«Ὅποιος θέλει νά μέ ὑπηρετεῖ, ἄς ἀκολουθεῖ τόν δικό μου δρόμο»1, εἶπε ὁ Κύριος. Κάθε χριστιανός, μέ τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε στή βάπτισή του, ἀνέλαβε τήν ὑποχρέωση νά εἶναι δοῦλος καί ὑπηρέτης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάθε χριστιανός πρέπει ἀπαραίτητα ν᾿ ἀκολουθεῖ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀφοῦ ἀποκάλεσε τόν ἑαυτό Του «ποιμένα τῶν προβάτων»2, ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «τά πρόβατα Τόν ἀκολουθοῦν, γιατί ἀναγνωρίζουν τή φωνή Του»3. Ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διδασκαλία Του. Ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό Εὐαγγέλιο. Ὅποιος, στόν δρόμο τῆς ἐπίγειας πορείας του, ἀκολουθεῖ τ᾿ ἀχνάρια τοῦ Χριστοῦ, κατευθύνεται ἀπό τίς ἐντολές Του.
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσω τόν Χριστό, πρέπει νά γνωρίσω τή φωνή Του. Γνώρισε τό Εὐαγγέλιο, καί θά μπορέσεις μέ τή ζωή σου ν᾿ ἀκολουθήσεις τόν Χριστό.
Ὅποιος, ἀφοῦ γεννηθεῖ βιολογικά, λάβει «τό βάπτισμα τῆς ἀναγεννήσεως καί τῆς ἀνανεώσεως4 καί διαφυλάξει τή βαπτισματική του κατάσταση μέ τήν εὐαγγελική βιοτή, αὐτός θά σωθεῖ· αὐτός «θά μπεῖ» στό θεάρεστο στάδιο τῆς ἐπίγειας ζωῆς μέ τήν πνευματική γέννηση «καί θά βγεῖ» ἀπ᾿ αὐτό τό στάδιο μέ τή μακάρια τελευτή του «καί θά βρεῖ βοσκή»5 στήν αἰωνιότητα, βοσκή ἄφθονη, γλυκύτατη, πνευματική.
«Ὅποιος θέλει νά μέ ὑπηρετεῖ, ἄς ἀκολουθεῖ τόν δικό μου δρόμο· καί ὅπου εἶμαι ἐγώ, ἐκεῖ θά εἶναι καί ὁ δικός μου ὑπηρέτης. Καί ὁ Πατέρας μου θά τιμήσει ὅποιον μέ ὑπηρετεῖ»6. Ποῦ βρισκόταν ὁ Κύριος, ὅταν εἶπε αὐτά τά λόγια; Μέ τή θεία φύση Του ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, βρισκόταν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, πάνω στή γῆ, τήν κοιλάδα τούτη τῆς ἐξορίας καί τῆς ταλαιπωρίας, παραμένοντας, ὡς Θεός, καί ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν προαιώνια.
«Ὁ Λόγος ἦταν μέ τόν Θεό»7. Αὐτός ὁ Λόγος διακήρυξε: «Ὁ Πατέρας ζεῖ μέσα σ᾿ Ἐμένα, κι ἐγώ ζῶ μέσα στόν Πατέρα»8. Τό ἴδιο κατορθώνει καί ὅποιος ἀκολουθεῖ τόν Χριστό: «Ὅποιος παραδέχεται πώς ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός κατοικεῖ μέσα σ᾿ αὐτόν καί αὐτός ζεῖ ἑνωμένος μέ τόν Θεό»9.
«Ὅποιον μέ ὑπηρετεῖ θά τόν τιμήσει ὁ Πατέρας Μου»10. «Τόν νικητή» τοῦ κόσμου καί τῆς ἁμαρτίας, πού μέ ἀκολουθεῖ στήν παρούσα ζωή, «θά τόν βάλω» στήν αἰώνια ζωή «νά καθήσει μαζί μου στόν θρόνο μου, ὅπως κάθησα κι ἐγώ νικητής μαζί μέ τόν Πατέρα Μου στόν θρόνο Του»11.
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, πρέπει πρῶτα ν᾿ ἀρνηθοῦμε τόν κόσμο. Ὁ Χριστός, δέν ἔχει τόπο στήν ψυχή, ἄν μέσα σ᾿ αὐτήν δέν συντελεστεῖ ἡ ἀποταγή τοῦ κόσμου. «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἄς σηκώσει τόν σταυρό του καί ἄς μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του, θά τή χάσει· ὅποιος, ὅμως, χάσει τή ζωή του γιά χάρη Μου καί γιά χάρη τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει»12. «Ἄν κάποιος ἔρχεται κοντά Μου καί δέν ἀπαρνιέται τόν πατέρα του καί τή μητέρα του, τή γυναίκα του καί τά παιδιά του, τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές του, ἀκόμα καί τήν ἴδια του τή ζωή, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής Μου»13.
Πολλοί πλησιάζουν τόν Κύριο, λίγοι ὡστόσο ἀποφασίζουν νά Τόν ἀκολουθήσουν. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού διαβάζουν τό Εὐαγγέλιο, πού εὐφραίνονται μέ τά ὑψηλά νοήματά του καί ἐνθουσιάζονται μέ τήν ἁγία διδασκαλία του, λίγοι ὡστόσο ἀποφασίζουν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελικό νόμο.
Ὁ Κύριος σ’ ὅλους ὅσοι Τόν πλησιάζουν καί ποθοῦν νά ἑνωθοῦν μαζί Του, δηλώνει: «Ὅποιος ἔρχεται κοντά μου καί δέν ἀπαρνιέται τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής Μου». «Σκληρά εἶναι τοῦτα τά λόγια», ἔλεγαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι πού ἐξωτερικά Τόν ἀκολουθοῦσαν, οἱ μαθητές Του. «Ποιός μπορεῖ νά τ᾿ ἀκούει;14. Ἔτσι κρίνει γιά τά λόγια τοῦ Θεοῦ ἡ ἀνθρώπινη σοφία μέ τήν ἐλεεινή διάθεσή της. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωή, ζωή αἰώνια, ζωή ἀληθινή. Μ᾿ αὐτόν τόν λόγο θανατώνεται ἡ ἀνθρώπινη σοφία, πού γεννήθηκε ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο καί πού κρατᾶ τούς ἀνθρώπους στόν αἰώνιο θάνατο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «γι᾿ αὐτούς πού πᾶνε πρός τόν χαμό τους» ἑκούσια, ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία, «εἶναι μωρία», ἐνῶ «γι᾿ αὐτούς πού βρίσκονται στόν δρόμο τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ»15.
Ἐξαιτίας τῆς προπατορικῆς πτώσεως οἰκειοποιηθήκαμε τόσο πολύ τήν ἁμαρτία, ὥστε ὅλα τά χαρακτηριστικά καί ὅλα τά κινήματα τῆς ψυχῆς εἶναι διαποτισμένα πιά ἀπ᾿ αὐτήν. Ἔτσι, ἡ ἀπόρριψη τῆς ἁμαρτίας, πού ἔχει γίνει στοιχεῖο τῆς ψυχῆς, σημαίνει ἀπόρριψη τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Αὐτή ἡ ἀπόρριψη τῆς ψυχῆς εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀπόρριψη τῆς φύσεως πού μολύνθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία, εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν οἰκείωση τῆς φύσεως πού ἀνακαινίστηκε ἀπό τόν Χριστό.
Ὅταν δηλητηριαστεῖ ἡ τροφή, πού περιέχεται σ᾿ ἕνα σκεῦος, τήν πετᾶμε. Ὕστερα πλένουμε τό σκεύος μέ ἐπιμέλεια καί τό χρησιμοποιοῦμε γιά καλή τροφή. Ἡ τροφή πού δηλητηριάστηκε, δίκαια θεωρεῖται κι αὐτή δηλητήριο.
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, πρέπει πρῶτα ν᾿ ἀπαρνηθοῦμε τόν λογισμό μας καί τό θέλημά μας. Ὁ λογισμός καί τό θέλημα τῆς πεσμένης φύσεως ἔχουν ὁλοκληρωτικά δηλητηριαστεῖ καί ἀλλοιωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, γι᾿ αὐτό ποτέ δέν μποροῦν νά ταυτιστοῦν μέ τή σκέψη καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἱκανός νά οἰκειωθεῖ τή σκέψη τοῦ Θεοῦ γίνεται ὅποιος ἀπαρνιέται τή δική του σκέψη. Ἱκανός νά ἐφαρμόσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται ὅποιος ἀπαρνιέται τό δικό του θέλημα.
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, πρέπει νά σηκώσουμε τόν σταυρό μας. Σηκώνοντας τόν σταυρό μας, δηλώνουμε τήν ἑκούσια καί καί εὐλάβική ὑποταγή μας στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, μ᾿ ὅλες τίς θλίψεις πού θά μᾶς βροῦν μέ παραχώρηση τῆς πρόνοιάς Του. Ἡ βαρυγγώμια καί ἡ ἀγανάκτηση γιά τίς θλίψεις καί τίς συμφορές εἶναι ἀπόρριψη τοῦ σταυροῦ. Μόνο ἐκεῖνος πού σηκώνει τόν σταυρό του μπορεῖ ν᾿ ἀκολουθεῖ τόν Χριστό. Ὅποιος ὑποτάσσεται στή βούληση Ἐκείνου, ταπεινά παραδέχεται πώς τοῦ ἀξίζει νά καταδικαστεῖ καί νά τιμωρηθεῖ.
Ὁ Κύριος, πού μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή τῆς αὐταπαρνήσεως, τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου καί τῆς ἄρσεως τοῦ σταυροῦ, θά μᾶς δώσει καί τή δύναμη γιά τήν ἐφαρμογή αὐτῆς τῆς ἐντολῆς Του. Ὅποιος ἀποφάσισε καί ἀγωνίζεται νά τήν ἐφαρμόσει, δέν ἀργεῖ νά διαπιστώσει πόσο ἀπαραίτητη εἶναι. Ἡ διδασκαλία πού, μέ τήν ἐπιφανειακή καί λαθεμένη θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, φαίνεται σκληρή, ἀποδεικνύεται ἡ πιό συνετή καί ἡ πιό ἀγαθή. Τούς κολασμένους τούς καλεῖ στή σωτηρία, τούς νεκρωμένους τούς καλεῖ στή ζωή, τούς δεμένους στόν ἅδη τούς καλεῖ στόν οὐρανό.
Ὅσοι δέν ἀποφασίζουν ν᾿ ἀπαρνηθοῦν ἑκούσια τόν ἑαυτό τους καί τόν κόσμο, ἀναγκάζονται τελικά νά τό κάνουν ἀκούσια καί βίαια: Ὅταν ἔρθει ὁ ἀδυσώπητος καί ἀναπότρεπτος θάνατος, χωρίζονται ἀπ᾿ ὅλα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα ἔχουν δεθεῖ. Τότε φτάνουν στό σημεῖο ν᾿ ἀποχωρίζονται, δίχως νά τό θέλουν, ἀκόμα καί τό ἴδιο τους τό σῶμα, ἀφήνοντάς το στή γῆ ἕρμαιο τῆς φθορᾶς καί τροφή τῶν σκουληκιῶν.
Ἡ φιλαυτία καί ἡ φιλοκοσμία εἶναι καρποί τῆς αὐταπάτης καί τῆς ψυχικῆς τυφλώσεως. Φιλαυτία εἶναι ἡ στρεβλή ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας. Παράλογη καί καταστροφική εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη. Ὁ φίλαυτος κυνηγᾶ μέ πάθος καθετί μάταιο, καθετί φευγαλέο, κάθε ἁμαρτωλή ἀπόλαυση. Εἶναι ἐχθρός τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι αὐτόχειρας. Ἀγαπώντας τόν ἑαυτό του καί ἐπιδιώκοντας τήν ἱκανοποίησή του, στήν πραγματικότητα μισεῖ καί καταστρέφει τόν ἑαυτό του, τόν ὁδηγεῖ στόν αἰώνιο θάνατο.
Ἄς συμμαζέψουμε τόν νοῦ μας ὅσοι τόν ἔχουμε σκορπίσει, σκοτισμένοι καί ἀπατημένοι ἀπό τή ματαιότητα! Ἄς συνέλθουμε ὅσοι ἔχουμε μεθύσει ἀπό τή ματαιότητα καί χάσει τή νηφάλια αὐτογνωσία! Ἄς διχασθοῦμε ἀπ᾿ ὅσα συντελοῦνται καθημερινά μπροστά στά μάτια μας! Ὅσα βλέπουμε νά συμβαίνουν στούς ἄλλους, ὁπωσδήποτε θά συμβοῦν καί σ᾿ ἐμᾶς.
Ὄποιος σπαταλᾶ τή ζωή του ἐπιζητώντας τιμές, τίς παίρνει ἄραγε μαζί του στήν αἰωνιότητα; Δέν ἀφήνει ἐδῶ τούς τίτλους, τά παράσημα, τίς διακρίσεις, ὅλη τήν αἴγλη μέ τήν ὁποία εἶχε περιβάλει τόν ἐαυτό του; Δέν πηγαίνει στήν αἰωνιότητα μόνο μέ τά ἔργα πού ἔπραξε στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του;
Ὅποιος σπαταλᾶ τή ζωή του ἐπιζητώντας πλούτη, συγκεντρώνοντας πολλά χρήματα, ἀποκτώντας ἀπέραντα κτήματα, ὀργανώνοντας κερδοφόρες ἐπιχειρήσεις, κατοικώντας σέ μαρμαροχρυσοστόλιστα παλάτια καί ταξιδεύοντας μέ ὑπέροχα ἁμάξια, παίρνει τίποτα μαζί του στήν αἰωνιότητα; Ὄχι! Ὄλα τά ἀφήνει στή γῆ. Περιορίζεται σ᾿ ἕνα μικρό κομμάτι γῆς ὅπου θάβεται τό σῶμα του, ὅπως τά σώματα ὅλων τῶν νεκρῶν.
Ὅποιος σπαταλᾶ τή ζωή του σέ σαρκικές ἀπολαύσεις, σέ φιλικά ξεφαντώματα καί σέ πλούσια γεύματα, μέ τό ἀναπόφευκτο τέλος τά ἀποχωρίζεται ὅλα αὐτά. Πρῶτα ἔρχονται τά γηρατειά μέ τή φυσική ἀδυναμία τους, κι ὕστερα χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Τότε ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας, ἀργά ὅμως πιά, ὅτι τό νά ὑπηρετεῖ κανείς τά πάθη του εἶναι μιά πλάνη, ὅτι ἡ ζωή τῆς σάρκας καί τῆς ἁμαρτίας δέν ἔχει νόημα.
Τί ἀλλόκοτος, τί παράδοξος πού εἶναι ὁ ἀγώνας γιά ἐπίγεια ἐπιτυχία! Ζητᾶμε πάντα μέ μανία νά πετύχουμε κάτι. Καί μόλις τό βροῦμε, παύουμε πιά νά τό θέλουμε μέ τόσο πόθο, ὅσο πρίν τό ἀποκτήσουμε. Ἔτσι μέ νέα φλόγα ἀρχίζουμε ν᾿ ἀναζητᾶμε κάτι ἄλλο. Μέ τίποτα δέν εἴμαστε ἱκανοποιημένοι. Ζοῦμε μόνο μέ τήν προσδοκία τῆς μελλοντικῆς ἐπιτυχίας. Διψᾶμε μόνο γι᾿ αὐτό πού δέν ἔχουμε. Τά ἀντικείμενα τῆς ἐπιθυμίας μας ἑλκύουν τήν καρδιά μας μέ τή φαντασία καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀπολαύσεως. Διαρκῶς ἀπατημένοι, τρέχουμε πίσω ἀπό τά ποθητά αὐτά ἀντικείμενα σ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ὥσπου νά μᾶς ἁρπάξει ὁ ἀπροσδόκητος θάνατος. Πῶς νά ἐξηγήσουμε αὐτή τή συνεχῆ ἀναζήτηση ὄλων μας; Στίς ψυχές μας φυτεύθηκε ἡ ἀναζήτηση τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν. Μετά τήν πτώση μας, ὅμως, ἡ τυφλωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καρδιά μας ψάχνει ἀδιάκοπα στή γῆ αὐτά πού ὑπάρχουν στήν αἰωνιότητα, στόν οὐρανό.
Ὁ κλῆρος πού ἔλαχε στούς προγόνους μου καί στ᾿ ἀδέλφια μου, θά λάχει καί σ᾿ ἐμένα: Πέθαναν ἐκεῖνοι, θά πεθάνω κι ἐγώ. Θ᾿ ἀφήσω τό κελλί μου, θ᾿ ἀφήσω τά βιβλία μου, θ ᾿ ἀφήσω τά ροῦχα μου, θ᾿ ἀφήσω τό γραφεῖο μου, ὅπου περνοῦσα πολλές ὧρες. Ὅλα ὅσα εἶχα ἀνάγκη ἤ νόμιζα ὅτι εἶχα ἀνάγκη στήν ἐπίγεια ζωή μου, θά τ᾿ ἀφήσω. Θά βγάλουν τό σῶμα μου ἀπ᾿ αὐτό τό κελλί, ἀπ᾿ αὐτόν τόν προθάλαμο τῆς ἄλλης ζωῆς καί χώρας. Θά βγάλουν τό σῶμα μου καί θά τό παραδώσουν στή γῆ, τή γῆ ἀπό τήν ὁποία πλάστηκε τό σῶμα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Τό ἴδιο θά συμβεῖ καί σ᾿ ἐσᾶς, ἀδελφοί, πού διαβάζετε τοῦτες τίς γραμμές. Θά πεθάνετε κι ἐσεῖς. Θ᾿ ἀφήσετε ἐδῶ ὅλα τά γήινα. Θ᾿ ἀφήσετε τά σώματά σας καί μέ τίς ψυχές σας θά μπεῖτε στήν αἰωνιότητα.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ ἰδιότητες ἀντίστοιχες τῆς δραστηριότητάς της. Ὅπως σ᾿ ἕναν καθρέφτη εἰκονίζονται τά ἀντικείμενα ἐκεῖνα ἀπέναντι στά ὁποῖα αὐτός τοποθετεῖται, ἔτσι καί σέ μιά ψυχή δημιουργοῦνται ἐντυπώσεις ἀντίστοιχες τῶν ἐνασχολήσεων καί τῶν ἔργων της. Οἱ εἰκόνες ἐξαφανίζονται ἀπό τόν ἀναίσθητο καθρέφτη, ὅταν τά ἀντικείμενα ἀπομακρυνθοῦν ἀπό μπροστά του. Οἱ ἐντυπώσεις, ὅμως, παραμένουν στή λογική ψυχή. Μποροῦν, βέβαια, νά ἐξαλειφθοῦν ἤ νά ἀντικατασταθοῦν ἀπό ἄλλες, ἀλλά γι᾿ αὐτό ἀπαιτοῦνται κόπος καί χρόνο πολύς. Οἱ ἐντυπώσεις, πού ἀποτελοῦν «περιουσία» τῆς ψυχῆς τήν ὥρα τῆς ἐξόδου της ἀπό τό σῶμα, εἶναι αἰώνιο ἀπόκτημά της καί ἐχέγγυο τῆς αἰώνιας μακαριότητάς της ἤ αἴτιο τοῦ αἰώνιου ὀλέθρου της.
«Δέν μπορεῖτε νά εἶστε δοῦλοι καί στόν Θεό καί στόν μαμωνᾶ»16, εἶπε ὁ Σωτήρας στούς πεσμένους ἀνθρώπους, ἀποκαλύπτοντάς τους τήν κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκαν ἐξαιτίας τῆς προπατορικῆς πτώσεως. Ἔτσι πληροφορεῖ καί ὁ γιατρός τόν ἄρρωστο γιά τήν κατάστασή του, τήν ὁποία ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ. Ἐξαιτίας τῆς ψυχικῆς μας συγχύσεως, λοιπόν, δέν ἀντιλαμβανόμαστε τήν ἀσθένειά μας, τήν ὁποία μᾶς φανερώνει ὁ Κύριος μαζί μέ τόν τρόπο τῆς θεραπείας: Γιά νά σωθοῦμε, πρέπει ἔγκαιρα νά ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί τόν κόσμο. «Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους· γιατί ἤ θά μισήσει τόν ἕνα καί θ᾿ ἀγαπήσει τόν ἄλλο, ἤ θά στηριχθεῖ στόν ἕνα καί θά περιφρονήσει τόν ἄλλο»17.
Ἡ πείρα διαρκῶς δικαιώνει τά παραπάνω λόγια τοῦ παναγίου Γιατροῦ. Τήν ἱκανοποίηση τῶν μάταιων καί ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν ἀκολουθεῖ πάντοτε ἡ ἕλξη ἀπ᾿ αὐτές. Τήν ἕλξη ἀκολουθεῖ ἡ αἰχμαλωσία, πού εἶναι θάνατος γιά κάθετί τό πνευματικό. Ὅσοι ἀφέθηκαν ν᾿ ἀκολουθήσουν τίς ἐπιθυμίες τους καί τήν ἀνθρώπινη σοφία, τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος ὀνομάζει «σαρκική»18, αἰχμαλωτίστηκαν τελικά ἀπ᾿ αὐτές, ξέχασαν τόν Θεό καί τήν αἰωνιότητα, δαπάνησαν μάταια τήν ἐπίγεια ζωή τους, ὁδηγήθηκαν στήν αἰώνια καταστροφή.
Δέν εἶναι δυνατό νά ἐκπληρώνει κανείς καί τό θέλημά του καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν ἐκπλήρωση τοῦ πρώτου βεβηλώνεται καί ἀχρηστεύεται τό δεύτερο. Τό εὐωδιαστό καί πολύτιμο μύρο χάνει τήν ἀξία του, ὅταν ἀναμειχθεῖ μ᾿ ἕνα δύσοσμο ὑγρό. «Θά ἀπολαύσετε τά ἀγαθά τῆς γῆς», μᾶς γνωστοποιεῖ ὁ Θεός μέσω τοῦ μεγάλου προφήτη Ἡσαΐα, τότε μόνο, ὅταν «θελήσετε νά ὑπακούσετε σ᾿ ἐμένα· ἄν, ὅμως, δέν θελήσετε καί δέν μέ ὑπακούσετε, μάχαιρα θά σᾶς καταφάει. Τό στόμα τοῦ Κυρίου τά εἶπε αὐτά»19.
Δέν μπορεῖ κανεῖς ν᾿ ἀποκτήσει τόν «νοῦ τοῦ Χριστοῦ»20, ὅταν παραμένει στή «σαρκική» σοφία. «Γιατί τό σαρκικό φρόνημα ὁδηγεῖ στόν θάνατο», λέει ὁ ἀπόστολος, καί «ἐχθρεύεται τόν Θεό, ἀφοῦ δέν ὑποτάσσεται στόν θεϊκό νόμο, ἀλλά κι οὔτε μπορεῖ νά ὑποταχθεῖ»21. Τί εἶναι τό «σαρκικό φρόνημα»; Οἱ σκέψεις καί οἱ ἐπιθυμίες πού γεννιοῦνται μέσα στόν ἄνθρωπο μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα. Τό σαρκικό φρόνημα μᾶς κάνει νά κινούμαστε καί νά ἐνεργοῦμε πάνω στή γῆ, μεγαλοποιώντας τήν ἀξία τῶν φθαρτῶν καί προσκαίρων, ἀπομακρύνοντάς μας ἀπό τόν Θεό καί ὅσα συντελοῦν στήν εὐαρέστησή Του, στερώντας μας τή σωτηρία.
Ἄς ἀρνηθοῦμε τίς ψυχές μας, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, γιά νά τίς κερδίσουμε! Ἄς ἀρνηθοῦμε, δηλαδή, τήν ἐφάμαρτη κατάσταση, στήν ὁποία κατάντησαν οἱ ψυχές μας μέ τήν ἑκούσια ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, γιά νά λάβουμε ἀπ᾿ Αὐτόν τήν ἁγία κατάσταση τῆς ἀνακαινισμένης ἀνθρωπίνης φύσεως καί νά γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ! Τή θέλησή μας, ἤ μᾶλλον τή θέληση τῶν δαιμόνων, στήν ὁποία ὑποτάχθηκε καί μέ τήν ὁποία ταυτίστηκε ἡ δική μας θέλήση, ἄς τήν ἀντικάταστήσουμε μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς φανερώθηκε στό Εὐαγγέλιο. Τό σαρκικό φρόνημα, φρόνημα κοινό τῶν πεσμένων πνευμάτων καί ἀνθρώπων, ἄς τό ἀντικαταστήσουμε μέ τό φρόνημα τοῦ Θεοῦ, πού ἀκτινοβολεῖ ἀπό τό Εὐαγγέλιο.
Ἄς ἀπαρνηθοῦμε τήν ὑλική περιουσία μας, γιατί ἔτσι θά γίνουμε ἱκανοί ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό! Ἡ ἀπάρνηση τῆς περιουσίας εἶναι ἀπόρροια τῆς ὀρθῆς στάσεως ἀπέναντι στά ὑλικά ἀγαθά, στάσεως πού διαμορφώνεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο22. Καί ὅταν διαμορφωθεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο, τότε ὁ νοῦς του κατανοεῖ ἀβίαστα τήν ἀλήθεια: Ἡ ἐπίγεια περιουσία δέν ἀπότελεῖ κτῆμα μας, ὅπως λαθεμένα νομίζουν ὅσοι ποτέ δέν προβληματίστηκαν γι᾿ αὐτό τό θέμα. Διαφορετικά, παντοτινά θά τήν κατείχαμε, παντοτινά θά ἦταν δικιά μας. Βλέπουμε, ὡστόσο, ὅτι μεταβιβάζεται ἀπό χέρια σέ χέρια. Ἑπομένως μᾶς δίνεται μόνο γιά προσωρινή χρήση. Στόν Θεό ἀνήκει ἡ περιουσία μας. Ἐμεῖς εἴμαστε μόνο διαχειριστές της. Καί οἱ καλοί διαχειριστές ἐκτελοῦν μέ ἀκρίβεια τό θέλημα Ἐκείνου πού τούς ἐμπιστεύθηκε τή διαχείριση τῆς περιουσίας Του. Ἄς προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά διαχειριστοῦμε τά ὑλικά ἀγαθά, πού κατέχουμε, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄς μήν τά χρησιμοποιήσουμε γιά νά ἱκανοποιήσουμε τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη μας, γιατί ἔτσι θά γίνουν μέσα τῆς αἰώνιας καταστροφῆς μας. Ἄς τά χρησιμοποιήσουμε γιά τήν ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων μας πού τά ἔχουν ἀνάγκη, τῶν συνανθρώπων μας πού ὑποφέρουν, γιατί ἔτσι θά γίνουν μέσα τῆς σωτηρίας μας. Ὅσοι ἐπιζητοῦν τή χριστιανική τελειότητα, ἀπαρνιοῦνται ὅλα τά ὑπάρχοντά τους23. Καί ὅσοι ἐπιζητοῦν τή σωτηρία, ὀφείλουν νά κάνουν ἐλεημοσύνη24, ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές τους, καί νά ἀποφεύγουν τήν κακή χρήση τῆς περιουσίας τους.
Ἄς ἀπαρνηθοῦμε τή φιλοδοξία καί τή φιλοπρωτία! Ἄς μήν τρέχουμε πίσω ἀπό τιμές καί ἀξιώματα, χρησιμοποιώντας γιά τήν ἀποκτησή τους μέσα ἀθέμιτα καί ποταπά, ἀθετώντας τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τίς ὑποδείξεις τῆς συνειδήσεως καί τό χρέος τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Τέτοια μέσα κατεξοχήν χρησιμοποιοῦν οἱ ζηλωτές τῶν γήινων μεγαλείων. Δηλητηριασμένοι καί παρασυρμένοι ἀπό τή φιλοδοξία, οἱ ἀχόρταγοι κυνηγοί τῆς ἀνθρώπινης δόξας εἶναι ἀνίκανοι νά πιστέψουν στόν Χριστό. «Πῶς μπορεῖτε ἐσεῖς νά πιστέψετε», εἶπε ὁ Κύριος στούς φιλοδόξους Ἰουδαίους ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς Του, «ἀφοῦ ἀποζητᾶτε νά δοξάζεστε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί δέν ἐπιδιώκετε τή δόξα πού πηγάζει ἀπό τόν μοναδικό Θεό;»25.
Ἄν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ μᾶς παραχώρησε ἀξιώματα καί ἐξουσία, ἄς γίνουμε, μέσω αὐτῶν, εὐεργέτες τῶν ἀνθρώπων. Ἄς φτύσουμε τό φοβερό ἐκεῖνο δηλητήριο τό τόσο ἐπικίνδυνο γιά τήν ψυχή μας, τόν ἄλογο ἐγωισμό, πού κάνει τούς ἀνθρώπους ἄρρωστους, ἤ μᾶλλον θηρία καί δαίμονες, μάστιγες τῆς ἀνθρωπότητας καί ἐχθρούς τοῦ ἑαυτοῦ τους.
Ἄς ἀγαπήσουμε πάνω ἀπ᾿ ὅλα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄς τό προτιμήσουμε ἀπό κάθετι ἄλλο. Ὅ,τι ἐναντιώνεται σ᾿ αὐτό ἄς τό μισήσουμε μ᾿ ἕνα μίσος εὐλαβικό καί εὐάρεστο στόν Θεό. Ὅταν ἡ φθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία φύση μας ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, ἄς ἀντιστεκόμαστε στή φύση μας ἀποκρούοντας τίς ἐπιθυμίες καί τίς ἀπαιτήσεις της. Ὅσο πιό ἀποφασιστική εἶναι ἡ ἀντίστασή μας, τόσο πιό μεγάλη θά εἶναι ἡ νίκη μας ἐπί τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ὑποδουλωμένης στήν ἁμαρτία φύσεώς μας, τόσο πιό γρήγορη καί πιό σταθερή θά εἶναι ἡ πνευματική προκοπή μας.
Ἄν οἱ συγγενεῖς μας θελήσουν νά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά Του, ἄς σταθοῦμε μπροστά τους ὅπως τά πρόβατα στούς λύκους. Τά πρόβατα, ὅταν τά πλησιάζουν λύκοι, οὔτε σέ λύκους μεταβάλλονται, οὔτε ἀπό τά δόντια τῶν λύκων προστατεύονται26. Ἀντισταθεῖτε, διατηρώντας τήν πιστότητά σας στόν Θεό καί μήν ὑποχωρώντας στά ἁμαρτωλά θελήματα τῶν ἀνθρώπων, ἔστω κι ἄν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι οἱ πιό κοντινοί συγγενεῖς σας. Νά ὑπομένετε, ὡστόσο, μεγαλόψυχα τίς προσβολές τους καί νά προσεύχεστε γιά τή σωτηρία τους. Σέ καμιά περίπτωση νά μήν τούς κακολογήσετε, σέ καμιά περίπτωση νά μήν τούς βλάψετε, ἐκδηλώνοντας τήν κακία τῆς πεσμένης ἀνθρωπίνης φύσεως.
«Μή νομίσετε», εἶπε ὁ Σωτήρας, «πώς ἦρθα γιά νά ἐπιβάλω ἀναγκαστική ὁμόνοια ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Δέν ἦρθα νά φέρω τέτοια ὁμόνοια ἀλλά διαίρεση. Πράγματι, ὁ ἐρχομός μου ἔφερε τόν χωρισμό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν πατέρα του, τῆς θυγατέρας ἀπό τή μάνα της, τῆς νύφης ἀπό τήν πεθερά της»27. «Ἦρθα»,προσθέτει ἑρμηνευτικά ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «νά διχάσω τούς φίλους τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς φίλους τοῦ κόσμου, τούς ὑλικούς ἀπό τούς πνευματικούς, τούς φιλόδοξους ἀπό τούς ταπεινούς»28. Ὁ Θεός ἱκανοποιεῖται μέ τόν διχασμό, ὅταν αὐτός ὀφείλεται στήν ἀγάπη Του.
Ὁ ψαλμωδός ὀνόμασε τή γῆ «τόπο παροικίας»29, δηλαδή τόπο προσωρινῆς διαμονῆς, καί τόν ἑαυτό του «πάροικο» καί «παρεπίδημο»30, δηλαδή προσωρινό κάτοικο καί μετανάστη σέ ξένη, θά λέγαμε, χώρα. Ὁλοφάνερη καί χειροπιαστή ἀλήθεια! Ἀλήθεια πού λησμονιέται ἀπό τούς ἀνθρώπους παρά τήν ἐμφάνειά της!
Εἶμαι, λοιπόν, πάροικος στή γῆ. Ἦρθα ἐδῶ μέ τή γέννησή μου καί θά φύγω μέ τόν θάνατό μου. Εἶμαι παρεπίδημος στή γῆ: Ἐξορίστηκα σ᾿ αὐτήν διωγμένος ἀπό τόν παράδεισο, ὅπου μόλυνα καί ἀσχήμισα τόν ἑαυτό μου μέ τήν ἁμαρτία. Θ᾿ ἀφήσω, ὅμως, κάποτε τόν τόπο τοῦτο τῆς ἐξορίας μου, ὅπου μ᾿ ἔστειλε ὁ Θεός γιά νά μετανοήσω, νά καθαριστῶ ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά γίνω πάλι ἄξιος τοῦ παραδείσου. Διαφορετικά, ἄν μείνω πεισματικά καί ὁριστικά ἄμετανόητος, θά ριχθῶ γιά πάντα στίς φυλακές τοῦ ἅδη.
Εἶμαι ἀπόδημος στή γῆ: Ἡ ἀποδημία μου ἀρχιζει ἀπό τήν κούνια καί τελειώνει στόν τάφο. Ἀπό τήν παιδική ἠλικία μέχρι τά γηρατειά περιπλανιέμαι μέσα στίς ποικίλες συνθῆκες καί περιστάσεις τῆς γῆς. Πάροικοι καί παρεπίδημοι ἦταν ἐδῶ καί ὅλοι οἱ πρόγονοί μου. Πάτησαν στή γῆ μέ τή γέννησή τους καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τή γῆ μέ τόν θάνατό τους. Κανένας δέν ἐξαιρέθηκε ἀπ᾿ αὐτόν τόν πανανθρώπινο νόμο. Κανένας δέν ἔμεινε γιά πάντα στή γῆ. Ἔφυγαν ὅλοι.Ἔτσι θά φύγω κι ἐγώ. Ἤδη ἄρχισα νά ἑτοιμάζομαι. Πέφτουν οἱ δυνάμεις μου. Ὑποτάσσομαι στά γηρατειά. Θά φύγω, θά φύγω σύμφωνα μέ τόν ἀμετάβλητο νόμο καί τή μεγαλειώδη προσταγή τοῦ Πλάστη μου, τοῦ Θεοῦ μου.
Ἄς πιστέψουμε πώς εἴμαστε ἀπόδημοι στή γῆ. Μόνο ἄν ἔχουμε αὐτή τήν πεποίθηση, μποροῦμε νά κάνουμε ἀλάθητους ὑπολογισμούς γιά τήν ἐπίγεια ζωή μας. Μόνο ἄν ἔχουμε αὐτή τήν πεποίθηση, μποροῦμε νά δώσουμε στή ζωή μας ἀπόκτηση τῆς μακάριας αἰωνιότητας. Ἄς μή στηριζόμαστε στήν κενότητα καί τή ματαιότητα, γιά νά μήν καταστραφοῦμε. Μᾶς τύφλωσε καί μᾶς τυφλώνει ἡ πτώση μας! Γι᾿ αὐτό χρειάζεται νά ἀσκήσουμε μακροχρόνια βία στόν ἑαυτό μας, ὥστε νά τόν πείσουμε γι᾿ ἀλήθειες ὁλοφάνερες, πού δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀποδείξεως.
Ὁ ὁδοιπόρος πού θά σταματήσει σ᾿ ἕνα πανδοχεῖο γιά νά ξαποστάσει, δέν ζητάει ἀνέσεις. Καί γιατί νά ζητήσει, ἀφοῦ θά μείνει ἐκεῖ γιά πολύ λίγο; Ἀρκεῖται στήν ἱκανοποίηση τῶν στοιχειωδῶν ἀναγκῶν του. Δέν θέλει, ἄλλωστε, νά ξοδέψει πολλά χρήματα, γιατί αὐτά θά τοῦ χρειαστοῦν στή συνέχεια τῆς πορείας του καί στή μεγάλη πόλη, πρός τήν ὁποία κατευθύνεται. Ὑπομένει, λοιπόν, καρτερικά τίς στερήσεις καί τήν ἀβολιά τοῦ πανδοχείου, γνωρίζοντας ὅτι πρόσκαιρα ταλαιπωρεῖται, ὅπως ὅλοι οἱ ὁδοιπόροι, καί ὅτι στόν τόπο πού πηγαίνει τόν περιμένει ἄνεση καί ἡσυχία ἀδιατάρακτη. Κανένα ἀντικείμενο τοῦ πανδοχείου, ὅσο ὡραῖο κι ἄν εἶναι, δέν ἑλκύει τήν καρδιά του. Μέ ἀσήμαντες ἀσχολίες δέν χάνει τόν καιρό του. Τοῦ χρειάζεται χρόνος γιά τήν κοπιαστική του ὁδοιπορία. Διαρκῶς συλλογίζεται τή μεγαλοπρέπεια τῆς βασιλικῆς πρωτεύουσας πού εἶναι ὁ τελικός του προορισμός, τά ἐμπόδια πού πρέπει νά ξεπεράσει, τά μέσα πού θά μποροῦσαν νά κάνουν τήν πορεία του λιγότερο ἐπίπονη, τούς ληστές πού παραμονεύουν στόν δρόμο, τούς δυστυχεῖς ὁδοιπόρους πού προηγήθηκαν ἀλλά δέν κατόρθωσαν νά φτάσουν στό τέρμα, τήν αἰώνια εὐτυχία ἐκείνων πού τό κατόρθωσαν. Ἀφοῦ, λοιπόν, παραμείνει ὅσο χρειαστεῖ στό πανδοχεῖο, εὐχαριστεῖ τόν ἰδιοκτήτη του γιά τή φιλοξενία καί φεύγει. Ἀφήνοντας πίσω του τό πανδοχεῖο, τό ξεχνᾶ ἐντελῶς, γιατί ἡ καρδιά του δέν προσκολλήθηκε σ᾿ αὐτό.
Τέτοια ἄς εἶναι καί ἡ δική μας σχέση μέ τή γῆ. Ἄς μή σπαταλήσουμε ἀλόγιστα τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἄς μήν προσφέρουμε τό σῶμα καί τήν ψυχή θυσία στή ματαιότητα καί τή φθορά. Ἄς ἀποφύγουμε κάθε ἐξάρτηση ἀπό τά ὑλικά καί πρόσκαιρα, γιά νά μή στερηθοῦμε τά οὐράνια καί αἰώνια. Ἄς μήν κυνηγᾶμε ἀχόρταγα καί ἀνικανοποίητα τίς ἡδονές, πού μᾶς ὁδηγοῦν σέ μεγάλες καί φοβερές πτώσεις. Ἄς φυλαχθοῦμε ἀπό τά περιττά καί ἄς ἀρκεστοῦμε μόνο στά ἀπαραίτητα. Ἄς συγκεντρώσουμε ὅλο μας τό ἐνδιαφέρον στήν πέρα ἀπό τόν τάφο ἀτελεύτητη ζωή, τήν ὁποία προσδοκοῦμε. Ἄς γνωρίσουμε τόν Θεό, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς πρόσταξε, δωρίζοντάς μας τή γνώση Του μέ τόν λόγο καί τή χάρη Του. Ἄς οἰκειωθοῦμε τόν Θεό στή διάρκεια τῆς παρούσας ζωῆς. Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἑνωθοῦμε στενά μαζί Του. Καί γιά νά πραγματοποιήσουμε αὐτό τό ὕψιστο ἔργο, ἔχουμε τόν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ἄν ἡ θαυμαστή ἕνωσή μας μέ τόν Θεό δέν πραγματοποιηθεῖ μέσα σ᾿ αὐτό τό διάστημα, δέν θά πραγματοποιηθεῖ ποτέ. Ἄς γίνουμε φίλοι μέ τούς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τούς ἁγίους ἀγγέλους καί τούς κεκοιμημένους ἁγίους ἀνθρώπους, «ὥστε, ὅταν ἔρθει τό τέλος μας, νά μᾶς δεχθοῦν στίς αἰώνιες κατοικίες»31.
Ἄς γνωρίσουμε καλά τά πνεύματα πού ἔπεσαν, τούς θηριώδεις αὐτούς καί δόλιους ἐχθρούς τοῦ ἀνθρώπινου γένους, γιά ν᾿ ἀποφύγουμε τίς παγίδες τους καί νά μή ριχθοῦμε μαζί τους στίς φλόγες τοῦ ἅδη. Φῶς στήν πορεία τῆς ζωῆς μας ἄς εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ32.
Ἄς δοξάσουμε καί ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό γιά τά ἀγαθά πού μᾶς παρέχει πλούσια, τά ἀγαθά μέ τά ὁποῖα εἶναι γεμάτη ἡ γῆ, ὁ τόπος τῆς πρόσκαιρης φιλοξενίας μας, γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν μας. Μέ νοῦ καθαρό ἄς ἀντιληφθοῦμε τή σημασία αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν: Δέν εἶναι παρά ἀμυδρές προτυπώσεις, δέν εἶναι παρά σκιές τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν.
Ὁ Θεός, χαρίζοντάς μας τά ἐπίγεια ἀγαθά, μᾶς λέει, θαρρεῖς, μυστικά: “Ἄνθρωποι! Ἡ προσωρινή διαμονή σας στή γῆ ἔχει ἐξασφαλιστεῖ μέ ἀναρίθμητα καί ποικίλα ἀγαθά, πού καταπλήσσουν τά μάτια καί σαγηνεύουν τήν καρδιά, ἱκανοποιώντας μέ πληρότητα τίς ἀνάγκες σας. Ἀπ᾿ αὐτό μπορεῖτε νά ἀντιληφθεῖτε πόσα ἀγαθά ὑπάρχουν στήν αἰώνια κατοικία σας, στόν οὐρανό. Μπορεῖτε νά ἀντιληφθεῖτε τήν ἄπειρη καί ἀσύλληπτη ἀγάπη μου σ᾿ ἐσᾶς. Παρατηρώντας, λοιπόν, τά γήινα ἀγαθά καί ἐκτιμώντας τα μέ εὐσεβῆ λογισμό, μή φέρεστε ἀλόγιστα. Μήν ὑποδουλώνεστε σ᾿ αὐτά. Μήν καταστρέφετε τόν ἑαυτό σας μ᾿ αὐτά. Χρησιμοποιώντας τα ὅταν καί ὅσο σᾶς χρειάζονται, στραφεῖτε μ᾿ ὅλες σας τίς δυνάμεις στήν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν”.
Ἄς φύγουμε μακριά ἀπ᾿ ὅλες τίς ψεύτικες διδασκαλίες καί τίς συνακόλουθες δραστηριότητες. Τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ «τόν ξένο δέν θά τόν ἀκολουθήσουν, ἀλλά θά φύγουν μακριά του, γιατί δέν ἀναγνωρίζουν τή φωνή τῶν ξένων»33. Ἄς γνωρίσουμε καλά τή φωνή τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, ὅταν τήν ἀκούσουμε, νά τήν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως καί νά πράξουμε τό θέλημα Του.
Ἄν γνωρίζουμε τή φωνή τοῦ Κυρίου, ἀντιλαμβανόμαστε ἀλάθητα τήν ξένη φωνή μέ τούς ποικίλους ἤχους τῆς κοσμικῆς σοφίας, φωνή πού δέν μᾶς τραβάει. Μόλις ἀκοῦμε ξένη φωνή, ἄς φεύγουμε τρέχοντας μακριά της. Ἔτσι σώζονται τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἀπομάκρυνση καί τήν ἀποφασιστική ἀδιαφορία στό κάλεσμα τῆς ξένης φωνῆς. Ἄν δώσουμε ἔστω καί ἐλάχιστη προσοχή στήν ξένη φωνή, κινδυνεύουμε. Γιατί πίσω ἀπό τήν προσοχή αὐτή ἀκολουθεῖ ἡ πλάνη, καί πίσω ἀπό τήν πλάνη ἡ καταστροφή. Ποιά ἦταν ἡ ἀρχή καί ἡ ἀφορμή τῆς πτώσεως τῶν προπατόρων μας; Ἡ προσοχή πού ἔδωσε ἡ Εὔα στήν ξένη φωνή.
Ὁ Ποιμένας μας ὄχι μόνο μᾶς καλεῖ μέ τή γνώριμη φωνή Του, ἀλλά καί μᾶς καθοδηγεῖ μέ τό παράδειγμα τῆς ζωῆς Του. «Μπαίνει μπροστά καί τά πρόβατα Τόν ἀκολουθοῦν»34. Μᾶς πρόσταξε ν᾿ ἀπαρνηθοῦμε τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό μας, σηκώνοντας τόν σταυρό μας. Αὐτό ἔκανε κι Ἐκεῖνος μπροστά στά μάτια μας. «Ὑπέμεινε παθήματα γιά χάρη μας, ἀφήνοντάς μας τό ὑπόδειγμα γιά νά βαδίσουμε στ᾿ ἀχνάρια Του»35.
Εὐδόκησε νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἄν καί Βασιλιάς, ἔγινε σάν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ. Γεννήθηκε σέ μιά σπηλιά, πού ἦταν στάβλος κατοικίδιων ζώων, γιατί ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαριάμ, ἡ ἁγία Μητέρα Του, δέν βρῆκαν τόπο στά οἰκήματα τῶν ἀνθρώπων. Κούνια Του ἦταν ἕνα παχνί. Μόλις μαθεύτηκε ἡ γέννησή Του, σχεδιάστηκε ἡ ἐξόντωση Του! Βρέφος ἀκόμα, παρακολουθεῖται! Βρέφος ἀκόμα, ἀναζητεῖται γιά νά θανατωθεῖ! Βρέφος ἀκόμα, καταφεύγει μέσ᾿ ἀπό τήν ἔρημο στήν Αἴγυπτο, γιά νά γλυτώσει ἀπό τόν ἐξαγριωμένο φονιά!
Τά παιδικά Του χρόνια ὁ Θεάνθρωπος τά πέρασε μέ ὑποταγή στούς γονεῖς, τόν Ἰωσήφ, πού θεωροῦνταν πατέρας Του, καί τή Μαριάμ, τή φυσική μητέρα Του. Ἔτσι ἔδωσε τό παράδειγμα τῆς ταπεινώσεως στούς ἀνθρώπους, πού καταστρέφονται ἀπό τόν ἐγωισμό καί τή θυγατέρα του, τήν ἀνυπακοή.
Τά ὥριμα χρόνια Του ὁ Κύριος τά ἀφιέρωσε στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, γυρίζοντας ἀπό πόλη σέ πόλη κι ἀπό χωριό σέ χωριό, χωρίς νά ἔχει ποῦ νά γείρει τό κεφάλι36. Ἐνδύματά Του ἦταν ὁ χιτώνας καί τό ἱμάτιο.
Τόν καιρό ἐκεῖνο οἱ ἄνθρωποι, στούς ὁποίους ἔφερε τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί σκόρπισε τίς θεῖες Του εὐεργεσίες, Τόν μίσησαν. Θέλησαν νά Τόν θανατώσουν. Καί τό ἐπιχείρησαν ὄχι μιά φορά μόνο. Τελικά Τόν καταδίκασαν σέ σταύρωση σάν κοινό ἐγκληματία. Ὁ Ἴδιος τούς ἄφησε νά διαπράξουν τό φρικτό αὐτό κακούργημα, πού τόσο τό διψοῦσαν οἱ καρδιές τους, ὥστε, μέ τόν θάνατο τοῦ πανάγιου ἑαυτοῦ Του, νά ἀπαλλάξει ἀπό τήν κατάρα τῆς προπατορικῆς παραβάσεως καί τόν αἰώνιο θάνατο τό ἄνομο γένος τῶν ἀνθρώπων. Μαρτυρική ἦταν ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ Θεανθρώπου, πού τέλειωσε καί μέ μαρτυρικό θάνατο.
Στ᾿ ἀχνάρια τοῦ Κυρίου βάδισαν ὅλοι οἱ ἅγιοι κι ἔφτασαν στή μακαρία αἰωνιότητα. Ἀκολούθησαν τόν δρόμο τόν στενό, τόν δρόμο τόν γεμάτο θλίψεις. Ἀπαρνήθηκαν τή δόξα καί τίς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου. Χαλιναγώγησαν τίς σαρκικές ἐπιθυμίες μέ τήν ἄσκηση. Σταύρωσαν τό κοσμικό πνεῦμα στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Ὑπέμειναν ἀναρίθμητες στερήσεις. Καταδιώχθηκαν ἀπό τά πονηρά πνεύματα ἀλλά κι ἀπό τούς ἀδελφούς τους, τούς ἀνθρώπους.
Ἄς ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό καί τό πλῆθος τῶν ἁγίων, πού Τόν ἀκολούθησαν! Ὁ Θεάνθρωπος, «ἀφοῦ καθάρισε μέ τόν σταυρικό Του θάνατο τίς ἁμαρτίες μας, κάθησε ψηλά, στά δεξιά τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ»37. Ἐκεῖ καλεῖ ὅσους Τόν ἀκολουθοῦν: «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπ᾿ τόν Πατέρα μου, κληρονομεῖστε τή Βασιλεία πού σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου»38.
______________
1 Ἰω. 12:26.
2 Ἰω. 10:2.
3 Ἰω. 10:3-4.
4 Τίτ. 3:5.
5 Ἰω. 10:9.
6 Ἰω. 12;26.
7 Ἰω.1:1.
8 Ἰω. 10;38.
9 Α΄ Ἰω. 4;15.
10 Ἰω. 12:26.
11 Ἀποκ. 3:21.
12 Μαρκ. 8:34-35.
13 Λουκ. 14:26.
14 Ἰω. 6:60.
15 Α΄ Κορ. 1:18.
16 Ματθ. 6:24.
17 Ματθ. 6;24.
18 Β΄ Κορ. 1:12.
19 Ἡσ. 1:19-20.
20 Α΄ Κορ. 2;16.
21 Ρωμ. 8:6-7.
22 Βλ. Λουκ. 16:1-31.
23 Ματθ. 19:16-30.
24 Λουκ. 11:41.
25 Ἰω. 5;44.
26 Βλ. Ματθ. 10:16.
27 Ματθ. 10;34-35.
28 Κλῖμαξ, Γ΄, 22.
29 Ψαλμ. 118:54.
30 Ψαλμ. 38:13.
31 Λουκ. 16:9.
32 Βλ. Ψαλμ. 118:105.
33 Ἰω. 10:5.
34 Ἰω. 10;4.
35 Πρβλ. Α΄ Πέτρ. 2;21.
36 Ματθ. 8:20.
37 Ἑβρ. 1:3.
38 Ματθ. 25;34.
(Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”, Τόμος Α΄, Ἰ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς)
Πηγή: alopsis.gr