους βρίσκει κανείς το στίχο «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας είναι». Πώς γίνεται να επιδιώκεται προδοτικά από την Εκκλησία η πτώση της Πόλης κι από την άλλη να δίνεται ελπίδα πως κάποτε θα την ξαναπάρουμε; Αν η Εκκλησία ήταν φιλότουρκη και είχε προδοτικό ρόλο κατά την Άλωση, τότε σκοπός της θα ήταν όχι να σπείρει ελπίδες ότι «πάλι με χρόνια με καιρούς» θα ξαναγίνουν δικά μας τα χαμένα, αλλά το αντίθετο: να λέει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να απελευθερωθούμε. Επίσης ξεχνάται ότι σε άλλους θρήνους (π.χ. τον ποντιακό «Πάρθεν η Ρωμανία») στο άκουσμα της είδησης της Άλωσης «μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια». Αν η Εκκλησία και τα μοναστήρια είχαν προδοτικό ρόλο και αν είταν φιλότουρκα, τότε καθόλου δε θα θρηνούσαν για την Άλωση, και η λαϊκή μούσα δεν θα ανέφερε τέτοια αντίδραση.

9) Ας μην παπαγαλίζουν οι «αρχαιολάτρες» εθνικιστές το ρητό του Νοταρά «καλύτερα να δει κανείς στην Πόλη Τούρκους παρά Λατίνους». Ο Νοταράς δεν συνεργάστηκε με τους Τούρκους, και δεν πρόδωσε ούτε την πίστη του, ούτε την αξιοπρέπειά του έχασε, και αποκεφαλίστηκε. Οι ανθενωτικοί δεν έλεγαν «θέλουμε να υποδουλωθούμε στους Τούρκους», αλλά «αν τυχόν υποδουλωθούμε, είναι προτιμότερο από τους Τούρκους παρά από τους Λατίνους». Αυτά τα δύο πράγματα δεν σημαίνουν καθόλου το ίδιο πράγμα. Το πρώτο («θέλουμε να υποδουλωθούμε στους Τούρκους») σημαίνει προδοσία, αλλά ουδέποτε το είπαν οι ανθενωτικοί. Το δεύτερο, αυτό που είπαν οι ανθενωτικοί («αν τελικά κάποιοι μας υποδουλώσουν, καλλίτερα να είναι οι Τούρκοι παρά οι Λατίνοι») συνιστά απάντηση σε ένα δίλλημα υποθετικό, κι όχι εθελοδουλεία.

10) Και φυσικά, διαφεύγει από πολλούς η λεπτομέρεια πως η διοίκηση της Εκκλησίας είχε υπογράψει την Ένωση των Εκκλησιών. Ποιους εννοούν με τον όρο «Εκκλησία», όταν ισχυρίζονται πως «η Εκκλησία βοήθησε τους Τούρκους να πάρουν την Πόλη»; Αν εννοούν την διοίκηση της Εκκλησίας αυτή ήταν φιλενωτική. Μήπως εννοούν τον λαό, δηλαδή το πλήρωμα της Εκκλησίας; Σ' αυτήν την περίπτωση, θα έπρεπε να σιωπήσουν και να μη κατηγορούν την Εκκλησία. Το γνωστο σοφιστικό επιχείρημα εφαρμόζουν και πάλι: όποτε τους συμφέρει, «Εκκλησία» είναι η ιεραρχία, ενώ αλλιώς «Εκκλησία» είναι ο λαός. 

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Γκουλάγκ: τα σοβιετικά στρατόπεδα θανάτου και ο αρχιτέκτονάς τους.



Η μαρξιστική αντίληψη για το έγκλημα υποστηρίζει ότι η γενεσιουργός αιτία του είναι η «εκμετάλλευση των μαζών» και συνεπώς όταν αυτή θα παύσει να υφίσταται, θα εξαλειφθεί και η παραβατική συμπεριφορά των ανθρώπων. Μετά, όμως από την βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, ο Λένιν διατύπωσε την άποψη ότι η δημιουργία του σοβιετικού κράτους θα προκαλούσε την εμφάνιση ενός νέου είδους εγκληματία που θα αποκαλούνταν «ταξικός εχθρός».

Τα λαϊκά δικαστήρια που συστάθηκαν αμέσως μετά την «Οκτωβριανή Επανάσταση» δεν άργησαν να προσδιορίσουν και να στοχοποιήσουν ως τέτοιους τους τραπεζίτες, τους εμπόρους, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους φύλακες της τσαρικής περιόδου και γενικά κάθε άτομο που έδινε την εντύπωση του «ύποπτου», τους οποίους και καταδίκαζαν αυθαίρετα σε ποινές φυλάκισης, καταναγκαστικά έργα και σε θανατική ποινή.


 
Η αφορμή για την υλοποίηση του σχεδίου του Λένιν για εγκλεισμό των «εχθρών» σε «ειδικά στρατόπεδα» δόθηκε μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατά της ζωής του από την Δώρα Καπλάν, τον Αύγουστο του 1918. Το σώμα που θα αναλάμβανε την εφαρμογή της πολιτικής του «Κόκκινου Τρόμου» ήταν η «Παν-Ρωσική Έκτακτη Επιτροπή για την Μάχη κατά των Αντεπαναστατικών Συνωμοσιών και της Δολιοφθοράς», γνωστή και ως «Τσεκά», δηλαδή η μυστική αστυνομία, υπό την ηγεσία του Πολωνού «επαναστάτη» Φέλιξ Ντζερζίνσκι (Felix Dzerzhinsky). Τον Σεπτέμβριο εξαπολύθηκε ένα ανηλεές κύμα τρομοκρατίας με συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις των «εχθρών» της επανάστασης. Το πρώτο διάταγμα που εκδόθηκε κατά την περίοδο του «Κόκκινου Τρόμου» δεν απαιτούσε απλά την σύλληψη και την φυλάκιση των εκπροσώπων της μπουρζουαζίας και των γαιοκτημόνων, των κληρικών και των αντεπαναστατικών στοιχείων, αλλά και τον εγκλεισμό τους σε «στρατόπεδα συγκέντρωσης». Μέχρι το τέλος του 1919 είχαν καταγραφεί 21 τέτοια στρατόπεδα, τα οποία αυξήθηκαν σε 107 στο τέλος του 1920. Οι διοικητές των στρατοπέδων αυτών επιδίωκαν περισσότερο να εξευτελίσουν και να χλευάσουν τους έγκλειστους, πρώην εύπορους αστούς, τους οποίους ανάγκαζαν να εκτελούν ταπεινωτικές δουλειές, παρά να τους εμφυσήσουν το πνεύμα της παραγωγικής εργασίας, όπως υποστήριζαν οι ηγέτες της «επανάστασης». 
 


Κρατούμενοι εργάζονται στην διάνοιξη της διώρυγας της Λευκής Θάλασσας. Η σημασία του έργου ήταν ασήμαντη, αλλά μέχρι την ολοκλήρωσή του πέθαναν τουλάχιστον 25.000 άνθρωποι.

Μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, είχαν διαμορφωθεί δύο συστήματα φυλακών: Το Κομισαριάτο Δικαιοσύνης και αργότερα Κομισαριάτο Εσωτερικών ήταν υπεύθυνο για τις φυλακές, στις οποίες είχαν εγκλειστεί οι «ποινικοί» εγκληματίες. Η Τσεκά που μετέπειτα μετονομάσθηκε σε GPU, OGPU, NKVD και KGB ήλεγχε τα «ειδικά» ή «έκτακτα» στρατόπεδα, στα οποία φυλακίζονταν οι «πολιτικοί κρατούμενοι». Στις «ειδικές» φυλακές δεν κρατούνταν μόνο οι «αντιδραστικοί», αλλά και αναρχικοί, στελέχη αριστερών κομμάτων και κινημάτων, όπως οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στην «επανάσταση», αλλά μετά την επικράτησή της δεν τάχθηκαν με το μέρος του Λένιν. Οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι οργάνωναν : διαμαρτυρίες και απεργίες πείνας, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, είχαν διασυνδέσεις στο εξωτερικό με «συγγενείς» ιδεολογικά ομάδες, τις οποίες ενημέρωναν για την άθλια κατάσταση των φυλακών και δέχονταν τις επισκέψεις του Ερυθρού Σταυρού Πολιτικών Κρατούμενων.

Η Τσεκά ήταν αδύνατο να ελέγξει τις εξεγέρσεις των «σοσιαλιστών» και των άλλων απείθαρχων κρατούμενων, που κρατούνταν στις πτέρυγες των φυλακών της Μόσχας. Γι’ αυτό, την Άνοιξη του 1923, αποφάσισε να τους μεταφέρει στα νησιά Σολοβέτσκι στην Λευκή Θάλασσα, όπου υπήρχε ένα μοναστικό συγκρότημα, που και στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί ως φυλακή για τους αντιπάλους των Τσάρων. Στα «βόρεια στρατόπεδα ειδικής σημασίας», γνωστά ως SLON, αρχικά οι «αντιδραστικοί» ιερείς και οι «σοσιαλιστές» κρατούμενοι δεν εργάζονταν και είχαν καταφέρει να διατηρήσουν αρκετά «προνόμια». Ζούσαν μακριά από τους υπόλοιπους κρατούμενους, οι οποίοι αντίθετα υποβάλλονταν σε σκληρά και άσκοπα βασανιστήρια από τους σαδιστές φρουρούς τους ή εκτελούνταν, όταν κρίνονταν ύποπτοι για υποκίνηση εξέγερσης ή πέθαιναν από τις επιδημίες τύφου και λιμού.

Ο αρχιτέκτονας των Γκουλάγκ


 
Οι φυλακές του Σολοβέτσκι ήταν ασύμφορες οικονομικά για το σοβιετικό κράτος και η ηγεσία του αναζητούσε τρόπους, ώστε από την λειτουργία τους να εξασφαλίζει κέρδος. Την αφορμή έδωσε μια επιστολή που έριξε στο «κυτίο παραπόνων» ο Νάφταλι Φρένκελ (Naftaly Frenkel), ένας Εβραίος κρατούμενος, στην οποία ανέλυε τα προβληματικά στοιχεία των παραγωγικών δραστηριοτήτων του στρατοπέδου και πρότεινε μια συντονισμένη μέθοδο κατανομής τροφίμων και οργάνωσης κρατούμενων. Ειδικότερα, οι κρατούμενοι του SLON θα χωρίζονταν σε τρεις ομάδες, ανάλογα με τις σωματικές τους ικανότητες: σε όσους ήταν ικανοί να εκτελούν βαριά εργασία, σε όσους ήταν ικανοί για ελαφριά εργασία και στους ανάπηρους. Συνεπώς, οι κρατούμενοι θα σιτίζονταν ανάλογα με τον όγκο της εργασίας τους. Οι αδύναμοι θα στερούνταν την τροφή, θα αποδυναμώνονταν ακόμη περισσότερό και τελικά είτε θα αρρώσταιναν είτε θα πέθαιναν.

 
 
Η επιστολή αυτή τράβηξε την προσοχή του Γκένρικ Γιάγκοντα (Genrikh Yagoda - βλέπε εδώ) στελέχους και αργότερα επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας και η σταλινική ηγεσία δεν άργησε να υιοθετήσει το σύστημα σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
 
Ο Φρένκελ γρήγορα προβιβάσθηκε σε φύλακα του στρατοπέδου, αποφυλακίσθηκε το 1927, έγινε διοικητής του Σολοβέτσκι, συνάντησε τον Στάλιν κατά την δεκαετία του 1930 και επέζησε κατά την περίοδο των εκκαθαρίσεων. Το Σολοβέτσκι εξελίχθηκε σε μια οργανωμένη επικερδή επιχείρηση, η οποία αναλάμβανε την εκτέλεση εργασιών και λειτουργούσε ανταγωνιστικά με άλλες κρατικές επιχειρήσεις, που ασκούσαν τις ίδιες δραστηριότητες.

Μετά την εφαρμογή του συστήματος Φρένκελ έπαυσε πλέον ο διαχωρισμός μεταξύ ποινικών και πολιτικών κρατούμενων. Η «ειδική» μεταχείριση των σοσιαλιστών στο Σολοβέτσκ που δεν εργάζονταν αλλά λάμβαναν μεγάλες μερίδες τροφής, προκάλεσε την αντίδραση των σοβιετικών αρχών, oι οποίες αποφάσισαν να τερματίσουν το προνομιακό καθεστώς κράτησής τους. Το 1925 τους απομάκρυναν από το μοναστήρι του Σαβατίεβο στo νησί και τους μετέφεραν σε μακρινές κλειστές φυλακές στην Κεντρική Ρωσία, όπου αντιμετώπισαν χειρότερες συνθήκες διαβίωσης.


 
Ο Naftaly Aronovich Frenkel (στην άκρη δεξιά στην φωτογραφία) γεννήθηκε το 1883, στην Κωνσταντινούπολη σε οικογένεια Εβραίων της Τουρκίας. Αργότερα η οικογένεια μετακόμισε στην Οδησσό. Του απονεμήθηκε το βραβείο του «Τάγματος του Λένιν» τρεις φορές και τίτλος του «Ήρωα της Σοσιαλιστικής Εργασίας». Ποτέ δεν παραπέμφθηκε σε δίκη για τα εγκλήματά του κατά της ανθρωπότητας.

Κατά τη διάρκεια των ετών 1937-1945 ο Frenkel ήταν ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Κατασκευής Σιδηροδρόμων.

Στις 28 Απριλίου 1947, ο Frenkel σταμάτησε για λόγους υγείας και του απονεμήθηκε σύνταξη. Πέθανε το 1960 στην Μόσχα.

Σταδιακά, από το καλοκαίρι του 1954 μέχρι την άνοιξη του 1956 αποφυλακίσθηκαν οι κρατούμενοι των στρατοπέδων του Γκουλάγκ. Όμως, η πλήρης κοινωνική αποκατάστασή τους, που περιλάμβανε την εξεύρεση εργασίας και στέγης και την εξασφάλιση σύνταξης, ήταν πολύ σπάνιο φαινόμενο και δημιουργούσε πρόσθετα προβλήματα ομαλής επανένταξής τους στο κοινωνικό σύνολο.

 
 
Ο Μπρέζνιεφ, ο οποίος αντιτίθετο στην αποσταλινοποίηση, δεν επανέφερε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ωστόσο οι «επικίνδυνοι» αντικαθεστωτικοί, όταν οδηγούνταν στις φυλακές, τελούσαν υπό αυστηρό καθεστώς επιτήρησης, αν και τους είχαν παραχωρηθεί κάποια στοιχειώδη δικαιώματα επικοινωνίας με τον «έξω κόσμο». Οι σοβιετικές αρχές χρησιμοποιούσαν, πλέον, τον εγκλεισμό των αντικαθεστωτικών σε ψυχιατρικά νοσοκομεία για να τους συκοφαντήσουν ως «διανοητικά άρρωστους» ή στην καλύτερη περίπτωση ως «προβληματικούς».

Αργότερα, η KGB, υπό την αρχηγία του μετέπειτα αρχηγού του κράτους Γιούρι Αντρόποφ, καταδίωκε όσους τάσσονταν υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων ή συμμετείχαν σε θρησκευτικές ή εθνικιστικές οργανώσεις. Τελικά, τα τέλη του 1986, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έδωσε αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, που παρέμειναν έγκλειστοι σε φυλακές.

Επίλογος:

Η ιστορική έρευνα μέχρι και σήμερα αναλύει τα στατιστικά στοιχεία, για να υπολογίσει τους ανθρώπους που πέρασαν από τα σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις αποικίες σωφρονιστικής εργασίας ή είχαν εκτοπιστεί στις αχανείς και έρημες εκτάσεις της Ρωσίας. Ο συνολικός αριθμός, πιθανόν να ανέρχεται σε 28.700.000. Για τους θανάτους οι ερευνητές μόνο εικασίες κάνουν. Άλλοι αναφέρουν ότι τα θύματα του σταλινισμού ανέρχονται σε 10-12.000.000, ενώ οι συγγραφείς της «Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού» τα υπολογίζουν σε
20.000.000!


 
Μνημείο Γκουλάγκ

Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να σβήσουν από την συλλογική μνήμη τα στρατόπεδα Γκουλάγκ. Η ανθρωπότητα καταδικάζει δικαιολογημένα τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, χωρίς όμως να έχει συνειδητοποιήσει ότι ανάλογες ή και μεγαλύτερες θηριωδίες διαπράχθηκαν στην Σοβιετική Ένωση, την περίοδο 1919-1956.Το κομμουνιστικό καθεστώς απαγόρευε την φωτογράφιση σε όλη την χώρα και η παραβίαση της απαγόρευσης διωκόταν αυστηρά, συνεπώς, χωρίς τις φωτογραφικές μαρτυρίες των θυμάτων τους η χαρακτηριστική βαρβαρότητα των σοβιετικών στρατοπέδων δεν εισέδυσε ποτέ στην συνείδηση του δυτικού κόσμου, όπου τέτοια ζητήματα καταδικάζονταν απερίφραστα. Ούτε η κινηματογραφική βιομηχανία ασχολήθηκε με τα σοβιετικά στρατόπεδα. Οι αριστεροί διανοούμενοι στην Δύση αντιδρούσαν στην αποκάλυψη της αλήθειας για το σύστημα Γκουλάγκ και υποστήριζαν ότι επρόκειτο για «αντισοβιετική προπαγάνδα».
 
Η σημερινή Ρωσία προσπαθεί να μην αναμοχλεύει το σταλινικό παρελθόν. Πολλοί Ρώσοι πιστεύουν ότι το καθεστώς ήταν απάνθρωπο, ωστόσο η πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση ήταν ισχυρή και η κατάρρευσή της «πλήγωσε» την υπερηφάνειά τους. 
 
Πηγή: ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / (από το περιοδικό ''Μάχες και Στρατιώτες'', τεύχος 18 άρθρο Μ. Ντασκαγιάννη και από το διαδίκτυο)