Σάββατο 30 Απριλίου 2016
Λόγος Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Ανάσταση.
Ας εορτάσουμε την εορτή αυτή τη μεγίστη και λαμπρά, κατά την οποία ανέστη ο Κύριος. Κι ας την εορτάσουμε με φαιδρότητα μαζί και θεοσέβεια. Ανέστη ο Κύριος και ανέστησε μαζί του και την οικουμένη. Αμάρτησε ο Αδάμ και πέθανε.
Ο Χριστός δεν αμάρτησε, αλλά πέθανε. Και ανέστη κατόπιν, σπάζοντας του θανάτου τα δεσμά. Πρωτοφανές και παράδοξο πράγμα. Εκείνος αμάρτησε και πέθανε. Αυτός δεν αμάρτησε και πέθανε. Γιατί; Για να μπορέση εκείνος που αμάρτησε και πέθανε να γλυτώση από τον θάνατο χάριν εκείνου που δεν αμάρτησε αλλά πέθανε.
Ένας οφείλει πολλά και μην έχοντας να πληρώση, μένει στη φυλακή. Άλλος δεν οφείλει τίποτε και καταβάλλει για τον πρώτο και πετυχαίνει την άπόλυσί του. Αυτό συνέβηκε με τον Αδάμ. Χρωστούσε ο Αδάμ, δεν είχε να πληρώση και ήταν δέσμιος του διαβόλου.
Ένας οφείλει πολλά και μην έχοντας να πληρώση, μένει στη φυλακή. Άλλος δεν οφείλει τίποτε και καταβάλλει για τον πρώτο και πετυχαίνει την άπόλυσί του. Αυτό συνέβηκε με τον Αδάμ. Χρωστούσε ο Αδάμ, δεν είχε να πληρώση και ήταν δέσμιος του διαβόλου.
Δεν χρωστούσε τίποτε ο Χριστός, ούτε ήταν κάτω από την εξουσία του διαβόλου, αλλά μπορούσε να πληρώση. Ήλθε, πλήρωσε με τον θάνατό του για εκείνον που δεσμευόταν από τον διάβολο, για να απολύση τον κρατούμενο.
Είδες της αναστάσεως τα κατορθώματα; Διπλό θάνατο πεθάναμε εμείς και διπλή άρα περιμένουμε τώρα ανάστασι. Εκείνος απλό θάνατο πέθανε, κι έτσι, απλή ανάσταση αναστήθηκε. Πώς; Θα σας το εξηγήσω. Πέθανε ο Αδάμ και κατά το σώμα και κατά την ψυχή. Πέθανε και με την αμαρτία και με την φύσι.
Η αν ήμερα φάγητε από του ξύλου, θανάτω αποθανείσθε. Δεν πέθανε όμως την ίδια μέρα με την φύσι, αλλά μονάχα με την αμαρτία. Ο ένας ήταν θάνατος της ψυχής, ο άλλος, ο δεύτερος, ήταν θάνατος του σώματος.
Είδες της αναστάσεως τα κατορθώματα; Διπλό θάνατο πεθάναμε εμείς και διπλή άρα περιμένουμε τώρα ανάστασι. Εκείνος απλό θάνατο πέθανε, κι έτσι, απλή ανάσταση αναστήθηκε. Πώς; Θα σας το εξηγήσω. Πέθανε ο Αδάμ και κατά το σώμα και κατά την ψυχή. Πέθανε και με την αμαρτία και με την φύσι.
Η αν ήμερα φάγητε από του ξύλου, θανάτω αποθανείσθε. Δεν πέθανε όμως την ίδια μέρα με την φύσι, αλλά μονάχα με την αμαρτία. Ο ένας ήταν θάνατος της ψυχής, ο άλλος, ο δεύτερος, ήταν θάνατος του σώματος.
Κι όταν ακούσης θάνατο της ψυχής, μη νομίσης ότι πεθαίνει η ψυχή. Η ψυχή είναι αθάνατη.
Ο θάνατος της ψυχής είναι η αμαρτία και η αιωνία κόλασις. Γι' αυτό κι ο Χριστός λέγει: Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεένη.
Ό,τι χάνεται, υφίσταται, αλλά ξεφεύγει από τη ματιά εκείνου που το απώλεσε. Όπως έλεγα, λοιπόν, διπλός είναι ο θάνατος σε μας. Επομένως και διπλή πρέπει να είναι η ανάστασίς μας. Στον Χριστό ήταν απλός θάνατος. Διότι ο Χριστός δεν αμάρτησε.
Αλλά και ο απλός θάνατός του για μας συνέβη. Δεν χρωστούσε να τον υποστή Εκείνος. Διότι δεν ήταν ένοχος αμαρτίας, άρα ούτε και θανάτου.. Γι' αυτό Εκείνος μεν ανέστη την ανάστασι την από απλό θάνατο. Ενώ εμείς, έχοντας πεθάνει διπλό θάνατο, διπλή ανάστασι έχουμε.
Μια φορά αναστηθήκαμε χθες από την αμαρτία. Ταφήκαμε μαζί του στο βάπτισμα και εγερθήκαμε μαζί του μες από το βάπτισμα. Η μία, λοιπόν, είναι αυτή η ανάστασις, δηλαδή η απαλλαγή από τα αμαρτήματα. Η δε ανάστασις η δεύτερη είναι εκείνη του σώματος. Μας χάρισε τη σπουδαιότερη, ας περιμένουμε λοιπόν και την λιγώτερο σπουδαία. Η πρώτη είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δεύτερη.
Διότι πολύ σπουδαιότερο είναι να απαλλαγή κανείς από την αμαρτία, παρά να αναστή σωματικά. Το σώμα έπεσε, διότι αμάρτησε. Επομένως, αν αιτία της πτώσεως είναι η αμαρτία, αιτία της αναστάσεως θα είναι η απαλλαγή από την αμαρτία.
Αναστηθήκαμε, λοιπόν, τη μεγαλύτερη ανάστασι, έχοντας ρίξει από πάνω μας τον χαλεπό θάνατο της αμαρτίας και ξεντυθή το παλαιό ιμάτιο. Ας περιμένουμε λοιπόν και τη μικρότερη. Αυτή την πρώτη ανάστασι αναστηθήκαμε εμείς από καιρό, όταν βαπτισθήκαμε.
Και όσοι καταξιώθηκαν να βαπτισθούν απόψε, αυτά τα καλά πρόβατα. Προχθές ο Χριστός σταυρώθηκε, αλλά αναστήθηκε χθες τη νύκτα. Και αυτοί προχθές ήταν ακόμη δέσμιοι στην αμαρτία, αλλά αναστήθηκαν μαζί του. Εκείνος κατά το σώμα πέθανε και κατά το σώμα ανέστη.
Και όσοι καταξιώθηκαν να βαπτισθούν απόψε, αυτά τα καλά πρόβατα. Προχθές ο Χριστός σταυρώθηκε, αλλά αναστήθηκε χθες τη νύκτα. Και αυτοί προχθές ήταν ακόμη δέσμιοι στην αμαρτία, αλλά αναστήθηκαν μαζί του. Εκείνος κατά το σώμα πέθανε και κατά το σώμα ανέστη.
Αυτοί κατά την αμαρτία ήταν νεκροί και ελευθερώθηκαν κι αναστήθηκαν από την αμαρτία. Η γη, αύτη την εποχή, ρόδα και γιούλια και τα λοιπά άνθη μας δίνει. Και τα δροσερά νερά ρέουν με περισσότερη φαιδρότητα στα λιβάδια. Μη θαυμάσης αν από τα νερά βλάστησαν άνθη.
Η γη, όχι από μόνη της, αλλά με το πρόσταγμα του Δεσπότη ντύνεται τη χλόη. Και στις αρχές τα νερά έβγαλαν ζώα κινούμενα. Λέγει η Γραφή: εξαγαγέ τω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών και το πρόσταγμα έγινε πραγματικότης και εκείνη η άψυχη ύλη έβγαλε ζωντανά όντα. Έτσι και τώρα εξαγαγέτω τα ύδατα όχι ερπετά ζωντανά, άλλα πνευματικά χαρίσματα.
Έβγαλαν τότε τα νερά ψάρια χωρίς λογικό και άφωνα, έβγαλαν τώρα ψάρια λογικά και πνευματικά, ψάρια που τα έπιασαν οι απόστολοι. Διότι τους είπε: Δεύτε και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Και εννοούσε αυτό το είδος αλιείας. Καινούργιος πραγματικά της αλιείας ο τρόπος. Οι ψαράδες βγάζουν από τα νερά, εμείς μπάσαμε στα νερά και έτσι ψαρέψαμε. Υπήρχε κάποτε και στους ιουδαίους η κολυμβήθρα. Άκου τι δύναμι είχε εκείνη η κολυμβήθρα, για να δης την ιουδαϊκή φτώχεια, για να μάθης τον πλούτο της Εκκλησίας.
Κολυμβήθρα με νερό ήταν και κατέβαινε ο άγγελος εκεί και τάρασσε τα ύδατα. Ύστερα, μετά το τάραγμα των υδάτων, έπεφτε μέσα ένας από τους αρρώστους και γινόταν καλά. Ένας μονάχα κάθε χρόνο γινόταν καλά και ευθύς ξοδευόταν όλη η χάρις, όχι από φτώχεια εκείνου που την παρείχε, αλλά από την αδυναμία εκείνων που τη δέχονταν.
Κατέβαινε, λοιπόν, ο άγγελος στην κολυμβήθρα και ετάρασσε το νερό και γινόταν καλά ένας. Κατέβηκε ο Δεσπότης των αγγέλων στον Ιορδάνη και ετάραξε το νερό και όλη την οικουμένη θεράπευσε. Έτσι, στην πρώτη περίπτωσι, ο δεύτερος που έμπαινε στα νερά μετά τον πρώτο, δεν γινόταν καλά.
Διότι οι ιουδαίοι, που έπαιρναν αύτη τη χάρι, ήταν αδύνατοι και φτωχοί. Ενώ στην προκειμένη περίπτωσι, μετά τον πρώτο ο δεύτερος, μετά τον δεύτερο ο τρίτος, μετά τον τρίτο ο τέταρτος. Δέκα, είκοσι, εκατό, χίλιους, χίλιες χιλιάδες, όλη την οικουμένη αν βάλης στην κολυμβήθρα, η χάρις δεν σώνεται, δεν εξαντλείται η δωρεά, δεν λερώνονται τα νάματα.
Καινούργιος τρόπος καθάρσεως· διότι δεν είναι σωματικός. Τα σώματα όταν είναι πολλά, τα νάματα καταντούν να βρωμίσουν. Ενώ εδώ όσοι περισσότεροι πλύνονται, τόσο καθαρώτερα γίνονται.
Είδες όγκο δωρεάς; Φύλαξε αυτή τη μεγάλη δωρεά, άνθρωπε. Δεν έχεις δικαίωμα να ζης αδιάφορα. Βάλε στον εαυτό σου νόμο με κάθε ακρίβεια. Αγώνας είναι μπροστά σου και παλαίσματα. Και ο αγωνιστής από όλα κάνει εγκράτεια, θέλεις να σου δείξω ένα τρόπο άριστο και ασφαλή για να πετύχης τη νίκη; Εκείνα που φαίνονται αδιάφορα και αντιθέτως κυοφορούν την αμαρτία, ας τα βγάλουμε από τη σκέψι μας.
Καινούργιος τρόπος καθάρσεως· διότι δεν είναι σωματικός. Τα σώματα όταν είναι πολλά, τα νάματα καταντούν να βρωμίσουν. Ενώ εδώ όσοι περισσότεροι πλύνονται, τόσο καθαρώτερα γίνονται.
Είδες όγκο δωρεάς; Φύλαξε αυτή τη μεγάλη δωρεά, άνθρωπε. Δεν έχεις δικαίωμα να ζης αδιάφορα. Βάλε στον εαυτό σου νόμο με κάθε ακρίβεια. Αγώνας είναι μπροστά σου και παλαίσματα. Και ο αγωνιστής από όλα κάνει εγκράτεια, θέλεις να σου δείξω ένα τρόπο άριστο και ασφαλή για να πετύχης τη νίκη; Εκείνα που φαίνονται αδιάφορα και αντιθέτως κυοφορούν την αμαρτία, ας τα βγάλουμε από τη σκέψι μας.
Υπάρχουν αμαρτωλά πράγματα, και πράγματα όχι αμαρτωλά, αλλά που γίνονται αιτία να αμαρτήση κανείς. Λόγου χάριν, το γέλοιο δεν είναι αυτό καθεαυτό αμάρτημα, γίνεται όμως αμάρτημα αν βγη από τα όρια. Διότι από το γέλοιο έρχονται οι αστειότητες, από τις αστειότητες η αισχρολογία, από την αισχρολογία οι αισχρές πράξεις κι από τις αισχρές πράξεις η κόλασις και η τιμωρία. Βγάλε, λοιπόν, μια και καλή τη ρίζα, για να γλυτώσης απ’ όλο το κακό. Διότι αν φυλαγόμαστε από τα αδιάφορα, ποτέ δεν θα πέσουμε στα απαγορευμένα.
Έτσι σε πολλούς φαίνεται αδιάφορο πράγμα το να κυττάζουν τις γυναίκες, αλλ’ από αυτό γεννιέται η ακόλαστη επιθυμία, από την επιθυμία η πορνεία κι από την πορνεία πάλι η κόλασις και η τιμωρία. Έτσι, το να διασκεδάση κανείς λίγο στο τραπέζι φαίνεται όχι φοβερό πράγμα κι όμως απ’ αυτό γλυστρά κανείς στη μέθη και στις αναρίθμητες κακές συνέπειες της μέθης. Ας ξερριζώσουμε, λοιπόν, από παντού τις αρχές της αμαρτίας.
Γι' αυτό διαρκώς, κάθε μέρα, τρέφεσθε με τα κήρυγμα. Γι' αυτό συνέχεια όλες τις μέρες σας συναθροίζουμε, παραθέτοντάς σας πνευματικό τραπέζι και κάνοντας σας ν’ απολαμβάνετε τα θεία λόγια, αλείφοντας την. ψυχή σας με το λάδι του κηρύγματος που της είναι απαραίτητο για να αθλή και οπλίζοντάς σας εναντίον του διάβολου. Διότι αγριώτερα τώρα σας επιτίθεται. Όσο μεγαλύτερη η δωρεά τόσο μεγαλύτερος και ο πόλεμος. Αν μέσα στον παράδεισο είδε μονάχα ένα άνθρωπο ο διάβολος και δεν τον ανέχθηκε, πώς τι ανεχθή τόσους στον ουρανό, πες μου; Εξαγρίωσες το θηρίο αλλά μη φοβηθής.
Γι' αυτό διαρκώς, κάθε μέρα, τρέφεσθε με τα κήρυγμα. Γι' αυτό συνέχεια όλες τις μέρες σας συναθροίζουμε, παραθέτοντάς σας πνευματικό τραπέζι και κάνοντας σας ν’ απολαμβάνετε τα θεία λόγια, αλείφοντας την. ψυχή σας με το λάδι του κηρύγματος που της είναι απαραίτητο για να αθλή και οπλίζοντάς σας εναντίον του διάβολου. Διότι αγριώτερα τώρα σας επιτίθεται. Όσο μεγαλύτερη η δωρεά τόσο μεγαλύτερος και ο πόλεμος. Αν μέσα στον παράδεισο είδε μονάχα ένα άνθρωπο ο διάβολος και δεν τον ανέχθηκε, πώς τι ανεχθή τόσους στον ουρανό, πες μου; Εξαγρίωσες το θηρίο αλλά μη φοβηθής.
Μεγαλύτερη δύναμι πήρες, μάχαιρα ακονισμένη. Μ' αυτή να κεντήσης τον όφι. Γι' αυτό ο Θεός τον άφησε να εξαγριωθή εναντίον σου, για να λάβης έτσι πείρα της δυνάμεως που απόκτησες. Κι όπως ένας καλός προπονητής παίρνει τον ακάθαρτο, εξαντλημένο κι αμελημένο αθλητή και αφού του αλείψη με λάδι το κορμί, αφού τον γυμνάση, αφού τον ξανακάνη εύρωστο, υστέρα δεν τον αφήνει σε ησυχία, αλλά τον σπρώχνει στο στάδιο για ν' αγωνισθή και να λάβη έτσι πείρα της δυνάμεως που απόκτησε, το ίδιο έκαμε και ο Χριστός.
Μπορούσε να ξεκάμη μονομιάς τον εχθρό. Αλλά για να μάθης εσύ την υπερβολή της χάριτος, το μέγεθος της πνευματικής δυνάμεως, που έλαβες με το βάπτισμα, σας αφήνει και τους δυο να πιάνεσθε μέση με μέση, επιφυλάσσοντας σε σένα πολλούς στεφάνους. Γι' αυτό κάθε μέρα, όλη την εβδομάδα, αδιάκοπα διδάσκεσθε, για να πάρετε ακριβή γνώσι για όλα τα καθέκαστα της πάλης.
Μπορούσε να ξεκάμη μονομιάς τον εχθρό. Αλλά για να μάθης εσύ την υπερβολή της χάριτος, το μέγεθος της πνευματικής δυνάμεως, που έλαβες με το βάπτισμα, σας αφήνει και τους δυο να πιάνεσθε μέση με μέση, επιφυλάσσοντας σε σένα πολλούς στεφάνους. Γι' αυτό κάθε μέρα, όλη την εβδομάδα, αδιάκοπα διδάσκεσθε, για να πάρετε ακριβή γνώσι για όλα τα καθέκαστα της πάλης.
Ακόμη και ως γάμος πνευματικός μπορεί να θεωρηθή ό,τι ήδη έγινε. Και στους γάμους επί επτά μέρες μένει κλειστή η παστάδα. Γι' αυτό κι εμείς επί επτά μέρες σας καθοδηγούμε πώς να συμπεριφέρεστε στους νυμφικούς θαλάμους. Αλλά στους γάμους, μετά την πάροδο των επτά ημερών, ανοίγει η παστάδα. Ενώ εδώ όσο θέλεις μένεις στη νυμφική απόλαυσι. Στους γάμους τους άλλους η νύμφη ύστερα από τον πρώτο και τον δεύτερο μήνα δεν είναι το ίδιο ποθητή στον γαμπρό. Εδώ όμως συμβαίνει το αντίθετο. Όσο περνά ο καιρός, τόσο θερμότεροι οι έρωτες του νυμφίου, τόσο γλυκύτεροι οι εναγκαλισμοί, τόσο πνευματικώτερη η συνουσία, αν γρηγορούμε και νήφουμε.
Έπειτα· στα σώματα, μετά τη νεότητα, έρχονται τα γηρατειά. Εδώ, μετά τα γηρατειά, η νεότης, και μάλιστα νεότης που δεν έχει τέλος αν θέλουμε. Μεγάλη η χάρις, αλλά θα είναι αφθονώτερη αν το θελήσουμε. Και ο Παύλος μέγας ήταν όταν βαπτιζόταν, αλλά πολύ μεγαλύτερος έγινε υστερότερα, όταν κήρυττε και έρριχνε σε σύγχυση τους ιουδαίους. Κατόπιν αρπάχθηκε στον παράδεισο, στον τρίτο ανέβηκε ουρανό.
Ώστε μπορούμε κι εμείς, αν θέλουμε, να αυξηθούμε , και τη χάρι που λάβαμε με το βάπτισμα να τη μεγαλώσουμε. Και μεγαλώνει με τα καλά έργα και γίνεται έτσι λαμπρότερη και φαιδρότερο φως στον νυμφώνα και θ’ απολαύσουμε τ’ αγαθά που περιμένουν όσους τον αγαπούν. Τα οποία είθε σε όλους μας να δοθούν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι δόξα και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απόδοσις Βασ. Πέντζα
Κιβωτός
Απρίλιος 1953
ΑΦ 16
Απόδοσις Βασ. Πέντζα
Κιβωτός
Απρίλιος 1953
ΑΦ 16
Πηγή: anavaseis.blogspot.gr
Απόδειξη Μεγάλου Αθανασίου για την Ανάσταση του Χριστού.
Προχωρώντας τον λόγο Περί Ενανθρωπήσεως και αφού απέδειξε ότι ο Χριστός κατήργησε τον θάνατο, ο Μέγας Αθανάσιος προσκομίζει απόδειξη περί της Αναστάσεως του Κυρίου.
«Εάν δε εις κάποιον δεν είναι αρκετή αυτή η απόδειξις περί της αναστάσεως αυτού, ας βεβαιωθή από αυτά που συμβαίνουν εμπρός εις τα μάτια μας.
Όταν ένας είνε νεκρός, δεν δύναται να ενεργήση˙ η ικανότης του υφίσταται μέχρι το μνήμα, πέραν δε αυτού παύει. Αι πράξεις και αι ενέργειαι προς τους ανθρώπους είνε ιδιότητες μόνον των ζωντανών. Ας προσέξη λοιπόν αυτός που θέλει, και ας κρίνη από όσα βλέπει, δια να ομολογήσει την αλήθειαν.
Όταν βεβαίως ο Σωτήρ ενεργή εις τους ανθρώπους τόσον μεγάλα, και καθημερινώς πείθει αοράτως να προσέλθουν εις την πίστιν του και να υπακούουν όλοι εις την δικήν του διδασκαλίαν, τόσον μέγα πλήθος από όλα τα μέρη και από εκείνους που κατοικούν εις την Ελλάδα και από εκείνους που κατοικούν εις βαρβαρικάς χώρας, άραγε αμφιβάλλει ακόμη κανείς, ότι ανεστήθη ο Σωτήρ και ζη ο Χριστός, ή μάλλον ότι αυτός είναι η ζωή;
Μήπως είνε ίδιον νεκρού να συγκινή βαθύτατα τας διανοίας των ανθρώπων, ώστε να αρνούνται την θρησκείαν των προγόνων και να προσκυνούν ως διδάσκαλον τον Χριστόν;
Ή, αν δεν ενεργή, εφ΄ όσον είνε νεκρός, πως αυτός σταματά τας ενέργειας εκείνων που ζουν και ενεργούν, ώστε ο μοιχός να μη μοιχεύη πλέον, ο φονεύς να μη φονεύη, ο άδικος να μη πλεονεκτή, και ο ασεβής εις το εξής να είνε ευσεβής;
Εάν πάλι δεν ανεστήθη, αλλ’ είνε νεκρός, πως εκδιώκει και καταδιώκει και καταβάλλει τους ψευδοθεούς και λατρευομένους δαίμονας, δια τους οποίους οι άπιστοι λέγουν ότι ζουν;
Διότι όπου προφέρεται το όνομα Χριστός και η πίστις του, εκκαθαρίζεται απ’ εκεί κάθε ειδωλολατρία, ξεσκεπάζεται κάθε απάτη των δαιμόνων, και κάθε δαίμων ούτε το όνομα δεν υποφέρει, αλλά και μόνον εάν το ακούση, αμέσως τρέπεται εις φυγήν.
Αυτό, βεβαίως δεν είναι έργον νεκρού, αλλά ζώντος και μάλιστα Θεού. Εξ άλλου θα ήτο γελοίον να λέγωμεν ότι είνε μεν ζωντανοί οι δαίμονες οι οποίοι εκδιώκονται υπ’ αυτού και τα είδωλα τα οποία καταργούνται, είνε δε νεκρός αυτός ο οποίος τους εκδιώκει και με την δύναμίν του δεν τους αφήνει να φανούν, αυτός, τον οποίον όλοι ομολογούν ότι είνε Υιός του Θεού.
Κεφ. 31. Όσοι απιστούν εις την ανάστασιν προκαλούν σφοδρόν έλεγχον εναντίον των, αφού όλοι οι δαίμονες και οι θεοί τους οποίους προσκυνούν δεν εκδιώκουν τον Χριστόν, αλλ’ ο Χριστός τους αποδεικνύει όλους νεκρούς.
Διότι εάν είναι αλήθεια ότι ο νεκρός δεν ενεργεί καμμίαν ενέργειαν, ενώ ο Σωτήρ καθημερινώς κάνει τόσα πολλά, ήτοι ελκύει εις ευσέβειαν, πείθει εις αρετήν, διδάσκει περί αθανασίας, ωθεί εις τον πόθον των ουρανίων, αποκαλύπτει την γνώσιν περί του Πατρός, εμπνέει την δύναμιν κατά του θανάτου, φανερώνει εις τον καθένα τον εαυτόν του, και κρημνίζει την αθεΐαν των ειδώλων.
Από αυτά τίποτα δεν δύνανται να πράξουν οι θεοί και δαίμονες των απίστων, αλλά μάλλον νεκρώνονται με την παρουσίαν του Χριστού, διότι η εμφάνισίς των είναι άνευ έργου και κούφια.
Δια του σημείου όμως του σταυρού παύεται κάθε μαγεία, καταργείται κάθε μαγγανεία, και όλα τα είδωλα ερημώνονται και εγκαταλείπονται˙ παύει κάθε ανόητη ηδονή, και ο καθένας στρέφει το βλέμμα από την γην προς τον ουρανόν.
Ποιον θα ονομάση κανείς νεκρόν; Τον Χριστόν, ο οποίος ενεργεί τόσον μεγάλα; Αλλά δεν είνε ίδιον του νεκρού να εργάζεται. Ή αυτόν που δεν ενεργεί καθόλου, αλλά μένει άψυχος, πράγμα το οποίον είνε ιδιότης των δαιμόνων και των ειδώλων, αφού είναι νεκρά;
Διότι ο Υιός του Θεού είνε ζωντανός και δραστήριος και καθημερινώς εργάζεται και ενεργεί την σωτηρίαν όλων˙ ενώ καθημερινώς αποδεικνύεται ότι ο θάνατος έχει αδυνατήσει και ότι τα είδωλα και οι δαίμονες είνε νεκροί˙ δια τούτο κανείς πλέον δεν αμφιβάλλει περί της αναστάσεως του σώματος αυτού».
(μετ. Στέργιου Σάκκου, Μεγάλου Αθανασίου Έργα, εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973, τομ. 1 σελ. 303-307)
Πηγή: impantokratoros.gr
Η σημασία της θυσίας του Χριστού.
Κατηχητικός λόγος του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου σχετικά με τη σημασία της θυσίας του Ιησού Χριστού, για την ζωή του ανθρώπου.
«Ο Κύριος Ιησούς και Θεός μας χωρίς να φταίει σε τίποτε ραπίσθηκε, ώστε οι αμαρτωλοί που θα τον μιμηθούν, όχι μόνον να λάβουν άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και να γίνουν συγκοινωνοί στη θεότητά του με την υπακοή τους.
Εκείνος ήταν Θεός κι έγινε για μας άνθρωπος. Ραπίσθηκε, φτύστηκε και σταυρώθηκε, και με όσα έπαθε ο απαθής κατά τη θεότητα είναι σαν να μας διδάσκει και να λέει στον καθένα μας:
«Αν θέλεις, άνθρωπε, να γίνεις Θεός, να κερδίσεις την αιώνια ζωή και να ζήσεις μαζί μου, πράγμα που ο προπάτοράς σου, επειδή το επεδίωξε με κακό τρόπο, δεν το πέτυχε, ταπεινώσου, καθώς ταπεινώθηκα κι εγώ για σένα– απόφυγε την αλαζονεία και την υπερηφάνεια του δαιμονικού φρονήματος, δέξου ραπίσματα, φτυσίματα, κολαφίσματα, υπόμεινέ τα μέχρι θανάτου και μην ντραπείς.
Αν όμως εσύ ντραπείς να πάθεις κάτι χάρη των εντολών μου, καθώς εγώ ο Θεός έπαθα για σένα, θα θεωρήσω κι εγώ ντροπή μου το να είσαι μαζί μου κατά την ένδοξη έλευσή μου και θα πω στους αγγέλους μου:
Αυτός κατά την ταπείνωσή μου ντράπηκε να με ομολογήσει και δεν καταδέχθηκε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει όμοιός μου. Τώρα λοιπόν που απογυμνώθηκε από τη φθαρτή δόξα του Πατέρα μου, θεωρώ ντροπή μου ακόμη και να τον βλέπω. Πετάξτε τον λοιπόν έξω: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μή ίδη τήν δόξαν Κυρίου» (Ησ. 26:10) (διώξτε τον ασεβή για να μη δει τη δόξα του Κυρίου).
Φρίξετε, άνθρωποι, και τρομάξετε, και υπομείνετε με χαρά τις ύβρεις που ο Θεός υπέμεινε για τη σωτηρία μας… Ο Θεός ραπίζεται από έναν τιποτένιο δούλο… και εσύ δεν καταδέχεσαι να το πάθεις αυτό από τον ομοιοπαθή σου άνθρωπο; Ντρέπεσαι να γίνεις μιμητής του Θεού, και πώς θα συμβασιλεύσεις μ’ αυτόν και θα συνδοξασθείς στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν υπομείνεις τον αδελφό σου; Αν και ’κείνος δεν καταδεχόταν να γίνει άνθρωπος για σένα και σ’ άφηνε να κείτεσαι μέχρι τώρα στην πτώση της παραβάσεως, δεν θα βρισκόσουν τώρα στον πυθμένα του Άδη, άθλιε, με τους άπιστους και τους ασεβείς;
Αλλά τί θα πούμε προς αυτούς πού δήθεν εγκατέλειψαν τα πάντα κι έγιναν φτωχοί για την βασιλεία των ουρανών;
— Αδελφέ, φτώχυνες και μιμήθηκες το Δεσπότη Χριστό και Θεό σου. Βλέπεις λοιπόν ότι τώρα ζει και συναναστρέφεται μαζί σου, αυτός που βρίσκεται υπεράνω όλων των ουρανών. Να, βαδίζετε τώρα οι δυο μαζί– κάποιος σας συναντάει στο δρόμο της ζωής, δίνει ράπισμα στον Δεσπότη σου, δίνει και σε σένα. Ο Δεσπότης δεν αντιλέγει και συ αντεπιτίθεσαι; «Ναι», λέει, γιατί είπε σε εκείνον που τον ράπισε: «ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού– ει δε καλώς, τί με δέρεις;» (Ιω. 18,23). (Αν είπα κάτι κακό, πες ποιο ήταν– αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;)».
Αυτό όμως δεν το είπε αντιμιλώντας, όπως φαντάστηκες, αλλά επειδή εκείνος «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (δεν έκανε αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του).
Και για να μη νομισθεί, ότι, επειδή τάχα αμάρτησε, δίκαια τον χτύπησε ο δούλος λέγοντάς του: «ούτως αποκρίνει τω αρχιερεί;» (Ιω. 18,22)– (έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;), για να αποδείξει λοιπόν ανεύθυνο τον εαυτό του, είπε τον παραπάνω λόγο. Δεν είμαστε όμως όμοιοί του εμείς οι υπεύθυνοι για πολλές αμαρτίες.
Έπειτα, μολονότι υπέμεινε πολύ χειρότερα απ’ αυτό, δεν μίλησε καθόλου, αλλά μάλλον προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του.
Εκείνος, αν και τον περιέπαιζαν, δεν αγανακτούσε, και σε γογγύζεις;
Εκείνος ανέχεται φτυσίματα, κολαφίσματα και φραγγελώσεις, και σε δεν ανέχεσαι ούτε ένα σκληρό λόγο;
Εκείνος δέχεται σταυρό και την οδύνη των καρφιών κι ατιμωτικό θάνατο, και συ δεν καταδέχεσαι να εκτελέσεις τα ταπεινά διακονήματα;
Πώς λοιπόν θα γίνεις συγκοινωνός στη δόξα, αφού δεν καταδέχεσαι να γίνεις συγκοινωνός στον ατιμωτικό του θάνατο; Μάταια στ’ αλήθεια εγκατέλειψες τον πλούτο, αφού δεν δέχθηκες να σηκώσεις τον σταυρό, δηλ. να υπομείνεις πρόθυμα την επίθεση όλων των πειρασμών – έτσι απόμεινες μόνος στον δρόμο της ζωής και χωρίσθηκες δυστυχώς από τον γλυκύτατο Δεσπότη και Θεό σου!»
(Από το βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα», έκδοσις Ι.Μ. Αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου)
Εκείνος ήταν Θεός κι έγινε για μας άνθρωπος. Ραπίσθηκε, φτύστηκε και σταυρώθηκε, και με όσα έπαθε ο απαθής κατά τη θεότητα είναι σαν να μας διδάσκει και να λέει στον καθένα μας:
«Αν θέλεις, άνθρωπε, να γίνεις Θεός, να κερδίσεις την αιώνια ζωή και να ζήσεις μαζί μου, πράγμα που ο προπάτοράς σου, επειδή το επεδίωξε με κακό τρόπο, δεν το πέτυχε, ταπεινώσου, καθώς ταπεινώθηκα κι εγώ για σένα– απόφυγε την αλαζονεία και την υπερηφάνεια του δαιμονικού φρονήματος, δέξου ραπίσματα, φτυσίματα, κολαφίσματα, υπόμεινέ τα μέχρι θανάτου και μην ντραπείς.
Αν όμως εσύ ντραπείς να πάθεις κάτι χάρη των εντολών μου, καθώς εγώ ο Θεός έπαθα για σένα, θα θεωρήσω κι εγώ ντροπή μου το να είσαι μαζί μου κατά την ένδοξη έλευσή μου και θα πω στους αγγέλους μου:
Αυτός κατά την ταπείνωσή μου ντράπηκε να με ομολογήσει και δεν καταδέχθηκε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει όμοιός μου. Τώρα λοιπόν που απογυμνώθηκε από τη φθαρτή δόξα του Πατέρα μου, θεωρώ ντροπή μου ακόμη και να τον βλέπω. Πετάξτε τον λοιπόν έξω: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μή ίδη τήν δόξαν Κυρίου» (Ησ. 26:10) (διώξτε τον ασεβή για να μη δει τη δόξα του Κυρίου).
Φρίξετε, άνθρωποι, και τρομάξετε, και υπομείνετε με χαρά τις ύβρεις που ο Θεός υπέμεινε για τη σωτηρία μας… Ο Θεός ραπίζεται από έναν τιποτένιο δούλο… και εσύ δεν καταδέχεσαι να το πάθεις αυτό από τον ομοιοπαθή σου άνθρωπο; Ντρέπεσαι να γίνεις μιμητής του Θεού, και πώς θα συμβασιλεύσεις μ’ αυτόν και θα συνδοξασθείς στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν υπομείνεις τον αδελφό σου; Αν και ’κείνος δεν καταδεχόταν να γίνει άνθρωπος για σένα και σ’ άφηνε να κείτεσαι μέχρι τώρα στην πτώση της παραβάσεως, δεν θα βρισκόσουν τώρα στον πυθμένα του Άδη, άθλιε, με τους άπιστους και τους ασεβείς;
Αλλά τί θα πούμε προς αυτούς πού δήθεν εγκατέλειψαν τα πάντα κι έγιναν φτωχοί για την βασιλεία των ουρανών;
— Αδελφέ, φτώχυνες και μιμήθηκες το Δεσπότη Χριστό και Θεό σου. Βλέπεις λοιπόν ότι τώρα ζει και συναναστρέφεται μαζί σου, αυτός που βρίσκεται υπεράνω όλων των ουρανών. Να, βαδίζετε τώρα οι δυο μαζί– κάποιος σας συναντάει στο δρόμο της ζωής, δίνει ράπισμα στον Δεσπότη σου, δίνει και σε σένα. Ο Δεσπότης δεν αντιλέγει και συ αντεπιτίθεσαι; «Ναι», λέει, γιατί είπε σε εκείνον που τον ράπισε: «ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού– ει δε καλώς, τί με δέρεις;» (Ιω. 18,23). (Αν είπα κάτι κακό, πες ποιο ήταν– αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;)».
Αυτό όμως δεν το είπε αντιμιλώντας, όπως φαντάστηκες, αλλά επειδή εκείνος «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (δεν έκανε αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του).
Και για να μη νομισθεί, ότι, επειδή τάχα αμάρτησε, δίκαια τον χτύπησε ο δούλος λέγοντάς του: «ούτως αποκρίνει τω αρχιερεί;» (Ιω. 18,22)– (έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;), για να αποδείξει λοιπόν ανεύθυνο τον εαυτό του, είπε τον παραπάνω λόγο. Δεν είμαστε όμως όμοιοί του εμείς οι υπεύθυνοι για πολλές αμαρτίες.
Έπειτα, μολονότι υπέμεινε πολύ χειρότερα απ’ αυτό, δεν μίλησε καθόλου, αλλά μάλλον προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του.
Εκείνος, αν και τον περιέπαιζαν, δεν αγανακτούσε, και σε γογγύζεις;
Εκείνος ανέχεται φτυσίματα, κολαφίσματα και φραγγελώσεις, και σε δεν ανέχεσαι ούτε ένα σκληρό λόγο;
Εκείνος δέχεται σταυρό και την οδύνη των καρφιών κι ατιμωτικό θάνατο, και συ δεν καταδέχεσαι να εκτελέσεις τα ταπεινά διακονήματα;
Πώς λοιπόν θα γίνεις συγκοινωνός στη δόξα, αφού δεν καταδέχεσαι να γίνεις συγκοινωνός στον ατιμωτικό του θάνατο; Μάταια στ’ αλήθεια εγκατέλειψες τον πλούτο, αφού δεν δέχθηκες να σηκώσεις τον σταυρό, δηλ. να υπομείνεις πρόθυμα την επίθεση όλων των πειρασμών – έτσι απόμεινες μόνος στον δρόμο της ζωής και χωρίσθηκες δυστυχώς από τον γλυκύτατο Δεσπότη και Θεό σου!»
(Από το βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα», έκδοσις Ι.Μ. Αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου)
Πηγή: alopsis.gr
Η κάθοδος του Χριστού εις τον Άδην.
Ἁγίου Ἐπιφανίου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Κύπρου
Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἔτρεχαν σάν δορυφόροι ὁπλῖτες, ὡπλισμένοι μέ ξίφη καί σάν ἀστραπόμορφοι κεραυνοβόλοι, ὡπλισμένοι μέ τούς θεϊκούς καί παντοδύναμους κεραυνούς τοῦ Βασιλέως των, οἱ ὁποῖοι πρόφθαιναν μέ πολύ ζῆλο καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή γρηγοράδα, ὑπακούοντας στό θεϊκό μόνο νεῦμα καί κάνοντας ἔργο καί πρᾶξι τή διαταγή καί στεφανωμένοι μέ τό στέφανο τῆς νίκης κατά τῆς παρατάξεως τῶν ἐχθρῶν καί τυράννων. Γι᾿ αὐτό καί κατέρχονται στά ὑποχθόνια δεσμωτήρια τῶν πανάρχαιων νεκρῶν, πού ἦταν μέσα στήν καρδιά τοῦ Ἅδη καί βαθύτερα ἀπ᾿ ὅλη τή γῆ, γιά νά βγάλουν ἀπό ἐκεῖ μέσα τούς ἁλυσοδεμένους καί ἀπό αἰῶνες τώρα κεκοιμημένους.
2.-. Μόλις δέ φάνηκε στά κλεισμένα ἀπ᾿ ὅλες τίς πόρτες, τά ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια, στά ὑπόγεια καί τά σπήλαια τοῦ Ἅδη ἡ θεϊκή καί λαμπρή παρουσία τοῦ Κυρίου, προβαίνει ἐμπρός ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά φέρνη χαρᾶς εὐαγγέλια στούς ἀνθρώπους, καί μέ φωνή δυνατή, ἀρχαγγελικώτατη, ἔντονη καί λιονταρίσια φωνάζει πρός τίς ἀντίπαλες δυνάμεις: «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν». Καί μαζί του φωνάζει ὁ Μιχαήλ: «γκρεμισθῆτε προαιώνιες πύλες». Ἔπειτα οἱ Δυνάμεις συμπληρώνουν: «κάνετε πέρα παράνομοι θυρωροί». Οἱ δέ Ἐξουσίες διατάζουν μέ ἐξουσία: «Σπᾶτε ἄλυτες ἁλυσίδες». Κι᾿ ἕνας ἄλλος Ἀρχάγγελος προσθέτει: «Αἶσχος σέ σᾶς, ἀνάλγητοι τύραννοι».
Καί καθώς συμβαίνει ὅταν παρουσιασθῆ μιά φοβερή, ἀήτητη καί παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί καί τρόπος καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος κυριεύει τούς ἐχθρούς τοῦ ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, τό ἴδιο ἔγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ὁ Χριστός στά καταχθόνια τοῦ Ἅδη. Ἀπό ἐπάνω μιά δυνατή ἀστραπή ἐτύφλωνε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη καί ταυτόχρονα ἀκούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές πού διέταζαν: «Ἄρατε πύλας, ὄχι ἀνοίξετε, ἀλλά ξερριζῶστε τις ἀπό τά θεμέλια, βγάλτε τις τελείως ἀπό τόν τόπο τους, ὥστε νά μή μποροῦν πιά νά ξανακλείσουν. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τίς ἀνοίξη ὁ Κύριός μας, πού ὅταν θέλη, διατάζει καί μπαίνει μέ κλεισμένες τίς πόρτες, ἀλλά σᾶς διατάζει, σάν δραπέτες δούλους, νά σηκώσετε καί νά μεταφέρετε αὐτές τίς προαιώνιες πύλες. Γιά τοῦτο καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά σᾶς πού παρουσιάζεσθε σάν ἀρχηγοί τους: ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν» (Ψαλμ. κγ´ 7-10).
Ἀπό τώρα καί ἔπειτα δέν θά εἶσθε πιά ἄρχοντες κανενός, παρ᾿ ὅλο πού κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στούς μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Οὔτε αὐτῶν θά εἶσθε πλέον ἄρχοντες, οὔτε ἄλλων, οὔτε τῶν ἑαυτῶν σας ἀκόμη. Ἄρατε πύλας, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοίξετε δρόμο σ᾿ Αὐτόν πού ἔβαλε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά του εἶναι Κύριος καί ὁ Κύριος ἔχει τό δικαίωμα καί τή δύναμι νά περάση τίς πύλες τοῦ θανάτου. Γιατί τή μέν εἴσοδο τοῦ θανάτου τή φτιάξατε σεῖς, Αὐτός δέ ἦρθε γιά νά ἐπιτύχη τό πέρασμά της. Γι᾿ αὐτό ἀνοίξετε γρήγορα καί μήν ἀργοπορῆτε. Ἀνοίξετε καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοίξετε καί μήν ἀναβάλλετε. Ἄν νομίζετε πῶς θά σᾶς περιμένουμε, κάνετε λάθος. Θά διατάξουμε τίς ἴδιες τίς πύλες νά ἀνοίξουν αὐτομάτως καί χωρίς νά βάλουμε χέρι: Ἀνοῖξτε πύλες αἰώνιες!
3.-. Καί μόλις οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἐβόησαν, τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ πύλες! Τήν ἴδια στιγμή ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν τά κλειδιά καί συγκλονίσθηκαν τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἐχθρικές δυνάμεις ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή, ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλο, ἄλλος μπερδευόταν στά πόδια τοῦ ἄλλου καί καθένας φώναζε στό διπλανό του νά φεύγη γρήγορα. Ἔφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τά ἔχασαν, ἐταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν καί ἀπόρησαν, ἀπόρησαν καί τρόμαξαν. Ὁ ἕνας ἔμεινε μέ ἀνοιχτό στόμα. Ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπο μέσα στά γόνατά του. Ἄλλος ἔπεσε κάτω, παγωμένος ἀπό τό φόβο. Ἄλλος στάθηκε ἀκίνητος, σάν νεκρός. Ἄλλος κυριεύθηκε ἀπό δέος καί ἄλλος ἔτρεξε νά σωθῆ σέ βαθύτερο μέρος.
4.-. Τήν ὥρα αὐτή ὁ Χριστός ἀπεκεφάλισε τούς σαστισμένους τυράννους. Τότε χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ρωτοῦσαν: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἦρθε ἐδῶ, κάνοντας τόσα παράδοξα πράγματα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού κατορθώνει τώρα στόν Ἅδη, αὐτά πού δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, πού βγάζει ἀπό ἐδῶ τούς προαιώνιους φυλακισμένους; Ποιός εἶναι αὐτός πού διέλυσε καί κατέλυσε τό ἀήτητο κράτος καί τό θράσος μας; »
Σ᾿ αὐτούς ἀπαντοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ Κυρίου καί τούς ἔλεγαν: «Θέλετε νά μάθετε ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Εἶναι ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός, ὁ Κύριος, ὁ δυνατός καί πανίσχυρος στόν πόλεμο. Εἶναι ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι, πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔρριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἀψίδες. Εἶναι αὐτός πού συνέτριψε μέσα στά νερά τοῦ Ἰορδάνη τίς κεφαλές τῶν δρακόντων σας. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπάνω στό Σταυρό του σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διεπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε κάθε δύναμι. Εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔρριξε στό ζόφο καί στήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι πού θά σᾶς ἐξοντώση τελειωτικά μέσα στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέεννα. Μήν ἀργῆτε, μήν περιμένετε, ἀλλά τρέξετε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιῆ. Ἀπό ἐδῶ κι᾿ ἐμπρός καταλύεται τό κράτος σας. Καταργεῖται ἡ τυραννική ἐξουσία σας. Ἡ ἀλαζονεία σας καταπατήθηκε οἰκτρά. Ἡ ὑπερήφανη καύχησί σας ξεκουρελιάσθηκε. ἡ δύναμί σας ἔσβησε καί χάθηκε γιά πάντα»
5.-. Αὐτά φώναζαν οἱ νικήτριες δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Ἄλλοι γκρέμιζαν τήν φυλακή ἀπό τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τούς ἐχθρούς πού ἔφευγαν γιά νά σωθοῦν στά βαθύτερα μέρη. Ἄλλοι ἔτρεχαν καί ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια, τά φρούρια καί τά σπήλαια. Καί ὅλοι, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις καθένας, ἔφερναν τούς δεσμῶτες ἐμπρός στόν Κύριο. Ἄλλοι ἔδεναν τόν τύραννο, ἐνῶ ἄλλοι ἀπελευθέρωναν τούς προαιώνιους δεσμῶτες. Καί ἄλλοι μέν ἔτρεχαν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, καθώς προχωροῦσε βαθύτερα. Ἄλλοι δέ τόν ἀκουλουθοῦσαν νικηφόροι, ὡς Θεόν καί Βασιλέα.
6.-. Ἐνῶ λοιπόν αὐτά διεδραματίζοντο καί ἐλέγοντο στόν Ἅδη καί ἐσείοντο τά πάντα, ὁ δέ Κύριος ἐπλησίαζε νά φθάση στά πιό ἔσχατα βάθη, ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτοδημιούργητος καί πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος πού βρισκόταν δεμένος γερά καί βαθύτερα ἀπό ὅλους, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν στούς φυλακισμένους καί ἀμέσως ἀνεγνώρισε τήν φωνή Του, καθώς ἐπερπατοῦσε μέσα στή φυλακή. Στράφηκε τότε πρός ὅλους τούς ἐπί αἰῶνες συγκρατουμένους του καί τούς φώναξε: Ὦ φίλοι μου! Ἀκούω νά πλησιάζη σ᾿ ἐμᾶς ὁ ἦχος τῶν βημάτων Κάποιου. Ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε νά ἔρθη ἕως ἐδῶ, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι! Ἐάν τόν ἰδοῦμε ἀνάμεσά μας, σωθήκαμε ἀπό τόν Ἅδη!
7.-. Καί τήν ὥρα πού ὁ Ἀδάμ ἔλεγε αὐτά πρός τούς συγκαταδίκους του, εἰσέρχεται ὁ Κύριος, κρατῶντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος ἀπό τήν χαρούμενη ἔκπληξι καί φώναξε πρός ὅλους τούς ἐπί αίῶνες κεκοιμημένους: «ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους»! Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε στόν Ἀδάμ: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου».
Ὕστερα τόν πιάνει ἀπό τό χέρι, τόν σηκώνει ἐπάνω καί τοῦ λέει: «Σήκω σύ πού κοιμᾶσαι καί ἀνάστα ἀπό τούς νεκρούς, γιατί σέ καταφωτίζει ὁ Χριστός! (Ἐφεσ. 5, 14). Ἐγώ ὁ Θεός, πού γιά χάρι σου ἔγινα υἱός σου, ἔχοντας δικούς μου πλέον καί σένα καί τούς ἀπογόνους σου, μέ τήν θεϊκή ἐξουσία μου δίνω ἐλευθερία καί λέω στούς φυλακισμένους: ἐξέλθετε. Σ᾿ αὐτούς πού κείτονται στό σκοτάδι: ξεσκεπασθῆτε. Καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι πεσμένοι κάτω: σηκωθῆτε!
Σένα, Ἀδάμ, σέ προστάζω: σήκω ἀπό τόν αἰώνιο ὕπνο σου. Δέν σέ ἔπλασα, γιά νά μένης φυλακισμένος τόν Ἅδη. Ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν θνητῶν. Σήκω ἐπάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω ἐπάνω σύ πού εἶσαι ἡ μορφή μου, πού σέ δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα μου.Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί σύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σέ σένα! Γιά σένα ὁ Κύριος ἔλαβε τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά δική σου χάρι, ἐγώ πού βρίσκομαι ψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἕνας ἀνυπεράσπιστος ἄνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι᾿ ἐγώ ἀπό τή ζωή, ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους νεκρούς (Ψαλμ. 87, 5). Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου, μέσα σέ κῆπο παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους καί μέσα σέ κῆπο ἐσταυρώθηκα (Ἰωάν. 19, 41).
Κύτταξε στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού καταδέχθηκα πρός χάριν σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω στήν παλαιά σου δόξα, πού εἶχα δώσει μέ τό ἐμφύσημά μου (Γεν. 2, 7). Κύτταξε στά μάγουλά μου τά ραπίσματα, πού καταδέχθηκα, γιά νά ἐπανορθώσω τήν διεστραμμένη μορφή σου καί νά τήν φέρω στήν ὄψι πού εἶχε σάν εἰκόνα μου. Κύτταξε στή ράχη μου τή μαστίγωσι πού καταδέχθηκα, γιά νά διασκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου. Κύτταξε τά καρφωμένα χέρια μου, πού τά ἅπλωσα καλῶς ἀπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιά νά συχωρεθῆς σύ πού ἅπλωσες κακῶς τό χέρι σου στό ἀπαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τά πόδια μου πού καρφώθηκαν καί τρυπήθηκαν στό Σταυρό, γιά νά ἐξαγνισθοῦν τά δικά σου πόδια πού ἔτρεξαν κακῶς στό δένδρο τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἕκτη ἡμέρα βγῆκε εἰς βάρος σου τότε ἡ καταδικαστική ἀπόφασις. Γι᾿ αὐτό πάλι τήν ἕκτη ἡμέρα σέ ἀναπλάττω καί ἀνοίγω τόν παράδεισο. Πρός χάριν σου γεύθηκα τήν χολή, γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό ἐκεῖνον τόν γλυκό καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά βγάλω ἀπό τή ζωή σου τό δριμύ καί ἔξω ἀπό τή φύσι σου ποτῆρι τοῦ θανάτου. Δέχθηκα τόν σπόγγο, γιά νά σβήσω τό κατάστιχο τῶν ἁμαρτιῶν σου. Δέχθηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα στήν πλευρά μου, γιά σένα πού ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. Ἡ πληγωμένη πλευρά μου ἐθεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλη ἀπό τόν ὕπνο σου μέσα στόν Ἅδη. Ἡ ρομφαία πού χτύπησε ἐμένα, σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου (Γεν. 3, 24).
Σήκω, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Τότε σέ ἐξώρισα ἀπό τόν γήϊνο παράδεισο. Τώρα σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον σ᾿ ἐκεῖνον τόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Τότε σ᾿ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς (Γεν. 3, 22). Νά ὅμως τώρα πού ἑνώθηκα πλήρως μέ σένα, ἐγώ πού εἶμαι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἔταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα ὁδηγῶ τά Σεραφίμ νά σέ προσκυνήσουν σά Θεό. Κρύφθηκες τότε μπροστά στόν Θεό, ἐπειδή ἤσουν γυμνός. Νά ὅμως πού ἀξιώθηκες νά κρύψης μέσα σου γυμνό τόν ἴδιο τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό σηκωθῆτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία. Ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Ἀπό τήν ὀδύνη στήν ἐλευθερία. Ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεσι. Ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
8.-. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη: γιά νά γίνη Κύριος καί νεκρῶν καί ζώντων (Ρωμ. 14, 9). Σηκωθῆτε, λοιπόν. Ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Ὁ οὐράνιος Πατέρας περιμένει μέ λαχτάρα τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων (Ματθ. 18, 12) περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ, πότε θά ἀναστηθῆ, πότε θά ἀνέλθη καί θά ἐπανέλθη πρός τόν Θεό. Ὁ χερουβικός θρόνος εἶναι ἕτοιμος. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ νυμφικός θάλαμος ἔχει προετοιμασθῆ. Τό μεγάλο ἑορταστικό δεῖπνο εἶναι στρωμένο (Ἀποκ. 19, 9, Λουκ. 14, 16). Τά θησαυροφυλάκια τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἄνοιξαν. Ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμασθῆ «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34). Ἀγαθά πού μάτια δέν τά εἶδαν καί αὐτιά δέν τά ἄκουσαν περιμένουν τόν ἄνθρωπο (Α´ Κορ 2, 9).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια εἶπεν ὁ Κύριος. Καί ἀμέσως ἀνασταίνεται μαζί Του ὁ ἑνωμένος σ᾿ αὐτόν Ἀδάμ καί μαζί τους καί ἡ Εὔα. Ἀκόμη δέ καί «πολλά σώματα δικαίων, πού εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό αἰῶνες, ἀναστήθηκαν» (Ματθ. 27, 52), διακηρύσσοντας τήν τριήμερο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε καί ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε οἱ πιστοί μέ πολλή χαρά, χορεύοντες μέ τούς ἀγγέλους καί ἑορτάζοντες μέ τούς ἀρχαγγέλους καί δοξάζοντες τόν Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τήν φθορά. Εἰς Αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις, μαζί μέ τόν ἀθάνατο Πατέρα καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό καί ὁμοούσιο Πνεῦμα, εἰς ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: alopsis.gr
Πέμπτη 28 Απριλίου 2016
Στη μαστίγωση του Κυρίου, μελέτη ΚΘ'.
Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου του εκ Νάξου
Στην μαστίγωσι του Ιησού Χριστού, στην οποία ο Κύριος δοκίμασε:
Α’. Έναν υπερβολικό πόνο.
Β’. Μία υπερβολική ντροπή.
Γ’. Μία υπερβολική αγάπη.
Α’.
Σκέψου, αδελφέ, τον πόνο που δοκίμασε ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός από το σκληρό βασανιστήριο της μαστιγώσεως που δέχθηκε· «Τότε πήρε ο Πιλάτος τον Ιησού και τον μαστίγωσε» (Ιω. 19, 1)· μπορείς να τον καταλάβης κατά κάποιον τρόπο πόσο φοβερός και υπερβολικός ήταν από τέσσερα αίτια· α’ από την τρυφερότητα του σώματος του Ιησού· β’ από την λύσσα των στρατιωτών που τον μαστίγωσαν· γ’ από τον αριθμό των μαστιγώσεων και δ’ από τα όργανα, που χρησιμοποίησαν για την μαστίγωσι αυτή.
Α’. Το σώμα του Ιησού είχε πάρει μία ειδική μορφή με την χάρι του αγίου Πνεύματος με θαυμάσιο και υπερφυσικό τρόπο και ήταν δημιουργημένο για έναν μεγάλο σκοπό, που ήταν να γίνη όργανο της ψυχής του Χριστού, που είχε θεωθή, ήταν φοβερά ωραίο και τέλειο. Γι’ αυτό και ήταν στην συνέχεια και απόλυτα τρυφερό και δεκτικό σε ερεθίσματα τόσο, που λόγω της τρυφερότητας αυτής (ονομάσθηκε ο Κύριος σύμφωνα με τη γνώμη μερικών διδασκάλων, σκουλήκι· «Εγώ είμαι σκουλήκι και όχι άνθρωπος» (Ψαλμ 21, 7)· και εκτός από αυτά είχε αδυνατίσει πάρα πολύ προηγουμένως από τον ιδρώτα, που έμοιαζε με αίμα, από την αγρυπνία της προηγούμενης νύκτας και από την οδυνηρή αγωνία, που υπέμεινε στον κήπο.
Β’. Οι στρατιώτες που τον μαστίγωσαν όχι μόνο ήταν σκληροί και απάνθρωποι, φυσικά, αλλά ήταν παρακινημένοι εξωτερικά από τους Ιουδαίους και εσωτερικά από τον διάβολο, ώστε, έχοντας την σκληρότητα διπλάσια και τριπλάσια, δεν έμοιαζαν με ανθρώπους αλλά με σκύλους και ταύρους και θηρία, όπως είπε γι’ αυτούς πρωτύτερα ο Δαυίδ· «Με περικύκλωσαν εχθροί πολλοί, λυσσασμένοι σαν σκύλοι… με περικύκλωσαν σαν θρεμμένοι ταύροι» (Ψαλμ. 21, 16· 12). Αυτοί λοιπόν, οι στρατιώτες όντας εξήντα στον αριθμό, άλλαζαν κάθε δύο ώρες όταν κουράζονταν μαστιγώνοντας και δέρνοντας τον Κύριο, όπως μαρτυρεί ο Ιταλός Κορνήλιος στην ερμηνεία του 19ου κεφ. του Ιωάννου.
Γ’. Τα όργανα της μαστιγώσεως του Κυρίου ήταν μαστίγια από δέρμα βοδιού πάρα πολύ σκληρά, αγκαθωτά ραβδιά με κόμπους και σχοινιά, ωπλισμένα με σιδερένια αστέρια και αγκίστρια, που ξέσχιζαν τις σάρκες μέχρι τα κόκκαλα· και Δ’ ο αριθμός των πληγών, τις οποίες δέχθηκε ο Κύριος ήταν σχεδόν αναρίθμητος και κατά κάποιον τρόπο ανάλογος με το πλήθος των αμαρτιών μας όπως προφήτευσε γι’ αυτά ο προφήτης Δαυίδ· «Συγκεντρώθηκαν ως μάστιγες εναντίον μου, για να με δέρνουν αλύπητα και εγώ δεν είχα ιδέα» (Ψαλμ. 34, 15).
Τώρα, αδελφέ, πώς μπορεί να μη κατανυχθή η καρδιά σου, όταν σκεφθής ένα θέαμα τόσο πολύ θλιβερό; Σχημάτισε με τον νου σου, αγαπητέ, ότι είσαι κι εσύ παρών και βλέπεις τον Ιησού σαν ένα άκακο αρνί να είναι περικυκλωμένο στην μέση από τους αιμοβόρους εκείνους λύκους και ότι το έχουν δεμένο σφικτά σε μία κολόνα και το μαστιγώνουν άσπλαγχνα και ότι σε κάθε μέρος αντηχούν και κάνουν θόρυβο τα μαστιγώματα. Και στην αρχή, βέβαια, πληγώνουν εκείνο το πανάγιο σώμα, κατόπιν το τραυματίζουν και στο τέλος το καταξεσχίζουν με τέτοιο τρόπο, ώστε κτυπώντας εκείνοι οι άνθρωποι, που έμοιοιαζαν με θηρία πάλι πάνω στις προηγούμενες πληγές και ανοίγοντας τα τραύματα και κάθε πληγή κόβοντας μέρος από εκείνη την ευγενέστατη σάρκα του Κυρίου, έκαμναν να φαίνωνται γυμνές και σχεδόν ξεσκεπασμένες οι πλευρές και τα κόκκαλά του σε σημείο που να μπορούν και εξωτερικά να μετρηθούν· «Απαρίθμησαν όλα τα κόκκαλά μου» (Ψαλμ. 21, 17). Το αίμα πάλι τρέχοντας σαν ποτάμι από όλες του τις φλέβες έγινε σαν λίμνη κάτω από την κολόνα, στην οποία τον είχαν δεμένο και αυτό προετύπωνε το αίμα του μοσχαριού εκείνου, που έχυσε ο Μωυσής στην βάσι του θυσιαστηρίου· «Και έχυσε το αίμα στην βάσι του και το αγίασε» (Λευϊτ. 8, 15). Ω φοβερό μακελλειό (σκοτωμός) που υπέφερε ο τρυφερότατος και ευγενέστατος Ιησούς μου, το οποίο δεν θα υπέφερε, αν το δοκίμαζε ένας σκληρός και αδαμαντένιος γίγαντας! Γι’ αυτό είχε δίκαιο να φωνάζη με τον Δαυίδ· «Έγινα μαστιγωμένος όλη την διάρκεια της ημέρας» (Ψαλμ. 72, 14).
Να, λοιπόν, να με πόση πλουσιοπάροχη τιμή εξαγόρασε ο Ιησούς Χριστός την σωτηρία σου, αγαπητέ· διότι μολονότι μία μόνο πληγή του Ιησού Χριστού ήταν αρκετή, για να εξαγοράση όλο το ανθρώπινο γένος, παρόλα αυτά ο Χριστός θέλησε να δεχθή τόσες πληγές κατά την μαστίγωσί του και με τόσο άγριους τρόπους για να αποδείξη πόσο πολύ αγαπά την σωτηρία των ανθρώπων. Τώρα, λοιπόν, αν τυχόν εσύ κολασθής αφού αυτός υπέφερε τόσο πολύ, για να σε σώση, αυτό σημαίνει ότι σου πρέπει η κόλασις και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παραπονήσαι στον Κύριο και να θρηνής απαρηγόρητα. Να, βλέπεις καθαρά, πόσο υπέφερε ο λυτρωτής σου με την φοβερή αυτή μαστίγωσι, για τις ηδονές εκείνες που θέλησες εσύ να απολαύσης που ήταν αντίθετες στο θεϊκό του θέλημα. Αντέχει, λοιπόν, η καρδιά σου να προσθέσης κι άλλες πληγές πάνω στις πληγές του Ιησού, θέλοντας πάλι να τον βλάψης με τις αμαρτίες σου; αντέχει η καρδιά σου μπροστά σε τόσες πληγές μπροστά σε τόσο αίμα, μπροστά σε τόσους πόνους του Κυρίου σου να θέλης πάλι από εδώ και πέρα τις απαγορευμένες σαρκικές και αισθησιακές ηδονές και απολαύσεις όπως τις αναζητούσες μέχρι τώρα; Μη παρακαλώ, αδελφέ, μη καταφρόνησης τόσο πολύ την σωτηρία σου και μη φανής τόσο αναίσθητος για την αγάπη αυτού του γλυκύτατου Ιησού, που δέχθηκε τόσες πολλές μαστιγώσεις· διότι ο Κύριος γι’ αυτό τον λόγο καταδέχθηκε να λάβη τόσους πόνους και οδύνες στο αναμάρτητο σώμα του, για να θεραπεύση τις ηδονές της σάρκας που απόλαυσε ο Αδάμ και οι απόγονοί του, όπως αναφέρει ο άγιος Μάξιμος· διότι, σύμφωνα με τους ιατρούς τα αντίθετα θεραπεύονται με τα αντίθετά τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, αν εσύ πάλι αναζητήσης τις σαρκικές ηδονές και αναπαύσεις όσο εξαρτάται από εσένα, μαστιγώνεις πάλι τον Ιησού και ανανεώνεις τις πληγές και τους πόνους του και αποδεικνύεις ότι για σένα άδικα δέχθηκε τόσα χτυπήματα και τέτοιο φοβερό βασανιστήριο, χωρίς να ωφεληθής τίποτε από αυτά.
Γ’. Τα όργανα της μαστιγώσεως του Κυρίου ήταν μαστίγια από δέρμα βοδιού πάρα πολύ σκληρά, αγκαθωτά ραβδιά με κόμπους και σχοινιά, ωπλισμένα με σιδερένια αστέρια και αγκίστρια, που ξέσχιζαν τις σάρκες μέχρι τα κόκκαλα· και Δ’ ο αριθμός των πληγών, τις οποίες δέχθηκε ο Κύριος ήταν σχεδόν αναρίθμητος και κατά κάποιον τρόπο ανάλογος με το πλήθος των αμαρτιών μας όπως προφήτευσε γι’ αυτά ο προφήτης Δαυίδ· «Συγκεντρώθηκαν ως μάστιγες εναντίον μου, για να με δέρνουν αλύπητα και εγώ δεν είχα ιδέα» (Ψαλμ. 34, 15).
Τώρα, αδελφέ, πώς μπορεί να μη κατανυχθή η καρδιά σου, όταν σκεφθής ένα θέαμα τόσο πολύ θλιβερό; Σχημάτισε με τον νου σου, αγαπητέ, ότι είσαι κι εσύ παρών και βλέπεις τον Ιησού σαν ένα άκακο αρνί να είναι περικυκλωμένο στην μέση από τους αιμοβόρους εκείνους λύκους και ότι το έχουν δεμένο σφικτά σε μία κολόνα και το μαστιγώνουν άσπλαγχνα και ότι σε κάθε μέρος αντηχούν και κάνουν θόρυβο τα μαστιγώματα. Και στην αρχή, βέβαια, πληγώνουν εκείνο το πανάγιο σώμα, κατόπιν το τραυματίζουν και στο τέλος το καταξεσχίζουν με τέτοιο τρόπο, ώστε κτυπώντας εκείνοι οι άνθρωποι, που έμοιοιαζαν με θηρία πάλι πάνω στις προηγούμενες πληγές και ανοίγοντας τα τραύματα και κάθε πληγή κόβοντας μέρος από εκείνη την ευγενέστατη σάρκα του Κυρίου, έκαμναν να φαίνωνται γυμνές και σχεδόν ξεσκεπασμένες οι πλευρές και τα κόκκαλά του σε σημείο που να μπορούν και εξωτερικά να μετρηθούν· «Απαρίθμησαν όλα τα κόκκαλά μου» (Ψαλμ. 21, 17). Το αίμα πάλι τρέχοντας σαν ποτάμι από όλες του τις φλέβες έγινε σαν λίμνη κάτω από την κολόνα, στην οποία τον είχαν δεμένο και αυτό προετύπωνε το αίμα του μοσχαριού εκείνου, που έχυσε ο Μωυσής στην βάσι του θυσιαστηρίου· «Και έχυσε το αίμα στην βάσι του και το αγίασε» (Λευϊτ. 8, 15). Ω φοβερό μακελλειό (σκοτωμός) που υπέφερε ο τρυφερότατος και ευγενέστατος Ιησούς μου, το οποίο δεν θα υπέφερε, αν το δοκίμαζε ένας σκληρός και αδαμαντένιος γίγαντας! Γι’ αυτό είχε δίκαιο να φωνάζη με τον Δαυίδ· «Έγινα μαστιγωμένος όλη την διάρκεια της ημέρας» (Ψαλμ. 72, 14).
Να, λοιπόν, να με πόση πλουσιοπάροχη τιμή εξαγόρασε ο Ιησούς Χριστός την σωτηρία σου, αγαπητέ· διότι μολονότι μία μόνο πληγή του Ιησού Χριστού ήταν αρκετή, για να εξαγοράση όλο το ανθρώπινο γένος, παρόλα αυτά ο Χριστός θέλησε να δεχθή τόσες πληγές κατά την μαστίγωσί του και με τόσο άγριους τρόπους για να αποδείξη πόσο πολύ αγαπά την σωτηρία των ανθρώπων. Τώρα, λοιπόν, αν τυχόν εσύ κολασθής αφού αυτός υπέφερε τόσο πολύ, για να σε σώση, αυτό σημαίνει ότι σου πρέπει η κόλασις και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παραπονήσαι στον Κύριο και να θρηνής απαρηγόρητα. Να, βλέπεις καθαρά, πόσο υπέφερε ο λυτρωτής σου με την φοβερή αυτή μαστίγωσι, για τις ηδονές εκείνες που θέλησες εσύ να απολαύσης που ήταν αντίθετες στο θεϊκό του θέλημα. Αντέχει, λοιπόν, η καρδιά σου να προσθέσης κι άλλες πληγές πάνω στις πληγές του Ιησού, θέλοντας πάλι να τον βλάψης με τις αμαρτίες σου; αντέχει η καρδιά σου μπροστά σε τόσες πληγές μπροστά σε τόσο αίμα, μπροστά σε τόσους πόνους του Κυρίου σου να θέλης πάλι από εδώ και πέρα τις απαγορευμένες σαρκικές και αισθησιακές ηδονές και απολαύσεις όπως τις αναζητούσες μέχρι τώρα; Μη παρακαλώ, αδελφέ, μη καταφρόνησης τόσο πολύ την σωτηρία σου και μη φανής τόσο αναίσθητος για την αγάπη αυτού του γλυκύτατου Ιησού, που δέχθηκε τόσες πολλές μαστιγώσεις· διότι ο Κύριος γι’ αυτό τον λόγο καταδέχθηκε να λάβη τόσους πόνους και οδύνες στο αναμάρτητο σώμα του, για να θεραπεύση τις ηδονές της σάρκας που απόλαυσε ο Αδάμ και οι απόγονοί του, όπως αναφέρει ο άγιος Μάξιμος· διότι, σύμφωνα με τους ιατρούς τα αντίθετα θεραπεύονται με τα αντίθετά τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, αν εσύ πάλι αναζητήσης τις σαρκικές ηδονές και αναπαύσεις όσο εξαρτάται από εσένα, μαστιγώνεις πάλι τον Ιησού και ανανεώνεις τις πληγές και τους πόνους του και αποδεικνύεις ότι για σένα άδικα δέχθηκε τόσα χτυπήματα και τέτοιο φοβερό βασανιστήριο, χωρίς να ωφεληθής τίποτε από αυτά.
Λοιπόν, πρέπει να ντραπής αγαπητέ, να ντραπής σκεπτόμενος πόσο μερίδιο έχεις κι εσύ σ’ αυτή την σκληρή μαστίγωσι του Ιησού και να αναγνωρίσης ανάμεσα στις τόσες του πληγές ότι υπάρχουν κι εκείνες που τις πρόσθεσαν οι δικές σου αμαρτίες που του ήσαν ιδιαίτερα γνωστές από πρώτα και να καταρασθής χίλιες φορές αυτές τις αμαρτίες σου, που προξένησαν στον Σωτήρα σου τέτοια δοκιμασία. Και όσες φορές σε μαστιγώνει ο Θεός και σε δοκιμάζει για τις αμαρτίες σου αυτές να υπομένης αγόγγυστα και να τον ευχαριστής διότι αν ο Κύριος υπέμεινε τέτοια φρικτή μαστίγωσι, όχι για τις δικές του αμαρτίες αλλά για τις δικές σου, πώς εσύ δεν πρέπει να υπομένης τις μαστιγώσεις που προέρχονται από τον Θεό για τις δικές σου αμαρτίες; Γνώριζε, ότι με τις μαστιγώσεις αυτές θα ελεηθής από τον Θεό, όπως είπε ο Τωβίτ· «Αυτός τιμωρεί, αλλά και σπλαγχνίζεται» (Τωβίτ 13, 2) και πάλι· «Με ταλαιπώρησες αλλά με λυπήθηκες» (Τωβίτ 11, 13). Με τις μαστιγώσεις αυτές αποδεικνύεσαι, ότι ανήκεις στην τάξι των υιών του Θεού· «Μαστιγώνει με δοκιμασίες κάθε τέκνο του και παιδί, το οποίο αναγνωρίζει ως ιδικό του» (Παρ. 3, 12) γιατί ο Θεός δεν μαστιγώνει και δεν εκπαιδεύει κάποιον από εκδίκησι και έχθρα, μη γένοιτο!, αλλά επειδή οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούν τις συμβουλές και νουθεσίες του Θεού που γίνονται με τα λόγια, γι’ αυτό ο Θεός αναγκάζεται να τους συμβουλεύη και να τους νουθετή με το έργο· δηλαδή με τις παιδαγωγίες και με τις μαστιγώσεις, όπως είπε η σοφή Ιουδίθ· «Μας μαστιγώνει όχι για εκδίκησι, αλλά για να μας νουθετήση» (Ιουδίθ 8, 27). Γι’ αυτό, λοιπόν, όταν ο Θεός σε παιδεύη και σε μαστιγώνη, γνώρισε, ότι έχεις κάποια αμαρτία κρυφή ή φανερή και γι’ αυτήν μαστιγώνεσαι· «Πολλά τα μαστιγώματα του αμαρτωλού» (Ψαλμ. 31, 10)· γι’ αυτό μη απογοητεύεσαι, ούτε να παραμένης αναίσθητος όπως είπε ο προφήτης Ιερεμίας· «Τους μαστίγωσες και δεν αισθάνθηκαν πόνο» (Ιερεμ. 5, 3), αλλά προσπάθησε να βρης την αμαρτία σου και να την διορθώσης λέγοντας με τον Δαυίδ· «Η πατρική σου παιδαγωγία και καθοδήγησή σου με συμβουλές ή και τιμωρίες με σήκωσε όρθιο και με διώρθωσε τελείως. Και η παιδεία σου αυτή θα εξακολουθή να με διδάσκη» (Ψαλμ. 17, 36). Και, τέλος πάντων, ευχαρίστησε τον Κύριο για την αμέτρητη αγάπη του, που δέχεται ο ίδιος στον εαυτό του την τιμωρία και μαστίγωσι, που άρμοζε σε σένα, μόνο και μόνο για να σε συμφιλιώση με τον ουράνιο Πατέρα· και πρόσφερέ του αυτήν την ίδια αγάπη και αυτό το ίδιο αίμα του, για να μεσιτεύσουν για σένα, για να σου δοθή η άφεσις των αμαρτιών. Διότι το μεν αίμα του Άβελ φώναζε στον Θεό για εκδίκησι, ενώ το αίμα του Υιού του Θεού φωνάζει στον Θεό για συγχώρησι των αμαρτιών μας· «Έχετε προσέλθει στον μεσίτη της νέας διαθήκης τον Ιησού, και σε αίμα ραντισμού, που μιλά για καλλίτερα πράγματα από το αίμα του Άβελ» (Εβρ. 12, 24).
Β’.
Σκέψου, αδελφέ, την μεγάλη αισχύνη καί ντροπή, που δέχθηκε ο Ιησούς στην μαστίγωσι αυτή, γιατί όντας γυμνός μπροστά στα μάτια τόσων στρατιωτών και ενώ τον περιέπαιζε εκείνο το αδιάντροπο και βλάσφημο έθνος σκεπάζεται από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από μία παρθενική ντροπή, αλλά, που προκαλεί στην καρδιά του τόση πίκρα και πόνο, που γι’ αυτήν την τόση μεγάλη ντροπή θλίβεται πάρα πολύ, σαν για ένα ιδιαίτερο μαρτύριο, λέγοντας με το στόμα του Προφήτη· «Και αυτόί με κυττάζουν περιφρονητικά» (Ψαλμ. 21, 18). Και επειδή κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να καταλάβη την λύπη για την ντροπή αυτή, φωνάζει δυνατά ως μάρτυρα τον επουράνιο Πατέρα, ο οποίος όπως μόνος και αποκλειστικά γνώριζε την αμέτρητη αξία του θεϊκού του προσώπου και της παναγίας του ανθρωπότητας, έτσι και μόνος του και αποκλειστικά μπορούσε να γνωρίζη την μεγάλη του ντροπή και αισχύνη· «Εσύ γνωρίζεις καλά ποιον ονειδισμό υφίσταμαι και ποια ντροπή και καταισχύνη δοκιμάζω» (Ψαλμ. 68, 20).
Β’.
Σκέψου, αδελφέ, την μεγάλη αισχύνη καί ντροπή, που δέχθηκε ο Ιησούς στην μαστίγωσι αυτή, γιατί όντας γυμνός μπροστά στα μάτια τόσων στρατιωτών και ενώ τον περιέπαιζε εκείνο το αδιάντροπο και βλάσφημο έθνος σκεπάζεται από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από μία παρθενική ντροπή, αλλά, που προκαλεί στην καρδιά του τόση πίκρα και πόνο, που γι’ αυτήν την τόση μεγάλη ντροπή θλίβεται πάρα πολύ, σαν για ένα ιδιαίτερο μαρτύριο, λέγοντας με το στόμα του Προφήτη· «Και αυτόί με κυττάζουν περιφρονητικά» (Ψαλμ. 21, 18). Και επειδή κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να καταλάβη την λύπη για την ντροπή αυτή, φωνάζει δυνατά ως μάρτυρα τον επουράνιο Πατέρα, ο οποίος όπως μόνος και αποκλειστικά γνώριζε την αμέτρητη αξία του θεϊκού του προσώπου και της παναγίας του ανθρωπότητας, έτσι και μόνος του και αποκλειστικά μπορούσε να γνωρίζη την μεγάλη του ντροπή και αισχύνη· «Εσύ γνωρίζεις καλά ποιον ονειδισμό υφίσταμαι και ποια ντροπή και καταισχύνη δοκιμάζω» (Ψαλμ. 68, 20).
Αχ, αδελφέ! Και μία τόση μεγάλη ντροπή, που έπρεπε στους κλέφτες και φονιάδες και πόρνους και αμαρτωλούς όταν συλληφθούν στην αμαρτία· «Ας ντροπιασθούν εκείνοι που με ψεύδη και δόλους παρανομούν άδικα» (Ψαλμ. 24, 3)· μία τόσο μεγάλη ντροπή ήταν σωστό να αποδοθή στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ήταν δίκαιο ο αθωώτατος Ιησούς να δεχθή μία τέτοια ντροπή, ώστε χωρίς ντροπή να τον βλέπουν όλον γυμνό και κατά κάποιον τρόπο να χαίρονται με την γύμνωσί του, την στιγμή που και αυτά τα άψυχα κτίσματα, ο ήλιος και η σελήνη τον είδαν και ντράπηκαν, όπως έχει γραφή· «Θα κοκκινίση η σελήνη από ντροπή και ο ήλιος θα χλωμιάση» (Ησαΐας 24, 23). Όχι, βέβαια, δεν ήταν δίκαιο· παρόλα αυτά αυτός θέλησε να δεχθή την ντροπή αυτή στον εαυτό του και να την δεχθή με τόση υπερβολή, ώστε από την μεγάλη αυτή ντροπή να σκεπασθή ολόκληρος από το κεφάλι μέχρι τα πόδια· «Ημέρα δεν παρέρχεται κατά την οποία να μη είναι εμπρός μου η ντροπή, και η καταισχύνη με κατεπλάκωσε και με σκέπασε ολόκληρο» (Ψαλμ. 43, 16), για δύο αίτια· α’ για να απομακρύνη από εσένα μία αισχύνη τιμωρητική και β’ για να σε βοηθήση να αποκτήσης μία άλλη αισχύνη, που να προκαλή την σωτηρία. Η τιμωρητική αισχύνη ήταν εκείνη, που σε ανέμενε μπροστά στο παγκόσμιο κριτήριο του Θεού, όταν επρόκειτο να παρουσιασθής εκεί απογυμνωμένος από την θεία χάρι, καταντροπιασμένος για τις κακίες σου και έρημος από κάθε έξι της αρετής. Και αυτό θα συνέβαινε, αν ο λυτρωτής σου δεν θα ήθελε να σε κάνη αντάξιο με την καταισχύνη σου αυτή, να ντυθής και να στολισθής με βασιλικά ενδύματα με τις αξιομισθίες σου, για να μη φανή η γύμνωσίς σου μπροστά σε όλο τον κόσμο, όπως το λέει μόνος του στην ιερή Αποκάλυψι· «Σε συμβουλεύω να αγοράσης από εμένα… ιμάτια λευκά, για να τα φορέσης και να μη φαίνεται η αισχύνη της γυμνότητάς σου» (Αποκ. 3, 18). Το σωτήριο είδος της αισχύνης που σου προξένησε, είναι η αισχύνη εκείνη, που σου συμβαίνει, όταν γνωρίσης καλά τις αμαρτίες που έκανες και την αχαριστία, που έδειξες στον λυτρωτή σου.
Και πραγματικά, σωτήρια και ψυχωφελέστατη είναι η αισχύνη, που σου προξένησε ο Ιησούς με την δική του την αισχύνη. Η αισχύνη αυτή και η ντροπή είναι ένας περιορισμός των λογισμών και ένας περιορισμός της γλώσσας των οφθαλμών και των άλλων αισθήσεων, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Είναι μία προφύλαξις από τις μελλοντικές αμαρτίες και ένα σημάδι αληθινής μετανοίας των προηγουμένων σου αμαρτιών· λοιπόν, φρόντισε και συ, αδελφέ, να αποκτήσης αυτή την σωτήρια ντροπή για τον εαυτό σου, αισχυνόμενος μπροστά στον Θεό για τα κρυφά έργα της αισχύνης που διέπραξες τα οποία δεν έπρεπε να τα πράξης αφού είσαι χριστιανός και απαρνήθηκες τα παρόμοια έργα την ώρα του αγίου Βαπτίσματος· «Απαρνηθήκαμε τις πράξεις που οι άνθρωποι κρύβουν από ντροπή» (Β’ Κορ. 4, 2). Γιατί αν ο αναμάρτητος Υιός του Θεού, δέχθηκε τόση ντροπή για τις δικές σου αμαρτίες πώς στ’ αλήθεια, να μη ντραπής για τις αμαρτίες που έκανες εσύ ο ίδιος; Εσύ, όταν θα θυμάσαι τις αισχρές και κρυφές αμαρτίες που διέπραξες θα πρέπη να κοκκινίζη ολόκληρο το πρόσωπό σου και να αισθάνεσαι τέτοια ντροπή, σαν αυτήν, που αισθάνεται ένας κλέφτης όταν συλληφθή να κλέβη δημόσια· «Όπως ο κλέπτης νοιώθει ντροπή, όταν συλληφθή, έτσι θα ντρέπεσθε κι εσείς Ισραηλίτες» (Ιερεμ. 2, 26). Γιατί αυτή η ντροπή σε κάνει να προσέχης για να μη πέσης δεύτερη φορά στα ίδια αμαρτήματα· αυτή φυσικά γεννά την ταπείνωσι στην ψυχή σου και η ταπείνωσις πάλι σου συγχωρεί πολλά αμαρτήματα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ (Λόγ. μθ’) [Τα λόγια του είναι τα έξής: «Με τους λογισμούς της ταπεινώσεως με τον ιλασμό συγχώρησε τα αμαρτήματά σου. Η ταπείνωσις και χωρίς έργα συγχωρεί πολλές αμαρτίες· αυτά, όμως, χωρίς αυτήν είναι ανώφελα και μας προξενούν πολλά κακά. Λοιπόν, όπως είπε, με την ταπείνωσι συγχώρησε τις αμαρτίες σου» (Σελ. 299)].
Και πραγματικά, σωτήρια και ψυχωφελέστατη είναι η αισχύνη, που σου προξένησε ο Ιησούς με την δική του την αισχύνη. Η αισχύνη αυτή και η ντροπή είναι ένας περιορισμός των λογισμών και ένας περιορισμός της γλώσσας των οφθαλμών και των άλλων αισθήσεων, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Είναι μία προφύλαξις από τις μελλοντικές αμαρτίες και ένα σημάδι αληθινής μετανοίας των προηγουμένων σου αμαρτιών· λοιπόν, φρόντισε και συ, αδελφέ, να αποκτήσης αυτή την σωτήρια ντροπή για τον εαυτό σου, αισχυνόμενος μπροστά στον Θεό για τα κρυφά έργα της αισχύνης που διέπραξες τα οποία δεν έπρεπε να τα πράξης αφού είσαι χριστιανός και απαρνήθηκες τα παρόμοια έργα την ώρα του αγίου Βαπτίσματος· «Απαρνηθήκαμε τις πράξεις που οι άνθρωποι κρύβουν από ντροπή» (Β’ Κορ. 4, 2). Γιατί αν ο αναμάρτητος Υιός του Θεού, δέχθηκε τόση ντροπή για τις δικές σου αμαρτίες πώς στ’ αλήθεια, να μη ντραπής για τις αμαρτίες που έκανες εσύ ο ίδιος; Εσύ, όταν θα θυμάσαι τις αισχρές και κρυφές αμαρτίες που διέπραξες θα πρέπη να κοκκινίζη ολόκληρο το πρόσωπό σου και να αισθάνεσαι τέτοια ντροπή, σαν αυτήν, που αισθάνεται ένας κλέφτης όταν συλληφθή να κλέβη δημόσια· «Όπως ο κλέπτης νοιώθει ντροπή, όταν συλληφθή, έτσι θα ντρέπεσθε κι εσείς Ισραηλίτες» (Ιερεμ. 2, 26). Γιατί αυτή η ντροπή σε κάνει να προσέχης για να μη πέσης δεύτερη φορά στα ίδια αμαρτήματα· αυτή φυσικά γεννά την ταπείνωσι στην ψυχή σου και η ταπείνωσις πάλι σου συγχωρεί πολλά αμαρτήματα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ (Λόγ. μθ’) [Τα λόγια του είναι τα έξής: «Με τους λογισμούς της ταπεινώσεως με τον ιλασμό συγχώρησε τα αμαρτήματά σου. Η ταπείνωσις και χωρίς έργα συγχωρεί πολλές αμαρτίες· αυτά, όμως, χωρίς αυτήν είναι ανώφελα και μας προξενούν πολλά κακά. Λοιπόν, όπως είπε, με την ταπείνωσι συγχώρησε τις αμαρτίες σου» (Σελ. 299)].
Τότε μόνο πρέπει να διώξης την ντροπή, όταν πρόκηται να εξομολογηθής τις αμαρτίες σου, όπως σε διατάσσει το Πνεύμα το Άγιο· «Να μη ντρέπεσαι να ομολογής τις αμαρτίες σου» (Σοφ. Σειρ. 4, 26) και ο Χρυσόστομος σου λέει· «Να ντρέπεσαι, όταν αμαρτάνης να μη ντρέπεσαι, όταν μετανοής» (Λόγος περί Μετανοίας). Γιατί η ντροπή αυτή προέρχεται από τον διάβολο, που δίνει παρρησία στην αμαρτία και ντροπή στην μετάνοια και εξομολόγησι. Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο [Λέει τα εξής· «Αυτά τα δύο υπάρχουν, αμαρτία και μετάνοια· στην αμαρτία υπάρχει όνειδος, ντροπή· στην μετάνοια έπαινος, παρρησία· αλλ’ αντιστρέφει ο σατανάς την τάξι και δίνει σε όσους τον υπακούουν την παρρησία στην αμαρτία, ενώ στην μετάνοια την αισχύνη· εσύ όμως μη πεισθής σ’ αυτόν» (τόμ. η’ παρά Φωτίω εκ του περί μεταν. Λόγ.)] αυτή η ντροπή είναι αποτέλεσμα της υπερηφάνειας και στην συνέχεια είναι κακή, αμαρτωλή· «Υπάρχει αισχύνη, που οδηγεί στην αμαρτία» (Σοφ. Σειρ. 4, 21). Γι’ αυτό να ντραπής αγαπητέ, μπροστά στον Κύριο και να ζητήσης συγχώρηση που μέχρι τώρα δεν ντράπηκες καθόλου για τις αμαρτίες σου, αλλά το πρόσωπό σου έγινε αδιάντροπο σαν το πρόσωπο της πόρνης· και δεν ντράπηκες ούτε Θεό, ούτε ανθρώπους, ούτε κόλασι, ούτε παράδεισο, ούτε νόμους Θεού, ούτε κρίσι και ανταπόδοσι· «Απέκτησες θρασύ πρόσωπο πόρνης· έχασες κάθε ντροπή προς όλους» (Ιερεμ. 3, 3). Αποφάσισε από εδώ και πέρα να μισήσης την αναίδεια και την αδιαντροπιά και να αγαπήσης την αιδώ (συστολή) και την ντροπή, επειδή η αδιαντροπιά είναι γέννημα και θρέμμα του εωσφόρου, με την οποία αυτός ο αναίσχυντος αδιάντροπα κύτταξε την ακατανόητη δόξα του Θεού, την στιγμή που και αυτά τα Σεραφίμ σκεπάζουν από ντροπή τα πρόσωπά τους και τα πόδια τους με τα φτερά τους για να μη παρατηρήσουν τα υψηλότερα και βαθύτερα της θεότητας του Θεού. Γι’ αυτό και ο αρεοπαγίτης Διονύσιος λέει· «Ποιο είναι το κακό στους δαίμονες; παράλογος θυμός, ανόητος επιθυμία και φαντασία, που έχει προπέτεια» (Περί θείων ονομάτων, κεφ. δ’)· Η αδιαντροπιά και η παρρησία είναι μία κακία, που γκρεμίζει τον άνθρωπο σε πολλές άλλες κακίες, είναι ένας διασκορπισμός και μία διάλυσις των λογισμών και της γλώσσας και των οφθαλμών και των άλλων αισθήσεων, είναι ένας ανεμοκαύσωνας όλων των κακών, όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες· είναι φυσικό γνώρισμα όχι των λογικών, αλλά των αλόγων ζώων, όπως αναφέρεται· «Σκύλοι αδιάντροποι» (Ησ. 56, 11). Και, για να μιλήσω γενικά, η αδιαντροπία είναι μία κακία, που την μισεί και την σιχαίνεται όλος ο κόσμος· «Ο αναιδής στην μορφή γίνεται αποκρουστικός» (Εκκλησ. 8, 1). Γι’ αυτό και ο σοφός Σειράχ παρακαλούσε τον Θεό να τον γλυτώση από την αδιαντροπιά και να μη τον παραδώση σε αδιάντροπο άνθρωπο· «Κύριε, πατέρα και Θεέ της ζωής μου, μη με παραδώσης σε ψυχή αδιάντροπη» (Σειρ. 23, 4). Αντίθετα η ντροπή είναι μία φυσική αρετή, που ταιριάζει μόνο στους ανθρώπους την οποία ο Θεός την φύτεψε ακόμη και στα μικρά παιδιά, τα οποία μόλις κάνουν κάποιο σφάλμα κοκκινίζει το πρόσωπο από την ντροπή τους και με το αίμα, που βγάζουν στην επιφάνεια, ζητούν, κατά κάποιον τρόπο, να σκεπασθούν, για να μη τα βλέπουν οι άνθρωποι [Γι’ αυτό και ο φιλόσοφος Διογένης όταν είδε ένα παιδί να ατακτά και κοκκινίζει στην παρουσία του, του είπε· «Έχε θάρρος, αυτό είναι το χρώμα της αρετής»]· είναι μία αρετή χαριτωμένη και αγαπημένη από όλους τους ανθρώπους· «Πριν από το σεμνό πρόσωπο, προηγείται χάρις» (Σοφ. Σειρ. 32, 10). Γι’ αυτό και οι άγιοι όσες φορές τους ερχόταν λογισμός κενοδοξίας και υπερηφάνειας ότι κατώρθωσαν κάποιο καλό, οι ίδιοι, βέβαια, ντρέπονταν για τον λογισμό αυτό, απέδιναν, όμως την δόξα στον Θεό, όπως έλεγε ο Δανιήλ· «Σε σένα, Κύριε, υπάρχει η δικαιοσύνη, ενώ σε μας η καταισχύνη, που μας αναγκάζει να ρίχνουμε κάτω κατακόκκινο το πρόσωπο από ντροπή» (Δαν. 9, 7). Και, τέλος πάντων, επειδή και ο Ιησούς Χριστός δέχθηκε πάνω του τόση ντροπή κατά την μαστίγωσι, για την αγάπη την δική σου, ευχαρίστησέ τον με όλη σου την καρδιά και παρακάλεσέ τον να χαρίση και σε σένα κάποιο μέρος από την σωτήρια αισχύνη, που είχε ο ίδιος, για να σε αξιώση, κατά την μέλλουσα κρίσι της αιώνιας παρρησίας που έχουν λάβει οι άγιοι, και να σε γλυτώση από την αιώνια καταισχύνη και ντροπή, που πρόκειται να λάβουν οι αμαρτωλοί· «Πολλοί, που έχουν πεθάνει, θ’ αναστηθούν, άλλοι για να ζήσουν αιώνια και άλλοι για ν’ αντιμετωπίσουν αιώνια ντροπή και περιφρόνησι» (Δαν. 12, 2).
Γ.
Σκέψου, αγαπητέ, την αγάπη, που έδειξε ο Ιησούς Χριστός κατά την σκληρή μαστίγωσι. Ω και να υπήρχε τρόπος να μπορούσες να μπης μέσα σ’ εκείνη την θεϊκή καρδιά του Ιησού! Πώς θα ζεσταινόσουν αμέσως από εκείνη την φλόγα της αγάπης που ανάβει εκεί σαν καμίνι! Είναι πολύ βέβαιο, ότι αν εκείνοι οι στρατιώτες μολονότι είχαν πέτρινη καρδιά, μπορούσαν να κυττάξουν μέσα στην καρδιά του Ιησού, θα μαλάκωναν αμέσως και θα έριχναν κάτω στην γη τα βασανιστικά όργανα, με τα οποία τον μαστίγωναν, θα έπεφταν στα θεϊκά του πόδια και θα τον παρακαλούσαν να τους συγχωρήση για την ανεκδιήγητη αυθάδειά τους. Και τι άλλο ήταν εκείνο που παρακινούσε τον Ιησού να δεχθή τόσες πληγές να υπομένη με τόση μακροθυμία την διαφθορά και την αγριότητα τόσων απάνθρωπων στρατιωτών, παρά η αγάπη με την οποία ήταν δεμένος με σένα; «Προσεκτικά τους ωδηγούσα δεμένος μαζί τους με τα δεσμά της καλοσύνης και της αγάπης» (Ωσηέ 11, 4). Τι άλλο ήταν αυτό, που τον ανάγκασε να προσφέρη στην θεία δικαιοσύνη όλες του αυτές τις πληγές, για να εξωφλήση το χρέος όλων των ανθρώπων και το δικό σου, παρά η αιώνια αγάπη του προς εσένα; «Με αγάπη αιώνια σε αγάπησα» (Ιερ. 38, 3). Ποιο άλλο ήταν το αίτιο, που τον έκανε να χαίρεται κατά το ανώτερο μέρος της ψυχής και την ώρα ακόμη, που έχυνε το αίμα του από κάθε μέλος του σώματός του συλλογιζόμενος ότι οι πληγές του θεράπευσαν τις πληγές σου, οι τιμωρίες του εμπόδιζαν τις δικές σου τιμωρίες και το πάθος του πρόκειται να σε ανακαινίση και να σε κάνη αθάνατο; «Θα σε ανακαινίση με την αγάπη του» (Σοφ. 3, 17). Ω αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο! Τόσο δυνατή και τόσο ισχυρή είναι, όσο είναι ο Θεός κατά την φύσι του ακατάληπτος και δυνατός· «Την άπειρη αγάπη του συνδύασε με πάνσοφο τρόπο με την ακατάβλητη δύναμί του» (Αββακούμ 3, 4).
Γ.
Σκέψου, αγαπητέ, την αγάπη, που έδειξε ο Ιησούς Χριστός κατά την σκληρή μαστίγωσι. Ω και να υπήρχε τρόπος να μπορούσες να μπης μέσα σ’ εκείνη την θεϊκή καρδιά του Ιησού! Πώς θα ζεσταινόσουν αμέσως από εκείνη την φλόγα της αγάπης που ανάβει εκεί σαν καμίνι! Είναι πολύ βέβαιο, ότι αν εκείνοι οι στρατιώτες μολονότι είχαν πέτρινη καρδιά, μπορούσαν να κυττάξουν μέσα στην καρδιά του Ιησού, θα μαλάκωναν αμέσως και θα έριχναν κάτω στην γη τα βασανιστικά όργανα, με τα οποία τον μαστίγωναν, θα έπεφταν στα θεϊκά του πόδια και θα τον παρακαλούσαν να τους συγχωρήση για την ανεκδιήγητη αυθάδειά τους. Και τι άλλο ήταν εκείνο που παρακινούσε τον Ιησού να δεχθή τόσες πληγές να υπομένη με τόση μακροθυμία την διαφθορά και την αγριότητα τόσων απάνθρωπων στρατιωτών, παρά η αγάπη με την οποία ήταν δεμένος με σένα; «Προσεκτικά τους ωδηγούσα δεμένος μαζί τους με τα δεσμά της καλοσύνης και της αγάπης» (Ωσηέ 11, 4). Τι άλλο ήταν αυτό, που τον ανάγκασε να προσφέρη στην θεία δικαιοσύνη όλες του αυτές τις πληγές, για να εξωφλήση το χρέος όλων των ανθρώπων και το δικό σου, παρά η αιώνια αγάπη του προς εσένα; «Με αγάπη αιώνια σε αγάπησα» (Ιερ. 38, 3). Ποιο άλλο ήταν το αίτιο, που τον έκανε να χαίρεται κατά το ανώτερο μέρος της ψυχής και την ώρα ακόμη, που έχυνε το αίμα του από κάθε μέλος του σώματός του συλλογιζόμενος ότι οι πληγές του θεράπευσαν τις πληγές σου, οι τιμωρίες του εμπόδιζαν τις δικές σου τιμωρίες και το πάθος του πρόκειται να σε ανακαινίση και να σε κάνη αθάνατο; «Θα σε ανακαινίση με την αγάπη του» (Σοφ. 3, 17). Ω αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο! Τόσο δυνατή και τόσο ισχυρή είναι, όσο είναι ο Θεός κατά την φύσι του ακατάληπτος και δυνατός· «Την άπειρη αγάπη του συνδύασε με πάνσοφο τρόπο με την ακατάβλητη δύναμί του» (Αββακούμ 3, 4).
Τώρα, ποια ανταμοιβή δίνεις εσύ, αδελφέ, στην τόση άπειρη αγάπη, που σου έδειξε ο Θεός; Εσύ για κάθε παραμικρή ενόχλησι, που δέχεσαι από τους άλλους κλαις και θρηνείς απαρηγόρητα· για όποια παραμικρή θλίψι σου στείλει ο Θεός γογγύζεις και αναστενάζεις· εσύ για έναν ψυχρό λόγο, που θα σου πη ο αδελφός σου, θυμώνεις εναντίον του σαν θηρίο. Και αυτές είναι οι ανταποδόσεις που δίνεις στον Θεό για την αγάπη του; Αυτή είναι η μίμησις και η ακολούθησις που πρέπει να δείχνης στο παράδειγμα του Ιησού Χριστού, όπως είναι διαταγμένο; «Ο Χριστός έπαθε για χάρι σας και σας άφησε παράδειγμα, για να ακολουθήσετε τα ίχνη του… ‘Οταν τον έβριζαν δεν ανταπέδιδε τις ύβρεις, όταν υπέφερε δεν απειλούσε, αλλ’ άφηνε την κρίσι σ’ εκείνον, που μπορεί να κρίνη δίκαια» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Αυτή είναι η ευχαριστία σου στις τόσες ευεργεσίες του Θεού προς εσένα; Αχ, αχάριστε και ανάξιε κάθε αγάπης, δεν ακούς σύμφωνα με τον Ιερό Αυγουστίνο ότι «Η αχαριστία δεν αρέσει στον Θεό; ή ότι είναι ρίζα κάθε κακού; ή ότι και τα κακά που έχουν εξαφανισθή τα ξαναζωντανεύει και τα αγαθά που υπάρχουν και είναι ενεργά τα απονεκρώνει;» (Ευχή κστ’ ή ιη’). Ώστε από εδώ και πέρα μπορεί πάλι να αντέξη η καρδιά σου και να υπολογίζη ως δίκαιες αυτές τις θρηνολογίες και ανυπομονησίες σου; Βέβαια, δεν είναι δίκαιο ένας πονηρός δούλος όπως είσαι εσύ, να υποφέρης λίγο για τις αμαρτίες σου την στιγμή, που ο δεσπότης της οικουμένης γι’ αυτές τις δικές σου αμαρτίες δέχθηκε με τέτοια καλή καρδιά και με τέτοια αγάπη τόσο οδυνηρή μαστίγωσι, που με κάποιον τρόπο, αποτελεί κανόνα για όλες τις παράνομες ηδονές και κακίες όλων των ανθρώπων; Πρέπει, λοιπόν, να αισθανθής ντροπή για την τρυφηλή ζωή που κάνεις που δεν αρμόζει σε έναν αμαρτωλό· και μάθε από την σκληρή μαστίγωσι του Κυρίου πως πρέπει να σκληραγωγής το σώμα σου. Και όπως η πέτρα εκείνη και το βουνό, που έστησε ο Ιακώβ με τον Λάβαν, έγινε μάρτυρας ώστε να μη τον περάσουν, ούτε να ζημιώση ο ένας τον άλλον· «Να, ο σωρός αυτός οι πέτρες ας είναι μάρτυρας ανάμεσά μας» (Γεν. 31, 48), έτσι και ο στύλος αυτός, η κολόνα αυτή, στην οποία έδεσαν τον Κύριο και τον μαστίγωσαν, ας σου γίνη, αδελφέ, από σήμερα μάρτυρας και ορόσημο, ότι από σήμερα και στο εξής υπόσχεσαι να μη το ξεπεράσης και να μη λυπήσης τον Κύριο με καμμία αμαρτία θελημένα ή αθέλητα· αλλά όλες τις κακές κλίσεις επιθυμίες και ηδονές της σάρκας σου να τις συντρίβης και να τις θυσιάζης μπροστά σ’ αυτήν την κολόνα· «Να μάρτυρας είναι η στήλη αυτή». Και παρακάλεσε τον δέσμιο για σένα και μαστιγωμένο λυτρωτή σου, όπως για την δική σου αγάπη δέθηκε σ’ αυτήν την κολόνα, έτσι να δέση και την δική σου καρδιά στην ίδια αυτή κολόνα για την δική του αγάπη· ώστε με το δέσιμο της αγάπης αυτής που είναι άξια επαίνου, να λυθής από κάθε άλλο δεσμό κατηγορημένης αγάπης και μόνον τον Ιησού να έχης αγαπητό, λέγοντας εκείνο του Ησαΐου· «Θα σας πω το αγαπημένο άσμα του αγαπητού μου» (Ησ. 5, 1). Γιατί και ο Ιησούς δεν έχει άλλον που να αγαπά εκτός από εσένα· γι’ αυτό και αποκρίνεται σ’ εκείνον που τον ερωτά για τις πληγές που έχει λέγοντας· «Τις απέκτησα στο σπίτι του αγαπητού μου» (Ζαχ. 13 ,6)· ώστε ανάμεσα σε σένα, που αγαπάς και στον αγαπημένο σου Ιησού, καμμία άλλη αγάπη να μη υπάρχη· και για να αυξάνεται η αγάπη να προφέρης εκείνα τα αγαπητικά λόγια που έλεγε έναν καιρό ο Δαυίδ προς τον φίλο του Ιωνάθαν· «Η αγάπη σου για μένα ήταν θαυμάσια, καλλίτερη και από την αγάπη των γυναικών» (Β’ Βασιλ 1, 26)· και εκείνα τα ερωτικά λόγια, που η νύφη στο άσμα ασμάτων φωνάζει δυνατά προς τον νυμφίο· «Κόρες της Ιερουσαλήμ, αν βρήτε τον αγαπητό μου να του πήτε, ότι πεθαίνω από την πληγή της αγάπης» (Άσμα 5, 8).
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ» ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2008
Πηγή: alopsis.gr
Εις την προδοσία του Ιούδα – Ομιλία Α΄.
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Στην προδοσία του Ιούδα ομιλία Α΄καθώς και στο Πάσχα, στην παράδοση της Θείας Ευχαριστίας, και για το ότι δεν πρέπει κανείς να είναι μνησίκακος. Εκφωνήθηκε κατά την αγία και μεγάλη Πέμπτη.
1. Σήμερα είναι ανάγκη να απευθύνω λίγα λόγια προς την αγάπη σας· και πρέπει να σας πω λίγα, όχι επειδή κουράζεσθε από το πλήθος των λεγομένων· διότι δεν είναι δυνατό να βρει κανείς άλλη πόλη που να τρέφει τόση μεγάλη αγάπη για την ακρόαση των πνευματικών λόγων. Δεν θα σας πω λοιπόν λίγα γι’ αυτό, επειδή δηλαδή σας κουράζω με το πλήθος, αλλ’ επειδή είναι αναγκαία σήμερα η αιτία της βραχυλογίας· καθόσον βλέπω πολλούς από τους πιστούς να βιάζονται να έρθουν προς κοινωνία των φρικτών μυστηρίων. Για να μη χάσουν λοιπόν ούτε εκείνη την τράπεζα, ούτε να στερηθούν και αυτή, είναι ανάγκη σήμερα να προσφέρω και την ανάλογη πνευματική τροφή, ώστε ν’ αποκομίσετε κέρδος και από τις δύο μεριές, παίρνοντας εφόδια και από αυτήν, και από τα λόγια μου, και έχοντας αυτά τα εφόδια να φύγετε και με φόβο και με τρόμο καθώς και με την πρέπουσα ευλάβεια να προσέλθετε στη φοβερή και φρικτή κοινωνία. Σήμερα, αγαπητοί, παραδόθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός· διότι την εσπέρα αυτή που μας έρχεται, τον έπιασαν οι Ιουδαίοι και έφυγαν. Αλλά μη κυριευθείς από θλίψη, ακούοντας ότι παραδόθηκε ο Ιησούς· ή καλύτερα γίνε σκυθρωπός και κλάψε πικρά, όχι όμως για εκείνον που παραδόθηκε, αλλά για τον προδότη Ιούδα. Διότι εκείνος που παραδόθηκε έσωσε την οικουμένη, ενώ εκείvoς που τον παρέδωσε έχασε την ψυχή του. Και εκείνος που παραδόθηκε κάθεται στα δεξιά του πατέρα του στους ουρανούς, ενώ εκείνος που τον πρόδωσε βρίσκεται τώρα στον άδη, περιμένοντας την απαραίτητη τιμωρία. Γι’ αυτόν λοιπόν κλάψε και αναστέναζε, γι’ αυτόν πένθησε, επειδή και ο Κύριός μας γι’ αυτόν δάκρυσε. Διότι, λέγει, «Όταν τον είδε, ταράχθηκε και είπε· ένας από σας θα με παραδώσει». Πω, πω πόσο μεγάλη είναι η ευσπλαχνία του Κυρίου· εκείνος που προδόθηκε πονάει για εκείνον που τον πρόδωσε. «Όταν λοιπόν», λέγει, «τον είδε, ταράχθηκε και ειπε· ένας από σας θα με παραδώσει». Για ποιο λόγο λυπήθηκε; Για να δείξει συγχρόνως και τη φιλοστοργία του, και να μας διδάξει, ότι πρέπει να θρηνούμε σε κάθε περίπτωση όχι εκείνον που κακοποιείται, αλλά εκείνον που κακοποιεί. Διότι αυτό είναι χειρότερο από εκείνο, ή καλύτερα εκείνο δεν είναι κακό, το να κακοπαθεί δηλαδή, αλλά κακό είναι το να κάνει κανείς το κακό. Διότι το να κακοπαθούμε αυτό μας προσφέρει τη βασιλεία των ουρανών, ενώ το να κάμνομε το κακό μας γίνεται αιτία της γέεννας και της κολάσεως. Διότι λέγει· «Μακάριοι είναι εκείνοι που καταδιώκονται για χάρη της αρετής, διότι σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών».
Βλέπεις πώς το να κακοπαθεί κανείς έχει σαν μισθό και έπαθλο τη βασιλεία των ουρανών; Άκουσε πώς το να κάμνει πάλι το κακό προξενεί κόλαση και τιμωρία. Διότι αφού ο Παύλος είπε για τους Ιουδαίους, ότι «τον Κύριο φόνευσαν και τους προφήτες καταδίωξαν», πρόσθεσε· «Των οποίων το τέλος θα είναι σύμφωνο με τα έργα τους». Είδες πώς εκείνοι που διώκονται κερδίζουν τη βασιλεία των ουρανών, ενώ εκείνοι που καταδιώκουν επισύρουν εναντίον τους την οργή του Θεού; Αυτά τώρα δεν σας τα είπα έτσι στην τύχη, αλλά για να μη οργιζόμαστε εναντίον των εχθρών μας, αντίθετα μάλιστα να τους ευσπλαχνιζόμαστε, να θρηνούμε γι’ αυτούς και να πονάμε μαζἰ μ’ αυτούς· διότι εκείνοι είναι που κακοπαθούν, εκείνοι που μάς εχθρεύονται. Αν προετοιμάσομε έτσι την ψυχή μας, θα μπορέσομε και να προσευχόμαστε υπέρ αυτών. Γι’ αυτό λοιπόν είναι η τέταρτη ημέρα σήμερα που σας ομιλώ για την προσευχή υπέρ των εχθρών, για να γίνει σταθερός ο λόγος της διδασκαλίας και να ριζωθεί με τη συνεχή προτροπή. Γι’ αυτό επιμένω στους λόγους μου, ώστε να καταπραΰνει ο αναβρασμός της οργής και να κατασταλεί η φλεγμονή, και έτσι να είναι καθαρός από οργή εκείνος που έρχεται να προσευχηθεί. Διότι και ο Χριστός δεν έδωσε αυτές τις συμβουλές μόνο για τους εχθρούς, αλλά και για μάς, ώστε να συγχωρούμε τα αμαρτήματα εκείνων· διότι περισσότερα παίρνεις παρά δίνεις, συγχωρώντας την οργή του εχθρού σου.
Και πώς, λέγει, παίρνω περισσότερα; Εάν συγχωρήσεις τα αμαρτήματα του εχθρού σου, συγχωρούνται τα αμαρτήματά σου απέναντι στον Κύριο. Εκείνα είναι αθεράπευτα και ασυγχώρητα, ενώ αυτά περιέχουν πολλή παρηγοριά και συγγνώμη. Άκουσε λοιπόν τον Ηλία τι λέγει προς τους υιούς του· «Εάν κάποιος άνθρωπος αμαρτήσει απέναντι στο συνάνθρωπό του, θα μπορέσουν να προσευχηθούν γι’ αυτόν άλλοι, εάν όμως αμαρτήσει απέναντι στο Θεό, ποιος θα προσευχηθεί γι’ αυτόν;». Ώστε εκείνο το τραύμα δεν θεραπεύεται εύκολα ούτε με προσευχή. Με προσευχή λοιπόν δεν θεραπεύεται, θεραπεύεται όμως με τη συγχώρηση των αμαρτημάτων του πλησίον μας. Γι’ αυτό ο Χριστός εκείνα τα ονόμασε μύρια τάλαντα, δηλαδή τα αμαρτήματα προς τον Κύριο, ενώ αυτά τα ονόμασε εκατό δηνάρια. Συγχώρησε λοιπόν εκατό δηνάρια, για να σου συγχωρηθούν μύρια τάλαντα. Αλλά σχετικά με την προσευχή υπέρ των εχθρών μας αρκετά λέχθηκαν, εάν κρίνετε όμως ορθό, ας επανέλθομε στο θέμα της προδοσίας και ας δούμε πως παραδόθηκε ο Κύριός μας.
2. «Τότε ένας από τους δώδεκα, που ονομαζόταν Ιούδας ο Ισκαριώτης πήγε στους αρχιερείς και τους είπε· Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτον;». Και φαίνεται βέβαια σαφές αυτό που λέγει, και τίποτε άλλο δεν υπονοείται μ’ αυτό, εάν όμως κανείς εξετάσει με προσοχή το καθένα από τα λεγόμενα αυτά, θα βρει μέσα σ’ αυτά πολλά πράγματα και μεγάλο βάθος νοημάτων. Και κατά πρώτο ο καιρός. Διότι ο ευαγγελιστής δεν αναφέρει αυτόν τυχαία καθόσον δεν είπε απλώς «πήγε», αλλά πρόσθεσε το «Τότε πήγε». «Τότε»· πες μου, πότε; και για ποιό λόγο προσδιορίζει το χρόνο; τι θέλει να μάς διδάξει; Διότι δεν λέχθηκε τυχαία το, «Τότε»· καθόσον μιλώντας εμπνεόμενος από το Πνεύμα δεν το λέγει αυτό έτσι στην τύχη και άσκοπα. Τι σημαίνει λοιπόν το, «Τότε»; Πριν απ’ αυτό το χρόνο, πριν απ’ αυτή την ώρα τον πλησίασε μία πόρνη, κρατώντας ένα αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο με μύρο, και έχυσε το μύρο εκείνο επάνω στο κεφάλι του Κυρίου. Έδειξε μεγάλη τιμή προς τον Κύριο, έδειξε πολλή πίστη, πολλή υπακοή και ευλάβεια· άλλαξε ζωή, έγινε καλύτερη και πιό φρόνιμη. Και τότε που η πόρνη μετανόησε, τότε που προσέλκυσε κοντά της τον Κύριο, τότε ο μαθητής παρέδωσε το δάσκαλό του. Γι’ αυτό είπε, «Τότε», για να μη κατηγορήσεις το δάσκαλο για αδυναμία, όταν δεις το μαθητή να προδίδει το δάσκαλό του. Διότι τόσο μεγάλη είναι η δύναμη του δασκάλου, ώστε και πόρνες να προσελκύει σε υπακοή προς αυτόν.
Και πώς, λέγει, παίρνω περισσότερα; Εάν συγχωρήσεις τα αμαρτήματα του εχθρού σου, συγχωρούνται τα αμαρτήματά σου απέναντι στον Κύριο. Εκείνα είναι αθεράπευτα και ασυγχώρητα, ενώ αυτά περιέχουν πολλή παρηγοριά και συγγνώμη. Άκουσε λοιπόν τον Ηλία τι λέγει προς τους υιούς του· «Εάν κάποιος άνθρωπος αμαρτήσει απέναντι στο συνάνθρωπό του, θα μπορέσουν να προσευχηθούν γι’ αυτόν άλλοι, εάν όμως αμαρτήσει απέναντι στο Θεό, ποιος θα προσευχηθεί γι’ αυτόν;». Ώστε εκείνο το τραύμα δεν θεραπεύεται εύκολα ούτε με προσευχή. Με προσευχή λοιπόν δεν θεραπεύεται, θεραπεύεται όμως με τη συγχώρηση των αμαρτημάτων του πλησίον μας. Γι’ αυτό ο Χριστός εκείνα τα ονόμασε μύρια τάλαντα, δηλαδή τα αμαρτήματα προς τον Κύριο, ενώ αυτά τα ονόμασε εκατό δηνάρια. Συγχώρησε λοιπόν εκατό δηνάρια, για να σου συγχωρηθούν μύρια τάλαντα. Αλλά σχετικά με την προσευχή υπέρ των εχθρών μας αρκετά λέχθηκαν, εάν κρίνετε όμως ορθό, ας επανέλθομε στο θέμα της προδοσίας και ας δούμε πως παραδόθηκε ο Κύριός μας.
2. «Τότε ένας από τους δώδεκα, που ονομαζόταν Ιούδας ο Ισκαριώτης πήγε στους αρχιερείς και τους είπε· Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτον;». Και φαίνεται βέβαια σαφές αυτό που λέγει, και τίποτε άλλο δεν υπονοείται μ’ αυτό, εάν όμως κανείς εξετάσει με προσοχή το καθένα από τα λεγόμενα αυτά, θα βρει μέσα σ’ αυτά πολλά πράγματα και μεγάλο βάθος νοημάτων. Και κατά πρώτο ο καιρός. Διότι ο ευαγγελιστής δεν αναφέρει αυτόν τυχαία καθόσον δεν είπε απλώς «πήγε», αλλά πρόσθεσε το «Τότε πήγε». «Τότε»· πες μου, πότε; και για ποιό λόγο προσδιορίζει το χρόνο; τι θέλει να μάς διδάξει; Διότι δεν λέχθηκε τυχαία το, «Τότε»· καθόσον μιλώντας εμπνεόμενος από το Πνεύμα δεν το λέγει αυτό έτσι στην τύχη και άσκοπα. Τι σημαίνει λοιπόν το, «Τότε»; Πριν απ’ αυτό το χρόνο, πριν απ’ αυτή την ώρα τον πλησίασε μία πόρνη, κρατώντας ένα αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο με μύρο, και έχυσε το μύρο εκείνο επάνω στο κεφάλι του Κυρίου. Έδειξε μεγάλη τιμή προς τον Κύριο, έδειξε πολλή πίστη, πολλή υπακοή και ευλάβεια· άλλαξε ζωή, έγινε καλύτερη και πιό φρόνιμη. Και τότε που η πόρνη μετανόησε, τότε που προσέλκυσε κοντά της τον Κύριο, τότε ο μαθητής παρέδωσε το δάσκαλό του. Γι’ αυτό είπε, «Τότε», για να μη κατηγορήσεις το δάσκαλο για αδυναμία, όταν δεις το μαθητή να προδίδει το δάσκαλό του. Διότι τόσο μεγάλη είναι η δύναμη του δασκάλου, ώστε και πόρνες να προσελκύει σε υπακοή προς αυτόν.
Τι λοιπόν, λέγει, εκείνος που προσέλκυσε κοντά του πόρνες, δεν μπόρεσε να προσελκύσει και να κρατήσει κοντά του το μαθητή; Μπορούσε να κρατήσει κοντά του το μαθητή, αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλό αναγκαστικά, ούτε να τον φέρει κοντά του με τη βία. «Τότε πήγε». Και αυτό το «Πήγε», έχει κάποιο νόημα και μάλιστα όχι μικρό· διότι δεν καλέσθηκε από τους αρχιερείς, δεν εξαναγκάσθηκε, δεν εκβιάσθηκε, αλλ’ ο ίδιος από μόνος του και με τη θέλησή του γέννησε το δόλο, και πήρε την απόφαση αυτή, μη έχοντας κανένα σύμβουλο στην πονηρή αυτή πράξη του.
«Τότε πήγε ένας από τους δώδεκα»; Τι σημαίνει, «ένας από τους δώδεκα»; Και αυτό δείχνει το μέγεθος της κατηγορίας εναντίον του, το να πει δηλαδή «Ένας από τους δώδεκα». Καθόσον υπήρχαν και άλλοι μαθητές του Ιησού, ανερχόμενοι σε εβδομήντα, αλλ’ εκείνοι κατείχαν τη δεύτερη θέση, δεν απολάμβαναν τόση μεγάλη τιμή, δεν είχαν τόση παρρησία απέναντι στον Κύριο, ούτε γνώρισαν τόσα απόρρητα, όπως οι δώδεκα. Αυτοί κατ’ εξοχή ήταν οι εκλεκτοί και αυτός ήταν ο χορός γύρω από το βασιλιά. Αυτή ήταν η γύρω από το δάσκαλο ομάδα και απ’ αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας. Για να μάθεις λοιπόν ότι δεν τον πρόδωσε απλώς μαθητής του, αλλ’ ένας από την πιό εκλεκτή ομάδα του γι’ αυτό λέγει· «Ένας από τους δώδεκα». Και δεν ντρέπεται ο Ματθαίος που έγραψε αυτά. Και για ποιο λόγο δεν ντρέπεται; Για να μάθεις, ότι παντού στη Γραφή όλα λέγονται με μεγάλη αλήθεια, και τίποτε δεν κρύβεται, ούτε εκείνα που φαίνονται ότι είναι δυσάρεστα. Διότι αυτά που φαίνονται ότι είναι δυσάρεστα, αυτά δείχνουν τη φιλανθρωπία του Κυρίου· διότι τον προδότη, τον ληστή, τον κλέφτη, τον κατέστησε άξιο τόσων μεγάλων αγαθών, και μέχρι την τελευταία στιγμή εξακολουθούσε να τον έχει κοντά του· καθόσον τον νουθετούσε και τον συμβούλευε και έδειχνε κάθε φροντίδα γι’ αυτόν. Εάν όμως δεν πρόσεχε εκείνος, δεν είναι αίτιος ο Κύριος και μάρτυρας, γι’ αυτό είναι η πόρνη· διότι αυτή προσέχοντας στον Κύριο, έσωσε τον εαυτό της.
Μη λοιπόν απογοητευθείς βλέποντας προς την πόρνη, ούτε να πάρεις θάρρος, βλέποντας προς τον Ιούδα. Καθόσον και τα δύο αυτά είναι καταστρεπτικά, και το θάρρος, και η απελπισία. Διότι το θάρρος οδηγεί στην πτώση εκείνου που στέκεται όρθιος, ενώ η απελπισία δεν αφήνει να σηκωθεί εκείνον που είναι πεσμένος. Γι’ αυτό ο Παύλος συμβούλευε και έλεγε· «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει». Έχεις τα παραδείγματα και των δύο, πώς δηλαδή ο μαθητής, νομίζοντας ότι στέκεται πνευματικά όρθιος, έπεσε, και πώς η πόρνη, ενώ ήταν πεσμένη πνευματικά και ηθικά, σηκώθηκε. Εύκολα η γνώμη μας γλιστράει και πέφτει, εύκολα η προαίρεσή μας πέφτει από εκεί που στέκεται. Γι’ αυτό πρέπει από παντού ν’ ασφαλίζομε και να περιτειχίζομε τον εαυτό μας.
«Τότε πήγε ένας από τους δώδεκα»; Τι σημαίνει, «ένας από τους δώδεκα»; Και αυτό δείχνει το μέγεθος της κατηγορίας εναντίον του, το να πει δηλαδή «Ένας από τους δώδεκα». Καθόσον υπήρχαν και άλλοι μαθητές του Ιησού, ανερχόμενοι σε εβδομήντα, αλλ’ εκείνοι κατείχαν τη δεύτερη θέση, δεν απολάμβαναν τόση μεγάλη τιμή, δεν είχαν τόση παρρησία απέναντι στον Κύριο, ούτε γνώρισαν τόσα απόρρητα, όπως οι δώδεκα. Αυτοί κατ’ εξοχή ήταν οι εκλεκτοί και αυτός ήταν ο χορός γύρω από το βασιλιά. Αυτή ήταν η γύρω από το δάσκαλο ομάδα και απ’ αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας. Για να μάθεις λοιπόν ότι δεν τον πρόδωσε απλώς μαθητής του, αλλ’ ένας από την πιό εκλεκτή ομάδα του γι’ αυτό λέγει· «Ένας από τους δώδεκα». Και δεν ντρέπεται ο Ματθαίος που έγραψε αυτά. Και για ποιο λόγο δεν ντρέπεται; Για να μάθεις, ότι παντού στη Γραφή όλα λέγονται με μεγάλη αλήθεια, και τίποτε δεν κρύβεται, ούτε εκείνα που φαίνονται ότι είναι δυσάρεστα. Διότι αυτά που φαίνονται ότι είναι δυσάρεστα, αυτά δείχνουν τη φιλανθρωπία του Κυρίου· διότι τον προδότη, τον ληστή, τον κλέφτη, τον κατέστησε άξιο τόσων μεγάλων αγαθών, και μέχρι την τελευταία στιγμή εξακολουθούσε να τον έχει κοντά του· καθόσον τον νουθετούσε και τον συμβούλευε και έδειχνε κάθε φροντίδα γι’ αυτόν. Εάν όμως δεν πρόσεχε εκείνος, δεν είναι αίτιος ο Κύριος και μάρτυρας, γι’ αυτό είναι η πόρνη· διότι αυτή προσέχοντας στον Κύριο, έσωσε τον εαυτό της.
Μη λοιπόν απογοητευθείς βλέποντας προς την πόρνη, ούτε να πάρεις θάρρος, βλέποντας προς τον Ιούδα. Καθόσον και τα δύο αυτά είναι καταστρεπτικά, και το θάρρος, και η απελπισία. Διότι το θάρρος οδηγεί στην πτώση εκείνου που στέκεται όρθιος, ενώ η απελπισία δεν αφήνει να σηκωθεί εκείνον που είναι πεσμένος. Γι’ αυτό ο Παύλος συμβούλευε και έλεγε· «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει». Έχεις τα παραδείγματα και των δύο, πώς δηλαδή ο μαθητής, νομίζοντας ότι στέκεται πνευματικά όρθιος, έπεσε, και πώς η πόρνη, ενώ ήταν πεσμένη πνευματικά και ηθικά, σηκώθηκε. Εύκολα η γνώμη μας γλιστράει και πέφτει, εύκολα η προαίρεσή μας πέφτει από εκεί που στέκεται. Γι’ αυτό πρέπει από παντού ν’ ασφαλίζομε και να περιτειχίζομε τον εαυτό μας.
«Τότε πήγε στους αρχιερείς ένας από τους δώδεκα, που ονομαζόταν Ιούδας Ισκαριώτης». Βλέπεις από ποιο χορό εξέπεσε; Βλέπεις ποιά διδασκαλία περιφρόνησε; Βλέπεις πόσο μεγάλο κακό είναι η αδιαφορία και η απροσεξία; «Ο Ιούδας, που ονομαζόταν Ισκαριώτης». Για ποιό λόγο μου ονομάζεις την πόλη του; Υπήρχε και άλλος μαθητής Ιούδας, που ονομαζόταν Ζηλωτής. Για να μη γίνει λοιπόν με τη συνωνυμία κάποιο λάθος, ξεχώρισε αυτόν από εκείνον, και εκείνον τον ονόμασε από την αρετή του Ιούδα Ζηλωτή, ενώ αυτόν δεν τον ονόμασε από την κακία του· διότι δεν είπε, Ιούδας ο προδότης. Αν και βέβαια έπρεπε, όπως ακριβώς ονόμασε εκείνον από την αρετή του, έτσι να ονομάσει και αυτόν από την κακία του και να πει, Ιούδας ο προδότης. Αλλά για να σε διδάξει να έχεις καθαρή τη γλώσσα σου από την κατηγορία, αποφεύγει και τον ίδιο τον προδότη, να θίξει.
«Πήγε», λοιπόν, λέγει, «ένας από τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, στους αρχιερείς και τους είπε· Τι θα μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Πω, πω φωνή γεμάτη από αηδία. Και πώς βγήκε από το στόμα του, πώς κίνησε τη γλώσσα του; πώς δεν νεκρώθηκε όλο το σώμα του; πώς δεν σαλεύθηκαν τα μυαλά του; «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;». Αυτά, πές μου σε δίδαξε ο Χριστός; Δεν έλεγε γι’ αυτό, «Μη πάρετε στη ζώνη σας ούτε χρυσά, ούτε ασημένια, ούτε και χάλκινα νομίσματα», περιορίζοντας από την αρχή τη ρίζα της φιλαργυρίας; Δεν συμβούλευε αυτά συνέχεια και μαζί με αυτά έλεγε, «Εάν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί σαγόνι, στρέψε του και το άλλο»; «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σάς παραδώσω αυτόν;·». Πω, πω παραλογισμός! Πες μου, για ποιο λόγο; Ποιά μικρή, ή μεγάλη κατηγορία έχεις εναντίον του και παραδίνεις το δάσκαλο; Επειδή σου παρέδωσε την εξουσία εναντίον των δαιμόνων; επειδή σου έδωσε τη δύναμη να θεραπεύεις ασθένειες; επειδή σου έδωσε τη δύναμη να καθαρίζεις λεπρούς; επειδή σου έδωσε τη δύναμη ν’ ανασταίνεις νεκρούς; επειδή σε απάλλαξε από την τυραννική εξουσία του θανάτου; Αντί αυτών των ευεργεσιών του δίνεις αυτές τις αμοιβές;
«Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;». Πω, πω παραφροσύνη! ή καλύτερα, πω, πω φιλαργυρία· διότι όλα εκείνη τα γέννησε· εκείνην επιθύμησε αυτός και πρόδωσε το δάσκαλο. Διότι τέτοιο πράγμα είναι η πονηρή εκείνη ρίζα· καθιστά τις ψυχές που συλλαμβάνει μανιακές χειρότερα από το δαίμονα, και τις κάνει για όλα να αδιαφορούν, και για τον εαυτό τους, και για το συνάνθρωπό τους, και για τους νόμους της φύσεως, τις απομακρύνει από τα λογικά τους και τις καθιστά παράφρονες. Διότι πρόσεχε πόσα πράγματα απομάκρυνε μέσα από την ψυχή του Ιούδα· τη συναναστροφή, την οικειότητα, τη συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι, τα θαύματα, τη διδασκαλία, τις συμβουλές, τις νουθεσίες όλα αυτά τότε η φιλαργυρία έκανε να ξεχασθούν. Γι’ αυτό πολύ σωστά ο Παύλος έλεγε, ότι «Ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία».
«Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Μεγάλη παραφροσύνη δείχνουν τα λόγια αυτά. Πές μου, παραδίνεις εκείνον που εξουσιάζει τα πάντα, που εξουσιάζει τους δαίμονες, που προστάζει τη θάλασσα και υπακούει, τον Κύριο όλων των δημιουργημάτων της φύσεως; Για να περιορίσει λοιπόν τον παραλογισμό του και να δείξει, ότι, εάν δεν ήθελε δεν θα παραδινόταν, άκουσε τι κάνει. Κατά την στιγμή της προδοσίας, όταν ήρθαν εναντίον του, κρατώντας ξύλα και λαμπάδες και φως, λέγει σ’ αυτούς· «Ποιόν ζητάτε;». Δεν γνώριζαν δηλαδή εκείνον που επρόκειτο να συλλάβουν. Τόσο πολύ απείχε ο Ιούδας από τη δυνατότητα να παραδώσει αυτόν, διότι δεν έβλεπε εκείνον που επρόκειτο να παραδώσει, αν και βρισκόταν μπροστά του, και όλα αυτά ενώ υπήρχαν λαμπάδες και τόσο φως. Διότι, το ότι ο ευαγγελιστής υπαινίχθηκε αυτό, λέγει· είχαν λαμπάδες και φως και δεν έβλεπαν αυτόν. Και καθημερινά υπενθύμιζε σ’ αυτόν και με τα έργα του και με τα λόγια του, δείχνοντάς του ότι δεν θα μπορέσει να τον προδώσει κρυφά. Και ούτε φανερά και παρουσία όλων έλεγχε αυτόν, για να μη τον κάνει περισσότερο αδιάντροπο, ούτε και αποσιωπούσε την προδοσία, για να μη νομίζει ότι του διαφεύγει την προσοχή και επιχειρήσει έτσι άφοβα την προδοσία, αλλά συνέχεια έλεγε, «Ένας από σας θα με παραδώσει», αλλ’ όμως δεν τον φανέρωνε.
«Πήγε», λοιπόν, λέγει, «ένας από τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, στους αρχιερείς και τους είπε· Τι θα μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Πω, πω φωνή γεμάτη από αηδία. Και πώς βγήκε από το στόμα του, πώς κίνησε τη γλώσσα του; πώς δεν νεκρώθηκε όλο το σώμα του; πώς δεν σαλεύθηκαν τα μυαλά του; «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;». Αυτά, πές μου σε δίδαξε ο Χριστός; Δεν έλεγε γι’ αυτό, «Μη πάρετε στη ζώνη σας ούτε χρυσά, ούτε ασημένια, ούτε και χάλκινα νομίσματα», περιορίζοντας από την αρχή τη ρίζα της φιλαργυρίας; Δεν συμβούλευε αυτά συνέχεια και μαζί με αυτά έλεγε, «Εάν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί σαγόνι, στρέψε του και το άλλο»; «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σάς παραδώσω αυτόν;·». Πω, πω παραλογισμός! Πες μου, για ποιο λόγο; Ποιά μικρή, ή μεγάλη κατηγορία έχεις εναντίον του και παραδίνεις το δάσκαλο; Επειδή σου παρέδωσε την εξουσία εναντίον των δαιμόνων; επειδή σου έδωσε τη δύναμη να θεραπεύεις ασθένειες; επειδή σου έδωσε τη δύναμη να καθαρίζεις λεπρούς; επειδή σου έδωσε τη δύναμη ν’ ανασταίνεις νεκρούς; επειδή σε απάλλαξε από την τυραννική εξουσία του θανάτου; Αντί αυτών των ευεργεσιών του δίνεις αυτές τις αμοιβές;
«Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;». Πω, πω παραφροσύνη! ή καλύτερα, πω, πω φιλαργυρία· διότι όλα εκείνη τα γέννησε· εκείνην επιθύμησε αυτός και πρόδωσε το δάσκαλο. Διότι τέτοιο πράγμα είναι η πονηρή εκείνη ρίζα· καθιστά τις ψυχές που συλλαμβάνει μανιακές χειρότερα από το δαίμονα, και τις κάνει για όλα να αδιαφορούν, και για τον εαυτό τους, και για το συνάνθρωπό τους, και για τους νόμους της φύσεως, τις απομακρύνει από τα λογικά τους και τις καθιστά παράφρονες. Διότι πρόσεχε πόσα πράγματα απομάκρυνε μέσα από την ψυχή του Ιούδα· τη συναναστροφή, την οικειότητα, τη συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι, τα θαύματα, τη διδασκαλία, τις συμβουλές, τις νουθεσίες όλα αυτά τότε η φιλαργυρία έκανε να ξεχασθούν. Γι’ αυτό πολύ σωστά ο Παύλος έλεγε, ότι «Ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία».
«Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Μεγάλη παραφροσύνη δείχνουν τα λόγια αυτά. Πές μου, παραδίνεις εκείνον που εξουσιάζει τα πάντα, που εξουσιάζει τους δαίμονες, που προστάζει τη θάλασσα και υπακούει, τον Κύριο όλων των δημιουργημάτων της φύσεως; Για να περιορίσει λοιπόν τον παραλογισμό του και να δείξει, ότι, εάν δεν ήθελε δεν θα παραδινόταν, άκουσε τι κάνει. Κατά την στιγμή της προδοσίας, όταν ήρθαν εναντίον του, κρατώντας ξύλα και λαμπάδες και φως, λέγει σ’ αυτούς· «Ποιόν ζητάτε;». Δεν γνώριζαν δηλαδή εκείνον που επρόκειτο να συλλάβουν. Τόσο πολύ απείχε ο Ιούδας από τη δυνατότητα να παραδώσει αυτόν, διότι δεν έβλεπε εκείνον που επρόκειτο να παραδώσει, αν και βρισκόταν μπροστά του, και όλα αυτά ενώ υπήρχαν λαμπάδες και τόσο φως. Διότι, το ότι ο ευαγγελιστής υπαινίχθηκε αυτό, λέγει· είχαν λαμπάδες και φως και δεν έβλεπαν αυτόν. Και καθημερινά υπενθύμιζε σ’ αυτόν και με τα έργα του και με τα λόγια του, δείχνοντάς του ότι δεν θα μπορέσει να τον προδώσει κρυφά. Και ούτε φανερά και παρουσία όλων έλεγχε αυτόν, για να μη τον κάνει περισσότερο αδιάντροπο, ούτε και αποσιωπούσε την προδοσία, για να μη νομίζει ότι του διαφεύγει την προσοχή και επιχειρήσει έτσι άφοβα την προδοσία, αλλά συνέχεια έλεγε, «Ένας από σας θα με παραδώσει», αλλ’ όμως δεν τον φανέρωνε.
Πολλά λόγια είπε και για τη γέεννα και για τη βασιλεία των ουρανών, και έδειξε τη δύναμή του και για τα δύο, το να τιμωρεί δηλαδή εκείνους που αμαρτάνουν, και να τιμά εκείνους που ασκούν την αρετή. Αλλ’ όλα αυτά εκείνος τα απέρριψε, ο δε Θεός δεν τον συγκράτησε με τη βία. Επειδή δηλαδή μας έπλασε και μας έδωσε τη δυνατότητα να εκλέγομε ελεύθερα τις κακές ή τις καλές πράξεις, θέλει να είμαστε καλοί και με τη θέλησή μας· γι’ αυτό, αν δεν θέλομε, δεν μας βιάζει ούτε και μας εξαναγκάζει· διότι εκείνος που εξαναγκάζεται να είναι καλός, δεν είναι δυνατό να είναι καλός. Επειδή λοιπόν και εκείνος ήταν κύριος των αποφάσεων και ενεργειών του και ήταν ελεύθερος να μη πεισθεί και να μη στραφεί προς τη φιλαργυρία, γι’ αυτό αποτυφλώθηκε ο νους του και πρόδωσε τη σωτηρία του. Λέγει λοιπόν· «Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Ελέγχοντας λοιπόν ο ευαγγελιστής την τύφλωση και την παραφροσύνη της διάνοιάς του, λέγει, ότι κατά τη στιγμή της εφόδου των Ιουδαίων ο Ιούδας ήταν μαζί τους, εκείνος που είπε· «Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Και είναι δυνατό να δούμε τη δύναμη του Χριστού όχι μόνο από εδώ, αλλά και από το ότι, αφήνοντας και μόνο τη φωνή του ν’ ακουσθεί, οπισθοχώρησαν και έπεσαν κάτω. Επειδή όμως ούτε και έτσι εγκατέλειπαν την αδιαντροπιά τους, παραδίνει πλέον τον εαυτό του, και είναι σαν να τους έλεγε· "Εγώ έκανα ό,τι εξαρτάται από μένα, φανέρωσα τη δύναμή μου, έδειξα, ότι επιχειρείτε αδύνατα πράγματα. Θέλησα να σταματήσω την κακία σας, επειδή όμως σεις δεν θελήσατε, αλλ’ επιμένετε στον παραλογισμό σας, να σας παραδίνω τον εαυτό μου".
Αυτά σας τα είπα, για να μη κατηγορήσουν μερικοί το Χριστό, λέγοντας, γιατί δεν άλλαξε τον Ιούδα; γιατί δεν το έκανε σώφρονα και λογικό; Και πώς έπρεπε να τον κάνει λογικό; εξαναγκάζοντάς τον, ή αφήνοντάς τον να το αποφασίσει μόνος; Εάν τον εξανάγκαζε, ούτε και έτσι επρόκειτο να γίνει καλύτερος· διότι κανένας δεν θα ήταν δυνατό να γίνει καλός εξαναγκαζόμενος· εάν πάλι με τη δική του απόφαση και θέληση, όλα εκείνα που μπορούσαν να διορθώσουν τη θέληση και απόφασή του του τα πρόσφερε. Εάν δεν θέλησε να δεχθεί το φάρμακο, η κατηγορία δεν είναι του ιατρού, αλλ’ εκείνου που απέρριψε τη θεραπεία. Πρόσεχε λοιπόν πόσα έκανε, ώστε να τον ξανακερδίσει και να τον σώσει. Δίδασκε σ’ αυτόν όλη την ευσέβεια και με έργα και με λόγια, τον έκανε ανώτερο από τους δαίμονες, του έδωσε τη δύναμη να κάμνει πολλά θαύματα, τον φόβησε με την απειλή της κολάσεως, τον προέτρεψε με την υπόσχεση της βασιλείας. Επίσης έλεγχε συνέχεια τις απόκρυφες σκέψεις του, αλλ’ ελέγχοντας αυτές δεν τις αποκάλυπτε· ένιψε τα πόδια του μαζί με τους άλλους μαθητές και έφαγε μαζί μ’ αυτόν στο ίδιο τραπέζι· τίποτε, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, παρέλειψε, αλλ’ όμως παρέμενε με τη θέλησή του αδιόρθωτος.
Και για να μάθεις, ότι, ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, όμως δεν θέλησε, αλλ’ όλα έγιναν εξ αιτίας της αδιαφορίας του, άκουσε. Όταν δηλαδή παρέδωσε αυτόν, έρριξε τα τριάντα αργύρια, μπροστά τους, και είπε· «Αμάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα δίκαιο». Τι συνέβηκε; Όταν τον είδες να θαυματουργεί δεν έλεγες, «Αμάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα αθώο», αλλ’ έλεγες, «Τι θέλετε να μού δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Αφού όμως προχώρησε το κακό, η προδοσία πραγματοποιήθηκε και η αμαρτία ολοκληρώθηκε, τότε αντιλήφθηκες την αμαρτία. Τι λοιπόν διδασκόμαστε από εδώ; Ότι, όταν δείχνομε αδιαφορία, ούτε οι συμβουλές μας ωφελούν, όταν όμως φροντίζομε, μπορούμε τότε και μόνοι μας να σηκωθούμε από το πέσιμό μας. Καθόσον και αυτός, όταν συμβούλευε ο δάσκαλος, δεν άκουε, όταν όμως δεν υπήρχε κανένας να τον συμβουλέψει, επαναστάτησε τότε η συνείδησή του, και, ενώ δεν υπήρχε κανένας δάσκαλος, άλλαξε γνώμη, κατέκρινε εκείνα που τόλμησε να κάνει, και έρριξε τα τριάντα αργύρια. «Τι θέλετε να μού δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν; Και του έδωσαν», λέγει, «τριάντα αργύρια». Κατέβαλαν την τιμή του αίματος, που δεν είχε τιμή. Γιατί Ιούδα παίρνεις τα τριάντα αργύρια; Ο Χριστός ήρθε να χύσει το αίμα αυτό για τη σωτηρία του κόσμου δωρεάν, για το οποίο σύ κάμνεις αισχρές συμφωνίες και συναλλαγές. Διότι τι υπάρχει αισχρότερο απ’ αυτή τη συναλλαγή;
4. «Τότε ήρθαν οι μαθητές στον Ιησού». «Τότε»· πότε; Όταν γίνονταν αυτά, όταν η προδοσία προχώρησε, όταν ο Ιούδας οδηγήθηκε στην απώλεια, «Ήρθαν οι μαθητές του σ’ αυτόν και του είπαν, που θέλετε να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;». Είδες μαθητή; είδες και μαθητές; Εκείνος προδίνει το δάσκαλο, ενώ αυτοί φροντίζουν για το Πάσχα· εκείνος συμφωνίες κάνει, ενώ αυτοί ετοιμάζονται να τον περιποιηθούν, τα ίδια θαύματα απόλαυσαν, και εκείνος και αυτοί, τις ίδιες διδάσκαλίες, την ίδια εξουσία. Από που λοιπόν προήλθε η μεταβολή; Από την προαίρεση αυτή παντού γίνεται αιτία όλων των καλών και των κακών. «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;». Η εσπέρα αυτή τότε ήταν η παραμονή του Πάσχα· επειδή λοιπόν ο Κύριος δεν είχε οικία, γι’ αυτό του λένε, «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;». Δεν έχομε ορισμένο κατάλυμα, δεν έχομε σκηνή, ούτε οικία. Ας το μάθουν εκείνοι που χτίζουν λαμπρές οικίες, ευρύχωρες στοές, και μεγάλες αυλές, ότι ο Χριστός δεν είχε που ν’ ακουμπήσει το κεφάλι του. Γι’ αυτό τον ερωτούν αυτοί, «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;».
Ποιο Πάσχα; Όχι αυτό το δικό μας, αλλά το παλιό το Ιουδαϊκό· διότι οι μαθητές εκείνο ετοίμασαν, ενώ αυτό το δικό μας αυτός το ετοίμασε· και όχι μόνο αυτός το ετοίμασε, αλλά και ο ίδιος έγινε το θύμα του Πάσχα. «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε να φας το Πάσχα;». Εκείνο ήταν ιουδαϊκό Πάσχα, εκείνο έλαβε την αρχή του στην Αίγυπτο. Για ποιό λόγο λοιπόν τρώγει αυτό ο Χριστός; Διότι τήρησε όλες τις εντολές του νόμου. Καθόσον, όταν βαπτιζόταν, έλεγε· «Διότι έτσι πρέπει σ’ εμένα, να τηρήσω κάθε εντολή του νόμου». Ήρθα να εξαγοράσω τον άνθρωπο από την κατάρα του νόμου. Διότι «ο Θεός έστειλε τον Υιό του, που γεννήθηκε από γυναίκα και τήρησε τις εντολές του νόμου, για να εξαγοράσει εκείνους που ήταν δούλοι του νόμου» και να καταργήσει το νόμο. Για να μη λέγει λοιπόν κάποιος, ότι γι’ αυτό κατάργησε αυτόν, επειδή δεν μπορούσε να τον τηρήσει, διότι ήταν βαρύς, δυσβάσταχος, και δυσκολοκατόρθωτος, αφού πρώτα τήρησε όλες τις διατάξεις αυτού, τότε τον κατάργησε. Γι’ αυτό και εόρτασε το Πάσχα· διότι το Πάσχα ήταν εντολή του νόμου.
Αυτά σας τα είπα, για να μη κατηγορήσουν μερικοί το Χριστό, λέγοντας, γιατί δεν άλλαξε τον Ιούδα; γιατί δεν το έκανε σώφρονα και λογικό; Και πώς έπρεπε να τον κάνει λογικό; εξαναγκάζοντάς τον, ή αφήνοντάς τον να το αποφασίσει μόνος; Εάν τον εξανάγκαζε, ούτε και έτσι επρόκειτο να γίνει καλύτερος· διότι κανένας δεν θα ήταν δυνατό να γίνει καλός εξαναγκαζόμενος· εάν πάλι με τη δική του απόφαση και θέληση, όλα εκείνα που μπορούσαν να διορθώσουν τη θέληση και απόφασή του του τα πρόσφερε. Εάν δεν θέλησε να δεχθεί το φάρμακο, η κατηγορία δεν είναι του ιατρού, αλλ’ εκείνου που απέρριψε τη θεραπεία. Πρόσεχε λοιπόν πόσα έκανε, ώστε να τον ξανακερδίσει και να τον σώσει. Δίδασκε σ’ αυτόν όλη την ευσέβεια και με έργα και με λόγια, τον έκανε ανώτερο από τους δαίμονες, του έδωσε τη δύναμη να κάμνει πολλά θαύματα, τον φόβησε με την απειλή της κολάσεως, τον προέτρεψε με την υπόσχεση της βασιλείας. Επίσης έλεγχε συνέχεια τις απόκρυφες σκέψεις του, αλλ’ ελέγχοντας αυτές δεν τις αποκάλυπτε· ένιψε τα πόδια του μαζί με τους άλλους μαθητές και έφαγε μαζί μ’ αυτόν στο ίδιο τραπέζι· τίποτε, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, παρέλειψε, αλλ’ όμως παρέμενε με τη θέλησή του αδιόρθωτος.
Και για να μάθεις, ότι, ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, όμως δεν θέλησε, αλλ’ όλα έγιναν εξ αιτίας της αδιαφορίας του, άκουσε. Όταν δηλαδή παρέδωσε αυτόν, έρριξε τα τριάντα αργύρια, μπροστά τους, και είπε· «Αμάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα δίκαιο». Τι συνέβηκε; Όταν τον είδες να θαυματουργεί δεν έλεγες, «Αμάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα αθώο», αλλ’ έλεγες, «Τι θέλετε να μού δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Αφού όμως προχώρησε το κακό, η προδοσία πραγματοποιήθηκε και η αμαρτία ολοκληρώθηκε, τότε αντιλήφθηκες την αμαρτία. Τι λοιπόν διδασκόμαστε από εδώ; Ότι, όταν δείχνομε αδιαφορία, ούτε οι συμβουλές μας ωφελούν, όταν όμως φροντίζομε, μπορούμε τότε και μόνοι μας να σηκωθούμε από το πέσιμό μας. Καθόσον και αυτός, όταν συμβούλευε ο δάσκαλος, δεν άκουε, όταν όμως δεν υπήρχε κανένας να τον συμβουλέψει, επαναστάτησε τότε η συνείδησή του, και, ενώ δεν υπήρχε κανένας δάσκαλος, άλλαξε γνώμη, κατέκρινε εκείνα που τόλμησε να κάνει, και έρριξε τα τριάντα αργύρια. «Τι θέλετε να μού δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν; Και του έδωσαν», λέγει, «τριάντα αργύρια». Κατέβαλαν την τιμή του αίματος, που δεν είχε τιμή. Γιατί Ιούδα παίρνεις τα τριάντα αργύρια; Ο Χριστός ήρθε να χύσει το αίμα αυτό για τη σωτηρία του κόσμου δωρεάν, για το οποίο σύ κάμνεις αισχρές συμφωνίες και συναλλαγές. Διότι τι υπάρχει αισχρότερο απ’ αυτή τη συναλλαγή;
4. «Τότε ήρθαν οι μαθητές στον Ιησού». «Τότε»· πότε; Όταν γίνονταν αυτά, όταν η προδοσία προχώρησε, όταν ο Ιούδας οδηγήθηκε στην απώλεια, «Ήρθαν οι μαθητές του σ’ αυτόν και του είπαν, που θέλετε να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;». Είδες μαθητή; είδες και μαθητές; Εκείνος προδίνει το δάσκαλο, ενώ αυτοί φροντίζουν για το Πάσχα· εκείνος συμφωνίες κάνει, ενώ αυτοί ετοιμάζονται να τον περιποιηθούν, τα ίδια θαύματα απόλαυσαν, και εκείνος και αυτοί, τις ίδιες διδάσκαλίες, την ίδια εξουσία. Από που λοιπόν προήλθε η μεταβολή; Από την προαίρεση αυτή παντού γίνεται αιτία όλων των καλών και των κακών. «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;». Η εσπέρα αυτή τότε ήταν η παραμονή του Πάσχα· επειδή λοιπόν ο Κύριος δεν είχε οικία, γι’ αυτό του λένε, «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;». Δεν έχομε ορισμένο κατάλυμα, δεν έχομε σκηνή, ούτε οικία. Ας το μάθουν εκείνοι που χτίζουν λαμπρές οικίες, ευρύχωρες στοές, και μεγάλες αυλές, ότι ο Χριστός δεν είχε που ν’ ακουμπήσει το κεφάλι του. Γι’ αυτό τον ερωτούν αυτοί, «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε για να φας το Πάσχα;».
Ποιο Πάσχα; Όχι αυτό το δικό μας, αλλά το παλιό το Ιουδαϊκό· διότι οι μαθητές εκείνο ετοίμασαν, ενώ αυτό το δικό μας αυτός το ετοίμασε· και όχι μόνο αυτός το ετοίμασε, αλλά και ο ίδιος έγινε το θύμα του Πάσχα. «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε να φας το Πάσχα;». Εκείνο ήταν ιουδαϊκό Πάσχα, εκείνο έλαβε την αρχή του στην Αίγυπτο. Για ποιό λόγο λοιπόν τρώγει αυτό ο Χριστός; Διότι τήρησε όλες τις εντολές του νόμου. Καθόσον, όταν βαπτιζόταν, έλεγε· «Διότι έτσι πρέπει σ’ εμένα, να τηρήσω κάθε εντολή του νόμου». Ήρθα να εξαγοράσω τον άνθρωπο από την κατάρα του νόμου. Διότι «ο Θεός έστειλε τον Υιό του, που γεννήθηκε από γυναίκα και τήρησε τις εντολές του νόμου, για να εξαγοράσει εκείνους που ήταν δούλοι του νόμου» και να καταργήσει το νόμο. Για να μη λέγει λοιπόν κάποιος, ότι γι’ αυτό κατάργησε αυτόν, επειδή δεν μπορούσε να τον τηρήσει, διότι ήταν βαρύς, δυσβάσταχος, και δυσκολοκατόρθωτος, αφού πρώτα τήρησε όλες τις διατάξεις αυτού, τότε τον κατάργησε. Γι’ αυτό και εόρτασε το Πάσχα· διότι το Πάσχα ήταν εντολή του νόμου.
Και για ποιό λόγο ο νόμος όρισε να τρώνε το Πάσχα; Οι Ιουδαίοι ήταν αχάριστοι απέναντι στον ευεργέτη, και, παρ’ όλες τις ευεργεσίες του, ξεχνούσαν τις εντολές του Θεού· καθόσον, όταν έφυγαν από την Αίγυπτο και είδαν τη θάλασσα να χωρίζεται στη μέση και στη συνέχεια πάλι να ενώνεται, καθώς και άλλα αμέτρητα θαύματα, έλεγαν «Ας κατασκευάσομε θεούς, που θα προπορεύονται και θα μας οδηγούν». Τι λές; Τα θαύματα τα έχεις ακόμη στα χέρια σου και ξέχασες τον ευεργέτη σου; Επειδή λοιπόν ήταν τόσο αναίσθητοι και αχάριστοι, ο Θεός σύνδεσε την υπενθύμιση των δωρεών του με την υπόθεση των εορτών, και γι’ αυτό έδωσε εντολή να θυσιάζουν τον αμνό. «Ώστε, εάν σ’ ερωτήσει», λέγει, «ο υιός σου τι σημαίνει το Πάσχα αυτό; να του πεις, ότι oι πρόγονοί μας στην Αίγυπτο έβαψαν κάποτε με το αίμα του προβάτου τις πόρτες των σπιτιών τους, για να μη συμβεί, όταν θα ρθει ο εξολοθρευτής άγγελος να δει, να τολμήσει να μπει μέσα και να επιφέρει πλήγμα.
Ήταν λοιπόν η εορτή διαρκής υπενθύμιση της σωτηρίας τους. Ή καλύτερα δεν κέρδιζαν μόνο αυτό, ότι τους υπενθύμιζε τις παλιές ευεργεσίες, αλλά και άλλο σπουδαιότερο, ότι δηλαδή με αυτό προτυπώνονταν τα μελλοντικά. Καθόσον ο αμνός εκείνος ήταν τύπος άλλου πνευματικού αμνού, και το πρόβατο ήταν τύπος άλλου προβάτου· και εκείνο βέβαια ήταν σκιά, ενώ αυτό αλήθεια. Όταν λοιπόν παρουσιάσθηκε ο ήλιος της δικαιοσύνης, η σκιά πλέον καταργήθηκε· διότι όταν ο ήλιος ανατείλει, η σκιά χάνεται. Γι’ αυτό λοιπόν και στην ίδια τράπεζα γίνονται και τα δύο Πάσχα, και το Πάσχα του τύπου, και το Πάσχα της αλήθειας. Διότι, όπως ακριβώς οι ζωγράφοι στον ίδιο πίνακα πρώτα τραβούν τις γραμμές και ζωγραφίζουν τη σκιά, και μετά προσθέτουν επάνω σ’ αυτόν τα πραγματικά χρώματα, το ίδιο έκανε και ο Χριστός. Επάνω στην ίδια τράπεζα ζωγράφισε και το τυπικό Πάσχα, και πρόσθεσε το αληθινό «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε το Πάσχα για να φας;». Τότε εορταζόταν το ιουδαϊκό Πάσχα, αλλ’ αφού ανάτειλε ο ήλιος, ας μη φέγγει πλέον το λυχνάρι, αφού ήρθε η αλήθεια, ας καταργηθεί πλέον η σκιά.
5. Αυτά τα λέγω προς τους Ιουδαίους, επειδή νομίζουν ότι εορτάζουν πάσχα, επειδή με αδιαντροπιά οι απερίτμητοι κατά την καρδιά προβάλλουν τα άζυμα. Πώς, πες μου, Ιουδαίε, εορτάζεις το Πάσχα; Ο ναός κατασκάφθηκε, ο βωμός καταστράφηκε, τα άγια των αγίων καταπατήθηκαν, κάθε είδος θυσίας καταργήθηκε. Για ποιο λόγο λοιπόν τολμάς να κάμνεις αυτά τα παράνομα πράγματα. Οδηγήθηκες κάποτε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα και εκεί έλεγαν εκείνοι που σε αιχμαλώτισαν, «Ψάλατέ μας από τις ωδές που ψάλλατε στη Σιών», και δεν το ανεχόσουν. Και για να δείξει αυτά ο Δαυίδ έλεγε· «Στους ποταμούς της Βαβυλώνας, κοντά στις όχθες τους, εκεί καθίσαμε και κλάψαμε στις ιτιές που είναι δίπλα σ’ αυτούς εκεί κρεμάσαμε τα όργανά μας·», δηλαδή το ψαλτήρι, την κιθάρα, τη λύρα, και τα υπόλοιπα- διότι αυτά τα όργανα χρησιμοποιούσαν την παλιά εποχή, και μ’ αυτά έψαλλαν τους ψαλμούς. Αυτά λοιπόν τα όργανα, όταν οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία, τα πήραν μαζί τους, για να θυμούνται τον τρόπο ζωής στην πατρίδα τους και όχι για να τα χρησιμοποιήσουν. «Εκεί» λοιπόν, λέγει, «μας ζήτησαν αυτοί που μας αιχμαλώτισαν ύμνους από το στόμα μας», και είπαμε, «πώς θα ψάλω την ωδή του Κυρίου σε ξένη χώρα;». Τι λες; Την ωδή του Κυρίου δεν ψάλλεις σε χώρα ξένη και εορτάζεις το Πάσχα του Κυρίου σε ξένη χώρα; Είδες την αγνωμοσύνη τους; είδες την παρανομία τους; Όταν, εκείνοι που τους εξανάγκαζαν, ήταν εχθροί, δεν τολμούσαν ούτε ύμνο να ψάλλουν σε ξένη χώρα, ενώ τώρα, από μόνοι τους, χωρίς κανένας να τους εξαναγκάζει, ούτε να τους πιέζει, κηρύττουν πόλεμο εναντίον του Θεού.
Βλέπεις πως είναι ακάθαρτα τα άζυμα; πως είναι παράνομη η εορτή; πως δεν υπάρχει Πάσχα ιουδαϊκό; Υπήρχε κάποτε ιουδαϊκό Πάσχα, αλλά καταργήθηκε τώρα, και αντικαταστάθηκε με το πνευματικό Πάσχα, το οποίο παρέδωσε τότε ο Χριστός. Διότι, λέγει, ενώ αυτοί έτρωγαν και έπιναν, αφού πήρε τον άρτο τον έκανε κομμάτια και είπε· «Αυτό είναι το σώμα μου που τεμαχίζεται για χάρη σας προς άφεση αμαρτιών». Γνωρίζουν τα λόγια αυτά όσοι έχουν μυηθεί. Και αφού πήρε πάλι το ποτήρι, είπε· «Αυτό είναι το αίμα, που χύνεται για χάρη πολλών, προς άφεση αμαρτιών». Και ήταν παρών ο Ιούδας, όταν ο Χριστός έλεγε αυτά. Αυτό είναι το σώμα μου, που το πούλησες, Ιούδα, τριάντα αργύρια· αυτό είναι το αίμα, για το οποίο πριν από λίγο έκαμνες τις αισχρές εκείνες συμφωνίες με τους αχάριστους Φαρισαίους. Πω, πω μέγεθος φιλανθρωπίας του Χριστού, πω, πω μέγεθος παραφροσύνης του Ιούδα, πω, πω μέγεθος μανίας· διότι ο μεν Ιούδας πούλησε αυτόν τριάντα αργύρια, ενώ ο Χριστός και μετά απ’ αυτό δεν απέφυγε αυτό το αίμα, που πουλήθηκε, να το δώσει προς άφεση των αμαρτιών εκείνου που το είχε πωλήσει, εάν φυσικά το ήθελε. Και ήταν παρών ο Ιούδας και έπαιρνε μέρος στην ιερή εκείνη τράπεζα. Διότι, όπως ακριβώς ένιψε τα πόδια αυτού μαζί με τους άλλους μαθητές, έτσι πήρε μέρος και στην ιερή εκείνη τράπεζα, για να μη μπορεί να έχει καμία δικαιολογημένη απολογία, εάν επιμείνει στην κακία του. Διότι ο Χριστός έκανε ό,τι εξαρτιόταν απ’ αυτόν και του τα πρόσφερε όλα, αυτός όμως εξακολούθησε να διατηρεί την κακή του γνώμη.
Ήταν λοιπόν η εορτή διαρκής υπενθύμιση της σωτηρίας τους. Ή καλύτερα δεν κέρδιζαν μόνο αυτό, ότι τους υπενθύμιζε τις παλιές ευεργεσίες, αλλά και άλλο σπουδαιότερο, ότι δηλαδή με αυτό προτυπώνονταν τα μελλοντικά. Καθόσον ο αμνός εκείνος ήταν τύπος άλλου πνευματικού αμνού, και το πρόβατο ήταν τύπος άλλου προβάτου· και εκείνο βέβαια ήταν σκιά, ενώ αυτό αλήθεια. Όταν λοιπόν παρουσιάσθηκε ο ήλιος της δικαιοσύνης, η σκιά πλέον καταργήθηκε· διότι όταν ο ήλιος ανατείλει, η σκιά χάνεται. Γι’ αυτό λοιπόν και στην ίδια τράπεζα γίνονται και τα δύο Πάσχα, και το Πάσχα του τύπου, και το Πάσχα της αλήθειας. Διότι, όπως ακριβώς οι ζωγράφοι στον ίδιο πίνακα πρώτα τραβούν τις γραμμές και ζωγραφίζουν τη σκιά, και μετά προσθέτουν επάνω σ’ αυτόν τα πραγματικά χρώματα, το ίδιο έκανε και ο Χριστός. Επάνω στην ίδια τράπεζα ζωγράφισε και το τυπικό Πάσχα, και πρόσθεσε το αληθινό «Που θέλεις να σου ετοιμάσομε το Πάσχα για να φας;». Τότε εορταζόταν το ιουδαϊκό Πάσχα, αλλ’ αφού ανάτειλε ο ήλιος, ας μη φέγγει πλέον το λυχνάρι, αφού ήρθε η αλήθεια, ας καταργηθεί πλέον η σκιά.
5. Αυτά τα λέγω προς τους Ιουδαίους, επειδή νομίζουν ότι εορτάζουν πάσχα, επειδή με αδιαντροπιά οι απερίτμητοι κατά την καρδιά προβάλλουν τα άζυμα. Πώς, πες μου, Ιουδαίε, εορτάζεις το Πάσχα; Ο ναός κατασκάφθηκε, ο βωμός καταστράφηκε, τα άγια των αγίων καταπατήθηκαν, κάθε είδος θυσίας καταργήθηκε. Για ποιο λόγο λοιπόν τολμάς να κάμνεις αυτά τα παράνομα πράγματα. Οδηγήθηκες κάποτε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα και εκεί έλεγαν εκείνοι που σε αιχμαλώτισαν, «Ψάλατέ μας από τις ωδές που ψάλλατε στη Σιών», και δεν το ανεχόσουν. Και για να δείξει αυτά ο Δαυίδ έλεγε· «Στους ποταμούς της Βαβυλώνας, κοντά στις όχθες τους, εκεί καθίσαμε και κλάψαμε στις ιτιές που είναι δίπλα σ’ αυτούς εκεί κρεμάσαμε τα όργανά μας·», δηλαδή το ψαλτήρι, την κιθάρα, τη λύρα, και τα υπόλοιπα- διότι αυτά τα όργανα χρησιμοποιούσαν την παλιά εποχή, και μ’ αυτά έψαλλαν τους ψαλμούς. Αυτά λοιπόν τα όργανα, όταν οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία, τα πήραν μαζί τους, για να θυμούνται τον τρόπο ζωής στην πατρίδα τους και όχι για να τα χρησιμοποιήσουν. «Εκεί» λοιπόν, λέγει, «μας ζήτησαν αυτοί που μας αιχμαλώτισαν ύμνους από το στόμα μας», και είπαμε, «πώς θα ψάλω την ωδή του Κυρίου σε ξένη χώρα;». Τι λες; Την ωδή του Κυρίου δεν ψάλλεις σε χώρα ξένη και εορτάζεις το Πάσχα του Κυρίου σε ξένη χώρα; Είδες την αγνωμοσύνη τους; είδες την παρανομία τους; Όταν, εκείνοι που τους εξανάγκαζαν, ήταν εχθροί, δεν τολμούσαν ούτε ύμνο να ψάλλουν σε ξένη χώρα, ενώ τώρα, από μόνοι τους, χωρίς κανένας να τους εξαναγκάζει, ούτε να τους πιέζει, κηρύττουν πόλεμο εναντίον του Θεού.
Βλέπεις πως είναι ακάθαρτα τα άζυμα; πως είναι παράνομη η εορτή; πως δεν υπάρχει Πάσχα ιουδαϊκό; Υπήρχε κάποτε ιουδαϊκό Πάσχα, αλλά καταργήθηκε τώρα, και αντικαταστάθηκε με το πνευματικό Πάσχα, το οποίο παρέδωσε τότε ο Χριστός. Διότι, λέγει, ενώ αυτοί έτρωγαν και έπιναν, αφού πήρε τον άρτο τον έκανε κομμάτια και είπε· «Αυτό είναι το σώμα μου που τεμαχίζεται για χάρη σας προς άφεση αμαρτιών». Γνωρίζουν τα λόγια αυτά όσοι έχουν μυηθεί. Και αφού πήρε πάλι το ποτήρι, είπε· «Αυτό είναι το αίμα, που χύνεται για χάρη πολλών, προς άφεση αμαρτιών». Και ήταν παρών ο Ιούδας, όταν ο Χριστός έλεγε αυτά. Αυτό είναι το σώμα μου, που το πούλησες, Ιούδα, τριάντα αργύρια· αυτό είναι το αίμα, για το οποίο πριν από λίγο έκαμνες τις αισχρές εκείνες συμφωνίες με τους αχάριστους Φαρισαίους. Πω, πω μέγεθος φιλανθρωπίας του Χριστού, πω, πω μέγεθος παραφροσύνης του Ιούδα, πω, πω μέγεθος μανίας· διότι ο μεν Ιούδας πούλησε αυτόν τριάντα αργύρια, ενώ ο Χριστός και μετά απ’ αυτό δεν απέφυγε αυτό το αίμα, που πουλήθηκε, να το δώσει προς άφεση των αμαρτιών εκείνου που το είχε πωλήσει, εάν φυσικά το ήθελε. Και ήταν παρών ο Ιούδας και έπαιρνε μέρος στην ιερή εκείνη τράπεζα. Διότι, όπως ακριβώς ένιψε τα πόδια αυτού μαζί με τους άλλους μαθητές, έτσι πήρε μέρος και στην ιερή εκείνη τράπεζα, για να μη μπορεί να έχει καμία δικαιολογημένη απολογία, εάν επιμείνει στην κακία του. Διότι ο Χριστός έκανε ό,τι εξαρτιόταν απ’ αυτόν και του τα πρόσφερε όλα, αυτός όμως εξακολούθησε να διατηρεί την κακή του γνώμη.
6. Αλλ’ είναι ώρα πλέον να πλησιάσομε στη φρικτή αυτή τράπεζα. Όλοι λοιπόν ας πλησιάσομε με την πρέπουσα σωφροσύνη και προσοχή, και κανένας πλέον να μη είναι Ιούδας, κανένας να μη είναι πονηρός, κανένας να μη έχει μέσα του δηλητήριο· να μη λέγει άλλα με το στόμα του και άλλα να έχει στη σκέψη του. Παραβρίσκεται ο Χριστός, και εκείνος που στόλισε την τράπεζα εκείνη, αυτός και τώρα διακοσμεί αυτήν. Διότι δεν είναι άνθρωπος αυτός που μεταβάλλει τα δώρα που βρίσκονται μπροστά μας σε σώμα και αίμα του Χριστού, αλλ’ ο ίδιος ο Χριστός που σταυρώθηκε για μας. Ο ιερεύς στέκεται και εκπληρώνει τον τύπο εκείνο, λέγοντας τα λόγια εκείνα, ενώ η δύναμη και η χάρη είναι του Θεού. «Αυτό είναι το σώμα μου», λέγει. Αυτά τα λόγια μεταβάλλουν σε σώμα και αίμα τα προσφερόμενα δώρα. Και όπως ακριβώς η φωνή εκείνη που έλεγε, «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε τη γη», λέχθηκε βέβαια μία φορά, πραγματοποιείται όμως αιώνια, δίνοντας έμπρακτη στη φύση μας τη δύναμη για απόκτηση παιδιών, έτσι και τα λόγια αυτά που λέχθηκαν μία φορά, σε κάθε μία τράπεζα των εκκλησιών από τότε μέχρι σήμερα, και μέχρι την μελλοντική παρουσία αυτού, κάμνουν πραγματική τη θυσία.
Κανένας λοιπόν να μη πλησιάζει σ’ αυτή γεμάτος υπουλία, κανένας να μη πλησιάζει γεμάτος από κακία, κανένας να μη πλησιάζει έχοντας δηλητήριο μέσα στη σκέψη του, για να μη γίνεται αυτό που μεταλαβαίνει αιτία καταδίκης του. Καθόσον και τότε όρμησε μέσα στον Ιούδα ο διάβολος, αφού έλαβε εκείνο που του πρόσφερε ο Κύριος, όχι από περιφρόνηση προς το σώμα του Κυρίου, αλλά περιφρονώντας τον Ιούδα εξ αιτίας της αδιαντροπιάς του, για να μάθεις, ότι πάντοτε ο διάβολος κατ’ εξοχή εισέρχεται και κυριεύει εκείνους που παίρνουν μέρος ανάξια στη θεία ευχαριστία, όπως ακριβώς συνέβηκε και τότε στον Ιούδα. Διότι οι τιμές ωφελούν εκείνους που είναι άξιοι, ενώ σ’ εκείνους που τις απολαμβάνουν ανάξια, επιφέρουν μεγαλύτερη τιμωρία. Και αυτά τα λέγω όχι για να σας φοβήσω, αλλά για να σας προφυλάξω. Κανένας λοιπόν να μη γίνεται Ιούδας, κανένας να μη πλησιάζει έχοντας μέσα του δηλητήριο κακίας. Διότι η θυσία είναι πνευματική τροφή· και όπως ακριβώς η σωματική τροφή, όταν εισέλθει σε στομάχι γεμάτο από βλαβερά υγρά, χειροτερεύει περισσότερο την ασθένεια, όχι από τη φύση της, αλλ’ εξ αιτίας της ασθένειας του στομαχιού, έτσι λοιπόν συμβαίνει συνήθως και με τα πνευματικά μυστήρια. Καθόσον και αυτά, όταν εισέλθουν μέσα σε ψυχή γεμάτη από κακία, περισσότερο την καταστρέφουν και την οδηγούν στην απώλεια, όχι από τη φύση τους, αλλ’ εξ αιτίας της πνευματικής ασθένειας της ψυχής που τα δέχθηκε.
Κανένας λοιπόν ας μη έχει μέσα του πονηρούς λογισμούς, αλλ’ ας καθαρίσομε τη σκέψη μας καθόσον προσερχόμαστε σε καθαρή θυσία· ας κάνομε λοιπόν άγια την ψυχή μας· διότι αυτό μπορεί να γίνει και μέσα σε μία ημέρα. Πώς και με ποιό τρόπο; Εάν έχεις κάτι εναντίον του εχθρού, διώξε την οργή, θεράπευσε την πληγή, σταμάτησε την έχθρα, για να λάβεις θεραπεία από την τράπεζα· διότι προσέρχεσθε σε θυσία φρικτή και άγια. Δείξε σεβασμό προς το νόημα αυτής της προσφοράς. Σφαγμένος βρίσκεται μπροστά σου ο Χριστός. Και για ποιό λόγο σφάχθηκε και γιατί; Για να ειρηνεύσει τα ουράνια και τα επίγεια, για να σε κάνει φίλο και των αγγέλων, για να σε συμφιλιώσει με το Θεό των πάντων· ενώ είσαι εχθρός και πολέμιος αυτού, να σε κάνει φίλο του. Εκείνος θυσίασε την ψυχή του για χάρη εκείνων που τον μισούσαν, ενώ σύ συνεχίζεις να εχθρεύεσαι το συνάνθρωπό σου· και πώς θα μπορέσεις να βαδίσεις στην τράπεζα της ειρήνης; Και εκείνος βέβαια δεν απέφυγε ούτε και να πεθάνει για χάρη σου, ενώ συ δεν θέλεις για τον εαυτό σου ν’ αφήσεις την οργή σου εναντίον του συνανθρώπου σου; Και ποιας συγγνώμης αυτά είναι άξια;
Με έβλαψε, λέγει, και μ’ άρπαξε πάρα πολλά. Και τι είναι αυτό; Οπωσδήποτε η ζημιά είναι χρηματική· διότι δεν σε πλήγωσε όπως ο Ιούδας τον Χριστό· αλλ’ όμως και το ίδιο το αίμα του που έχυσε, το έδωσε για τη σωτηρία εκείνων που τον θανάτωσαν. Τι θα μπορούσες να πεις ισάξιο μ’ αυτό; Εάν δεν συγχωρήσεις τον εχθρό σου, δεν έβλαψες εκείνον, αλλά τον εαυτό σου· διότι εκείνον τον έβλαψες πολλές φορές στην παρούσα ζωή, ενώ τον εαυτό σου τον κατέστησες ασυγχώρητο κατά την απολογία σου τη μέλλουσα εκείνη ημέρα· διότι ο Θεός τίποτε δεν μισεί τόσο, όσο τον μνησίκακο άνθρωπο, όσο την καρδιά τη γεμάτη από μίσος και την ψυχή που φλογίζεται από κακία. Άκουσε λοιπόν τι λέγει· «Εάν, όταν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, θυμηθείς την ώρα ακριβώς που βρίσκεσαι στο θυσιαστήριο, ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε το δώρο σου στο θυσιαστήριο, και πήγαινε και συμφιλιώσου πρώτα με τον αδελφό σου, και τότε έλα και πρόσφερε το δώρο σου».
Τι λες, ν’ αφήσω το δώρο μου; Ναι, λέγει· διότι και η θυσία αυτή έγινε για να έχεις ειρήνη με τον αδελφό σου. Εάν λοιπόν η θυσία έγινε για να έχεις ειρήνη με τον αδελφό σου, συ όμως δεν μπορείς να επιτύχεις την ειρήνη αυτή, άσκοπα συμμετέχεις στη θυσία· διότι το κατόρθωμά σου είναι ανώφελο. Κάνε λοιπόν πρώτα εκείνο, για το οποίο έχει προσφερθεί η θυσία, και τότε θ’ απολαύσεις αυτή άξια. Γι’ αυτό κατέβηκε ο Υιός του Θεού, για να συμφιλιώσει τη φύση μας με τον Κύριο· γι’ αυτό δεν ήρθε μόνο αυτός, αλλά για να μας καταστήσει κοινωνούς του ονόματός του και εμάς που κάμνομε τα ίδια μ’ αυτόν. Διότι λέγει «Μακάριοι είναι εκείνοι που ειρηνεύουν, διότι αυτοί θα ονομασθούν υιοί του Θεού». Εκείνο λοιπόν που έκανε ο Μονογενής Υιός του Θεού, αυτό κάνε και συ σύμφωνα με την ανθρώπινη δύναμή σου, γίνε δηλαδή πρόξενος ειρήνης και για τον εαυτό σου και για τους άλλους. Γι’ αυτό και σένα τον ειρηνοποιό σε ονομάζει υιό του Θεού· γι’ αυτό και κατά την ώρα της θυσίας καμία άλλη εντολή δεν ανέφερε, παρά την εντολή της συμφιλιώσεως με τον αδελφό σου, για να δείξει, ότι αυτό είναι ανώτερο από όλα.
Ήθελα να παρατείνω το λόγο, αλλ’ είναι αρκετά και αυτά για εκείνους που προσέχουν, εάν τα θυμούνται. Ας θυμούμαστε λοιπόν, αγαπητοί, πάντοτε αυτά τα λόγια, και τα αγνά φιλήματα, και τον γεμάτο από ιερό φόβο ασπασμό αναμεταξύ μας. Διότι αυτό συνδέει τις σκέψεις μας, και κάμνει όλους μας να γίνομε ένα σώμα, επειδή όλοι συμμετέχομε στην κοινωνία ενός σώματος. Ας ενωθούμε λοιπόν σ’ ένα σώμα, όχι συνενώνοντας τα σώματά μας, αλλά συνενώνοντας αναμεταξύ τους τις ψυχές μας με το σύνδεσμο της αγάπης· έτσι θα μπορέσομε ν’ απολαύσομε με παρρησία την τράπεζα που βρίσκεται μπροστά μας. Διότι, και αν ακόμη έχομε αμέτρητες δίκαιες πράξεις, αλλ’ είμαστε μνησίκακοι, όλα είναι μάταια και άσκοπα, και δεν θα μπορέσομε απ’ αυτές να καρπωθούμε καμιά ωφέλεια για τη σωτηρία μας.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας εξαφανίσομε την οργή, και, αφού καθαρίσομε τη συνείδησή μας, με πραότητα και όλη την καλωσύνη μας ας πλησιάσομε στην τράπεζα του Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, η τιμή και η δύναμη, συγχρόνως και στο άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Κανένας λοιπόν να μη πλησιάζει σ’ αυτή γεμάτος υπουλία, κανένας να μη πλησιάζει γεμάτος από κακία, κανένας να μη πλησιάζει έχοντας δηλητήριο μέσα στη σκέψη του, για να μη γίνεται αυτό που μεταλαβαίνει αιτία καταδίκης του. Καθόσον και τότε όρμησε μέσα στον Ιούδα ο διάβολος, αφού έλαβε εκείνο που του πρόσφερε ο Κύριος, όχι από περιφρόνηση προς το σώμα του Κυρίου, αλλά περιφρονώντας τον Ιούδα εξ αιτίας της αδιαντροπιάς του, για να μάθεις, ότι πάντοτε ο διάβολος κατ’ εξοχή εισέρχεται και κυριεύει εκείνους που παίρνουν μέρος ανάξια στη θεία ευχαριστία, όπως ακριβώς συνέβηκε και τότε στον Ιούδα. Διότι οι τιμές ωφελούν εκείνους που είναι άξιοι, ενώ σ’ εκείνους που τις απολαμβάνουν ανάξια, επιφέρουν μεγαλύτερη τιμωρία. Και αυτά τα λέγω όχι για να σας φοβήσω, αλλά για να σας προφυλάξω. Κανένας λοιπόν να μη γίνεται Ιούδας, κανένας να μη πλησιάζει έχοντας μέσα του δηλητήριο κακίας. Διότι η θυσία είναι πνευματική τροφή· και όπως ακριβώς η σωματική τροφή, όταν εισέλθει σε στομάχι γεμάτο από βλαβερά υγρά, χειροτερεύει περισσότερο την ασθένεια, όχι από τη φύση της, αλλ’ εξ αιτίας της ασθένειας του στομαχιού, έτσι λοιπόν συμβαίνει συνήθως και με τα πνευματικά μυστήρια. Καθόσον και αυτά, όταν εισέλθουν μέσα σε ψυχή γεμάτη από κακία, περισσότερο την καταστρέφουν και την οδηγούν στην απώλεια, όχι από τη φύση τους, αλλ’ εξ αιτίας της πνευματικής ασθένειας της ψυχής που τα δέχθηκε.
Κανένας λοιπόν ας μη έχει μέσα του πονηρούς λογισμούς, αλλ’ ας καθαρίσομε τη σκέψη μας καθόσον προσερχόμαστε σε καθαρή θυσία· ας κάνομε λοιπόν άγια την ψυχή μας· διότι αυτό μπορεί να γίνει και μέσα σε μία ημέρα. Πώς και με ποιό τρόπο; Εάν έχεις κάτι εναντίον του εχθρού, διώξε την οργή, θεράπευσε την πληγή, σταμάτησε την έχθρα, για να λάβεις θεραπεία από την τράπεζα· διότι προσέρχεσθε σε θυσία φρικτή και άγια. Δείξε σεβασμό προς το νόημα αυτής της προσφοράς. Σφαγμένος βρίσκεται μπροστά σου ο Χριστός. Και για ποιό λόγο σφάχθηκε και γιατί; Για να ειρηνεύσει τα ουράνια και τα επίγεια, για να σε κάνει φίλο και των αγγέλων, για να σε συμφιλιώσει με το Θεό των πάντων· ενώ είσαι εχθρός και πολέμιος αυτού, να σε κάνει φίλο του. Εκείνος θυσίασε την ψυχή του για χάρη εκείνων που τον μισούσαν, ενώ σύ συνεχίζεις να εχθρεύεσαι το συνάνθρωπό σου· και πώς θα μπορέσεις να βαδίσεις στην τράπεζα της ειρήνης; Και εκείνος βέβαια δεν απέφυγε ούτε και να πεθάνει για χάρη σου, ενώ συ δεν θέλεις για τον εαυτό σου ν’ αφήσεις την οργή σου εναντίον του συνανθρώπου σου; Και ποιας συγγνώμης αυτά είναι άξια;
Με έβλαψε, λέγει, και μ’ άρπαξε πάρα πολλά. Και τι είναι αυτό; Οπωσδήποτε η ζημιά είναι χρηματική· διότι δεν σε πλήγωσε όπως ο Ιούδας τον Χριστό· αλλ’ όμως και το ίδιο το αίμα του που έχυσε, το έδωσε για τη σωτηρία εκείνων που τον θανάτωσαν. Τι θα μπορούσες να πεις ισάξιο μ’ αυτό; Εάν δεν συγχωρήσεις τον εχθρό σου, δεν έβλαψες εκείνον, αλλά τον εαυτό σου· διότι εκείνον τον έβλαψες πολλές φορές στην παρούσα ζωή, ενώ τον εαυτό σου τον κατέστησες ασυγχώρητο κατά την απολογία σου τη μέλλουσα εκείνη ημέρα· διότι ο Θεός τίποτε δεν μισεί τόσο, όσο τον μνησίκακο άνθρωπο, όσο την καρδιά τη γεμάτη από μίσος και την ψυχή που φλογίζεται από κακία. Άκουσε λοιπόν τι λέγει· «Εάν, όταν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, θυμηθείς την ώρα ακριβώς που βρίσκεσαι στο θυσιαστήριο, ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε το δώρο σου στο θυσιαστήριο, και πήγαινε και συμφιλιώσου πρώτα με τον αδελφό σου, και τότε έλα και πρόσφερε το δώρο σου».
Τι λες, ν’ αφήσω το δώρο μου; Ναι, λέγει· διότι και η θυσία αυτή έγινε για να έχεις ειρήνη με τον αδελφό σου. Εάν λοιπόν η θυσία έγινε για να έχεις ειρήνη με τον αδελφό σου, συ όμως δεν μπορείς να επιτύχεις την ειρήνη αυτή, άσκοπα συμμετέχεις στη θυσία· διότι το κατόρθωμά σου είναι ανώφελο. Κάνε λοιπόν πρώτα εκείνο, για το οποίο έχει προσφερθεί η θυσία, και τότε θ’ απολαύσεις αυτή άξια. Γι’ αυτό κατέβηκε ο Υιός του Θεού, για να συμφιλιώσει τη φύση μας με τον Κύριο· γι’ αυτό δεν ήρθε μόνο αυτός, αλλά για να μας καταστήσει κοινωνούς του ονόματός του και εμάς που κάμνομε τα ίδια μ’ αυτόν. Διότι λέγει «Μακάριοι είναι εκείνοι που ειρηνεύουν, διότι αυτοί θα ονομασθούν υιοί του Θεού». Εκείνο λοιπόν που έκανε ο Μονογενής Υιός του Θεού, αυτό κάνε και συ σύμφωνα με την ανθρώπινη δύναμή σου, γίνε δηλαδή πρόξενος ειρήνης και για τον εαυτό σου και για τους άλλους. Γι’ αυτό και σένα τον ειρηνοποιό σε ονομάζει υιό του Θεού· γι’ αυτό και κατά την ώρα της θυσίας καμία άλλη εντολή δεν ανέφερε, παρά την εντολή της συμφιλιώσεως με τον αδελφό σου, για να δείξει, ότι αυτό είναι ανώτερο από όλα.
Ήθελα να παρατείνω το λόγο, αλλ’ είναι αρκετά και αυτά για εκείνους που προσέχουν, εάν τα θυμούνται. Ας θυμούμαστε λοιπόν, αγαπητοί, πάντοτε αυτά τα λόγια, και τα αγνά φιλήματα, και τον γεμάτο από ιερό φόβο ασπασμό αναμεταξύ μας. Διότι αυτό συνδέει τις σκέψεις μας, και κάμνει όλους μας να γίνομε ένα σώμα, επειδή όλοι συμμετέχομε στην κοινωνία ενός σώματος. Ας ενωθούμε λοιπόν σ’ ένα σώμα, όχι συνενώνοντας τα σώματά μας, αλλά συνενώνοντας αναμεταξύ τους τις ψυχές μας με το σύνδεσμο της αγάπης· έτσι θα μπορέσομε ν’ απολαύσομε με παρρησία την τράπεζα που βρίσκεται μπροστά μας. Διότι, και αν ακόμη έχομε αμέτρητες δίκαιες πράξεις, αλλ’ είμαστε μνησίκακοι, όλα είναι μάταια και άσκοπα, και δεν θα μπορέσομε απ’ αυτές να καρπωθούμε καμιά ωφέλεια για τη σωτηρία μας.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας εξαφανίσομε την οργή, και, αφού καθαρίσομε τη συνείδησή μας, με πραότητα και όλη την καλωσύνη μας ας πλησιάσομε στην τράπεζα του Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, η τιμή και η δύναμη, συγχρόνως και στο άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: alopsis.gr